Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 465/2018

Αριθμός     465/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή   Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 17-11-2016 (γεν.αριθμ.καταθ…….)  κλήση των εναγόντων η από 6-5-2015 (αριθμ.καταθ……..)  έφεσή τους κατά των εναγομένων ………., η συζήτηση της οποίας είχε ορισθεί αρχικώς για τη δικάσιμο της 19-11-2015 οπότε ματαιώθηκε και με την ως άνω κλήση προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 18-05-2017 οπότε αναβλήθηκε  για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3535/2014 οριστικής απόφασης  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ) κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρ.495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).Κατά την έννοια των άρθρων 1, 2 και 3 του Ν. 551/15 «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-20 και διατηρήθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 αυτού εργασιών ή επιχειρήσεων, θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, που δεν οφείλεται σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις εκτελέσεώς της (Ολ.ΑΠ 1287/86 ΕΕργΔ 46.73/ΕΕΝ 1986.471, ΑΠ 275/91 ΕΕργΔ 52.163, ΑΠ 1823/90 ΕΕργΔ 50.794, ΑΠ 1316/2000 ΕλλΔνπ 2002.413, ΑΠ 600/96 ΕλλΔνη 1999.117, Εφ.Αθ. 1758/2000 ΕλλΔνη 2000.818, Εφ.Αθ. 5095/99 ΕλλΔνη 1999.1602). Ως ατύχημα που επήλθε εξ αφορμής της εργασίας θεωρείται, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, και εκείνο που δεν αποτελεί μεν άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, που δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1085/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Εξάλλου κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 6 του ίδιου ως άνω νόμου, ο κύριος επιχειρήσεως του είδους που καθορίζεται στο νόμο αυτό (άρθρο 2), υποχρεούται, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του (αντικειμενική ευθύνη) και υπό τις εκεί διαγραφόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις, να καταβάλει την καθοριζόμενη στον ίδιο νόμο ειδική αποζημίωση για περιουσιακή ζημία (άρθρο 3 παρ. 5), στον εργάτη ή υπάλληλό του, που υπέστη βλάβη της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητάς του, συνεπεία ατυχήματος που επήλθε από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής της εργασίας του, σε περίπτωση δε θανάτου από την ίδια αιτία του παθόντος, στα καθοριζόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου, συγγενικά του πρόσωπα. Με την αξίωση αποζημιώσεως από τον ανωτέρω ειδικό νόμο, συρρέει κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του ίδιου νόμου και ευθύνη υποκειμενική του εργοδότη, κατά τις κοινές διατάξεις περί αδικοπραξίας του Α.Κ., όταν: α) υπάρχει δόλος του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή β) συντρέχει ειδική αμέλεια των προσώπων αυτών, σχετική με την παράβαση διατάξεων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας στην εργασία (Ολ.ΑΠ 26/95 ΕλλΔνη 1996.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 2000.1341, ΑΠ 451/83 ΕΕργΔ 42.844, Εφ.Ναυπλ. 414.2007 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος», Εφ.Αθ. 1758/2000 ΕλλΔνη 41.818, Εφ.Αθ. 5095/1999 ΕλλΔνη 40.1603), μπορεί, δε, κατά της αξιώσεως αποζημίωσης, να προταθεί ένσταση συνυπαιτιότητας του παθόντος, κατά το άρθρο 16 παρ. 4 του ίδιου νόμου, η οποία μπορεί να συνίσταται αποκλειστικά στη συνδρομή ειδικής αμέλειάς του, ως προς τη μη τήρηση εργασιακών όρων ασφαλείας και έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό κατά το ήμισυ της οφειλόμενης αποζημιώσεως (Εφ.Ναυπλ. 414/2007 τνπ νομος) . Περαιτέρω, ο παθών επί εργατικού ατυχήματος, επιλεκτικά δικαιούται να αξιώσει κατά του κυρίου της επιχείρησης, είτε την περιορισμένη αποζημίωση, κατ` αποκοπή, του άρθρου 3 του Ν. 551/15 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 του Α.Κ., εφόσον όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών, σχετικά με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων ή μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, εφόσον δηλαδή το βίαιο συμβάν είναι συγχρόνως και αδικοπραξία, εκτός αν το ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα τρίτου προσώπου που δεν ταυτίζεται με τον εργοδότη (ΑΠ 1306/2003 ΕλλΔνη 46.80, ΑΠ 1602/98 ΔΕΝ 99.200, ΑΠ 1185/93 ΕΕργΔ 95.232, ΑΠ 270/88 ΕΕργΔ 89.381, Εφ.Αθ. 8648/99 ΕλλΔνη 2000.1405, Εφ.Αθ. 11534/91 ΕλλΔνη 1993.179). Εξ αυτών παρέπεται ότι ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, που συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας από αυτές τις αξιώσεις αποζημιώσεως (του κοινού δικαίου ή του Ν. 551/15) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 του ΑΚ, που αφορά τη διαζευκτική ενοχή. Όμως, δεν αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως, εφόσον δεν έχει γίνει η επιλογή αυτή, που είναι αμετάκλητη. Η επιλογή αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με την άσκηση της σχετικής αγωγής, είναι μονομερής, απευθυντέα, διαπλαστική δικαιοπραξία, ανεπίδεκτη αιρέσεως και προθεσμίας, είναι δε και αμετάβλητη ή αμετάκλητη, αφότου δηλαδή περιέλθει στο άλλο μέρος, δεν μπορεί να ανακληθεί μονομερώς από τον δικαιούχο και επιφέρει την ανάλωση των λοιπών αξιώσεων, που συρρέουν διαζευκτικά, αφού, κατά το άρθρο 307 του ΑΚ, με την επιλογή ή διαζευκτική ενοχή γίνεται απλή. Περαιτέρω, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ο παθών εργαζόμενος και σε περίπτωση θανάτου του τα μέλη της οικογενείας του δικαιούνται, ανεξάρτητα από την προαναφερθείσα αποζημίωση λόγω περιουσιακής ζημίας, είτε κατά τις ειδικές διατάξεις του Ν. 551/15 (αντικειμενική ευθύνη) είτε κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου (υποκειμενική ευθύνη) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αντίστοιχα, όταν υφίσταται αδικοπραξία, δηλαδή, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από τον τελευταίο είτε λόγω παραβάσεως του γενικού καθήκοντος προνοίας, το οποίο συνίσταται όχι μόνο στην υποχρέωση τήρησης από τον εργοδότη των ειδικών όρων ασφαλείας, που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων (ειδική αμέλεια), αλλά και στην υποχρέωση αυτού να τηρήσει τους όρους ασφαλείας, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη και την απαιτούμενη κατά τις συναλλαγές επιμέλεια.Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του τραυματισθέντος ή θανατωθέντος, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτού και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 876/2014, 19/2014, 412/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιο πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από την μη τήρηση των διατάξεων του άρθ. 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι “ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου”, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κ.λπ., αδικοπραξία  (ΑΠ 333/2017, ΑΠ 412/2008, ΑΠ 69/2007, ΑΠ 1600/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 284/2004 ΔΕΝ 60.1757, ΑΠ 1306/2003 ΕλλΔνη 46.80, ΑΠ 1102/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1235/2003 ΕλλΔνη 46.439, ΑΠ 1373/2002 ΝοΒ 2003.459, ΑΠ 1438/2002 ΝοΒ 2003.1036, Εφ.Πειρ. 929/2003 ΔΕΕ 2004.208).Από τις διατάξεις δε των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝΔ 2004.3), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β` του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009, ΑΠ 2247/2009, ΕφΠειρ 422/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα κατά τη διενέργεια υλικών κυρίως ενεργειών σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσον για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 845/2010 ο.π, ΑΠ 337/2010 ΧρΙΔ 2011.179, ΑΠ 331/2010, ΑΠ 1224/2008, ΑΠ 425/2007, ΑΠ 1507/2005, ΑΠ 306/2005, ΑΠ 957/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Δηλαδή ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στο προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της προστήσεως θέσεώς του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) έδωσε σ` αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλον σκοπόν των στη διάθεση του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος απετέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξεως (ΑΠ 316/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Η υποχρέωση του εργαζοµένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισµα της παραπάνω εξάρτησης, η οποία µπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόµενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστηµονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Το δικαίωµα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζοµένου, προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όµως, δεν εξαρτάται µόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθµιση της σχέσης του µε τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίµηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα µε τα είδος και τη φύση της εργασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες με την από 25- 09-2013 (αριθμ.καταθ. …..) αγωγή τους και κατ΄ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτής  και όπως το αγωγικό αίτημά της περιορίστηκε παραδεκτά με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν (άρθρ. 223, 224, 295, 297 ΚΠολΔ) εξέθεταν τα ακόλουθα : Ότι ο …….. αλβανός υπήκοος σύζυγος της πρώτης εξ αυτών και πατέρας των λοιπών, κάτοχος άδειας διαμονής και εργασίας στην Ελλάδα, ο οποίος απασχολείτο ως εργατοτεχνίτης σε αγροτικές και οικοδομικές εργασίες, στις 12-09-2009 μαζί με τον ομοεθνή του ……..,προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγομένη προστηθείσα του πρώτου εναγομένου, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έναντι του ειθισμένου ημερομισθίου, προκειμένου να ρίξει μια βάση στήριξης ηλιακού θερμοσίφωνα από το δώμα (ταράτσα) οικοδομής ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου που βρίσκεται στον Πόρο Τροιζηνίας και στη συνέχεια να τοποθετήσει πλακίδια σ΄αυτό. ΄Οτι την ίδια ημέρα κατόπιν εντολής της δεύτερης εναγομένης, συζύγου και προστηθείσας του πρώτου εναγομένου, στην προσπάθειά του να ρίξει μαζί με τον ως άνω ομοεθνή συνάδελφό του, την βάση στήριξης του ηλιακού θερμοσίφωνα από το δώμα της παραπάνω οικίας, σε όμορο οικόπεδο, παρασύρθηκε από το βάρος της με αποτέλεσμα την πτώση του ιδίου στο όμορο οικόπεδο και το θανάσιμο τραυματισμό του.

Ότι το παραπάνω ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα της δεύτερης εναγομένης η οποία επέβλεπε τους εργαζόμενους και τελούσε αυτή σε γνώση ότι θα απομάκρυναν την προαναφερόμενη βάση του ηλιακού θερμοσίφωνα από το δώμα της οικοδομής δια της ρίψης της σε όμορο οικόπεδο, κινδυνεύοντας να πέσουν και οι ίδιοι από το δώμα, στο οποίο δεν υπήρχαν περιμετρικό τοιχίο και κιγλιδώματα, ωστόσο ήλπισε ότι δεν θα επερχόταν από την ενέργειά τους αυτή, η πτώση και ο θάνατος του ………, επιπλέον δε, δεν έλαβε τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή μέτρα ασφαλείας (που προβλέπονται από τις διατάξεις των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας) για να αποτρέψει τον κίνδυνο πτώσης των εργαζομένων στο δώμα.

Ότι ο θανών σύζυγος της πρώτης ενάγουσας, ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος, 54 ετών, πιθανότατα θα ζούσε μέχρι τις 25-4-2033 (δηλαδή μέχρι 78 ετών), δαπανούσε κάθε μήνα για τη διατροφή της συζύγου του το ποσό των 250 ευρώ, το οποίο ήταν ανάλογο της οικογενειακής τους ζωής και της οικονομικής τους θέσης, καθόσον τα εισοδήματα από την εργασία του ανέρχονταν στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα απεκόμιζε και στο μέλλον. ΄Οτι η πρώτη ενάγουσα με βεβαιότητα θα λάμβανε το παραπάνω ποσό για χρονικό διάστημα 19 ετών και 4 μηνών (ήτοι από την επίδοση της αγωγής μέχρι τις 25-4-2033), το οποίο ανέρχεται συνολικά σε 58.000 ευρώ και πρέπει να της καταβληθεί εφάπαξ (λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας των εναγομένων), άλλως σε μηνιαίες δόσεις των 250 ευρώ η κάθε μία, καθόλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα.

Στη συνέχεια οι ενάγοντες εξέθεταν ότι από το θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου και πατέρα τους, ο οποίος τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την εκ δόλου προπεριγραφόμενη υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης, προστηθείσας του πρώτου εναγομένου, υπέστησαν ψυχική οδύνη για την αποκατάσταση της οποίας η εύλογη χρηματική ικανοποίηση ανέρχεται στο ποσό των 70.050 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των 40.050 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς (από τα οποία, ποσό 50 ευρώ ο καθένας επιφυλάσσονται να ζητήσουν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου).

Με βάση το ιστορικό αυτό,  οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι  με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να τους καταβάλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, επικουρικώς δε κατά το μέρος ευθύνης τους ο καθένας : α) ως αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος (στέρηση διατροφής) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 58.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι τις 25-4-2033,αλλά με ταυτόχρονη παροχή ασφαλείας ύψους 34.800 ευρώ (διατασσομένου δηλαδή του ασφαλιστικού μέτρου της εγγυοδοσίας)  και β) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 70.000 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα (σύζυγο του αποβιώσαντος) και το ποσό των 40.000 ευρώ σε καθένα από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων (τέκνα του αποβιώσαντος). Τέλος ζήτησαν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά των εναγομένων διάρκειας 3 μηνών και χρηματική ποινή ποσού 300 ευρώ, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφού α) απορρίφθηκε το αίτημα περί εφάπαξ καταβολής της αιτούμενης αποζημίωσης για στέρηση διατροφής της πρώτης ενάγουσας ως αόριστο, δεδομένου ότι δεν επικαλείται αυτή σπουδαίο προς τούτο λόγο, που να δικαιολογεί την εφάπαξ καταβολή (άρθρο 930 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ), β)  απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και γ) απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το επικουρικό αίτημα περί υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στους ενάγοντες, κατά το μέρος ευθύνης καθενός, αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος και χρηματική ικανοποίηση (καθόσον η ευθύνη των εναγομένων κατά τη διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ είναι εις ολόκληρον και η συγκεκριμενοποίηση του ποσοστού συνυπαιτιότητάς τους θα προκύψει στην κατ΄άρθρο 927 ΑΚ δίκη αναγωγής), κατά τα λοιπά έγινε δεκτή η αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη και απορρίφθηκε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα συμψηφίστηκαν μεταξύ των διαδίκων κατ΄άρθρο 179 ΚΠολΔ διότι θεωρήθηκε ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες- εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους.Σύμφωνα με το άρθρο 930 παρ. 1 ΑΚ η αποζημίωση των δύο προηγουμένων άρθρων (928,929), που αναφέρεται στο μέλλον, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η αποζημίωση μπορεί να επιδικαστεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αποζημίωση που αναφέρεται στο μέλλον, εκτός των άλλων, και για στέρηση εισοδήματος, καταβάλλεται κατά κανόνα σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Κατ` εξαίρεση δε, μπορεί το δικαστήριο, όταν το ζητήσει ο δικαιούχος και συντρέχει σπουδαίος λόγος, να την επιδικάσει σε κεφάλαιο εφάπαξ. Σπουδαίος λόγος υπάρχει, όταν συγκεντρωμένη η αποζημίωση μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημιώσεως ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου της αποζημιώσεως (ΑΠ 625/2010 ΝοΒ2011.303.ΑΠ 1073/2001 ΕλΔ 44.416, ΑΠ 1676/2000 ΕλΔ 42.1282). Εν κατακλείδι, όταν πρόκειται για ζημία μέλλουσα, προκειμένου η αποζημίωση να καταβληθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ, απαιτείται αίτηση του δικαιούχου, για το ορισμένο της οποίας πρέπει να εκτίθεται σαφώς ο “σπουδαίος λόγος” που δικαιολογεί την εφάπαξ καταβολή, άλλως απορρίπτεται (η αίτηση) ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (Εφ Πειρ 746/ 2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ , ΕφΑθ 14023/1988 αδημ., ΕφΚερκ 129/1983 Αρμ. 38/112). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες με την προαναφερόμενη αγωγή τους ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα, ως αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος (στέρηση διατροφής) το ποσό των 58.000 ευρώ εφάπαξ, άλλως το ποσό των 250 ευρώ σε μηνιαίες χρηματικές περιοδικές παροχές για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής μέχρι τις 25-4-2033.  Ωστόσο, το κύριο αίτημα για επιδίκαση  αποζημίωσης για τα μελλοντικά διαφυγόντα κέρδη, σε κεφάλαιο εφάπαξ, είναι απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο και άρα απαράδεκτο, διότι «το προκεχωρημένο της ηλικίας των εναγομένων» όπως αορίστως προβάλλεται από τους ενάγοντες δεν αποτελεί ορισμένο σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την εφάπαξ καταβολή, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε το ως άνω αίτημα ως αόριστο, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.Από τις  ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, από τις υπ΄αριθμ. ……. ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγόντων ενώπιον της Συμβ/ φου Καλαυρίας ……, ληφθείσες νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, από τις υπ΄αριθμ. ……. ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγομένων ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ……… ληφθείσες νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων,  από την επισκόπηση των φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρ.444 αρ. 3, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α` και 674 παρ. 2 εδ. α` του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 ΕλΔ 44.937, ΑΠ 969/2011, ΑΠ 822/2011. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μεταξύ αυτών και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σχετικής ποινικής δικογραφίας, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 12-9-2009 ο  …. αλβανός υπήκοος μετά από παράκληση της δεύτερης εναγομένης γειτόνισσάς του μετέβη στην οικία της που βρίσκεται στον Πόρο και ανήκει στην κυριότητα του πρώτου εναγομένου, προκειμένου να μεταφέρει κάποια πράγματα από το δώμα (ταράτσα) της οικίας στον πρώτο όροφο, μεταξύ των οποίων κάποια χαλιά και μια μικρή ντουλάπα καθώς και να κατεβάσει από εκεί στο ισόγειο κάποια σκόρπια πλακίδια και μια παλιά σιδερένια βάση στήριξης ηλιακού θερμοσίφωνα. Για να μεταφέρει δε όλα τα προαναφερόμενα αντικείμενα ζήτησε τη βοήθεια του ομοεθνούς του ….., συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατέρα των λοιπών. Πράγματι οι ανωτέρω μετέφεραν τα χαλιά και την μικρή ντουλάπα στον πρώτο όροφο της οικίας πλην όμως λόγω του ότι η ως άνω βάση του ηλιακού θερμοσίφωνα δεν μπορούσε να μεταφερθεί στο ισόγειο από το κλιμακοστάσιο της οικοδομής λόγω των διαστάσεών της (μήκος περίπου 2,2 μέτρα, ύψος 1,60 μ. , πλάτος 1,1 μ. και βάρος περίπου 15 κιλά), ο  ……. συνεννοήθηκε με τον ….. να την δέσουν με σχοινί και να την κατεβάσουν εξωτερικά από την μπροστινή πλευρά του κτιρίου της οικοδομής, αφού ο ίδιος μαζέψει τα σκόρπια πλακίδια. Όμως, λίγο πριν τις 11 π.μ. κατά τη διάρκεια που ο … μάζευε τα πλακίδια, αντιλήφθηκε ότι ο …….έσυρε τη σιδερένια βάση προς την άκρη του δώματος, στο όριο της οικίας των εναγομένων με το όμορο οικόπεδο του ……., έχοντας την πρόθεση να την ρίξει εντός αυτού. Αν και του φώναξε να περιμένει να την κατεβάσουν με σχοινί, ο …….είχε ήδη ωθήσει τη σιδερένια βάση κατά τέτοιο τρόπο ώστε μέρος αυτής να βρίσκεται στο κενό ανάμεσα στη μεσοτοιχία των όμορων ιδιοκτησιών και ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την κίνησή του για να τη ρίξει στο όμορο ακίνητο. Τότε ο ……. σηκώθηκε για να τον σταματήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή η βάση άρχισε να πέφτει παρασύροντας μαζί της στο κενό τον …., καθώς η μπλούζα που φορούσε είχε μπλεχτεί σε κάποιο σημείο του σιδερένιου ως άνω αντικειμένου. Για όλα δε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εκτός άλλων, κατέθεσε με σαφήνεια ο ίδιος ο ……. στην από 12-9-2009 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα.Η πτώση δε του …….από ύψος περίπου 9,5 μέτρων στο έδαφος, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί αυτός βαριές κακώσεις θώρακα και πολλαπλά κατάγματα σπονδυλικής στήλης εξαιτίας των οποίων επήλθε ο θάνατός του αυθημερόν στο Κέντρο Υγείας Γαλατά όπου διακομίσθηκε αμέσως μετά την πτώση του.Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στα πλαίσια αυτεπάγγελτης προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση τυχόν τέλεσης αξιόποινων πράξεων, ιδίως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια αναφορικά με το θάνατο του ……, δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγέλεα κατ΄άρθρο 43 παρ.2 του ΚΠοινΔ.Ενόψει όλων των προεκτεθέντων δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών είχε συνάψει οποιαδήποτε μορφή σύμβασης εργασίας με την δεύτερη εναγομένη προστηθείσα του πρώτου κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας  και ο θανάσιμος τραυματισμός του επήλθε συνεπεία δικής του αποκλειστικά ενέργειας και στην επέλευση του ατυχήματος δεν συνετέλεσε οποιαδήποτε αμέλεια των εναγομένων ήτοι παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους.Επομένως, σύμφωνα και  με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τους λόγους της έφεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμα και, ως εκ τούτου απορριπτέα.  Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, και οι ηττηθέντες εκκαλούντες να καταδικαστούν  στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας κατά το σχετικό περί τούτου αίτημα αυτών (άρθρα 176, 183, 191 § 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ αριθμ. 3535/ 2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών). ΚΑΙ

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ