Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 474/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 474/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 3593/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 666 επ. του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της εφεσίβλητης – ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας – ασκηθείσα από 29.12.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..)  αγωγή του, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτόν διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών από μεταξύ τους καταρτισθείσες άτυπα συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση των οποίων απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητα του ναύτη, σε πλοία, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει, αφετέρου δε υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει, τα επίσης ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω απόφαση ποσά, πλέον τόκων, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16.5.2016  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….)  προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς ναι μεν η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 16.5.2016, ήτοι μετά την 1η.1.2016, πλην όμως, η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, πριν από την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 25.9.2015, βλ.σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 εισέτι αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, που αφορά στην προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης του άρθρου 564 παρ.3 του ΚΠολΔ], προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 25.9.2015, κατά τα προεκτεθέντα, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο ενάγων με την ανωτέρω αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε (με την εν μέρει μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό διά προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους κονδύλια, τα οποία αφορά, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του) ζήτησε α) ν’υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια των επιβατηγών, οχηματαγωγών, ακτοπλοϊκών πλοίων «ΠΕ», «Η6» και «ΝΧ.», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.821,05 ευρώ, και β) ν’αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η ίδια, υπό την αυτή ως άνω ιδιότητά της, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.758,12 ευρώ, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλονται σ’αυτόν, λόγω της απασχόλησής του στα ανωτέρω πλοία, υπό την ειδικότητα του ναύτη, στα οποία επιβιβάσθηκε και ανέλαβε υπηρεσία σε εκτέλεση καταρτισθέντων κάθε φορά μεταξύ τους προσυμφώνων συμβάσεων ναυτολόγησης, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.3.2012 έως 30.4.2013 και από 4.6.2013 έως 14.1.2014 στο πρώτο των εν λόγω πλοίων, από 28.3.2014 έως 10.4.2014 και από 15.4.2014 έως 27.8.2014 στο δεύτερο εξ αυτών, και από 11.4.2014 έως 14.4.2014 στο τρίτο πλοίο αντίστοιχα, αντί  των καθοριζομένων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα των πλοίων αυτού του είδους αποδοχών και όρων, πλην  του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο εργάσθηκε στο πρώτο των ανωτέρω πλοίων, κατά το οποίο συμφωνήθηκε να αμοίβεται με «κλειστό» μηνιαίο μισθό, 1) ως διαφορές αμοιβής του για υπερωριακή εργασία του, παρασχεθείσα επί των πλοίων αυτών κατά τα επίσης εκτιθέμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, 2) ως συμφωνηθείσα με την εργοδότριά του πάγια αμοιβή του, περιλαμβανόμενη στον «κλειστό» μηνιαίο μισθό του, για υπερωριακή απασχόλησή του, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο στο πρώτο των ανωτέρω πλοίων εκτελέσθηκαν εργασίες συντήρησης και επισκευής, 3) ως προβλεπόμενη στο νόμο πρόσθετη αμοιβή του για την απασχόλησή του στο ίδιο πλοίο στη  φορτοεκφόρτωση και έχμαση οχημάτων, καθώς και 4) ως διαφορές επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2013 και 2014, τα οποία αναλογούν στα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία διήρκεσαν οι αντίστοιχες σχέσεις εργασίας του εντός των ετών αυτών, όπως κάθε επιμέρους αξίωση ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διά της παρόδου της κατά νόμο προβλεπομένης δήλης ημέρας καταβολής του, άλλως από τις 30.4.2013, τις 14.1.2014, τις 10.4.2014, τις 14.4.4014 και τις 27.8.2014 όταν και απολύθηκε αναφορικά με τις απαιτήσεις της αντίστοιχης χρονικής περιόδου εργασίας του, και επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κυρίως μεν λόγω των σχετικών εργασιακών συμβάσεών του, άλλως επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις για την περίπτωση, που οι εν λόγω συμβάσεις κριθούν για οποιονδήποτε λόγο άκυρες εν όλω ή εν μέρει. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 666 επ. του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ) η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως νόμιμη, ως προς αμφότερες τις βάσεις, στις οποίες θεμελιώνονται οι αξιώσεις του ενάγοντος, στη συνέχεια έγινε αυτή δεκτή κατά ένα μέρος ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.180,68 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία έκαστο των επιμέρους κονδυλίων, που το αποτελούν, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.038,67 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, έχοντας έννομο συμφέρον προς τούτο, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του περί της εν μέρει απόρριψης της αγωγής, να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση  ως προς τα κεφάλαια, ως προς τα οποία πλήττεται, και τον βλάπτουν λόγω της μερικής παραδοχής τους (δηλαδή ως προς τις αξιώσεις του α) για διαφορές αμοιβής της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας του, με την ειδικότητα του ναύτη, στα ανωτέρω πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης, στα οποία απασχολήθηκε σε εκτέλεση προσυμφώνων σύμβασης ναυτολόγησης, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, πλην του χρονικού διαστήματος από 28.3.2014 έως 10.4.2014, ως προς το οποίο η αγωγή του έγινε δεκτή και κατ’ουσίαν, β) για συμφωνημένη, πάγια, μηνιαία αμοιβή του για υπερωριακή απασχόλησή του, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο διενεργούντο εργασίες επισκευής στο πλοίο «ΠΕ», στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, και γ) για διαφορές των αναλογούντων στα χρονικά διαστήματα, που εργάσθηκε στα εν λόγω πλοία, επιδομάτων εορτών των ετών 2013 και 2014, βάλλοντας ειδικότερα κατά των παραδοχών της εκκαλουμένης, αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, ενώ ως προς το κεφάλαιο, που αφορά την πρόσθετη αμοιβή του για την φορτοεκφόρτωση και έχμαση οχημάτων στο πλοίο «ΠΕ», ως προς το οποίο επίσης έγινε δεκτή η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, κατόπιν ομολογίας της εναγομένης, η απόφαση δεν προσβάλλεται, ούτως ώστε η ως άνω αγωγή του να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τις αντίστοιχες αξιώσεις του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 39, 53 και 54 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης μέλους πληρώματος καταρτίζεται με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη του πλοίου ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, αφορά δε την εργασία του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο. Για να συντελεσθεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται, επιπλέον, η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο και η ανάληψη των καθηκόντων του. Αν η σύμβαση δεν καταχωρηθεί στο ναυτολόγιο είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν απ’ αυτή, μεταξύ του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, κατά την οποία συμφωνείται να επιβιβαστεί αυτός στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα και δεν απαιτείται γι’αυτή η τήρηση τύπου (βλ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 27.278, ΕφΠειρ 619/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝ 2002. 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος,  σελ. 297-299). Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314,ΜονΕφΠειρ 50/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Ενόψει των ανωτέρω, ούτε η συμφωνία περί καταβολής αμοιβής για συγκεκριμένο αριθμό ωρών υπερωριακής απασχόλησης («κλειστές υπερωρίες») κωλύει τη διεκδίκηση εκ μέρους του ναυτικού του συνόλου της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία, όταν ο πραγματικός χρόνος υπερωριακής απασχόλησής του υπερβαίνει τον συμφωνηθέντα με τη σύμβαση «κλειστό» αριθμό υπερωριών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 31.345. ΕφΠειρ 53/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ. 892/2002 ΕΝΔ 30.437). Περαιτέρω με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21 /1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ.Α. 182), ορίζεται ότι “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’όσον ήθελον κυρωθή δι αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του (ΜονΕφΠειρ 285/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008,275, ΕφΠειρ.1132/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005,425, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝΔ 1991 226, ΕφΠειρ 844/1994 ΝομΝαυτΤμΕφ-Πειρ 1994-1995 451).  Κατά το κρίσιμο (αγωγικό) χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 1η.1.2013 έως και την 27η.8.2014, τις πάσης φύσης αποδοχές  των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων ρύθμιζε η από 31.3.2011 ΣΣΝΕ του έτους 2011, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1070/31.5.2011), η αντίστοιχη ΣΣΝΕ του έτους 2013, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, υπογράφηκε στις 6.6.2013, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), καθώς και η αμέσως επόμενη του έτους 2014, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, υπογράφηκε στις 8.8.2014, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2011) ρύθμιζε τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων αυτών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από την 1η.1.2013 έως τις 26.8.2013 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2013 Υπουργική Απόφαση), η δεύτερη (του έτους 2013) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 26.8.2013 έως 24.6.2014 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η τρίτη κατά σειράν (του έτους 2014) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 24.6.2014 έως 27.8.2014 (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΔ 1988/1128 = ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/429). Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, η ισχύς των Σ.Σ.Ν.Ε. για τους τρίτους, αρχίζει  απ` τη δημοσίευση στο ΦΕΚ των Υπουργικών Αποφάσεων, που τις κυρώνουν έστω και εάν σ’αυτές καθορίζεται προγενέστερος χρόνος έναρξης της ισχύος τους (ΜονΕφΠειρ 371/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Σημειωτέον ότι στις τελευταίες Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014) αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1η.1.2013 και την 1η.1.2014 αντίστοιχα, όμως, ανεξαρτήτως του εάν οι διάδικοι είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψή τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των προαναφερθεισών Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.), που τις κύρωσαν (γιατί οι ανωτέρω κανονιστικές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δε μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω έλλειψης σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, βλ. ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895). Ειδικότερα, ενόψει του ότι με τη Σ.Σ.Ν.Ε. παράγονται όχι μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις ενοχικού χαρακτήρα (που αναφέρονται στις σχέσεις των ίδιων των συμβαλλόμενων οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών), αλλά, κατά συνταγματική εξουσιοδότηση (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται κανόνες που εφαρμόζονται αναγκαστικά και άμεσα στις σχέσεις τρίτων μη συμβαλλομένων προσώπων (δηλαδή ρυθμίζουν τις ατομικές εργασιακές σχέσεις), δεν μπορεί να έχουν αυτές (Σ.Σ.Ν.Ε.) αναδρομική ισχύ, γιατί, ο κανόνας δικαίου ισχύει για το μέλλον και μόνον ειδική διάταξη νόμου μπορεί να παράσχει στα συμβληθέντα μέρη την εξουσία της αναδρομικής ρυθμίσεως, όμως, όπως προεκτέθηκε, τέτοια νομοθετική διάταξη δεν υφίσταται, κατά συνέπεια τέτοιος όρος στις Σ.Σ.Ν.Ε. (περί αναδρομικής ισχύος) δεν τυγχάνει εφαρμογής (πρβλ. ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000 967 και βλ. Α. Καρδαρά ΔΕΕ 2008 σελ. 447). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της εν λόγω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 της ιδίας ΣΣΝΕ εξευρίσκεται δια της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Επίσης,από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β` 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, ο.π.) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των», κατά δε το άρθρο 63, «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 137 του ως άνω Κανονισμού: «1. Το προσωπικόν Καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας. β) ο Υπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον. γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος. δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος. Εις ην περίπτωσιν υπηρετούν πλείονες του ενός, τα καθήκοντα αυτών ορίζονται υπό του Πλοιάρχου. ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων. στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. 3. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ».

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος ……….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της εναγομένης, εξετασθέντων μαρτύρων ……….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. … αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, γ) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού σημειωθεί ότι επιτρεπτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο οι περιεχόμενοι στις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης προτάσεις του εκκαλούντος ισχυρισμοί του, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση αναφέρονται στους λόγους της έφεσής του και στην αγωγή του, καθόσον εν προκειμένω, ναι μεν στο κείμενο των προτάσεών του της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης έχουν περιληφθεί αυτούσιες οι προτάσεις του, που κατατέθηκαν στον πρώτο βαθμό, πλην όμως δεν πρόκειται περί ενσωμάτωσης των πρωτοδίκως κατατεθεισών προτάσεων, ώστε οι αναφερόμενοι σ’αυτές ισχυρισμοί του να μη ληφθούν υπόψη, ως επαναφερθέντες στην έκκλητη δίκη απαραδέκτως, καθώς τοιουτοτρόπως δημιουργήθηκε ένα ενιαίο κατά περιεχόμενο κείμενο, το οποίο καλύπτεται από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εφεσίβλητης, που διαλαμβάνονται στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της απορριπτομένων ως αβασίμων: Δυνάμει προσυμφώνου εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου …….. ναυτικού φυλλαδίου, την 1η.3.2012, στον Πειραιά, και της εναγομένης, ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού -οχηματαγωγού πλοίου (Ε/Γ-Ο/Γ) με την ονομασία «ΠΕ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., ολικής χωρητικότητας 1.801,52 κόρων, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του ναύτη στο ως άνω πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε συνεχώς μέχρι τις 30.4.2013, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Στη συνέχεια ο ενάγων, με νέο προσύμφωνο ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε με την εναγόμενη στον Πειραιά στις 4.6.2013, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ίδια ειδικότητα, στο  ανωτέρω πλοίο, στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς μέχρι και τις 14.1.2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολόγησής του επίσης «με αμοιβαία συναίνεση». Ακολούθησε νέα ναυτολόγηση του ενάγοντος στις 28.3.2014 στον Πειραιά με την ίδια ειδικότητα, σε εκτέλεση ωσαύτως καταρτισθέντος την ίδια ημέρα μεταξύ αυτού και της εναγομένης σχετικού προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο (Ε/Γ-Ο/Γ) με την ονομασία «H6», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., ολικής χωρητικότητας 3.948,76 κόρων, επίσης πλοιοκτησίας της ανωτέρω ναυτιλιακής εταιρίας, στο οποίο και απασχολήθηκε έκτοτε, ασκώντας καθήκοντα νυκτοφύλακα, συνεχώς μέχρι και τις 10.4.2014, και ενώ καθόλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα εκτελούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, όταν και απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά, κατόπιν κοινής συμφωνίας του με τον πλοίαρχο, ενόψει επικείμενης μετάθεσής του στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο (Ε/Γ-Ο/Γ) με την ονομασία «ΝΧ» με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., ολικής χωρητικότητας 8.125 κόρων, επίσης πλοιοκτησίας της εναγομένης.  Στη συνέχεια ο ενάγων, και πάλι δυνάμει προσυμφώνου σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης στον Πειραιά στις 11.4.4014, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν υπό την ίδια ειδικότητα στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι και τις 14.4.2014, και ενώ σ’αυτό εκτελούντο καθόλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα εργασίες επισκευής, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολόγησής του με αμοιβαία συναίνεση. Τέλος, ο ενάγων στον Πειραιά στις 15.4.2014 κατήρτισε με την εναγόμενη προσύμφωνο σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε αυθημερόν, και πάλι  με την ίδια ειδικότητα, στο προαναφερθέν πλοίο «H6», στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς ως μέλος του πληρώματός του μέχρι και τις 27.8.2014, όταν και απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολόγησής του, κατόπιν κοινής συμφωνίας του με τον πλοίαρχο του πλοίου αυτού. Τα ανωτέρω,  τα οποία, άλλωστε προκύπτουν και από το αντίστοιχο τμήμα του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της περί της βασιμότητάς τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Επίσης με τις προαναφερθείσες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμφωνήθηκε, επίσης προφορικά, μεταξύ των διαδίκων ότι ο ενάγων θα λαμβάνει, κατά τη διάρκειά τους για τη σχετική απασχόλησή του, το μισθό, τα επιδόματα και τις πάσης φύσης αποδοχές, που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας των μελών των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, που αφορούν την ειδικότητα του ναύτη, με την οποία προσλήφθηκε, πλην των χρονικών διαστημάτων απασχόλησής του στο  πλοίο «ΠΕ», κατά τα οποία συμφωνήθηκε ότι θα λαμβάνει «κλειστό» μηνιαίο μισθό, συνολικού ποσού 3.232,01 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονταν, τόσο πάγια αμοιβή για υπερωρίες Κυριακών και καθημερινών, ποσού 334,74 ευρώ, όσο και, επίσης πάγια, αμοιβή υπερωριών Σαββάτων και αργιών, ποσού 455,57 ευρώ, ενώ κατά τα λοιπά οι όροι της εργασιακής του σχέσης θα καθορίζονταν από τα προβλεπόμενα στις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί άτυπης συμφωνίας των διαδίκων αμοιβής του ενάγοντος με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός», η οποία (συμφωνία) είναι έγκυρη, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο, δεν προσβάλλεται από τον ενάγοντα με την κρινόμενη έφεσή του, ο οποίος διεκδικεί με την αγωγή του αμοιβή για τις ώρες, που, κατά τους ισχυρισμούς του, πράγματι εργάσθηκε υπερωριακά στο πλοίο αυτό, η οποία, όμως, υπερβαίνει τη συμφωνηθείσα. Πρέπει μάλιστα να λεχθεί ότι παρότι στην εκκαλουμένη δε γίνεται ρητή μνεία ότι στις «κλειστές» μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος περιλαμβάνεται και μηνιαία «κλειστή» αμοιβή του για υπερωρίες, εντούτοις είναι προφανές ότι υιοθετείται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το ζήτημα αυτό ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός, διότι γίνεται δεκτό ότι ο «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ανωτέρω ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.232,01 ευρώ, όπως επικαλείται και ο ενάγων στην αγωγή του, το οποίο, όμως, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’αυτήν, αποτελούσε το άθροισμα επιμέρους ποσών αμοιβής του για διάφορες αιτίες, μεταξύ των οποίων και της πάγιας αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση, παρότι  τα επιμέρους αυτά ποσά, τα οποία συνθέτουν το συγκεκριμένο συνολικό ποσό, που κρίθηκε ότι συμφωνήθηκε να λαμβάνει παγίως ο ενάγων ως μηνιαίες αποδοχές του, σε αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας του, και τα οποία στην αγωγή παρατίθενται αναλυτικά, δεν αναφέρονται ρητά και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα από τους διαδίκους, διαρκουσών των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, αρχικά οι όροι της εργασίας του καθορίζονταν από την από 31.3.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011), ενώ, στη συνέχεια, από την 26η.8.2013 και στο εξής μέχρι την αποναυτολόγησή του (14.1.2014) από το συγκεκριμένο πλοίο, αυτοί καθορίζονταν από την από 6.6.2013 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β’ 2079/26.8.2013). Αποδείχθηκε επίσης ότι το πλοίο «ΠΕ» κατά τις περιόδους ναυτολόγησης σ’αυτό του ενάγοντος, και συγκεκριμένα κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.3.3012 έως 30.4.2013 και από 4.6.2013 έως 14.1.2014 (πλην του χρονικού διαστήματος από 11.1.2013 έως και 28.2.2013, κατά το οποίο βρισκόταν ακινητοποιημένο στο ναυπηγείο για τη διενέργεια σ’αυτό εργασιών επισκευής) εκτελούσε πλόες σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο τακτικών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, και συγκεκριμένα ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Πειραιάς – Αγκίστρι – Αίγινα – Αγκίστρι – Πειραιάς, πραγματοποιώντας καθημερινά τρία τέτοια (κυκλικά) ταξίδια, συνολικής διάρκειας 12-13 ωρών, εκτός από την Παρασκευή ή την Κυριακή, κατά τις οποίες πραγματοποιούσε το τρίτο δρομολόγιο της ημέρας με προορισμό τον Πόρο, όπου και διανυκτέρευε, με ενδιάμεσες προγραμματισμένες στάσεις την Αίγινα και τα Μέθανα, και με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά την επόμενη ημέρα με τις αυτές στάσεις στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τις Τρίτες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος εκτελούσε ένα επιπλέον δρομολόγιο (το τέταρτο) από τον Πειραιά στη Δραπετσώνα, όπου επιβιβάζονταν σ’αυτό βυτιοφόρα οχήματα με καύσιμα, και τελικό προορισμό την Αίγινα, με ενδιάμεση στάση το Αγκίστρι, μετ’επιστροφής, για τον εφοδιασμό των πρατηρίων των εν λόγω νησιών, αναμένοντας στην Αίγινα μετά τον κατάπλου συνήθως επί δίωρον, χωρίς απασχόληση των ναυτών στο μεσοδιάστημα, μέχρι να ολοκληρωθεί η διανομή των καυσίμων στα εκεί πρατήρια και να επιβιβασθούν και πάλι σ’αυτό τα οχήματα για να μεταφερθούν στη συνέχεια, ομού μετά των οχημάτων, που επιβιβάζονταν και στο Αγκίστρι, στη Δραπετσώνα, όπου άπαντα αποβιβάζονταν, με αποτέλεσμα, κατά τις ημέρες αυτές, η συνολική διάρκεια των δρομολογίων, που πραγματοποιούσε, από τον πρώτο απόπλου του από το λιμένα του Πειραιά μέχρι τον τελικό κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, μετά την ολοκλήρωση των ημερήσιων πλόων του, να ανέρχεται σε 14-15 ώρες. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο ήταν επίσης ναυτολογημένοι άλλοι τέσσερις (4) ναύτες, συνολικά πέντε (5), ήτοι ένας (1) επιπλέον των προβλεπομένων στην οργανική του σύνθεση τεσσάρων (4) θέσεων της συγκεκριμένης ειδικότητας, εκτελώντας, ως μέλος του πληρώματος της υπηρεσίας καταστρώματος, τα καθήκοντα, που του ανέθετε κάθε φορά ο ναύκληρος, υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του οποίου τελούσε. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι σε καθημερινή βάση η εργασία του άρχιζε περίπου 1,5 ώρα προ του απόπλου του πλοίου από τον Πειραιά, συμμετέχοντας στην εν γένει προετοιμασία του για αναχώρηση, στη διαδικασία της επιβίβασης σ’αυτό οχημάτων και προσώπων, στην έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στον ειδικό χώρο στάθμευσης του πλοίου, καθώς και, ομού μετά των λοιπών μελών του πληρώματος, στην απόδεση και άπαρση του πλοίου. Κατά δε τη διάρκεια του πλου ένας εκ των ναυτών επωμιζόταν καθήκοντα πηδαλιούχου και ένας ακόμη πραγματοποιούσε περιπολίες σε όλους τους χώρους αυτού, ελέγχοντας για τον εντοπισμό τυχόν εστίας φωτιάς, ενώ οι υπόλοιποι ναύτες δεν απασχολούντο συνεχώς σε κάποια συγκεκριμένη εργασία, ει μη μόνον κατά διαστήματα σε γενικές εργασίες καθαρισμού του πλοίου, μέχρι τον κατάπλου στο επόμενο λιμάνι, όταν και άπαντες συνέδραμαν στην πρόσδεση του πλοίου, καθώς και στην αποεπιβίβαση επιβατών και οχημάτων, και στην έχμαση των άρτι επιβιβασθέντων οχημάτων, ενώ μετά τον απόπλου χρέη πηδαλιούχου και αρμόδιου πυρασφάλειας εκτελούσαν δύο (2) άλλοι ναύτες εναλλάξ. Σημειωτέον ότι εργασίες συντήρησης του πλοίου και μικροεπισκευών δεν εκτελούντο από τους ναύτες κατά τη διάρκεια του πλου, κατόπιν σχετικών υποδείξεων και οδηγιών της εναγομένης, που αντιτίθετο σ’αυτό, λόγω της παρουσίας των επιβατών, ενώ η απασχόλησή του κατόπιν της άφιξης του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, μετά το πέρας όλων των ημερησίων δρομολογίων του, διαρκούσε κατά μέσο όρο 30 λεπτά, όταν και αποβιβαζόταν μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών, αλλά και τον όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών.  Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι ο ενάγων προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, εργαζόταν, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, κατ’εντολήν του πλοιάρχου και του ναύκληρου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που, εμμέσως πλην σαφώς, συνομολογεί και η ίδια η εναγόμενη, όπως συνάγεται ιδίως από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας του, που προσκομίζονται, και αφορούν στα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο αυτό, από τους οποίους προκύπτει ότι του καταβάλλονταν, ανελλιπώς  και σταθερά, από την εργοδότριά του διάφορα χρηματικά ποσά για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες». Αμφισβήτηση, όμως, εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης, όσον αφορά την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησής του, και το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή απαίτησής του.  Ειδικότερα, ο μεν ενάγων ισχυρίζεται ότι εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως, ενώ τις Τρίτες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία είχε ναυτολογηθεί στο εν λόγω πλοίο (εκτός του χρονικού διαστήματος από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο το πλοίο αυτό βρισκόταν για επισκευή) επί 16 ώρες, η δε εναγόμενη υποστηρίζει ότι συνολικά η ημερήσια απασχόλησή του δεν υπερέβαινε τις 9 ώρες, ενώ κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στις προτάσεις της Τρίτες των ιδίων χρονικών διαστημάτων τις 11 ώρες, καθώς και ότι με το ποσό που κατέβαλε σ’ αυτόν σταθερά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί η αξίωσή του από τη συγκεκριμένη αιτία. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ιδίως: α) Ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, και εκτελούσε ημερησίως τους πλόες, που αναφέρθηκαν, β) της σταθερής καταβολής σ’αυτόν από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, διαφόρων χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, τόσο για τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και για τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, και των ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσης του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής του στο πλοίο να μην ταυτίζεται εκ των πραγμάτων με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του κατά τα χρονικά διατήματα από 1.3.3012 έως 30.4.2013 (πλην του διαστήματος από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο το πλοίο δεν ταξίδευε, λόγω διενέργειας σ’αυτό εργασιών επισκευής), και από 4.6.2013 έως 14.1.2014, της ναυτολόγησής του στο πλοίο “ΠΕ”, ανερχόταν σε 9,5 ώρες, ενώ κατά τις Τρίτες του ιδίου χρονικού διαστήματος (πλην του άνω διαστήματος των επισκευών) σε 11,5 ώρες, λόγω της πραγματοποίησης από το συγκεκριμένο πλοίο ενός επιπλέον δρομολογίου με τελικό προορισμό την Αίγινα, μέσω Δραπετσώνας και Αγκιστρίου, μετ’επιστροφής, και όχι, όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, αλλά και με την κρινόμενη έφεσή του, σε 14 και 16 ώρες αντίστοιχα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ταξίδευε, όχι μόνο με πλήρη σύνθεση πληρώματος, αλλά και με υπεράριθμους ναύτες σε σχέση με τους προβλεπόμενους στην οργανική του σύνθεση για τη συγκεκριμένη ειδικότητα, δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιηθείσα καθημερινά απ’αυτόν υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Επομένως, αποδείχθηκε ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 1,5 ώρα ημερησίως, εκτός από τις Τρίτες, κατά τις οποίες απασχολήθηκε καθ’υπέρβαση του νομίμου ημερησίου ωραρίου των 8 ωρών επί 3,5 ώρες ημερησίως.  Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, από την εργασία του στο ως άνω πλοίο, διατηρεί κατά της εναγομένης τις ακόλουθες αξιώσεις ως διαφορά αμοιβής λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του σ’αυτό: Α) Διαφορά υπερωριακής αμοιβής για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30.4.2013, πλην του χρονικού διαστήματος από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο το πλοίο δεν πραγματοποιούσε πλόες, καθώς σ’αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής: α) Για τις καθημερινές (εκτός της Τρίτης) και τις Κυριακές, το ποσό των 590,79 ευρώ (47 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω χρονικού διαστήματος Χ 1,5 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 70,5 ώρες Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη με βάση την ισχύουσα  κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011 για τις καθημερινές και τις Κυριακές), β) για τα Σάββατα και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό των 1.145,70 ευρώ (10 Σάββατα και 2 αργίες του ως άνω διαστήματος Χ 9,5 ώρες εργασίας του ημερησίως =114 ώρες Χ 10,05 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναύτη των εν λόγω πλοίων κατά τα Σάββατα και τις αργίες), ήτοι συνολικά το ποσό των 1.736,49 ευρώ (590,79 ευρώ +1.145,70 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το ποσό των 1.495,53 ευρώ, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν συνομολογεί στην αγωγή του, και, επομένως, δικαιούται της διαφοράς, ποσού  240,96 ευρώ. γ) Για τις 10 Τρίτες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες απασχολήθηκε επί 11,5 ώρες, ήτοι παρείχε 3,5 ώρες εργασίας καθ’υπέρβαση του νομίμου ημερησίου ωραρίου του, δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 293,30 ευρώ (10 Τρίτες Χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 35 ώρες Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη με βάση την αυτή ΣΣΝΕ), έναντι του οποίου έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το ποσό των 214,98 ευρώ, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν συνομολογεί στην αγωγή του και, επομένως, δικαιούται της διαφοράς, ποσού 78,32 ευρώ. Β) Διαφορά υπερωριακής αμοιβής για το χρονικό διάστημα από 4.6.2013 έως 14.1.2014: α) Για τις καθημερινές (εκτός της Τρίτης) και τις Κυριακές, το ποσό των 1.923,21 ευρώ (153 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω διαστήματος Χ 1,5 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως =  229,5 ώρες Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη με βάση την ισχύουσα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013 για τις καθημερινές και τις Κυριακές), β) για τα Σάββατα και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό των 3.819 ευρώ (31 Σάββατα και 9 αργίες του ως άνω διαστήματος Χ 9,5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 380 ώρες Χ 10,05 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναύτη των εν λόγω πλοίων κατά τα Σάββατα και τις αργίες), ήτοι συνολικά το ποσό των 5.742,21 ευρώ ( 1.923,21 ευρώ + 3.819 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το ποσό των 4.962,48 ευρώ, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν συνομολογεί στην αγωγή του, και, επομένως, δικαιούται της διαφοράς, ποσού 779,73 ευρώ, πλην όμως θα του επιδικασθεί το ποσό των 942,66 ευρώ, το οποίο κρίθηκε ότι του οφείλεται για την αιτία αυτή με την πρωτόδικη απόφαση, καθώς το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον δεν ασκήθηκε αντίθετη έφεση ή αντέφεση από την εναγόμενη, δε μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος – ενάγοντος, γ) για τις 32 Τρίτες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες απασχολήθηκε επί 11,5 ώρες, ήτοι παρείχε 3,5 ώρες εργασίας καθ’υπέρβαση του νομίμου ημερησίου ωραρίου του, δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 938,56 ευρώ (32 ημέρες Χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 112 ώρες Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη με βάση την αυτή ΣΣΝΕ), έναντι του οποίου έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το ποσό των 428,80 ευρώ, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν συνομολογεί στην αγωγή του και, επομένως, δικαιούται της διαφοράς, ποσού 509,76 ευρώ. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του συγκεκριμένου αριθμού των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, κατά τις οποίες ο ενάγων απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, του ποσού του ωρομισθίου του, καθώς και των χρηματικών ποσών, που καταβλήθηκαν σ’αυτόν από την εναγόμενη ως αμοιβή για υπερωριακή εργασία του, δεν προσβλήθηκε από τον ανωτέρω με την ένδικη έφεσή του, ει μη μόνον οι παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής του κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα μικρότερα ποσά για τα υπό στοιχεία  1Αα, 1Αβ, 1Βα, και 1Ββ αγωγικά κονδύλια, που αφορούν σε αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης αυτού, κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία είχε ναυτολογηθεί, με την ειδικότητα του ναύτη, στο πλοίο με την ονομασία “ΠΕ”, πλοιοκτησίας της εναγομένης,  και συγκεκριμένα από 1.3.3012 έως 30.4.2013 και από 4.6.2013 έως 14.1.2014 (πλην του χρονικού διαστήματος από 11.1.2013 έως και 28.2.2013, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο στο ναυπηγείο για τη διενέργεια σ’αυτό εργασιών επισκευής), καθώς, ναι μεν δέχθηκε ότι ο ανωτέρω απασχολήθηκε στο πλοίο αυτό καθ’υπέρβαση του νομίμου, ημερησίου ωραρίου του επί 9,5 ώρες, εκτός από τις Τρίτες, κατά τις οποίες απασχολήθηκε επί 11,5 ώρες, πλην όμως για τον υπολογισμό της αμοιβής του για την παροχή της υπερωριακής εργασίας του έλαβε υπόψη του, εκ προφανούς παραδρομής, 9 και 11 ώρες ημερήσιας απασχόλησης αυτού αντίστοιχα, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει ως βασίμου του πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, και απορριπτομένου αυτού κατά τα λοιπά. Λεκτέον επίσης ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με το υπό στοιχεία 1Γ κονδύλιο του δικογράφου της αγωγής, ποσού 45,65 ευρώ, το οποίο αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 28.3.2014 έως 10.4.2014, όταν ο ανωτέρω ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ονομασία “Η6”, και απασχολήθηκε σ’αυτό, ενώ δεν εκτελούσε πλόες, αλλά βρισκόταν σε επισκευές, ως νυκτοφύλακας, και ως προς το οποίο (κονδύλιο) η αγωγή έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη με την εκκαλούμενη απόφαση, δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση. Σημειωτέον, όπως επίσης έγινε ανέλεγκτα δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση η αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλθε συνολικά στο ποσό των 313,28 ευρώ, εκ των οποίων, κατόπιν καταβολής από την εναγόμενη ποσού 267,63 ευρώ, δικαιούται της διαφοράς ποσού 45,65 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα. Ωσαύτως, ούτε το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά με το υπό στοιχεία 1Δ κονδύλιο της αγωγής, που αφορά σε διαφορά αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 11.4.2014 έως 14.4.2014, κατά το οποίο είχε ναυτολογηθεί, επίσης με την ειδικότητα του ναύτη, στο πλοίο με την ονομασία “ΝΧ”, πλοιοκτησίας της εναγομένης, και ενώ σ’αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής, προσβάλλεται με την ένδικη έφεση, και, συνεπώς, δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς, ναι μεν έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που περιλαμβάνει 2 καθημερινές, 1 Κυριακή, και 1 Σάββατο, εργάσθηκε καθημερινά επί 12 ώρες, ήτοι επί 4 ώρες καθ’υπέρβαση του ημερησίου νομίμου ωραρίου του, όπως άλλωστε αναφερόταν και στην αγωγή, και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την εναγόμενη, συναγομένης, κατά την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από την απάντησή της αυτή στο συγκεκριμένο αγωγικό ισχυρισμό ομολογίας της (άρθρα 261 και 352 παρ.1 του ΚΠολΔ),  καθώς και ότι διατηρεί αξίωση σε βάρος της από την εν λόγω αιτία ποσού 137,52 ευρώ, αφού έγινε δεκτό ότι από το ποσό των 221,16 ευρώ, που δικαιούται καταρχήν να λάβει, και ζητούσε να του επιδικασθεί με την αγωγή του, έχει ήδη εισπράξει από την εναγόμενη το ποσό των 83,64 ευρώ, το οποίο και αφαιρέθηκε, και του επιδικάσθηκε η διαφορά, πλην όμως ο ενάγων ως προς την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους του τελικά επιδικασθέντος σ’αυτόν χρηματικού ποσού για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα δεν παραπονείται ειδικά με την κρινόμενη έφεσή του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «ΠΕ» είχε συμφωνήσει προφορικά να λαμβάνει «κλειστό» μηνιαίο μισθό, συνολικού ποσού 3.232,01 ευρώ, στον οποίο περιλαμβάνονταν πάγια μηνιαία αμοιβή υπερωριών, τόσο Κυριακών και καθημερινών, ποσού 334,74 ευρώ, όσο και Σαββάτων και αργιών, ποσού 455,57 ευρώ, ήτοι συγκεκριμένο ποσό σε μηνιαία βάση για υπερωριακή εργασία, και μάλιστα σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε απασχολείτο υπερωριακά κατά το μήνα αυτό, είτε όχι, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η επί τούτου κρίση του οποίου δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης από τον ενάγοντα, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, δικαιούται της ανωτέρω αμοιβής και για το χρονικό διάστημα της περιόδου αυτής από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο το εν λόγω πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά είχε διακόψει τα δρομολόγιά του ενόψει ετήσιας επιθεώρησης, και πραγματοποιούντο σ’αυτό από το πλήρωμά του εργασίες συντήρησης, όπερ συνάγεται και από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, παρότι δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, διότι συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι κατ’εξαίρεση, για το χρονικό διάστημα των επισκευών δεν θα του οφείλεται η συνομολογηθείσα για τις περιόδους της ναυτολόγησής του στο πλοίο αυτό πάγια μηνιαία αμοιβή υπερωριών, περιλαμβανόμενη στις συμφωνηθείσες «κλειστές» μηνιαίες αποδοχές του, και οφειλόμενη σ’αυτόν σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, είτε όχι, ουδόλως αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, κατά τη ναυτολόγησή του, ή μεταγενέστερα, σε τροποποίηση της αρχικής. Ούτε όμως προφανώς μπορεί να συναχθεί το αντίθετο από τους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, που φέρουν την υπογραφή του και αφορούν στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, αλλά και στα χρονικά διαστήματα πραγματοποίησης επισκευών σε άλλα πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης, και δη στα «ΝΧ» και «H6», στα οποία επίσης αυτός ναυτολογήθηκε, εκ των οποίων (λογαριασμών), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, αποδεικνύεται ότι τέτοια συμφωνία για την καταβολή σ’αυτόν πάγιας μηνιαίας αμοιβής υπερωριών για τις περιόδους αυτές ουδέποτε καταρτίσθηκε μεταξύ τους, διότι αντίστοιχες καταβολές σταθερά ανά μήνα ποσών 334,74 ευρώ και 455,57 ευρώ για τη συγκεκριμένη αιτία δεν έχουν περιληφθεί στους ανωτέρω λογαριασμούς, αντίθετα, κατ’αυτήν, σαφώς προκύπτει ότι του καταβάλλονταν ενίοτε διάφορα χρηματικά ποσά, μόνον εάν εργαζόταν υπερωριακά, και οπωσδήποτε μόνο για τις συγκεκριμένες ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης, ενώ, επιπροσθέτως, το γεγονός της αποδεικνυόμενης ανεπιφύλακτης υπογραφής από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του αυτών καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ ετέρου, παραίτησή του από την αξίωσή του αυτή, ούτε βέβαια αποδεικνύει ανυπαρξία τέτοιας απαίτησής του σε βάρος της αντιδίκου του. Πολλώ δε μάλλον, που και ο ίδιος ο ενάγων επικαλείται τέτοια συμφωνία του με την εναγόμενη περί καταβολής προς αυτόν «κλειστής» μηνιαίας αμοιβής για υπερωρίες, μόνο για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο  «ΠΕ» και όχι και για τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία απασχολήθηκε σε άλλα πλοία, επίσης πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως προς τα οποία ισχυρίζεται, και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης, ότι, όπως συμφωνήθηκε με την εναγόμενη, οι αποδοχές του θα καθορίζοντο με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, οφείλεται στον ενάγοντα για το διάστημα αυτό α) για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών το ποσό των 546,67 ευρώ   [334,74 ευρώ Χ 1,633 μήνες (49 ημέρες: 30) και β) για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 743,94 [455,57 ευρώ Χ 1,633 μήνες (49 ημέρες: 30), ήτοι συνολικά το ποσό των 1.290,61 ευρώ, κατά μερική παραδοχή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας του σχετικού αγωγικού κονδυλίου (υπ’αριθμ. 2 του δικογράφου),  απορριπτομένου κατά το επιπλέον ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το ανωτέρω κονδύλιο στο σύνολό του ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς, ναι μεν δέχθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι στον συμφωνηθέντα με την εναγόμενη κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο “ΠΕ” “κλειστό” μηνιαίο μισθό του ανωτέρω περιλαμβάνεται και πάγια “κλειστή” μηνιαία αμοιβή του για υπερωρίες, πλην όμως έκρινε ότι η συμφωνία αυτή δεν ίσχυε κατά τo χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο αυτό δεν εκτελούσε πλόες, αλλά βρισκόταν ακινητοποιημένο λόγω επισκευών, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων στα πλαίσια του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσής του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2014 έως 12.6.2014, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε άτυπα με την εναγόμενη, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε στο πλοίο με την ονομασία “Η6”, πλοιοκτησίας της, και ενώ σ’αυτό εκτελούντο εργασίες συντήρησης, εκτός από τις τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες 1) στις 17.4.2014 (Μεγάλη Πέμπτη), 23.5.2014 (ημέρα Παρασκευή), 6.6.2014 (ημέρα Παρασκευή), 2) στις 27.4.2014, 4.5.2014, 11.5.2014, 18.5.2014, 1η.6.2014, 8.6.2014 (ημέρα Κυριακή), καθώς και 3) στις 19.4.2014 (Μεγάλο Σάββατο), στις 26.4.2014, στις 3.5.2014, 10.5.2014, 17.5.2014, 31.5.2014 και 7.6.2016 (ημέρα Σάββατο), και 4) στις 18.4.2014 (Μεγάλη Παρασκευή), στις 21.4.2014 (Δευτέρα του Πάσχα) και την 1η.5.2014, που προβλέπονται ως αργίες από την τότε ισχύουσα ΣΣΝΕ για τις αποδοχές των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2013, κατά τις οποίες (προαναφερθείσες ημερομηνίες) δεν πραγματοποιήθηκαν τέτοιες εργασίες. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τις υπόλοιπες ημέρες της ανωτέρω χρονικής περιόδου, εκ των οποίων 39 είναι καθημερινές και Κυριακές, και 3 Σάββατα και αργίες, απασχολήθηκε καθημερινά κατά μέσο όρο 9 ώρες, και συγκεκριμένα από ώρα 8.00 έως ώρα 17.00, ήτοι κατά τις καθημερινές υπερέβη κατά 1 ώρα το προβλεπόμενο από την ανωτέρω ΣΣΝΕ ημερήσιο ωράριο εργασίας των 8 ωρών για τα μέλη των πληρωμάτων τέτοιων πλοίων, ενώ η κατά τα Σάββατα και τις αργίες παρασχεθείσα εργασία του θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, κατά τα οριζόμενα στην ίδια ΣΣΝΕ. Σημειωτέον ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί των ημερών, κατά τις οποίες εκτελέσθηκαν εργασίες συντήρησης στο ανωτέρω πλοίο, και, συνεπώς περί απασχόλησης σ’αυτές των μελών του πληρώματος, του ενάγοντος συμπεριλαμβανομένου, αλλά και περί της διάρκειας της ημερήσιας εργασίας τους, επιρρωνύεται ιδίως από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του αποσπάσματος της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου από το τηρηθέν ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, και δεν αναιρείται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ενάγων δικαιούται, επομένως, αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η οποία για τις 39 καθημερινές  και Κυριακές του διαστήματος αυτού ανέρχεται στο ποσό των 326,82 ευρώ (39 ημέρες Χ 1 ώρα υπερωρίας Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη με βάση την ως άνω ΣΣΝΕ), και για τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος στο ποσό των 271,35 ευρώ (3  Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες εργασίας του ημερησίως = 27 ώρες Χ 10,05 ευρώ, που προβλέπεται από την εν λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναύτη των συγκεκριμένων πλοίων κατά τα Σάββατα και τις αργίες). Δικαιούται, συνεπώς, συνολικά το ποσό των 598,17 ευρώ, πλην, όμως, αποδείχθηκε ότι έχει ήδη εισπράξει από την εναγόμενη για την αιτία αυτή το ποσό των 919,99 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν ο ίδιος συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής του, με αποτέλεσμα η ανωτέρω απαίτησή του να έχει πλήρως και  ολοσχερώς εξοφληθεί, και, ουδέν ποσό να του οφείλεται πλέον. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο (υπό στοιχεία 1Εα) ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, όταν το προαναφερθέν πλοίο “Η6” άρχισε και πάλι να εκτελεί πλόες, δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε επίσης άτυπα μεταξύ αυτού και της εναγομένης, ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2014 έως 27.8.2014, οπότε και απολύθηκε, κατόπιν κοινής συμφωνίας του με τον πλοίαρχο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης σ’αυτό του ενάγοντος διενεργούσε τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά και τελικό προορισμό κυρίως μεν τη Σαντορίνη, και δευτερευόντως τη Μύκονο, με στάσεις σε ενδιάμεσους λιμένες, και με επιστροφή, μέσω των ίδιων λιμένων, στον Πειραιά. Ειδικότερα, κατά το διάστημα αυτό εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς – Ίος – Σαντορίνη – Ίος – Πειραιάς, με αναχώρηση από το λιμένα του Πειραιά στις 7.15 και επιστροφή αυθημερόν σ’αυτόν περί ώρα 17.00, ενώ, επιπροσθέτως, κάθε Παρασκευή και Κυριακή, μετά τον κατάπλου του στον Πειραιά, με την ολοκλήρωση του πρώτου δρομολογίου, και την αποβίβαση του πληρώματος, πραγματοποιούσε και δεύτερο δρομολόγιο, με άλλο πλήρωμα, στο οποίο δε συμμετείχε ο ενάγων,  με τελικό προορισμό τη Μύκονο και με ενδιάμεση στάση τη Σύρο, μετ’επιστροφής, με αναχώρηση από τον Πειραιά περί ώρα 18.00 και άφιξη σ’αυτόν περί ώρα 1.30 της επόμενης ημέρας. Αποδείχθηκε επίσης, ότι στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο απασχολούντο συνολικά πέντε (5) ναύτες, άπαντες αυτοί κατά μεν τον απόπλου του από τον Πειραιά συμμετείχαν στη διαδικασία της επιβίβασης προσώπων και οχημάτων, προκειμένου να ολοκληρωθεί με ασφάλεια και στο συντομότερο δυνατό χρόνο, στην έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στον ειδικό χώρο στάθμευσης, καθώς και, ομού μετά των λοιπών μελών του πληρώματος, στην άπαρση και απόδεση του πλοίου, κατά δε την άφιξή του σε λιμένα (ενδιάμεσο της Ίου ή του τελικού προορισμού της Σαντορίνης) συνέδραμαν στον κατάπλου, στην αποεπιβίβαση προσώπων, στη φορτοεκφόρτωση οχημάτων, αλλά και στην έχμαση των άρτι επιβιβασθέντων οχημάτων, και στη συνέχεια βοηθούσαν στη διαδικασία του απόπλου. Διαρκούντος του πλου ένας εκ των ναυτών επόπτευε το χώρο στάθμευσης των μεταφερομένων οχημάτων, ενώ κατά την επιστροφή του πλοίου στο λιμένα του Πειραιά, τα καθήκοντα αυτά ασκούσε άλλος ναύτης.  Μάλιστα, καθώς στο συγκεκριμένο πλοίο λόγω της ειδικής κατασκευής του δε γίνεται πηδαλιουχία, ουδείς εκ των ναυτών εκτελούσε χρέη πηδαλιούχου, ενώ, ούτε και σ’αυτό, κατά τη διάρκεια του πλου, πραγματοποιούντο εργασίες συντήρησης και μικροεπισκευών, διότι κάτι τέτοιο αντέκειτο στην πολιτική της πλοιοκτήτριας, κατά τα προεκτεθέντα, προς αποφυγήν όχλησης των επιβατών. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι ναύτες προσέρχονταν στην εργασία τους μία ώρα ενωρίτερα από τον απόπλου του πλοίου το πρωί από το λιμένα του Πειραιά, προετοιμάζοντας αυτό προς αναχώρηση, εκτελώντας όλες τις απαραίτητες προς τούτο εργασίες, ενώ μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του και τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας απασχολούντο στο πλοίο για 30 ακόμη λεπτά, οπότε και αποβιβάζονταν, για να επανέλθουν την  επόμενη ημέρα και να αναλάβουν καθήκοντα ενόψει της αναχώρησής του για το πρωϊνό δρομολόγιο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της ειδικότητάς του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, εργαζόταν, κατ’εντολήν του πλοιάρχου και του ναύκληρου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που ουσιαστικά συνομολογεί και η εναγόμενη, προσκομίζοντας τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας του για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, από τους οποίους προκύπτει ότι καταβάλλονταν σ’αυτόν ανελλιπώς και σταθερά διάφορα χρηματικά ποσά για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες». Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του είδους της απασχόλησης του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο, των πλόων, που αυτό εκτελούσε, των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων της εργασίας του, αλλά και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, στην οποία ο χρόνος κατά τον οποίο ο ναυτικός επιβαίνει στο πλοίο δεν ισοδυναμεί με χρόνο παροχής εργασίας σ’αυτό, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησής του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ανερχόταν σε εννέα (9) ώρες, ήτοι απασχολείτο καθημερινά επί 1 ώρα καθ’υπέρβαση του ημερησίου ωραρίου εργασίας των οκτώ (8) ωρών, που προβλεπόταν από την ισχύουσα μέχρι τις 24.6.2014 ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2013, αλλά και από την ισχύουσα για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα της εργασιακής του σύμβασης αντίστοιχη ΣΣΝΕ του έτους 2014, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες του εν λόγω χρονικού διαστήματος η απασχόλησή του θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή,  σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αμφότερες τις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος, που επαναφέρεται με την ένδικη έφεσή του, ότι απασχολείτο στο εν λόγω πλοίο επί δεκατρείς (13) ώρες καθημερινά, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών της καθημερινής απασχόλησής του σκέλος του. Δικαιούται, επομένως, αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η οποία για τις 64 καθημερινές και Κυριακές του διαστήματος αυτού ανέρχεται στο ποσό των 536,32 ευρώ (64 ημέρες Χ 1 ώρα υπερωρίας Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη με βάση τις ως άνω ΣΣΝΕ), και για τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος στο ποσό των 1.085,40 ευρώ (11  Σάββατα και 1 αργία Χ 9 ώρες εργασίας του ημερησίως = 108 ώρες Χ 10,05 ευρώ, που προβλέπεται από τις εν λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναύτη των συγκεκριμένων πλοίων κατά τα Σάββατα και τις αργίες). Επομένως, η συνολική απαίτησή του για την αιτία αυτή σε βάρος της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 1.621,72 ευρώ, εκ των οποίων έχει ήδη λάβει από την ανωτέρω το ποσό των 1.043,26 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, με αποτέλεσμα να δικαιούται της διαφοράς, ποσού 578,46 ευρώ.  Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή όσον αφορά το υπό στοιχεία 1Εβ κονδύλιο αυτής ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και επιδίκασε στον ενάγοντα το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του ενάγοντος, που προβάλλονται με το αντίστοιχο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του συγκεκριμένου αριθμού των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, κατά τις οποίες ο ενάγων εργάσθηκε στο εν λόγω πλοίο, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του σ’αυτό, του ποσού του προβλεπομένου από τις ισχύουσες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ΣΣΝΕ  ωρομισθίου του για τον υπολογισμό της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης, καθώς και του ποσού, που καταβλήθηκε σ’αυτόν από την εναγόμενη για την αιτία αυτή δεν προσβλήθηκε από τον ανωτέρω με την ένδικη έφεσή του, ει μη μόνον πλήττονται οι παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής του.  Μάλιστα πρέπει ν’αναφερθεί ότι ο ενάγων ουδόλως προσβάλλει με ειδικό λόγο έφεσης για την περίπτωση απόρριψης από το παρόν Δικαστήριο των ανωτέρω προβληθεισών αιτιάσεών του περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο συγκεκριμένο πλοίο, το ποσό, που τελικά του επιδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης σ’αυτό κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, δηλαδή δεν παραπονείται για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού. Εξάλλου, το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά στο υπό στοιχεία 3 κονδύλιο της κρινόμενης αγωγής, συνολικού ποσού 4.642,75 ευρώ (ειδική πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος ως μέλους του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΠΕ»), ως προς το οποίο (κονδύλιο) η αγωγή έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, κατόπιν ομολογίας της εναγομένης, δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση, και, συνεπώς, ως προς αυτό, η υπόθεση δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στα πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης, δώρα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα). Ειδικότερα: 1) Για δώρο Πάσχα του έτους 2013, το οποίο δικαιούται στο σύνολό του, και ανέρχεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του 15 ημερών, διότι κατά το έτος αυτό η σχέση εργασίας του στην εναγόμενη διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ενώ εντός του ιδίου έτους ναυτολογήθηκε και απαχολήθηκε επιπροσθέτως και κατά το χρονικό διάστημα από 4.6.2013 έως 31.12.2013, δηλαδή συνολικά εργάσθηκε κατά το έτος 2013 επί 331 ημέρες, και συγκεκριμένα επί 120 ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30.4.2013 και επί 211 ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 4.6.2013 έως 31.12.2013, ή άλλως επί 11,03 μήνες  (331 : 30)  του οφείλεται το ποσό των 1.440,96 ευρώ, ήτοι 2.881,93 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του για το έτος 2013 (1.157,99 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας  του ναύτη + 254,76 ευρώ το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας + 576,30 ευρώ το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας 30 ημερών [19,21 ευρώ την ημέρα Χ 30 ημέρες] + 35,22 ευρώ το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας,  σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2 των ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων των ετών 2011 και 2013, που ίσχυσαν κατά το έτος 2013, η δεύτερη από τις 26.8.2013 και στο εξής, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και όχι μόνο δεν εκκαλείται ως προς αυτό, αλλά και ο εκκαλών συνυπολογίζει στο δικόγραφο της αγωγής του για τον καθορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και, στη συνέχεια, την εξαγωγή του αιτουμένου  να του καταβληθεί ως δώρο Πάσχα του έτους 2013 ποσού + 857,66 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του για το έτος 2013 [9460,05 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτος 2013 {10.001,17 ευρώ το σύνολο της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2013 έως 30.4.2013 και από 28.3.2013 έως 14.1.2014 κατά τα οποία είχε ναυτολογηθεί στο πλοίο “ΠΕ”, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος από 11.1.2013 έως 28.2.2013, κατά το οποίο στο εν λόγω πλοίο εκτελούντο εργασίες συντήρησης – 541,12 ευρώ, που αφορά στην αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος από 1.1.2014 έως 14.1.2014}:11,03 μήνες διάρκειας της ως άνω ναυτολόγησής του κατά το ίδιο έτος], μη συνυπολογιζομένων των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, ούτε του μέσου όρου της αμοιβής του για την έχμαση και φορτοεκφόρτωση οχημάτων, μολονότι του καταβάλλονταν τακτικά, επειδή για τον προσδιορισμό των αποδοχών του, επί των οποίων πρέπει να υπολογισθούν τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών [Χριστουγέννων και Πάσχα], ούτε ο ίδιος ο ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του [πρβλ ΜονΕφΠειρ 620/2014, ΜονΕφΠειρ 412/2014, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος]: 30 ημέρες Χ 15 ημέρες, από το οποίο ποσό των 1.440,96  ευρώ πρέπει να αφαιρεθεί το  ποσό των 904,64 ευρώ. κατά το οποίο ο ενάγων έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 536,32 ευρώ. 2) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2013 εφόσον η εργασιακή του σχέση εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου, αλλά από 4.6.2013 έως 31.12.2013, ήτοι επί 211 ημέρες, άλλως επί 11,10 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται το ποσό των 2.559,10 ευρώ  (2.881,93 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του για το έτος 2013 κατά τα προεκτεθέντα Χ 2/25 = 230,55 ευρώ Χ 11,10 δεκαεννεαήμερα = 2.559,10 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει ήδη καταβάλει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται από  τον ίδιο με την ένδικη έφεσή του, το χρηματικό ποσό των 1881,02 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 678,08 ευρώ. 3) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2014, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 1η.1.2014 έως τις 14.1.2014, και από τις 28.3.2014 έως τις 30.4.2014, άλλως επί 48 ημέρες, άλλως επί 6 οκταήμερα (48:8), και, επιπροσθέτως, και κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 12.6.2014 και από 13.6.2014 έως 27.8.2014, για 119 ημέρες, και επομένως, συνολικά, κατά το έτος 2014 εργάσθηκε επί 167 ημέρες (48 ημέρες + 119 ημέρες), άλλως επί 5,56 μήνες (167 : 30), δικαιούται το ποσό των 523,38 ευρώ, και συγκεκριμένα 2.616,97 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του υπολογιζομένων κατά την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του ιδίου έτους, ήτοι κατά την 5.4.2014 (1.157,99 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας  του ναύτη + 254,76 ευρώ το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας + 576,30 ευρώ το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας 30 ημερών [19,21 ευρώ την ημέρα Χ 30 ημέρες] + 35,22 ευρώ το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας,  σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2 της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2013, που ίσχυσε μέχρι τις 24.6.2014, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και όχι μόνο δεν εκκαλείται ως προς αυτό, αλλά και ο εκκαλών συνυπολογίζει στο δικόγραφο της αγωγής του για τον καθορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και, στη συνέχεια, την εξαγωγή του αιτουμένου  να του καταβληθεί ως δώρο Πάσχα του έτους 2014 ποσού + 592,70 ευρώ ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του για το έτος 2014 [3.295,45 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτος 2014 {541,12 ευρώ, που αφορά στην αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος από 1.1.2014 έως 14.1.2014 + 313,28 ευρώ, που αφορά στην αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος από 28.3.2014 έως 10.4.2014 + 221,16 ευρώ, που αφορά στην αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος από 11.4.2014 έως 14.4.2014 + 598, ευρώ, που αφορά στην αμοιβή του για υπερωρίες κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2014 έως 12.6.2014 + 1.621,72 ευρώ, που αφορά στην αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος από 13.6.2014 έως 27.8.2014 }: 5,56 μήνες διάρκειας της ως άνω ναυτολόγησής του κατά το ίδιο έτος], μη συνυπολογιζομένων των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, ούτε του μέσου όρου της αμοιβής του για την έχμαση και φορτοεκφόρτωση οχημάτων, μολονότι του καταβάλλονταν τακτικά, επειδή για τον προσδιορισμό των αποδοχών του, επί των οποίων πρέπει να υπολογισθούν τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών [Χριστουγέννων και Πάσχα], ούτε ο ίδιος ο ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του : 2 = 1308,48 ευρώ Χ 1/15 = 87,23 ευρώ Χ 6 οκταήμερα =  523,38 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το  ποσό των 354,97  ευρώ, κατά το οποίο ο ενάγων έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 168,41 ευρώ. 4) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014 εφόσον η εργασιακή του σχέση εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2014 έως 27.8.2014, ήτοι επί  119 ημέρες, άλλως επί 6,26 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται το ποσό των 1.310,53 ευρώ  (2.616,97 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του για το έτος 2014 κατά τα προεκτεθέντα, υπολογιζόμενες κατά την 10η.12 του ιδίου έτους, με βάση τα οριζόμενα στην ισχύουσα από 24.6.2014 και στο εξής ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του  έτους 2014, Χ 2/25 = 209,35 ευρώ Χ 6,26 δεκαεννεαήμερα = 1.310,53 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει ήδη καταβάλει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται από τον ίδιο με την ένδικη έφεσή του, το χρηματικό ποσό των 1.122,40 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 188,13 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι οφείλονται στον ενάγοντα ως διαφορές επιδομάτων εορτών των ετών 2013 και 2014 (κονδύλιο υπ’αριθμ.4) της αγωγής μικρότερα χρηματικά ποσά, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής του.

Κατ’ακολουθίαν όλων όσα προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και α) υποχρέωσε την εναγόμενη  να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσόν των 6.180,68 ευρώ, και β) αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των  1.038,67 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία έκαστο των επιμέρους κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της ένδικης έφεσης. Επομένως, πρέπει, να γίνει δεκτή η έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26.642, ΜονΕφΠειρ 605/2014 αδημ., ΕφΠειρ700/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 277/2005 ΔΕΕ 2005.685, ΕφΠειρ 91/2004 ΠειρΝομ 2004.160), αφού δε η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκασή της από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα  το συνολικό χρηματικό ποσό των  6.597,62 ευρώ  (240,96 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του καθημερινές, εκτός από τις Τρίτες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος ναυτολόγησής του από 1.1.2013 έως 30.4.2013, + 78,32 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις Τρίτες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, + 942,66 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του καθημερινές, εκτός από τις Τρίτες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος ναυτολόγησής του από 4.6.2013 έως 14.1.2014, + 509,76 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις Τρίτες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, + 45,65 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του Κυριακές, καθημερινές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 28.3.2014 έως 10.4.2014, + 137,52 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του Κυριακές, καθημερινές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 11.4.2014 έως 14.4.2014, + 4.642,75 ευρώ, που αφορά σε ειδική πρόσθετη αμοιβή του ως μέλους του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΠΕ»), και β) ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των  3.440,01 ευρώ (1.290,61 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος ναυτολόγησής του από  11.1.2013 έως 28.2.2013 + 578,46 ευρώ, που αφορά σε διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος ναυτολόγησής του από  13.6.2014 έως 27.8.2014, +  536,32 ευρώ, που αφορά σε διαφορά επιδόματος Πάσχα του έτους 2013 + 678,08 ευρώ, που αφορά σε διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2013, + 168,41 ευρώ, που αφορά σε διαφορά επιδόματος Πάσχα του έτους 2014, + 188,13 ευρώ, που αφορά σε διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014), σε αμφότερες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία έκαστο των επιμέρους κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ενόψει της μη προβολής λόγου έφεσης ως προς το κεφάλαιο των τόκων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 9.2.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………..) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3593/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 29.12.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) αγωγής.ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα  το συνολικό χρηματικό ποσό των  έξι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (6.597,62), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία έκαστο των επιμέρους κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα λεπτών και ενός λεπτού (3.440,01), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία έκαστο των επιμέρους κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 23.7.2018.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ