Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 483/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 483 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Γ.Λ

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η υπό κρίση από 20-9-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ….) έφεση της ενάγουσας, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 1017/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και απέρριψε ολικώς την από 22-1-2014 (με αύξ. αριθμ. καταθ. ……..) αγωγή της κατά της εναγομένης, περί απόδοσης ασφαλίστρων. Έχει δε ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 § 3 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ.2 του ν.4446/2016, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, αφού δεν προκύπτει επίδοσή της από ή προς την εκκαλούσα, και έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (e-παράβολο με κωδικό …… και από 27-9-2017 αποδεικτικό εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς), ενώ από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη, αφού σημειωθεί ότι, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρων 686επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση (ΑΠ 287/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 929/2014, ΕΦΑΔ 2014.936).

Η εκκαλούσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εξέθετε στην αγωγή της ότι δυνάμει της από 2-3-2001 σύμβασης διορισμού ασφαλιστικού συμβούλου που καταρτίστηκε με την εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), να διαμεσολαβεί για λογαριασμό της προκειμένου να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις με τρίτους και να εισπράττει τα ασφάλιστρα, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης αυτής και του νόμου. Ότι κατά την εκτέλεση της ως άνω σύμβασης δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο της εναγόμενης προς αυτήν (ενάγουσα) από εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα παραγωγής της, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-9-2010 έως τις 29-3-2011 ύψους 21.149,16 ευρώ, τα οποία η εναγομένη αντισυμβατικά παρακράτησε, ιδιοποιούμενη αυτά άνευ δικαιώματος. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού (τροπής) του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει το παραπάνω ποσό με βάση τις διατάξεις περί συμβάσεως παρακαταθήκης και περί αδικοπραξίας και επικουρικά του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με τον νόμιμο τόκο από τις 29-6-2011 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, απορρίφθηκε αρχικά -ορθώς- η επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως νομικά αβάσιμη,  και στη συνέχεια η κύρια βάση της, από τη σύμβαση παρακαταθήκης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ολικώς  ηττηθείσα ενάγουσα, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή της  λόγους, αναγομένους σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, και την αποδοχή της αγωγής της στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139 και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι η δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά είναι εικονική και άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενομένη. Εικονική δε είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποσκοπεί δε στη δημιουργία εντυπώσεως στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφισταμένη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί συμβάσεως, στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο (ΑΠ 2260/2014, ΧΡΙΔ 2015.440, ΑΠ 159/2013, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2013.69), αφού η γνώση αυτή και η συμφωνία όλων των, κατά τον χρόνο της καταρτίσεώς της, συμβαλλομένων, για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο (ΑΠ 681/2016, ΑΠ 899/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η εικονικότητα είναι δυνατόν να αναφέρεται και στο πρόσωπο υπέρ του οποίου επέρχονται τα δικαιώματα από την εικονική δικαιοπραξία, όταν συμβάλλεται αντί αυτού άλλο πρόσωπο με συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, εικονικών και πραγματικών, ότι τα αποτελέσματα της συμβάσεως θα επέλθουν όχι υπέρ του φαινομενικά συμβαλλομένου, αλλ’ υπέρ του καλυπτομένου αληθινού (ΕφΔωδ 177/2009 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση είναι άκυρη και γι’αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς τον φαινομενικό συμβαλλόμενο (πχ αγοραστή), ισχύοντας αντίστοιχα για τον πραγματικό, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ και 68 και 70 του ΚΠολΔ (ΑΠ 2306/2009 Νοβ 2010.1407, ΕφΑθ 4562/2006 ΕλλΔνη 2008.251). Εξάλλου, η με παρένθετο πρόσωπο τελούμενη δικαιοπραξία υφίσταται, όταν επιθυμεί κάποιος να καταρτίσει ορισμένη δικαιοπραξία χωρίς να εμφανισθεί ο ίδιος και πράττει αυτό μέσω άλλου προσώπου, το οποίο ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό του μη εμφανισθέντος. Η μεταξύ τρίτου και παρένθετου προσώπου καταρτισθείσα δικαιοπραξία είναι σοβαρή και όχι εικονική, έστω και αν ο τρίτος γνωρίζει ότι ο αντισυμβαλλόμενός του ενεργεί ως παρένθετο πρόσωπο. Τα αποτελέσματα από τη δικαιοπραξία επέρχονται όπως επί έμμεσης αντιπροσώπευσης στο πρόσωπο του εμφανισθέντος (αχυρανθρώπου), αυτός δε υποχρεούται ενοχικώς να μεταβιβάσει τα από αυτόν κτηθέντα στον μη εμφανισθέντα, για λογαριασμό του οποίου ενήργησε (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος, «αστικός κώδιξ», τόμος Ι, σελ. 207, αρ.2, ΕφΔωδ 233/2006 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Από την εκτίμηση της καταθέσεως της μάρτυρος ……….., που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την ανωμοτί εξέταση της εναγομένης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τις υπ’αριθμ……….. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………….., αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου, ………., που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (υπ’αριθμ. ………. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης :  Δυνάμει της από 2-3-2001 σύμβασης παραγωγού ασφαλειών αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη ευρισκόμενη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 1706/4-4-2011 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), εκπροσωπούμενη από την ορισθείσα με απόφαση της ως άνω Επιτροπής, ασφαλιστική εκκαθαρίστριά της, ………… (ΦΕΚ 3770/2-12-2016 τεύχος ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ), ανέθεσε στην εναγομένη, τη διενέργεια πράξεων διαμεσολάβησης στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους, για λογαριασμό της, εντός της περιφέρειάς της. Συγκεκριμένα, η εναγομένη, κάτοικος τότε Βόλου, θα δεχόταν αιτήσεις τρίτων που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, στους ασκούμενους από την ενάγουσα κλάδους, σύμφωνα με τους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα, τις ειδικές εντολές και οδηγίες αυτής, τους κανονισμούς και τα εκάστοτε υποχρεωτικά τιμολόγια, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τις διατάξεις των οικείων νόμων, διατηρώντας το δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας και με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Επίσης, όφειλε, κάθε τρίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και γενικά της διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου, καταβάλλοντάς της κάθε πλεόνασμα. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, η εναγομένη είχε την υποχρέωση να τα αποστείλει στην ενάγουσα για ακύρωση εντός δύο μηνών από την παραλαβή τους, και σε περίπτωση που δεν το έπραττε, όφειλε να αποδώσει τα προβλεπόμενα ασφάλιστρα. Σε περίπτωση, επίσης, καταγγελίας της συμβάσεως, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα, η εναγομένη όφειλε να καταβάλει αμέσως στην ενάγουσα το υπάρχον χρεωστικό υπόλοιπο όπως αυτό θα προέκυπτε από τα εμπορικά της βιβλία, καθιστάμενη έκτοτε υπερήμερη. Την εποχή που συνήφθη η σύμβαση, η εναγομένη είχε μόλις προσληφθεί ως υπάλληλος από τον …………, που δραστηριοποιείτο στο χώρο των ασφαλειών, ως ασφαλιστικός πράκτορας, υπό τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, συνεργαζόμενος με την ενάγουσα από το 1996, και εργαζόταν υπό τις εντολές και οδηγίες του, εντός του νομίμου ωραρίου. Η ίδια, ουδέποτε συνήψε ασφαλιστικές συμβάσεις εκτός γραφείου ούτε συνεργάστηκε με άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ και πριν την πρόσληψή της δεν είχε εργαστεί στο χώρο των ασφαλειών, έχοντας προβεί στην έναρξη της εργασίας αυτής στην εφορία μόλις στις 25-1-2001, χωρίς να δηλώσει επαγγελματική εγκατάσταση, ενώ επίκειτο δηλαδή η πρόσληψή της από τον ……. Επιπλέον, η καταβολή των ασφαλίστρων γινόταν στο γραφείο της επιχείρησής του, που λειτουργούσε με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας συμφερόντων του, με την επωνυμία «…………….», και η απόδοσή τους προς την ενάγουσα, γινόταν από τον ίδιο, μέσω επιταγών που αυτός παρέδιδε στους αρμοδίους υπαλλήλους της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα προσκομιζόμενα αντίγραφα του οικείου λογαριασμού που τηρείτο, στο χωρίο που αφορά το όνομα του συνεργάτη, αναγράφεται το όνομα της εναγομένης αλλά και του ……….. Άλλωστε, αυτός καρπωνόταν και την προβλεπόμενη προμήθεια, η οποία, όπως δέχεται και η ίδια η ενάγουσα στο δικόγραφο της έφεσής της, καταβαλλόταν σε λογαριασμό της προαναφερθείσας εταιρείας. Υπό το καθεστώς αυτό εργάστηκε η εναγομένη μέχρι τις αρχές του έτους 2010 χωρίς να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα με την ενάγουσα, ενώ το ίδιο συνέβη και με άλλους υπαλλήλους της επιχείρησης του ….., και συγκεκριμένα την εξετασθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου, ………., που εργάστηκε εκεί από το 2004 έως το 2007 αλλά και τον ………., για τον οποίο έχει ήδη εκδοθεί η υπ’αριθμ. 1555/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε ότι η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης που συνήφθη μεταξύ αυτού και της ενάγουσας ήταν εικονική, αφού αυτός ενεργούσε ως αχυράνθρωπος, και ότι πραγματικά συμβαλλόμενη ήταν η παραπάνω εταιρεία. Σε όλες αυτές δηλαδή τις περιπτώσεις, ο ………, προκειμένου να μειώνει το φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας, είχε επιλέξει να προτείνει υπαλλήλους του ως ασφαλιστικούς πράκτορες, που συμβάλλονταν με την ενάγουσα, επιμερίζοντας έτσι το φορολογικό βάρος από την επιχειρηματική του δραστηριότητα, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί επιτελούσαν απλώς και μόνον διεκπεραιωτικό ρόλο, ως εργαζόμενοι. Τυπικά, ωστόσο, αυτοί εμφανίζονταν να εισπράττουν τις προμήθειες και, επομένως, ως φορολογικά υπεύθυνοι, ο ίδιος όμως ο εργοδότης τους προέβαινε στις απαραίτητες οικονομικές τακτοποιήσεις ώστε να μην επιβαρύνονται τελικώς και οι ίδιοι με φόρο πλέον εκείνου που τους αναλογούσε με βάση τον μισθό που ελάμβαναν. Ως εκ τούτου η προσκόμιση των φορολογικών δηλώσεων της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της και εκείνης του έτους 2010, δεν  πιθανολογείται ότι θα παρείχε κάποια άλλη διαφωτιστική πληροφορία. Πέραν αυτού, το σχετικό αίτημα της εκκαλούσας που διατυπώνεται στο δικόγραφο της έφεσης, τυγχάνει μη νόμιμο, διότι το απόρρητο των φορολογικών δηλώσεων, που καθιερώνεται με το άρθρο 85 παρ. 1,2,4,5 του ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), συνιστά νόμιμο λόγο άρνησης επιδείξεως των φορολογικών δηλώσεων, με οποιοδήποτε τρόπο και αν υποβάλλεται το σχετικό αίτημα, ο οποίος κάμπτει το έννομο συμφέρον της εκκαλούσας για την επίδειξη του (ΕφΛαρ 19/2012, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.445, ΕφΘεσ 272/2010, Αρμ. 2013.1296).  Μετά την αποχώρησή της, η εναγομένη, όπως προεκτέθηκε, εγκαταστάθηκε στη Σκιάθο και προσελήφθη από τον Φεβρουάριο του έτους 2010, ως υπάλληλος γραφείου, στο λογιστικό γραφείο του ……….. Έκτοτε δεν είχε καμία επαγγελματική συνεργασία με τον ……….., πλην όμως, με προτροπή του ιδίου, συμφωνήθηκε μέχρι τη λήξη των ήδη υφιστάμενων συμβολαίων, που ήταν καταχωρημένα στον δικό της κωδικό (….) και αφορούσαν ασφάλειες αυτοκινήτων, εξάμηνης ή ετήσιας διάρκειας, να διατηρηθεί τυπικά η ιδιότητά της ως ασφαλιστικής πρακτόρου, με τον κωδικό της, ώστε να μην χρειαστεί να γίνει αντικατάσταση των συμβολαίων. Στη συνέχεια αυτά θα μεταφέρονταν στους κωδικούς  άλλων συνεργατών του. Παρ’όλ’αυτά ο ίδιος στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, διενήργησε και παραγωγές νέων ασφαλειών με τον δικό της κωδικό, μέχρι τις 3-3-2011, χωρίς αυτό να τελεί σε γνώση της. Τελικά, η εναγομένη προέβη σε διακοπή της δραστηριότητάς της, ως μεσίτριας ασφαλειών. Όλα τα παραπάνω τελούσαν σε γνώση της ενάγουσας, καθώς μάλιστα ο ………. φέρεται ότι διατηρούσε στενή σχέση ως κουμπάρος του προέδρου του δσ αυτής, ονόματι …….. Από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, πιθανολογείται ότι, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης παραγωγού ασφαλειών, η ενάγουσα γνώριζε ότι η δήλωση βουλήσεως εκ μέρους της εναγομένης αλλά και προς αυτήν δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά και, επομένως, ήταν εικονική, και ότι πραγματική αντισυμβαλλόμενή της ήταν η παραπάνω εταιρεία συμφερόντων του ………, και όλοι οι συμβαλλόμενοι, εικονικοί και πραγματικοί, συμφώνησαν  ότι τα αποτελέσματα της συμβάσεως θα επέλθουν όχι υπέρ της φαινομενικά συμβαλλομένης εναγομένης, αλλά υπέρ και σε βάρος  της καλυπτόμενης αληθινής. Επομένως, η σύμβαση, κατά τον βάσιμο σχετικό περί εικονικότητας ισχυρισμό της εναγομένης, που επανυποβάλλεται, όπως και πρωτοδίκως, είναι άκυρη και γι’αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς τη φαινομένη εναγομένη, ισχύοντας αντίστοιχα για την πραγματική, ως άνω εταιρεία, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Δηλαδή, πιθανολογήθηκε ότι η ενάγουσα όχι απλώς γνώριζε ότι η εναγομένη ενεργεί ως παρένθετο πρόσωπο, ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό της μη εμφανισθείσας ανώνυμης εταιρείας, αλλά ήθελε να συμβληθεί στην πραγματικότητα με αυτήν, με τον νόμιμο εκπρόσωπο της οποίας διατηρούσε ήδη συνεργασία και απέβλεπε στο πρόσωπό του. Ο ίδιος, σε ένορκη βεβαίωσή του δεν το παραδέχεται ρητά και κατηγορηματικά, καθώς όπως φαίνεται βρισκόταν ήδη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, οφείλοντας, ατομικά και μέσω της εταιρείας του, σημαντικά ποσά στην ενάγουσα, είναι όμως χαρακτηριστικό ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για το επίδικο χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζεται στον κωδικό της εναγομένης και αφορά το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή το έτος 2010. Η κατάθεσή του αυτή συνάδει απολύτως και με το από 1-9-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήψε με την εναγομένη, δυνάμει του οποίου η τελευταία δήλωνε ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των ασφαλίστρων που θα εισέπραττε στην ανώνυμη εταιρεία, και αυτή με τη σειρά της θα το απέδιδε στην ενάγουσα, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι οι προσκομιζόμενες αποδείξεις που φέρονται να πιστοποιούν τέτοιες καταβολές από την εναγομένη προς την εν λόγω εταιρεία ανάγονται όλες σε χρόνο μετά την υπογραφή του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού, ακριβώς για να αποδεικνύεται ότι η εναγομένη έχει ήδη αποδώσει τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα στην παραπάνω εταιρεία, παρ’ότι μάλιστα στην πραγματικότητα η ίδια δεν είχε εισπράξει κανένα ποσό. Για τον λόγο αυτό η τελευταία δεν θεώρησε αναγκαίο να στραφεί και δικαστικά εναντίον του …. ……. Συνεπώς, υπόχρεη προς απόδοση των ασφαλίστρων δεν ήταν η εναγομένη, ούτε αυτή παρακράτησε χρήματα που προέρχονταν από την είσπραξη τέτοιων ασφαλίστρων από τρίτους, ιδιοποιούμενη αυτά παρανόμως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε την αγωγή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 194/2015, ΕφΑθ (Μον)407/2018  αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά κατ’αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με όλους τους λόγους της έφεσής της, απορριπτομένων ως αβάσιμων.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί ακολούθως η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 95 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, 63 § 1ια), 68 § 1 και 69 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20-9-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……….) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 1017/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 26-7-2018.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ