Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 485/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 485/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη  Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται  από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην, όπως, εντός των  ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την  έφεση τις συνέπειες, που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των  αποδείξεων,  ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. (ΑΠ 1015/2005 Ελ.Δ.46,110, ΑΠ 884/2007, Εφ.Θεσ.431/2009, Εφ.Δωδ.136/2009, Εφ.Αθ. 6514/2009, Εφ.Πατρ. 150/2009, Εφ.Αθ.2142/2011, Εφ.Αθ.933/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου, κατά της υπ΄αρ. 2807/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί αγωγής των εναγόντων – ήδη εφεσίβλητων, (που αφορούσε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους εκ μέρους του εναγομένου), κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου – ήδη εκκαλούντος, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. ΄Εχει δε ασκηθεί νομότυπα και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 18-7-2014 (βλ. σχετική σημείωση, στο σώμα της, των δικαστικών επιμελητών Αθηνών, ………) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 17-9-2014, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση κατάθεσης, δεδομένου ότι το διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την ως άνω προθεσμία (άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ). Έχουν καταβληθεί, επίσης, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της έφεσης, παράβολα, εκ μέρους του εκκαλούντος, συνολικού ποσού 200 ευρώ (υπ’ αρ. ………. ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ έκαστο και υπ’αρ. …….. Δημοσίου, ποσού 40 ευρώ έκαστο), κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση της γραμματέα κάτωθεν του δικογράφου της έφεσης. Εφόσον δε ο εκκαλών – εναγόμενος, επικαλούμενος λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, κατά το μέρος που αυτή έκανε δεκτή την αγωγή του αντιδίκου του ως ουσιαστικά βάσιμη, (θεωρώντας ομολογημένα τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, λόγω της ερημοδικίας του),  η κρινόμενη έφεση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ουσίαν δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της. Ακολούθως δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, (όπως τα σχετικά άρθρα ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα, που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 του ίδιου νόμου). Επίσης, και η κρινόμενη αντέφεση των  εφεσίβλητων κατά του εκκαλούντος, που αφορά τα προσβαλλόμενα με την ως άνω έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο σώμα αυτής των προαναφερθέντων δικαστικών επιμελητών, αντίγραφό της επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 5-3-2015, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών, πριν την αρχικά ορισθείσα ως άνω συζήτηση της έφεσης (άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω, κατ΄ουσία, συνεκδικαζόμενη με την κρινόμενη έφεση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας, που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 137/2005, ΑΠ 1920/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 292/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). ΄Ετσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες, που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ (ΑΠ 121/2012, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1294/2017,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1662/2005, 1030/2009, 333/2010, 179/2011, 271/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι-αντεκκαλούντες, εξέθεταν στην από 25-4-2011 (με αρ. καταθ. …….) αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών-αντεφεσίβλητος, ισχυρίστηκε στην από 21-12-2009 με …….. μήνυση, που υπέβαλε εναντίον τους, της οποίας έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, τα στην αγωγή αναλυτικά αναγραφόμενα, ψευδή γεγονότα, ενώ γνώριζε το ψεύδος αυτών, τα οποία ήταν προσβλητικά της προσωπικότητας των εναγόντων και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την επαγγελματική τους υπόληψη, διαπράττοντας, εις βάρος τους, τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης. Ζητούσαν δε ακολούθως, οι ενάγοντες (όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημα της αγωγής τους, με τις προτάσεις τους αλλά και με δήλωσή τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή τους, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, να απαγγελθεί  η προσωπική κράτηση του τελευταίου, διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής  εκτέλεσης της απόφασης και να επιβληθούν εις βάρος του  τα δικαστικά τους έξοδα.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (όπως προκύπτει από τα υπ΄αρ. …….. αγωγόσημα), είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως αυτά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου, που επικαλείται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του ως αβάσιμου. Περαιτέρω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 346, 480, 914, 932 ΑΚ σε συνδ. με αυτές των άρθρων 363-362, 229 Π.Κ και 1047 παρ.1, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, (η αγωγή), να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της .

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων ……….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .

Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών-αντεφεσίβλητος, υπέβαλε στις 22-12-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την από 21-12-2009 μήνυσή του (ΑΒΜ-Α) κατά των εναγόντων ήδη εφεσίβλητων- αντεκκαλούντων, με την οποία κατηγόρησε τον πρώτο ενάγοντα ως αυτουργό των εγκλημάτων της τοκογλυφίας, της πλαστογραφίας και της απάτης στο δικαστήριο, καθώς και τη δεύτερη ενάγουσα, ως άμεση συνεργό του σε αυτά. Πιο συγκεκριμένα στην ως άνω μήνυσή του, ανέφερε ότι, στις 30-6-2001, έλαβε από τον πρώτο ενάγοντα ……., με τον οποίο είχαν εμπορικές συναλλαγές, αφού τον προμήθευε μαζί με τη σύζυγό του-δεύτερη ενάγουσα, πρώτες ύλες για την παρασκευή αρτοσκευασμάτων στο φούρνο, που διατηρούσε στη Νίκαια Αττικής, δάνειο ποσού 22.000 ευρώ, για την ανοικοδόμηση οικοπέδου της συζύγου του. Ότι, για το δάνειο αυτό, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγομένου, συμφωνήθηκαν τοκογλυφικοί τόκοι με μηνιαίο επιτόκιο 4% και ετήσιο 48%, προς εξασφάλιση του οποίου, εξέδωσε εις διαταγή του ενάγοντος αρχικά τρείς επιταγές, οι οποίες ακολούθως αντικαταστάθηκαν από άλλες κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη μήνυσή του. Ότι, τον Ιανουάριο του έτους 2005, είχε ήδη καταβάλει προς εξόφληση του κεφαλαίου και των τόκων του δανείου αυτού το συνολικό ποσό των 39.535,27 ευρώ, οπότε ζήτησε από τον ενάγοντα να του επιστρέψει τα σώματα των επιταγών που του είχε παραδώσει και αναφέρονται στη μήνυση, ο τελευταίος, όμως, δεν το έπραξε, αλλά μεθόδευσε την απώλεια των σωμάτων των επιταγών, προκάλεσε δε την κήρυξη αυτών ως ανίσχυρων και την αναγνώρισή του ως νόμιμου κομιστή τους, διότι αν κατέθετε τα σώματά τους προς έκδοση διαταγών πληρωμής, όπως υποστηρίζει, ήταν εμφανείς ο, επ΄αυτών αλλοιώσεις. Ότι, ακολούθως, αιτήθηκε και επέτυχε (ο ενάγων) την έκδοση των  υπ΄αρ. ……………. διαταγών πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η τελευταία, και του Ειρηνοδικείου Νικαίας οι λοιπές, με βάση τις επιταγές αυτές, αντίστοιχα, εναντίον του, εξαπατώντας με αυτόν τον τρόπο τους δικαστές, που τις εξέδωσαν ως προς το πραγματικό της οφειλής του. Ότι, περαιτέρω, με την απειλή της εις βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, δυνάμει των  ως άνω διαταγών πληρωμής, τον εξανάγκασε αφενός μεν να του καταβάλει διάφορα χρηματικά ποσά, έναντι της ως άνω δήθεν οφειλής του, αφετέρου δε να υπογράψει την από 20-2-2008 υπεύθυνη δήλωση, στην οποία αναγράφεται ότι θα ανακαλέσει προηγουμένως την ασκηθείσα μήνυσή του εναντίον του, διότι το περιεχόμενό της ήταν ψευδές και ότι δεν ήταν ο ……. πλαστογράφος και τοκογλύφος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν. Ότι στις ως άνω παράνομες ενέργειες του μηνυομένου – ήδη ενάγοντος, παρέσχε άμεση συνδρομή ή έτερη μηνυόμενη σύζυγός του ………. – ήδη ενάγουσα, αφού χρησιμοποιούσε τιμολόγια της ατομικής της επιχείρησης, για να αποδείξει ότι υπάρχουν νόμιμες οφειλές του μηνυτή ……. – ήδη εναγόμενου, σε αυτόν. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος, εξεταζόμενος ενόρκως, στις 22-12-2009, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, επιβεβαίωσε το ως άνω περιεχόμενο της μήνυσής του.

Τα παραπάνω, όμως, αναφερόμενα, στην εν λόγω μήνυση του εναγομένου κατά των εναγόντων, γεγονότα, τα οποία ήταν προσβλητικά για την τιμή και την υπόληψή τους, καθώς παρουσίαζε τον πρώτο ενάγοντα  ως πλαστογράφο και τοκογλύφο και τη δεύτερη ενάγουσα ως συνεργό αυτού, δεν ήταν αληθινά, ο δε μηνυτής – εναγόμενος, γνώριζε το ψεύδος αυτών και παραταύτα προέβη στην υποβολή της εν λόγω μήνυσης, για να προκαλέσει τη δίωξή τους. Ειδικότερα, προέκυψε ότι οι ενάγοντες είχαν εμπορικές συναλλαγές με τον εναγόμενο από πολλών ετών και συγκεκριμένα προμήθευαν τον τελευταίο, με προϊόντα κατασκευής αρτοσκευασμάτων, όπως και ο ίδιος δεν αρνείται, κατά τα προαναφερθέντα. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας και των οφειλών του εναγομένου από την αγορά των εν λόγω προϊόντων, εκδόθηκαν από τον εναγόμενο εις διαταγή του πρώτου ενάγοντος, σε διαδοχική αντικατάσταση άλλων, οι επίμαχες πέντε (5)  τραπεζικές επιταγές, ήτοι. α) η υπ΄αρ. ……, επιταγή της ‘’Eurobank’’ ποσού 6.571 ευρώ, β) η υπ’αρ. …. επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 2.081,25 ευρώ, γ) η υπ΄αρ. …. επιταγή της ‘’Omega Bank’’, ποσού 1.263,70 ευρώ, δ) η υπ΄αρ. . επιταγή της ΄΄Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος΄΄, ποσού 5.785 ευρώ και ε) η υπ΄αρ. …. επιταγή, επίσης της ΄΄Eurobank΄΄, ποσού 13.177 ευρώ. Οι επιταγές αυτές εκλάπησαν, μεταξύ άλλων, από το γραφείο του ενάγοντος. Υπαίτιος δε της πράξης αυτής κρίθηκε, δυνάμει της υπ΄αρ. 1772/2009 απόφασης του Στ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο υπάλληλος του ενάγοντος,  ……, ο οποίος καταδικάστηκε με την ως άνω απόφαση για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε ποινή κάθειρξης έξι ετών.  Με βάση τα προαναφερθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι μεθόδευσε ο ενάγων την κλοπή των επιταγών, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος με την ως άνω μήνυσή του, αφού μάλιστα ήταν ο ίδιος (εναγόμενος), που δήλωσε στην τράπεζά του την κλοπή αυτών. Ο ισχυρισμός, που αναφέρει στην έφεσή του, ότι το έκανε για να μην έχει άλλες εκκρεμότητες με τρίτους, δεν κρίνεται πειστικός. Μάλιστα, αφού ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο να του αντικαταστήσει τις κλαπείσες επιταγές και εκείνος δεν το έπραξε, κατόπιν αίτησής του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ΄αρ. 5198/2006 απόφαση, κήρυξε τις επιταγές αυτές ανίσχυρες, οπότε με βάση την απόφαση αυτή ο ενάγων, στη συνέχεια, αιτήθηκε και επέτυχε την έκδοση των ως άνω διαταγών πληρωμής, αντίστοιχα, εις βάρος του εναγόμενου. Τα παραπάνω, ότι δηλ. οι εν λόγω επιταγές αφορούσαν πραγματικές συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων, καθώς και ότι είχαν πράγματι κλαπεί, ενώ τα γνώριζε ο εναγόμενος, εντούτοις προέβη στην ως άνω ψευδή μήνυσή του, η οποία απορρίφθηκε ως κατ΄ουσία αβάσιμη, δυνάμει της υπ΄αρ. ……. διάταξης της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή, (όπως προκύπτει από το υπ άρ. …… πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς), με την οποία, μάλιστα, επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του εγκαλούντος –εναγομένου, διότι κρίθηκε ότι η έγκληση  ήταν ψευδής και έγινε από δόλο του εγκαλούντος ( άρθρο 585 παρ.5 ΚΠοινΔ). Ακόμη, ο ενάγων κρίθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της τοκογλυφίας, σχετικά με την ένδικη υπόθεση, με την υπ΄αρ. 10277/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, (βλ. υπ΄αρ……. πιστοποιητικό της Γραμματέα του  Εφετείου Αθηνών περί μη άσκησης αναίρεσης ή άλλων ένδικων μέσων κατ΄αυτής), ενώ πρωτοδίκως, δικαζόμενος χωρίς να είναι παρών, είχε κηρυχθεί ένοχος. Εξάλλου, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και ψευδορκίας, σχετικά με τα ως άνω αναγραφόμενα στην εν λόγω μήνυσή του, τα οποία είναι αντικείμενο και της παρούσας δίκης, κηρύχθηκε ένοχος ο εναγόμενος με την υπ΄αρ. 1762/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, η οποία επίσης έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωριζομένου σε αυτόν του ελαφρυντικού της παρ. 2 εδ. ε του άρθρου 84 Π.Κ (της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους για κάθε πράξη. Και στις δύο δε ως άνω αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, κρίθηκε ότι υπήρχαν πραγματικές συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων και δεν έλαβε χώρα το επικαλούμενο από τον εναγόμενο – μηνυτή τοκογλυφικό δάνειο. Ειδικότερα, τα ως άνω περιστατικά και ισχυρισμοί για τους ενάγοντες, που ο εναγόμενος διέλαβε, εν γνώσει του ψεύδους τους, στην επίμαχη μηνυτήρια αναφορά, με σκοπό της καταδίωξή τους, αλλά και επανέλαβε στην προαναφερθείσα ένορκη εξέτασή του προς υποστήριξη της μήνυσης αυτής, του περιεχομένου των οποίων έλαβαν γνώση ο Εισαγγελέας, ο Πταισματοδίκης, οι γραμματείς  και όσοι ασχολήθηκαν με την υπόθεση, κατ’ αντικειμενική κρίση, μπορούσαν να βλάψουν, πράγμα που γνώριζε ο εναγόμενος, και πράγματι έβλαψαν την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική υπόσταση των άνω εναγόντων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται επί σειρά ετών, στο χώρο του εμπορίου. Κι αυτό διότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, εμφάνιζαν τον μεν πρώτο ενάγοντα ως στυγνό τοκογλύφο που μάλιστα εξαπατούσε το δικαστήριο, τη δε δεύτερη ενάγουσα ως άμεση συνεργό του. Επομένως, στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος των εναγόντων, με το οποίο προσβάλλεται, όπως λέχθηκε, η προσωπικότητά τους, καθώς και της ψευδούς καταμήνυσης, με αποτέλεσμα να υπέχει ο εναγόμενος υποχρέωση καταβολής σε αυτούς, χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί παρακάτω.

Ο δε ισχυρισμός του εναγομένου –εκκαλούντος, ότι τα ποσά των, επικαλούμενων από τους ενάγοντες, τιμολογίων, τα οποία ο  ίδιος προσκομίζει, που αφορούν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους, δεν ταυτίζονται με τα ποσά καμίας από τις επίμαχες επιταγές, δεν αποδεικνύει όσα υποστηρίζει περί τοκογλυφικού, εκ μέρους του ενάγοντος, δανείου προς αυτόν. Ειδικότερα, ενόψει ότι ο εναγόμενος κατέβαλε μερικότερα ποσά από τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια, που ο ίδιος προσκομίζει, παρέδιδε δε στους ενάγοντες, έναντι της οφειλής του, (μεταχρονολογημένες) επιταγές, τις οποίες διαδοχικά αντικαθιστούσε, κατά τα προεκτεθέντα, είναι λογικό τα ποσά των ως άνω επιταγών να μην αντιστοιχούν ακριβώς σε κάποια από τα ποσά που αναφέρονται στα εν λόγω τιμολόγια. Ακόμη, η μη χορήγηση αποδείξεων εκ μέρους του ενάγοντος, για τα καταβαλλόμενα από τον εναγόμενο ποσά, δεν αποδεικνύει ότι αυτά αφορούσαν τοκογλυφικό δάνειο, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται, διότι επί επιταγών, όταν αυτές εξοφληθούν, επιστρέφεται  σ΄ αυτόν που κατέβαλε την αξία τους, το σώμα των επιταγών και όχι εξοφλητική απόδειξη. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι προέβη στην άσκηση της εν λόγω μήνυσης για να υπερασπιστεί και να διαφυλάξει τα νόμιμα δικαιώματά του, αληθής υποτιθέμενος, δεν αίρει την ευθύνη του για τη συκοφαντική δυσφήμηση των εναγόντων, καθώς η περίπτωση αυτή άρσης του αδίκου της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1γ Π.Κ, εφαρμόζεται, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, μόνο επί απλής δυσφήμησης, δηλ. αν τα δυσφημιστικά γεγονότα, που αναφέρονταν στην εν λόγω μήνυση, ήταν αληθή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ήταν ψευδή, οπότε πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Εξάλλου, το ότι τα πρόσωπα που έλαβαν γνώση των όσων, προσβλητικών για την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, ψευδών γεγονότων, ισχυρίστηκε στην εν λόγω μήνυσή του, ήταν, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος, δικαστές, εισαγγελείς και γραμματείς, στα πλαίσια των εργασιακών καθηκόντων τους, δεν αναιρεί την έννοια του τρίτου προσώπου ενώπιον του οποίου διαδόθηκαν αυτά και συνεπώς τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1294/2017, ο.π). Πέραν δε αυτού, τα γεγονότα αυτά διαδόθηκαν και στον επαγγελματικό αλλά και κοινωνικό κύκλο των εναγόντων, αφού  η δικαστική διαμάχη τους με τον εναγόμενο, κατά την οποία ο τελευταίος τους κατηγόρησε για τοκογλυφία κ.α, κατά τα προαναφερθέντα, εκκρεμεί επί σειρά ετών σε διάφορα στάδια, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τέτοιου είδους φήμες για τόσο σοβαρές κατηγορίες εις βάρος εμπόρων δεν αργούν να γίνουν γνωστές στην αγορά. Δεν προέκυψε δε κανενός είδους συντρέχον πταίσμα των εναγόντων, όπως, όλως αορίστως, ισχυρίζεται ο εναγόμενος στην έφεσή του, στη βλάβη, που αυτοί υπέστησαν από την εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά του. Τέλος, ο ισχυρισμός του εναγομένου, που επίσης επικαλείται στην ένδικη έφεση, περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων, επειδή το ποσό του αιτούνται ως χρηματική ικανοποίηση είναι υπέρογκο, δεν συνιστά, με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος και συνεπώς είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, σε κάθε περίπτωση ,η εκτίμηση του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης,  ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο κρίνει με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

Από τα προαναφερθέντα δε πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, όπως προεκτέθηκε, ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, για την ανόρθωση της οποίας πρέπει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, να επιδικασθεί στον καθένα εξ αυτών ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, εφαρμοζόμενης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ), λαμβανομένων υπόψη του είδους, της έντασης της προσβολής, του βαθμού της υπαιτιότητας του εναγόμενου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, τόσο των εναγόντων όσο και αυτής του εναγομένου, η οποία δεν είναι καλή, καθώς έχουν κατασχεθεί αναγκαστικά ακίνητα ιδιοκτησίας του, έχει καταθέσει , δε, την από 20-7-2014 (με αρ. καταθ. …….) αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νικαίας για την υπαγωγή του στο άρ.4 παρ.1 Ν. 3869/2010. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς το ως άνω ποσό, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγόντων, που προβάλλουν με την ένδικη αντέφεσή τους η οποία ως εκ τούτου είναι απορριπτέα κατ΄ουσία- να τους επιδικαστεί, ως χρηματική ικανοποίηση, το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, και σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερο του επιδικασθέντος με την εκκαλουμένη απόφαση (8.000 ευρώ στον καθένα), ποσού, το οποίο, όμως, κρίνεται υπερβολικό από το παρόν δικαστήριο, με βάση τα ως άνω εκτιμηθέντα στοιχεία και τις εν γένει συνθήκες σε συνδυασμό και με την σοβαρή οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως προαναφέρθηκε και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε κάθε έναν από τους δύο ενάγοντες, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 6.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση. Περαιτέρω. δεν πρέπει να απαγγελθεί κατά του εναγόμενου προσωπική κράτηση ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, ενόψει του ότι, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. µε την Υ.Α 12082/2009 (ΦΕΚ 318/20-2-2009), όπως τροποποιήθηκε το άρθρο αυτό µε το άρθρο 72 παρ 12 του N.3994/2011, που δηµοσιεύθηκε και ισχύει από 25-7-2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25-7-2011) και εφαρµόζεται και επί αγωγών που κατά τη δηµοσίευση του νόµου αυτού εκκρεµούν, όπως η ένδικη, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για επιδικασθείσα απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ, όπως στην προκειμένη περίπτωση.  Ακολούθως, πρέπει να δαιταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε ο εκκαλών-εναγόμενος, στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της μερικής ήττας του (άρθρο 495 παρ 3 εδ τελευταίο ΚΠολΔ).

Τέλος, μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων – εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εναγομένου -εφεσίβλητου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται  στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, την έφεση και την αντέφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Δέχεται την αντέφεση τυπικά και

Απορρίπτει την αντέφεση κατ΄ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 2807/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 24-5-2011 (υπ’αρ. εκθ. κατάθεσης …….) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε έναν από τους δύο ενάγοντες το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση .

Διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο, που κατέβαλε ο εκκαλών-εναγόμενος, στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντα, μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στον Πειραιά, στις  14 Ιουνίου 2018 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 26 Ιουλίου  2018, απόντων των διαδίκων  και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠPOEΔPOΣ                                   Η ΓPAMMATEAΣ