Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 492/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    492/2018

ΤΟ MONOMΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

            ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, η οποία  ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 § 2, 242 § 2, 741, 745 και 759 § 4 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 115 § 2 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 § 2 του Ν. 2915/2001, συνάγεται ότι στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η πλασματική παράσταση των διαδίκων με δήλωση αυτών ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, σύμφωνα με  τη  διάταξη  του  άρθρου 242 § 2  του  ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στην κατ’ έφεση δίκη κατά την παρ. 1 του άρθρου 524 του ίδιου Κώδικα, διότι η διάταξη αυτή επιτρέπει την πιο πάνω πλασματική παράσταση μόνον στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική. Επομένως, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ ο διάδικος, που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση, δεν μετέχει κανονικά σ’ αυτήν και δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 764 § 2 εδαφ. β’ του ΚΠολΔ, με την οποία θεσπίζονται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση εφέσεως κατ’ αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. του ΚΠολΔ), αν, όταν εκφωνείται η υπόθεση, εμφανιστεί κάποιος από τους διαδίκους το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Η επιταγή, όμως, αυτή του β’ εδαφίου της ανωτέρω διατάξεως της εκουσίας δικαιοδοσίας προϋποθέτει τη συνδρομή των εκ των άρθρων 110 και 111 ΚΠολΔ απορρεόντων θεμελιακών δικαιωμάτων περί κλητεύσεως των διαδίκων και τηρήσεως της προδικασίας. Επομένως, ερευνάται αν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος, που απολείπεται, ή αν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε ερευνάται η κλήτευση αυτού που απουσιάζει (ΕΠειρ 284/2017, ΕΑ 2495/2017, ΕΑ 11/2015, ΕΠειρ  577/2014, ΕΠειρ 199/2014 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 28-12-2015 και αρ. κατάθ. …. κλήση του εφεσίβλητου παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 27-9-2011 και αρ. κατάθ. …… έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος, κυρίως παρεμβαίνοντος, Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 360/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την υπόθεση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 επ., 791 §§ 1,5 του ΚΠολΔ), μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 2270/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αρ. 549/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψε την άνω έφεση,  και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Κατά τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως στη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, δεν εμφανίσθηκε ο καλών -εφεσίβλητος, αλλά ο πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού κατέθεσε την από 6-12-2017 δήλωση, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε την ίδια ημέρα τις έγγραφες προτάσεις του. Η παράστασή του αυτή, όμως, δεν είναι προσήκουσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, εφόσον πρόκειται για υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση. Όπως δε αποδεικνύεται από την προαναφερόμενη κλήση του εφεσίβλητου, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη έφεση και επί της οποίας υπάρχει η από 16-9-2016 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …… ….., τη συζήτηση της προκειμένης υποθέσεως επέσπευσε ο εφεσίβλητος επιδίδοντας στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αντίγραφό της  άνω κλήσης, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου την 3η-11-2016, κατά την οποία παραστάθηκε (ο εφεσίβλητος) δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του και ζήτησε αναβολή (βλ. ακριβές αντίγραφο  του πινακίου εγγραφής υποθέσεων του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς από τη δικάσιμο της 3ης-11-2016 με αρ. πινακίου 10), οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και η αναβολή ενεγράφη στο πινάκιο, ισχύουσα ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Συνεπώς, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της εφέσεως ερήμην του εφεσίβλητου και θα ερευνήσει αυτήν κατά το τυπικό και ουσιαστικό μέρος της.

Κατά το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση, η οποία αναιρέθηκε, και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Επίσης, κατά το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237 ΚΠολΔ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξή της την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε, μετά την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της και την παραπομπή, κατ’ άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν και από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση αναλόγως του αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 129/2004  ΝΟΜΟΣ).

Με την από 20-3-2007  αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι είναι κύριος του λεπτομερώς περιγραφομένου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, ευρισκόμενου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του δήμου Δραπετσώνας Πειραιά, το οποίο  περιήλθε σ’ αυτόν με παράγωγο τρόπο. Ότι κατά το στάδιο της κτηματογράφησης δεν δήλωσε το εμπράγματο δικαίωμα του επί του παραπάνω ακινήτου στο Κτηματολογικό Γραφείο Δραπετσώνας, με αποτέλεσμα το ακίνητο αυτό να εμφαίνεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ….. ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη έγγραφη στο αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά και να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου. Στη δίκη που διεξήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κύρια παρέμβαση, με την οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, όπως αυτό συμπληρώθηκε παραδεκτά (βλ. αναιρετική απόφαση ΑΠ 2270/2014) ως προς τα κρίσιμα πραγματικά  περιστατικά, που υποβλήθηκαν με τις νομίμως κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις του, ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο κείται εντός των ορίων της απαλλοτριωθείσας εκτάσεως από το τότε Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προς ανέγερση προσφυγικού συνοικισμού, δυνάμει της υπ’ αρ. 48923/28-5-1932 αποφάσεως  των υπουργών Γεωργίας και Πρόνοιας και συνεπώς ως δημόσιο κτήμα ανήκει στην πλήρη κυριότητα του με μόνη την πράξη της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 119 του Συντάγματος του 1927, και ότι  δια των αρμοδίων οργάνων του κατέλαβε την μείζονα έκταση, εντός της οποίας υφίσταται και το επίδικο, από το 1932 προβαίνοντας στις περιγραφόμενες υλικές πράξεις νομής. Ότι, επικουρικά, κατέστη κύριος του επιδίκου δυνάμει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, αφού επιλήφθηκε της νομής του  δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 ως διάδοχο του τουρκικού δημοσίου, άλλως ως ανήκον στις εγκαταληφθείσες από τους Οθωμανούς υπηκόους εκτάσεις μετά την αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους. Ζήτησε δε να  απορριφθεί η αίτηση  του εφεσίβλητου,  να αναγνωριστεί η κυριότητα, νομή και κατοχή του επί του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο αιτών και κάθε τρίτος έλκων από αυτόν δικαιώματα, να του το αποδώσει, διορθούμενης αντίστοιχα της  σχετικής εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ως προς το δικαίωμα του επ’ αυτού. Επί των παραπάνω αιτήσεως και κυρίας παρεμβάσεως, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσία αβάσιμη, έκανε δεκτή εν μέρει την αίτηση και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης έγγραφης. Κατά της αποφάσεως αυτής το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την προαναφερόμενη έφεση, με την οποία, για τους λόγους που επικαλείτο, συνιστάμενοι σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούσε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η κύρια παρέμβαση του. Επί της έφεσης εκδόθηκε η με αρ. 549/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ενώ στη συνέχεια, δεχόμενο ότι η κύρια παρέμβαση δεν στηριζόταν στον νόμο, την απέρριψε. Ακολούθως, το εκκαλούν άσκησε κατά της άνω εφετειακής απόφασης την από 21-11-2013 αίτηση αναίρεσης. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αρ. 2270/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η κύρια παρέμβαση στηριζόταν στον νόμο, καθώς το ελληνικό δημόσιο με τις υποβληθείσες προτάσεις του είχε παραδεκτώς συμπληρώσει το περιεχόμενο της κύριας παρεμβάσεως του, αναιρέθηκε η προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Κατόπιν των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα στις προηγηθείσες σκέψεις αναφέρονται, νομίμως επαναφέρεται με την άνω, από 28-12-2015 (με αριθ. κατάθ. ….), κλήση η προαναφερόμενη έφεση, καθώς η προσβληθείσα υπ’ αριθμ. 549/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναιρέθηκε στο σύνολό της και συνεπώς, αναβιώνει ολικώς η εκκρεμοδικία της εν λόγω έφεσης κατά της υπ’ αριθμ.  360/2011 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν την αναιρεθείσα απόφαση κατάσταση. Ως προς δε την εξαφάνιση ή μη της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα με την αναιρεθείσα, θ’  αποφανθεί το Δικαστήριο αυτό (Εφετείο) ως Δικαστήριο της παραπομπής, εξετάζοντας την έφεση. Η υπό κρίση έφεση, τέλος, που (επαν)εξετάζεται από το Δικαστήριο τούτο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, όσον αφορά το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, αφού η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 § 1β’, 516 § 1, 517, 518 § 1  ΚΠολΔ, 10 ΚΔ 26-6-/10-7-1944) εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 9-9-2011 (βλ. με αρ. …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 3α του Ν.2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 2 Ν. 3127/2003 και στη συνέχεια  με την παρ. 2 άρθρου 2 Ν. 3481/2006, στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της § 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην § 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας 20 ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κυρίας παρεμβάσεως. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της § 2 του άρθρου αυτού. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η σύμφωνα με αυτή διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητουμένου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος.  Τα αυτά ισχύουν και για την κύρια παρέμβαση και, συνεπώς, όποιος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης οφείλει αφενός μεν να εκθέτει ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και αφετέρου να ζητεί την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία (ΑΠ 208/2017, ΑΠ 583/2016 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει του αντικειμένου της ως άνω δίκης της εκούσιας δικαιοδοσίας, ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της ως άνω αίτησης εναντίον οποιουδήποτε, όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΚΧΕ, του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου, αν τυχόν δε απευθυνθεί αυτή εναντίον τρίτου, ο τελευταίος δεν καθίσταται διάδικος από μόνον το γεγονός αυτό και ακόμη δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 583/2016, ΑΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 3473 της 14-2/25-3-1923 απόφαση της επαναστάσεως του 1922 ορίστηκε, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 17 του Συντάγματος του 1911, ότι επί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών ή για εγκατάσταση γενικά προσφύγων, ομογενών ή μη, επιτρέπεται η κατάληψη των ακινήτων και πριν από την καταβολή της αποζημίωσης. Όμοια παρέκκλιση από το άρθρο  17 του Συντάγματος του 1911 εισήγαγε και το στηριζόμενο στην απόφαση αυτή  ΝΔ της 4/9 Ιουνίου 1923 «περί παραχωρήσεως δημοσίων κτημάτων και αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ιδιωτικών τοιούτων προς αστικήν αποκατάστασιν προσφύγων», με τα άρθρα 3 και 4 του οποίου επιτράπηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση, με σκοπό την αστική αποκατάσταση προσφύγων, κάθε είδους οικοπέδων και αγροτικών κτημάτων, εκτός φυτειών, που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενεργείται με απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 2 § 5 του από 29/30-4-1953 ΒΔ «περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κλπ», προσφυγικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως από την 15 Απριλίου 1957, εφόσον μέχρι τη χρονολογία αυτή δεν χώρησε ούτε κατάληψη ούτε αποζημίωση. Με τη διάταξη αυτή επιδιώχθηκε εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων από τις ρυθμίσεις απαλλοτριώσεων, δυνάμει του άρθρου 119 του Συντάγματος του 1927 ή άλλων προγενεστέρων, κατά παρέκκλιση από τους ορισμούς των συνταγματικών διατάξεων για την προστασία της ιδιοκτησίας (ΑΠ 557/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το άρθρο 64  § 5 του ΒΔ 330/1960 περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων νομοθεσίας Ν. 2044/1952 ορίστηκε ότι, η αληθινή έννοια του όρου κατάληψη των ΑΝ 2003/1939 και 1731/1939, όπως αυτοί συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκαν δε όπως προαναφέρθηκε, είναι κάθε με οποιονδήποτε τρόπο εξουσίαση του χώρου που απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ή των περιφερειακών αυτού υπηρεσιών και ότι στη νομική έννοια του όρου κατάληψη υπάγονται υλικές πράξεις επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, με τις οποίες καθυποτάσσεται τούτο στην εξουσία αυτού που τις επιχειρεί. Εμβαδομετρήσεις, κτηματογραφήσεις και σύνταξη ρυμοτομικών και κτηματογραφικών διαγραμμάτων, δεν συνιστούν καθεαυτές κατάληψη παρά μόνον αν έγιναν με εμφανείς εργασίες και ενέργειες στο ακίνητο, που δηλώνουν την πραγματική περιέλευσή του σ’ αυτόν που τις ενήργησε (ΑΠ 925/1996 ΕΕΝ 1998.149, ΕΘ 1959/2003 ΑΡΜ 2005.27). Τέτοια κατάληψη αποτελεί και η παραχώρηση του όλου ή τμήματος του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε σε δικαιούχο αποκατάστασης ή εγκατάστασης, σύμφωνα με τον σκοπό της απαλλοτρίωσης. Σε περίπτωση κατάληψης μέρους της έκτασης, που απαλλοτριώθηκε, είναι ζήτημα πραγματικό αν η μερική αυτή κατάληψη θεωρείται ως κατάληψη ολόκληρης της έκτασης (ΑΠ 401/2005 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατάληψη κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων συνιστούν και εμφανείς πράξεις της Διοικήσεως, με τις οποίες μαρτυρείται τουλάχιστον χρησιμοποίηση του απαλλοτριωθέντος χώρου για τον σκοπό, για τον οποίο αυτός απαλλοτριώθηκε. Επί της απαλλοτριώσεως δε μεγάλης εκτάσεως προς ίδρυση συνοικισμού για την αστική αποκατάσταση προσφύγων, εφόσον το μείζον μέρος του χώρου καταλήφθηκε πραγματικώς και καλύφθηκε από συνοικισμό, θεωρείται καταληφθέν και το υπόλοιπο τμήμα, εκτός εάν τούτο εμφανίζει σαφή κατά χώρον αυτοτέλεια έναντι της πράγματι καταληφθείσης και δια του οικισμού καλυφθείσης εκτάσεως (ΣτΕ 79/2018 ΝΟΜΟΣ). Η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 7 του ΝΔ 266/1974 «περί τροποποιήσεως της περί αποκαταστάσεως αστών προσφύγων νομοθεσίας», με την οποία προς την κατάληψη εξομοιώνονται και η οριοθεσία ή η κτηματογράφηση ή η ρυμοτόμηση ή η αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία ή η παραχώρηση του για την εξυπηρέτηση γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ως ψευδοερμηνευτική, δεν έχει αναδρομική ισχύ (Ολ ΑΠ 389/1978, ΑΠ 354/2007 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, από 15 Απριλίου 1957, ακίνητο που απαλλοτριώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ της 4/9 Ιουνίου 1923, του οποίου δεν έγινε πραγματική κατάληψη από το δημόσιο και για το οποίο δεν καταβλήθηκε αποζημίωση, επανέρχεται στην κυριότητα του προηγούμενου ιδιοκτήτη του και δεν ανήκει στο Δημόσιο, στο οποίο ούτε με χρησικτησία έως την ημερομηνία αυτή μπορούσε να είχε περιέλθει, εφόσον, για να επέλθει η ανάκληση προϋποτίθεται ότι το δημόσιο δεν το είχε με εμφανείς υλικές πράξεις καταλάβει και δεν ασκούσε φυσική εξουσία σε αυτό (ΑΠ 354/2007, ΑΠ 1365/2004 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του αιτούντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλείται και προσκομίζει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραληφθεί ουδένα για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, είναι ένα οικόπεδο εκτάσεως 166,82 τμ.,  ευρισκόμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του δήμου Δραπετσώνας Πειραιά, στη συμβολή των οδών …………, το οποίο συνορεύει βόρεια με την οδό …., νότια με ιδιοκτησία ….., ανατολικά με την οδό ….. και δυτικά με ιδιοκτησία αδερφών ……, έχει δε καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά με ΚΑΕΚ ……. και εμβαδόν, σύμφωνα με το ΕΓΣΑ  1987, 168 τμ. Δυνάμει της υπ’ αρ. 48923/28-5-1932 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας και Προνοίας και Αντιλήψεως, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 52/31-5-1932,  απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και συγκεκριμένα για την αστική αποκατάσταση των προσφύγων στη Δραπετσώνα Πειραιά, έκταση συνολικού εμβαδού 48.600 τμ., η οποία περιγράφεται στο από 15-2-1927 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……. Το παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα της άνω απαλλοτριωθείσας έκτασης, η οποία ανήκει στο ίδιο,  και ειδικότερα ότι αποτελεί το με αριθμό ….. οικόπεδο του Οικοδομικού Τετραγώνου …. του προσφυγικού συνοικισμού Δραπετσώνας, εμφανιζόμενο  με τα στοιχεία αυτά  τόσο 1) στο προσκομιζόμενο από 10-2-1988 ακριβές αντίγραφο του από 15-2-1927 τοπογραφικού διαγράμματος του ….. (που συνοδεύει την παραπάνω απόφαση απαλλοτρίωσης), που σχεδίασε η ….., ελέγχθηκε από την …… και θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο του τμήματος τοπογραφήσεων Αθηνών …. όσο και 2) στο με αρ. ……… τοπογραφικό διάγραμμα, που συνοδεύει το από 4-9-1931 Διάταγμα τροποποίησης και επέκτασης του σχεδίου πόλεως του Πειραιά, δημοσιευθέν στο ΦΕΚ Α’ 316/10-9-1931  αλλά και 3) στο με αρ. ……. τοπογραφικό διάγραμμα αποτύπωσης του ΟΤ .. στη Δραπετσώνα, το οποίο συνέταξε ο ……… -το οποίο συντάχθηκε με βάση την ως άνω αναφερόμενη υπ’ αρ. 48923/1932 απόφαση απαλλοτριώσεως. Διατείνεται δε περαιτέρω ότι η άνω απαλλοτρίωση συντελέστηκε με την κατάληψη της μείζονος απαλλοτριωθείσας έκτασης και κατ’ επέκταση και του επιδίκου, προ του 1957, η οποία έλαβε χώρα, μεταξύ άλλων, και με την ρυμοτόμηση του και την ένταξη του σε σχέδιο πόλης. Ωστόσο, από την αντιπαραβολή των ως άνω τοπογραφικών διαγραμμάτων,  που επικαλείται και προσκομίζει το κυρίως παρεμβαίνον, σε σχέση με το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ΟΚΧΕ, όπου εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ …, προκύπτουν ασάφειες και ανακρίβειες σχετικά με την αποτύπωση και την θέση του καθώς και αμφιβολίες εάν εμπίπτει στην απαλλοτριωθείσα με την προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση έκταση. Ειδικότερα, με βάση το προσκομισθέν από το Ελληνικό Δημόσιο κτηματολογικό διάγραμμα του ΟΚΧΕ, το επίδικο ακίνητο φέρεται να συνορεύει βόρεια με την οδό……….. και ανατολικά με την οδό ….., ανατολικά δε και νότια με τα με ΚΑΕΚ  ….. ΚΑΙ …… ακίνητα αντίστοιχα. Εντούτοις, στο με αρ. ……… τοπογραφικό διάγραμμα αποτύπωσης του ΟΤ ….., όπου, κατά το Ελληνικό Δημόσιο, το επίδικο εντοπίζεται ως το με αρ. 12  οικόπεδο,  αυτό εμφανίζεται να έχει εμβαδόν 384,81 τμ και να συνορεύει μεν βόρεια με την οδό …, ανατολικά με άλλες ιδιοκτησίες, ενώ με την οδό ….. έχει σύνορο από την δυτική του πλευρά. Και στο  αντίγραφο του με ημερομηνία 15-2-1927 σχεδίου του ……., που συνοδεύει την   με αρ. …….. υπουργική απόφαση απαλλοτρίωσης, όμως, δεν καθίσταται σαφές  εάν το επίδικο ευρίσκεται εντός της απαλλοτριωθείσας έκτασης, καθόσον η θέση του δεν μπορεί να εντοπιστεί. Συγκεκριμένα δε, θέση του επιδίκου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο κτηματολογικό διάγραμμα του ΟΚΧΕ, αντιστοιχεί στο ως άνω αντίγραφο του από 15-2-1927 διαγράμματος, όχι στο τετράγωνο …, αλλά στο παρακείμενο τετράγωνο,  που περικλείεται από τις οδούς …….. στη συμβολή των οδών …….., το οποίο δεν ανήκει στην απαλλοτριούμενη έκταση. Ομοίως και στο προσκομιζόμενο με αρ. πρωτ. …….. διάγραμμα που συνοδεύει το Διάταγμα επέκτασης του ρυμοτομικού σχεδίου του τομέα 1 Πειραιά αποτυπώνει το, κατά τους ισχυρισμούς του Ελληνικού Δημοσίου, οικόπεδο με αρ. …..  να έχει ανατολικά σύνορο άλλες ιδιοκτησίες και δυτικά διανοιχθείσα οδό. Επομένως, δημιουργούνται πλείστες αμφιβολίες και κενά σχετικά με την ακριβή θέση του επιδίκου. Από την διάταξη του άρθρου 254 § 1 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί της διαδικασίας της κατ’ έφεση δίκης, σύμφωνα προς την διάταξη του άρθρου 524 § 1 του ιδίου Κώδικα,  σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 368, 522, 529, 532, 533 και 535 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει περί του βάσιμου των λόγων της εφέσεως, όταν κατά την μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία έχουν ανάγκη συμπληρώσεως ή επεξηγήσεως, δύναται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να διατάξει την επανάληψη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, εάν κατά την κρίση του απαιτούνται προς τούτο ειδικές ή ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΕΔυτΣτερ 36/2015, ΕΘ 2382/2013,  ΕΠειρ 6/2009 ΕΝαυτΔικ 2009.42 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου,  με την διάταξη του άρθρου  744 ΚΠολΔ  καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας  το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει  στο δικαστήριο ελευθερία  αυτεπάγγελτης ενέργειας  και πρωτοβουλίας  συλλογής του αποδεικτικού υλικού  και εξακρίβωσης των πραγματικών γεγονότων  που ασκούν επιρροή στην  έκβαση της δίκης. Στο πλαίσιο λοιπόν της  αυτεπάγγελτης διατάξεως των αποδείξεων  ο δικαστής  έχει τη δυνατότητα να εκδώσει  και αυτεπαγγέλτως απόφαση περί αποδείξεων  ή να διατάξει επανάληψη συζητήσεως, αν δεν αποδείχθηκαν τα κρίσιμα περιστατικά από τα προαποδεικτώς προσκομισθέντα  μέσα,  διατάσσοντας απόδειξη με κάθε πρόσφορο μέσο, π.χ. με πραγματογνωμοσύνη. Η προκειμένη διάταξη  εφαρμόζεται  σε όλες τις υποθέσεις  εκούσιας δικαιοδοσίας γνήσιες και μη γνήσιες,  τόσο στον πρώτο  βαθμό όσο  και στην κατ’ έφεση δίκη  (ΕΠειρ 584/2015 ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠoλΔ,  έκδοση 2000,  τόμος ΙΙ, υπό άρθρο 744 παρ. 2, 7).  Στην προκειμένη υπόθεση,  με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί με ασφάλεια σε πλήρη δικανική πεποίθηση  σχετικά με το εμπράγματο δικαίωμα, που επικαλείται το κυρίως παρεμβαίνον επί του επίδικου ακινήτου, το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του εγγραπτέου δικαιώματος του, και κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση  ως προς την κύρια παρέμβαση, και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, αναφορικά με τα ζητήματα που αναφέρονται  παρακάτω, για τα οποία απαιτούνται  ειδικές γνώσεις επιστήμης (άρθρο 368 § 1 ΚΠολΔ), έτσι ώστε να σχηματίσει ασφαλή δικανική κρίση, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Η πραγματογνωμοσύνη θα γίνει με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων από έναν  πραγματογνώμονα, με την ειδικότητα του  τοπογράφου μηχανικού,  ο οποίος, αφού λάβει υπόψη του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και τα στοιχεία, που θα θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, καθώς και αυτά που θα συγκεντρώσει ο ίδιος, με αιτιολογημένη έκθεσή του θα γνωμοδοτήσει, μετά από επιτόπια θεώρηση και καταμέτρηση του επιδίκου ακινήτου, για τα θέματα, όπως αυτά αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, την δε έκθεση του θα την καταθέσει, όπως ορίζεται στο διατακτικό, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την όρκιση του, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης θα διεξαχθεί σε δικάσιμο, που θα προσδιορισθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου διαδίκου, κατά την οποία με μέριμνα των διαδίκων, θα προσκομισθούν το αντίγραφο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, που θα διενεργηθεί, και όλα τα επικαλούμενα από αυτούς έγγραφα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του καλούντος-εφεσίβλητου.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ  την έκδοση της οριστικής του απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης και τη διενέργεια

πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα γίνει με επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την  ………., τοπογράφο μηχανικό, κάτοικο Καλλιθέας, (……..) τηλ…………………….., η οποία, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σ’ αυτήν αντιγράφου της παρούσας απόφασης, θα δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον της Δικαστή Εφέτη του Εφετείου  Πειραιά  και σε περίπτωση κωλύματός της, ενώπιον εκείνου που θα οριστεί νομίμως. Στη συνέχεια, αφού λάβει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας, των στοιχείων που θα της δώσουν οι διάδικοι, καθώς και αυτών που θα συγκεντρώσει η ίδια, έχοντας δικαίωμα να ζητήσει πληροφορίες και έγγραφα τόσο από τους διαδίκους όσο και από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και από τρίτους, μετά από επιτόπια θεώρηση και καταμέτρηση του επιδίκου ακινήτου, θα γνωμοδοτήσει, με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεσή της, 1)  αν το  επίδικο ακίνητο, το οποίο φέρει ΚΑΕΚ ////// και βρίσκεται στη συμβολή των οδών …….., στη Δραπετσώνα Πειραιά, εμπίπτει στην έκταση, που απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά με την υπ’ αρ. ……… κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Πρόνοιας και Αντιλήψεως,  2) εάν περιλαμβάνεται στα τοπογραφικά διαγράμματα, που προσκομίστηκαν από το Ελληνικό δημόσιο και αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, σημειώνοντας και την ακριβή θέση του επ’ αυτών  και 3) εάν, με βάση τα συγκεντρωθέντα από τον ίδιο στοιχεία,  υπήρχαν  εντός του επιδίκου παλαιά κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές και από πότε χρονολογούνται, 4) ο,τιδήποτε άλλο, που θεωρεί ότι είναι χρήσιμο  για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς. Την γνωμοδότηση αυτή, συνοδευόμενη από σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο θα αποτυπώνεται το επίδικο ακίνητο, πρέπει να καταθέσει εντός προθεσμίας δυο (2) μηνών από την όρκισή της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με σύνταξη οικείας έκθεσης κατάθεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη

δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και

των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 2-8-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ