Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 588/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      588  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα ..Γ. Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 20.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …… και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ….. έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ………. εναντίον της εκ των εναγομένων μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…..», που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 493/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 28.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης εταιρίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), χωρίς μάλιστα ανάγκη να συνοδεύεται από το παράβολο της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία των άρθρων 591 § 1 εδαφ.α, 614 αρ. 3 και 621 – 622 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την ως άνω αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίστηκε ως προς το αίτημά της, ζήτησε α) να υποχρεωθούν οι εκεί εναγόμενοι, δηλαδή η εφεσίβλητη εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου αναψυχής Α., ολικής χωρητικότητας τετρακοσίων ενενήντα έξι (496) κόρων και ο διαχειριστής αυτής …….., να του καταβάλουν το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, οφειλόταν σ’ αυτόν για μέρος του επιδόματος αδείας του για τη χρονική περίοδο από 1.1.2014 έως 19.9.2015 και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων στην καταβολή 1] χιλίων διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (1.221,47 €) για την ίδια αιτία, 2] δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (19.526,24 €) ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση επί οκτάωρο ημερησίως κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 3] χιλίων τριακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.396,15 €) προς αποζημίωσή του λόγω της καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του από τον Πλοίαρχο, 4] εννέα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (9.450 €) για τροφοδοσία του, 5] δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ (2.520 €) για τροφοδοσία αδείας του και 6] τριάντα μιας χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τριών ευρώ και δύο λεπτών (31.933,02 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του, επεδίωξε δηλαδή την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεών του συνολικού ύψους ογδόντα έξι χιλιάδων σαράντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (86.046 €), που παρήχθησαν λόγω της απασχολήσεώς του στο πιο πάνω πλοίο, στα πλαίσια διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας διεπομένων από την οικεία συλλογική σύμβαση του έτους 2011, με την ειδικότητα αρχικώς του ναυτόπαιδα και εν συνεχεία του ναύτη, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2014 και 2015, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους αξίωση εκτέθηκε στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του (19.9.2015) άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή του …….. ως παθητικώς ανομιμοποίητη, επιδικάζοντας τα δικαστικά έξοδα του τελευταίου σε βάρος του ενάγοντος, δέχθηκε ακολούθως αυτήν, την οποία έκρινε ορισμένη, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της εναγομένης εταιρίας, ως νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα λεπτών (8.643,90 €) ως οφειλόμενες διαφορές των τακτικών αποδοχών του, αναγνωρίζοντας τη σχετική υποχρέωση της εναγομένης πλοιοκτήτριας, με το νόμιμο τόκο από 20.9.2015, επέβαλε δε στην ίδια μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο τελευταίος και, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισή της ως προς τα κεφάλαιά της τα σχετικά με τις αξιώσεις του αφενός για την υπερωριακή απασχόλησή του και την αποζημίωση απολύσεως, που αποδικάστηκαν (υπό στοιχ. β1 και β2 ανωτέρω) και, αφετέρου, για τις διαφορές των αποδοχών του, που επιδικάστηκαν εν μέρει μόνον, καθώς και ως προς τις σχετικές με την επιβολή των δικαστικών εξόδων διατάξεις της, προκειμένου, αφού αναδικαστεί η αγωγή του κατά τα συναφή αιτήματά της, να γίνουν δεκτά τα αντίστοιχα κονδύλιά της στο σύνολό τους.

ΙΙΙ. Μαζί με την έφεση και προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων αλλά και εξαιτίας της νομικής της φύσεως ως ιδιόμορφου ενδίκου μέσου, παρεπομένου της εφέσεως, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής της προς συζήτηση (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, όπου και άλλες παραπομπές), πρέπει να συνεκδικαστεί και η από 30.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. αντέφεση της αντεκκαλούσας – εφεσίβλητης, που ασκήθηκε νομοτύπως, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 523 § 2 και 591 § 1 περ. ζ ΚΠολΔ, όπως η δεύτερη από αυτές ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο  § 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από την 1η.1.2016 ένδικα μέσα (ΜονΕφΘεσ. 2165/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές), δηλαδή με ιδιαίτερο δικόγραφο που κοινοποιήθηκε στον αντεφεσίβλητο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν τη συζήτησή της στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο (βλ. τη με αριθμό ….. επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….., στην οποία έχει επισυναφθεί έκθεση εγχειρίσεως και βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής θυροκολληθέντος δικογράφου) και με την οποία πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση, επειδή επιδίκασε στον ενάγοντα διαφορές τακτικών αποδοχών του, δηλαδή κατά κεφάλαιο εκκληθέν και με την έφεση.

  1. Αντιθέτως, η αντέφεση του εκκαλούντος που ασκήθηκε με το δικόγραφο των προτάσεών του, με την οποία πλήττεται ως εσφαλμένη η ήδη και με λόγο έφεσης θιγείσα κρίση της εκκαλουμένης ότι δεν απεδείχθησαν οι πλόες του πλοίου Α. κατά τους θερινούς μήνες των ετών 2014 και 2015, με την επίκληση δημόσιου αποδεικτικού εγγράφου συνταγέντος μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη για περισσότερους λόγους, από τους οποίους και αυτοτελώς έκαστος επιστηρίζει το διατακτικό της παρούσας. Συγκεκριμένα, επειδή α] ενόψει της νομικής της φύσεως ως ιδιόμορφου ενδίκου βοηθήματος άμυνας και σε περιορισμένη έκταση και αντεπιθέσεως του εφεσίβλητου (ΟλΑΠ 180/1979, ΝοΒ 1979/1113), αντέφεση δεν επιτρέπεται στον εκκαλούντα, παρά μόνο αν ο εφεσίβλητος έχει ασκήσει και εκείνος αντίθετη έφεση (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 113, αρ. 34, σελ. 210), όχι δε και αντέφεση, όπως εν προκειμένω, β] η ένδικη αντέφεση ασκήθηκε με τις προτάσεις του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση και όχι με ιδιαίτερο δικόγραφο κατατεθέν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με σύνταξη σχετικής εκθέσεως κάτω από αυτό και επιδοθέν στην αντίδικό του οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης, όπως ήδη μετά το Ν. 4335/2015 ορίζεται στη διάταξη της περ. ζ της § 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, που, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 9 § 2 αυτού για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και όπως, μετά τη σιωπηρή κατάργηση του άρθρου 674 § 1 ΚΠολΔ από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που μέχρι τότε όριζε το αντίθετο, επιβάλλεται πλέον για το παραδεκτό της, που κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο άσκησής της, σύμφωνα με τη γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ. 644/2017, ΜονΕφΛαρ. 338/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 523, αρ. 31, σελ. 212, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1554α, σελ. 390) και γ] αντέφεση με αίτημα να ληφθεί υπόψη νέο αποδεικτικό μέσο δε χωρεί, αφού στην έκκλητη δίκη είναι, σύμφωνα με το άρθρο 529 ΚΠολΔ κατά κανόνα επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, όπως εγγράφων (ΑΠ 1600/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 896/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2005, Δνη 2005/752, ΑΠ 1462/2003, Δνη 2005/1090), χωρίς να απαιτείται η αναφορά τους στο δικόγραφο της εφέσεως ή της αντεφέσεως ή των προσθέτων λόγων ούτε η επίκλησή τους να είναι αναγκαίο να γίνει με λόγο έφεσης (ΑΠ 57/2002, ΧρΙΔ 2002/114 = Δ 2002/973, Ευαγ. Ρίκος, Νέαι αποδείξεις κατ’ έφεσιν, σε Δνη 1987, σελ. 3 επομ. [6]), με αποτέλεσμα άλλως το απαράδεκτο του σχετικού δικογράφου ελλείψει εννόμου συμφέροντος του ασκούντος αυτό, ο οποίος δεν κωλύεται να τα επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να τα προσκομίσει έως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο (ΑΠ 1272/2002, Δνη 2004/405 = ΕΕΔ 2003/493), όπως και πράγματι εν προκειμένω έπραξε ο αντεκκαλών – εφεσίβλητος, κατά τρόπο που επιτρέπει τα νέα αυτά αποδεικτικά μέσα να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα των αποδείξεων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας ας σημειωθεί εδώ και ότι η επίμαχη «αντέφεση» συνιστά στην πραγματικότητα πρόσθετο λόγο έφεσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, κατατείνει στην ενίσχυση του έκτου λόγου της εφέσεως. Ακόμα όμως και αν ήθελε εκτιμηθεί ως δικόγραφο προσθέτου λόγου εφέσεως θα ήταν απαράδεκτο, ελλείψει της αναγκαίας προδικασίας, δεδομένου ότι μετά το Ν. 4335/2015 και οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται με χωριστό δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του ασκούντος αυτούς οκτώ (8) ημέρες πριν τη συζήτηση της εφέσεως (ΜονΕφΔωδ. 29/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δικαστικά έξοδα, τέλος, δεν θα επιδικασθούν για την απόρριψη της αντεφέσεως, διότι ασκήθηκε με τις προτάσεις του αντεκκαλούντος και η αντεφεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερη δαπάνη προς απόκρουσή της, ενώ δεν υπάρχει και αντίστοιχο αίτημα εκ μέρους της (ΕφΝαυπλ. 121/2011, ΜονΕφΘεσ. 2165/2017, ΜονΕφΠειρ. 674/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  2. V. Από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου που συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 21 εδαφ. β ΕισΝΚΠολΔ (ΑΠ 1045/1974, ΝοΒ 1975/622, Κ, Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Στ. Κουσούλης], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, Εισαγωγικός Νόμος, άρθρο 21, αρ. 3, σελ. 2057), κατά την οποία «διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται κατά το δίκαιο αυτό», προκύπτει ότι το κύρος και το παραδεκτό μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν μετά την 1η.1.2016, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 4335/2015, διέπονται από τις ρυθμίσεις του νεαρού αυτού Νόμου, ακόμα και αν οι σχετικές αγωγές, ένδικα βοηθήματα ή ένδικα μέσα ασκήθηκαν πριν την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του (πρβλ ΑΠ 515/2017, ΑΠ 772/2017, ΑΠ 915/2003, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ, που όριζε ότι δεν εξετάζονται, αν κληθούν ως μάρτυρες, πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης (για την έννοια της οποίας βλ. ΑΠ 1301/2000, Δνη 2002/424, ΜονΕφΠειρ. 191/2015, ΜονΕφΑθ. 5673/2015, ΕφΑθ. 3879/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70, ΕφΑθ. 3242/1986, Δνη 1986/958, Στ. Πανταζόπουλο, Η εμμάρτυρη αποδεικτική διαδικασία, 1995, σελ. 81), καταργήθηκε με την § 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΑΠ 2118/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στην κατηγορία των εξαιρετέων μαρτύρων δεν συγκαταλέγονται πλέον τα πρόσωπα που έχουν συμφέρον από τη δίκη και, συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά εξετάζονται μεν ως μάρτυρες για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αγωγής εκδικαζόμενης και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ωστόσο η κατάθεση τους σταθμίζεται από το δικαστήριο της ουσίας ως προς την αξιοπιστία της (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, Κεφάλαιο ΙΖ, αρ. 32 – 33, σελ. 482).

Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, κατά το πρώτο σκέλος του, ο εκκαλών παραπονείται επειδή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λήφθηκε παρανόμως υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως η ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα ανταποδείξεως ……….., αν και αυτός ήταν εξαιρετέος επειδή είχε συμφέρον από την έκβαση της δίκης και, για τον λόγο αυτό, είχε υποβάλει σχετική βάσιμη ένσταση από το άρθρο 400 αρ. 3 ΚΠολΔ. Επιπλέον, με τον ένατο λόγο της έφεσής του μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή με αντιφατικές αιτιολογίες έκρινε αναξιόπιστη την, περιεχόμενη στην υπ’ αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ……., με την παραδοχή ότι είχε ασκήσει παρόμοια με την κρινόμενη αγωγή κατά των εναγομένων, μολονότι πιο πριν είχε, παρά ταύτα, δεχθεί αυτήν ως παραδεκτό αποδεικτικό μέσο χωρίς να θεωρήσει τον ενόρκως βεβαιώσαντα εξαιρετέο κατ’ άρθρο 400 αρ. 3 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν, οι αιτιάσεις αυτές δεν ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο και οι ερευνώμενοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν, αφού κατά το χρόνο διενέργειας των επίμαχων αποδεικτικών διαδικαστικών πράξεων και εκδικάσεως της ένδικης αγωγής δεν ήταν σύννομος ο αποκλεισμός μάρτυρα που εξαρτούσε συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ενώ παράλληλα το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να σταθμίσει τις καταθέσεις των μαρτύρων ανάλογα με τη γνώση εκάστου και τις λοιπές περιστάσεις και να τις αξιολογήσει, ρητά ή σιωπηρά, ως προς την αξιοπιστία τους. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου την ίδια τύχη θα έχει και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο ο εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη επειδή για το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματός της έλαβε υπόψη της την κατάθεση του …….., που περιεχόταν στην υπ’ αριθμ. …. ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. βεβαίωση, μολονότι ο ενόρκως βεβαιώσας «μπορεί να έχει έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης».

VΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 § 1 και 534 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσον τα παραδεκτά και νόμιμα αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 ΚΠολΔ παραδεκτώς προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1855/2006, ΔιΜΕΕ 2007/283 = ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 115, αρ. 2, σελ. 273) και όχι με βάση τα αποδιδόμενα ειδικότερα σφάλματα εκτιμήσεως, που ενδεχομένως εμφιλοχώρησαν κατά την κατάστρωση του ουσιαστικού μέρους της εκκαλουμένης και τη συναγωγή του αποδεικτικού συμπεράσματός της (ΑΠ 367/2011,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2014, ΕφΑΔ 2014/763, ΑΠ 738/2013, ΕφΑΔ 2014/314, ΑΠ 1646/2003, Δνη 2005/1694). Πράγματι, το εφετείο δε δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη αποδεικτική αιτίαση αλλά έχει την εξουσία να απορρίψει την αγωγή για αποδεικτική πλημμέλεια την οποία ο εκκαλών δεν εντόπισε ούτε προέβαλε, ακόμα και αν απορρίπτει το αποδεικτικό σφάλμα στο οποίο θεμελιώνεται ο λόγος έφεσης, ενώ ταυτόχρονα δεν περιορίζεται στην εξέταση μόνον του αποδεικτικού μέσου στο οποίο αφορά η αιτίαση αλλά εκτιμά εξαρχής το σύνολο του αποδεικτικού υλικού εντός βέβαια του εκκληθέντος κεφαλαίου και υπό τον όρο της νομότυπης επίκλησης και προσκομιδής του (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 146). Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης λήψεως ή μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως αλυσιτελής και απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτιμήσεως των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 42/2002, ΕΕΔ 2003/425 = Δνη 2003/375) και τότε μόνον θα εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, όταν χωρίς το προσβληθέν αποδεικτικό μέσο οδηγηθεί πλέον σε διατακτικό διαφορετικό από εκείνο της εκκαλούμενης. Αν, αντιθέτως, κρίνει ότι και χωρίς το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο άγεται στο ίδιο ή ισοδύναμο διατακτικό αναφορικά με το αίτημα της αγωγής, η έφεση θα απορριφθεί και θα αντικατασταθούν απλώς οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΤριμΕφΔυτΜακ 139/2012, Αρμ. 2017/1198, Αγ. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ` έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]).

Κατ’ ακολουθία, οι ανωτέρω πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης έφεσης, κατά τα δεύτερο και πρώτο σκέλη τους αντίστοιχα, με τους οποίους ο εκκαλών, πέραν των λοιπών αιτιάσεων που επί της ουσίας προβάλλει, μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή για το σχηματισμό της κρίσης της έλαβε υπόψη της τις ως άνω μαρτυρική κατάθεση και ένορκη βεβαίωση, των οποίων παραδεκτώς γίνεται επίκληση και προσκομιδή και στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δίκης, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.

VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 75 και 517 εδαφ. β ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με εξαίρεση την περίπτωση της αναγκαστικής ομοδικίας, περί της οποίας εδώ δεν πρόκειται, ο εκκαλών δεν είναι απαραίτητο να απευθύνει την έφεση εναντίον όλων των αντιδίκων του στην πρωτοβάθμια δίκη αλλά μπορεί να τη στρέψει μόνον εναντίον εκείνων, ως προς τους οποίους εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΕφΠειρ. 904/2001, Αρμ. 2002/912, ΕφΘεσ. 942/1995, Δνη 1996/367, ΕφΑθ. 1516/1986, Δνη 1986/535, ΕφΘεσ. 952/1982, Αρμ. 1983/593, Β. Βαθρακοκοίλης, ο.π., αρ. 673, σελ. 183). Αν, όμως, η έφεση στραφεί εναντίον ενός μόνον από τους περισσοτέρους στον πρώτο βαθμό αντιδίκους του εκκαλούντος και στο δικόγραφό της περιληφθούν αιτιάσεις που αφορούν άλλο πρόσωπο, και δη διάδικο μεν της πρωτοβάθμιας δίκης αλλά μη εφεσίβλητο, ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι ως προς το μη εφεσίβλητο διάδικο της πρωτοβάθμιας δίκης η υπόθεση δεν έχει μεταβιβαστεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η εκκαλουμένη έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 802/2005, Δνη 2005/1695, ΑΠ 481/1993, Δνη 1994/1562), με αποτέλεσμα ο ίδιος λόγος να παρίσταται αλυσιτελής (ΜονΕφΠειρ. 554/2018, αδημ.) και κατά τούτο απαράδεκτος, αφού και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΤριμΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΤριμΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε να βελτιώσει τη νομική θέση του εκκαλούντος ως προς τον αντίδικό του αυτόν (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, § 542, σελ. 221, Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.).

Εν προκειμένω, με τον δέκατο τρίτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται γιατί  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αγωγή του κατά του δεύτερου εναγόμενου, επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα, ποσού διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €), ενώ αυτά έπρεπε να συμψηφιστούν λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία της νομοθεσίας ως προς την προσωπική ευθύνη του διαχειριστή της μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης για τα προς τρίτους χρέη του νομικού προσώπου. Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η έφεση δεν στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου, τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη διάταξη της εκκαλουμένης.

VIII. Περαιτέρω, αντικείμενο της αξιώσεως επί των αποδοχών του μισθωτού, άρα και της σχετικής δίκης, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις είτε υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως λ.χ. το ΙΚΑ ή το ΝΑΤ (άρθρα 26 § 5 ΑΝ 1846/1951, 84 §§ 1 και 8 ΠΔ 913/1978) είτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (ΦΜΥ κτλ), τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατά από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστη η αγωγή αν στο δικόγραφό της δεν καθορίζεται ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 1131/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 332/2008, Ε7 2009/1153, 1705, ΑΠ 2126/2007, ΔΕΝ 2009/478). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τα ποσά που έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει στο NAT ή στο Δημόσιο, αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και η πληρωμή τους θεμελιώνει ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 ΑΚ, καταλυτική του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 1614/1990, ΕΕΔ 1992/498, ΑΠ 1105/1984, Δ 1986/814 = ΝοΒ 1985/770, ΑΠ 764/1981, ΝοΒ 1982/425 = ΕΕΔ 1981/738, ΕφΑθ. 3086/2002, Δνη 2002/802, ΕφΑθ. 3439/1989, Δνη 1991/145, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 89, σελ. 240), αποσβεστική δηλαδή, κατά το αντίστοιχο ποσό, των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του (ΑΠ 1678/2007, ΜονΕφΠειρ. 217/2016, ΜονΕφΠειρ. 28/2015, όλες σε ΤΝΠ, ΤριμΕφΠειρ. 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΜονΕφΔωδ. 52/2016, Αρμ. 2017/800). Η ένσταση αυτή, που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, που αναιρούν την ύπαρξη του δικαιώματος που προβάλλεται από τον ενάγοντα (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 23, αρ. 4, σημ. 25, σελ. 462, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1987, σελ. 80), είναι καταχρηστική και την έννομη συνέπειά της (εξόφληση) συνάγει το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν προκύπτουν από τη δικογραφία (ΑΠ 902/1994, ΑρχΝ 1994/647).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων και ήδη εκκαλών – αντεφεσίβλητος στην ένδικη αγωγή του για τον προσδιορισμό των οφειλομένων σ’ αυτόν αποδοχών, από τις ακαθάριστες αποδοχές πού δικαιούται, σύμφωνα με την οικεία ΣΣΕ, αφαίρεσε τα χρηματικά ποσά που έλαβε από την εναγομένη – αντεκκαλούσα, χωρίς να συνυπολογίσει (προσθέσει) σ’ αυτά τις νόμιμες κρατήσεις που εκείνη πραγματοποίησε. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ήταν πλήρως ορισμένη και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης αντέφεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε σιωπηρά το συναφή αντίθετο αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΧ. Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας [ΣΣΝΕ], είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345 = ΔΕΕ 2004/2014,  ΑΠ 225/2002, ΔΕΝ 2002/1314 = ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΕφΠειρ. 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ. 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ. 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και την συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογιστεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987, ΕΝαυτΔ 1988/114, ΕφΠειρ. 640/2009, ΕΝαυτΔ 2010/39 = Ε7 2011/7, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276, ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΜονΕφΠειρ. 458/2015, ΜονΕφΠειρ. 164/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958) και 105 § 2 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολογήσεως κάθε μέλους αυτού για λογαριασμό του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο, με την εξαίρεση της περιπτώσεως κατά την οποία η καταγγελία δικαιολογείται από δικό του παράπτωμα, δικαιούται να λάβει μόνον την αποζημίωση που ορίζεται στα άρθρα 75 § 3 και 76 ΚΙΝΔ (ΕφΘεσ 1115/2009, Αρμ. 2009/1217, ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 161/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 76 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα, συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αποζημίωση αυτή, όμως, οφείλεται στο ναυτικό μόνον όταν η ρήξη του συμβατικού δεσμού είναι γεγονός απότοκο μονομερούς ενέργειας (καταγγελίας) του πλοιάρχου και όχι όταν η λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι αποτέλεσμα συμφωνίας των συμβαλλομένων, δεδομένου ότι τότε, κατά τη νομοθετική αντίληψη, η από κοινού άσκηση της συμβατικής ελευθερίας αποκλείει την γένεση δικαιώματος αποζημιώσεως στο πρόσωπο του ενός μόνον μέρους έναντι του αντισυμβαλλομένου του (Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 72, σελ. 249, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, § 58, σελ. 164, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80).

  1. X. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και των ενόρκων βεβαιώσεων που προαναφέρθηκαν, από τη με αριθμό …….. ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση τρίτου που παραδεκτώς για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη προσκομίζει ο εκκαλών και ελήφθη μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση είτε επαναπροσκομίζουν είτε το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου παραδεκτώς με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στη Γλυφάδα στις 10.5.2013 μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού και της εναγομένης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου αναψυχής (Ε/Γ – Τ/Ρ) Α., νηολογίου Αγίου Νικολάου με αριθμό …, ολικής χωρητικότητας τετρακοσίων ενενήντα έξι (496) κόρων, ο πρώτος ναυτολογήθηκε εκ νέου στο παραπάνω πλοίο, στο οποίο υπηρετούσε και προηγουμένως, τουλάχιστον από το έτος 2011, για να εργαστεί με την, ίδια όπως και πιο πριν, ειδικότητα του ναυτόπαιδα, με την οποία και πράγματι απασχολήθηκε ανελλιπώς έως τις 12.5.2014, οπότε προήχθη σε ναύτη. Υπό τη νέα του αυτή ειδικότητα απασχολήθηκε έκτοτε στο ίδιο πλοίο έως τις 20.10.2014, οπότε απολύθηκε λόγω λήψεως άδειας και κατά τα χρονικά διαστήματα από 31.10.2014 έως 14.11.2014, από 1.12.2014 έως 16.2.2015 και από 27.2.2015 έως 19.9.2015, αποναυτολογηθείς τις δύο [2] πρώτες φορές για τον ίδιο λόγο (λήψη άδειας) και την τρίτη [και τελευταία] υπό τις περιστάσεις για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και από το αντίγραφο του αντιστοίχου τμήματος του προσκομιζόμενου με αριθμό ……. ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος. Επομένως, ο χρόνος της πραγματικής απασχόλησης του τελευταίου εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος (1.1.2014 – 19.9.2015) ανήλθε σε δεκαεννέα [19] μήνες και δεκαπέντε [15] ημέρες. Όλες οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος συνήφθησαν ατύπως, πλην όμως κατά τη διάρκεια της τελευταίας ναυτολογήσεώς του και, συγκεκριμένα, την 1η.4.2015 καταρτίστηκε έγγραφο συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, με την οποία συνομολογήθηκε να λαμβάνει μηνιαίο «κλειστό» μισθό συνολικού ύψους χιλίων επτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (1.715,98 €), στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και όλα τα προβλεπόμενα από την οικεία ΣΣΝΕ επιδόματα. Στη συμβατική αυτή ρήτρα αποτυπώθηκε εγγράφως το ύψος του μηνιαίου «κλειστού» μισθού που ο ενάγων λάμβανε καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεών του και ο οποίος υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ειδικότητας τόσο του ναυτόπαιδα όσο και του ναύτη. Πράγματι, σύμφωνα με την από 26.5.2011 συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του Ν. 2743/1999 για τα έτη 2009 – 2010 και 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/2.8.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και δημοσιεύτηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1880/25.8.2011), οι νόμιμες αποδοχές για την ειδικότητα του ναυτόπαιδα ανέρχονταν σε χίλια τετρακόσια εβδομήντα ευρώ και εξήντα λεπτά (1.470,60 €) μετ’ άθροιση του βασικού μισθού ύψους οκτακοσίων δύο ευρώ (802 €), του επιδόματος Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του βασικού μηνιαίου μισθού, ύψους εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (176,44 €), του επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ύψους δώδεκα ευρώ (12 €) και των αποδοχών άδειας μετά τροφοδοσίας ύψους τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και δεκαέξι λεπτών (480,16 €), ενώ οι νόμιμες αποδοχές για την ειδικότητα του ναύτη ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια τριάντα δύο ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (1.532,14 €) με συνυπολογισμό του βασικού μισθού ύψους οκτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ (839 €), του επιδόματος Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του βασικού μηνιαίου μισθού ύψους εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (184,58 €), του επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ύψους δώδεκα ευρώ (12 €) και των αποδοχών άδειας μετά τροφοδοσίας ύψους τετρακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (496,56 €). Τα παραπάνω μη ειδικώς αμφισβητηθέντα πραγματικά περιστατικά δέχθηκε ως αποδειχθέντα και η εκκαλουμένη, χωρίς οι σχετικές παραδοχές της να πλήττονται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Ο ενάγων ήδη με την αγωγή του συνομολόγησε, αφενός, ότι λάμβανε μισθό ακόμη και για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αποναυτολογημένος τελούσε σε άδεια (χωρίς η εναγόμενη να καταλογίσει στις ένδικες απαιτήσεις του για δεδουλευμένες αποδοχές τα αντιστοίχως καταβληθέντα χρηματικά ποσά) και, αφετέρου, ότι εισπράττοντας από 1.1.2014 έως και 19.9.2015 ανά μήνα χίλια διακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (1.271,68 €) έλαβε το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων επτακοσίων πέντε ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (26.705,28 €). Από το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των αποδοχών δια του μηνιαίου μισθού συνάγεται ότι ο ενάγων συνομολογεί τη λήψη αποδοχών επί είκοσι έναν [21] μήνες, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τις προσκομιζόμενες έγγραφες εντολές της εναγομένης προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS AE» να πιστωθεί ο λογαριασμός του ενάγοντος, στις οποίες έχουν επισυναφθεί καταστάσεις μισθοδοσίας του προσωπικού της και τραπεζικές βεβαιώσεις εκτέλεσης των εντολών και ισόποσης χρεώσεως του λογαριασμού της εργοδότριας. Από τα έγγραφα αυτά αποδεικνύεται ειδικότερα ότι στον ενάγοντα πληρώθηκε χρηματικό ποσό χιλίων διακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών με δύο [2] καταβολές (466,28 € + 805,40 €) [και] για τη μισθοδοσία του Σεπτεμβρίου του έτους 2015, μολονότι κατά το μήνα εκείνο απασχολήθηκε μόνον μέχρι τις 19.9, επειδή την ημέρα εκείνη η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε. Επομένως, η εκκαλουμένη συνυπολογίζοντας στις γενόμενες καταβολές και την [πλήρη] μισθοδοσία του μηνός εκείνου, όπως άλλωστε και ο ενάγων είχε κατά τα ανωτέρω συνομολογήσει, κατ’ ουδέν έσφαλε και ο δέκατος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών αιτιάται αυτήν για εσφαλμένο αριθμητικό υπολογισμό, που θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να γίνει επί τη βάσει 20,6 μηνών (δηλαδή από 1.1.2014 έως 19.9.2015) και όχι είκοσι ενός [21] μηνών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλουμένη ορθά δέχθηκε, πρώτον, ότι το ως άνω καταβληθέν στον ενάγοντα χρηματικό ποσό (26.705,28 €), που πιστώθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό του, αντιστοιχούσε στις καθαρές τακτικές αποδοχές του και όχι στις μικτές, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ του ασφαλιστικού οργανισμού του (ΝΑΤ) και υπέρ του Δημοσίου (φόρος μισθωτών υπηρεσιών), τις οποίες η εργοδότρια όφειλε να παρακρατεί από τις αποδοχές του, δεύτερον, ότι οι ακαθάριστες αποδοχές που θα έπρεπε να έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα για το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε τριάντα πέντε χιλιάδες τριακόσια σαράντα εννέα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (1.715,98 € Χ 20,6 μήνες = 35.349,18 €) συνολικώς και, τρίτον, ότι το υπόλοιπο της αφαιρέσεως των καταβληθεισών από τις καταβλητέες (35.349,18 € – 26.705,28 € = 8.643,90 €) παριστά τη διαφορά των αποδοχών στις οποίες διατηρούσε δικαίωμα ο τελευταίος. Το ποσό της διαφοράς αυτής επιδίκασε ακολούθως στον ενάγοντα, απορρίπτοντας ως αναπόδεικτο τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι το ίδιο ποσό, που αντιστοιχούσε στις ασφαλιστικές (εργατικές) εισφορές και στη φορολογική υποχρέωση του ενάγοντος, είχε παρακρατηθεί από αυτήν και είχε καταβληθεί στο ΝΑΤ και στο Δημόσιο, με την πρόσθετη, όμως, ρητή επισήμανση ότι, αν οι αναλογούσες στον ενάγοντα ασφαλιστικές και λοιπές εισφορές έχουν καταβληθεί για λογαριασμό του, η εναγομένη μπορεί να τις παρακρατήσει κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Με αφορμή αυτήν την παρεμπίπτουσα (και πλεοναστική) κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη στην οποία καταλογίζει σφάλμα επικαλούμενος με τον (απορριπτόμενο ως άνευ εννόμου συμφέροντος προταθέντα) δωδέκατο λόγο της έφεσής του ότι «…ουδέποτε ανέκυψε τέτοιο θέμα δεδομένου ότι οι εισφορές έχουν καταβληθεί και για το ναυτικό και για τον πλοιοκτήτη όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. …… έγγραφο του ΝΑΤ…», του οποίου στη συνέχεια παραθέτει αυτούσιο το περιεχόμενο στο εφετήριο, χωρίς να παραλείψει και την προσκομιδή του. Από τις αναφορές αυτές του εκκαλούντος το Δικαστήριο συνάγει δικαστική ομολογία του περί του ότι η εφεσίβλητη έχει εξοφλήσει τις εργατικές εισφορές του προς το ΝΑΤ, οι οποίες αποτελούν τμήμα των τακτικών αποδοχών του. Το συμπέρασμα τούτο επιβεβαιώνεται α] από το ως άνω έγγραφο του ΝΑΤ, στο οποίο μνημονεύεται ότι για το ένδικο χρονικό διάστημα «…έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές…» για τον ενάγοντα, οι οποίες στο ίδιο αυτό έγγραφο υπολογίζονται για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.8.2015, με βάση το βασικό μισθό της ειδικότητας του ναυτόπαιδα σε έξι χιλιάδες πεντακόσια πενήντα ένα ευρώ και σαράντα λεπτά (327,57 ανά μήνα € Χ 20 μήνες = 6.551,40 €) και για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015, με βάση το βασικό μισθό της ειδικότητας του ναύτη, σε τριακόσια σαράντα ένα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (341,74 €), β] από το με αριθμό ……. από την εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα προσκομιζόμενο έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Πλοίων σε Συνάλλαγμα της Διεύθυνσης Ενημερότητας Πλοίων του ΝΑΤ, με το οποίο πιστοποιείται ότι η τελευταία δεν έχει ληξιπρόθεσμες και απαιτητές οφειλές και γ] από το από 4.10.2017 έγγραφο του λογιστηρίου της εναγομένης, με το οποίο βεβαιώνεται ότι κατά τα έτη 2014 και 2015 έχει αυτή καταβάλει προς το ΝΑΤ για λογαριασμό του ενάγοντος το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (5.379,98 €), στο οποίο, όμως, συμπεριλαμβάνονται πλην των εργατικών και οι εργοδοτικές εισφορές του που βάρυναν την εργοδότρια, χωρίς να αποτελούν τμήμα των αποδοχών του. Από το τελευταίο αυτό έγγραφο προκύπτει, επιπλέον, ότι κατά τα ίδια έτη παρακρατήθηκε από τις αποδοχές του ενάγοντος και καταβλήθηκε στο Δημόσιο για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και εισφορά του Ν. 3986/2011 το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και δεκαέξι λεπτών (3.372,16 €), ενώ από το από 3.10.2017 έγγραφο αποδεικτικό ενημερότητας που εξέδωσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) προκύπτει ότι η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα έως τις 3.11.2017 ήταν ενήμερη για τα χρέη της προς τη Φορολογική Διοίκηση. Από όλα τα ανωτέρω πείθεται το Δικαστήριο ότι το πρωτοδίκως επιδικασθέν στον ενάγοντα χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα ευρώ (8.643,90 €) αντιστοιχούσε σε παρακρατήσεις επί των αποδοχών του υπέρ του ΝΑΤ και του Δημοσίου και ότι τις κρατήσεις αυτές η εναγόμενη έχει καταβάλει στους δικαιούχους για λογαριασμό του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε δεχθέν το αντίθετο και, κατά παραδοχή των δεύτερου και τρίτου λόγου της αντεφέσεως του τελευταίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση του ενάγοντος στις τακτικές του αποδοχές του ενδίκου χρονικού διαστήματος έχει εξοφληθεί στο σύνολό της. Περαιτέρω, με τους τρίτο έως και όγδοο λόγους της εφέσεώς του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων οδήγησε την εκκαλουμένη στην απόρριψη του κονδυλίου της αγωγής του, που αφορούσε στην αμοιβή της εργασίας που είχε παράσχει υπερωριακώς στην εναγόμενη επί οκτώ [8] ώρες πλέον του νομίμου οκταώρου και επί τετρακόσιες πενήντα τρεις [166 + 287 = 453] ημέρες κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του. Σχετικώς, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά τους θερινούς μήνες του έτους 2014 (Μάιος έως και Σεπτέμβριος) το τουριστικό πλοίο Α. με πλήρωμα που αριθμούσε κατ’ ανώτατο όριο δώδεκα [12] μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Πλοιάρχου, ήταν ναυλωμένο επί εξήντα τρεις [63] ημέρες και, συγκεκριμένα, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.5. έως 8.5, από 29.5 έως 30.5, από 12.6 έως 21.6, από 2.7 έως 13.7, από 1.8 έως 8.8, από 9.8 έως 17.8, από 18.8 έως 25.8 και από 10.9 έως 18.9, ενώ κατά τους ίδιους μήνες του επομένου έτους 2015 παρέμεινε μισθωμένο από τρίτους επί σαράντα επτά [47] συνολικά ημέρες και, συγκεκριμένα, από 15.6 έως 17.6, από 12.7 έως 17.7, από 19.7 έως 22.7, από 23.7 έως 29.7, από 1.8 έως 8.8, από 10.8 έως 14.8 και από 24.8 έως 7.9. Τα ανωτέρω προκύπτουν ιδίως από το ειδικό έντυπο πληροφοριακών στοιχείων επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, που προσκομίζει η εναγόμενη, σε συνδυασμό προς το με αριθμό πρωτοκόλλου ………/4.10.2017 πληροφοριακό έγγραφο του Τομέα Ναυτολογίας του Λιμεναρχείου Σαρωνικού, που προσκομίζει ο ενάγων. Για τους μήνες από Ιούνιο έως και Σεπτέμβριο των ετών αυτών ο ενάγων υποστηρίζει ότι απασχολήθηκε υπερωριακώς για δεκαέξι [16] συνολικά ώρες ημερησίως επί εκατόν εξήντα έξι [166] ημέρες, χωρίς να διευκρινίζει αν αναφέρεται στις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ναυλωμένο και εκτελούσε πλόες ή σ’ εκείνες κατά τις οποίες παρέμενε αργό σε μαρίνα ελλείψει ναυλώσεως. Πάντως, επικαλείται ότι η εργασία που παρείχε συνίστατο αδιακρίτως σε «…ό,τι έχει σχέση με το ξύλο, έκανα έξω και μέσα τριψίματα, βαψίματα, στοκαρίσματα στις κουπαστές, βερνίκια, γυαλίσματα ΙΝΟΧ με ειδικές αλοιφές. Όσο αφορά το μηχανοστάσιο καθαρισμός σεντινών, βόθρων, τρίψιμο στα τοιχώματα των λαμαρινών μέσα στις δεξαμενές του γκρέι σχετικά με τα νερά της λάντζας και τα νερά στις ντουζιέρες. Επίσης ήμουν πάντα παρών στα δεσίματα κατά τον απόπλου και τον κατάπλου». Επιπλέον, υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια του νομίμου ωραρίου του αλλά και της υπερωριακής του απασχόλησης εκτελούσε και πρόσθετες εργασίες, βοηθώντας στη μεταφορά των επιβατών του σκάφους με πλωτά μέσα στις παραλίες και στους λιμένες για αγορές και νυκτερινή αναψυχή και εκπαιδεύοντάς τους σε θαλάσσια σπορ. Οι ισχυρισμοί του σχετικά με τις πρόσθετες αυτές εργασίες κατά λογική αναγκαιότητα αφορούν μόνο τις χρονικές περιόδους που το πλοίο ήταν ναυλωμένο, δηλαδή επί εκατόν δέκα [63 + 47 = 110] ημέρες συνολικά, αφού τις υπόλοιπες των θερινών μηνών ελλείψει επιβατών πρόσθετες εργασίες του ως άνω είδους δεν υπήρχε ανάγκη να εκτελούνται. Αλλά και κατά τις ημέρες αυτές πρέπει να αποκλειστεί η εκτέλεση των εργασιών συντήρησης του σκάφους τις οποίες ο ενάγων περιγράφει, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η πραγματοποίησή τους εμποδίζει τους επιβάτες στη χρήση του πλοίου και των ευχερειών αναψυχής που αυτό παρέχει. Τούτο επιβεβαιώνεται από το μάρτυρα ανταποδείξεως που κατέθεσε ότι «[ο ενάγων] δεν έκανε εργασίες συντήρησης όταν το πλοίο ήταν ναυλωμένο» και από την ένορκη βεβαίωση του Πλοιάρχου ………, ο οποίος ανέφερε ότι «… οι εργασίες τριψίματος, βαψίματος, λουστραρίσματος, στοκαρίσματος κουπαστών, γυαλίσματος των επιφανειών inox, είναι εργασίες που γίνονται ένα με δύο μήνες πριν την έναρξη της περιόδου ναυλώσεως του πλοίου και όχι κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, στους οποίους γίνεται μόνο το γυάλισμα των επιφανειών inox και όχι κατά τη διάρκεια που το σκάφος είναι ναυλωμένο…». Με βάση τα ανωτέρω ευχερώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατά τις ημέρες που το Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο Α. δεν ήταν ναυλωμένο δεν υπήρχε λόγος παροχής εργασίας εκτός του νομίμου οκταώρου αλλ’ ούτε και αντικείμενο αντίστοιχης απασχολήσεως του ενάγοντος, αφού, επιπλέον, κατά τη ναυλοχία του πλοίου δε νοείται συμμετοχή του πληρώματος σε εργασίες άπαρσης και αγκυροβολίας, ενώ για τη συντήρηση του μηχανοστασίου η πλοιοκτήτρια απασχολούσε μηχανικό και βοηθό μηχανικού. Ομοίως, κατά τις ημέρες ναυλώσεως του πλοίου δεν αποδεικνύεται η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβάνονταν μόνο η καθαριότητα του καταστρώματος και η ασφάλεια της προσδέσεως του πλοίου όταν αυτό ναυλοχούσε, καθώς και οι πρόσθετες εργασίες που ο ίδιος ως ανωτέρω περιγράφει. Με τα καθήκοντα αυτά, άλλωστε, ήταν επιφορτισμένα τουλάχιστον τρία [3] μέλη του πληρώματος και, συγκεκριμένα, ο ενάγων, ο ενόρκως υπέρ του βεβαιών .. …, ναύκληρος και ο έτερος ναύτης .. .., μάρτυρας ανταποδείξεως. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι κατά τις ναυλώσεις του πλοίου ανέκυψε πράγματι ανάγκη να απασχοληθεί ο ενάγων υπερωριακά ορισμένες φορές, ιδίως επειδή συνέπιπτε οι προσεγγίσεις του πλοίου σε λιμένες να πραγματοποιούνται κατά τις ώρες αναπαύσεώς του. Μολονότι, όμως, με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι ο ενάγων απέτυχε αποδεικτικά στον ακριβή προσδιορισμό των ημερών και των ωρών της υπερωριακής αυτής απασχόλησής του, εντούτοις ο ίδιος, αν και φέρων το σχετικό αντικειμενικό δικονομικό βάρος αποδείξεως παραλείπει και στην κατ’ έφεση δίκη την προσαγωγή εκείνων των αποδεικτικών μέσων που θα επέτρεπαν τη συναγωγή ασφαλούς περί των πραγματικών αυτών περιστατικών αποδεικτικού συμπεράσματος. Πράγματι, τα ανωτέρω κρίσιμα στοιχεία δεν προκύπτουν ούτε από την ένορκη βεβαίωση της .. ….., που απασχολήθηκε ως επίκουρος στο ίδιο πλοίο μέχρι τις 14.5.2015 και προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Να σημειωθεί εδώ και ότι το είδος της περιγραφόμενης απασχόλησης του ενάγοντος προσομοιάζει σε ετοιμότητα προς εργασία, που δε μπορεί να χαρακτηριστεί υπερωριακή εργασία, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν από τον πλοίαρχο, με αποτέλεσμα για τις ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο να μη δικαιούται ιδιαίτερης αμοιβής, διότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 218/2016, ΜονΕφΠειρ. 376/2015, ΜονΕφΠειρ. 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, ΕφΠειρ. 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160). Να σημειωθεί ακόμα ότι στην ίδια διαπίστωση η εκκαλουμένη επιστήριξε επαλλήλως την απορριπτική της αιτιολογία, η οποία μάλιστα δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα οι ερευνώμενοι λόγοι (της έφεσης) να αποβαίνουν απορριπτέοι και ως αλυσιτελείς (ΟλΑΠ 25/1996, ΝοΒ 1996/46, ΑΠ 439/2010, ΝοΒ 2010/2052, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009, 927, ΑΠ 265/1989, Δνη 1990/769, ΑΠ 1390/1988, Δνη 1990/95, ΑΠ 1530/1988, Δνη 1990/518, ΕφΠειρ. 234/2010, ΠειρΝομ. 2010/404, ΕφΘεσ. 435/2010, ΕΠολΔ 2011/116 = Αρμ. 2011/472, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1189, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1181, ΕφΛαρ. 294/2008, ΑρχΝ 2010/208, ΕφΙωαν. 186/2007, Αρμ. 2008/71, Σ. Σαμουήλ, ο.π., § 542, σελ. 221, Ν. Νίκας, ο.α.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.). Εξάλλου, με την αγωγή του ο ενάγων επεδίωξε τη λήψη αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση διάρκειας δύο χιλιάδων διακοσίων ενενήντα έξι (2.296) ωρών, πραγματοποιηθείσα επί οκτάωρο πλέον του νομίμου ωραρίου για διακόσιες ογδόντα επτά (287) ημέρες εντός του χρονικού διαστήματος των χειμερινών μηνών των ετών 2014 και 2015, δηλαδή από το μήνα Οκτώβριο έως και το μήνα Απρίλιο εκάστου, κατά τις οποίες υποστηρίζει ότι «… λόγω της απουσίας μαγείρου και των τεσσάρων καμαρότων, με εντολή του πλοιάρχου εκτελούσα τις βάρδιες Σαββάτου και Κυριακής. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Σαββάτου και της Κυριακής η έναρξη [ενν. της βάρδιας του] ήταν στις 8 π.μ. και σταματούσα την εργασία μου την επομένη στις 12 το μεσημέρι, δηλαδή 28 ώρες αδιάλειπτης εργασίας…». Ο ισχυρισμός αυτός υπήρξε εξαρχής θνησιγενής, δεδομένου ότι, όπως από το καθιερωμένο ημερολόγιο προκύπτει, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα οι ημέρες που συνέπεσε να είναι Σάββατο και Κυριακή ανήλθαν σε μόλις ενενήντα τέσσερις (94) και όχι σε διακόσιες ογδόντα επτά (287). Αλλά και από τις ενενήντα τέσσερις (94) αυτές ημέρες πρέπει να αφαιρεθούν είκοσι έξι (26) Σάββατα και Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1.1.2014 έως 2.4.2014, κατά το οποίο το πλοίο Α. παρέμενε ανελκυσμένο στις εγκαταστάσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ατομικής επιχείρησης του ……. με την επωνυμία «Ναυπηγείον …», δυνάμει της σχετικής από 3.12.2013 συμβάσεως που είχε μαζί της συνάψει η εναγόμενη, προκειμένου να πραγματοποιηθούν επ’ αυτού εργασίες επισκευής και συντηρήσεως, χωρίς να υπάρχει, λόγω της ανελκύσεώς του και της συνεχόμενης παραμονής του σε ναυπηγοεπισκευαστική εγκατάσταση, ανάγκη εκτέλεσης βάρδιας επ’ αυτού, όπως άλλωστε και ο ενάγων δεν αρνείται. Σημειωτέον, ότι την παραμονή αυτή του πλοίου στο ναυπηγείου παραλείπουν να μνημονεύσουν οι ενόρκως υπέρ αυτού βεβαιούντες. Η δε υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις υπόλοιπες επίμαχες εξήντα οκτώ [94 – 28 = 68] ημέρες από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο δεν επιβεβαιώνεται. Αναφέρει, βέβαια, ο ενόρκως υπέρ αυτού βεβαιών ….. ότι το χειμώνα οι βάρδιες ήταν από τις 8 το πρωί του Σαββάτου έως τις 8 το πρωί της Κυριακής, όμως, αφενός, οι ώρες αυτές είναι είκοσι τέσσερις [24] και όχι είκοσι οκτώ [28], δε συμφωνούν δηλαδή με τον αγωγικό ισχυρισμό και, αφετέρου, δεν προσδιορίζεται ο αριθμός των ναυτικών που εκτελούσαν τις βάρδιες εκάστου Σαββάτου προς Κυριακή, παρότι ο ίδιος μάρτυρας παραδέχεται ότι «… η ανωτέρω βάρδια γινόταν εναλλάξ στα άτομα που εργάζονταν στο σκάφος τη χειμερινή σεζόν…», ενώ, πέραν τούτων, δεν εξειδικεύεται το είδος των εργασιών που εκτελούνταν επί του πλοίου κατά τις ώρες της βάρδιας αυτής ούτε αν η σχετική απασχόληση συνίστατο απλώς σε φύλαξή του. Εφόσον, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία κατά το ένδικο χρονικό διάστημα δεν δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής και μάλιστα καθ’ υπέρβαση των μικτών κλειστών αποδοχών του, όπως ορθώς με την εκκαλουμένη κρίθηκε και, για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθούν οι συναφείς λόγοι της έφεσής του ως αβάσιμοι. Τέλος, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι πράγματι ο ενάγων αποναυτολογήθηκε από το πλοίο Α. στις 19.09.2015, δηλαδή πριν από τη λήξη της ορισμένης διάρκειας της εργασιακής του σχέσης, η οποία με τον όρο 2.1 εδαφ. α της από 1.4.2015 έγγραφης ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας είχε συμφωνηθεί εξάμηνη (έως 30.9.2015). Η σύμβασή του λύθηκε κατ’ εφαρμογή του με αριθμό 5.4 συμβατικού όρου, δηλαδή με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του Πλοιάρχου και όχι με καταγγελία εκ μέρους του τελευταίου, όπως ο εκκαλών αβασίμως ισχυρίζεται. Ειδικότερα, η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε, επειδή το πλοίο επρόκειτο να πραγματοποιήσει πλόες εκτός της Χώρας και η επιστροφή του είχε προγραμματιστεί να γίνει σε χρονικό σημείο κατά πολύ μεταγενέστερο της 30ης.9.2015, ο δε ενάγων δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ αυτό με τους ίδιους όρους αμοιβής και εργασίας. Το συμπέρασμα τούτο επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της από 19.9.2015 δηλώσεώς του, που περιεβλήθη τον τύπο του άρθρου 5 του Ν. 1599/1986 και απευθύνθηκε προς το Λιμεναρχείο Σαρωνικού, στην οποία ο ενάγων αναφέρεται σε λύση της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του «αμοιβαία συναινέσει» και απλώς διατυπώνει επιφύλαξη επιδιώξεως των οικονομικών αξιώσεών του έναντι της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρίας. Επομένως, ο εκκαλών δεν διατηρεί αξίωση αποζημιώσεως για την αποναυτολόγησή του, αφού αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα μονομερούς ενέργειας του Πλοιάρχου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο αυτό συμπέρασμα και απέρριψε το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση τρων αποδείξεων και ο συναφής ενδέκατος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΧΙ. Συνοψίζοντας όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί η έφεση του ενάγοντος ως αβάσιμη και αφού γίνει δεκτή η αντέφεση της εναγομένης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της με το οποίο έγιναν εν μέρει δεκτές οι αγωγικές αξιώσεις οι σχετικές με τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του εκκαλούντος και επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδά του σε βάρος της αντεκκαλούσας. Μετά ταύτα παρέλκει η εξέταση του συναφούς με τα έξοδα αυτά δεκάτου τετάρτου λόγου της έφεσης, αφού πλέον τα αντίστοιχα δικαστικά έξοδα θα επιβληθούν ενιαία γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς. Στη συνέχεια πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση και αφού αναδικαστεί η αγωγή κατά το ανωτέρω κονδύλιό της να απορριφθεί [και ως προς αυτό] ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – αντεφεσιβλήτου, που ηττάται (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να εκκαθαριστούν για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας όπως ειδικότερα στο διατακτικό αναφέρεται.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 20.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… έφεση και από 30.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……..  και από 5.10.2017 αντεφέσεις της εφεσίβλητης και του εκκαλούντος αντίστοιχα.

Απορρίπτει την από 5.10.2017 αντέφεση ως απαράδεκτη

Δέχεται τυπικά την έφεση και την από 30.8.2017 αντέφεση κατά της υπ’ αριθμ. 493/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Δέχεται την αντέφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή ως προς το αντίστοιχο προς το εξαφανισθέν κεφάλαιο κονδύλιό της κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ