Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 439/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως  439/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

      Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Δικαστηρίου και τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

          Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή διαχρονικού δικαίου που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ.1 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Επομένως για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως που προέβλεπε η διάταξη του  518 παρ 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΟλΑΠ 10/2018).

Η υπό κρίση από 5-10-2017 (αριθ.κατ. ……..) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 680/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663επ ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της (4-3-2015) έως την κατάθεση της εφέσεως (25-10-2017) δεν παρήλθε τριετία, εφαρμοζομένου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το ν. 4335/2015. Συνεπώς, πρέπει  η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

Με την από 20-03-2014  (αριθ.κατ. …..) αγωγή,   ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εργαζόμενος ως Μάγειρας Β’ στο πλοίο “ΒΚ”, κ.ο.χ 6387, πλοιοκτησίας της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης,  για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 16-7-2013, οπότε παραιτήθηκε λόγω συνταξιοδότησης, ζήτησε, μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος, αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει α) ποσό 1.073  ευρώ ως επίδομα ιματισμού για το διάστημα από 1-1-2012 έως 16-7-2013, β) ποσό 8.053,36 για υπερωριακή αμοιβή του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013 εως 16-7-2013 και γ) ποσό 9.361,44 ευρώ ως  αμοιβή για πρόσθετη εργασία για το διάστημα από 1-1-2013 έως 16-7-2013 αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει α) ποσό 14.924,72 ευρώ για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 31-12-2012 και β) ποσό ευρώ 17.257 ως αμοιβή για πρόσθετη εργασία του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 31-12-2012, όλα τα ποσά νομιμοτόκως  από την ημέρα που καθένα κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλουμένη  απέρριψε α) το αίτημα για επιδίκαση επιδόματος ιματισμού ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι το δικαιούται μόνο το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος και μηχανής και όχι το προσωπικό μαγειρείου, β) τις αξιώσεις για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 31-12-2012 ως παραγεγραμμένες κατ΄αποδοχή της περί παραγραφής ενστάσεως εκ των άρθρων 289 και 291 ΚΙΝΔ,  που πρότεινε η εναγομένη με δήλωσή της που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και μετ’ απόρριψη της αντενστάσεως του ενάγοντος περί καταχρηστικής προβολής της ανωτέρω ενστάσεως και γ) την αξίωση για αμοιβή πρόσθετης εργασίας ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της.  Κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς την αξίωση που αφορούσε την αμοιβή του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013 έως 16-7-2013 ποσού 2.505,55 ευρώ, το οποίο του επιδίκασε, νομιμοτόκως από την επομένη της αποναυτολογήσεώς του έως την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων και ήδη εκκαλών για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του.

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως παραπονείται ο εκκαλών ότι παρά το νόμο η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο το κονδύλι της αγωγής του για επιδίκαση του επιδόματος ιματισμού συνολικού ποσού 1073,50 ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2011 (ΦΕΚ Β’ 1070/2011) “1. Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το επίδομα τούτο καθορίζεται μηνιαίως στο ποσό των ΕΥΡΩ 56,50”. Η ρύθμιση αυτή επαναλαμβάνεται και στις μεταγενέστερες ΣΣΝΕ της ίδιας κατηγορίας εργαζομένων. Η εν λόγω διάταξη δεν κάνει λόγο αποκλειστικά μόνο για το πλήρωμα μηχανής και καταστρώματος ούτε μπορεί να συναχθεί αυτή η ερμηνεία από το άρθρο 20 της ίδιας συμβάσεως που αναφέρεται στην υποχρεωτική ένδυση των αξιωματικών και του κατώτερου πληρώματος του πλοίου με την καθιερωμένη στολή του Εμπορικού Ναυτικού μετά των διακριτικών για κάθε κλάδο προσωπικού κατά βαθμό ή ειδικότητα, όπως έκρινε η εκκαλουμένη. Αντιθέτως, και το προσωπικό μαγειρείου του πλοίου είναι υποχρεωμένο να φέρει τον ειδικό ιματισμό που επιβάλλεται από τους καθιερωμένους κανόνες για τους εργαζομένους στις υπηρεσίες παρασκευής γευμάτων των πλοίων και ειδικότερα την ενδυμασία και το  ειδικό κάλυμμα κεφαλής που ορίζει το άρθρο 124 του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων άνω των 500 κοχ (ΒΔ 683/1960 (ΦΕΚ Α’158/1960) και πουθενά στην ανωτέρω ΣΣΝΕ δεν εξαιρείται το προσωπικό μαγειρείου από την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει ιματισμό.  Κατά συνέπεια, εσφαλμένως, κατά κακή εφαρμογή του νόμου, η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο το ανωτέρω κονδύλι της αγωγής  και ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι βάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο εφέσεως ο εκκαλών νομίμως επαναφέρει την προταθείσα πρωτοδίκως αντένστασή του περί καταχρηστικής προβολής από την εναγομένη της περί παραγραφής ενστάσεως και με τον τρίτο και τελευταίο λόγο εφέσεως παραπονείται ότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την αξίωσή του για αμοιβή πρόσθετης εργασίας. Σημειώνεται ότι κατά του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που επιδίκασε στον ενάγοντα ποσό ευρώ 2.505,55, για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής, νομιμοτόκως από 16-7-2013 έως την εξόφληση δεν υπάρχει λόγος εφέσεως.

Κατά το άρθρο 261 εδ. α’ ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 261 εδ.β’ ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013), η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή του δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ, για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου η κατά τ’ ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί “εν επιδικία”, αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή, από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου ή των διαδίκων, η οποία παραγραφή είναι ισόχρονη με την διακοπείσα και να μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 261 ΑΚ κινείται, ενόψει του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού της εκκαθαρίσεως των συναλλαγών, εντός του πλαισίου της καθιερούμενης με το άρθρο 25 & 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος (ΑΠ 61/2013). Ήδη, όμως, με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε, ορίζεται πλέον ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παραγ.1), στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης, η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. Κατά το άρθρο 277 ΑΚ, το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 1667/2014, 98/2015), προταθείσης, όμως, της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως σε συνδυασμό με τη θέση του καθ’ ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επικλήσεως από τον διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (Α.Π. 1667/2014, Α.Π. 1279/2014, ΑΠ 950/2015  ΑΠ 1504/2017  – “Νόμος”). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο   289 αριθ. 1  ΚΙΝΔ “Εις ετησίαν παραγραφήν υπόκεινται αι αξιώσεις: 1. Του πλοιάρχου και του πληρώματος δια την πληρωμήν των μισθών και  λοιπών παροχών των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως”.   Σύμφωνα δε με το άρθρο 291 εδ. α’ ΚΙΝΔ “Η παραγραφή των εις τα προηγούμενα άρθρα  αξιώσεων  αρχίζει  άμα  τη  λήξει  του  έτους  καθ`  ο  συμπίπτει  η αφετηρία αυτής”.  Τέλος στο άρθρο 270 παρ 2 ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250 ΑΚ η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος εντός του οποίου περατώθηκε η διακοπή. Στις τελευταίες αυτές αξιώσεις περιλαμβάνονται κατά το άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ και εκείνες των υπηρετών και εργατών για μισθούς ή άλλες αμοιβές. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ που έχουν συμπληρωματική εφαρμογή στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον στον τελευταίο δεν ορίζεται διαφορετικά , προκύπτει ότι για τις αξιώσεις του άρθρου 289 ΚΙΝΔ η νέα παραγραφή αρχίζει όχι αμέσως μετά την τελευταία διακοπτική αυτής πράξη αλλά από το τέλος του έτους κατά το οποίο επήλθε η διακοπή (ΟλΑΠ 15/1992, ΑΠ 600/2013, ΑΠ 1285/2012 – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της υπ΄αριθ. ……. ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του Ζαχαρία …….., Αρχιμάγειρα στο ίδιο με τον ενάγοντα πλοίο, που επικαλείται και επαναπροσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. …….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χανίων ……), και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που συνήψε ο ενάγων με τον πλοίαρχο του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “ΒΚ”, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε σε αυτό από το έτος 2009 έως τις 16-7-2013 οπότε παραιτήθηκε λόγω συνταξιοδοτήσεως. Στο εν λόγω πλοίο εργάσθηκε με την ειδικότητα του Β’ Μαγείρου καθ΄ολο το ένδικο χρονικό διάστημα  (από 1-1-2012 έως 16-7-2013), αμειβόμενος με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2011 (ΦΕΚ Β’ 1070/2011) καθώς και αυτή του έτους 2013 (ΦΕΚ Β’ 2079/2013).  Από 1-1-2012 έως τον Ιούλιο του 2013 το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο από Πειραιά προς Κύθηρα, Αντικύθηρα, Κίσσαμο, Γύθειο ενώ κατά διαστήματα εκτελούσε και το δρομολόγιο Πειραιάς, Μήλος, Φολέγανδρος, Σίκινος, Ίος, Θήρα και Πειραιάς, Μονεμβασιά, Κύθηρα, Αντικύθηρα, Κίσσαμος, Κύθηρα, Καλαμάτα. Καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακώς πέραν του νομίμου οκταώρου του, επί τέσσερις ώρες ημερησίως, δηλαδή εργαζόταν επί 12 ώρες κάθε ημέρα, περιλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, κατά του σχετικού κεφαλαίου της οποίας δεν υπάρχει λόγος εφέσεως. Η εκκαλουμένη επιδίκασε για την ανωτέρω αιτία στον ενάγοντα συνολικό ποσό 2.505,55 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 16-7-2013, ως προς το ύψος δε και τον τρόπο υπολογισμού του επιδικασθέντος ποσού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν υπάρχει λόγος εφέσεως ούτε έχει ασκηθεί αντέφεση από την εναγομένη. Ως προς τις λοιπές ένδικες αξιώσεις αποδεικνύονται ακόμα τα ακόλουθα: η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε στις 24-4-2014, όταν και επιδόθηκε αυτή στην εναγομένη (βλ. ……. έκθεση επιδόσεως  του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή).  Κατά συνέπεια, οι ένδικες αξιώσεις που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012, των οποίων  η κατά τα ανωτέρω ενιαύσια παραγραφή άρχισε την 1-1-2013, είχαν, έως την άσκηση της αγωγής, υποπέσει στην ανωτέρω εκ του άρθρου 289 ΚΙΝΔ ενιαύσια παραγραφή, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη δεχόμενη ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την περί παραγραφής ένσταση που νομίμως πρότεινε η εναγομένη με δήλωσή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και τις από 18-9-2014 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις της εναγομένης) και απορρίπτοντας ως αβάσιμη την αντένσταση περί καταχρηστικής προτάσεως της περί παραγραφής ενστάσεως που ο ενάγων πρότεινε πρωτοδίκως. Ο ισχυρισμός αυτός του  ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος,  περί καταχρηστικής προτάσεως από την εναγομένη της ενστάσεως παραγραφής, επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο εφέσεως. Ειδικότερα εκθέτει ο εκκαλών ότι δεν άσκησε νωρίτερα τις επίδικες αξιώσεις φοβούμενος μήπως απολυθεί, όπως τον απειλούσαν οι εκπρόσωποι της εναγομένης, κάθε φορά που διεκδικούσε τη νόμιμη αμοιβή του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός, ούτε άλλωστε η κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντος σε αυτό το σημείο, προεχόντως διότι ο εκκαλών παραιτήθηκε από την εργασία του, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, στις 16-7-2013, δηλαδή πέντε και πλέον μήνες πριν συμπληρωθεί η ανωτέρω παραγραφή και θα μπορούσε ευχερώς να ασκήσει εγκαίρως τις αξιώσεις του. Εξάλλου, ο περιεχόμενος στον ίδιο λόγο εφέσεως ισχυρισμός του ότι η εναγομένη μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, με δόλο  (255 εδ. β ΑΚ) τον απέτρεψε από την άσκηση των ένδικων αξιώσεών του με αποτέλεσμα να επέλθει αναστολή της παραγραφής, απαραδέκτως (520, 525, 527 ΚΠολΔ) διατυπώνεται το πρώτον στο εφετείο ως αντένσταση κατά της πρωτοδίκως προταθείσης από την εναγομένη ενστάσεως παραγραφής, διότι τα περιστατικά που τον συγκροτούν συνοδευόμενα από το αντίστοιχο αίτημα δεν είχαν προταθεί από τον ενάγοντα πρωτοδίκως (βλ. ΑΠ. 73/2015- “Νόμος”). Επομένως,  η εκκαλουμένη ορθώς το νόμο εφάρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων παραγραφής και δεν έσφαλε που απέρριψε ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή του για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012, ο δεύτερος δε λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος.

Η εφεσίβλητη, με τις ενώπιον του Δικαστηρίου νόμιμες , έγγραφες προτάσεις της, με ημερομηνία 15-3-2018, προτείνει εκ νέου την από το άρθρο 289 ΚΙΝΔ ένσταση παραγραφής για το σύνολο των αγωγικών αξιώσεων, ισχυριζόμενη αφενός ότι αυτές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 31-12-2012 παρεγράφησαν πριν την άσκηση της αγωγής αφετέρου ότι οι αγωγικές αξιώσεις του λοιπού χρονικού διαστήματος παρεγράφησαν εν επιδικία καθόσον από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης έως την κατάθεση της εφέσεως παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος του έτους χωρίς να μεσολαβήσει διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που να διακόπτει την παραγραφή. Για όσους λόγους προαναφέρονται κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου εφέσεως, παραγεγραμμένη κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο και η αξίωση του ενάγοντος για καταβολή του επιδόματος ιματισμού του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 31-12-2012 ποσού  706,25 ευρώ, κατ’ αποδοχή της περί παραγραφής ενστάσεως της εφεσίβλητης και ως προς αυτή την αξίωση. που  εσφαλμένως, όπως προαναφέρεται, απερρίφθη πρωτοδίκως ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη δεν χορήγησε στον εκκαλούντα ιματισμό ούτε του κατέβαλε  επίδομα ιματισμού  για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 16-7-2013, ποσού 56,50 ευρώ μηνιαίως και συνολικά (56,50 Χ 6,5 μήνες) 367,25 ευρώ. Ωστόσο, η αξίωση αυτή του ενάγοντος έχει παραγραφεί εν επιδικία και για το υπόλοιπο αυτό ποσό καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται, η διακοπή της παραγραφής των υπό κρίση αξιώσεων επήλθε για τελευταία φορά με τη δημοσίευση, στις 4-3-2015, της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως και η νέα παραγραφή άρχισε, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νέα διάταξη του άρθρου 261 παρ. 2 ΑΚ, έξι μήνες μετά από την ανωτέρω τελευταία διαδικαστική πράξη, δηλαδή στις 5-9-2015, ενόψει δε του ότι πρόκειται για εργατικές απαιτήσεις άρχισε μετά τη λήξη του έτους εντός του οποίου επήλθε το διακοπτικό γεγονός, ήτοι την 1-1-2016. Από τότε έως τις 25-10-2017, που κατατέθηκε η υπό κρίση έφεση, παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος του έτους χωρίς να μεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και χωρίς να προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους.  Ομοίως, για τους προαναφερόμενους λόγους παραγεγραμμένη κρίνεται και η αξίωση για καταβολή στον ενάγοντα αμοιβής για πρόσθετη εργασία ολόκληρου του ένδικου χρονικού διαστήματος (από 1-1-2012 έως 16-7-2013). Δεν έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που απέρριψε κατ’ ουσίαν την ανωτέρω αξίωση αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας (534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του τρίτου και τελευταίου λόγου εφέσεως.

Κατ’ ακολουθία των προηγουμένων, πρέπει, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς το κεφάλαιό της που απέρριψε ως μη νόμιμη την αξίωση για επιδίκαση επιδόματος ιματισμού κι ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσίαν ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί λόγω παραγραφής της ανωτέρω αξιώσεως. Ως προς τα λοιπά κεφάλαια της αγωγής, εφόσον το διατακτικό της αποφάσεως είναι ορθό αλλά το αιτιολογικό της εν μέρει εσφαλμένο, πρέπει να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της, όπως προαναφέρεται και να απορριφθεί η έφεση κατ΄ουσίαν (αρθ 534 ΚΠολΔ).

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ’ ίσα μέρη νίκης και ήττας αυτών (178 παρ. 1 , 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την έφεση.

-Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση ως προς τα λοιπά κεφάλαια της εκκαλουμένης  πλην αυτού που αφορά το επίδομα ιματισμού.

-Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση μόνο ως προς το κεφάλαιο που αφορά το επίδομα ιματισμού.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 680/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο ως προς το κεφάλαιο που αφορά το επίδομα ιματισμού.

-Κρατεί και δικάζει την από  20-3-2014 (αριθ.κατ. ………) αγωγή, μόνο ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.

-Απορρίπτει την αγωγή ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.

– Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 9 Ιουλίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ