Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 457/2018

Αριθμός αποφάσεως 457/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτην, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

  1. Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. ………..) κατά της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 696 /2016 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει, κατά τα άρθρα 19, 144§1, 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 19 αντικατεστάθη διά του άρθρου 4§2 Ν. 3994 /2011), ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου αφ’ ενός ότι από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ούτε άλλωστε εκ μέρους των διαδίκων προβάλλεται ότι έχει προηγηθεί επίδοσις της εκκαλουμένης και αφ’ ετέρου ότι κατά την άσκησιν της εφέσεως δεν είχε παρέλθει τριετία από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης (βλ. ως προς την ως άνω καταχρηστική τριετή καταχρηστική προθεσμία. ΟλΑΠ 10 /2018, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 726280). Έχει δέ καταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε κατά τον χρόνον ασκήσεως της εφέσεως) προβλεπόμενον παράβολον (βλ. υπ’ αριθ. 183409 και 143410 σειράς Α’ έντυπα παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και 2472698 και 4148612 σειράς Α’ έντυπα παράβολα Δημοσίου). Πρέπει, επομένως, η έφεσις να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί ο εις αυτήν περιεχόμενος λόγος ως προς το παραδεκτόν και τη βασιμότητα του (άρθρα 522 και 533§1 ΚΠολΔ).
  2. Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……… ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών εζήτησεν την ακύρωση της υπ’ αριθ. ……… εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως και της υπ’ αριθ. ……. Δ’ επαναληπτικής περιλήψεως του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….., διά των οποίων ο καθ’ ού η ανακοπή προέβη στην κατάσχεση και επέσπευσε αναγκαστικό πλειστηριασμό του δι’ αυτών περιγραφομένου ακινήτου εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. 95 /2011 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Επί της ως άνω ανακοπής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 696 /2018 απόφασις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας η ανακοπή απερρίφθη ως μή νόμιμος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ανακόπτων, ο οποίος ζητεί την εξαφάνισίν της και την παραδοχήν της ανακοπής.

III.           Κατά το άρθρον 933 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πρό της αντικαταστάσεως αυτού διά του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 Ν. 4335 /2015 και είναι εδώ εφαρμοστέο, δεδομένου ότι η επίδοσις της επιταγής προς εκτέλεσιν έγινε προ της 1-1-2016 (άρθρον ένατον παρ. 3 Ν. 4335 /2015), ο καθ’ ού η εκτέλεσις δύναται να προβάλλει αντιρρήσεις αφορώσες στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, την διαδικασίαν της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτησιν εντός των εκ του άρθρου 934 ΚΠολΔ οριζομένων προθεσμιών. Αίτημα της ανακοπής αυτής είναι η ακύρωσις συγκεκριμένης πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως (βλ. ΑΠ 5309 /2017 και 1077 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ 661187). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1019§1 ΚΠολΔ, εφ’ όσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός εντός έτους από της επιβολής αυτής ή αναπλειστηριασμός εντός έξι μηνών από του πλειστηριασμού, η κατάσχεσις ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, διά αποφάσεως του ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου αυτή επεβλήθη, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 686επ. ΚΠολΔ. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος οφείλει να σταματήσει πάσαν περαιτέρω ενέργειαν και να ζητήσει την εγγραφή σχετικής σημειώσεως στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους, αφ’ ότου δημοσιευθεί η απόφασις. Διά της συγκεκριμένης διατάξεως εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατασχέσεως, εφ’ όσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει εντός του δι’ αυτής καθοριζομένου χρονικού διαστήματος, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, την αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, ο οποίος ενδεχομένως αδρανεί, και την αποτροπή της μακροχρόνιας δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτου. Η ανατροπή της κατασχέσεως δεν αποτελεί μορφή ανίσχυρου ή δικονομικής ακυρότητος, που προϋποθέτουν ελαττωματικότητα της διαδικαστικής πράξεως, αλλά συνιστά τρόπον περατώσεως της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως χωρίς πλειστηριασμό, προϋποθέτει δε έγκυρη κατά πάντα αναγκαστική κατάσχεση (βλ. Ιωάννου Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεση, Β’ Έκδοση, Ε’ Τόμο Ε’, §660). Δεν επέρχεται δέ αυτοδικαίως αλλά απαγγέλλεται διά δικαστικής αποφάσεως του ειρηνοδικείου του τόπου της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία είναι αμετάκλητη, εκδίδεται δέ κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομο συμφέρον και κυρίως του καθ’ ού η εκτέλεσις οφειλέτη ή του τρίτου κυρίου του ενυπόθηκου ακινήτου (άρθρο 933§1 ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, το οποίο διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνον την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου και, εφ’ όσον συντρέχει η προϋπόθεσις της παρελεύσεως του νομίμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να την διατάξει. Άμεση συνέπεια της εκδιδομένης αποφάσεως, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και επιφέρει τα αποτελέσματα της από της εκδόσεως της, είναι η κατάργησις της εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότης των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, εάν τυχόν γίνει, πάσχει δικονομικώς, εφόσον έγινε καθ’ όν χρόνον δεν υπήρχε πλέον η κατάσχεσις. Επομένως, μέχρι της εκδόσεως της προαναφερομένης αποφάσεως η κατάσχεσις, οι έννομες συνέπειες αυτής και γενικώς η επακολουθήσασα διαδικασία δεν θίγονται (βλ. ΑΠ 1531 /1995, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 187639 και ΑΠ 236 /1994, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 129220).

  1. Στην προκειμένη υπόθεση ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητεί την ακύρωση των εις το κεφάλαιον «II» του παρόντος σκεπτικού αναφερομένων πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως διά τον προβαλλόμενο λόγον ότι είχε ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 23-6-2014 αίτηση διά ανατροπήν της ανακοπτομένης αναγκαστικκής κατασχέσεως επί τη βάσει του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, δηλαδή λόγω παρόδου έτους από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως άνευ διενεργείας πλειστηριασμού, η οποία αίτηση εξεδικάσθη την 27-6-2014, δίχως κατά τον χρόνον ασκήσεως της ανακοπής να έχει εκδοθεί επ’ αυτής απόφασις. Ο μοναδικός, ωστόσο, ούτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η μη διενέργεια του πλειστηριασμού εντός έτους από της επιβολής της δεν αποτελεί λόγον ακυρώσεως της αναγκαστικής κατασχέσεως αλλά λόγον ανατροπής αυτής, η οποία, όπως εξετέθη εις την ανωτέρω νομική σκέψη, δεν επέρχεται αυτοδικαίως αλλά απαγγέλλεται διά διαπλαστικής δικαστικής αποφάσεως, η οποία, όμως, δεν έχει αναδρομική δύναμη αλλά αναδίδει τις συνέπειες της από της δημοσιεύσεως αυτής. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι εξ αρχής συνωμολογήθη υπό του ανακόπτοντος και προκύπτει άλλωστε διά των εκατέρωθεν προσκομιζομένων εγγράφων ότι η ημερομηνία ασκήσεως (επιδόσεως) της ανακοπής (2α Ιουλίου 2014) ήτο ταυτόσημος προς την ημερομηνία ορισμού της διενεργείας του αναγκαστικού πλειστηριασμού, ο οποίος και πράγματι έγινε επί τη βάσει της ανακοπτομένης εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως κατά την ως άνω ημερομηνίαν, όπως προκύπτει διά της υπ’ αριθ. …….. εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού (και κατακυρώσεως) ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. …… Επομένως, εφ’ όσον κατά τον χρόνον διενεργείας του ως άνω πλειστηριασμού δεν είχε εισέτι εκδοθεί απόφασις περί ανατροπής της κατασχέσεως (εξεδόθη εις μεταγενέστερον χρόνον η υπ’ αριθ. 234 /24-7-2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς περί ανατροπής της αναγκαστικής κατασχέσεως) δεν εθίγη η μέχρι εκείνου του σημείου διεξαχθείσα διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως. Συνακολούθως, υπό τα ως άνω δεδομένα εκκαλουμένη, αφού στην ίδια κρίση κατέληξε και απέρριψε την ανακοπή ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε αλλά ορθώς τον νόμο εφήρμοσε, οι αντίθετοι δέ ισχυρισμοί του ανακόπτοντος (εκκαλούντος), οι οποίοι συγκροτούν τον μοναδικό λόγον εφέσεως και βάσει των οποίων η ανακοπή έπρεπε να γίνει δεκτή, διά τον λόγον ότι είχε ασκηθεί προ της διενεργείας του πλειστηριασμού υπό την αίρεση της ανατροπής της κατασχέσεως, είναι απορριπτέοι. Πρέπει ως εκ τούτου η έφεσις να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρον 495§4εδ.στ’ ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος αυτού, να επιβληθεί εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 191 §2 και 183 ΚΠολΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. ….. ….) έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 696 /2016 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του εις το σκεπτικό αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη εν εκτάκτω και δημοσία συνεδριάσει εντός του ακροατηρίου του άνευ παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών την 12ην Ιουλίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ