Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 440/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης:      440      /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 16/03/2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. ……. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……., κατά της με αριθμό 1452/18-03-2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 10/12/2013, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-), επί της από 01/11/2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……… αγωγής της εκκαλούσας εναντίον του εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον, από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και δεν παρήλθε τριετία, από τη δημοσίευση αυτής, στις 18/03/2014, έως την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 17/03/2014 (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015 και άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισνΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη εργατική διαφορά (άρθρο 495 ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946, και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές, η σύμβαση δε αυτή διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθ. 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως, διότι με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης (ΑΠ 618/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 422/2017  Δημ. Νόμος, ΑΠ 44/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 107/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 608/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2192/2014, ΑΠ 2201/2014, ΑΠ 22/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 793/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1162/2008 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του Α.Κ., προκύπτει ότι, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του Α.Κ., όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίον συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσεως, ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσεως, ως συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου (και του ευρύτερου δημόσιου τομέα) (ΟλΑΠ 13/2017 Δημ. Νόμος, Ολ. Α.Π. 18/2006, ΑΠ 618/2017 ό.π.).

Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή, ως κανόνας παραγώγου δικαίου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή δεν είναι αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη (βλ. σχετ. απόφαση 7-3/2018 ΔΕΚ C-494/2016 Δημ. Νόμος, απόφαση 28-2/2018 ΔΕΚ C-46/2017 Δημ. Νόμος, απόφαση 14-9/2016 ΔΕΚ C-184/2015 και C-197/2015, ΟλΑΠ 13/2017 ό.π.). Ως εκ τούτου, η ισχύς της εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει “εθνικό δίκαιο” και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., Ολ. Α.Π. 31/2009, 19, 20/2007, 23/1998, Α.Π. 312/2017, Α.Π. 1577/2012) και η προκειμένη ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/ματα 81/2003 και 164/2004, το τελευταίο εκ των οποίων εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς τους δε άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα (ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., Α.Π. 1577/2012). Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 του Νόμου 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του Α.Κ., 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από την φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ιδίου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο νόμος 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσεως, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της συμβάσεως έργου ή εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσεως ως ορισμένου χρόνου (Α.Ε.Δ. 3/2001, ΟλΑΠ 13/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 7/2011 και ΟλΑΠ 8/2011, ΟλΑΠ 6/2001, ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π.), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου (ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., ΟλΑΠ 16/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 14/2017 Δημ. Νόμος, Ολ. Α.Π. 18/2006, ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2017 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, στις 10-7-1999, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από συμφωνία-πλαίσιο, την οποίαν συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα TES, UNICH και CEEP στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται, ότι στα κράτη-μέλη, παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής, έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας, έως την 10-7-2002, της οποίας η Ελλάδα έκανε χρήση. Στο προοίμιο της πιο πάνω Οδηγίας αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, υπό ορισμένες περιστάσεις, τόσο στις ανάγκες των εργοδοτών, όσο και των εργαζομένων. Ειδικότερα, η Οδηγία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική του κάθε μέλους-κράτους (ρήτρα 2) και δη για να αποτραπεί η κατάχρηση, η οποία μπορεί να προκύψει από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο, που να αξιολογεί τις ανάγκες ειδικών τομέων ή των κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν: α) τους αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι ορίζουν, όταν απαιτείται, τις συνθήκες, υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι, άρα, πρόδηλο, πως η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ημεδαπή έννομη τάξη. Δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον Έλληνα νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή της καταχρήσεως να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να θεωρηθούν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (βλ. σχετ. απόφαση 7-3/2018 ΔΕΚ C-494/2016 Δημ. Νόμος, απόφαση 28-2/2018 ΔΕΚ C-46/2017 Δημ. Νόμος, απόφαση 14-9/2016 ΔΕΚ C-184/2015 και C-197/2015, ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., ΑΠ 618/2017 ό.π.). Ο εθνικός νομοθέτης έχει, ήδη, εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές, πλην άλλων και με το Π.Δ/μα 164/2004, που αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και του οποίου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή του, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 19-7-2004. Με το άρθρο 5 δε του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι: (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, υπό την ισχύ του ως άνω ΠΔ, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ., όχι η μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αλλά η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό, το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Στο προαναφερόμενο Π.Δ/μα, αφού με το άρθρο 5, οριοθετούνται οι απαγορεύσεις της μεταβολής των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προβλέπονται εξαιρέσεις, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11, ορίσθηκε ότι διαδοχικές συμβάσεις, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος (δηλαδή, διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ιδίου εργοδότη και του ιδίου εργαζομένου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ιδίους ή παρεμφερείς όρους εργασίας), εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών, που έχουν συναφθεί, πριν την έναρξη ισχύος της παρούσας, και είναι ενεργές, έως την έναρξη της ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων, τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, έως την έναρξη της ισχύος του Προεδρικού Διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις (3), τουλάχιστον, ανανεώσεις πέραν της αρχικής συμβάσεως, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος Διατάγματος, με συνολικό, ελάχιστο χρόνο, απασχολήσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση (ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 107/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 413/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 229/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 104/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 122/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 244/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 278/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 280/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1425/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 6/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2095/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 696/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 373/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 500/2014 Δημ. Νόμος). β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α` να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο, που εξομοιώνεται με αυτό, κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ` αυτό των σχετικών κρίσεων. Περαιτέρω, από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου (ΑΠ 618/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 422/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1005/2017 ό.π.). Η με το παραπάνω Π.Δ/μα από την Ελληνική Πολιτεία επιλογή των προαναφερθέντων μέτρων, για την επίτευξη των στόχων της ρήτρας 5 της ανωτέρω Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 28-6-1999, έγινε, αφού λήφθηκαν υπόψη οι ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι, πλην άλλων, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διάφορες ρυθμίσεις από τον ιδιωτικό τομέα, εφόσον υφίστανται διαφορές στην φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα (ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., Α.Π. 1687/2011, Α.Π. 113/2009, βλ. και Ολ. Α.Π. 19 και 20/2007, βλ. και Α.Π. 1040/2011, Α.Π. 1109/2011, Α.Π. 1325/2010, Α.Π. 1324/2010, Α.Π. 463/2010, Α.Π. 422/2010, βλ. και Δ.Ε.Κ. της 12- 6-2008 C-364/2007 και Δ.Ε.Κ. της 12-6-2008 (-378/07 έως -380/07). Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, είναι συνταγματικά ανεκτές, όλως ειδικώς, ως μεταβατικές διατάξεις “τακτοποιήσεως” εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων Νομικών Προσώπων του Δημόσιου Τομέα με εργαζομένους που συνέχισαν, ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, να απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου, τελούντες εν αγνοία των δικαιωμάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου, ενόψει της καθυστερήσεως της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην εν λόγω Οδηγία (ΟλΑΠ 13/2017 ό.π., ΑΠ 475/2018 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 2718/2010, ΣτΕ 634/2010, ΣτΕ 31/2008, ΣτΕ 1953/2006, βλ. και ΣτΕ 634/2010, ΣτΕ 1200/2009, ΣτΕ 1041/2009, ΣτΕ 1254/2006). Ειδικότερα: (1) Σύμφωνα με το άρθ.103§§2 και 3 του Συντάγματος, κανένας δεν μπορεί να διορισθεί (δημόσιος) υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη, ενώ εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου, καθώς και οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού. (2) Επακολούθησε ο Ν. 2190/1994, με το άρθ. 21§§ 1 και 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14§1 του αυτού νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεων θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ορίζεται, μάλιστα, στις §§3 και 4 του ίδιου άρθρου ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζομένη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα, που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων, διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ` άρθ. 259 ΠΚ. (3) Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος §7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης, στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε §8, που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις, που κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο κλπ. με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 122/2016). Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτόν προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ` της §8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση, κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες, υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος, με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σε αυτό, με το Δημόσιο κλπ., δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, ούτε, εξάλλου, καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (ένας τέτοιος δηλ. χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής), συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος και 21 ν. 2190/1994, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8§3 του ν. 2112/1920 (ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 413/2016, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 940/2014). Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθ. 8 του ν. 2112/1920, ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή, κατά το χρονικό διάστημα από 10.7.2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΠΔ 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας (από 10.7.2002), που δεν ήταν, κατά τα προαναφερθέντα, άμεσης εφαρμογής, ολοκληρώθηκε στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009, ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 413/2016, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 940/2014), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα (ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 422/2017 ό.π., ΑΠ 1005/2017 ό.π., ΑΠ 107/2017 ό.π., ΑΠ 413/2016 ό.π., ΑΠ 229/2016 ό.π., ΑΠ 104/2016 ό.π., ΑΠ 142/2016 ό.π., ΑΠ 122/2016 ό.π., ΑΠ 244/2015 ό.π., ΑΠ 278/2015 ό.π., ΑΠ 280/2015 ό.π., ΑΠ 1425/2015 ό.π., ΑΠ 6/2014 ό.π, ΑΠ 940/2014, ΑΠ 2095/2014 ό.π., ΑΠ 88/2014 ό.π., ΑΠ 696/2013 ό.π., ΑΠ 373/2013 ό.π., ΑΠ 79/2013 ό.π., ΕφΠειρ 500/2014 ό.π., ΜονΕφΠατρ 115/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 263/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 607/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 629/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 631/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 606/2015 Δημ. Νόμος).

Εξ άλλου, στο άρθρο 94 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ των άλλων, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1406/1983 ορίζεται ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται στην εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά, εκτός άλλων, και στις διοικητικές συμβάσεις. Διοικητικές συμβάσεις είναι εκείνες, στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ), έχουν αντικείμενο σχετικό με τη λειτουργία δημοσίας υπηρεσίας ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό και, προσθέτως, η κατάρτιση και εκτέλεση τους διέπεται, έστω και εν μέρει, από κανόνες ιδιωτικού δικαίου ή περιέχουν νόμιμους όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) δυνατότητες μονομερούς επέμβασης ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Δεν είναι, άρα, διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά ιδιωτικές, εκείνες που αναφύονται από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες συνάπτονται μεν με το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ), ανήκουν όμως από τη φύση τους στο ιδιωτικό δίκαιο και ρυθμίζονται από αυτό, εφόσον δεν υπάγονται σε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς. Συνεπώς, διαφορές από τέτοιες συμβάσεις ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η ως άνω προβλεπόμενη διαδικασία της αρμοδιότητας του οικείου φορέα να διαπιστώσει τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων του νόμου για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθώς και η δυνατότητα του ΑΣΕΠ να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο, δεν αρκούν να χαρακτηρίσουν τη σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπήρχε, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να προσδώσει στις διαφορές αυτές το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς (ΑΠ 475/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 229/2016 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 999/2009, 2970/2007) και δεν μεταβάλει τις διαφορές αυτές σε διοικητικές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα των εργαζομένων να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια, προκειμένου να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεών τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (ΑΠ 475/2018 ό.π., ΑΠ 229/2016 ό.π., ΣτΕ 4049/2005), δεδομένου ότι οι διαφορές που δημιουργούνται από την εφαρμογή του άρθρου 11 του ως άνω π.δ., εφόσον, κατά τα ανωτέρω, έχουν ως βάση και αναφύονται από συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίστηκαν και ανανεώθηκαν με το δημόσιο και λοιπά νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (της εργατικής νομοθεσίας) ή από συμβάσεις έργου ή απλές σχέσεις εργασίας, που υποκρύπτουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες από τη φύση τους ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο, είναι διαφορές ιδιωτικές και υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 475/2018 ό.π., ΑΠ 229/2016 ό.π., ΑΠ 1325/2010).

Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, ότι προσελήφθη από τον εναγόμενο Δήμο, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αρχής γενομένης στις 13-9-2002, με χρονική διάρκεια απασχόλησης από 24-9-2002 έως 12-1-2003, για να εργασθεί ως εργάτρια καθαριότητας, υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγομένου, εργαζόμενη με πλήρες ωράριο, αντίστοιχο των μονίμων εργαζομένων, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. ΄Οτι έκτοτε συνήψε εγγράφως με τον εναγόμενο διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με το ίδιο, όπως παραπάνω, αντικείμενο απασχόλησης, για τα χρονικά διαστήματα από 13-5-2003 έως 12-1-2004, από 14-7-2004 έως 20-3-2005, από 15-12-2005 έως 14-8-2006 και από 27-9-2012 έως 31-5-2013, ενώ, κατά τα χρονικά διαστήματα, που μεσολάβησαν μεταξύ των παραπάνω συμβάσεων, παρείχε την εργασία της στον εναγόμενο εθελοντικά, όπως εξακολουθεί να πράττει μέχρι σήμερα, καθόσον, στις 31-5-2013, ο εναγόμενος Δήμος έπαυσε να την απασχολεί δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Ότι οι παραπάνω συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που συνήψε με τον εναγόμενο Δήμο Πειραιώς, φέρονται μεν ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ωστόσο, επειδή η επαναλαμβανόμενη πρόσληψή της, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου Δήμου, ζητεί, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, όπως το αίτημα της αγωγής εκτιμάται από το σύνολο του ιστορικού και του αιτητικού της, να αναγνωριστεί ότι οι παραπάνω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας της με τον εναγόμενο, αποτελούν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να αποδέχεται στο μέλλον τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, καταβάλλοντας σε αυτή τις νόμιμες αποδοχές της, με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής, ύψους 500 ευρώ, για κάθε μέρα άρνησης συμμόρφωσής του με το διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί. Επί της ως άνω αγωγής, μετά από συζήτηση που έγινε στις 10/12/2013, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-), εκδόθηκε, στις 18/03/2014, η εκκαλούμενη με αριθμό 1452/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμη την ως άνω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την ως άνω έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητά να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, διότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την υπό κρίση αγωγή, δεν στοιχειοθετούν νόμιμη περίπτωση να αναγνωριστεί ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ της ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου του εναγομένου, αποτελούν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ώστε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να αποδέχεται στο μέλλον τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, καταβάλλοντας σε αυτή τις νόμιμες αποδοχές της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004, στις 19-7-2004, υφίστατο μεν ενεργή σύμβαση εργασίας της ενάγουσας στον εναγόμενο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με την επωνυμία «Δήμος Πειραιώς», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ωστόσο, ακόμη και εάν υποτεθεί, ότι οι επικαλούµενες από την ενάγουσα, συναφθείσες μεταξύ αυτής και του εναγομένου Δήμου, συµβάσεις ουσιαστικά κάλυπταν (υπό καθεστώς εξαρτήσεως) πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του εναγομένου, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διαδοχικές, κατά την έννοια του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, καθόσον, ανάμεσα σε αυτές, μεσολάβησαν μεγάλα χρονικά διαστήματα, ανώτερα του τριμήνου και δεν υφίστατο η απαιτούμενη κατά νόμο συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ αυτών (βλ. σχετ. ΑΠ 244/2015 ό.π., ΑΠ 696/2013 ό.π., ΑΠ 79/2013 ό.π., ΑΠ 1032/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 263/2016 ό.π., ΜονΕφΠειρ 606/2015 ό.π.) και έτσι δεν μπορούσαν οι επίδικες συμβάσεις να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου. Συγκεκριμένα, η δεύτερη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, φέρεται με την υπό κρίση αγωγή, ότι καταρτίσθηκε, μεταξύ των διαδίκων, στις 13-5-2003, δηλαδή τέσσερις (4) μήνες μετά από τη λήξη της αρχικής της σύμβασης, στις 12-1-2003. Επίσης, η τρίτη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου φέρεται ότι καταρτίσθηκε, μεταξύ των διαδίκων, στις 14-7-2004, δηλαδή έξι (6) μήνες μετά τη λήξη της δεύτερης σύμβασής της, στις 12-1-2004. Ομοίως, μεταξύ των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες φέρονται, κατά το αγωγικό δικόγραφο, ότι συνήφθησαν, μεταξύ των διαδίκων, μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (στις 19/07/2004), μεσολάβησαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα άνω των οκτώ (8) μηνών (ήτοι μεταξύ της λήξης της τρίτης συμβάσεως, στις 20-3-2005 και της σύναψης της τέταρτης συμβάσεως, στις 15-12-2005) και άνω των έξι (6) ετών (μεταξύ της λήξης της τέταρτης συμβάσεως, στις 14-8-2006 και της σύναψης της πέμπτης σύμβασης, στις 27-9-2012). Ενισχυτικό δε της κρίσεως του Δικαστηρίου ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, οι συμβάσεις εργασίας, τις οποίες η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι συνήψε με τον εναγόμενο, δεν δύνανται να θεωρηθούν διαδοχικές, είναι, ότι, η ενάγουσα δεν επικαλείται στην υπό κρίση αγωγή ότι, κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα των παραπάνω συμβάσεων εργασίας της, ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, συνέχιζε να παρέχει την εργασία της στον εναγόμενο, με άκυρη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 244/2015 ό.π., ΑΠ 280/2015 ό.π., ΑΠ 1425/2015 ό.π., ΑΠ 79/2013 ό.π., ΜονΕφΠειρ 606/2015 ό.π.), κατόπιν σχετικής άτυπης συμφωνίας με αυτόν, λαμβάνοντας τις αποδοχές που δικαιούτο, αλλά, αντιθέτως, ισχυρίζεται ασαφώς και αορίστως, ότι κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα παρείχε την εργασία της εθελοντικά στον εναγόμενο. Όμως, η καταβολή αμοιβής ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο της έννοιας της εξαρτημένης εργασίας. Συνεπώς, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η ενάγουσα παρείχε στον εναγόμενο Δήμο, κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, την εργασία της εθελοντικά, χωρίς να έχει συμφωνηθεί μεταξύ αυτής και του Δήμου η καταβολή μισθού (γεγονός, άλλωστε, που δεν επικαλείται η ενάγουσα), δεν πληρούται η προϋπόθεση, που τάσσεται με το άρθρο 11 του π.δ/τος 164/2004, ως προς την ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας, καθόσον εργασία, χωρίς συμφωνημένη αμοιβή – η οποία, κατά το άρθρο 648 του Αστικού Κώδικα, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό της σχέσης ως εργασιακής -, δεν συνιστά σχέση εξαρτημένης εργασίας (βλ. σχετ. ΣτΕ 3425/2015 Δημ. Νόμος, ΔΕφΑθ 2179/2014 Δημ. Νόμος, ΔΕφΑθ 2174/2014 Δημ. Νόμος, ΔΕφΑθ 1767/2008 Δημ. Νόμος, ΔΕφΑθ 649/2008 Δημ. Νόμος, ΔΕφΑθ 1425/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 971/2000 Δημ. Νόμος). Καθ’ ο μέρος δε οι επίμαχες συμβάσεις έγιναν μετά την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7-8 του Συντάγματος (17-4-2001), απαγορεύεται από το νόμο να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ή να επέλθει μονιμοποίηση της ενάγουσας, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου (βλ. ΑΠ 1425/2015 ό.π.). Συνεπώς, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ. 164/2004, αφού δεν υφίστανται ούτε διαδοχικές συμβάσεις, συνολικής χρονικής διάρκειας τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, έως την έναρξη ισχύος του παραπάνω Π.Δ., αλλά ούτε τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής συμβάσεως της ενάγουσας, η οποία είχε διάρκεια από 24-9-2002 έως 12-1-2003, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. Κατόπιν τούτων, δεν μπορούν οι ένδικες συμβάσεις να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και, ως εκ τούτου, η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας έπαυσε αυτοδικαίως, όταν έληξε ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, δηλ. στις 31/05/2013, η τελευταία σύμβαση. Προς τούτο, και αληθών υποτιθεµένων των αγωγικών ισχυρισμών, δεν εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η εργασιακή σχέση της ενάγουσας µε τον εναγόμενο, ούτε περιήλθε αυτός σε υπερηµερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, µετά την εκπνοή της ως άνω προθεσµίας. Επομένως, εφόσον έτσι έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1452/2014 απόφασή του, απέρριψε με τις αυτές, κατά βάση, νομικές σκέψεις, με αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα, στο σύνολό της, την υπό κρίση αγωγή ως νόμω αβάσιμη, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δη του άρθ. 8 ν. 2112/1920, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ. 164/2004, και κατά συνέπεια πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τ’ αντίθετα. Περαιτέρω, ο λόγος έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που η ενάγουσα προσκόμισε και επικαλέστηκε και δη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλα τα έγγραφά της, ενώπιον αυτού, είναι απορριπτέος, ως προδήλως απαράδεκτος, διότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, εαν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία (διατυπώνοντας και συναφές πόρισμα), ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των ως άνω αποδεικτικών μέσων, αλλά απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, όπως στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την εκκαλουμένη απόφασή του (ΑΠ 618/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 631/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 606/2015 ό.π). Το αυτό ισχύει, ο λόγος δηλ. αυτός είναι απαράδεκτος, και εάν ήθελε θεωρηθεί ως λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, αφού και ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα και όχι όταν απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη (για τα παραπάνω βλ. σε συνδ. ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 53/2015, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 940/2014, ΑΠ 262/2014), όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Κατόπιν των ανωτέρω, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων όλων των λόγων της υπό κρίση εφέσεως και μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, η υπό κρίση έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού Δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 16/03/2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……….., κατά της με αριθμό 1452/18-03-2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών) και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 09/07/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ