Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 478/2018

Αριθμός    478 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, Α) η από 5.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος- εναγόμενου ………. και Β) η από 11.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) αντίθετη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας-εναγόμενης …….., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 3339/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτών (εφέσεων), ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς ως οικογενειακής διαφοράς εκ του άρθρου 592 παρ. 3 (που αφορά ζητήματα διατροφής, επικοινωνίας με τέκνο και χρήσης κινητών πραγμάτων της πρώην συζυγικής οικίας), δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015). Πάντως, η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, ……., χωρίς να έχει υποχρέωση εκ του νόμου, έχει καταθέσει το σχετικό παράβολο των 100 ευρώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 11.9.2017 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα.

ΙΙΙ. Με την από 1.2.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..) αγωγή της (σημειωτέον ότι, εκ προφανούς παραδρομής, αναγράφεται ως χρόνος σύνταξής της, η 1.2.2015) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) η ενάγουσα ……. (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη), ενεργώντας ατομικά για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της, …. (ηλικίας τότε 2,5 ετών), το οποίο έχει αποκτήσει από το γάμο της με τον εναγόμενο εν διαστάσει σύζυγό της, …… (ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο), αφού περιόρισε παραδεκτώς, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα περί διατροφής αιτήματά της από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζήτησε: 1) να ανατεθεί στην ίδια η άσκηση της επιμέλειας του ως άνω ανήλικου τέκνου της, 2) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει μηνιαία διατροφή σε χρήμα: α) ποσού 900 ευρώ για την ίδια ατομικά, η οποία από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή τους και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήματα ή την περιουσία της και την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβίωσής της, και β) ποσού 880 ευρώ για λογαριασμό του ως άνω ανήλικου υιού της, που διαμένει με αυτήν, στερείται περιουσίας και εισοδημάτων και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό του, και δη τα ως άνω ποσά προκαταβολικά έως την τρίτη ημέρα εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής, και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης μηνιαίας παροχής έως την εξόφληση, γ) να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου πατέρα με το ανήλικο τέκνο τους, κατά τον τρόπο που αυτή υποδεικνύει στην αγωγή της και δ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της παραχωρήσει την χρήση των αναφερομένων στην αγωγή οικιακών αντικειμένων της συζυγικής οικίας, που της είναι απολύτως απαραίτητα για την χωριστή της εγκατάσταση, καθώς και για λόγους επιείκειας και λόγω των ειδικών συνθηκών που περιγράφονται στην αγωγή. Εξάλλου, με την από 12.1.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………..) αγωγή του ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο ενάγων ……… (ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος) ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τον ανήλικο υιό του, …., που έχει αποκτήσει από το γάμο του με την εναγόμενη ……. (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη), με την οποία βρίσκεται ήδη σε διάσταση, κατά τον τρόπο που υποδεικνύει σ’ αυτήν (αγωγή) και όπως το αίτημά του παραδεκτά τροποποιήθηκε-διευκρινίστηκε με τις προτάσεις του (άρθρο 224 ΚΠολΔ), με την απειλή σε βάρος αυτής προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 592, 593-602 και 610-613 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, λόγω του χρόνου κατάθεσης των ως άνω αγωγών – βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), την υπ’ αριθ. 3339/2017 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού δέχθηκε ότι αυτές είναι ορισμένες και νόμιμες (πλην του αιτήματος της ενάγουσας περί ρύθμισης της επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο τέκνο τους, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο), δέχθηκε εν μέρει αυτές (αγωγές), ως και κατ’ ουσία βάσιμες και συγκεκριμένα Α) επί της από 1.2.2016 αγωγής της ενάγουσας: α) ανέθεσε αποκλειστικά σ’ αυτήν την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, ……, β) αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει, προκαταβολικά μέσα στο πρώτο τριήμερο εκάστου μηνός, ως διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως για την ίδια ατομικά και το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του ως άνω τέκνου τους και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης μηνιαίας παροχής έως την εξόφληση και γ) υποχρέωσε τον εναγόμενο να της παραχωρήσει την χρήση των αναφερόμενων σ’ αυτήν (απόφαση) κινητών πραγμάτων της πρώην συζυγικής οικίας και Β) επί της από 12.1.2016 αγωγής του ενάγοντος: ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας αυτού με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, …., με τον αναφερόμενο σ’ αυτήν (απόφαση) τρόπο και χρονική συχνότητα, με την απειλή σε βάρος της εναγομένης προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της σχετικής διάταξης της απόφασης που θα εκδοθεί. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο η ενάγουσα-εναγόμενη όσο και ο ενάγων-εναγόμενος, με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν 1) η ενάγουσα-εναγόμενη την μεταρρύθμισή της, ώστε αφενός να γίνει δεκτή η αγωγή της καθ’ ολοκληρίαν ως προς τα περί διατροφής αιτήματά της και αφετέρου να τροποποιηθεί ως προς τον χρόνο (διάρκεια και συχνότητα) η επικοινωνία του εναγόμενου με το ανήλικο τέκνο τους και 2) ο ενάγων-εναγόμενος α) την εξαφάνισή της ως προς τα κεφάλαιά της περί ατομικής διατροφής της ενάγουσας και περί παραχώρησης στην τελευταία της χρήσης κινητών πραγμάτων, ώστε τα αιτήματα αυτά να απορριφθούν στο σύνολό τους και β) την μεταρρύθμισή της τόσο ως προς το κεφάλαιο περί διατροφής του ανηλίκου τέκνου τους, ώστε να επιδικασθεί μικρότερο ποσό ως διατροφή αυτού, όσο ως προς το κεφάλαιο περί επικοινωνίας του με το ως άνω ανήλικο τέκνο, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του καθ’ ολοκληρίαν. Σημειώνεται, ότι το κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης περί ανάθεσης αποκλειστικά στην ενάγουσα της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.

ΙV. Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ προκύπτει, ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση τους, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν, ή το προϊόν της εργασίας του, ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του έξοδα και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση τού υπόχρεου. Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. β΄ ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ` ένσταση, κατ` άρθρο 1489 εδ. β΄ AK και 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στην βάσει αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 204/2010 και ΑΠ 680/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1388/2009 ΕΠολΔ 2010.428, ΕφΑθ 854/2010 ΕφΑΔ 2011.531, ΕφΑθ 1095/2009 ΕφΑΔ 2010.1343). Εφόσον, όμως, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις του ιδίου και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΑθ 856/2010 ΕφΑΔ 2011.434, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ 2005.886, βλ. Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1489, αρ. 10, σελ. 826). Τέλος, η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, όπως π.χ. από τον μισθό του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό του δανείου, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 837/2009 και 471/2005 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ’ αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία, ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών. Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Στον εναγόμενο απόκειται να προβάλλει και να αποδείξει, ως καταλυτικούς (ολικά ή μερικά) ισχυρισμούς, τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ’ αυτούς στη διατροφή αυτή (ΑΠ 605/2015 και ΑΠ 773/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. V. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων …….. και ……., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η πρώτη με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγομένης και η δεύτερη με επιμέλεια του ενάγοντος-εναγομένου, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στη Νίκαια Αττικής την 12.9.2013, από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν ένα τέκνο, τον …….., που γεννήθηκε την 19.10.2013, δηλαδή ήταν ηλικίας 2,5 ετών περίπου κατά τον χρόνο άσκησης των αγωγών. Η έγγαμη, ωστόσο, συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθόσον ο εναγόμενος επεδείκνυε αυταρχική, δύστροπη, επιθετική, εριστική και υβριστική συμπεριφορά απέναντι στην ενάγουσα, σύζυγό του, με έντονες εξάρσεις θυμού, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεταξύ τους σοβαρά επεισόδια, ακόμη και ενώπιον του ανηλίκου τέκνου τους, κατά τα οποία ο εναγόμενος ασκούσε σ’ αυτήν ψυχολογική βία, με απειλές κατά της σωματικής της ακεραιότητας, αλλά και σωματική βία, με συνέπεια την επανειλημμένη πρόκληση σ’ αυτήν σωματικών βλαβών, ακόμη και επικίνδυνων, με χειροδικίες και λακτίσματα σε διάφορα μέρη του σώματός της, ακόμη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, εκθέτοντας έτσι την ίδια και το έμβρυο σε κίνδυνο ζωής και υγείας. Η προαναφερόμενη συμπεριφορά του εναγομένου είχε σαν αποτέλεσμα η ενάγουσα να διατελεί συνεχώς σε καθεστώς σοβαρού φόβου και ανησυχίας για τη σωματική ακεραιότητα της ίδιας και του τέκνου της από τις ανεξέλεγκτες αντιδράσεις του. Αποκορύφωμα δε της εν λόγω αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγομένου ήταν το επεισόδιο που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων την 15.4.2015, που οδήγησε σε οριστική ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων και στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους. Κατά το επεισόδιο αυτό, ο εναγόμενος για ασήμαντη αφορμή επιτέθηκε στην ενάγουσα και την χτύπησε με τα χέρια και τα πόδια του σε διάφορα μέρη του σώματός της, προκαλώντας της σωματικές βλάβες, και συγκεκριμένα «εκχυμώσεις πτερυγίου αριστερού ωτός, ραχιαίας επιφάνειας δεξιού πήχεος και βραχίονος εν αποδρομή, αμυχές αριστερού ημιθωρακίου και εκχυμώσεις οπίσθιας περιοχής αριστερού μηρού και πλάγιας περιοχής δεξιού μηρού» (βλ. την από 16.4.2015 ιατροδικαστική έκθεση του ………, Προϊστάμενου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς), ενώ επίσης, απείλησε ότι θα σκοτώσει την ίδια και την οικογένειά της, εάν καλέσει την Αστυνομία, προκαλώντας της τρόμο και ανησυχία, και επιπλέον την εξύβρισε με χυδαίες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς. Σημειωτέον, ότι την 11.4.2015, πάλι για ασήμαντη αφορμή, είχε προηγηθεί και άλλο βίαιο επεισόδιο σε βάρος της ενάγουσας, κατά το οποίο ο εναγόμενος χειροδίκησε εναντίον της, χτυπώντας την με τα χέρια και τα πόδια του σε διάφορα μέρη του σώματός της, με αποτέλεσμα να υποστεί «τραυματική ρήξη τυμπανικού υμένα αριστερού ωτός» (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …….. ιατρική βεβαίωση του Γ.Ν.Α. «ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ-ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ Ε.Ε.Σ»), καθώς επίσης την απείλησε και την εξύβρισε. Τελικά, μετά το ανωτέρω επεισόδιο της 15.4.2015, η ενάγουσα, όταν μπόρεσε να διαφύγει από την προσοχή του συζύγου της, ειδοποίησε έντρομη µε γραπτό μήνυμα από το κινητό της τηλέφωνο την αδελφή της και το θείο της, οι οποίοι κατήγγειλαν το γεγονός στις Αστυνομικές Αρχές, με συνέπεια, τελικά, να συλληφθεί ο εναγόμενος και να ακολουθηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου. Ασκήθηκε δε σε βάρος του ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της επικίνδυνης ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση, της ενδοοικογενειακής απειλής, της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας, της παράνομης κατακράτησης και της έκθεσης, για τις οποίες και κρίθηκε ένοχος µε την υπ’ αριθ. ΑΤ 2022/29.4.2015 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών και 40 μηνών. Έκτοτε, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε οριστικά και βρίσκονται σε διάσταση, αφού η ενάγουσα, μαζί µε τον ανήλικο υιό της, αποχώρησε οριστικά από τη συζυγική οικία και μετοίκησε αρχικά σε οικία της αδελφής στην …. Αττικής, ενώ πλέον διαμένει σε μισθωμένη οικία στην ίδια περιοχή. Ήδη έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 4152/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, δεκτής γενομένης της σχετικής αγωγής της ενάγουσας και απορριπτόμενης της αντίθετης αγωγής του εναγομένου, απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, γιατί κρίθηκε ότι η προαναφερθείσα συμπεριφορά του εναγομένου κλόνισε ισχυρά την έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, ώστε η εξακολούθησή της να έχει καταστεί αφόρητη για την ενάγουσα, ενώ, επίσης, αναγνωρίσθηκε και η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την σοβαρή και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της εκ της ανωτέρω αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγομένου, συζύγου της, η οποία συνιστά αυτοτελώς και αδικοπραξία. Επίσης, με την υπ’ αριθ. 8/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), ανατέθηκε προσωρινά στην ενάγουσα, μητέρα του ανήλικου υιού των διαδίκων, η επιμέλεια αυτού, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει προσωρινή μηνιαία διατροφή στην ενάγουσα-σύζυγό του: α) για την ίδια ατομικά, ποσό 500 ευρώ και β) για λογαριασμό του ανήλικου υιού τους, ποσό 300 ευρώ, ενώ επετράπη στην ενάγουσα να παραλάβει από τη συζυγική οικία τα απαραίτητα, για τη χωριστή της εγκατάσταση, κινητά πράγματα και ρυθμίσθηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου µε το ως άνω ανήλικο τέκνο του. Ακολούθως δε, κατόπιν σχετικής αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 872/2016 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), µε την οποία μεταρρυθμίστηκε η τελευταία υπ’ αριθ. 8/2016 απόφαση, ως προς τις διατάξεις της για την προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας του εναγομένου με το τέκνο του. Με βάση όλα τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκε ότι υπάρχει στο πρόσωπο της ενάγουσας εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και, συνεπώς, η τελευταία δικαιούται, για το λόγο αυτό, διατροφής, καθόσον δεν είναι αποκλειστικά υπαίτια της εν λόγω διάστασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικώς προβληθέντος (κατά τη δέουσα εκτίμηση του παρόντος Δικαστηρίου) πρώτου λόγου (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή η ενάγουσα ήταν αποκλειστικά υπαίτια για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν εργάζεται, αλλά αποκομίζει σημαντικά εισοδήματα από την εκμίσθωση ενός κτιρίου καταστημάτων, συνολικής επιφάνειας 360 τμ., αποτελούμενου από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο, κείμενου επί της οδού …… στον …. Αττικής. Ειδικότερα, όπως ο ίδιος συνομολόγησε με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά και με το δικόγραφο της έφεσής του, τα εν λόγω καταστήματα, των οποίων αρχικά ήταν συγκύριος και ήδη, μετά το θάνατο της μητέρας του (το καλοκαίρι του έτους 2015), ανήκουν σ’ αυτόν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα και του αποφέρουν μισθώματα, συνολικού ποσού 6.900 ευρώ μηνιαίως, ενώ επιβαρύνεται με την καταβολή ΕΝ.Φ.Ι.Α., που, κατά το οικονομικό έτος 2016, ανήλθε στο ποσό των 6.646,44 ευρώ. Επίσης, ο εναγόμενος είναι κύριος μίας οικίας στη … Αττικής, η οποία περιήλθε σ’ αυτόν από την κληρονομία της μητέρας του και στην οποία ήδη διαμένει, οπότε δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, πλην όμως επιβαρύνεται με τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας αυτής (όπως δαπάνες κοινοχρήστων, θέρμανσης, κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, κλπ.), ενώ είναι κύριος και ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού ημιτελούς (στο στάδιο των κολώνων) οικοδομής στην Αίγινα. Ακόμη, έχει στην κυριότητά του ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο (τζιπ) μάρκας SUZUΚI και μία μοτοσικλέτα. Βαρύνεται, όμως, με την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου (με υπόλοιπο κεφαλαίου εκ ποσού 71.002,28 ευρώ την 31.1.2017), που έχει λάβει από την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», για την εξυπηρέτηση του οποίου καταβάλλει ποσό 623,80 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 22.2.2017 μέχρι 22.3.2027, η οποία (δαπάνη) δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματά του, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό της, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV Α της παρούσας. Επίσης, ο εναγόμενος καταβάλλει και το ποσό των 456,54 ευρώ ανά εξάμηνο (ήτοι ποσό 76 ευρώ μηνιαίως) ως ασφάλιστρα ζωής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ιδίου και του ανήλικου τέκνου του, στην ασφαλιστική εταιρία «………». Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος διαθέτει άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, ούτε ότι επιβαρύνεται εκ του νόμου με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, εκτός από την ενάγουσα και τον ανήλικο υιό τους. Περαιτέρω, η ενάγουσα, ηλικίας 26 ετών κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο δεν εργαζόταν, αλλά απασχολείτο αποκλειστικά με τη φροντίδα του συζύγου της, του ανήλικου υιού τους και της συζυγικής οικίας τους. Δεν διαθέτει οιαδήποτε επαγγελματική κατάρτιση, καθόσον, λόγω της προκύψασας εγκυμοσύνης της και των δυσμενών συγκυριών κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της στο Τμήμα Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών της Σχολής Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής του Τ.Ε.Ι. Αθήνας. Όμως ήδη, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο, συνεχίζει τις ως άνω σπουδές της, προτιθέμενη να τις ολοκληρώσει, έτσι ώστε να επιτύχει την επαγγελματική της αποκατάσταση. Προς το παρόν όμως, εξαιτίας της έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, που δυσχεραίνει την εκ μέρους της ανεύρεση εργασίας, αλλά και εξαιτίας της απασχόλησής της με την ανατροφή και φροντίδα του ανηλίκου τέκνου της και των δυσμενών συνθηκών στην αγορά εργασίας, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, αδυνατεί να εργαστεί σε εργασία κατάλληλη για την ηλικία της και τις λοιπές βιοτικές της συνθήκες, ώστε να αποκτήσει εισόδημα. Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, αυτή διαμένει στην …. Αττικής αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 300 ευρώ και, επιπλέον, επιβαρύνεται με τις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης της οικίας αυτής (όπως δαπάνες θέρμανσης, ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, τηλεφώνου κλπ.), που αναλογούν στην ίδια και στο τέκνο της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή διαθέτει οποιαδήποτε περιουσία, κινητή ή ακίνητη, ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ενώ τα έξοδα διατροφής, ενδύσεως, ψυχαγωγίας της, κλπ. είναι τα συνήθη ατόμου της ηλικίας της. Περαιτέρω, ο ανήλικος υιός των διαδίκων, ….,  ο οποίος, κατά το σχολικό έτος 2016-2017, φοίτησε σε δημόσιο παιδικό σταθμό, στερείται παντελώς εισοδημάτων και περιουσίας και δεν έχει, λόγω της ηλικίας του, τη δυνατότητα να διαθρέψει τον εαυτό του, ούτε να εργασθεί για να αποκομίσει τα αναγκαία χρήματα για τη συντήρησή του. Συνεπώς, δικαιούται διατροφής έναντι των γονέων του, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Οι δαπάνες συντήρησής του, ήτοι τροφής, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης και παραθερισμού, είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών της αντίστοιχης ηλικίας. Επομένως, με βάση όλα τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες του ενάγοντος ανηλίκου διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες της ζωής του, και συγκεκριμένα τις ανάγκες του για ένδυση, διατροφή, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρησή του, απαιτείται, ενόψει και της οικονομικής και προσωπικής κατάστασης των γονέων του, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως. Από το ποσό αυτό, βάσει των συνολικών δυνάμεων των διαδίκων και του μεταξύ τους συσχετισμού, ο εναγόμενος βαρύνεται και μπορεί να καταβάλλει ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή για το ανήλικο τέκνο του, το ποσό των 400 ευρώ. Κατά το υπόλοιπο ποσό (των 100 ευρώ), η διατροφική αξίωση του ως άνω ανηλίκου καλύπτεται από την ενάγουσα μητέρα του με την παροχή σ’ αυτό των ανωτέρω υπηρεσιών της (για την περιποίηση και φροντίδα αυτού), που είναι αποτιμητές σε χρήμα, καθώς και με τις λοιπές, συνδεόμενες με τη συνοίκησή τους, παροχές. Πρέπει να σημειωθεί, ότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV Α της παρούσας, ο ως άνω επιμερισμός της απαιτουμένης για το ανήλικο τέκνο των διαδίκων διατροφής, μεταξύ των γονέων τους, γίνεται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ένστασης συνεισφοράς και της μητέρας του, εκ μέρους του εναγομένου, δεδομένου ότι με την αγωγή ζητείται όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτουμένης για το εν λόγω ανήλικο διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εναγομένου στη διατροφή αυτή, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής της μητέρας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, ως μηνιαία διατροφή του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους, το ποσό των 400 ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς το ύψος της οφειλόμενης στο ανήλικο τέκνο διατροφής, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, τόσο του σχετικού λόγου (πρώτου κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η διατροφή αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 200 ευρώ, όσο και του σχετικού λόγου (τρίτου κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η διατροφή αυτή πρέπει να ανέλθει στο ποσό των 500 ευρώ. Επίσης, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής των διαδίκων συζύγων και με βάση τόσο τις ανωτέρω οικονομικές δυνατότητες τους όσο και τις ανάγκες της ενάγουσας, όπως αυτές έχουν ήδη διαμορφωθεί από τις συνθήκες της ζωής της, λαμβανομένων υπόψη και των νέων προσωπικών αναγκών που δημιουργούνται από τη χωριστή διαβίωση των διαδίκων κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV Β της παρούσας, η συμμετοχή του εναγομένου στην ανάλογη διατροφή της έχουσας μικρότερα από εκείνον εισοδήματα ενάγουσας και, ως εκ τούτου, δικαιούχου διατροφής, πρέπει να προσδιορισθεί στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως το οποίο και ανταποκρίνεται στην αναλογία της προς τούτο συνεισφοράς του εναγομένου συζύγου της στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους και μπορεί να της εξασφαλίσει επίπεδο ζωής, ανάλογο αυτού που απολάμβανε κατά την έγγαμη μετά του εναγομένου συμβίωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα σύζυγό του, ως ανάλογη σε χρήμα διατροφή αυτής, το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμου, τόσο των σχετικών (δεύτερου και τρίτου) λόγων της έφεσης του εναγομένου, όσο και του σχετικού λόγου (τρίτου κατά το πρώτο σκέλος του) λόγου της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Τέλος, λόγω της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, πρέπει να παραχωρηθεί στην ενάγουσα από τον εναγόμενο σύζυγό της η χρήση των κατωτέρω κινητών πραγμάτων της πρώην συζυγικής οικίας, που αποτελούσαν είδη της οικοσκευής των διαδίκων και που είναι απολύτως απαραίτητα σ’ αυτήν για την χωριστή της εγκατάσταση, ήτοι: 1) του παιδικού κρεβατιού, του συνόλου του ρουχισμού και των λευκών ειδών, του συνόλου των παιχνιδιών και του μηχανοκίνητου αυτοκινήτου του ανηλίκου τέκνου τους, 2) του εξοπλισμού του παιδικού καροτσιού (port bebe και καθίσματος αυτοκινήτου), 3) μίας μεγάλης συρταριέρας από το παιδικό δωμάτιο, 4) των αναμνηστικών της βάπτισης του τέκνου τους (ρούχα, παγκάκι και σταυρός), 5) του ψηφιακού άλμπουμ με τις φωτογραφίες της βάπτισης, 6) των βιβλίων του Τ.Ε.Ι. της ενάγουσας, 7) των εγκυκλοπαιδειών του ΣΚΑΪ, 8) των περιοδικών National Geographic, 9) δύο (2) ασπρόμαυρων χαλιών του σαλονιού, μίας φλοκάτης και ενός μπλε χαλιού για το παιδικό δωμάτιο, 10) ενθυμίων από την παιδική και εφηβική ηλικία της ενάγουσας, 11) του πλυντηρίου πιάτων, 12) μίας χύτρας ταχύτητας μάρκας Fissler, 12) ενός στρογγυλού τραπεζιού κουζίνας, 13) ενός τριθέσιου άσπρου δερμάτινου καναπέ, 14) του τραπεζιού της βεράντας με τις τέσσερις (4) καρέκλες και 15) μίας απλώστρας και μίας σιδερώστρας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, υποχρέωσε τον εναγόμενο να παραχωρήσει στην ενάγουσα την χρήση των ανωτέρω αναφερόμενων οικιακών αντικειμένων της συζυγικής οικίας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (πέμπτου) λόγου της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, αναφορικά με την από 12.1.2016 αγωγή του ενάγοντος, ………, αποδείχθηκε, ότι αυτός, ως πατέρας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, ενδιαφέρεται γι’ αυτό και το αγαπά και, ως εκ τούτου, το αληθινό συμφέρον του τέκνου επιβάλλει την ισότιμη παρουσία του πατέρα του στη ζωή του και τη μη αποξένωσή του απ’ αυτόν. Συνεπώς, πρέπει να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, έτσι ώστε και αυτός να ασχολείται ενεργά με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγησή του έως την ενηλικίωσή του, να διατηρηθεί ο μεταξύ τους ψυχικός δεσμός και να αποτραπεί τυχόν κίνδυνος αποξένωσής τους. Η εναγομένη μητέρα του ανηλίκου πρωτοδίκως πρόβαλε τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, ότι η επικοινωνία του ενάγοντος με το τέκνο θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο κατά τα Σαββατοκύριακα, κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και Πάσχα για χρονικό διάστημα τριών ημερών και κατά τη περίοδο των θερινών διακοπών για χρονικό διάστημα 10 ημερών και όχι εντός της εβδομάδας, επικαλούμενη α) ότι η πολύωρη επικοινωνία του ανηλίκου με τον ενάγοντα διαταράσσει την ομαλότητα της καθημερινότητάς του, ιδίως από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και εφεξής, αφού ο ανήλικος εντάσσεται στην εκπαιδευτική διαδικασία φοιτώντας αρχικά σε παιδικό σταθμό και μετέπειτα σε νηπιαγωγείο, β) ότι η συνεχής μεταφορά του ανηλίκου από και προς τη …. (από την …., όπου αυτός ήδη κατοικεί) είναι δυσχερής και κουραστική γι’ αυτόν και γ) ότι καθ’ υπόδειξη του παιδιάτρου, αυτός πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένο πρόγραμμα δραστηριότητας, που περιλαμβάνει μεσημεριανή ανάπαυση – ύπνο. Όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι δυνατόν, λόγω και της μικρής ηλικίας του τέκνου, το οποίο ακόμη φοιτά σε παιδικό σταθμό και δεν επιβαρύνεται με μελέτη και λοιπές εξωσχολικές δραστηριότητες, να παραλαμβάνεται από τον ενάγοντα, πατέρα του, από τον παιδικό σταθμό για μία ημέρα εντός της εβδομάδος (και όχι δύο όπως ο τελευταίος ζητεί), και δη εκάστη Πέμπτη περί ώρα 13.30’ και να επιστρέφει στην οικία της μητέρας του στις 19.30΄, χρονικό διάστημα που δεν είναι ικανό να διαταράξει τις καθημερινές του συνήθειες και, σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ότι, για το συμφέρον του ανηλίκου, προέχει η τακτική και με ικανή διάρκεια επικοινωνία με τον πατέρα του, για τη διατήρηση και ενίσχυση του μεταξύ τους ψυχικού δεσμού. Επίσης, για τους ίδιους λόγους, πρέπει η επικοινωνία του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του να γίνεται κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο εναλλάξ, κατά τις εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα να διαρκεί για μία εβδομάδα και κατά τις θερινές διακοπές να διαρκεί για 15 ημέρες συνολικά, ενώ, επίσης, πρέπει η εναγομένη-μητέρα να επιτρέπει στον ενάγοντα-πατέρα να επικοινωνεί τηλεφωνικά με το ανήλικο και κατά τις υπόλοιπες  ημέρες της εβδομάδας (κατά τις οποίες δεν επικοινωνεί με το ανήλικο δια ζώσης) και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ωρών 18.00 έως 20.00 εκάστης ημέρας, ενώ δεν κρίνεται σκόπιμο να περιορισθεί η τηλεφωνική αυτή επικοινωνία από καθημερινή σε εβδομαδιαία βάση, όπως ζητεί η εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας το ενάγοντος-πατέρα με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, …., με τον ανωτέρω αναφερόμενο τρόπο και χρονική συχνότητα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμών τόσο του σχετικού (τρίτου) λόγου της έφεσης του ενάγοντος πατέρα, όσο και των σχετικών (πρώτου και δεύτερου) λόγου της έφεσης της εναγόμενης μητέρας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

VΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ’ ουσία. Επίσης, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες εκάστης των ως άνω εφέσεων, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων εκάστης έφεσης αντίστοιχα, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειώνεται, ότι η διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ περί συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων επί διαφορών μεταξύ συζύγων, δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρώην συζύγους, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, ενώ η ιδιότητα του συζύγου πρέπει να υφίσταται όχι μόνο κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά και κατά τον χρόνο που εκδίδεται η απόφαση (ΕφΑθ 4127/2011 ΕλλΔνη 2012.491, βλ. Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. Ι, άρθρο 179, αρ. 2, σελ. 574). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα, …….., του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το με αριθμό κωδικού ……… ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 8.9.2017 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς, γιατί αυτό, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε υποχρέωση κατάθεσής του (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 592 αρ. 3 του ίδιου Κώδικα), δεν συνιστά το «νόμιμο παράβολο» του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ώστε το Δικαστήριο να διατάξει, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, την εισαγωγή αυτού στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, καθόσον η εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης προϋποθέτει την ύπαρξη του νόμιμου παραβόλου, προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 5.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………) έφεση του …….. και β) την από 11.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………) έφεση της …….., που στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 3339/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την ανωτέρω  έφεση του ………

Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της  εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την ανωτέρω έφεση της ……..

Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην ως άνω εκκαλούσα, ………, του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ