Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 488/2018

Αριθμός    488/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η  από 12-5-2017 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης  ……..)  έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας κατά της 822/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε  την από 8-11-2015 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης  ………. αγωγή της ενάγουσας, έχει  ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης, σύμφωνα με την με ημερομηνία 12-4-2017 επισημείωση κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..  στο επιδοθέν αντίγραφο της εκκαλουμένης  (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ).  Επομένως και δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το οριζόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Με την άνω αναφερόμενη αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «………» που εδρεύει στο …. Αττικής και δραστηριοποιείται στις γενικές μηχανολογικές επισκευές πλοίων κάθε τύπου,  ισχυρίζεται ότι σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων  έργου   που κατάρτισε στο Πέραμα με την εναγόμενη εταιρία  με την επωνυμία «……..» – πρώην «………» που εδρεύει στα νησιά …. και είναι πλοιοκτήτρια  του υπό σημαία Μάλτας φ/γ πλοίου «K.», εκπροσωπούμενη νόμιμα από την διαχειρίστρια του πλοίου της εταιρία με την επωνυμία «……..» η οποία εδρεύει ομοίως στα νησιά ….., εκτέλεσε κατά το χρονικό διάσημα από 5-8-2013 έως 17-11-2014 τις περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο μηχανολογικές επισκευές του πλοίου το οποίο προμήθευσε, επιπλέον με τα αναφερόμενα στο ίδιο δικόγραφο ανταλλακτικά. Ότι  από το σύνολο του εργολαβικού ανταλλάγματος και τιμήματος ύψους 84.438,40 ευρώ που δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη πλοιοκτήτρια, η τελευταία εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των 25.218,40 ευρώ.  Με βάση το παραπάνω ιστορικό και όσα ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, ζητά η ενάγουσα κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικά με εκείνες περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το άνω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. To πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει επί της κρινόμενης διαφοράς, εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο, έκρινε στην συνέχεια την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας  την επικουρική βάση της αγωγής και  δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη επιδικάζοντας το αιτούμενο ποσό στην ενάγουσα.

Η εναγόμενη εταιρία με την κρινόμενη έφεσή της και τους λόγους αυτής με τους οποίους παραπονείται για την απόρριψη του ισχυρισμού της περί μερικής εξόφλησης της ένδικης απαίτησης και του επικουρικά προταθέντος ισχυρισμού περί συμψηφισμού της με ανταπαιτήσεις της και περαιτέρω του αιτήματός της περί αναβολής της συζήτησης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό πλήρους απόρριψης της αγωγής.

Α.Ι.  Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δε θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής». Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, η  οποία αναφέρεται μεν  σε αναβολή της συζήτησης, πρόκειται όμως περί αναστολής της δίκης  που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕΑ 909/2008 δημοσ    στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492) και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξίωσης που γενεσιουργό αιτία έχει την (ήδη, παράλληλα κρινομένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά αυτήν και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης (ΕΑ 6470/1991 ΕλλΔνη 1993. 910) αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας και η οποία εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (ΚΠολΔ 524), προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΑΠ 149/2017 δημοσ  στη τνπ ΝΟΜΟΣ, 2066/1984 ΝοΒ 33. 1161, ΕΑ 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492). Άλλωστε, η ευχέρεια του δικαστηρίου υπάρχει και όταν η διάγνωση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εξαρτάται ολικά ή μερικά από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος, υπό την έννοια του δεσμού της νομικής μεταξύ τους αναγκαιότητας, έτσι ώστε  να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης  διαφοράς χωρίς την κρίση της υποκειμένης και εξαρτώσας έννομης σχέσης, ενώ παράλληλα η αυτοτελής, στην άλλη δίκη διάγνωση του προδικαστικού αυτού ζητήματος, θα συντελέσει στην ασφαλέστερη διάγνωση και επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί. (ΕΑ 1147/2012 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).ΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση η εναγόμενη εταιρία με τις ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου νομότυπα προσκομισθείσες προτάσεις της, συνομολόγησε την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτρια του φ/γ  πλοίου «K.», τη διαχείριση αυτού από την  εταιρία με την επωνυμία «……» καθώς και την ιδιότητα της ενάγουσας ως εταιρίας δραστηριοποιούμενης στον τομέα των γενικών μηχανολογικών επισκευών πλοίων, τέλος δε, την μεταξύ τους κατάρτιση σύμβασης έργου με  αντικείμενο την επισκευή του άνω αναφερόμενου πλοίου. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι διατηρώντας  ένα μεγάλο αριθμό πλοίων των οποίων τόσο οι πλοιοκτήτριες εταιρίες όσο και η ως άνω  διαχειρίστρια ανήκουν επιχειρηματικά στον  εφοπλιστικό όμιλο συμφερόντων του ίδιου προσώπου, ανέθετε στην ενάγουσα με την οποία είχε πολυετή συνεργασία, ήδη από το έτος 2002, την επισκευή των πλοίων όλου του ομίλου και ότι στα πλαίσια αυτά της ανέθεσε μέσω της διαχειρίστριας εταιρίας  από τον Δεκέμβριο 2010 έως και τον Μάρτιο 2014 την διενέργεια γενικών επισκευών στο σύνολο των, δέκα, πλοίων του ομίλου. Συνομολόγησε δε με τις εν λόγω προτάσεις της την ανάληψη από μέρους της ενάγουσας εργολήπτριας εταιρίας την εκτέλεση του έργου με δικό της προσωπικό, βαρυνόμενη με την καταβολή των ημερομισθίων και ασφαλιστικών εισφορών, την εξ ιδίων αγορά των απαιτηθησόμενων ανταλλακτικών και εξαρτημάτων. Ισχυρίστηκε ωστόσο περαιτέρω ότι με την ενάγουσα συμφωνήθηκε σύμβαση έργου ενιαία για όλα τα πλοία με εργολαβική αμοιβή προσδιοριζόμενη απολογιστικά με την διατήρηση «ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού όπου καταχωρούνταν οι χρεώσεις που αφορούσαν το κόστος υλικών και τα «εργατικά» καθώς και οι πιστώσεις,  οι ήδη γενόμενες καταβολές, ότι το κατάλοιπο του εν λόγω λογαριασμού για το σύνολο του έργου ανέρχεται σε 36.233,69 ευρώ και όχι σε 466.264,70 ευρώ ποσό το οποίο αξιώνει συνολικά η ενάγουσα με την έγερση διαφορετικών για κάθε πλοίο αγωγών.  Ότι η ίδια η εναγομένη από κοινού με τις λοιπές πλοιοκτήτριες εταιρίες καθώς και την άνω αναφερόμενη διαχειρίστρια εταιρία  έχει ασκήσει την με αριθμό κατάθεσης ……….. από 19.9.2016 αγωγή   με αίτημα την αναγνώριση ότι η έννομη σχέση που συνδέει τις πλοιοκτήτριες εταιρίες με την εκεί εναγόμενη (και εδώ ενάγουσα) είναι ενιαία σύμβαση έργου με εργολαβική αμοιβή προσδιοριζόμενη απολογιστικώς, ότι το κατάλοιπο του εργολαβικού λογαριασμού  ανέρχεται στο άνω ποσό και όχι στο ποσό που ισχυρίζεται η εναγομένη  και επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν πρόκειται για ενιαία σύμβαση αλλά για περισσότερες, να αναγνωρισθεί ότι το κατάλοιπο ανέρχεται για τα  επί μέρους ποσά στο ύψος που η ίδια ισχυρίζεται ότι ανέρχεται. Με βάση αυτό το ιστορικό  επικαλούμενη περαιτέρω ότι ήδη σε κάποιες από τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν αγωγές της ενάγουσας για αμοιβή από επισκευές μερικών από τα πλοία του ομίλου έχει ανασταλεί η έκδοση της οριστικής απόφασης ενόψει της ποινικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει σε βάρος της ενάγουσας (των εταίρων της και υπαλλήλου της), κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ  αλλά και ενόψει της άσκησης της αναγνωριστικής αγωγής, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, ζήτησε την αναστολή και της παρούσας δίκης σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της αναγνωριστικής αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη απόφαση  ως ουσία αβάσιμο το εν λόγω αίτημα. Με βάση τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις (με στοιχ .Α.Ι) η κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή της δίκης ανήκει, κατ’ αρχήν, στην κυριαρχική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή η οποία  υφίσταται  όταν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση κάποιου ζητήματος που εκκρεμεί σ’ άλλο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση  το ζήτημα που εκκρεμεί σε άλλο δικαστήριο, μετά την άσκηση της άνω αναγνωριστικής αγωγής, δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα που συναρτάται με την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καταχθείσα έννομη σχέση, ούτε  αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος της ενάγουσας που  εκκρεμεί ενώπιον του. Αυτό διότι δεν αμφισβητείται από την εναγομένη το επίδικο δικαίωμα της ενάγουσας να αξιώσει το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής της, δεν αμφισβητείται η έννομη μεταξύ των αντιδίκων σχέση  που αφορά την ένδικη σύμβαση έργου, από την οποία γεννήθηκε το ως άνω δικαίωμα της ενάγουσας εργολήπτριας, εκείνο που αμφισβητεί η εναγόμενη εταιρία είναι το πραγματικό γεγονός που αφορά τις επιμέρους συμφωνίες  με την τελευταία, αν είχε συμφωνηθεί  ενιαία σύμβαση έργου και επομένως ενιαίος λογαριασμός ή  αυτοτελής για κάθε πλοίο σύμβαση έργου και επομένως οι  από μέρους της εναγόμενης εταιρίας πληρωμές αφορούσαν το κάθε πλοίο ξεχωριστά. Όμως το αμφισβητούμενο αυτό ζήτημα, όπως και το επικουρικό αίτημα της  αναγνωριστικής αγωγής της ενάγουσας, είναι αντικείμενο απόδειξης και όχι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής,   συνεπώς δεν εξαρτάται η παρούσα δίκη  εν όλω ή εν μέρει από την επίλυση του  ζητήματος που  αποτελεί αντικείμενο της  δίκης που ανοίχθηκε με την εν λόγω αναγνωριστική αγωγή  αφού   είναι δυνατή η διάγνωση της εδώ επίδικης αξίωσης της ενάγουσας  με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τους ισχυρισμούς αυτών. Ενόψει αυτών και συνεκτιμωμένου ότι η υπό κρίση αγωγή όπως και οι λοιπές αγωγές της ενάγουσας με τις οποίες αξιώνει την εξόφληση της αμοιβής της και για τα λοιπά πλοία ασκήθηκαν το έτος 2015 και η αναγνωριστική αγωγή των εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών την  21-9-2016 (σχετ. η ………. έκθεση επίδοσής της του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ……….), δεν είναι δυνατή η αναστολή της δίκης που από τη φύση της επιβραδύνει τη διαδικασία καθώς θα επιφέρει αδικαιολόγητη και άσκοπη παρέλκυση της δίκης για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς  να συντρέχει νόμιμος προς τούτο λόγος, αφού δεν υφίσταται ζήτημα εκκρεμές προς διάγνωση που δεν μπορεί το παρόν δικαστήριο να επιλύσει. Προς τούτο συνεκτιμάται, κατά τα ακολούθως αναλυόμενα, ότι μεταξύ των αντιδίκων εκ των οποίων η ενάγουσα είχε την ιδιότητα του δανειστή ως προς την εργολαβική αμοιβή και η εναγόμενη την ιδιότητα της οφειλέτριας αυτής,  δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την τήρηση ανοικτού, άλλως, αλληλόχρεου λογαριασμού στον οποίο τα καταχωρούμενα κονδύλια χάνουν την αυτοτέλειά τους και η εξ αυτού του λογαριασμού απαίτηση αφορά το κατάλοιπο. Συνεπώς ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο  απέρριψε το σχετικό αίτημα της εναγομένης  έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης της η εκκαλούσα-εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Β. Ι.  Στη συνέχεια σύμφωνα με  το άρθρο 262 παρ. 1 του  ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή των γεγονότων που την θεμελιώνουν, έκθεση, διαφορετικά είναι αόριστη και  η αοριστία αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτη. Η έλλειψη δε των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. ΙΙ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο  ένσταση εξόφλησης πρέπει να προσδιορίζεται το ποσό, η αιτία  και ο χρόνος της καταβολής. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 440 Α.Κ. ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες ενώ κατά το άρθρο 441 Α.Κ.  Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 Α.Κ.). ΙV.Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 874 ΑΚ,  112 ΕισΝΑΚ και 669 ΕμπΝ προκύπτει, ότι αλληλόχρεος ή ανοικτός ή τρεχούμενος λογαριασμός υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώριση τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο, και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης, κατ` άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ (ΑΠ Ολ 31/1997 ΝοΒ 46,193, ΑΠ 1795/2007 ΧρΙΔ 2007,925, ΑΠ 1/2002 ΕλλΔνη 43,706, ΑΠ 667/2001 ΕλλΔνη 42,1543, ΑΠ 412/1999 ΕΕμπΔ 1999,485, ΑΠ 709/1994 ΕλλΔνη 36,829, Κονδύλης σε ΕλλΔνη 37,497 επ.). Για να υπάρχει δηλαδή αλληλόχρεος λογαριασμός χρειάζεται να υφίσταται τουλάχιστον δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές, ανεξάρτητα αν πράγματι έγιναν τέτοιες αποστολές   κατά τη διάρκεια του λογαριασμού και από τις δύο πλευρές (ακριβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή αν μόνο ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προέβη σε αποστολές (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός). (ΑΠ 857/2006, ΑΠ 680/1986  τνπ NΟΜΟΣ).Η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της παραπονείται κατά της εκκαλουμένης ισχυριζόμενη ότι, κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, απέρριψε τον ισχυρισμό της περί μερικής εξόφλησης της ένδικης αξίωσης της εφεσίβλητης, καθώς και τον επικουρικά προταθέντα ισχυρισμό της περί συμψηφισμού αυτής με ανταπαιτήσεις της, λόγω αοριστίας. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων της εκκαλούσας που παραδεκτά κατέθεσε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς και των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας-εναγομένης ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας και τούτο διότι όσον αφορά τον ισχυρισμό της περί μερικής εξόφλησης δεν μνημονεύει η εναγομένη στις προτάσεις της το, μερικό, ποσό που η ίδια ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην ενάγουσα προς (μερική) εξόφληση της ένδικης αξίωσής της, όπως υποχρεούται σύμφωνα με τις σκέψεις που μνημονεύονται ανωτέρω υπό στοιχ.Ι,  ενώ περαιτέρω δεν εκθέτει στις προτάσεις της ποια ήταν η δική της ανταπαίτηση την οποία προέβαλε σε συμψηφισμό. Και δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει τέτοια ανταπαίτηση εξάλλου καθόσον από τον  ονομαζόμενο από την ίδια ανοικτό δοσοληπτικό λογαριασμό δεν υφίσταται δική της ανταπαίτηση καθώς  ανταπαίτηση μεταξύ των αντιδίκων θα υπήρχε εάν μεταξύ τους υφίστατο ο παραπάνω περιγραφόμενος αλληλόχρεος λογαριασμός. Τέτοιος λογαριασμός όμως προϋποθέτει την ιδιότητα οφειλέτη και δανειστή αμφότερων των συμβληθέντων μερών, η οποία ωστόσο δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση καθώς   μόνο η εναγομένη είχε την ιδιότητα του οφειλέτη αφού αυτή κατά την ένδικη συμφωνία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την εργολαβική αμοιβή δικαιούμενη απλά  να εξοφλεί το χρέος της με τμηματικές καταβολές, που γίνονταν προς αντίστοιχη απαλλαγή της από αυτό,  η δε ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση του έργου και έχει την ιδιότητα του πιστωτή και  μόνο και καθόλου  του οφειλέτη, εξάλλου εργασίες όφειλε να παρέχει και υλικά που αγόραζε με ίδια μέσα. Η τήρηση λογαριασμού, που απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός αποτελούν καταβολές απέναντι στις απαιτήσεις του άλλου, που δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου λογαριασμού. Επομένως οι αξιώσεις  της ενάγουσας για το υπόλοιπο της εργολαβικής της αμοιβής μπορούν να επιδιωχθούν δικαστικά με διαφορετικές αγωγές και όχι με μια, ενιαίως, για όλες, αφού αυτές δεν έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους, όπως θα συνέβαινε εάν υφίστατο ανοικτός, αλληλόχρεος λογαριασμός. Άλλωστε και ο μάρτυρας της εναγομένης δεν επιβεβαίωσε την ύπαρξη τέτοιου λογαριασμού και στην κατάθεσή του αναφέρθηκε  για «υπολογαριασμούς» όσους και τα πλοία που επισκεύασε η ενάγουσα στην οποία οι καταβολές μπορεί να γίνονταν συνολικά για περισσότερα πλοία, όμως οι αποδείξεις αφορούσαν το κάθε πλοίο ξεχωριστά. Τέλος εξάλλου η εναγομένη με τις ίδιες ως άνω προτάσεις της όλως αντιφατικά προς τον προταθέντα ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της ένδικης απαίτησης, συνομολογεί ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο από την εργολαβική αμοιβή της ενάγουσας για τις εργασίες που εκτέλεσε στο πλοίο της (φ/γ «K.») ανέρχεται στο αξιούμενο από την ενάγουσα ποσό (25.218,40 ευρώ) και μάλιστα η ίδια το προσδιορίζει και σε ελάχιστα μεγαλύτερο (25.518,40 ευρώ). Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, εφόσον η εναγομένη δεν επικαλείται συγκεκριμένα την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της, ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό, επικουρικά προταθέντα, ισχυρισμό της ως αόριστο όπως και τον κύριο ισχυρισμό της περί μερικής εξόφλησης σύμφωνα και με τα αναλυόμενα στις προηγηθείσες σκέψεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν αυτών και ενόψει του ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς  έρευνα, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης που ηττήθηκε στην δίκη αυτή, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 176, 183 και 191 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκησή της   στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την  από 12-5-2017 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης  ………)  έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας κατά της 822/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά την έφεση καιΑπορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου (ηλεκτρονικού) με αριθμό ……../2017 στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Ιουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ