Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 209/2019

Αριθμός  209/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,   Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 30-8-2017 (αρ. καταθ. …….) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄ αρ. 1912/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στην εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, την 5-7-2017 (βλ. την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή Διονυσίου Π. Κριάρη επί του προσκομιζόμενου από την εκκαλούσα επιδοθέντος σ΄ αυτήν ακριβούς αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 31-8-2017 (άρθρα 144 παρ. 1,  495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού 150 ευρώ (βλ. αρ. παραβόλου: …../., ποσού 150 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή [την αναστολή (ΑΠ 263/2008, ΑΠ 729/2006)] της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014), συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου πολιτικού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση (ΑΠ 197/2015), [υπάρχει δηλαδή μεταξύ τους δεσμός προδικαστικότητας (ΑΠ 2182/2014)], ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο Δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΘεσ 675/2009, ΕφΘεσ 673/2009). Η κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ αναστολή συζήτησης μπορεί να διαταχθεί και όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 602/2015, ΑΠ 400/2014, ΑΠ 355/2014). Τέλος, η απόφαση, που αναστέλλει τη δίκη, κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, είναι μη οριστική και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.

Με την από 11-7-2016 (αρ. καταθ. ……..) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 3-2-2017, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ιστορούσε ότι στις 23-2-2007 συνήψε στον Πειραιά με την εναγομένη την υπ΄ αρ. …….. σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα (CHF), δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε στεγαστικό δάνειο ποσού συναλλάγματος, σε ελβετικό φράγκο, ύψους 131.876,10, με σκοπό την αγορά και επισκευή μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του πρώτου (Α΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής, κείμενης στον Πειραιά. Ότι η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει σε 360 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, οι οποίες θα καταβάλλονταν την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα. Ότι το επιτόκιο συμφωνήθηκε να είναι αρχικά σταθερό και μετά την παρέλευση 36μήνου από την ημερομηνία εκταμίευσης κυμαινόμενο, θα απαρτίζεται δε από το διατραπεζικό επιτόκιο libor ελβετικού φράγκου μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών, πλέον περιθωρίου ανερχομένου σε 1,65% και της εισφοράς του Ν. 128/1975. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι συνήψε τη σύμβαση με τους προδιατυπωμένους της όρους, δηλαδή τους όρους της που δεν ετέθησαν υπό διαπραγμάτευση, χωρίς η εναγομένη να τον ενημερώσει για τους πιθανούς κινδύνους από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά και για τις δυσμενείς επιπτώσεις, που θα επέφερε η ενδεχόμενη αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και παρόλο που ήταν γνωστό σ΄ αυτήν (εναγομένη)  ότι ο ίδιος δεν διέθετε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο και θα εξοφλούσε, επομένως, τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις για την αποπληρωμή του δανείου του σε ευρώ. Ακόμη ισχυρίστηκε, ότι ενώ η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου (9-3-2007) ανερχόταν σε 1,6137 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,6137 ελβετικά φράγκα), το προσεχές χρονικό διάστημα η ισοτιμία αυτή άρχισε σταδιακά να μεταβάλλεται υπέρ του ελβετικού φράγκου, ενώ στις 9-2-2016 η ισοτιμία αυτή ανήλθε σε 1,0997, γεγονός που αντιστοιχούσε σε πλήρη αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι, παρόλο που μέχρι και το τέλος του έτους 2015 εξακολουθούσε να καταβάλει εμπρόθεσμα και κανονικά τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου του, ανερχόμενες, κατά μέσο όρο, στο ποσό των 390 ευρώ και συνακόλουθα η οφειλή του από την επίδικη δανειακή σύμβαση θα έπρεπε να έχει μειωθεί κατά 39.000 ευρώ περίπου, απεναντίας το άληκτο κεφάλαιο του δανείου, κατά τον άνω χρόνο, είχε αυξηθεί τουλάχιστον κατά 13.300 ευρώ σε σχέση με το ποσό που είχε αρχικά δανειστεί, οπότε αντιλήφθηκε ότι η εναγομένη (Τράπεζα) του είχε επιρρίψει τον κίνδυνο αλλαγής της ανωτέρω συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία είχε αλλάξει υπέρ του ελβετικού φράγκου, με συνέπεια την εκτίναξη της οφειλής του. Ότι ο ίδιος ευρισκόμενος σε οικονομικό αδιέξοδο, αναγκάστηκε να συνάψει με την εναγομένη την από 18-11-2015 πρόσθετη πράξη σύμβασης στεγαστικού δανείου, με την οποία παρατάθηκε η διάρκεια του δανείου κατά 18 μήνες. Ότι σ΄ αυτήν (πρόσθετη πράξη) συμπεριλαμβανόταν και ο υπ΄ αρ. 1 όρος, βάσει του οποίου ο ίδιος αναγνώριζε ως «ακριβές και οφειλόμενο» το ποσό του δανείου του, που είχε προκύψει μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου και το οποίο τότε είχε ανέλθει στο ποσό των 106.873,90 ελβετικών φράγκων. Ότι ο ίδιος δεν ενημερώθηκε από τους υπαλλήλους της εναγομένης για τν συναλλαγματικό κίνδυνο, που αναλάμβανε κατά τη λήψη του επίδικου δανείου, αλλά ούτε και για τις επιπτώσεις, που θα μπορούσε να έχει μια σημαντική υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, στο ύψος τόσο των οφειλόμενων δόσεων, όσο και του άληκτου κεφαλαίου της οφειλής του, ώστε να είναι σε θέση να λάβει εμπεριστατωμένη και συνετή απόφαση ως προς την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, ενόψει του ότι η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, αφού συνδέει την οφειλή του με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, στην οποία καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, ήτοι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διαφορά νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκε ότι στα καταστήματα της εναγομένης υπήρχαν διαφημιστικά φυλλάδια των ως άνω στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο, η δε διαφημιστική προώθηση αυτών στηρίχθηκε αποκλειστικά στη χαμηλή δόση και στο χαμηλό επιτόκιο, λόγω Libor. Ότι, ενόψει αυτών, είναι άκυροι, ως καταχρηστικοί, οι υπ΄ αρ. 2 και 4.4 όροι της επίδικης σύμβασης, που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και οι οποίοι προέβλεπαν, αντίστοιχα, το δικαίωμα του δανειολήπτη (οφειλέτη-ενάγοντος) να εκταμιεύσει το ισάξιο των δανεισθέντων ελβετικών φράγκων σε ευρώ, κατόπιν μετατροπής τους με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, που θα προέκυπτε από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος κατά την ημέρα της εκταμίευσης, καθώς και την υποχρέωση του δανειολήπτη (οφειλέτη-ενάγοντος) προς εξόφληση του χορηγηθέντος σε συνάλλαγμα δανείου, είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλαγμάτος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Ότι τέλος, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και ο υπ΄ αρ. 1 όρος της από 18-11-2015 πρόσθετης πράξης της δανειακής σύμβασης, ο οποίος είχε επίσης προδιατυπωθεί από την εναγομένη και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο οποίος προέβλεπε την αναγνώριση εκ μέρους του (ενάγοντος) ως «ακριβούς και οφειλόμενου» του μέχρι τότε ανεξόφλητου ποσού του δανείου του, το οποίο είχε προκύψει μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου και το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 106.873,90 ελβετικών φράγκων. Με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό ζήτησε, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (αγωγής), να αναγνωρισθεί μερικώς η ακυρότητα της επίδικης δανειακής σύμβασης, καθώς και της πρόσθετης αυτής πράξης, ενόψει των καταχρηστικών ΓΟΣ που περιέχονται σ΄ αυτές και συγκεκριμένα των όρων 2 και 4.4 της δανειακής σύμβασης περί του δικαιώματος εκταμίευσης του ισάξιου των δανεισθέντων ελβετικών φράγκων σε ευρώ, κατόπιν μετατροπής τους με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της εκταμίευσης και περί εξόφλησης του εκάστοτε υπολοίπου της οφειλής με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ που ισχύει κατά την ημέρα της εξόφλησης, καθώς και του υπ΄ αρ. 1 όρου της πρόσθετης πράξης περί της αναγνώρισης εκ μέρους του ενάγοντος του μέχρι τότε ανεξόφλητου ποσού του δανείου ως «ακριβούς και οφειλόμενου» από αυτόν, καθόσον επιφέρουν σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του και δεν τυγχάνουν εφαρμογής, κατά την παρ. 7 και 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, το δε κενό που δημιουργείται καλύπτεται κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με συνέπεια να πρέπει η εναγομένη να υπολογίζει τόσο την εκταμίευση του δανείου, όσο και την εξόφληση αυτού, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της εκταμίευσης αυτού (δανείου). Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 1912/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε στις 28-4-2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και εν μέρει νόμιμη, πλην του αιτήματος περί ακυρώσεως ως καταχρηστικού του υπ΄ αρ. 2 όρου της επίδικης δανειακής σύμβασης περί του δικαιώματος του ενάγοντος να εκταμιεύσει το δανεισθέν ποσό των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημέρα της εκταμίευσης, καθώς επίσης απέρριψε ως κατ΄ ουσία αβάσιμη την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως των ένδικων αξιώσεων που προέβαλε η εναγομένη και περαιτέρω έκρινε ότι ο όρος 4.4 της επίδικης δανειακής σύμβασης, αλλά και ο όρος 1 της πρόσθετης αυτής (δανειακής σύμβασης) πράξης, είναι αδιαφανείς και, μάλιστα, υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια, που τάσσονται από τις διατάξεις των παρ. 6, 7 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1964. Επιπροσθέτως, έκρινε ότι η ακυρότητα των προαναφερόμενων αδιαφανών ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρης της δανειακής σύμβασης και της πρόσθετης αυτής πράξης, αλλά είναι μερική, με αποτέλεσμα να καταλείπεται κενό σ΄ αυτήν. Ότι το κενό αυτό καλύπτεται κατά το άρθρο 200 του ΑΚ, ήτοι σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ενώ εφαρμογή του άρθρου 291 του ΑΚ εν προκειμένω δεν χωρεί, εφόσον δεν πρόκειται για συναφή ρύθμιση. Ειδικότερα, έκρινε ότι η ρύθμιση του άρθρου 291 του ΑΚ συνιστά ρύθμιση ενδοτικού δικαίου («αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο») και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη να εξοφλήσει είτε αυτουσίως στο αλλοδαπό νόμισμα, είτε σε ευρώ με την τρέχουσα κατά το χρόνο πληρωμής ισοτιμία, καθώς ότι αυτό δεν σημαίνει ότι η επίδικη ρήτρα είναι απλώς και μόνο «δηλωτική» επαναλαμβάνουσα ρύθμιση νόμου. Περαιτέρω, έκρινε ότι η έλλειψη συνάφειας ερείδεται σε δύο βάσεις και δη, αφενός στο ότι εν προκειμένω οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευρώ/φράγκου και της τιμής πώλησης ευρώ/φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ στη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ λόγος γίνεται μόνο για μια συναλλαγματική ισοτιμία, επί τη βάσει της οποίας έχει δικαίωμα ο οφειλέτης να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέρου η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 291 του ΑΚ, κατόπιν ερμηνείας, αφορά στιγμιαίες συμβάσεις και όχι δάνεια, όπως το επίδικο, που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια. Έκρινε, επίσης, ότι τούτων δοθέντων δεν καταστρατηγείται το άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 93/2013 (13η αιτιολογική έκθεση), εφόσον μάλιστα, η κάλυψη συμβατικού κενού από υφιστάμενες διατάξεις νόμου ενδοτικού δικαίου, εν προκειμένω τη διάταξη 291 του ΑΚ, είναι τελολογικώς παράδοξο να εφαρμοστεί, αφού και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο, δηλαδή η καταστρατήγηση της αρχής της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που ασκεί στις Τράπεζες η απαγόρευση της χρήσης αδιαφανών όρων. Κατόπιν δε τούτων, μεταξύ άλλων, απέρριψε ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό (της εκκαλουμένης αποφάσεως) ως απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ ουσία, αναγνώρισε ότι α) ο υπ΄ αρ. 4.4 όρος της μνημονευόμενης στο σκεπτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «Η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος Ελβετικών Φράγκων, υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος…» και β) ο υπ΄ αρ. 1 όρος της από 18-11-2015 πρόσθετης πράξης της ως άνω δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «…Ο οφειλέτης και ο εγγυητής με την παρούσα αναγνωρίζουν ρητά τα παραπάνω ποσά οφειλής ως ακριβή και οφειλόμενα από αυτούς κατά τους όρους της παραπάνω σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής…», τυγχάνουν καταχρηστικοί και, ως εκ τούτου, άκυροι, με συνέπεια οι καταβολές, που ο ενάγων πραγματοποιεί σε ευρώ προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεών του, να πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ελβετικού φράγκου και του ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (9-3-2007) και δη 1,6137 και τέλος, συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 30-8-2017 (αρ. καταθ. ……) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί  η εκκαλουμένη, με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Με λόγους της ένδικης εφέσεως, η εκκαλούσα, μεταξύ άλλων, παραπονείται ότι  κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, η εκκαλουμένη έκρινε άκυρο ως καταχρηστικό ΓΟΣ τον όρο 4.4 της δανειακής σύμβασης κατά το Ν. 2251/1994, καθώς επίσης ότι, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, η εκκαλουμένη έκρινε ότι το κενό, που δημιουργείται στην ένδικη έννομη σχέση με την κρίση ότι ο όρος 4.4 της δανειακής σύμβασης είναι άκυρος, θα καλυφθεί κατ΄ άρθρο 200 του ΑΚ και όχι σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 291 του ΑΚ, καθόσον δεν αποτελεί συναφή ρύθμιση και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη είτε να εξοφλήσει αυτουσίως σε αλλοδαπό νόμισμα είτε σε ευρώ με την τρέχουσα κατά το χρόνο της πληρωμής ισοτιμίας. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι και υπό την υποτιθέμενη εκδοχή ότι συντρέχει λόγος ακυρότητας του άρθρου 4.4 της ένδικης συμβάσεως, για την κάλυψη του κενού, δεν υφίσταται άλλη εφαρμοστέα διάταξη, εκτός από τον κανόνα που περιέχεται στο άρθρο 291 του ΑΚ, το οποίο ρυθμίζει την εκπλήρωση της παροχής από τον εφεσίβλητο κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνο που ορίζει το άρθρο 4.4 της ένδικης συμβάσεως. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα δεν επιτρέπεται να αποκλειστεί με το επιχείρημα, ότι καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, αφού αυτό δεν αποτελεί νόμιμο λόγο, ο οποίος αναιρεί την ισχύ της συγκεκριμένης διάταξης, δεδομένου ότι δεν υποβάλλεται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Κατόπιν τούτων, στην προκειμένη περίπτωση, κρίσιμο, μεταξύ άλλων, είναι το ζήτημα, εάν ο συγκεκριμένος υπ΄ αρ. 4.4 όρος της ένδικης συμβάσεως στεγαστικού δανείου  εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της συμβάσεως (naturalia negotii), απηχώντας εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου 291 του ΑΚ, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, ή εάν, αντιθέτως, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο, και, επομένως, υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις.

Ήδη, με την υπ΄ αρ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το παραπάνω νομικό ζήτημα, δηλαδή, αν ο όρος δανειακής σύμβασης σε ελβετικά φράγκα, που ορίζει, ότι, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε EURO, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του ενδοτικού δικαίου και δη εκείνο του άρθρου 291 του ΑΚ, αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της συμβάσεως και, επομένως, εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 ή και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο, ή, αντιθέτως, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Ενόψει τούτων, δεδομένου ότι η κρίση επί του ως άνω παραπεμφθέντος στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί, κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπόθεσης, μέχρι την έκδοση απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σ΄ αυτήν, με την υπ΄ αρ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς και περί του παραβόλου, καθόσον η παρούσα απόφαση (ως προς την κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ αναβολή) είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 30-8-2017 (αρ. καταθ. …….) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1912/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά αυτή.

Αναβάλλει, κατά τα λοιπά, τη συζήτηση αυτής, μέχρι την έκδοση απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σ΄ αυτήν, με την υπ΄ αρ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  7η Μαρτίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 8 Απριλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών Δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ