Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 461/2018

Αριθμός αποφάσεως 461/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ

  1. Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. /…..) και οι υπ’ αριθ. καταθ. ………..3 πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά της αντιμωλία κατά την ειδικήν διαδικασίαν περί πιστωτικών τίτλων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 2063 /2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επαναφέρονται νομίμως προς συζήτησιν διά των υπ’ αριθ. καταθ. ………. αντιστοίχων κλήσεων των εκκαλουσών. Έχουν δέ η έφεσις και οι πρόσθετοι λόγοι [οι εξ αυτών περιεχόμενοι εντός της πρώτης σελίδος έως και (πρώτης, δευτέρας και τρίτης παραγράφων) της πέμπτης σελίδος του δικογράφου των προσθέτων λόγων ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 19, 144§§1-3, 495επ., 511επ., 518§1, 520§§1-2, 591§1 και 644 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 19 αντικατεστάθη διά του άρθρου 4§2 Ν. 3994 /2011)], δεδομένου ότι: α) η εκκαλουμένη επεδόθη στους εκκαλούντες την 9η Σεπτεμβρίου 2011 και η έφεσις κατετέθη στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 10ην Οκτωβρίου 2011 (ημέρα Δευτέρα) και β) το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αφορά εις κεφάλαια της εκκαλουμένης, τα οποία έχουν προσβληθεί διά της εφέσεως, ενώ αντίγραφο του ως άνω δικογράφου επεδόθη προς την εφεσίβλητον την 25η Νοεμβρίου 2013 (πρό τριάκοντα τουλάχιστον ημερών από της συζητήσεως της υποθέσεως). Επομένως, πρέπει η έφεσις και οι πρόσθετοι λόγοι (κατά το αμέσως ως άνω σκέλος αυτών) να γίνουν τυπικώς δεκτή και δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και την βασιμότητα των επί μέρους λόγων αυτών (άρθρα 522 και 533§1 ΚΠολΔ), διατασσομένης της συνεκδικάσεως προς επιτάχυνσιν της διεξαγωγής της δίκης και μείωσιν των εξόδων (άρθρα 246 και 524§1 ΚΠολΔ). Όμως, ο τελευταίος πρόσθετος λόγος εφέσεως ο περιεχόμενος εντός της τετάρτης παραγράφου της πέμπτης σελίδος (συνεχιζούσης εις την έκτη σελίδα) του δικογράφου των προσθέτων λόγων, διά του οποίου προβάλλεται αιτίασις περί της εκδόσεως της επιστηριξάσης την ανακοπτομένην διαταγήν πληρωμής τραπεζικής επιταγής υπό εκδότου διαφορετικής από την πρώτην ανακόπτουσαν, εις βάρος και της οποίας εξεδόθη η διαταγή πληρωμής, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος αφ’ ενός, διότι δεν συνέχεται προς τους λόγους του δικογράφου της εφέσεως και αφ’ ετέρου επειδή εν τοις πράγμασιν επιχειρείται ανεπιτρέπτως το πρώτον εις δεύτερον βαθμόν η διά του δικογράφου των προσθέτων λόγων εφέσεως προβολή νέων λόγων ανακοπής μη προταθέντων εις πρώτον βαθμόν διά του δικογράφου της ανακοπής (πρβλ. ΑΠ 660 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 372297).
  2. Διά της υπ’ αριθ. καταθ. …….. ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς
    Πρωτοδικείου Πειραιώς αι πρώτη και τρίτη ανακόπτουσαι και ο δεύτερος ανακόπτων και ήδη πρώτη και τρίτη εκκαλούσαι και δεύτερος εκκαλών εζήτησαν την ακύρωσιν της υπ’ αριθ. ……../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη βάσει της εν αυτή αναφερομένης τραπεζικής επιταγής και διά της οποίας αι και ο ως άνω διάδικοι υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν στην καθ’ ης (εφεσίβλητον) το εν αυτή αναφερόμενον χρηματικόν ποσόν. Επί της ανακοπής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2063 /2011 απόφασις του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διά της οποίας η ανακοπή απερρίφθη ως αόριστος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη αι ανακόπτουσαι και ο ανακόπτων και διά τους εν τη εφέσει και τω δικογράφω των προσθέτων λόγων εμπεριεχόμενους λόγους ζητούν την εξαφάνισιν αυτής και την παραδοχή της ανακοπής.

III.  Κατά το άρθρο 585§2 ΚΠολΔ (όπως η δευτέρα παράγραφος αυτού είχε
αντικατασταθεί διά του άρθρου 18§1 Ν. 2915 /2001 και το δεύτερον εδάφιον αυτής είχε αντικατασταθεί διά του άρθρου 11 Ν. 3043 /2002), το οποίον εφαρμόζεται και επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 ΚΠολΔ), το έγγραφον της ανακοπής πλήν των διά των άρθρων 118 έως 120 ΚΠολΔ αναφερομένων στοιχείων πρέπει να αναφέρει και τους λόγους αυτής. Νέοι λόγοι ανακοπής δύνανται να προταθούν μόνον διά προσθέτου δικογράφου κατατιθεμένου στην γραμματεία του δικαστηρίου της ανακοπής, κάτωθι του οποίου συντάσσεται έκθεσις, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες προ της συζητήσεως. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία εκάστου δικογράφου και τους αποτελούντες την ιστορικήν βάσιν αυτής λόγους. Δηλαδή, πρέπει να προσδιορίζονται δι’ αυτού μετά σαφήνειας και πληρότητος οι ελλείψεις (διαδικαστικές ή ουσιαστικές), εκ των οποίων δικαιολογείται η ακύρωσις της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής. Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών επάγεται το απαράδεκτον της ανακοπής λόγω αοριστίας. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,12§1,14, 22 και 28 Ν. 5960 /1933 «περί επιταγής» προκύπτει ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, αφού η αιτία εκδόσεως της δεν αποτελεί στοιχείον της επιταγής, ο δέ κομιστής, ασκών αγωγή διά πληρωμή, δεν έχει υποχρέωση να επικαλεσθεί και αποδείξει την αιτίαν εκδόσεως της αλλά ο καλούμενος εις πληρωμήν οφειλέτης δύναται να προβάλει κατά του κομιστού ότι η πληρωμή αυτής οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό του, διότι ο λόγος της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεώς της εξέλιπε ή ήτο ανύπαρκτος ή ελαττωματικός, και ούτως να ελευθερωθεί. Τους ισχυρισμούς διά έλλειψιν υποκείμενης αιτίας, ο εκδότης της επιταγής δύναται να προτείνει τόσο έναντι του αμέσως μετ’ αυτού συνδεομένου όσον και κατά των υπόλοιπων δικαιούχων από την επιταγή. Περαιτέρω, διά του άρθρου 22 Ν. 5960 /1933 ορίζεται ότι κατά του νομίμου κομιστού της επιταγής δεν δύνανται τα εξ αυτής ευθυνόμενα πρόσωπα να προτείνουν ενστάσεις στηριζόμενες στις προσωπικές σχέσεις αυτών μετά του εκδότου ή των προηγουμένων κομιστών, εκτός εάν ο κομιστής κατά την κτήσιν της επιταγής ενήργησε «εν γνώσει» προς βλάβην του οφειλέτη, εάν δηλαδή ο κομιστής γνώριζε το γεγονός της ανυπαρξίας ή ελαττωματικότητος της εσωτερικής (βασικής) έννομης σχέσεως μεταξύ του εκδότου και των προηγουμένων κομιστών και απέκτησε την επιταγή, διά να τον εμποδίσει να αντιτάξει κατ” αυτού τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του προηγουμένου κομιστού και ούτως να επιτευχθεί η πληρωμή του τίτλου, η οποία άνευ της τοιαύτης μεταβιβάσεως δεν επρόκειτο να επιτευχθεί (βλ. ΑΠ 1555 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 625822). Διά της διατάξεως αυτής καταλαμβάνονται οι ουσιαστικές ενστάσεις. Η αρχή του απροβλήτου αυτών στοχεύει στην εδραίωση της πίστεως των πιστωτικών τίτλων και στην ανάπτυξη της κυκλοφορίας τούτων. Αμφότερα τα ανωτέρω στοιχεία της γνώσεως και της βλάβης (μόνη η γνώση της υπάρξεως των ενστάσεων δεν αρκεί) πρέπει να αναφέρονται κατά την προβολή της αντιστοίχου ενστάσεως, η οποία δύναται να συνιστά και λόγον ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Εν αντιθέτω περιπτώσει ο λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. ΑΠ 298 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 519478, ΜονΕφΠειρ 257 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 700852 και ΜονΕφΑΘ 84 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 686139). Εν τέλει, βάσει της και εις την περί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής δίκην ισχυούσης αρχής της συζητήσεως (άρθρα 106 και 585§1 ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, οι οποίες δεν προετάθησαν διά της ανακοπής ή του δικογράφου των προσθέτων λόγων (βλ. ΑΠ 845 /1992, ΕλλΔνη 35: 354).

  1. Εις την προκείμενην περίπτωσιν, αι πρώτη και τρίτη ανακόπτουσαι και ο δεύτερος ανακόπτων κα ήδη πρώτη και τρίτη εκκαλούσαι και δεύτερος εκκαλών διά της ενδίκου ανακοπής, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου αυτής, ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι η καθ’ ης η ανακοπή είναι κομίστρια της επίδικης τραπεζικής επιταγής εκ ποσού 25.000 ευρώ, βάσει της οποίας εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, β) ότι η εν λόγω επιταγή εξεδόθη υπό της πρώτης εις διαταγήν του δευτέρου, ο οποίος ακολούθως την μεταβίβασε στην τρίτη εξ αυτών, προς εξασφάλισιν προσωπικού δανείου δοθέντος υπό του τότε δημάρχου Περάματος ………. προς τον Γυμναστικό Σύλλογον Περάματος αποκλειστικώς εντός του πλαισίου δεσμεύσεως του ως άνω μη διαδίκου τέως δημάρχου περί εξασφαλίσεως οικονομικής ενισχύσεως προς τον ανωτέρω Σύλλογο, η οποία, όμως, τελικώς δεν εχορηγήθη, γ) ότι ουδεμίαν συναλλαγή είχαν μετά της αντιδίκου αυτών, την οποία δεν γνωρίζουν, και δ) ότι συνακολούθως, ενώ δεν οφείλουν το χρηματικόν ποσόν της επιταγής, η καθ’ ης επιδιώκει να το εισπράξει και να γίνει ούτως πλουσιωτέρα εις βάρος της περιουσίας αυτών άνευ νομίμου αιτίας. Υπό το ως άνω περιεχόμενον η ανακοπή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι ουδόλως γίνεται επίκληση διά του δικογράφου αυτής, όπως έπρεπε κατά τα εις την προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσης εκτεθέντα, ότι η καθ’ ης η ανακοπή, ως κομίστρια της επίδικης τραπεζικής επιταγής, κατά τον χρόνο κτήσεως της επιταγής αφ’ ενός εγνώριζε την ανυπαρξία οφειλής των αντιδίκων της προς αυτήν και αφ’ ετέρου ενήργησε προς βλάβην αυτών, δηλαδή ότι διά της αποκτήσεως του συγκεκριμένου αξιογραφικού τίτλου είχε σκοπό να επιτευχθεί η είσπραξη του, η οποία διαφορετικώς ήτο αδύνατη, στοιχεία τα οποία είναι θεμελιωτικά διά το επιτρεπτόν, κατ” άρθρον 22 Ν. 5960/1933, της προβολής της ως άνω ενστάσεως, η οποία δεν αφορά εις προσωπικές σχέσεις των ανακοπτουσών και ανακόπτοντος μετά της καθ’ ής (τελευταίας κομιστρίας της επιταγής). Εν όψει τούτων, η εκκαλουμένη, εφ’ όσον εις την αυτήν κρίσιν κατέληξε και απέρριψε την ανακοπήν ως αόριστον, δεν έσφαλε αλλά ορθώς τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, οι αντίθετοι δέ ισχυρισμοί των αντιδίκων της καθ’ ής, οι οποίοι περιέχονται στα δικόγραφα της εφέσεως και των προσθέτων λόγων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξ άλλου, ο υπό των ανακοπτουσών και ανακόπτοντος διά της τελευταίας (τετάρτης) παραγράφου της πέμπτης σελίδος (συνεχιζούσης εις την έκτην σελίδα) του δικογράφου των προσθέτων λόγων προβαλλόμενος νέος ισχυρισμός, κατά τον οποίον τόσον η αίτησις της καθ’ ής η ανακοπή όσον και η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής παρουσιάζουν πλημμέλειες αναφορικώς προς την επωνυμία της πρώτης εξ αυτών (διά αιτιάσεως ότι έχουν υποβληθεί και εκδοθεί αντιστοίχως κατά της πρώτης ανακοπτούσης, η οποία, όμως, τυγχάνει διαφορετικόν πρόσωπον από την εκδότριαν της επιστηριξάσης την διαταγήν πληρωμής τραπεζικής επιταγής εταιρείαν) και συνεπώς έπρεπε το πρωτοβάθμιο Δικαοτήριον δι’ αυτεπαγγέλτου ενεργείας να ακυρώσει ένεκα τούτου την διαταγήν πληρωμής, είναι, ως προανεφέρθη, απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι το δικαστήριο, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτεθέντα, δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, οι οποίες δεν προετάθηκσν διά της ανακοπής ή διά δικογράφου προσθέτων λόγων ανακοπής. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η έφεσις και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως εν συνόλω και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας εις βάρος των εκκαλουσών και εκκαλούντος λόγω της ήττης αυτών (άρθρα 191 §2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον εν τω διατακτικώ οριζόμενα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Απορρίπτει την (ενώπιον της Γραμματείας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκηθείσαν) υπ’ αριθ. καταθ. …….. έφεσιν και τους (ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου κατατεθέντες) υπ’ αριθ. καταθ. …….. προσθέτους λόγους εφέσεως κατά της αντιμωλία κατά την ειδικήν διαδικασίαν περί πιστωτικών τίτλων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 2063 /2011 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας πιστωτικών τίτλων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντος και εκκαλούσης την δικαστικήν δαπάνην του εφεσίβλητου, την οποίαν ορίζει εις τετρακόσια (400) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριο του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 13ην Ιουλίου 2018.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΕΤΕΥΣ