Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 463/2018

 Αριθμός    463/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ….) έφεση της ανακόπτουσας των από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) και από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) ανακοπών και η από 24-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ………..) έφεση του καθού των παραπάνω ανακοπών κατά της με αριθμό 2332/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς το οποίο συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω ανακοπές κατά την τακτική διαδικασία έχουν ασκηθεί στις 24-11-2017 και στις 28-11-2017 αντίστοιχα, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο καθού η ανακοπή –εκκαλούν στις 30-10-2017 (βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. επί της εκκαλουμένης) και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον όσον αφορά την από 15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου  που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. Οι εφέσεις, είναι παραδεκτές, πρέπει να γίνουν  τυπικά δεκτές  και αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους να εξεταστούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Η εκκαλούσα της από 15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης με την από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………..) ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητούσε  για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους να κηρυχθούν ανενεργοί, άλλως να ακυρωθούν οι αναφερόμενοι στην ανακοπή χρηματικοί κατάλογοι που συντάχθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Βύρωνα, να κηρυχθούν ανενεργές, άλλως να ακυρωθούν οι αναφερόμενες στην ανακοπή ταμειακές βεβαιώσεις που εκδόθηκαν σε βάρος της από την Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, να κηρυχθεί ανενεργή άλλως να ακυρωθεί η αναφερόμενη στην ανακοπή ατομική ειδοποίηση προ κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων χρεών που εκδόθηκε σε βάρος της από τη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού καθώς και να καταδικαστεί το καθού στην δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω με την από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) ανακοπή της ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, η ανακόπτουσα ζητούσε να κηρυχθούν ανενεργές άλλως να ακυρωθούν άλλως να μεταρρυθμιστούν η αναφερόμενη στην ανακοπή έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας και η πράξη καθορισμού χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας  καθώς και να καταδικαστεί το καθού στην δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω ανακοπές τις έκανε εν μέρει δεκτές μεταρρυθμίζοντας τις παραπάνω πράξεις κατά το ποσό των 51.000 ευρώ κατά το οποίο μειώνονταν η οφειλή της ανακόπτουσας κατά κεφάλαιο και επέβαλλε σε βάρος του καθού τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 200 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις η εκκαλούσα – ανακόπτουσα και το εκκαλούν – καθού η ανακοπή για κακή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και η μεν εκκαλούσα ανακόπτουσα να γίνουν δεκτές στο σύνολό τους οι ασκηθείσες ανακοπές το δε εκκαλούν – καθού οι ανακοπές να απορριφθούν οι ανακοπές ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες, καθώς και να καταδικαστούν αμφότεροι οι εκκαλούντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των αντιδίκων τους.

Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ. η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Εξάλλου, το άρθρο 85 παρ. 1 τον Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ/γμα 356/1974), ορίζει: “Επί δικών τον παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν Οικονομικών”. Κατά δε το άρθρο 5 §§ 1,2 του Δ/τος της 26 Ιουνίου 10 Ιουλίου 1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”: Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών … γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας …Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητας αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητος δε στις λοιπές, τόσον στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητος και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ (βλ. Α.Ε.Δ. 27/2004, Ολ. Α.Π. 34/1988,ΑΠ 1274/2014.  Α.Π. 1515/2010, 126/2012, 1801/2012, 1570 και 1571/2013). Έτσι κατά τους ορισμούς και την έννοια του άρθρου 5 του από 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 δ/τος “περί Κώδικα των Νόμων για δίκες του Δημοσίου” που δεν καταργήθηκε, ως ειδικό, και ισχύει και μετά την εφαρμογή του ΚΠολΔ, μόνο οι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου και επομένως και της κλήσης για συζήτηση που γίνονται προς τον Υπουργό των Οικονομικών παράγουν έννομες συνέπειες. Τούτο ισχύει και όταν ακόμη το Δημόσιο εκπροσωπείται από άλλο Υπουργό ή από το Δ/ντή του Ταμείου ή άλλο οιοδήποτε κρατικό όργανο. Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται διπλή κοινοποίηση προς τον Υπουργό Οικονομικών και στο όργανο που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπροσωπεί το Δημόσιο. Αλλιώς δεν υπάρχει νόμιμη κλήση και επομένως όταν το καλούμενο Δημόσιο δεν παρίσταται δεν μπορεί να γίνει νόμιμη συζήτηση της υποθέσεως αφού δημιουργείται απαράδεκτο που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1083/2013 αδημ). Περαιτέρω στη δίκη, που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 § 1 ν.δ. 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ (η οποία μπορεί να ασκείται και κατά του νομίμου τίτλου, όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης) ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι’ αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμα του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ, νόμιμο τίτλο προς εκτέλεση για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελεί: α) η νόμιμη βεβαίωση, που εκδίδεται από τις αρμόδιες Αρχές στο Δημόσιο Ταμείο (Δ.Ο.Υ.) για τον προσδιορισμό του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται, ανεξάρτητα από το αν αυτό οφείλεται ευθέως από το νόμο ή από σύμβαση, β) η οφειλή, που αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα και γ) η πιθανολογούμενη κατά την έννοια του άρθρου 347 ΚΠολΔ οφειλή. Επίσης, νόμιμο τίτλο αποτελεί και η πράξη καταλογισμού (ταμειακή βεβαίωση) χρηματικού ποσού σε βάρος του διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, απ’ αυτόν δε (τον τίτλο), με την συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, έτσι ώστε σε περίπτωση αμφισβήτησης αυτού από τον οφειλέτη να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο. (ΑΠ 434/2015, ΑΠ 1898/2014, ΑΠ 2284/2009). Περαιτέρω, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 ΚΕΔΕ η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή, μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 § 1 ΚΕΔΕ, στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του ΚΕΔΕ σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποιήσεως, εν όψει, ιδίως, της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη (ΣτΕ 3214/1999). Βλάβη με την ανωτέρω έννοια τελικά δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται με τα αναγκαία δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που αυτά γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με οποιοδήποτε τρόπο με ή χωρίς αίτησή του αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους κατά της οφειλής ισχυρισμούς του (ΑΠ 394/2017 , ΑΠ 1247/2015). Επίσης  κατ΄ άρθρο 73 παρ. 1 του ν. δ. 356/1974 περί «ΚΕΔΕ» η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτη ασκείται α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ. Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτηση του κατ΄ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός αυτής δεν έχει ανατεθεί εις δικαστήρια ή εις διοικητικές επιτροπές αποφαινόμενες μετά δυνάμεως δεδικασμένου. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι η ανακοπή προς ακύρωση ατομικής ειδοποιήσεως που έστειλε η αρμόδια υπηρεσία του Δημοσίου (ΔΟΥ) στον ανακόπτοντα να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, λόγω μη εκπληρώσεως εκ μέρους του των εκ συγκεκριμένης συμβάσεως υποχρεώσεών του (καταβολή των συμφωνηθέντων μισθωμάτων), μπορεί να στηριχθεί στον ουσιαστικό λόγο της αμφισβήτησης της αξίωσης του Δημοσίου, ή της υπηρεσίας για λογαριασμό της οποίας βεβαιώθηκε το σχετικό χρέος. Και τούτο, διότι ο ανακόπτων επέχει, καταρχήν, θέση εναγομένου και ο καθού ενάγοντος, έτσι ώστε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή (ΑΠ 904/2005  ΕλλΔνη 2008.454). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. Α.Κ. σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 4 παρ.7 του ν. 2238/94 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος”, προκύπτει ότι ο υπόχρεος έναντι του Δημοσίου προς καταβολή φόρου για εισόδημα που αποκτά από την εκμίσθωση ακινήτου, όπως είναι και ο εκμισθωτής αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 20 του άνω ν.2238/94, μπορεί να εκχωρήσει προς το Δημόσιο τα μη εισπραχθέντα από αυτόν μισθώματα, στην καταβολή των οποίων υποχρεούται ο μισθωτής, με σχετική δήλωση του που υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., παραδίδοντας συγχρόνως σ’ αυτόν τα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαιτήσεως έγγραφα. Από της δηλώσεως αυτής του εκχωρητού, συνοδευομένης με βεβαίωση του ιδίου ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαιτήσεως έγγραφα, το Δημόσιο ως εκδοχέας της εκχωρούμενης απαιτήσεως υποκαθίσταται ως προς την απαίτηση αυτή στα δικαιώματα του εκχωρητού, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτουμένης, κατά την ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή διάταξη του άνω άρθρου 4 παρ.7 του ν. 2238/94, αναγγελίας της εκχωρήσεως προς τον εκχωρούμενο οφειλέτη, η δε εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο που εισπράττεται από τον εκχωρούμενο οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.. Στον εκχωρούμενο οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω ιδιωτικής φύσεως εκχωρηθείσης απαιτήσεως, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά τα άρθρα 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε., η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583- 585 Κ.Πολ.Δ.. Με την ανακοπή αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε αντιρρήσεως, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νομίμου τίτλου και της απαιτήσεως, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθού η ανακοπή Δημόσιο (ΑΠ 645/2017 ΕΠολΔ 2017.676, Α.Π. 1245/2010). Εξάλλου, οι διαχειριστικές πράξεις που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας τους και με τις οποίες δεν επιδιώκουν την ικανοποίηση δημόσιου σκοπού ή τη θεμελίωση δημόσιου συμφέροντος, αλλά στηρίζονται σε διαχειριστικά κριτήρια, δεν απαιτούν για την εγκυρότητα της έκδοσής τους την προηγούμενη άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 20 παρα.2 του Συντάγματος δικαιώματος ακρόασης, ούτε την προβλεπόμενη από το άρθρο 17 του ΚΔΔ/σίας (ν.2690/1999) αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται το ακυρώσιμο αυτών από τα αρμόδια διοικητικά όργανα (ΑΠ 2094/2017 , ΑΠ1626/2010,1002/2003). Επίσης κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 Κ.Πολ.Δ., η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δίκαιο που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννομες συνέπειες. Δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή η απόφαση που εκδίδεται τέμνει τη διαφορά, όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής και η έκταση αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται προς το δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 959/1985). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 330 Κ.Πολ.Δ. “το δεδικασμένο εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν καθώς και σ’ εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί ν’ ασκηθεί και με κύρια αγωγή”. Μεταξύ των ενστάσεων, οι οποίες καλύπτονται από το δεδικασμένο, παρότι δεν προτάθηκαν, αν και ήταν δυνατόν να προταθούν, είναι και οι καταχρηστικές ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται σε απλά πραγματικά γεγονότα, τα οποία κατά νόμο δεν θεμελιώνουν αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να αποτελέσει τη βάση ξεχωριστής αγωγής, αλλά εμποδίζουν τη γέννηση του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος ή καταργούν αυτό, και επομένως χρησιμεύουν μόνο προς απόκρουση αυτού (ΑΠ. 1222/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 601 του ΑΚ, ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά από αυτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να ερευνάται, αν o εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του μισθίου. Αποτελεί δε παράνομη παρακράτηση υπό την έννοια της ως άνω διάταξης, η γενόμενη χωρίς δικαίωμα από το νόμο, τη σύμβαση ή δικαστική απόφαση, ενώ εκτός των ανωτέρω, ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει για την παρακράτηση αυτή του μισθίου και την αποκατάσταση κάθε άλλης περαιτέρω ζημίας, κατά τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας του οφειλέτη (ΑΚ 343 επ. 335) και των θετικών παραβάσεων της σύμβασης (ΑΚ 343 επ. 335), η οποία έχει ως προϋπόθεση το πταίσμα του μισθωτή, που τεκμαίρεται και την ανυπαρξία του οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, και αποδείξει ο τελευταίος, για να απαλλαγεί. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ, αποκαθίσταται και το διαφυγόν κέρδος του εκμισθωτή, δηλαδή εκείνο, που θα αποκόμιζε με πιθανότητα, κατά τη συνήθη (κανονική) πορεία των πραγμάτων, αν ο μισθωτής απέδιδε το μίσθιο αμέσως μετά τη λήξη της μίσθωσης. Τέτοιο δε διαφυγόν κέρδος αποτελεί και το υψηλότερο από το καταβαλλόμενο, ως “αποζημίωση χρήσης”, μίσθωμα, που αποδεδειγμένα θα λάμβανε ο εκμισθωτής εκμισθώνοντας σε άλλον το μίσθιο. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτή υποχρέωση σε βάρος του μισθωτή για την παράβαση της υποχρέωσής του να αποδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή κατά τη λήξη της μίσθωσης (ΑΚ 599 παρ. 1). Κατά συνέπεια η στηριζόμενη στο άρθρο 601 ΑΚ αξίωση αποζημίωσης του εκμισθωτή, που γεννιέται από την επόμενη ημέρα λήξης της μίσθωσης και διαρκεί μέχρι την ημέρα αποδόσεως της κατοχής του μισθίου, αποτελεί μετενέργεια της μισθωτικής σύμβασης (ΑΠ 229/2012 ΝοΒ 2012.1780, Α.Π. 1815/2007, ΑΠ 1470/2009, 1842/2008) 229/2012

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν – καθού οι ανακοπές  ισχυρίζεται ότι οι ασκηθείσες ανακοπές ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη και αφορούσε δίκη που προβλέπεται από τον Κ.Ε.Δ.Ε. έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτες καθόσον τα παραπάνω δικόγραφα δεν είχαν επιδοθεί τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών όσο  και στους αρμόδιους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ.. Όμως όσον αφορά την από16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) ανακοπή η οποία στρέφονταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενο από τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ Βύρωνα και Κορυδαλλού, όπως αποδεικνύεται από  τις με αριθμούς ……. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. και την με αριθμό …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., η ως άνω ανακοπή επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα πριν την  πρώτη συζήτηση της υπόθεση τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών όσο και στους ανωτέρω προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ..  Επίσης, όσον αφορά την από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……….) ανακοπή η οποία στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενο από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Νίκαιας, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών …. και ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… η ως άνω ανακοπή επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα πριν την  πρώτη συζήτηση της υπόθεση τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών όσο και στον  ανωτέρω προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.. Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω με σχετικό λόγο αμφότερων των ανακοπών  η εκκαλούσα – ανακόπτουσα επικαλείται ακυρότητα των τίτλων δυνάμει των οποίων επισπεύδεται η σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση για τον λόγο ότι δεν υπήρχε προηγούμενη ακρόασή της από τους αρμόδιους υπαλλήλους που τους εξέδωσαν , είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη πρόκειται για διαχειριστικές πράξεις δεν απαιτούν για την εγκυρότητα της έκδοσής τους την προηγούμενη άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 20 παρα.2 του Συντάγματος δικαιώματος ακρόασης. Ακόμη, όσον αφορά τους λόγους ανακοπής που αναφέρονται στο ελάχιστο περιεχόμενο των προσβαλλόμενων τίτλων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα υπέστη βλάβη αφού πριν την λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής είχε την δυνατότητα να λάβει γνώσει των αναγκαίων εγγράφων που προσδιορίζουν την οφειλή του, όπως και τελικά έλαβε γνώση ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους κατά της οφειλής ισχυρισμούς του. Ακόμη όσον αφορά τον λόγο ανακοπής περί της ακυρότητας της ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων χρεών του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Νίκαιας λόγω έλλειψης υπογραφής του αρμοδίου υπαλλήλου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον, καθόσον πρόκειται για μηχανογραφημένο δελτίο το οποίο φέρει το όνομα του εκδόντος υπαλλήλου (………..) χωρίς να αμφισβητείται η γνησιότητά του. Επίσης όσον αφορά τον λόγο ανακοπής που αναφέρεται σε χρέος που βεβαιώθηκε στις 13-7-2007 και μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης ατομικής ειδοποίησης χρεών στις 10-9-2012 είχε παρέλθει πενταετία κα ήδη είχε παραγραφεί, ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η παραγραφή αρχίζει από την λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο βεβαιώθηκε το χρέος ήτοι στην  προκειμένη περίπτωση από την 31-12-2007 οπότε κατά τον χρόνο έκδοσης του  προαναφερόμενου τίτλου, το ως άνω χρέος δεν είχε ακόμη παραγραφεί. Ακόμη η εκκαλούσα ανακόπτουσα με σχετικό λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι η επίσπευση σε βάρος της  αναγκαστικής εκτέλεσης είναι καταχρηστική, διότι αντίκειται στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον έπρεπε πρώτα να αναγνωρισθεί δικαστικά η εγκυρότητα των εκτελεστών τίτλων και κατόπιν, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως της, να επακολουθήσει η εκτέλεση και επομένως ακύρως επισπεύδεται εναντίον της η αναγκαστική εκτέλεση. Ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα παραπάνω περιστατικά και αν ακόμα είναι αληθινά δεν επαρκούν ώστε να θεωρηθεί ότι καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, την άσκηση του δικαιώματος των καθ ων, να επιδιώξουν δηλαδή την αναγκαστική εκτέλεση του εκτελεστού τους τίτλου προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους, δεδομένου ότι εφόσον υφίστατο ο εκτελεστός τίτλος δεν απαιτούνταν και έκδοση δικαστικής απόφασης για την εγκυρότητά του και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά του καθού η ανακοπή αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Εξάλλου η προβαλλόμενη καταχρηστικότητα δεν συνδέεται με ορισμένη συμπεριφορά του καθού, η οποία, συνδυαζόμενη με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν να δημιούργησε στην ανακόπτουσα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα συνεχισθεί η αναγκαστική εκτέλεση και ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου της, έτσι ώστε η συνέχιση της εκτέλεσης, λόγω της μεταβολής της στάσης του επισπεύδοντος, να προκαλέσει μη αναμενόμενες και μη ανεκτές δυσμενείς συνέπειες για τον οφειλέτη, και να επιφέρει έτσι ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπλέον η επιλογή του ακινήτου που κατασχέθηκε σε σχέση με την ισοδύναμη αξία έτερου ακινήτου της ανακόπτουσας, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του επισπεύδοντος. Περαιτέρω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που περιέχονται στην δικογραφία αποδεικνύονται, σχετικά με το ποσό των 72.000 ευρώ που περιέχεται στην προαναφερόμενη ατομική ειδοποίηση χρεών, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 31-8-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης που συνήφθει μεταξύ του  Δημητρίου Επισκόπου και της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, ο παραπάνω συμβληθείς (………) εκμίσθωσε στην τελευταία ένα ακίνητο- κατάστημα που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού …….. προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την στέγαση επιχείρησης εστιατορίου- ψησταριάς. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για δώδεκα έτη ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 3.000 ευρώ. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εκμισθωτής, με την από 17-7-2007 (αριθ. εκθ. καταθ. …….. αγωγή του ενώπιον του μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατήγγειλε την παραπάνω μίσθωση  και δυνάμει της με αριθμό 4855/2008 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου η οποία ως εκ του χρόνου δημοσίευσής της (29-10-2008) έχει καταστεί τελεσίδικη,  ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να αποδώσει το επίδικο μίσθιο και να καταβάλει στον εκμισθωτή τα μισθώματα που αντιστοιχούσαν  στους μισθωτικούς μήνες από Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο το έτους 2007. Στη συνέχεια ο εκμισθωτής, προέβει σε αναγκαστική εκτέλεση της παραπάνω απόφασης και δυνάμει της με αριθμό ……. έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… απέβαλε την ανακόπτουσα από το μίσθιο. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εκμισθωτής με τις από 30-12-2008 και 10-11-2009 δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων ακινήτων, εκχώρησε στο καθού η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα τα δικαιώματά του για την είσπραξη των μισθωμάτων για το επίδικο μίσθιο που αφορούσε συνολικά το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 31-12-2008 συνολικού ύψους 72.000 ευρώ επισυνάπτοντας και τα κατεχόμενα απ΄αυτό έγγραφα που αποδείκνυαν τη απαίτησή του και το ποσό αυτό το καθού το καταλόγισε ως δημόσιο έσοδο σε βάρος της ανακόπτουσας. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της ανακόπτουσας για ελαττώματα του μισθίου που αφορούν τους  μισθωτικούς μήνες από Δεκέμβριο του έτους 2006 έως και Ιούλιο το έτους 2007 καλύπτονται ήδη από το δεδικασμένο της με αριθμό 4855/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και απαραδέκτως προβάλλονται στην παρούσα δίκη. Επιπλέον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη τα οφειλόμενα μισθώματα μετά την καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης και για όσο χρόνο παρακρατούσε το μίσθιο, αποτελούν μετενέργεια της μισθωτικής σχέσης δεδομένου ότι το παραπάνω εισόδημα (αποζημίωση  χρήσης) υπόκειται σε φορολογία (ΣτΕ 1017/2017) και συνεπώς νομίμως ο εκμισθωτής νόμιμα εκχώρησε την παραπάνω αξίωσή του στο καθού η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο. Ενόψει των παραπάνω η οφειλή της ανακόπτουσας από την εκχώρηση μισθωμάτων για τα έτη 2007 και 2008 ανέρχονταν στο ποσό των 72.000 ευρώ και οι προσβαλλόμενοι με τις ανακοπές εκτελεστοί τίτλοι ήταν έγκυροι για το σύνολο της οφειλής που βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτές τις ανακοπές και μεταρρύθμισε τα οφειλόμενα ποσά που αναγράφονταν στου ανακοπτόμενους εκτελεστούς τίτλους, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων απορριπτομένων  ως αβασίμων των λόγων της από 15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης και γενομένου δεκτού ως κατ΄ ουσίαν βασίμου του σχετικού λόγου έφεσης της από 24-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) έφεσης. Συνακόλουθα, αφού γίνει  δεκτή η από 24-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεση ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν οι από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) και από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) ανακοπές ως αβάσιμες. Επίσης τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν  (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ) και επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου από την καταθέσασα εκκαλούσα στο Δημόσιο Ταμείο κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) έφεση και την από 24-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεση.

Δικάζοντας επί της από15-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεσης.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους του βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την  εισαγωγή του παραβόλου από την καταθέσασα εκκαλούσα στο Δημόσιο Ταμείο.

Δικάζοντας επί  της από 24-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 2332/2017 οριστική απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει κατ’ουσίαν επί των από 16-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) και από 27-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) ανακοπών.

Απορρίπτει τις ως άνω ανακοπές.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της  πληρεξουσίας Δικηγόρου της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-υπό στοιχ Β εφεσίβλητης και της Δικαστικής Αντιπροσώπου ΝΣΚ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτου-υπό στοιχ Α εκκαλούντων

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ