Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 500/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ      

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 500/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβα­ση μίσθωσης ακίνητου διεπόμενη από τις περί μίσθωσης διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426) και από το Γενικό Κανονι­σμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄1323/16.9.2003), έχοντας, επομένως, ισχύ νόμου (ΜονΕφΠειρ 847/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011.220), οι δε απ’αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.1 εδ. β, 16 αρ. 1 και 29 παρ.1 του ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648 επ. του ΚΠολΔ (ΤριμΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΜονΕφΠειρ 847/2014 ΔΕΕ 2015.411). Τέλος, από την και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 591 § 2 ΚΠολΔ [όπως το άρθρο 591 ίσχυε  προ της τροποποίησής του με τη διάταξη του άρθρου τέταρτου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ισχύει για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές, και, επομένως όχι στην προκειμένη περίπτωση, που η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 6.10.2015, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα], κατά την οποία “αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία με την οποία δικάζεται”, προκύπτει ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά μη προσήκουσα διαδικασία, το δευτεροβάθμιο, δεχόμενο τυπικά την έφεση, η οποία δεν θα πρέπει να έχει ως μοναδικό λόγο την εκδίκαση της αγωγής με εσφαλμένη διαδικασία, εκτός αν συνδέεται με βλάβη (βλ. ΕφΑθ 1747/1988 Δ 1990. 299), αλλά να στηρίζεται και (ή) σε άλλους λόγους, κρατεί το ίδιο και δικάζει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εξαφανίζει δε την εκκαλούμενη απόφαση μόνο αν το επιβάλλει η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προπάντων συμβαίνει όταν δημιουργείται αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (πρβλ. άρθ. 47 και 535 § 2 του ΚΠολΔ, βλ.σχετ. ΕφΝαυπλ 460/2007 ΕΠΟΛΔ 2008.390, ΕφΠειρ 108/1997, ΕλλΔνη 1997. 1622, Μαργαρίτη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (2000), άρθ. 535 αριθμ. 2. πρβλ. και ΑΠ 197/1994 ΕλλΔνη 1996.64, βλ. όμως διαφορετικά ΕφΑθ 9528/1996 ΕλλΔνη 1997.688, ΕφΠειρ 996/1994 ΕλλΔνη 1996.386). Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 591 παρ.2 του ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν αυτό διαπιστώσει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν μεν καθ’ύλην αρμόδιο, πλην όμως εφάρμοσε εσφαλμένη διαδικασία (ΑΠ 146/1995 ΕΕΝ 1996.154), ακόμη και στην περίπτωση που, κατ’ανάλογη εφαρμογή της για την ταυτότητα νομικού λόγου, εφαρμόσθηκε εσφαλμένα η τακτική διαδικασία (βλ. Κεραμέα – Κονδύλη, ΚΠολΔ υπό το άρθρο 591). Εξάλλου, γίνεται δεκτό, ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται τόσο από τη διαδικασία που εσφαλμένα εφαρμόστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και από εκείνη, έπρεπε να τηρηθεί, αλλά από σφάλμα δεν εφαρμόσθηκε από την προοβαλλόμενη απόφαση, γιατί στη δεύτερη περίπτωση δεν θα ήταν ανεκτό από το δίκαιο να στερούνται οι διάδικοι ένδικο μέσο με αφορμή το σφάλμα του δικαστή (ΟλΑΠ 1482/1977  ΝοΒ 26.1195, Δ 9.289, ΑΠ 1379/1996 σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, η διαδικασία, που πρέπει να εφαρμοσθεί, κρίνεται από το Εφετείο αυτεπάγγελτα, χωρίς να έχει επίδραση η διαδικασία που εφαρμόσθηκε εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 1482/1977 οπ.π.).Εν προκειμένω η κρινόμενη έφεση των εναγομένων, που ηττήθηκαν εν  μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 3257/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος των ανωτέρω εκκαλούντων ασκηθείσα από 7.11.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της εφεσίβλητης, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτήν, ως φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα …., χρηματικής απαίτησής της, συνολικού ποσού 69.304,07 ευρώ, πλέον τόκων, προερχομένης από τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για την παροχή λοιπών διευκολύνσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2004 έως 2.8.2013,  στο σκάφος αναψυχής,  πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος των εναγομένων, δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων με το περιεχόμενο αυτό, αλλά και σύμβασης αναγνώρισης από το δεύτερο των εναγομένων, ενεργώντας ατομκά, αλλά και για λογαριασμό της πρώτης, μέρους του συγκεκριμένου χρέους τους, και υποχρεώθηκαν οι τελευταίοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εξ αυτών ενεχόμενος εις ολόκληρον κατά το νόμο και τις συμβάσεις, το ποσό των 53.609,57 ευρώ για την προαναφερόμενη αιτία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 6.10.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, με την επιμέλεια της ενάγουσας, της πρωτόδικης απόφασης στους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων, που έλαβε χώρα στις 9.9.2015, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …….. αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας …….., ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, να διαταχθεί η εκδίκασή της  κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. του ΚΠολΔ), καθ’ό μέρος η αγωγική απαίτηση για καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού, που αφορά σε τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες στον τουριστικό λιμένα …….. υπηρεσίες στο επίμαχο σκάφος αναψυχής,  θεμελιώνεται στις επικαλούμενες συμβάσεις ελλιμενισμού, οι οποίες αποτελούν συμβάσεις μίσθωσης ακινήτου, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη και εκδικάσθηκε στο σύνολό της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και η οποία,  όμως, εφαρμοστέα τυγχάνει ως προσήκουσα αναφορικά με το αίτημα καταψήφισης των εναγομένων στην προς την ενάγουσα, εις ολόκληρον, καταβολή μέρους του αιτουμένου χρηματικού ποσού βάσει της επικαλούμενης σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης από το δεύτερο των εναγομένων, για τον εαυτό του και για λογαριασμό της πρώτης συμβληθέντα  με την ενάγουσα, μέρους του χρέους τους από τα τέλη και τα δικαιώματα για τον ελλιμενισμό του εν λόγω σκάφους, και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ και 591 παρ.2 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ.ΕφΠειρ 126/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2159/2006 ΕλλΔνη 2007.263, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003.716) χωρίς, για το λόγο αυτό, της εισαγωγής δηλαδή και εκδίκασης της αγωγής έστω και εν μέρει με εσφαλμένη διαδικασία, να διαταχθεί η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθώς και ο χωρισμός και η παραπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, ώστε να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία των μισθωτικών διαφορών κατά το μέρος αυτής, κατά το οποίο το αγωγικό αίτημα θεμελιώνεται στις μισθωτικές συμβάσεις ελλιμενισμού του σκάφους, διότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν επιβάλλει τούτο η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, ούτε συντρέχει ειδικός λόγος για την αναπομπή, παρά το ότι σωρεύονται στο δικόγραφο της αγωγής αιτήματα στηριζόμενα σε περισσότερες νομικές βάσεις, οι οποίες υπάγονται σε διάφορη διαδικασία, για λόγους οικονομίας της δίκης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε κάθε περίπτωση ήταν καθ’ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης στο σύνολό της, του παραδεκτού του ενδίκου μέσου κρινομένου εν προκειμένω από τη διαδικασία (τακτική), που εφαρμόσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και εν μέρει εσφαλμένα, με αποτέλεσμα η κρινόμενη έφεση να θεωρείται εμπροθέσμως ασκηθείσα, αφού ασκήθηκε εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς τους εναγομένους της πρωτόδικης απόφασης, που εφαρμόζεται στην τακτική διαδικασία, και δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 652 παρ.2 του ΚΠολΔ, που προβλέπει για την άσκηση της έφεσης προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου [και τριάντα (30) ημερών εάν ο εκκαλών διαμένει στο εξωτερικό, όπως εν προκειμένω η πρώτη εκκαλούσα εταιρία, που εδρεύει στην αλλοδαπή], που ισχύει στη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, κατά την οποία θα έπρεπε να έχει εισαχθεί και εκδικασθεί η υπόθεση καθ’ό μέρος η αγωγική απαίτηση προέρχεται από μισθωτικές συμβάσεις ελλιμενισμού, διότι δεν είναι ανεκτό από το δίκαιο να μετακυλίεται στους διαδίκους το σφάλμα του δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, αφού σε διαφορετική περίπτωση, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 652 παρ.2 του ΚΠολΔ η έφεση του δευτέρου εκκαλούντος θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης (βλ. επίσης περί τούτου ΜονΕφΠειρ 585/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Η ενάγουσα με την από 7.11.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ……….) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), επικαλούμενη ότι ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση όλης της ακίνητης περιουσίας – μεταξύ άλλων – και του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (Ε.Ο.Τ.), στην οποία περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας (μαρίνα) …… Αττικής, ότι δυνάμει των διαλαμβανομένων στο δικόγραφο συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν εγγράφως μεταξύ της ιδίας (της ενάγουσας) και της πρώτης των εναγομένων, αλλοδαπής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του σκάφους αναψυχής με την ονομασία «BA», υπό σημαία Αγίου Βικεντίου, της τελευταίας εκπροσωπηθείσας κατά τη σύναψή τους διά των κατονομαζομένων στην αγωγή φυσικών προσώπων, που, όμως, συμβλήθηκαν, αφενός μεν για λογαριασμό της, ως νόμιμοι εκπρόσωποί της, αφετέρου δε και ατομικά για τον εαυτό τους, μεταξύ δε αυτών και από το δεύτερο των εναγομένων, συμβληθέντα στην τελευταία κατά σειράν σύμβαση με ημερομηνία 4.10.2010, και επίσης ενεργήσαντα για λογαριασμό της πρώτης, αλλά και ατομικά, παραχωρήθηκε δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην προαναφερόμενη μαρίνα, καθώς και χρήσης των λοιπών παρεχομένων στο χώρο αυτό υπηρεσιών και διευκολύνσεων, αντί χρηματικού ανταλλάγματος, καθοριζομένου κάθε φορά από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης της μαρίνας και εγκρινομένου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο αποφάσεις του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, που αφορούν στο   επίδικο χρονικό διάστημα, της πλοιοκτήτριας και του εκάστοτε νομίμου εκπροσώπου της ενεχομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του δυνάμει σχετικού συμβατικού όρου αλλά και εκ του νόμου, ότι σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, η τελευταία εκ των οποίων μετά τη λήξη της ανανεώθηκε σιωπηρά κατά τα οριζόμενα σ’αυτήν, το ως άνω σκάφος ελλιμενίσθηκε στο χώρο της μαρίνας συνεχώς και ακώλυτα καθόλο το χρονικό διάστημα από 1.2.2004 έως 2.8.2013, καθώς και ότι οι εναγόμενοι, κατά παράβαση της συμβατικής τους υποχρέωσης, δεν έχουν καταβάλει τα αναλογούντα στο ανωτέρω διάστημα τέλη και δικαιώματα για τον ελλιμενισμό του και τις λοιπές παρεχόμενες προς αυτό υπηρεσίες, διευκολύνσεις, και εξυπηρετήσεις, συνολικού ποσού 69.304,07 ευρώ, όπως το ποσό αυτό εξειδικεύεται ανά μήνα στις ενσωματωθείσες στο αγωγικό δικόγραφο καρτέλες πελάτη της ιδίας, εκ του οποίου το ποσό των 12.084,61 ευρώ, που αντιστοιχεί στα τέλη του χρονικού διαστήματος από 1.2.2004 έως 31.1.2011 έχει εγγράφως αναγνωρισθεί από το δεύτερο των εναγομένων ως οφειλόμενο απ’αυτούς, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό των 69.304,07 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου μηνός του διαστήματος αυτού για το αντίστοιχο ποσό οφειλομένων τελών και δικαιωμάτων, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κυρίως μεν με βάση την ενδοσυμβατική τους ευθύνη από τις επίμαχες συμβάσεις, αλλά και τις οικείες διατάξεις του νόμου, που προβλέπουν τη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους, ως πλοιοκτήτριας και νομίμου εκπροσώπου της αντίστοιχα του ελλιμενιζομένου σκάφους, άλλως επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς κατά το ποσό αυτό ωφελήθηκαν από τη χρήση της θέσης εναπόθεσης του σκάφους στο χώρο της μαρίνας και των λοιπών παροχών, χωρίς την καταβολή του προβλεπομένου στο νόμο χρηματικού ανταλλάγματος για τη χρήση των εγκαταστάσεων της μαρίνας, σε βάρος της δικής της περιουσίας, και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.3257/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό α) ότι το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, όσον αφορά την πρώτη των εναγομένων, εταιρία εδρεύουσα στη …….. της Λιβερίας, ως προς την οποία εισάγεται προς επίλυση και διάγνωση διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, β) ότι ως προς την ίδια διάδικο εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο, και γ) ότι η αγωγή είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των εναγομένων, και νόμιμη, πλην των αιτημάτων περί επιβολής στους εναγομένους της υποχρέωσης καταβολής στην ενάγουσα του ποσού των 3.694,5 ευρώ, κατά το οποίο το αιτούμενο ποσό των 69.304,07 ευρώ υπερβαίνει το ποσό των 65.609,57 ευρώ, στο οποίο, σύμφωνα με τις περιληφθείσες στο δικόγραφο καρτέλες πελάτη, ανερχόταν η οφειλή των εναγομένων για το χρονικό διάστημα από 1.2.2004 έως 2.8.2013, που αναφέρεται στην αγωγή ως επίδικο, και του παρεπομένου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας για τα οφειλόμενα σε μηνιαία βάση επιμέρους αγωγικά κονδύλια, που αφορούν σε τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους αναψυχής του αντίστοιχου μηνός, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, τα οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα, ειδικότερα ως προς το αίτημα της τοκοφορίας της επίδικης απαίτησης, καθόσον κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται όχληση των εναγομένων να της καταβάλουν το οφειλόμενο για κάθε μήνα ποσό από τις συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες, ούτε εκθέτει ότι αυτές συνιστούσαν δήλη ημέρα για την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους αυτής, καθώς και της σωρευομένης στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως προς την οποία η αγωγή επίσης απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, διότι, όπως έγινε δεκτό, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από σύμβαση ή από αδικοπραξία, και, εν προκειμένω, η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της κατά την κύρια βάση της σε ευθύνη των εναγομένων καταβολής του αιτουμένου ποσού δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού του σκάφους, πλοιοκτησίας της πρώτης εξ αυτών, στη μαρίνα ….., που η ίδια (η ενάγουσα) διαχειρίζεται  και εκμεταλλεύεται, χωρίς να επικαλείται για την κατά νόμο θεμελίωση της βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού άλλα πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από τα αναφερόμενα στο δικόγραφο για τη στοιχειοθέτηση της βάσης της ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομενων, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των 53.609,57 ευρώ, καθόσον κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι έναντι της οφειλής τους, συνολικού ποσού 65.609,57 ευρώ, για δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παροχών του εν λόγω σκάφους στη μαρίνα ……, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2004 έως 2.8.2013, έχουν καταβάλει το ποσό των 12.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της ανωτέρω απόφασης, και συγκεκριμένα κατά του μέρους αυτής, που τους βλάπτει, παραπονούνται οι εναγόμενοι, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί ορισμένου του δικογράφου της αγωγής και απόρριψης των προβληθεισών αιτιάσεών τους περί αοριστίας της, αφετέρου δε σε μη ορθή εκτίμηση των προσαχθεισών αποδείξεων αναφορικά με τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της ουσίας της υπόθεσης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτε ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή καθ’ολοκληρίαν.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται επ’αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης (βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29.1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, με την έννοια της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας, δε μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 26.9, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ  άρθρο 216 αρ. 2-3). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης, στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (καθ’ου η αίτηση – παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (των λεγομένων μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της απόδειξης, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη απόδειξης των περί νομιμοποίησης περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω έλλειψης (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 339/2010 ΧρΙΔ 2011.206, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002. 1680, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011.109, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528, ΕφΔωδ 107/1999 ΕπισκΕΔ 2000.721). Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, διεπόμενη από τις περί μίσθωσης διατάξεις του ΑΚ. Εξάλλου, στην εν λόγω σύμβαση εφαρμόζεται ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄1323/16.9.2003). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 του ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσης του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσης αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (βλ. Καυκά, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. Δ΄ άρθρο 596 2 υποσημ. 1). Έτσι, για την θεμελίωση της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί την καταβολή του μισθώματος (άρθρο 574 και 595 του ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο (και να αποδεικνύονται), η σύμβαση μίσθωσης πράγματος και ειδικότερα ο τόπος και ο χρόνος σύναψης αυτής, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο, το μίσθωμα και ο χρόνος καταβολής αυτού, καθώς και ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου και η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος (ΑΠ 2035/2013 Α δημοσίευση ΤΝΠ Nόμος). Εξάλλου, όταν ο μισθωτής αναλαμβάνει και τις κοινόχρηστες δαπάνες με όρο στη σύμβαση, τότε η αναλογία θεωρείται μέρος του μισθώματος, ήτοι θεωρείται μίσθωμα εν ευρεία εννοία και εξομοιώνεται ως προς τις συνέπειες με τη μη καταβολή μισθώματος (ΕφΑθ 2988/2001 ΕλλΔνη 2001.1402, ΜονΕφΠειρ 847/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, για το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους του ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσης των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα στον εκμεταλλευόμενο αυτές EOT, καθώς και στους νομίμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχείρισης του τουριστικού λιμένα), πρέπει να ανα­φερθεί ότι κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή το τέ­λος ελλιμενισμού δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλομένων διαπραγμάτευσης κατά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης αλλά καθορίζε­ται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβου­λίου του εκάστοτε φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση, όμως, της έγκρισής της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχείρισης κοινοχρήστου πράγματος κατ’ ενά­σκηση δημόσιας εξουσίας. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν επιβεβαιώνεται ότι το ύψος του επέχοντος θέση μισθώματος τέλους ελλιμενισμού σκάφους στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα καθορίζεται μονομερώς από τη διοίκηση του φορέα διαχείρισής του και δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή εφόσον ο καθορισμός αυτός έχει εγκριθεί με υπουργική απόφα­ση (ΤριμΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801). Εξάλλου, στο άρθρο 2  του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄1323/16.9.2003) ορίζονται τα εξής:1…2… «3. Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρετήσεις των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα. Τα σχετικά τιμολόγια υποβάλλoνται από τους φορείς διαχείρισης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 31α του Ν. 2160/93, όπως εκάστοτε ισχύει. 4. Υπόχρεος προς καταβολή των παραπάνω δικαιωμάτων είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους, ο οποίος ευθύνεται και εις ολοκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης…». Τέλος, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπομένη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 του ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη κατ’ αρχήν ατύπως και ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση προϋφιστάμενης έννομης σχέσης, την οποία διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 678/2010, 232/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 1424/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα, κατά τρόπο σαφή, ειδικό και συγκεκριμένο, όλα τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος της ενάγουσας, για το οποίο και ζητείται η έννομη προστασία, και, επιπροσθέτως, δικαιολογούν την άσκησή της σε βάρος των εναγομένων εν γένει, αλλά και του δευτέρου εξ αυτών ειδικότερα, με αποτέλεσμα, αφενός μεν να εξατομικεύεται απόλυτα η επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει εκ των επικαλουμένων στο δικόγραφο γεγονότων, αφετέρου δε να παρέχεται η δυνατότητα, στο μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής, υπάγοντας τα προταθέντα στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου, στους δε εναγομένους να αμυνθούν κατά της αγωγικής αξίωσης, με ανταπόδειξη ή δια της υποβολής ενστάσεων. Συγκεκριμένα, στο αγωγικό δικόγραφο, αναφορικά με το μέρος της αξίωσης της ενάγουσας, που αφορά την καταβολή τελών ελλιμενισμού σκάφους αναψυχής, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρίας, και δικαιωμάτων για την παροχή σ’αυτό λοιπών διευκολύνσεων, ευκολιών και εξυπηρετήσεων, αναγομένων στο χρονικό διάστημα από 1.2.2011 έως 2.8.2013, στη μαρίνα, που η ενάγουσα διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, και θεμελιώνεται στην επικαλούμενη από 4.10.2010 σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους, η οποία υπογράφηκε από το δεύτερο των εναγομένων, νόμιμο εκπρόσωπο της ομοδίκου – συνεναγομένης του, φερόμενο ως ενεργήσαντα υπό την ιδιότητα αυτή για λογαριασμό του ανωτέρω νομικού προσώπου, αλλά και ατομικά για τον εαυτό του, αναγράφεται ο τόπος και ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, που, όπως έχει ήδη επισημανθεί στη μείζονα σκέψη, αποτελεί μίσθωση ακινήτου, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο, τα χαρακτηριστικά του σκάφους (και μάλιστα τα μέτρα ολικού μήκους αυτού, με βάση τα οποία προσδιορίζεται το χρηματικό αντάλλαγμα της χρήσης των εγκαταστάσεων του εν λόγω τουριστικού λιμένα, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο η νομιμότητα των μηνιαίων χρεώσεων της ενάγουσας, σύμφωνα με τις επίσης παρατιθέμενες στο δικόγραφο αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, νόμιμα δημοσιευθείσες στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, που ίσχυσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με τις οποίες εγκρίνονται τα σχετικά τιμολόγια των τελών και δικαιωμάτων, όπως αυτά καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του φορέα διαχείρισης της μαρίνας και υποβάλλονται ακολούθως προς έγκριση), ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η σιωπηρή ανανέωση αυτής μετά τη λήξη της, καθώς και τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες, που επιβλήθηκαν κατά το διάστημα αυτό (αλλά ως εκ περισσού και για το προγενέστερο χρονικό διάστημα από το έτος 2004 έως και τις 31.1.2011, ως προς το οποίο η απαίτηση της ενάγουσας στηρίζεται σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους), όπως το μηνιαίο ύψος τους προκύπτει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο από τις συμπεριληφθείσες στο δικόγραφο ετήσιες καρτέλες πελάτη, στις οποίες αναλυτικά υπό μορφή κάθετων στηλών έχουν αποτυπωθεί ανά μήνα τα χρηματικά ποσά, που χρεώνονταν από την ενάγουσα για την αιτία αυτή (στη στήλη χρέωση), οι καταβολές των εναγομένων έναντι της οφειλής τους (στη στήλη πίστωση), οι ημερομηνίες των χρεώσεων και καταβολών, το χρεωστικό υπόλοιπο, όπως είχε διαμορφωθεί ανά μήνα και ανά έτος του χρονικού αυτού διαστήματος, και, συνακόλουθα, το τελικά οφειλόμενο ποσό ως το άθροισμα των επιμέρους μηνιαίων χρεωστικών υπολοίπων, κατά τρόπον ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται ως προς το αιτούμενο με την αγωγή ποσό και οι εναγόμενοι να είναι σε θέση να το αντικρούσουν. Επομένως, για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, όσον αφορά το μέρος της αξίωσης της ενάγουσας, που στηρίζεται στη σύμβαση ελλιμενισμού, γίνεται ειδική και σαφής μνεία όλων εκείνων των συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία μπορούν με νομική υπαγωγή, να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά της, και καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεσή του, συγκροτώντας την ιστορική βάση της αγωγής, του ύψους του αιτουμένου μηνιαίου τέλους ελλιμενισμού του επίμαχου σκάφους για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα συμπεριλαμβανομένου. Όσον αφορά δε το μέρος της απαίτησης της ενάγουσας, που ανάγεται στο προγενέστερο της 1ης.2.2011 χρονικό διάστημα, δεν απαιτείται η παράθεση επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο της αγωγής, πλην της αναφοράς της υπογραφείσας από το δεύτερο των εναγομένων έγγραφης σύμβασης αναγνώρισης της  συγκεκριμένης οφειλής τους για το διάστημα αυτό, όπως αυτή (η οφειλή) επίσης πλήρως και επαρκώς προσδιορίζεται στο δικόγραφο, διά της αναφοράς όλων των αναγκαίων για την κατά νόμο θεμελίωσή της γεγονότων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Τέλος, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται με σαφήνεια όλα εκείνα τα περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του δευτέρου των εναγομένων, και εκ των οποίων προκύπτει ο σύνδεσμος αυτού προς την επίδικη έννομη σχέση, ως υποκειμένου της και υποχρέου προς καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού. Ειδικότερα, εκτίθεται στην αγωγή, αναφορικά με το μέρος της απαίτησης της ενάγουσας, το οποίο ανάγεται στο προγενέστερο της 1ης.2.2011 χρονικό διάστημα, και ως προς το οποίο η επίδικη αξίωση στηρίζεται στη νομική βάση της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, ότι η σύμβαση αυτή υπογράφηκε από το δεύτερο των εναγομένων, ενώ για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα μέχρι τις 2.8.2013 επίσης αναφέρεται στο δικόγραφο ότι ο ανωτέρω ήταν αυτός, που συμβλήθηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του επίμαχου σκάφους, στην από 4.10.2010 μισθωτική σύμβαση ελλιμενισμού του στον τουριστικό λιμένα του …….., όχι μόνο υπό την ιδιότητά του αυτή, δηλαδή για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρίας, αλλά, επιπροσθέτως, και για τον εαυτό του, αναλαμβάνοντας και ο ίδιος ατομικά την υποχρέωση καταβολής των τελών και δικαιωμάτων για τη χρήση από το σκάφος των εγκαταστάσεων της μαρίνας, εις ολόκληρον με την πλοιοκτήτρια, πολλώ δε μάλλον που η εις ολόκληρον ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη του ελλιμενιζομένου σκάφους αναψυχής προς απόδοση στο φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα των τελών και δικαιωμάτων για την παροχή προς το σκάφος και το χρήστη του υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων προβλέπεται απευθείας από το νόμο (άρθρο 2 παρ.4 του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας), όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και, επομένως, και μόνη η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής της ιδιότητας του δευτέρου των εναγομένων ως νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας του σκάφους εταιρίας, χωρίς δηλαδή την επιπλέον μνεία της συμβατικής του ευθύνης, αρκεί για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησής του. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης έκρινε την αγωγή ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη, και απέρριψε τις περί αοριστίας του δικογράφου της αιτιάσεις των εναγομένων ως προς τον προσδιορισμό σ’αυτό του ύψους του μηνιαίου τέλους ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους αναψυχής για το επίδικο χρονικό διάστημα και την παθητική νομιμοποίηση του δευτέρου εναγομένου, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και, συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εναγομένους με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα.

Στη σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών εφαρμόζεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί στην παρούσα απόφαση, ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003). Το άρθρο 8 του εν λόγω Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 8.1 αυτού ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα», και στην παρ. 8.9 αυτού ότι «Εάν το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, ο ιδιοκτήτης, κυβερνήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, υποχρεούται να το δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στο φορέα διαχείρισης άλλως ο φορέας διαχείρισης δεν φέρει ευθύνη για τη χρέωση του σκάφους μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού», το δε άρθρο 9 του ίδιου πιο πάνω Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 1 ότι «Τα ελλιμενιζόμενα σκάφη οφείλουν να εξοφλούν τα δικαιώματα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες – εξυπηρετήσεις εμπρόθεσμα και σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους Ειδικούς Κανονισμούς Λειτουργίας και στις Υπουργικές Αποφάσεις έγκρισης των τιμολογίων, άλλως επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται. […].

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας ……., και την άνευ όρκου εξέταση του δευτέρου των εναγομένων κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής τους, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.», ιδρυθείσα ως «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Ε.Ο.Τ.», και μετονομασθείσα αρχικά σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», εν συνεχεία σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.», ακολούθως, κατόπιν απορρόφησης της εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» και τέλος σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΤΑΔ) Α.Ε.», μετά τη συγχώνευσή της με την εταιρία με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.» (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.), ασκεί, δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2636/1998, 2837/2000, και 3270/2004, τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας – μεταξύ άλλων – και των επιχειρηματικών μονάδων του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (Ε.Ο.Τ.), ως επιχειρηματικές δε μονάδες του Ε.Ο.Τ. νοούνται και οι μονάδες των τουριστικών λιμένων, οι οποίες ανήκουν κατά κυριότητα στον Ε.Ο.Τ., ή τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση αυτού, ή έχουν μισθωθεί απ’αυτόν, ή βρίσκονται στην εκμετάλλευσή του με οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή. Μεταξύ των λιμένων αυτών περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας …… Ειδικότερα το υποκατάστημα με την επωνυμία «…….» έχει ως καταστατικό σκοπό την εκμετάλλευση, τόσο της θαλάσσιας ζώνης του ανωτέρω τουριστικού λιμένα, όσο και της χερσαίας ζώνης αυτού. Η πρώτη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρία, είναι πλοιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής (θαλαμηγού) με το όνομα «BA» (προηγούμενη ονομασία VB), σημαίας Αγίου Βικεντίου, νηολογίου Kingston, με αριθμό ….., έτους ναυπήγησης 1992, ολικής χωριτικότητας 46,90 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 32 κόρων, ολικού μήκους 26,58 μέτρων, πλάτους 6,30 μέτρων, και βυθίσματος 2,94 μέτρων, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρίας. Δυνάμει της από 4.10.2010 σύμβασης ελλιμενισμού σκάφους, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και του δεύτερου εναγομένου, συμβληθέντος υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, και «ΠΕΛΑΤΗ», όπως η έννοια του πελάτη ορίζεται στον υπ’αριθμ. 1.1. όρο, συμφωνήθηκε η ενάγουσα να παραχωρήσει το δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας …., που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2010, έναντι του συμφωνημένου μηνιαίου ανταλλάγματος (τέλη ελλιμενισμού, άρθρο 2.1 σύμβασης), οι δε εναγόμενοι να καταβάλουν για το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους, που ήδη ελλιμενιζόταν στο χώρο αυτό από την 1η.2.2004, δυνάμει προγενεστέρως καταρτισθεισών μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης μισθωτικών συμβάσεων κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, το καθορισθέν και συμφωνηθέν ποσό σε ευρώ ανά μέτρο ολικού μήκους του σκάφους, όπως αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2160/1993 (άρθρο 2.3 σύμβασης). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ. 1.1 όρο της ανωτέρω σύμβασης «Ως ΠΕΛΑΤΗΣ ορίζεται: α) Ο ιδιοκτήτης/πλοιοκτήτης του σκάφους, ή/και β) ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, ή της πλοικτήτριας εταιρίας στην Ελλάδα, ή/και γ)…,ή/και δ) ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης του σκάφους, ή/και ε) ο εμφανιζόμενος και ενεργών ως νόμιμος εκπρόσωπος του σκάφους και του πλοιοκτήτη/τριας…, ή/και στ)…..  Περαιτέρω στο δεύτερο εδάφιο του υπ’αριθμ.2.3 όρου της ίδιας σύμβασης προβλέπεται ότι: «Ρητά και ανεπιφύλακτα συμφωνείται ότι υπεύθυνος για την καταβολή των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του σκάφους, καθώς και των λοιπών χρεώσεων των επιμέρους παρεχομένων υπηρεσιών, παροχών και διευκολύνσεων, έναντι της εταιρίας, είναι ο ΠΕΛΑΤΗΣ, (όπως η έννοια του όρου αυτού προσδιορίσθηκε ανωτέρω) και κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο από τα παραπάνω αναφερόμενα, τα οποία αναγνωρίζουν και αποδέχονται την σε ολόκληρο οφειλή και καθίστανται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνεπεύθυνα…». Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι ο δεύτερος των εναγομένων συμβλήθηκε στη σύμβαση αυτή, ως νόμιμος εκπρόσωπός της πρώτης εξ αυτών, τόσο για λογαριασμό της, όσο και ατομικά για τον εαυτό του, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τη συνεναγομένη του, το χρηματικό αντάλλαγμα (μίσθωμα) για τον ελλιμενισμό του σκάφους, πλοιοκτησίας της, και τη χρήση των εγκαταστάσεων της μαρίνας. Επισημαίνεται ότι, όπως έχει ήδη σημειωθεί στην παρούσα απόφαση, η εις ολόκληρον ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη του σκάφους, που ελλιμενίζεται σε τουριστικό λιμένα, για την καταβολή προς το φορέα διαχείρισης αυτού των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων για τις λοιπές παρεχόμενες προς το σκάφος και το χρήστη υπηρεσίες, διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις, καθιερώνεται και στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Επίσης στην εν λόγω σύμβαση ορίσθηκε ότι ο υπογράφων το συμφωνητικό τεκμαίρεται ως νόμιμος εκπρόσωπος του πελάτη και καθίσταται υπεύθυνος και υπόλογος έναντι της ενάγουσας για κάθε ζήτημα αναφορικά με την παραμονή του σκάφους στη μαρίνα, είτε αυτό είναι τεχνικό, είτε οικονομικό και καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο συνυπεύθυνος (άρθρο 2.4 σύμβασης). Με τον 4.1 όρο ορίστηκε ότι η σύμβαση λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 συνεχόμενους μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της, ενώ με τον 5.4 όρο ορίσθηκε ότι κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού, και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρεία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, διά του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρεία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει,κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επόμενη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης. Ακόμη με τον 6.2 όρο ορίσθηκε ότι ο πελάτης δηλώνει ότι αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σ’ αυτά τιμές και υποχρεούται να καταβάλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον ειδικό κανονισμό λειτουργίας της μαρίνας. Τέλος, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ. 8.4 όρο της σύμβασης αυτής «ο πελάτης σε περίπτωση που το σκάφος αποχωρεί οριστικά από τις εγκαταστάσεις της μαρίνας, είτε προ ή με το τέλος του συμβατικού χρόνου λήξης, υποχρεούται να δηλώσει στη μαρίνα εγγράφως και εγκαίρως, αλλιώς η εταιρία χρεώνει σε βάρος του κανονικά μέχρι τη συμβατική λήξη, ή μέχρι την ημερομηνία της κατά τα ως άνω, έγγραφης δήλωσης προς την εταιρία για την οριστική αποχώρηση του σκάφους». Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρόνο σύναψης της ανωτέρω σύμβασης στις 4.10.2010, η οποία προέβλεπε ως ημερομηνία έναρξής της την 1η.1.2010, ήτοι χρονικό σημείο προγενέστερο της κατάρτισής της, και λήξης την 31η.12.2010, ήταν δηλαδή ετήσιας διάρκειας, το εν λόγω σκάφος βρισκόταν ελλιμενισμένο στις εγκαταστάσεις της μαρίνας …. ήδη από την 1η.2.2004, σε εκτέλεση αντίστοιχων συμβάσεων ελλιμενισμού, που είχαν καταρτισθεί στο παρελθόν μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης στις 7.6.2004 και  στις 31.5.2006, συμφωνηθείσας διάρκειας, η μεν πρώτη από την 1η.1.2004 έως την 31η.12.2004, η δε δεύτερη από την 1η.1.2006 έως την 31η.12.2006, της πλοιοκτήτριας εταιρίας συμβληθείσας σ’αυτές διά των …. και ……., νομίμου εκπροσώπου και πλοιάρχου του σκάφους αντίστοιχα.  Οι δύο πρώτες συμβάσεις κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της καθορισμένης λήξης της μίας και της έναρξης της επομένης, αλλά και η τελευταία, στην οποία συμβλήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος κατά τα προεκτεθέντα, μετά τη παρέλευση της συμφωνημένης διάρκειάς της, παρέμειναν σε ισχύ, σιωπηρά ανανεωθείσες, η δε τελευταία και μετά την 31η.12.2010 και στο εξής, και μέχρι τουλάχιστον και την 2η.8.2013, που επικαλείται η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της, και ενώ καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα, αρχής γενομένης από την 1η.2.2004, το εν λόγω σκάφος εξακολουθούσε να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της μαρίνας …., διότι κανένα από τα μέρη δεν τις κατήγγειλε, ούτε, όμως οι εναγόμενοι δήλωσαν εγγράφως, ιδίως μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου της τελευταίας κατά σειράν, ότι δεν επιθυμούν την παράταση της παραμονής του σκάφους στο χώρο, ώστε η ενάγουσα να μην κάνει χρήση της παρεχομένης σ’αυτήν με τον υπ’αριθμ.5.4 όρο της σύμβασης δυνατότητας να ανανεώσει μονομερώς τη σύμβαση για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, όπερ και έπραξε. Όπως δε έχει ήδη εκτεθεί το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους αναψυχής στους τουριστικούς λιμένες και της χρήσης των λοιπών παρεχομένων στο χώρο υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων και διευκολύνσεων στο σκάφος και το χρήστη του, παρέχεται έναντι μονομερώς καθοριζομένου με απόφαση του διοικητικού συμβου­λίου του εκάστοτε φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, και διοικητικά εγκεκριμένου, χρηματικού ανταλλάγματος, που αποτελεί ουσιαστικά μίσθωμα, επιβάλλεται και εισπράττεται από τον εν λόγω φορέα, και δεσμεύει και τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή εφόσον ο καθορισμός του εγκριθεί με υπουργική απόφα­ση. Μάλιστα, σύμφωνα με την παρ. 5 και  6 του άρθρου 31α του Ν 2160/1993, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την κατάργησή της με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονο­μίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 85/7.4.2014), ορίσθηκε ότι: «5. Μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας ο φορέας διαχείρισης υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Τουρισμού τιμολόγια ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών του τουριστικού λιμένα. Με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες της παραγράφου 1. Οι εγκριτικές αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου εκδίδονται εντός δέκα ημερών από την υποβολή των τιμολογίων στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού. Αν παρέλθει άπρακτο το πιο πάνω χρονικό διάστημα τα τιμολόγια τεκμαίρονται εγκεκριμένα. 6. Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση». Έτσι, οι νεώτερες ως άνω διατάξεις προέβλεψαν την κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονται στα σκάφη, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκρισή τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν ως κρι­τήρια το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις (περί αυτών Βλ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004, 1960 επ. [1968]). Εν προκειμένω κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.2.2004 έως 2.8.2013) όσον αφορά τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών ιδιωτικών σκαφών αναψυχής στον τουριστικό λιμένα του ….. εκδόθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες, εγκριτικές των αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων των τότε φορέων διαχείρισης της μαρίνας, που καθόριζαν τα εν λόγω τέλη ανά μήνα και με βάση τα μέτρα ολικού μήκους εκάστου σκάφους, Υπουργικές Αποφάσεις: 1) Η υπ’αριθμ. Τ/14383/2003  (ΦΕΚ Β΄1800/4.12.2003) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και 2) η υπ’αριθμ.1634/2007 (ΦΕΚ Β΄196/15.2.2007) απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα καθ’όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών και σε εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής της, παρέσχε συνεχώς θέση ελλιμενισμού για το εν λόγω σκάφος, καθώς και τις λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο και τη σύμβαση διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις στο χώρο της μαρίνας του …., που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, και οι εναγόμενοι προέβησαν σε μισθωτική χρήση των εγκαταστάσεων αυτής και των πρόσθετων παροχών συνεχώς και ακώλυτα, με αποτέλεσμα να οφείλουν, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως φορέα διαχείρισης του χώρου, το αναλογούν στο διάστημα αυτό χρηματικό αντάλλαγμα. Τα – καθορισθέντα με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων της ενάγουσας, υπό την προηγούμενη επωνυμία της ως «………» και ως φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα …., και στη συνέχεια εγκριθέντα με τις προαναφερθείσες Υπουργικές Αποφάσεις – μηνιαία τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για λοιπές παρεχόμενες στις εγκσταστάσεις της ανωτέρω μαρίνας υπηρεσίες στο εν λόγω σκάφος αναψυχής ανήλθαν για το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1.2.2004 έως 2.8.2013) στο συνολικό χρηματικό ποσό των 65.609,57 ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται στις επισυναφθείσες στο δικόγραφο της αγωγής «καρτέλες πελάτη» της ενάγουσας, στις οποίες αναλυτικά παρατίθενται οι μηνιαίες χρεώσεις για το σκάφος αυτό για την προβλεπόμενη και προσήκουσα μισθωτική χρήση του χώρου, και τα καταβληθέντα μέχρι τότε από τους εναγομένους έναντι της οφειλής τους χρηματικά ποσά. Πρέπει να σημειωθεί ότι δυνάμει της από 6.6.2011 σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και του δευτέρου των εναγομένων, ο οποίος συμβλήθηκε ατομικά, αλλά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εξ αυτών, υπό την ιδιότητα του «ΠΕΛΑΤΗ», όπως η έννοια του εν λόγω όρου έχει προσδιορισθεί ανωτέρω, αναγνωρίσθηκε απ’αυτόν ότι οφείλεται προς την ενάγουσα για το χρονικό διάστημα μέχρι την 31η.1.2011, κατά το οποίο δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, ως δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων του ως άνω σκάφους στο χώρο (θαλάσσιο ή/και χερσαίο) της μαρίνας του ….., το συνολικό ποσό των 12.084,61 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί διά της προκαταβολής ποσοστού 20% αυτού, ανερχομένου σε 2.416,92 ευρώ, και διά της εξόφλησης του υπολοίπου ποσού των 9.667,64 ευρώ σε 24 μηνιαίες άτοκες δόσεις μέχρι 6.6.2013, όπως η ημερομηνία καταβολής και το ποσό εκάστης δόσης ειδικότερα ειδικότερα καθορίσθηκαν στο συνημμένο στη σύμβαση πίνακα, καταρτισθείσης μεταξύ τους τοιουτοτρόπως σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεώθηκε κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη στην καταβολή και του ποσού αυτού, για το οποίο διαφορετικά δεν θα ενεχόταν. Οι εναγόμενοι, όμως, δεν υπήρξαν συνεπείς στην τήρηση των όρων αποπληρωμής του αναγνωρισθέντος ως οφειλομένου ποσού των 12.084,61 ευρώ, που περιλήφθηκαν στην ανωτέρω σύμβαση, καθώς ουδέν ποσό κατέβαλαν σε εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής τους, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να διατηρεί απαίτηση σε βάρος τους για το ποσό αυτό στο σύνολό του. Μάλιστα και για το μεταγενέστερο της 31ης.1.2011 χρονικό διάστημα, ήτοι από την 1η.2.2011 έως και τις 2.8.2013 το ανωτέρω σκάφος εξακολούθησε να ελλιμενίζεται στον τουριστικό λιμένα του ……, χωρίς όμως να καταβληθούν από τους εναγομένους τα αναλογούντα στο διάστημα αυτό τέλη, το συνολικό ποσό των οποίων, βάσει των προαναφερθεισών εγκριτικών των εκάστοτε ισχυόντων τιμολογίων δικαιωμάτων ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων στο χώρο της μαρίνας υπηρεσιών, αφού προστεθεί σ’αυτό και το ποσό των 12.084,61 ευρώ, που αναγνωρίσθηκε από το δεύτερο εναγόμενο ως οφειλόμενο, πλην όμως δεν εξοφλήθηκε κατά τους όρους της από 6.6.2011 μεταξύ τους σύμβασης, ανήλθε σε 65.609,57 ευρώ. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τις καταχωρήσεις στις επισυναφθείσες στην αγωγή καρτέλες πελάτη της ενάγουσας, που αφορούν το εν λόγω σκάφος, η ανωτέρω οφειλή των εναγομένων από τα τέλη ελλιμενισμού του και τα δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες, ανάγεται ουσιαστικά στο χρονικό διάστημα από 1.1.2009 και στο εξής, διότι κατά το έτος 2008 (όπως και το έτος 2007) το υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού εμφαίνεται μηδενικό.  Ο πρωτοδίκως απορριφθείς και επαναφερθείς με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρισμός των εναγομένων ότι από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθούν τα φερόμενα ως οφειλόμενα τέλη και δικαιώματα, που αναλογούν στους θερινούς μήνες (από Ιούνιο έως και Αύγουστο) του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, κατά τους οποίους το εν λόγω σκάφος δεν χρησιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις της μαρίνας, διότι αναχωρούσε από την παραχωρηθείσα προς αυτό θέση, την οποία η ενάγουσα διέθετε αντί ανταλλάγματος για τον ελλιμενισμό άλλου σκάφους κατόπιν σιωπηρής μεταξύ τους συμφωνίας, και εκτελούσε πλόες, απορριπτέος τυγχάνει, διότι, αφενός μεν η βασιμότητά του ουδόλως αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού δικανικής περί αυτού πεποίθησης, αφετέρου δε και σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθής και το σκάφος πράγματι αναχωρούσε από τη μαρίνα και δεν ελλιμενιζόταν κατά τους μήνες αυτούς, η ενάγουσα και πάλι εδικαιούτο να επιβάλει κανονικά τα αντίστοιχα τέλη, και οι εναγόμενοι υποχρεούνται να τα καταβάλουν, εφόσον αποδείχθηκε ότι δεν της έχει εγγράφως γνωστοποιηθεί από τους εναγομένους ότι το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τη μαρίνα, όπως απαιτείται κατά το νόμο (άρθρο 8 παρ.9 του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας),  αλλά, επιπροσθέτως, προβλέπεται ρητά και στην από 4.10.2010 σύμβαση (άρθρο 8.4 αυτής), στην οποία συμβλήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και από τις προηγούμενες συμβάσεις (άρθρο 5.10 της από 7.6.2004 σύμβασης, και άρθρο 8.4 της από 31.5.2006 σύμβασης), να λάβει οπωσδήποτε χώρα, ώστε να παύσει στο εξής η υποχρέωση  καταβολής τελών ελλιμενισμού για το εν λόγω σκάφος και η ενάγουσα να σταματήσει έκτοτε να χρεώνει τα αντίστοιχα ποσά. Επομένως, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι το σκάφος πράγματι απουσίαζε από τη μαρίνα κατά τους θερινούς μήνες των επιδίκων ετών, η ενάγουσα ορθά κατά το νόμο και τη σύμβαση τιμολογούσε και για το διάστημα αυτό, εφόσον δεν είχε εγγράφως ενημερωθεί ότι το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από το χώρο, ούτε βέβαια οι εναγόμενοι επικαλούνται και αποδεικνύουν το αντίθετο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ανά πάσα στιγμή είχε τη δυνατότητα να του παραχωρήσει διαθέσιμη θέση ελλιμενισμού στις εγκαταστάσεις της άμα τη επιστροφή του. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εναγόμενοι έναντι της οφειλής τους αυτής έχουν ήδη καταβάλει τμηματικά στην ενάγουσα μετά την άσκηση της αγωγής το συνολικό ποσό των 12.000 ευρώ, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να οφείλουν το υπόλοιπο ποσό των 53.609,57 ευρώ (65.609,57 – 12.000), το οποίο δεν της έχουν καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, και πρέπει να υποχρεωθούν να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, δεκτής γενομένης της αγωγής ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμης. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας τους εις ολόκληρον, το ποσό των 53.609,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της ένδικης έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, και λόγω της ήττας των εκκαλούντων, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτούς παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος τους η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 5.10.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……..) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3257/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 10.8.2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ