Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 581/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 581/2018                     

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 12.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 1087/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 24.2.2015 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ……..) αγωγής της ανωτέρω, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτήν του αναφερομένου στο αγωγικό δικόγραφο χρηματικού ποσού, πλέον τόκων, με την επίκληση κυρίως μεν των διατάξεων περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης προς καταβολή του αιτουμένου (και δη αυτών της – εγγράφως καταρτισθείσας μεταξύ τους – σύμβασης σωρευτικής αναδοχής αλλότριου χρέους, που αφορά ειδικότερα το τίμημα της πώλησης από την ενάγουσα σε μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία ποσότητας καυσίμων, παραδοθέντων σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης), επικουρικώς δε των διατάξεων των αδικοπραξιών, και επικουρικότερα του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της, ως προς μεν τις κατά δικονομική επικουρικότητα σωρευόμενες στο δικόγραφο αυτής βάσεις για τη θεμελίωση της αγωγικής αξίωσης των αδικοπραξιών και του αδικαιολογήτου πλουτισμού ως μη νόμιμη και απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκασή της αντίστοιχα, ως προς δε την κυρίως προβαλλόμενη βάση (της παράβασης από την εναγόμενη συμβατικής υποχρέωσής της) ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις  12.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά την 1η.1.2016, και, επομένως, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ενώ και η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 13.3.2017] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 13.3.2017, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την από 24.2.2015 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή της, η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία εδρεύουσα στο …. Αττικής, και δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, εξέθεσε ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας ως πωλήτριας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……» ως αγοράστριας, αντί ορισθησομένου τιμήματος, παρέδωσε στις 25.10.2014,  στον Πειραιά, στο πλοίο με την ονομασία «G S», σημαίας Παναμά, πλοιοκτησίας της εναγομένης, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα ο πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, που έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του στα επίσης διαλαμβανόμενα δύο (2) δελτία αποστολής της, τα οποία ενσωματώνονται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο.  Ότι στην εμπρόσθια σελίδα των ανωτέρω δελτίων αποστολής αναγράφεται ότι «ο υπογράφων δηλώνει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι αποδέχεται τους όρους πώλησης, που αναγράφονται στο πίσω μέρος της σελίδας», όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται α) ότι «οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων, που παραδόθηκαν με το παρόν, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή» και β) ότι, επιπροσθέτως, ισχύουν όλοι οι υπόλοιποι Γενικοί Όροι Πώλησης καυσίμων της ιδίας (της ενάγουσας). Ότι στους ανωτέρω γενικούς όρους, οι οποίοι διέπουν το σύνολο των πωλήσεων καυσίμων, που καταρτίζει, και στους οποίους γίνεται αναφορά στην οπίσθια σελίδα των ανωτέρω δελτίων αποστολής, που εξέδωσε για την παράδοση στο πλοίο της εναγομένης των επίμαχων ποσοτήτων καυσίμων, κατά τα προεκτεθέντα, περιλαμβάνεται και ο υπ’αριθμ. 6.7 όρος, ο οποίος προβλέπει συγκεκριμένα ότι «παραδόσεις ναυτιλιακών καυσίμων δε γίνονται μόνον επί πιστώσει της αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα και συμφωνείται ότι η πωλήτρια (εννοείται η ενάγουσα) θα διατηρεί και θα δύναται να επιβάλει προνόμιο κατά του πλοίου αυτού για το τίμημα της πώλησης των ρηθέντων ναυτιλιακών καυσίμων, καθώς και για κάθε άλλο ποσό, το οποίο οφείλεται στην πωλήτρια από την αγοράστρια, το οποίο προκύπτει από την πώληση αυτή και την παράδοση των ρηθέντων ναυτιλιακών καυσίμων». Ότι η εναγόμενη, η οποία αγόρασε τα καύσιμα αυτά από την εδρεύουσα στη …. εταιρία με την επωνυμία «……..», στην οποία είχαν στο μεσοδιάστημα μεταπωληθεί από την αντισυμβαλλόμενη της ιδίας (ενάγουσας) εταιρία με την επωνυμία «……..», διά της υπογραφής των εν λόγω δελτίων αποστολής από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο την εκπροσωπεί, αποδέχθηκε τους προαναφερθέντες όρους, με αποτέλεσμα να ευθύνεται αυτοτελώς, και επιπροσθέτως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την αγοράστρια των καυσίμων (ανωτέρω εταιρία με την επωνυμία «……..») για την καταβολή του τιμήματος αυτών, το οποίο πιστωθέν και συμφωνηθέν καταβλητέο μέχρι τις 4.12.2014, όπως ρητά αναφέρεται και στο επίσης ενσωματωθέν αυτούσιο στο δικόγραφο της αγωγής τιμολόγιο, που αυτή (ενάγουσα) εξέδωσε για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 407.314 δολλαρίων Η.Π.Α, και το οποίο (τίμημα) δεν έχει εισέτι καταβληθεί και εξακολουθεί να οφείλεται. Ότι, επικουρικώς, η εναγόμενη ενέχεται προς καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με την προαναφερθείσα αξία των εν λόγω καυσίμων, διότι παράνομα και υπαίτια ανάλωσε αυτά για τις ανάγκες του πλοίου, πλοιοκτησίας της, στο οποίο παραδόθηκαν, παρότι γνώριζε ότι η κυριότητά τους είχε παρακρατηθεί από την ίδια (την ενάγουσα), ως πωλήτρια. μέχρι την πλήρη και ολοσχερή αποπληρωμή του τιμήματός τους, δυνάμει σχετικού όρου, περιλαμβανομένου στα ανωτέρω δελτία αποστολής, που υπογράφηκαν από τον πλοίαρχο του συγκεκριμένου πλοίου, ως νόμιμο εκπρόσωπό της, και επικουρικότερα διότι κατά την αξία των καυσίμων αυτών κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της δικής της περιουσίας (της ενάγουσας). Κατόπιν της παράθεσης στο δικόγραφο της αγωγής της του ιστορικού αυτού ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, κυρίως μεν με βάση την ενδοσυμβατική της ευθύνη, ως εκ της με τον προεκτεθέντα τρόπο καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης, δυνάμει της οποίας ανέλαβε και αυτή την αυτοτελή υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής, που απορρέει από την ανωτέρω σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων, εις ολόκληρον με την αγοράστρια των καυσίμων  αυτών – μη διάδικο στην παρούσα δίκη  – εταιρία με την επωνυμία «………», άλλως επικουρικώς με βάση τις διατάξεις των αδικοπραξιών, και επικουρικότερα τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, το σε ευρώ ισόποσο των 407.314 δολλαρίων Η.Π.Α. του συμφωνηθέντος τιμήματος της εν λόγω πώλησης, με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που θα ισχύει κατά το χρόνο της πληρωμής του, πλέον τόκων, υπολογιζομένων με συμβατικό επιτόκιο, ανερχόμενο μηνιαίως σε ποσοστό 2%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (ενάγουσας) τους οποίους αποδέχθηκε και η αντίδικός της, με την υπογραφή από το νόμιμο εκπρόσωπό της  – πλοίαρχο του πλοίου, όπου παραδόθηκαν τα καύσιμα, των ανωτέρω δελτίων αποστολής, που ρητά παραπέμπουν σ’αυτούς, όπως έχει  ήδη εκτεθεί, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο, της τοκοφορίας της απαίτησής της αρχομένης σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία το οφειλόμενο ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με την παρέλευση της συνομολογηθείσης προθεσμίας αποπληρωμής του, ήτοι από την 5η.1.2014, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, καθώς και να καταδικασθεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 1087/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού έγινε δεκτό α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς η εναγόμενη εταιρία εδρεύει στον Παναμά, ως προς τις σωρευόμενες στο δικόγραφο της αγωγής για τη θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας κύρια βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, καθώς και ως προς την πρώτη προβαλλόμενη κατά δικονομική επικουρικότητα βάση, τη στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 35 του ΚΠολΔ αντίστοιχα, και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αγωγή αναφορικά με την επίσης σωρευόμενη στο δικόγραφο δεύτερη επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω Δικαστηρίου να επιληφθεί αυτής, β) ότι εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο αναφορικά με την κύρια αγωγική βάση (της παράβασης από την εναγόμενη συμβατικής της υποχρέωσης)  σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ.593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ, ως το δίκαιο της χώρας, με την οποία η επικαλούμενη σύμβαση, από την οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, απορρέει η υποχρέωση της εναγομένης καταβολής του αιτουμένου ποσού του τιμήματος της πώλησης προς μη διάδικο ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων, παραδοθέντων σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, συνδέεται στενότερα από το σύνολο των περιστάσεων, ενώ όσον αφορά την επικουρικά προβαλλόμενη βάση της αδικοπραξίας σύμφωνα με τη  διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου  της 11ης.7.2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη II), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, ως το δίκαιο της χώρας, όπου κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία στον Πειραιά φέρεται ότι προέβη στην ανάλωση των εν λόγω καυσίμων, εν γνώσει του όρου περί παρακράτησης της κυριότητάς τους από την πωλήτρια ενάγουσα, και όπου επίσης υπογράφηκαν από το νόμιμο εκπρόσωπό της (της εναγομένης) και δη τον πλοίαρχο του πλοίου της, τα περιέχοντα τον όρο αυτό δελτία αποστολής, άλλως ότι το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση ως προς αμφότερες τις βάσεις της αγωγής (κύρια και επικουρική, ως προς τις οποίες κρίθηκε ότι το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς) λόγω μετασυμβατικού ορισμού αυτού, διότι η ενάγουσα τις διατάξεις του δικαίου αυτού επικαλείται προς θεμελίωση των αγωγικών ισχυρισμών της, και ομοίως και η εναγόμενη προς αντίκρουση των ισχυρισμών αυτών, και γ) ότι με βάση το ελληνικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω, η αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι νόμιμη [η μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσα σύμβαση, διά της επικαλούμενης στην αγωγή υπογραφής από τον πλοίαρχο του πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, όπου παραδόθηκαν τα πωληθέντα από την ενάγουσα στη μη διάδικο εταιρία με την επωνυμία «…………» καύσιμα, των εκδοθέντων για τη συναλλαγή δελτίων αποστολής, με την οποία (σύμβαση) η εναγόμενη ανέλαβε την αυτοτελή υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το τίμημα της πώλησης των καυσίμων αυτών, δυνάμει σχετικού όρου, που περιέχεται στα εν λόγω δελτία αποστολής, χαρακτηρίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως σύμβαση σωρευτικής αναδοχής αλλότριου χρέους του άρθρου 477 του ΑΚ], πλην του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησης της ενάγουσας, υπολογιζομένων με συμφωνηθέν επιτόκιο σε ποσοστό 2% μηνιαίως, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο κατά το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό, κατά το οποίο και η σχετική δικαιοπραξία είναι άκυρη, και μη νόμιμη ως προς την πρώτη επικουρική βάση της, που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, καθώς, κατά τα ειδικότερα στην εκκαλουμένη αναφερόμενα, η ενάγουσα ζητά να της καταβάλει η εναγόμενη το σε ευρώ ισόποσο των 407.314 δολλαρίων Η.Π.Α., της αξίας των πωληθέντων καυσίμων, στο οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ανήλθε η περιουσιακή ζημία, που αυτή (η ενάγουσα) υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής του, και όχι κατά το χρόνο της απώλειάς του, ως έδει, εφόσον πρόκειται περί απαίτησης, που ερείδεται σε αδικοπραξία, διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο, στη συνέχεια απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και ως προς την κύρια βάση της, διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εναγόμενη δεν ανέλαβε την αυτοτελή συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρία με την επωνυμία «…..» πώλησης των παραδοθεισών στο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ονομασία «GS.», ποσοτήτων καυσίμων, καθώς τα εκδοθέντα από την ενάγουσα δελτία αποστολής των πωληθέντων καυσίμων, όπου αναφερόταν ο όρος αυτός, υπογράφηκαν όχι από τον πλοίαρχο, αλλά από τον Α΄μηχανικό του εν λόγω πλοίου, ο οποίος, όπως έγινε δεκτό, αφενός μεν εκ του νόμου δεν έχει την εξουσία να εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια – εναγόμενη, ως αντιπρόσωπός της, για την κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, αφετέρου δε ουδόλως αποδείχθηκε ότι είχε εξουσιοδοτηθεί σχετικά από τον πλοίαρχο του πλοίου, που έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης, αντίθετα αποδείχθηκε ότι είχε εξουσιοδοτηθεί μόνο να προβεί στην παραλαβή των καυσίμων, κατόπιν ελέγχου αυτών ποσοτικά και ποιοτικά, όπερ και μόνο βεβαίωσε, θέτοντας την υπογραφή του επί των δελτίων αυτών. Κατά του κεφαλαίου της ανωτέρω απόφασης, που αφορά την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής (ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης) ως κατ’ουσίαν αβάσιμης, παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της (τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που αναφέρονται στην απόρριψη των σωρευομένων στο δικόγραφο της αγωγής και προβαλλομένων κατά δικονομική επικουρικότητα βάσεων των αδικοπραξιών και του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως απαράδεκτης και μη νόμιμης αντίστοιχα, όπως και το κεφάλαιο, που αφορά την απόρριψη του αιτήματος υπολογισμού τόκων επί του κεφαλαίου της αγωγικής απαίτησης με συμβατικό επιτόκιο 2% μηνιαίως ως μη νομίμου για το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό, δεν πλήττονται από την ενάγουσα με την έφεσή της), ζητώντας για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί του εκκληθέντος κεφαλαίου, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εν λόγω κεφάλαιο, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς αυτό, να γίνει δεκτή η αγωγή της καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να της επιδικασθεί το αιτούμενο χρηματικό ποσό.

Aπό τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του ΑΚ προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της “φαινομένης πληρεξουσιότητας”. Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στην συνέχεια, όμως, την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου “αντιπροσώπου” του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο, ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου “αντιπροσώπου” και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον “αντιπροσωπευόμενο”, ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη, διά μέσου του “κατά φαινόμενο πληρεξουσίου”.  Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευομένου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (AΠ 683/2015, ΑΠ 274/2013, ΑΠ 1659/2005, ΑΠ 939/2004, ΑΠ 1187/2000, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ.1, 224, 335, και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 κα1 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (ΑΠ 1087/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα μεταβολή της βάσης της αγωγής που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 1859/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.142). Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Τέλος, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 216 παρ.1 α και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής (ΕφΘεσ 323/2017 Αρμ.2017.248).  Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα – ενάγουσα το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσής της ισχυρίζεται ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι τα εκδοθέντα από την ίδια δελτία αποστολής των πωληθέντων απ’αυτήν προς τη μη διάδικο αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……..» και παραδοθέντων στο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, καυσίμων, στα οποία (δελτία αποστολής) έχει περιληφθεί όρος περί αυτοτελούς υποχρέωσης και της πλοιοκτήτριας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου τα καύσιμα προορίζονταν, να της καταβάλει το τίμημα της πώλησής τους, ομού μετά της αγοράστριας, έχουν υπογραφεί από τον Α΄μηχανικό αυτού, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, και όχι από τον πλοίαρχο, που κατά νόμο την εκπροσωπεί, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής της, η εναγόμενη δεσμεύεται και στην περίπτωση αυτή, λόγω φαινόμενης ή σιωπηρής πληρεξουσιότητας του ανωτέρω υπογράψαντος προσώπου, κατά τα ειδικότερα στην έφεση εκτιθέμενα, να την εκπροσωπεί έγκυρα και να συνάπτει συμβάσεις με τρίτους για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, αναλαμβάνοντας γι’αυτήν συμβατικές υποχρεώσεις, και, επομένως, και πάλι υποχρεούται σε καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού του τιμήματος των καυσίμων. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, όμως, απορριπτέος τυγχάνει, διότι συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και δη ενώπιον του εφετείου, διά της επίκλησης το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσης, νέων πραγματικών περιστατικών, παραγωγικών του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, και, άρα, θεμελιωτικών κατά  νόμο του αγωγικού αιτήματος, με τα οποία τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής, όπως παρατίθεται στο δικόγραφο αυτής, όπου η ενάγουσα επικαλείται ανάληψη από την εναγόμενη υποχρέωσης καταβολής του αιτουμένου με την αγωγή της ποσού (του τιμήματος της πώλησης απ’αυτήν προς μη διάδικο εταιρία ποσοτήτων καυσίμων, που παραδόθηκαν σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης), διά της υπογραφής από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, ως κατά νόμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας – εναγομένης να συνάπτει για λογαριασμό της συμβάσεις με τρίτους, των δελτίων αποστολής των πωληθέντων, που περιείχαν το σχετικό μονομερώς προδιατυπωμένο από την ίδια (ενάγουσα) όρο, με άλλη ιστορική βάση, (δέσμευση της εναγομένης από την υπογραφή στα δελτία αποστολής των καυσίμων του Α΄ μηχανικού του πλοίου,  που την εκπροσωπεί κατά φαινόμενη η σιωπηρή πληρεξουσιότητα), όπερ δε μπορούσε να λάβει χώρα κατά δικονομικά επιτρεπτό τρόπο ούτε στον πρώτο βαθμό με συμπλήρωση από την ενάγουσα της αγωγής διά των προτάσεών της, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται περί «νέου» ισχυρισμού, που μπορεί παραδεκτά να προβληθεί για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγος έφεσης, εφόσον δεν εμπίπτει σε μία εκ των περιοριστικά αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ περιπτώσεων, που επίσης παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πολλώ δε μάλλον, που στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παρα­δεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής, υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου, καθώς ο ενάγων, ως εκκαλών, δε μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής του, ούτε να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ’αυτή (526 του ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 477 του ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει, μπορεί δε να αφορά και μελλοντικό χρέος, ως τέτοιου νοοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους, που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου, ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 230/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σ’αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 του ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σ’εκείνες: 1)Του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) Δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007.26). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιο­κτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικο­νομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρε­σιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντο­λή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχει­ριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιο­κτήτη (άρθρο 211 του ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υπο­χρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ι­διότητά του αυτή, και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (ΑΠ 1998/2014 ΕΕμπΔ 2016. 139). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας ……. και της εναγομένης ………., που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της εναγομένης, εξετασθέντων μαρτύρων …, ….. και ….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ….., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. …….αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του  ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα είναι ανώνυμη ημεδαπή εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων, μεταξύ άλλων και ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, η δε εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου «GS», σημαίας Παναμά, νηολογίου Παναμά, με αριθμό ΙΜΟ ….., Κ.Ο.Χ. 15.314 και Κ.Κ.Χ. 4.782. Στις 20.10.2014, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ του εξετασθέντος ως μάρτυρα  από την εναγόμενη στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής ……, υπαλλήλου της εταιρίας με την επωνυμία «……», διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου, και της ……, υπαλλήλου της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων με την επωνυμία «……..», η οποία κατά το χρόνο αυτό διατηρούσε υποκατάστημα στον … (επί της οδού .. στον αριθμό …), καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης, εκπροσωπηθείσας από την ως άνω διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, πλοιοκτησίας της, ως αντιπρόσωπό της, και της προαναφερθείσας μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας, σύμβαση πώλησης 820 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fuel Oil, IFO 380 CST 1%, και 25 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil CST.0,1%, για τον εφοδιασμό με καύσιμα του πλοίου αυτού. Το τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε στο ποσό των 499 δολλαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fuel Oil IFO 380 CST, και στο ποσό των 773 δολλαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil CST.0,1%, πλέον του ποσού των 1.000 δολλαρίων Η.Π.Α. για τη χρήση φορτηγίδας, και ορίσθηκε καταβλητέο εντός τριάντα (30) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων με την προσκόμιση του σχετικού τιμολογίου πώλησης, τα δε καύσιμα συμφωνήθηκε να παραδοθούν στο ως άνω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον Πειραιά, όπως αποδεικνύεται από την με επίκληση προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα επιβεβαίωση παραγγελίας της πωλήτριας εταιρίας. Στη συνέχεια η τελευταία συμβλήθηκε ως αγοράστρια με ξεχωριστή σύμβαση πώλησης με την επίσης μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία εμπορίας καυσίμων με την επωνυμία «……»,  από την οποία προμηθεύτηκε τις αυτές με τις προαναφερόμενες ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων του ιδίου τύπου για τον εφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εταιρία με την επωνυμία «……» την ίδια ημέρα, στις 20.10.2014, κατήρτισε με τη σειρά της, ως αγοράστρια, με την ενάγουσα, ως πωλήτρια, έτερη, επίσης ξεχωριστή από τις προαναφερθείσες, σύμβαση πώλησης για τα ίδια, κατά ποιότητα, τύπο και ποσότητα, ναυτιλιακά καύσιμα, που προορίζονταν για τον εφοδιασμό του ανωτέρω πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί τιμήματος, το οποίο θα προσδιοριζόταν (ανά μετρικό τόνο καυσίμου) στη συνέχεια με νεότερη μεταξύ τους συμφωνία, όπως αποδεικνύεται από το με επίκληση προσκομιζόμενο από 21.10.2014 (σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα) έγγραφο της αγοράστριας εταιρίας «…….» προς την πωλήτρια – ενάγουσα, που απεστάλη διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, περί επιβεβαίωσης της αρχικά τηλεφωνικά διαβιβασθείσης προς αυτήν παραγγελίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, σε εκτέλεση της μεταξύ αυτής και της εταιρίας με την επωνυμία «……» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, κατά τα προεκτεθέντα, παρέδωσε στις 25.10.2014, διά του δεξαμενοπλοίου «Α.», στο ανωτέρω πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, και ενώ αυτό βρισκόταν στη ράδα του λιμένος Πειραιώς, ποσότητα 819,020 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Fuel Oil IFO 380 CST, καθώς και ποσότητα 25,224 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gazoil 0,1% S,  εκδοθέντων από την ίδια (την ενάγουσα) σχετικά δι’εκάστη ποσότητα των υπ’αριθμ. …. και …. αντίστοιχα δελτίων αποστολής, της παραλαβής των σ’αυτά αναγραφομένων ως παραδοθεισών στο πλοίο ποσοτήτων καυσίμων ουδόλως αμφισβητουμένης εν προκειμένω από την εναγόμενη. Αποδείχθηκε επίσης ότι στην παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων προέβη, την ίδια ημέρα (στις 25.10.2014) για λογαριασμό της εναγομένης, ο Α΄ μηχανικός του πλοίου …. (ον.) …. (επ.), ισπανικής υπηκοότητας, ο οποίος ήταν και αυτός που υπέγραψε επί των ανωτέρω δελτίων αποστολής, θέτοντας, επιπροσθέτως, τη σφραγίδα του πλοίου, κάτωθεν των ακόλουθων προδιατυπωμένων όρων, οι οποίοι έχουν τεθεί μονομερώς από την ενάγουσα, στην εμπρόσθια σελίδα των εγγράφων αυτών: «Ο υπογράφων δηλώνει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι αποδέχεται τους όρους πώλησης, που αναγράφονται στο πίσω μέρος της σελίδας» και επίσης «Παρελήφθησαν σήμερα (έχει αναγραφεί χειρόγραφα η ημερομηνία 25.10.2014) οι πιο πάνω ποσότητες κατά βάρος και σε καλή κατάσταση για καύσιμα του πλοίου μου», οι οποίοι είναι διατυπωμένοι σε αμφότερες τις γλώσσες ελληνική και αγγλική (ακολουθεί η σφραγίδα του πλοίου και επ’αυτής η υπογραφή του ανωτέρω μέλους του πληρώματος). Στην οπίσθια σελίδα των προαναφερθέντων δελτίων αποστολής περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο ακόλουθος όρος, ο οποίος είναι επίσης διατυπωμένος στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα: ««Οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων, που παραδόθηκαν με το παρόν, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή…». Επίσης στην αυτή σελίδα αναφέρεται ότι «επιπρόσθετα των παραπάνω ισχύουν όλοι οι υπόλοιποι γενικοί όροι της εταιρίας μας», δηλαδή της εκδότριας των δελτίων αποστολής – ενάγουσας, οι οποίοι, όμως, δεν αναγράφονται στα ανωτέρω δελτία αποστολής. Σ’αυτούς τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών και Πώλησης της ενάγουσας, στους οποίους τα εν λόγω δελτία αποστολής παραπέμπουν, περιλαμβάνεται και ο υπό στοιχεία 6.7 όρος, ο οποίος προσκομίζεται σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, και σύμφωνα με τον οποίο: «Παραδόσεις Ναυτιλιακών Καυσίμων δε γίνονται μόνον επί πιστώσει της Αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του Πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα και συμφωνείται ότι η Πωλήτρια θα διατηρεί και θα δύναται να επιβάλει προνόμιο κατά του Πλοίου αυτού για το τίμημα της πώλησης των ρηθέντων Ναυτιλιακών Καυσίμων, καθώς και για κάθε άλλο ποσό, το οποίο οφείλεται στην Πωλήτρια από την Αγοράστρια, το οποίο προκύπτει από την πώληση αυτή και την παράδοση των ρηθέντων Ναυτιλιακών Καυσίμων». Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 27.10.2014 η ενάγουσα εξέδωσε για την επίμαχη συναλλαγή το υπ’αριθμ. …… τιμολόγιο, συνολικού ποσού 407.314 δολλαρίων Η.Π.Α., που αφορά στην αξία των πωληθέντων καυσίμων (25,224 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου Marine Gazoil 0,1% S Χ 750 δολλάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο = 18.918 δολλάρια Η.Π.Α. + 819,020 μετρικοί τόνοι καυσίμου  Fuel Oil IFO 380 CST X 473 δολλάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο = 387.396 δολλάρια Η.Π.Α.), πλέον του ποσού των 1.000 δολλαρίων Η.Π.Α., για τη χρήση της φορτηγίδας, πληρωτέου μέχρι την 4η.12.2014, σε χρέωση της αντισυμβαλλομένης της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…….», αλλά και του πλοιάρχου και πλοιοκτητών/και/ήχειριστών και/ή διαχειριστών και/ή ναυλωτών του πλοίου, πλην όμως όλως γενικώς, χωρίς, δηλαδή, να κατονομάζονται σ’αυτήν συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ως επιπλέον υπόχρεοι, εκτός από την ρητά αναφερόμενη αγοράστρια, για την καταβολή της αξίας των καυσίμων, και ιδίως δεν αναγράφηκε ως οφειλέτρια του ποσού και η εναγόμενη. Σημειωτέον ότι μόνη η γενικόλογη αναφορά στο τιμολόγιο αυτό της πλοιοκτήτριας – μεταξύ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων – υπό την ένδειξη «στοιχεία πελάτη», και μάλιστα μονομερώς από την ενάγουσα, και χωρίς αυτή να κατονομάζεται, αλλά ακόμη και στην περίπτωση, που κατονομαζόταν, δεν αρκεί, βέβαια, για να θεμελιώσει ευθύνη της (της εναγομένης) για την αποπληρωμή του οφειλομένου τιμήματος της μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία «……..» καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, στην οποία αυτή (η εναγόμενη) ουδόλως συμβλήθηκε κατά τα προεκτεθέντα. Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διά της υπογραφής των ανωτέρω δελτίων αποστολής, που περιέχουν τους προαναφερθέντες όρους, αλλά και παραπέμπουν στους γενικούς όρους, που διέπουν όλες τις πωλήσεις της, από τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο εκπροσωπεί την πλοιοκτήτρια/ εναγόμενη, με αποτέλεσμα η τελευταία να ενέχεται για τις δικαιοπραξίες, τις οποίες αυτός επιχειρεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ τους σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, δυνάμει της οποίας  η εναγόμενη, υπό την συγκεκριμένη ιδιότητά της, ανέλαβε την αυτοτελή υποχρέωση να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης, παρότι δε συμβλήθηκε μαζί της. Πλην όμως, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι στην κρινόμενη περίπτωση τα ανωτέρω δελτία αποστολής δεν υπέγραψε ο πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου, όπως αβάσιμα αναφέρεται στην αγωγή, αλλά ο πρώτος μηχανικός αυτού … (ον.) …. (επ.),κάτωθι της τεθείσας σφραγίδας του πλοίου, ο οποίος, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί, επόπτευσε τη διαδικασία της πετρέλευσης, λόγω της ειδικότητάς του και των γνώσεων που διαθέτει, και διά της υπογραφής του βεβαίωσε το γεγονός της παραλαβής των αγορασθέντων καυσίμων, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει ιδίως, πέραν των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων της εναγομένης, οι οποίοι εξετάσθηκαν εις εξ αυτών στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και  οι λοιποί τρεις εκτός δίκης ενώπιον Συμβολαιογράφου (άπαντες υπάλληλοι της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας), και κατηγορηματικά κατέθεσαν ότι οι επί των συγκεκριμένων δελτίων υπογραφές έχουν τεθεί από τον Α΄μηχανικό του πλοίου, ως είθισται στη διεθνή ναυτιλία, αλλά, επιπροσθέτως, και από την αντιπαραβολή των υπογραφών, που έχουν τεθεί στα δελτία αυτά, με αυτήν στο προσκομιζόμενο από την ανωτέρω διάδικο αντίγραφο του διαβατηρίου  του προαναφερθέντος, σύγκριση, που καταδεικνύει ότι και οι δύο υπογραφές έχουν προφανώς τεθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, καθώς οφθαλμοφανώς προσομοιάζουν σε σημαντικό βαθμό, και δεν αντικρούεται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, εξ αυτών, που εισφέρθηκαν στη δίκη, κυρίως από την ενάγουσα, η οποία, άλλωστε, φέρει και το δικονομικό  βάρος απόδειξης της ιστορικής βάσης της αγωγής της. Αποδείχθηκε επίσης ότι εν προκειμένω ο πρώτος μηχανικός του ανωτέρω πλοίου, διά της υπογραφής των εν λόγω δελτίων αποστολής, στα οποία η ενάγουσα είχε μονομερώς περιλάβει τον προδιατυπωμένο όρο περί ευθύνης και του πλοιοκτήτη προς αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του (άρθρου 66 του Β.Δ. 683/1960), βεβαίωσε αυτό ακριβώς το γεγονός της παράδοσης και παραλαβής της αγορασθείσης ποσότητας πετρελαίου και μόνο, για λογαριασμό της τελευταίας, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων,  ήλεγξε τα καύσιμα, με βάση και τις ειδικές γνώσεις, που διαθέτει λόγω της ιδιότητάς του, ώστε να εξασφαλίσει ότι παραδίδονται στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας, όπως όφειλε, σε εκτέλεση των ανατεθειμένων σ’αυτόν καθηκόντων, που απορρέουν από το νόμο και από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, που είχε συνάψει με την εναγόμενη, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής αποκλειστικά και μόνο κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης – με το προεκτεθέν περιεχόμενο – εξουσίας αντιπροσώπευσής της, χωρίς εκ του νόμου να έχει την εξουσία να την εκπροσωπεί, ως αντιπρόσωπός της, για την κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους, ούτε, όμως, να του έχει χορηγηθεί, δυνάμει δικαιοπραξίας από όργανο που τη διοικεί, η εντολή και πληρεξουσιότητα να την δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος, ή εν προκειμένω χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως σχετική εξουσιοδότηση από τον πλοίαρχο, ο οποίος έχει εκ του νόμου αντιπροσωπευτική εξουσία για τη σύναψη δικαιοπραξιών για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας (άρθρο 84 του ΚΙΝΔ), για την ανάληψη της ανωτέρω ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται ιδίως στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, άπαντες οι οποίοι κατέθεσαν με κατηγορηματικό τρόπο ότι ο Α΄ μηχανικός πράγματι παρευρίσκετο κατά την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων, προκειμένου να προβεί σε καταμέτρηση της ποσότητάς τους, κατά το σύνηθες συμβαίνον στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, ακολούθως δε ο ίδιος υπέγραψε τα δελτία αποστολής, μόνο για την πιστοποίηση της ποσότητας, που παραλήφθηκε, και μάλιστα χωρίς διατύπωση ουδεμίας αντίρρησης, εναντίωσης, διαμαρτυρίας, ή επιφύλαξης επ’αυτών, αφού διεπίστωσε ότι παραδόθηκαν τα συμφωνηθέντα, κατάθεση, που δεν αντικρούσθηκε από τη μάρτυρα απόδειξης, η οποία αντίθετα ρητά κατέθεσε ότι στη πλειονότητα των πλοίων τα καύσιμα παραλαμβάνονται από τους μηχανικούς, αλλά ότι «υπάρχει περίπτωση να παραλάβει ο καπετάνιος ή να παραλάβει ο μηχανικός και να πάει όλα τα έγγραφα στον καπετάνιο για σφραγίδα και υπογραφή», καθώς και στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Επομένως, η υπό τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης υπογραφή του προαναφερόμενου Α΄μηχανικού στα επίμαχα δελτία αποστολής, που εξέδωσε η ενάγουσα, αποδεικνύει μόνο την παράδοση και παραλαβή των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων στο πλοίο, όπερ κατά νόμο ανάγεται στα καθήκοντα του Α΄μηχανικού, και δεν έχει ως έννομη συνέπεια τη σύναψη μεταξύ τους σύμβασης, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής, που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη με την επωνυμία «……», όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της. Σημειωτέον ότι η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……», από την οποία η εναγόμενη αγόρασε τις ποσότητες καυσίμων, που παραδόθηκαν στο πλοίο της από την ενάγουσα (όπως έχει ήδη αναφερθεί η ανωτέρω πωλήτρια εταιρία με την επωνυμία «….. …» με τη σειρά της αγόρασε καύσιμα της αυτής ποσότητας και ποιότητας  για τον εφοδιασμό του εν λόγω πλοίου από την εταιρία με την επωνυμία «…….», η οποία για τον ίδιο σκοπό προμηθεύτηκε καύσιμα, επίσης της αυτής ποιότητας και ποσότητας, από την ενάγουσα δυνάμει ξεχωριστών συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ  των ανωτέρω νομικών προσώπων) μέλος του ομίλου εταιριών «…….», στις 7.11.2014 ανέστειλε τη λειτουργία της, καθώς ο ως άνω Όμιλος τέθηκε υπό καθεστώς πτώχευσης.  Αποδείχθηκε επίσης ότι η προαναφερθείσα εταιρία με την επωνυμία «…..» εξέδωσε αυθημερόν, μετά την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης στις 25.10.2014, το υπ’αριθμ. …. τιμολόγιό της, για το συνολικό ποσό των 429.189,13 δολλαρίων Η.Π.Α., σε χρέωση της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «…….» και αντιπροσώπου της εναγομένης, όπερ δεν αμφισβητήθηκε από την τελευταία κατά τα προεκτεθέντα. Ακολούθως, η εναγόμενη ενημερώθηκε ότι είχε λάβει χώρα καταπιστευματική εκχώρηση  όλων των απαιτήσεων του ανωτέρω πτωχεύσαντος Ομίλου, στην ολλανδική τράπεζα «. Bank», και, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σε διαιτησία στο Ηνωμένο Βασίλειο από οφειλέτες του Ομίλου, σύμφωνα με σχετικό όρο των συμβάσεων πώλησης, που αυτός κατήρτιζε, μεταξύ των οποίων και της επίμαχης σύμβασης πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων μεταξύ της εναγομένης και της θυγατρικής του εταιρίας «……», περί του δικαιούχου είσπραξης του ποσού του τιμήματος των πωλήσεων αυτών, και αποφάσεων των διαιτητών στο Λονδίνο ότι τελικά δικαιούχος είναι η ως άνω Τράπεζα, καταβλήθηκε στην τελευταία από την εναγόμενη στις 7.4.2016 το ποσό του εκδοθέντος από την «…….» και προαναφερθέντος τιμολογίου, ποσού 429.189,13 δολλαρίων Η.Π.Α., προς εξόφληση της οφειλής της από την πετρέλευση του εν λόγω πλοίου της, που έλαβε χώρα στον Πειραιά στις 25.10.2014. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά την  κύρια βάση της (της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης), καθώς δέχθηκε ότι  δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής, που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας των  παραδοθέντων σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, ναυτιλιακών καυσίμων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη με την επωνυμία «……..», διότι τα περιέχοντα τον όρο περί ευθύνης και της πλοιοκτήτριας για την καταβολή του ποσού του τιμήματος δελτία αποστολής των πωληθέντων καυσίμων υπογράφηκαν, όχι από τον πλοίαρχο του πλοίου αυτού, αλλά από τον Α΄μηχανικό του, ο οποίος δεν την εκπροσωπεί κατά νόμο, ούτε δυνάμει σχετικής εντολής και πληρεξουσιότητας από τον πλοίαρχο, και, συνεπώς, δεν τη δεσμεύει, διά της υπογραφής του για την ανάληψη της ανωτέρω, ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής υποχρέωσης, ει μη μόνον βεβαίωσε το γεγονός της παραλαβής των καυσίμων για λογαριασμό της, όπερ ανάγεται στα καθήκοντά του, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της απορριπτομένων ως αβασίμων, όπως και της έφεσης αυτής στο σύνολό της. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, αφενός μεν, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 12.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..)  έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1087/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Ιουνίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ