Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 122/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

122 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 11.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης των εναγομένων της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 28.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…..)  αγωγής, και β) η από 30.6.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………) έφεση των επίσης εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων της προαναφερθείσας αγωγής, αμφότερες κατά της υπ’αριθμ. 923/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η ένδικη από 11.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης κατά της υπ’αριθμ.923/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», καθώς και της εκκαλούσας, ασκηθείσα ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου από 28.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……) αγωγή των εφεσιβλήτων, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτούς διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών τους, απορρεουσών από την παροχή εκ μέρους τους εξαρτημένης ναυτικής εργασίας σε πλοίο, και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στο δεύτερο ενάγοντα, αφετέρου δε υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες να καταβάλουν σε αμφότερους τους ενάγοντες, ως εφοπλίστρια και κυρία του πλοίου αυτού αντίστοιχα, τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά, πλέον τόκων από της ημερομηνίας της απόλυσης εκάστου ενάγοντος, εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εναγόμενη περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, η δε πρώτη απεριόριστα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 17.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…….), προ της επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης στη δεύτερη εναγόμενη, και ήδη εκκαλούσα, που έλαβε χώρα, με την επιμέλεια των εναγόντων, στις 13.6.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 6.3.2017 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 17.5.2017, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 6.3.2017, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), στρεφόμενη κατά των αναφερομένων στο εφετήριο κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Από την υπ’αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ….., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες της από 30.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου, και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη – ανώνυμη εταιρία (άρθρο 498 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με βάση το χρόνο άσκησης της έφεσης αυτής).  Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016), λαμβανομένου υπόψη του ότι οι εφεσίβλητες τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής, και όχι αναγκαίας ομοδικίας, με αποτέλεσμα η απολειπόμενη πρώτη εξ αυτών να μη θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τη δεύτερη, που παραστάθηκε.

Η ανωτέρω έφεση των επίσης εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων της ανωτέρω αγωγής κατά της ιδίας πρωτόδικης απόφασης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 7.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……..), όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβητη, εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση σ’αυτήν της πρωτόδικης απόφασης, που έλαβε χώρα με την επιμέλεια των ιδίων στις 13.6.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………, κατά τα προκετεθέντα, ενώ, όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη, προ της επίδοσης της εκκαλουμένης σ’αυτήν, που έλαβε χώρα, με την επιμέλεια των εναγόντων, στις 17.7.2017, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….., αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 6.3.2017 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 7.7.2017, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 6.3.2017, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, και η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), στρεφόμενη κατά των αναφερομένων στο εφετήριο κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης που βλάπτουν τους εκκαλούντες της, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες με την από 28.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……) αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησαν ν’υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εφοπλίστρια και κυρία αντίστοιχα, του επιβατηγού, οχηματαγωγού, ακτοπλοϊκού πλοίου «ΑΤ», να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, λόγω της επιβίβασης, ναυτολόγησης από τον πλοίαρχο και απασχόλησής τους σ’αυτό, υπό την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού ο πρώτος και του Β΄ Μάγειρα αρχικά και του Α΄Μάγειρα στη συνέχεια ο δεύτερος, καθημερινά επί 12 ώρες και επί 11 ώρες ο καθένας τους αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά το χρονικό διάστημα από 26.5.2014 έως 26.11.2014 ο πρώτος και από 17.4.2014 έως 10.11.2014 ο δεύτερος, αντί συμφωνηθέντος «κλειστού» μηνιαίου μισθού, σε εκτέλεση καταρτισθέντων άτυπα μεταξύ αυτών και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης προσυμφώνων σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, στο μεν πρώτο εξ αυτών α) το ποσό των 2.843,43 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο δεδουλευμένων συμφωνηθεισών αποδοχών του, που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.11.2014 έως 26.11.2014, όταν και απολύθηκε, β) το ποσό των 4,518,38 ευρώ ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 26.5.2014 έως 9.9.2014, γ) το ποσό των 468,43 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της μη χορήγησης σ’αυτόν διανυκτερεύσεων σε κάποιο λιμένα κατά τους μήνες Ιούνιο έως και Οκτώβριο του έτους 2014, δ) το ποσό των 4.763,18 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 26.5.2014 έως 12.10.2014, καθώς και το ποσό των 976,54 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο αυτό κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 13.10.2014, όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες του και εκτελούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, έως 26.11.2014, όταν και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, και ε) το ποσό των 976,78 ευρώ ως διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 26.5.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και το ποσό των 262,97 ευρώ, ως διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων του ιδίου έτους, που αναλογεί στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, και δη από τις 13.10.2014, όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες, έως και την απόλυσή του στις 26.11.2014, στο δε δεύτερο α) το ποσό των 2.265,34 ευρώ ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το ως άνω πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2014 έως 9.6.2014, κατά το οποίο εργάσθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, το ποσό των 1.012,67 ευρώ ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 9.9.2014 έως 29.9.2014, κατά το οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του σ’αυτό ως Α΄Μάγειρας, το ποσό των 1.569,25 ευρώ ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το ίδιο πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 9.6.2014 έως 13.7.2014, κατά το οποίο εργάσθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, και το ποσό των 2.706,11 ευρώ ως αμοιβή του λόγω της εκτέλεσης από το ως άνω πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 14.7.2014 έως 9.9.2014, κατά το οποίο απασχολήθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα, β) το ποσό των 3.471,91 ευρώ ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 17.4.2014 έως 13.7.2014 και το ποσό των 5.054,89 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 14.7.2014 έως 10.11.2014, όταν και απολύθηκε, και γ) το ποσό των 108,98 ευρώ ως οφειλόμενη διαφορά επιδόματος Πάσχα του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 17.4.2014 έως 30.4.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες και ο ίδιος απασχολήθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, το ποσό των 1.310,82 ευρώ, ως επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 13.7.2014, κατά το οποίο εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο ως Β΄Μάγειρας, το ποσό των 1.793,05 ευρώ, ως οφειλόμενο επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 14.7.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα, και ενώ αυτό εκτελούσε πλόες, και το ποσό των 537,43 ευρώ, ως επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως 10.11.2014, κατά το οποίο στο πλοίο πραγματοποιούντο εργασίες επισκευής και ο ίδιος εκτελούσε σ’αυτό καθήκοντα Α΄Μάγειρα, καθώς και ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στο δεύτερο εξ αυτών, ενεχόμενες εις ολόκληρον, κατόπιν παραδεκτής τροπής μέρους του αγωγικού αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και, επιπροσθέτως, περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους κονδύλια, στα οποία αναφέρεται, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, α) το ποσό των 8.254,51 ευρώ ως οφειλόμενες συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του της ειδικότητας του Α΄ Μάγειρα για το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες, και το ποσό των 2.901,47 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται ότι δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένες αποδοχές του, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 13.10.2014, όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες του και τελούσε υπό επισκευή, και μέχρι την απόλυσή του στις 10.11.2014, και β) το ποσό των 371,76 ευρώ, ως οφειλόμενη αποζημίωση λόγω της μη χορήγησης σ’αυτόν διανυκτερεύσεων, είτε στο λιμένα αφετηρίας, είτε στο λιμένα προορισμού των δρομολογίων του πλοίου, κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2014, κατά το οποίο εργάσθηκε στο πλοίο αυτό με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, και το ποσό των 347,10 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, του οφείλεται ως αποζημίωση λόγω της μη χορήγησης σ’αυτόν διανυκτερεύσεων, είτε στο λιμένα αφετηρίας, είτε στο λιμένα προορισμού των δρομολογίων του πλοίου, κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2014, όπως έκαστο των επιμέρους κονδυλίων αναλυτικά παρατίθεται στο δικόγραφο, και συνολικά να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, στο μεν πρώτο εξ αυτών το ποσό των 16.454,24 ευρώ, στο δε δεύτερο το ποσό των 19.830,44 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στο δεύτερο εξ αυτών, επίσης εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 11.874,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο, που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα της απόλυσής τους, στις 26.11.2014 και στις 10.11.2014 αντίστοιχα, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κυρίως μεν με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις τους ναυτολόγησης, άλλως επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρότητας εν όλω ή εν μέρει των συμβάσεών τους αυτών, με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η υπ’αριθμ.923/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, έκαστη εις ολόκληρον, η δεύτερη περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου στο δεύτερο εναγόμενο, αφετέρου δε υποχρεώθηκαν αυτές να καταβάλουν σε αμφότερους τους ενάγοντες, επίσης εις ολόκληρον, η δεύτερη περιορισμένα ως κυρία του πλοίου και διά του πλοίου αυτού, τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόλυσής τους μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται  οι ενάγοντες και η δεύτερη εναγόμενη, που δικάσθηκαν αντιμωλία, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, έχοντας έννομο συμφέρον ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, πλήττοντας αυτήν ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια, που τους βλάπτουν, και αναφέρονται στο δικόγραφο εκάστης. Ειδικότερα: 1) Η δεύτερη εναγόμενη με την κρινόμενη από 11.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……) έφεσή της παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, για τους λόγους, που αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου ξεχωριστά για τον κάθε ενάγοντα, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τα διαλαμβανόμενα στο εφετήριο αγωγικά κονδύλια, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανακριθεί εξαρχής η αγωγή,ν’απορριφθεί στη συνέχεια στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. 2) Οι ενάγοντες με την επίσης ένδικη από 30.6.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.. …..) έφεσή τους προσβάλλουν την αυτή απόφαση, για τους λόγους, που εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί του ορισμένου της προβληθείσας από τους εναγομένους ένστασης εξόφλησης αναφορικά με τα ποσά, που, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, καταβλήθηκαν στους ίδιους (τους ενάγοντες) από το Ν.Α.Τ., η οποία, ακολούθως, έγινε δεκτή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και απορρίφθηκαν τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούσαν σε υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών τους, ως ουσιαστικά αβάσιμα, και δη ως πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθέντα, ενώ, όπως ισχυρίζονται, θα έπρεπε η ως άνω ένσταση ν’απορριφθεί καταρχήν ως αόριστη, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί των ειδικότερα διαλαμβανομένων στο εφετήριο κονδυλίων της αγωγής τους, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής τους και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανακριθεί εξαρχής η αγωγή τους, να γίνει ακολούθως δεκτή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 520 παρ 1 και 522 του ΚΠολΔ προκύ­πτει ότι το δικόγραφο της έφεσης πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχε­τικά με το αιτητικό της αγωγής, ανταγω­γής κλπ, οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλού­μενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικα­στή. Σε κάθε  περίπτωση πρέπει ο λόγος της έφεσης να διατυπώνεται με τόση τουλάχιστον σαφήνεια, ώστε να καθορίζονται τα σφάλματα που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση και δικαιολογούν τη ζητούμενη εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Είναι δε απαραίτητος ο προσδιορισμός των σφαλμάτων που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, όπως παραβιάσεις δικονομικών ορισμών, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ή τέλος, εγκατάλειψη αιτήματος αδίκαστου, γιατί μ`αυτόν συνδέεται τόσο η δυνατότητα άμυνας (απόκρουσης και ανασκευής) του εφεσίβλητου, όσο κυρίως η εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να ασχοληθεί με την υπόθεση, η οποία από το νόμο (άρθρο 522 ΚΠολΔ) περιορίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της. Εξάλλου, λόγος έφεσης για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαί­ου τυγχάνει παντελώς αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως σ` αυτόν ποιος κανόνας δικαίου και με ποιο τρόπο παρα­βιάσθηκε (ΑΠ 408/2000 ΝοΒ 49. 811, ΕφΔωδ 171/2014, ΕφΠατρ 1083/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 973/2003 ΕλλΔνη 46.557,  Σ. Σαμουήλ. Η έφεση κατά του ΚΠολΔ, Εκδ. 2009, § 540, 540α, 540β και 541, σελ. 225-230). Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προ­τάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπο­μπή σε άλλα δικόγραφα έστω και της ίδιας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοι­ώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτο­νται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση (βλ. Σαμουήλ ό.π. παρ. 541 σελ. 169, ΑΠ 1129/1995, ΑΠ 1009/1988 ΕλλΔνη 38. 591 και 30.1348, ΕφΛαρ 409/2015 Δικογραφία 2015.797). Ειδικότερα, συνέπεια της αοριστίας αυτής είναι η ακυρότητα του δικογράφου της έφεσης και η απόρριψή της από το δικαστήριο και με αυτεπάγγελτη εξέταση. Αν η αοριστία περιορίζεται σε ορισμένο μόνο λόγο της έφεσης, είναι απαράδεκτος και εξομοιώνεται με ανύπαρκτο ο συγκεκριμένος λόγος (σχετ. ΕφΠειρ 644/2015, ΕφΑθ 399/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2301/1984 15.845, ΕφΔωδ 201/2013, 204/2009, 96/2007 και 56/2002 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 130/1990 Αρμ 1990.118, ΕφΘεσ 989/1990 Αρμ 1990.251 Σ.Σαμουήλ: Η Έφεση, έκδ.2009 παρ. 541). Τέλος, από το άρθρο 522 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μπορεί δε και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα  το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, επί έφεσης του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ουσίαν, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα  τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ. αρκεί ο εναγόμενος να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 1436/2002 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573 ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΠειρ 77/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Από τις παραπάνω διατάξεις δηλαδή προκύπτει ότι εάν με την έφεση ζητείται η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της ως μη νόμιμης ή ουσιαστικά αβάσιμης, αποδίδεται δηλαδή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή τη νομιμότητα της αγωγής, το Εφετείο, στο οποίο έτσι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της, δεν κωλύεται να απορρίψει αυτεπαγγέλτως την αγωγή εν όλω ή εν μέρει ως αόριστη ούτε και να απορρίψει τα επί μέρους αγωγικά αιτήματα ή και ολόκληρη την αγωγή ως μη νόμιμη για λόγους άλλους από τους επικαλούμενους στην έφεση (ΕφΠειρ 387/2014, ΕφΠειρ 441/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο τρίτος λόγος της από 11.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεσης της δεύτερης των εναγομένων, ο οποίος αφορά τον πρώτο ενάγοντα και σύμφωνα με τον οποίο “έσφαλε η εκκαλουμένη, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εδικαιούτο ποσό 4.227,78 ευρώ για αμοιβή ταξιδίων εξπρές, ενώ έπρεπε ν’απορρίψει το κονδύλιο αυτό σαν απαράδεκτο  λόγω της αοριστίας και της αντιφατικότητας αυτού”, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, και, συνακόλουθα, απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ουδόλως προσδιορίζεται σ’αυτόν με σαφήνεια σε τι ακριβώς συνίστανται οι επικαλούμενες αοριστία και αντιφατικότητα του ως άνω αγωγικού κονδυλίου, που κρίθηκε ως ορισμένο από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον επιδικάσθηκε για την αιτία αυτή στον πρώτο ενάγοντα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, και, συνεπώς, δεν καθορίζεται, ως έδει για το ορισμένο και την πληρότητα του λόγου αυτού, το αποδιδόμενο στην εκκαλουμένη απόφαση σφάλμα, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου και να είναι αυτό σε θέση να αποφανθεί επί της βασιμότητας του ανωτέρω λόγου. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι το ορισμένο της αγωγής ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, το οποίο με την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο, δε μπορεί να ερευνηθεί αυτεπάγγελτα από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή ακόμη και χωρίς την προβολή από τη δεύτερη εναγόμενη ειδικού και ορισμένου παραπόνου με την έφεσή της, διότι ως προς το κονδύλιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση δεν πλήττεται με την ανωτέρω έφεση για άλλο λόγο, και συγκεκριμένα δε ζητείται η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης, ή ως ουσιαστικά αβάσιμης λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ώστε να καταστεί αυτό αντικείμενο της έκκλητης δίκης, ούτε, όμως, ζητείται συλλήβδην από τη δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης ή ουσιαστικά αβάσιμης στο σύνολό της, και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, όπως απαιτείται, προκειμένου η υπόθεση να μεταβιβασθεί καθ’ολοκληρίαν στο δεύτερο βαθμό, και να μπορεί και το Δικαστήριο τούτο να εξετάσει αυτεπάγγελτα  το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη.

Στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 5 της από 6.6.2013 Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2013, που κυρώθηκε με τη, νομίμως δημοσιευθείσα (ΦΕΚ Β΄2079/26.8.2013), υπ’αριθμ. 3525.1.1.5./1.2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, καθώς και της από 8.4.2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2014, που κυρώθηκε με τη, νομίμως δημοσιευθείσα (ΦΕΚ Β΄1664/24.6.2014), υπ’αριθμ. 3525.1.5.2/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας, οι  οποίες εφαρμόζονται εν προκειμένω, ορίζονται τα ακόλουθα: (στην παράγραφο 1) «Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το επίδομα τούτο καθορίζεται μηνιαίως στο ποσό των ευρώ 56,50.» (στην παράγραφο 3) «Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται εις αυτά το ανωτέρω επίδομα.». Από τις προβλέψεις των προαναφερομένων παραγράφων συνάγεται με την αναγκαία σαφήνεια ότι το εν λόγω επίδομα δεν καταβάλλεται (όταν καταβάλλεται) ως αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον ναυτικό εργασίας αλλά για την αντιμετώπιση ιδιαιτέρων αναγκών προκαλουμένων από τη λειτουργία του πλοίου και, για τον λόγο αυτό, δεν θεωρείται μέρος των καταβαλλομένων στον ναυτικό τακτικών μηνιαίων αποδοχών, και, επομένως, δε συνυπολογίζεται σ’αυτές, προκειμένου να προσδιορισθεί το ποσό της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» και των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59.1138, ΜονΕφΠειρ 50/1016, 69/2016, 200/2016, 201/2016, 213/2016 71/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 434/2013 ΕΝαυτΔ 2013.204). Εν προκειμένω με τον υπ’αριθμ.3 λόγο της ένδικης από  30.6.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) έφεσης αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση ως σφάλμα το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό των ποσών, που έκρινε ότι οφείλονται στο δεύτερο των εναγόντων για διαφορετικές νόμιμες αιτίες, δε συμπεριέλαβε στο σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 των εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε. επίδομα ιματισμού, το οποίο και δικαιούται ως μέλος του κατώτερου πληρώματος του πλοίου, έχοντας εργασθεί σ’αυτό αρχικά με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, και στη συνέχεια του Α΄Μάγειρα. Ο λόγος αυτός, όμως, απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος, και τούτο διότι, όπως αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη, το επίδομα ιματισμού δεν αποτελεί τμήμα των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, καθόσον δεν καταβάλλεται ως αντιπαροχή για την παροχή εκ μέρους του των πάσης φύσης υπηρεσιών του.

Κατά το άρθρο 262 παρ.1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν. Διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, προκύπτει ότι στοιχεία της ενστάσεως εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη ειδικότερα η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσης αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας με την επίκληση σχετικών εγγράφων στοιχείων (αποδείξεων πληρωμής, μισθοδοτικών καταστάσεων) περί πληρωμής όλωνα των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 ν.δ. 4020/1959). Για το λόγο άλλωστε αυτό με τα άρθρα 18 παρ. 1 ν. 1082/1980 και 26 παρ. 9 περ. ε α.ν. 1846/1951, όπως η περ. ε προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 ν. 1469/1984, επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσης αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ’ αυτές (ΑΠ 953/2018, 1064/2018, 602/2017, 1775/2017 A’δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη εναγόμενη, κυρία του ανωτέρω πλοίου, στο οποίο είχαν ναυτολογηθεί και απασχολήθηκαν οι ενάγοντες, κατά την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και προς αντίκρουσή της, προέβαλε με τις προτάσεις της, καθώς και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, τον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες εισέπραξαν μετά την άσκηση της αγωγής τους από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, κατ’εφαρμογή του άρθρου 50 του ν.4311/2015, λόγω κατάπτωσης εγγυητικών επιστολών, που είχαν κατατεθεί σ’αυτό από την πρώτη εναγόμενη, για τις αξιώσεις τους από τις συμβάσεις τους παροχής ναυτικής εργασίας στο συγκεκριμένο πλοίο το ποσό των 17.677,09 ευρώ ο πρώτος και το ποσό των 9.276,65 ευρώ ο δεύτερος, σε ολική και μερική εξόφληση των αγωγικών απαιτήσεών τους αντίστοιχα. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, ο προπαρατεθείς ισχυρισμός, με τον οποίο η δεύτερη εναγόμενη επιχείρησε να θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης, ήταν απορριπτέος ως αόριστος, διότι αν και με την αγωγή προβλήθηκαν περισσότερες αξιώσεις των εναγόντων, διαφορετικής προέλευσης και θεμελίωσης από τις συμβάσεις ναυτολόγησής τους στο ανωτέρω πλοίο, δεν διαλαμβάνονταν σ’ αυτόν τα καταβληθέντα επί μέρους ποσά για κάθε μία από τις ένδικες αγωγικές αξιώσεις, όπως θα έπρεπε για το ορισμένο και την πληρότητα του περιεχομένου του, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του  δεν απέρριψε αυτεπάγγελτα τον ανωτέρω ισχυρισμό ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας στην προβολή του, αλλά, αντίθετα, δέχθηκε ότι αυτός συνιστούσε νόμιμη ένσταση εξόφλησης, και, κατά παραδοχή του και ως κατ’ ουσίαν βασίμου, απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις, που αφορούσαν σε υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων για την παροχή της εργασίας τους στο πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα από  1.11.2014 έως 26.11.2014, και από 1.8.2014 έως 10.11.2014 αντίστοιχα (κονδύλια υπό στοιχεία Α1 και Β1 της αγωγής), εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους. Σημειωτέον ότι κατόπιν τούτου οι προβαλλόμενες αιτιάσεις της δεύτερης εναγομένης, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της έφεσής της, που αφορά τον πρώτο ενάγοντα, αλλά και του πρώτου λόγου της ίδιας έφεσης εξ όσων αναφέρονται στο δεύτερο ενάγοντα, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι με την εκκαλουμένη απόφασή του καταλόγισε τα ανωτέρω εισπραχθέντα από τους εφεσιβλήτους χρηματικά ποσά μόνο στα κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών τους, και όχι και στις λοιπές αγωγικές αξιώσεις τους, ως έδει, αφού καταβλήθηκαν για την παροχή της εργασίας τους στο συγκεκριμένο πλοίο, όπερ συνεπάγεται την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συνόλου των απαιτήσεων του πρώτου ενάγοντος και τη μερική εξόφληση αυτών του δευτέρου των εναγόντων αντίστοιχα, επίσης απορριπτέες τυγχάνουν.

Από τις διατάξεις των άρθρων 39, 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης μέλους πληρώματος καταρτίζεται με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη του πλοίου ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, αφορά δε την εργασία του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο. Για να συντελεσθεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται, επιπλέον, η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο και η ανάληψη των καθηκόντων του. Αν η σύμβαση δεν καταχωρηθεί στο ναυτολόγιο είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάσθηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν απ’ αυτή, μεταξύ του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, κατά την οποία συμφωνείται να επιβιβαστεί αυτός στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα και δεν απαιτείται γι’αυτή η τήρηση τύπου (βλ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 27.278, ΕφΠειρ 619/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝ 2002. 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος,  σελ. 297-299). Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314,ΜονΕφΠειρ 50/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Περαιτέρω με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21 /1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ.Α. 182), ορίζεται ότι “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’όσον ήθελον κυρωθή δι αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του (ΜονΕφΠειρ 285/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008,275, ΕφΠειρ.1132/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005,425, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝΔ 1991 226, ΕφΠειρ 844/1994 ΝομΝαυτΤμΕφ-Πειρ 1994-1995 451).  Κατά το κρίσιμο (αγωγικό) χρονικό διάστημα των συμβάσεων ναυτολόγησης αμφοτέρων των εναγόντων, δηλαδή από την 17η.4.2104 έως και την 26η.11.2014, τις πάσης φύσης αποδοχές  των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων ρύθμιζε αρχικά η ΣΣΝΕ του έτους 2013, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, υπογράφηκε στις 6.6.2013, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 26.8.2013 (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), και στη συνέχεια η αμέσως επόμενη του έτους 2014, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, υπογράφηκε στις 8.4.2014, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2013) ρύθμιζε τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων αυτών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τις 26.8.2013 μέχρι και τις 23.6.2014 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη (του έτους 2014) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα σε σχέση με το επίδικο χρονικό διάστημα από 24.6.2014 έως 26.11.2014 (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΔ 1988/1128 = ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/429), αμφότερες δε αυτές δε διαφέρουν ως προς τις ρυθμίσεις τους. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, η ισχύς των Σ.Σ.Ν.Ε. για τους τρίτους, αρχίζει  απ’ τη δημοσίευση στο ΦΕΚ των Υπουργικών Αποφάσεων, που τις κυρώνουν έστω και εάν σ’αυτές καθορίζεται προγενέστερος χρόνος έναρξης της ισχύος τους (ΜονΕφΠειρ 371/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Σημειωτέον ότι στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014) αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1η.1.2013 και την 1η.1.2014 αντίστοιχα, όμως, ανεξαρτήτως του εάν οι διάδικοι είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψή τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικά, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των προαναφερθεισών Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.), που τις κύρωσαν (γιατί οι ανωτέρω κανονιστικές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δε μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω έλλειψης σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, βλ. ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895). Ειδικότερα, ενόψει του ότι με τη Σ.Σ.Ν.Ε. παράγονται όχι μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις ενοχικού χαρακτήρα (που αναφέρονται στις σχέσεις των ίδιων των συμβαλλόμενων οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών), αλλά, κατά συνταγματική εξουσιοδότηση (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται κανόνες που εφαρμόζονται αναγκαστικά και άμεσα στις σχέσεις τρίτων μη συμβαλλομένων προσώπων (δηλαδή ρυθμίζουν τις ατομικές εργασιακές σχέσεις), δεν μπορεί να έχουν αυτές (Σ.Σ.Ν.Ε.) αναδρομική ισχύ, γιατί, ο κανόνας δικαίου ισχύει για το μέλλον και μόνον ειδική διάταξη νόμου μπορεί να παράσχει στα συμβληθέντα μέρη την εξουσία της αναδρομικής ρύθμισης, όμως, όπως προεκτέθηκε, τέτοια νομοθετική διάταξη δεν υφίσταται, κατά συνέπεια τέτοιος όρος στις Σ.Σ.Ν.Ε. (περί αναδρομικής ισχύος) δεν τυγχάνει εφαρμογής (πρβλ. ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000 967 και βλ. Α. Καρδαρά ΔΕΕ 2008 σελ. 447). Εξάλλου, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ.2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕργΔ 51.1092, ΑΠ 48/1988 ΕΕργΔ 48.315, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474). Τέλος, κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η γενική παραπομπή στο όλο κείμενο των προτάσεων που είχαν υποβληθεί σε προηγούμενη συζήτηση (πχ στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) στις προτάσεις μεταγενέστερης συζήτησης της υπόθεσης (πχ στο Εφετείο), χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες των ισχυρισμών που επαναφέρονται σε σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρώτων, που τους περιέχουν, δεν συνιστά νόμιμο τρόπο επαναφοράς των ισχυρισμών. Η ρύθμιση, όμως, που επιβάλλεται με την εν λόγω διάταξη, αφορά τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις και όχι εκείνους που περιέχονται στην αγωγή και συγκροτούν τη νομική και ιστορική αιτία του δικαιώματος (ΑΠ 239/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων ………., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσκομιζόμενη από την εναγόμενη υπ’αριθμ…….. ένορκη βεβαίωση του …….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού σημειωθεί ότι επιτρεπτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο οι περιεχόμενοι στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις των εναγόντων ισχυρισμοί τους, διότι η διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, που προβλέπει τον τρόπο επαναφοράς από τους διαδίκους ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αφορά τους ισχυρισμούς, που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις, και όχι εκείνους που περιέχονται στην αγωγή, όπως εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της αντιδίκου τους, που διαλαμβάνονται στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, απορριπτομένων ως αβασίμων: Σε εκτέλεση προσυμφώνου σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα μεταξύ του πρώτου ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου …. ναυτικού φυλλαδίου, στις 26.5.2014, στον Πειραιά, και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, η οποία κατά το χρόνο εκείνο ασκούσε την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση, ως εφοπλίστρια, του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού – ακτοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία «ΑΤ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………, ολικής χωρητικότητας 3.934,18 κόρων,  κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, ο πρώτος ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο και ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχό του με την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού, απασχολήθηκε δε έκτοτε συνεχώς σ’αυτό μέχρι και τις 13.8.2014, όταν και απολύθηκε στο λιμένα της Σύρου λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, για να επαναυτολογηθεί αυθημερόν με την αυτή ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και εργάσθηκε μέχρι και τις 26.11.2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα του Κερατσινίου εξαιτίας της μετάθεσής του στο πλοίο “Τ.”, το οποίο επίσης διαχειριζόταν και εκμεταλλευόταν για δικό της λογαριασμό, ως εφοπλίστρια, η δεύτερη εναγόμενη. Αποδείχθηκε επίσης ότι σε εκτέλεση προσυμφώνου σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα μεταξύ του δεύτερου ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου …. ναυτικού φυλλαδίου, στις 17.4.2014, στον Πειραιά, και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, υπό την ιδιότητα της εφοπλίστριας του ανωτέρω πλοίου, ο δεύτερος ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν σ’αυτό και ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχό του με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, απασχολήθηκε δε έκτοτε εκεί μέχρι και τις 14.7.2014, όταν και απολύθηκε στο λιμένα του Λαυρίου λόγω προαγωγής του σε Α΄Μάγειρα, για να επαναυτολογηθεί αυθημερόν με την ως άνω ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και εργάσθηκε μέχρι και τις 13.8.2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα του Σύρου λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου του πλοίου και μεταφοράς του σε νέο. Επακολούθησε την ίδια ημέρα (στις 13.8.2014) νέα ναυτολόγησή του (του δεύτερου ενάγοντος) με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε μέχρι και τις 10.11.2014, όταν και απολύθηκε στο Λιμένα του Λαυρίου λόγω “αδείας δύο μηνών”. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων των εναγόντων στο ανωτέρω πλοίο, η οποία προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα προσκομιζόμενα αντίγραφα των ναυτικών τους φυλλαδίων, δεν αμφισβητήθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο, κατά το διάστημα, που οι ενάγοντες είχαν ναυτολογηθεί και εργάσθηκαν σ’αυτό, πραγματοποιούσε ταξίδια σε εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, και συγκεκριμένα εκτελούσε καθημερινά τακτικά κυκλικά δρομολόγια, σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, και δη ενδοκυκλαδικά δρομολόγια, που εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, συνήθως επτά εβδομαδιαίως διαρκείας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών, και με λιμένα αφετηρίας κυρίως τη Σύρο και άπαξ εβδομαδιαίως τη Μήλο και το Λαύριο, και με λιμένα προορισμού κυρίως αυτόν της νήσου Μήλου, με πολλές ενδιάμεσες στάσεις σε κάθε δρομολόγιο σε διάφορους λιμένες νήσων των Κυκλάδων, μέχρι και τις 13.10.2014, οπότε και διέκοψε τους πλόες του, καθώς επιβλήθηκε σ’αυτό απαγόρευση απόπλου, λόγω βλάβης στην αριστερή κύρια μηχανή του, και κατέπλευσε στο Λαύριο, εν αναμονή  έναρξης εκτέλεσης εργασιών επισκευής, μέχρι και τις 20.11.2014, όταν και απέπλευσε με προορισμό το Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου κατέπλευσε αυθημερόν και πρυμνοδέτησε, εξακολουθούσε δε να βρίσκεται ακινητοποιημένο στο συγκεκριμένο σημείο μέχρι και της λύσης των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τη κατάρτιση των αρχικών συμβάσεων ναυτολόγησης των εναγόντων συμφωνήθηκε, επίσης προφορικά, με τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, ότι οι αποδοχές τους και οι λοιποί όροι της εργασίας τους θα καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας των μελών των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, που αφορούν την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού, και του Β’ Μάγειρα αντίστοιχα, με την οποία προσλήφθηκαν, ενώ η ίδια συμφωνία επαναλήφθηκε και στις επόμενες ναυτολογήσεις τους, και ιδίως στις 14.7.2014, όταν ο δεύτερος ενάγων ναυτολογήθηκε ξανά στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, παραδοχή που δεν προσβάλλεται από τους ασκήσαντες εφέσεις διαδίκους, και κυρίως από τους ενάγοντες, που επικαλούνται συμφωνία τους με την πρώτη εναγόμενη περί “κλειστού” μηνιαίου μισθού. Συμφωνήθηκε, όμως, να τους καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά ως “κλειστή” αμοιβή για υπερωριακή τους απασχόληση καθημερινές και Κυριακές, καθώς και Σάββατα και αργίες, όπερ, άλλωστε, συνομολογήθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη στον πρώτο βαθμό, και έγινε δεκτό και από το το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τους εκκαλούντες με τις εφέσεις τους, την οποία (ανωτέρω πάγια αμοιβή των υπερωριών) βέβαια, θα εδικαιούντο, κατά την προφορική συμφωνία τους, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον πράγματι απασχολούντο υπερωριακά στο πλοίο. Το συμφωνηθέν αυτό πάγιο ποσό αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση ανερχόταν μηνιαίως, για μεν τον πρώτο ενάγοντα σε 234 ευρώ για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, και σε 578,63 ευρώ για τις υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, για δε το δεύτερο ενάγοντα σε 98,49 ευρώ για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, και σε 535,72 ευρώ για τις υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, που, όσον αφορά τον τελευταίο, καθορίσθηκε κατά την πρόσληψή του στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα, και δε διαφοροποιήθηκε όταν αυτός ναυτολογήθηκε ξανά στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα, όπως, άλλωστε, και συνομολογήθηκε στον πρώτο βαθμό από τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία αμφισβήτησε πρωτοδίκως και με την κρινόμενη έφεσή της την παροχή υπερωριακής εργασίας από τους ενάγοντες κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ώστε να δικαιούνται να λάβουν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα ισχύος των συμβάσεων ναυτολόγησης των εναγόντων στο ανωτέρω πλοίο (από 26.5.2014 έως 10.11.2014 όσον αφορά τον πρώτο εξ αυτών και από 17.4.2014 έως 10.11.2014 όσον αφορά το δεύτερο αντίστοιχα) οι αποδοχές τους ρυθμίζονταν αρχικά από τη Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων του έτους 2013 της ειδικότητας του Α΄Μηχανικού, του Β΄Μάγειρα και του Α΄Μάγειρα, και στη συνέχεια από την αμέσως επόμενη κατά χρονολογική σειρά του έτους 2014, οι οποίες δε διαφέρουν από πλευράς ρυθμίσεων, και εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2013) τυγχάνει εφαρμοστέα για τις αποδοχές τους, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα μέχρι και τις 23.6.2014 (διότι στις 24.6.2014 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη (του έτους 2014) για τις αποδοχές τους, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από 24.6.2014 έως του χρόνου λύσης της εργασιακής σύμβασης εκάστου. Περαιτέρω ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολόγησης του δευτέρου των εναγόντων με την ειδικότητα του Β΄ Μάγειρα αρχικά, και του Α΄Μάγειρα στη συνέχεια,  συμφωνήθηκε, επίσης προφορικά, με τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας του πλοίου, να λαμβάνει αυτός κάθε μήνα συγκεκριμένο ποσό, ανερχόμενο σε 35,97 ευρώ ως “ποσοστά μαγειρείου”, προερχόμενο από τις εισπράξεις των εστιατορίων του πλοίου, που κατανέμονταν στο προσωπικό του ξενοδοχειακού τμήματος και της υπηρεσίας του μαγειρείου, όπως αυτός ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, συνυπολογίζοντάς το ως τμήμα των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του στα ποσά, που ζητάει να του επιδικασθούν ως οφειλόμενα για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 10.11.2014, ως αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές και ως υπόλοιπο επιδομάτων εορτών του έτους 2014. Ειδικότερα εξ ουδενός εκ των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε η κατάρτιση τέτοιας συμφωνίας κατά τη ναυτολόγησή του, η δε κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από το γεγονός ότι τέτοιο ποσό δεν καταβαλλόταν σ’αυτόν ούτε κατά το προγενέστερο (μη επίδικο) χρονικό διάστημα από 17.4.2014 έως 31.7.2014, κατά το οποίο επίσης εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, άλλως θα είχε οπωσδήποτε κατά την κοινή πείρα και λογική περιληφθεί στις ασκηθείσες με την αγωγή αξιώσεις του σε βάρος των εναγομένων, όπερ δε συμβαίνει εν προκειμένω, ενώ στους προσκομιζομένους για το διάστημα αυτό και από τον ίδιο λογαριασμούς μισθοδοσίας του δεν αναφέρεται οποιοδήποτε ποσό για τη συγκεκριμένη αιτία, με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός του απορριπτέος να τυγχάνει ως αναπόδεικτος και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού αυτός δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος να τον αποδείξει. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δεν συμπεριέλαβε τέτοιο ποσό στα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ότι οφείλονται στο δεύτερο ενάγοντα για τις προαναφερθείσες αιτίες, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων απ’αυτόν με τον υπ’αριθμ.4 λόγο της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες, ως μέλη του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, δικαιούνται αμοιβής για την εκτέλεση απ’αυτό δρομολογίων εξπρές, η οποία ανέρχεται για τον μεν πρώτο εξ αυτών και για 33 δρομολόγια εξπρές, διαρκείας εκάστου άνω των 12 ωρών, πραγματοποιηθέντα εντός του χρονικού διαστήματος από 26.5.2014 έως 29.9.2014, στο συνολικό ποσό των 4.227,78 ευρώ, για το δε δεύτερο και για 22 δρομολόγια εξπρές, πραγματοποιηθέντα εντός του χρονικού διαστήματος από 18.4.2014 έως 29.9.2014, διαρκείας εκάστου άνω των 12 ωρών, το συνολικό ποσό των 4.951,72 ευρώ, όταν δηλαδή το πλοίο εκτελούσε πλόες, το οποίο και υποχρεούνται να τους καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά μερική παραδοχή και κατ’ουσίαν των σχετικών αγωγικών κονδυλίων, χωρίς η κρίση του αυτή επί της ουσιαστικής βασιμότητας των εν λόγω κονδυλίων να πλήττεται από τους εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους, καθώς η μεν δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της περιορίσθηκε, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, απλώς στην προβολή αοριστίας στον τρόπο επίκλησης του συγκεκριμένου κονδυλίου στην αγωγή, χωρίς να βάλει και κατά των επί της ουσιαστικής βασιμότητας αυτού παραδοχών της εκκαλουμένης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του κονδυλίου αυτού όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα ουδόλως πλήττεται με την έφεσή της, οι δε ενάγοντες με τη δική τους έφεση ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δε συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό του ποσού, που έκρινε ότι δικαιούνται για την αιτία αυτή, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τους το επίδομα ιματισμού για αμφότερους, και ειδικά για το δεύτερο και τα “ποσοστά μαγειρείου”, χωρίς να αμφισβητούν κατά τα λοιπά τις παραδοχές της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, που έγινε δεκτό ότι εκτέλεσε το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα (άνω των 5 εβδομαδιαίως τακτικά κυκλικά δρομολόγια κατά τις αναφερόμενες στην πρωτόδικη απόφαση εβδομάδες) και ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της αμοιβής, η οποία και τους επιδικάσθηκε.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της Σ.Σ.Ν.Ε., των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2013 και 2914, που τυγχάνουν εφαρμοστέες εν προκειμένω, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 των εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε. εξευρίσκεται δια της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Στην προκειμένη περίπτωση από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά  μέσα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Γ’ Μηχανικού, είχε επιφορτισθεί, ως αξιωματικός μηχανής, τελώντας υπό την άμεση εποπτεία του Α΄Μηχανικού, με την επιμέλεια της συντήρησης των βοηθητικών μηχανημάτων, των σωληνώσεων, των οργάνων και εργαλείων παρακολούθησης, καθώς και με την περιοδική επιθεώρηση των σωληνώσεων και την επισκευή αυτών σε περίπτωση βλάβης, ενημερώνοντας στην περίπτωση αυτή τον Α΄Μηχανικό, εκτελούσε υπηρεσία φυλακής και οποιαδήποτε άλλη εργασία σχετική με την ειδικότητά του ανατίθετο σ’αυτόν από το Β΄Μηχανικό, ενώ, επιπροσθέτως, συμμετείχε σε εργασίες επισκευής μηχανικής φύσης, που εκτελούντο εν πλω υπό τις οδηγίες του Α΄Μηχανικού, όποτε παρίστατο ανάγκη και υπήρχε τεχνικά η δυνατότητα τέτοιας επισκευής. Ο δε δεύτερος ενάγων ως Β’ Μάγειρας αρχικά, άμεσος υφιστάμενος του Α΄Μάγειρα και κυριότερος βοηθός αυτού, και στη συνέχεια ως Α΄Μάγειρας, πρώτος στην ιεραρχία των μαγείρων  μετά τον Αρχιμάγειρα, είχε επιφορτισθεί με την επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής κατάστασης και συντήρησης των διαμερισμάτων του μαγειρείου του πλοίου και των σκευών τους, της αφής της πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων από τις τροφαποθήκες και τα ψυγεία στο μαγειρείο, της καθαριότητας και καλής συντήρησης των τροφίμων, που του διατίθεντο προς παρασκευή φαγητών, καθώς της έγκαιρης παρασκευής υγιεινών και εύγευστων εδεσμάτων, και της διανομής του φαγητού άνευ διακρίσεων, υπό τις οδηγίες και την επίβλεψη του Αρχιμάγειρα. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης των εναγόντων δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και το εκάστοτε δρομολόγιο που εκτελείτο, αλλά και τον όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών, αναλόγως της συγκεκριμένης περιόδου του έτους. Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι οι ενάγοντες, προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, εργάζονταν αμφότεροι, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά τους, κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών τους, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, μέχρι και τις 12.10.2014, πέραν του νομίμου ωραρίου τους των οκτώ (8) ωρών, γεγονός, άλλωστε, που, εμμέσως πλην σαφώς, συνομολογεί και η ίδια η δεύτερη εναγόμενη, όπως συνάγεται ιδίως από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας τους, που προσκομίζονται, από τους οποίους προκύπτει ότι, διαρκούσης της σύμβασης εργασίας τους, καταβάλλονταν σ’αυτούς ανελλιπώς  και σταθερά, από την πρώτη εναγόμενη τα συμφωνηθέντα πάγια χρηματικά ποσά για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες», στο μεν πρώτο ενάγοντα μέχρι τις 31.10.2014, στο δε δεύτερο ενάγοντα μέχρι και τις 31.7.2014, εξ ου και τέτοιες αξιώσεις τους για το έως τότε χρονικό διάστημα δεν ασκούνται με την αγωγή. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ενόψει ιδίως: α) Των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση των εναγόντων επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο σε τακτικές ακτοπλοϊκές γραμμές, και εκτελούσε σε καθημερινή βάση πλόες μεγάλης διάρκειας, β) της σταθερής καταβολής σ’αυτούς κάθε μήνα συγκεκριμένων χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, κατόπιν συμφωνίας τους με την πρώτη εναγόμενη για “κλειστή” αμοιβή υπερωριών, η διάρκεια της οποίας (υπερωριακής τους απασχόλησης), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, τόσο για τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και για τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης των εναγόντων και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας αυτών στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας τους, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσης του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής τους στο πλοίο να μην ταυτίζεται εκ των πραγμάτων με χρόνο πραγματικής απασχόλησής τους σ’αυτό, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας τους μέχρι και τις 12.10.2014, οπότε και το πλοίο διέκοψε την εκτέλεση δρομολογίων και παροπλίσθηκε, ανερχόταν κατά μέσο σε 10 ώρες. Επομένως, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών τους και μέχρι και τις 12.10.2014, όταν ακόμη το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες, οι ενάγοντες απασχολήθηκαν καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, ήτοι επί 2 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δεκάωρη εργασία τους κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με αποτέλεσμα να δικαιούνται αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Πλην όμως οι ενάγοντες, κατά το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 και μέχρι την απόλυσή τους, που έλαβε χώρα για το μεν πρώτο στις 26.11.2014, για το δε δεύτερο στις 10.11.204 κατά τα προεκτεθέντα, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά βρισκόταν ακινητοποιημένο, αρχικά στο Λαύριο, και ακολούθως στη Δραπετσώνα, λόγω μηχανικής βλάβης, παρότι εξακολουθούσαν να είναι ναυτολογημένοι σ’αυτό και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, καθώς οι συμβάσεις εργασίας τους βρίσκονταν σε ισχύ, έχοντας επιφορτισθεί, ο μεν πρώτος με τη λειτουργία του ατμολέβητα για την προθέρμανση του πετρελαίου, ώστε να λειτουργούν  οι ηλεκτρογεννήτριες του μηχανοστασίου, και να τροφοδοτείται το πλοίο με ρεύμα και ζεστό νερό, εκτελώντας υπηρεσίες φυλακής, ο δε δεύτερος με την παρασκευή των γευμάτων του πληρώματος, εντούτοις δεν εργάσθηκαν υπερωριακά καθημερινές και Κυριακές, ήτοι πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, ούτε κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία εκτελούντο στο πλοίο μόνο εργασίες συντήρησης καταστρώματος και περιστασιακά επισκευές από εξωτερικό συνεργείο, αφού αποδείχθηκε ότι τέτοια ανάγκη υπερωριακής απασχόλησής τους ουδόλως παρέστη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι οι ενάγοντες κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών τους στο ανωτέρω πλοίο, και μέχρι και τις 12.10.2014, απασχολούντο σ’αυτό κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, επί 10 ώρες ημερησίως, ενώ κατά το διάστημα από 13.10.2014 και στο εξής μέχρι την απόλυσή τους δεν εργάσθηκαν υπερωριακά, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων απ’αυτούς με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους (σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι κατά το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εργάζονταν σ’αυτό επί 12 ώρες και στη συνέχεια μετά τη διακοπή των πλόων του επί 11 ώρες ημερησίως) και από τη δεύτερη εναγόμενη με  τον τρίτο λόγο της δικής της έφεσης εξ όσων αναφέρονται στο δεύτερο ενάγοντα (όπου εσφαλμένα υπολαμβάνεται ότι έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο μέχρι και τις 13.10.2014, πως ανερχόταν σε 12 ώρες, ενώ, παρά την εκ προφανούς παραδρομής αναφορά στην απόφαση, και δη στο τελος της εμπρόσθιας σελίδας του δέκατου φύλλου αυτής και στην αρχή της οπίσθιας σελίδας του ίδιου φύλλου περί υπερωριακής εργασίας του επί 4 ώρες πέραν του οκταώρου ημερησίως κατά τις καθημερινές και  τις Κυριακές και επί 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, προηγείεται, επίσης στην εμπρόσθια σελίδα του ίδιου φύλλου, παραδοχή περί παροχής εργασίας στο πλοίο απ’αυτόν κατά 10 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ενώ και η αμοιβή του για την αιτία αυτή πέραν πάσης αμφιβολίας υπολογίζεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με βάση δεκάωρη ημερήσια απασχόληση, και όχι δωδεκάωρη), απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες ως δεδουλευμένες αποδοχές τους από τις συμβάσεις ναυτολόγησής τους στο ανωτέρω πλοίο δικαιούνται: 1) O πρώτος εξ αυτών για το χρονικό διάστημα από 1.11.2014 έως 26.11.2014  το ποσό των 2.139,15 ευρώ [1.472,22 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού + 323,89 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3, και ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου +  103,06 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Γ΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ (1.472,22 ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =103,06 ευρώ) + 29,60 ευρώ το ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ + 408,21 ευρώ ως αποζημίωση λόγω του γεγονότος της μη χορήγησης σ’αυτόν των ημερών αδείας, που εδικαιούτο (5 ανά μήνα), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών (1.472,22 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Γ΄Μηχανικού + 323,89 ευρώ το μηνιαίο επίδομα Κυριακών = 1.796,11 ευρώ Χ 1/22 Χ 5 ημέρες =408,21 ευρώ μηνιαίως) + 96,05 ευρώ το αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας του (5), το οποίο περιλαμβάνεται στην αποζημίωση της μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., εκ των οποίων στο άρθρο 3 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών καθορίζεται στο ποσό των 19,21 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες αδείας το μήνα = 96,05 ευρώ) = 2.468,25 ευρώ : 30 ημέρες Χ 26 ημέρες = 2.139,15 ευρώ, μη συνυπολογιζομένων αμοιβής για παροχή υπερωριακής εργασίας, εφόσον, όπως έγινε δεκτό τέτοια εργασία δεν παρασχέθηκε από τον πρώτο ενάγοντα μετά την διακοπή των πλόων του πλοίου στις 12.10.2014, επιδόματος ιματισμού, αλλά και του επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο και ο ανωτέρω ενάγων δε συνυπολογίζει κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του του επίδικου χρονικού διαστήματος, αφού το πλοίο δεν εκτελούσε τότε καθόλου δρομολόγια]. Έναντι του ανωτέρω ποσού καταβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 100 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 2.039,15 ευρώ, το οποίο και πρέπει να υποχρεωθούν να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο, καθώς έκρινε ότι έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί λόγω της καταβολής στον ανωτέρω ενάγοντα από το Ν.Α.Τ. του ποσού των 17.677,09 ευρώ, δεχθέν και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας την κατά τα προεκτεθέντα αορίστως προβληθείσα ένσταση της δεύτερης εναγομένης, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. 2) Ο δεύτερος εξ αυτών ως δεδουλευμένες αποδοχές του δικαιούται: α)  Για το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, που ακόμη εκτελούσε δρομολόγια, με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων του έτους 2014 το ποσό των   [1.527,27 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στο στοιχείο Ι.αριθμ.4 του άρθρου 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 για την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα πλοίων κ.ο.χ. 1501 κόρων και άνω + 336 ευρώ η ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή της ειδικότητας αυτής για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.3 και ειδικότερα για την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα στο στοιχείο Ι.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές + 35,22 ευρώ  το ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου + 106,90 ευρώ το επίδομα δημόσιας υπηρεσίας – άγονης γραμμής, που προβλέπεται στο άρθρο 7 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας των 1527,27 ευρώ (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ανέρχεται στο ποσό των 118,99 ευρώ, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου της έφεσής της εξ όσων αφορούν τον ανωτέρω ενάγοντα, συνυπολογίζοντας το ορθό ποσό κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) + 98,49 ευρώ για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών +  535,72 ευρώ για τις υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, κατά τη συμφωνία της με την πρώτη εναγόμενη + 423,47 ευρώ ως αποζημίωση λόγω του γεγονότος της μη χορήγησης σ’αυτόν των ημερών αδείας, που εδικαιούτο (5 ανά μήνα), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών (1.527,27 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Γ΄Μηχανικού + 336 ευρώ το μηνιαίο επίδομα Κυριακών = 1.863,27 ευρώ Χ 1/22 Χ 5 ημέρες =423,47 ευρώ μηνιαίως) + 96,05 ευρώ το αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας του (5), το οποίο περιλαμβάνεται στην αποζημίωση της μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., εκ των οποίων στο άρθρο 3 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών καθορίζεται στο ποσό των 19,21 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες αδείας το μήνα = 96,05 ευρώ) =3.159,12 ευρώ, μη συνυπολογιζομένων κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του του επιδόματος ιματισμού, αλλά και ποσού ως “ποσοστά μαγειρείου” κατά τα προεκτεθέντα, Χ 2,4 μήνες = 7.581,88 ευρώ. β) Για το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως 10.11.2014, ήτοι επί 28 ημέρες, κατά το οποίο το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του, πλην όμως ο ανωτέρω ενάγων εξακολουθούσε να εργάζεται σ’αυτό με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα, αν και όχι υπερωριακά, δικαιούται το ποσό των 2.256,81 ευρώ (1.527,27 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας + 336 ευρώ η αμοιβή για τις Κυριακές  + 35,22 ευρώ το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 423,47 ευρώ η αποζημίωση μη χορηγηθείσης αδείας + 96,95 ευρώ το αντίτιμο τροφοδοσίας των ημερών της αδείας = 2.418,01 ευρώ : 30 Χ 28 = 2.256,81 ευρώ). Συνολικά επομένως, για το διάστημα από 1.8.2014 έως 10.11.2014 δικαιούται να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 9.838,69 ευρώ (7.581,88 ευρώ + 2.256,81 ευρώ), εκ του οποίου έχει ήδη εισπράξει το συνολικό ποσό των 1.497,79 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα να του οφείλεται από τη δεύτερη εναγόμενη η διαφορά ποσού 8.340,90 ευρώ, το οποίο και πρέπει ν’αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται αυτή να του καταβάλει, περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, ως κυρία αυτού. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο, καθώς έκρινε ότι έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί λόγω της καταβολής στον ανωτέρω ενάγοντα από το Ν.Α.Τ. του ποσού των 9.276,55 ευρώ, δεχθέν και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας την κατά τα προεκτεθέντα αορίστως προβληθείσα ένσταση της δεύτερης εναγομένης, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Σημειωτέον ότι ως προς την πρώτη εναγόμενη πρέπει ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.369,92 ευρώ, καθώς εφόσον δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, όπως έπραξε η δεύτερη εναγόμενη, δε θα ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της οφειλής της με βάση της μηνιαίες αποδοχές του ανωτέρω, το ορθό ποσό του επιδόματος άγονης γραμμής, που αυτός πράγματι εδικαιούτο των 106,90 ευρώ, αλλά το μεγαλύτερο ποσό των 118,99 ευρώ, στο οποίο εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ανερχόταν το συγκεκριμένο επίδομα για το διάστημα παροχής της εργασίας του από 1.8.2014 έως 12.10.2014. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες δικαιούνται αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο. Ειδικότερα: 1) O πρώτος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 26.5.2014 έως 12.10.2014 για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση επί δύο (2) ώρες κατά τις 97 καθημερινές και τις 19 Κυριακές του διαστήματος αυτού, ήτοι για 116 ημέρες, δικαιούται το ποσό των  2.468,48 ευρώ (116 ημέρες Χ 2 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 10,64 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του Γ΄Μηχανικού με βάση την Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το ποσό των 1.076,40 ευρώ (234 ευρώ η συμφωνηθείσα για την αιτία αυτή “κλειστή”αμοιβή του μηνιαίως για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών Χ 4,6 μήνες), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις,με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.392,08 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και επί 10 ώρες κατά τα 20 Σάββατα και τις 3 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος (της Αναλήψεως 29/5, 15/8, 14/9) στο ποσό των 2.934,80 ευρώ (23 ημέρες Χ 10 ώρες εργασίας του ημερησίως = 230 ώρες Χ  12,76 ευρώ, που προβλέπεται από την εν λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του  Γ’ Μηχανικού  κατά τα Σάββατα και τις αργίες), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το ποσό των 2.661,70 ευρώ (578,63 ευρώ η συμφωνηθείσα για την αιτία αυτή “κλειστή”αμοιβή του για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών μηνιαίως Χ 4,6 μήνες), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 273,10 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σημειωτέον ότι εκ των διαδίκων, η μεν δεύτερη εναγόμενη δεν πλήττει με λόγο έφεσης την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου κονδυλίου, ενώ οι ενάγοντες με την έφεσή τους προσβάλλουν την παραδοχή της εκκαλουμένης περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής τους, και όχι και τους επιμέρους υπολογισμούς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής που έγινε δεκτό ότι δικαιούνται για τη συγκεκριμένη αιτία. 2) Ο δεύτερος ενάγων α) για το χρονικό διάστημα από 17.4.2014 έως 13.7.2014, ήτοι επί 2,9 μήνες, για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση με την ειδικότητα του Β΄ Μάγειρα επί δύο (2) ώρες κατά τις 56 καθημερινές και τις 13 Κυριακές του διαστήματος αυτού, ήτοι για 69 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 1.359,30 ευρώ (69 ημέρες Χ 2 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 9,85 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του Β΄Μάγειρα με βάση τις Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2013 και 2014), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το ποσό των 285,62 ευρώ (98,49 ευρώ η συμφωνηθείσα για την αιτία αυτή “κλειστή”αμοιβή του μηνιαίως για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών Χ 2,9 μήνες), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις,με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.073,68 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, β) για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση με την ειδικότητα του Β΄ Μάγειρα επί δέκα (10) ώρες κατά τα 13 Σάββατα και τις 5 αργίες (18/4, 21/4, 23/4, 1/5 και 29/5) του διαστήματος αυτού, ήτοι για 18 ημέρες, το ποσό των 2.127,60 ευρώ (18 ημέρες Χ 10 ώρες εργασίας του ημερησίως = 180 ώρες Χ  11,82 ευρώ, που προβλέπεται από την εν λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του Β’ Μάγειρα, κατά τα Σάββατα και τις αργίες), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το ποσό των 1.553,59 ευρώ (535,72 ευρώ η συμφωνηθείσα για την αιτία αυτή “κλειστή”αμοιβή του για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών μηνιαίως Χ 2,9 μήνες), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 574,01 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 14.7.2014 έως 13.10.2014 για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση με την ειδικότητα του Α΄ Μάγειρα επί δύο (2) ώρες κατά τις  65 καθημερινές και τις 12 Κυριακές του διαστήματος αυτού, ήτοι για 77 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 1.700,16 ευρώ (77 ημέρες Χ 2 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 11,04 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης του Α΄Μάγειρα με βάση τη Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το ποσό των 59,09 ευρώ, που του καταβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη (98,49 ευρώ η συμφωνηθείσα για την αιτία αυτή “κλειστή”αμοιβή του μηνιαίως για τις υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών Χ 18ημέρες/30, καθόσον το έλαβε μέχρι και τις 31.7.2014), ενώ, επιπροσθέτως, θα πρέπει να αφαιρεθεί και το ποσό των 239,62 ευρώ (98,49 ευρώ η κλειστή αμοιβή του  για την ίδια αιτία Χ 2 μήνες και 13 ημέρες, που του έχει ήδη επιδικασθεί με την παρούσα απόφαση ως οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 13.10.2014), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις,με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.401,45 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δ) για την παρασχεθείσα υπερωριακή του απασχόληση με την ειδικότητα του Α΄ Μάγειρα επί δέκα (10) ώρες κατά τα 13 Σάββατα και τις 2 αργίες (15/8, 14/9) του διαστήματος από 14.7.2014 έως 13.10.2014, ήτοι για 15 ημέρες, το ποσό των 1.986 ευρώ (15 ημέρες Χ 10 ώρες εργασίας του ημερησίως = 150 ώρες Χ  13,24 ευρώ, που προβλέπεται από την εν λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του Α’ Μάγειρα, κατά τα Σάββατα και τις αργίες), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το ποσό των 321,43 ευρώ (535,72 ευρώ η συμφωνηθείσα για την αιτία αυτή “κλειστή”αμοιβή του για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών Χ 18ημέρες/30, καθόσον το εισέπραξε μέχρι και τις 31.7.2014), ενώ, επιπροσθέτως, θα πρέπει να αφαιρεθεί και το ποσό των 1.303,41 ευρώ (535,72 ευρώ η κλειστή αμοιβή του  για την ίδια αιτία Χ 2 μήνες και 13 ημέρες, που του έχει ήδη επιδικασθεί ως οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 13.10.2014), όπως έγινε και πρωτοδίκως δεκτό, χωρίς η παραδοχή αυτή να πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις,με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 361,16 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, συνολικά ως αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του χρονικού διαστήματος από 17.4.2014 έως 13.10.2014, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται το ποσό των 3.410,30 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, ως κυρία του πλοίου, μέχρι την αξία του, η δε πρώτη απεριόριστα ως εφοπλίστρια, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014, που εφαρμόζονται κατά το εν προκειμένω επίδικο χρονικό διάστημα από 17.4.2014 έως 12.10.2014) κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας (ΕφΠειρ 218/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.5.2014 έως 12.10.2014 και από 17.4.2014 έως 12.10.2014, κατά τα οποία οι ενάγοντες ήταν ναυτολογημένοι στο εν λόγω πλοίο, το οποίο τότε εκτελούσε ακόμη δρομολόγια, ενταγμένο σε τακτική ακτοπλοϊκή γραμμή, δεν χορηγούντο σ’αυτούς οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, που εδικαιούντο ανά μήνα, υπό την έννοια ότι δεν τους παρεχόταν η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων του πλοίου στους λιμένες, όπου κατέπλεε, να αναχωρούν από το πλοίο και να επιστρέφουν σ’αυτό την επόμενη ημέρα για ένα πλήρες εικοσιτετράωρο για ανάπαυση και αναψυχή με έγκριση του Πλοιάρχου (άρθρο 83 α΄του β.δ. 683/1960 Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας Ελληνικών Επιβατηγών Πλοίων άνω των 500 κ. ο.χ.), ως προς την οποία, άλλωστε, ουδέν προσκομίσθηκε. Ειδικότερα, δεν προσκομίσθηκε κάποιο στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η παροχή σ’αυτούς των αμφισβητουμένων ανά μήνα διανυκτερεύσεων (όπως το ημερολόγιο του πλοίου, στο οποίο, σύμφωνα με τη παράγραφο 3 του άρθρου 16 των ανωτέρω ΣΣΝΕ θα πρέπει να γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία για την παρεχόμενη άδεια διανυκτέρευσης, που θα επικυρώνεται από τη Λιμενική Αρχή, όπερ δεν πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω), η μη χορήγησή τους, άλλωστε, κατατέθηκε και από τον εξετασθέντα μάρτυρα των εναγόντων, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………, ο οποίος έχει ίδιαν αντίληψη, καθώς είχε ναυτολογηθεί στο ίδιο πλοίο, το δε γεγονός της αντιδικίας του μάρτυρα αυτού με τη δεύτερη εναγόμενη, σε βάρος της οποίας έχει ασκήσει αγωγή, δε δύναται, μόνον αυτό, να αποκλείσει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003, ΑχΝομ.2004.266). Σημειωτέον ότι το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα δεν αναιρείται από κάποιο εκ των αποδεικτικών μέσων, που ανταποδεικτικά προσκομίζονται από τη δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, ενόψει του ότι δεν είχαν ρυθμισθεί οι υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση στους ενάγοντες των ως άνω διανυκτερεύσεων σε κάποιο λιμένα (ιδίως αφετηρίας ή προορισμού) των δρομολογίων του πλοίου, οφείλεται σ’ αυτούς η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε) για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και για δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η οποία ανέρχεται 1) για τον πρώτο εξ αυτών στο συνολικό ποσό των 334,60 ευρώ (1.472,22 μισθός ενεργείας Γ΄Μηχανικού Χ 1/22 Χ 5 διανυκτερεύσεις για το χρονικό διάστημα από 26.5.2014 έως 12.10.2014, ήτοι δύο για το μήνα Ιούνιο και από μία για καθέναν από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο), και 2) για το δεύτερο εξ αυτών και για το χρονικό διάστημα από 17.4.2014 έως 12.10.2014,  α) στο ποσό των 247,83 ευρώ (1.363,04 ευρώ μισθός ενεργείας Β΄Μάγειρα Χ 1/22 Χ 4 ημέρες, ανά δύο για καθέναν από τους μήνες Μάιο και Ιούνιο), β) στο ποσό των 138,84 ευρώ (1.527,27 ευρώ ο μισθός ενεργείας του Α΄Μάγειρα Χ 1/22 Χ 4 ημέρες, ανά δύο για καθέναν εκ των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου) και γ) στο ποσό των 66,29 ευρώ [αναλογία μισθού ενεργείας της ειδικότητας του Β΄Μάγειρα για το διάστημα από 1/7 έως 13/7 571,60 ευρώ (1.363,04 ευρώ Χ 13/31 = 571,60 ευρώ) + αναλογία μισθού ενεργείας της ειδικότητας του Α΄Μάγειρα για το διάστημα από 14/7 έως 31/7 (1.527,27 ευρώ Χ 18/31 = 886,80 ευρώ) και συνολικά 1.458,40 ευρώ Χ 1/22 Χ 1 ημέρα για το μήνα Ιούλιο), και συνολικά στο ποσό των 452,96 ευρώ, τα οποία οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στους ενάγοντες, ως εφοπλίστρια του πλοίου και κυρία αυτού αντίστοιχα, εις ολόκληρον, η πρώτη εξ αυτών απεριόριστα, ενώ η δεύτερη περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει τα κονδύλια αυτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με τους οικείους λόγους της έφεσής της, με τους οποίους παραπονείται για τη μη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των εν λόγω αξιώσεων ως ουσιαστικά αβασίμων, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι στους ενάγοντες πράγματι χορηγούντο οι προβλεπόμενες μηνιαίως διανυκτερεύσεις σε κάποιο λιμένα των δρομολογίων του πλοίου, και όχι και για τους επιμέρους υπολογισμούς της σχετικής αποζημίωσης, που κρίθηκε ότι τους οφείλεται, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β` 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων εορτών λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα του χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 412/2014, ο.π.) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387).  Επιπλέον, σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται, εκτός από τις αμοιβές που προεκτέθηκαν κατά τον ως άνω υπολογισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» (ενόψει του ότι τακτικά κατά τα ως άνω το πλοίο εκτελούσε τέτοια δρομολόγια), ενώ, το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Τέλος κατά τις διατάξεις των άρθρων 655 και 341 του ΑΚ ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαρκούσης της σύμβασης διαστήματα, καταβάλλεται στο τέλος κάθε διαστήματος, εντόκως από τη δήλη αυτή ημέρα. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη της. Συνεπώς δήλη ημέρα καταβολής, με μόνη την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρο 345 εδαφ. α΄του ΑΚ), τάσσεται από τον νόμο σε κάθε περίπτωση ο χρόνος λύσης και της σύμβασης ναυτικής εργασίας, και η 21/12 για το επίδομα Χριστουγέννων εάν η σύμβαση ναυτικής εργασίας λυθεί ενωρίτερα (άρθρο μόνο παρ.11 της υπ’αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς», ΦΕΚ Β΄ 1/07.01.1982, βλ.σχετ. ΜονΕφΠειρ 138/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην υπό κρίση περίπτωση για επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) οι ενάγοντες δικαιούνται για το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών τους στο ανωτέρω πλοίο, τα κάτωθι αναφερόμενα χρηματικά ποσά:1) Ο πρώτος ενάγων α) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το οποίο αυτό εκτελούσε ακόμη δρομολόγια, από 26.5.2014 έως 12.10.2014, το ποσό των 2.209,98 ευρώ, και β) για επίδομα Χριστουγέννων, που αναλογεί  στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 13.10.2014, όταν το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, και μέχρι τις 26.11.2014, όταν και απολύθηκε, το ποσό των 465,83 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.675,81 ευρώ, έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει το συνολικό ποσό των 2.090,21 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 585,60 ευρώ, που υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες, ως εφοπλίστρια του πλοίου και κυρία αυτού αντίστοιχα, εις ολόκληρον, η δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου. Σημειωτέον ότι αναφορικά με το ανωτέρω κονδύλιο, οι μεν ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση για τον προσδιορισμό του δεν περιλήφθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του πρώτου εξ αυτών και το επίδομα ιματισμού, ενώ η δεύτερη εναγόμενη  με τη δική της έφεση εντοπίζει το σφάλμα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην παραδοχή του περί μερικής εξόφλησης του εν λόγω κονδυλίου κατά το συνολικό ποσό των 2.090,21 ευρώ, που κρίθηκε ότι καταβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα έναντι της απαίτησής του αυτής, αντί του ορθού ποσού των 2.053,63 ευρώ, μικρότερου, δηλαδή, αυτού, που έγινε δεκτό ως καταβληθέν με την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς, επομένως, η απόφαση αυτή να πλήττεται από τους εκκαλούντες και ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς του ποσού, το οποίο κρίθηκε ότι δικαιούται να λάβει ο πρώτος ενάγων για τη συγκεκριμένη αιτία. 2) Ο δεύτερος ενάγων α) ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2014, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 17η.4.2014 έως την 30η.4.2015, ήτοι επί 14 ημέρες, άλλως επί 0,46 μήνες, κατά τα προεκτεθέντα, άλλως επί 1,75 οκταήμερα (14:8) δικαιούται το ποσό των 66,29 ευρώ [1.363,04  ευρώ ο μισθός ενεργείας του για την την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα + 299,87 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 95,41 ευρώ το επίδομα δημόσιας υπηρεσίας – άγονης γραμμής, που προβλέπεται στο άρθρο 7 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας των 1.363,04 ευρώ  + 1.202,38 ευρώ ο μέσος όρος της αμοιβής των υπερωριών του (3.486,90 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του το έτος 2014 με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα {1.359,30 ευρώ η αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές +  2.127,60  ευρώ η αμοιβή του για την εργασία του επί 12ωρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες κατά τα προεκτεθέντα = 3.486,90 ευρώ} : 2,9 μήνες διάρκειας της σύμβασης ναυτολόγησής του με την ειδικότητα αυτή το έτος 2014 από 17.4.2014 έως και τις 13.7.214, ήτοι 2,9 μήνες) +  576,30 ευρώ το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας 30 ημερών (19,21 ευρώ την ημέρα Χ 30 ημέρες) = 3.572,22 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, μη συνυπολογιζομένων σ’αυτές των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς και του μέσου όρου της αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, καθώς ούτε ο ίδιος ο  δεύτερος ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του για τον υπολογισμό που ποσού, που ζητά να του επιδικασθεί ως οφειλόμενα επιδόματα εορτών, ούτε του επιδόματος ιματισμού, ή ποσοστών μαγειρείου : 2 =  1.786,11 ευρώ Χ 1/15 = 119,07 ευρώ Χ 1,75 οκταήμερα = 208,37 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το  ποσό των  142,08 ευρώ, κατά το οποίο ο ενάγων έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 66,29 ευρώ, πλην όμως θα πρέπει να του επιδικασθεί για την αιτία αυτή το μικρότερο ποσό των 52,68 ευρώ, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι με την απόφαση του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου δε μπορεί να καταστεί δυσμενέστερη η θέση της εκκαλούσας δεύτερης εναγομένης διά της επιδίκασης σε βάρος της μεγαλύτερου ποσού σε σχέση με το πρωτοδίκως επιδικασθέν (η πρώτη εναγόμενη δεν άσκησε έφεση, ενώ οι ενάγοντες με τη δική τους έφεση αναφορικά με τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα με την πρωτόδικη απόφαση δεν περιλήφθηκαν  για τον υπολογισμό τους στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τους το επίδομα ιματισμού, και όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα, επιπροσθέτως. και ποσό φερόμενο ως συμφωνηθέν κατά την κατάρτιση της σύμβασής του για ποσοστά μαγειρείου, χωρίς να πλήττουν ως εσφαλμένους και τους επιμέρους υπολογισμούς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των ποσών, που κρίθηκε ότι δικαιούνται για την αιτία αυτή). β1) Ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014, για το διάστημα της απασχόλησής του με την ειδικότητα του Β΄Μάγειρα εντός του έτους αυτού, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες και η εργασιακή του σχέση με την ειδικότητα αυτή δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2014 έως 13.7.2014, ήτοι επί 74 ημέρες, άλλως επί 3,89 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται το ποσό των των 1.111,64 ευρώ  (3.572,22 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τα προεκτεθέντα, Χ 2/25 = 285,77 ευρώ Χ 3,89 δεκαεννεαήμερα, που αναλογούν στο διάστημα αυτό = 1.111,64 ευρώ), β2) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014, για το διάστημα της απασχόλησής του με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα εντός του έτους αυτού, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες και η εργασιακή του σχέση με την ειδικότητα αυτή δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 14.7.2014 έως 12.10.2014, όταν και διεκόπησαν τα δρομολόγια του πλοίου, ήτοι επί  91 ημέρες, άλλως επί 3,03 μήνες, άλλως επί 4,78 δεκαεννεαήμερα, ενώ ο ίδιος παρείχε υπερωριακή εργασία, δικαιούται το ποσό των 1.452,40 ευρώ   [1.527,27  ευρώ ο βασικός μισθός ενεργείας του για την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα + 336 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 106,90 ευρώ το επίδομα δημόσιας υπηρεσίας – άγονης γραμμής, που προβλέπεται στο άρθρο 7 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.  σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας των 1.527,27 ευρώ + 1.216,55 ευρώ ο μέσος όρος της αμοιβής των υπερωριών του (3.686,16 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα {1.700,16 ευρώ η αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές +  1.986  ευρώ η αμοιβή του για την εργασία του επί 12ωρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες κατά τα προεκτεθέντα = 3.686,16 ευρώ} : 3.03 μήνες = 1.216,55 ευρώ) + 576,30 ευρώ το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας 30 ημερών (19,21 ευρώ την ημέρα Χ 30 ημέρες), και επομένως το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανέρχεται στο ποσό των  3.798,24 ευρώ Χ 2/25 =  303,85 ευρώ Χ 4,78 δεκαεννεαήμερα =  1.452,40 ευρώ] και β3) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2014, για το διάστημα της απασχόλησής του με την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα εντός του έτους αυτού από 13.10.2014 έως 10.11.2014, ήτοι επί 29 ημέρες, άλλως επί 1,52 δεκαεννεαήμερα,  δικαιούται το ποσό των 300,92 ευρώ [1.527,27  ευρώ ο βασικός μισθός ενεργείας του για την ειδικότητα του Α΄Μάγειρα + 336 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας 30 ημερών (19,21 ευρώ την ημέρα Χ 30 ημέρες), και επομένως το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανέρχεται στο ποσό των 2.474,79 ευρώ Χ 2/25 =197,98 ευρώ Χ 1,52  δεκαεννεαήμερα =300,92 ευρώ ], μη συνυπολογιζομένων στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για το διάστημα αυτό των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς και του μέσου όρου της αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, καθώς ούτε ο ίδιος ο  δεύτερος ενάγων τις επικαλείται στην αγωγή του για τον υπολογισμό που ποσού, που ζητά να του επιδικασθεί ως οφειλόμενα επιδόματα εορτών, ούτε του επιδόματος ιματισμού, ή ποσοστών μαγειρείου, κατα τα προεκτεθέντα, αλλά ούτε και του επιδόματος άγονης γραμμής ή του μέσου όρου της αμοιβής του για παροχή υπερωριακής εργασίας, διότι κατά το διάστημα αυτό το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες του και ο δεύτερος ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε. Επομένως, συνολικά ως δώρο Χριστουγέννων για το έτος 2014 δικαιούται το ποσό των 2.864,96 ευρώ   (1.111,64 ευρώ  + 1.452,40 ευρώ +  300,92 ευρώ), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.810,49 ευρώ, κατά το οποίο ο ανωτέρω ενάγων έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 1.054,47 ευρώ, πλην όμως θα πρέπει να του επιδικασθεί για την αιτία αυτή το μικρότερο ποσό των 994,39 ευρώ, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι με την απόφαση του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου δε μπορεί να καταστεί δυσμενέστερη η θέση της εκκαλούσας δεύτερης εναγομένης διά της επιδίκασης σε βάρος της μεγαλύτερου ποσού σε σχέση με το πρωτοδίκως επιδικασθέν για την ίδια αιτία (η πρώτη εναγόμενη δεν άσκησε έφεση, ενώ οι ενάγοντες με τη δική τους έφεση αναφορικά με τα κονδύλια των επιδομάτων εορτών ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα με την πρωτόδικη απόφαση δεν περιλήφθηκαν  για τον υπολογισμό τους στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τους το επίδομα ιματισμού, και όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα, επιπροσθέτως, και ποσό φερόμενο ως συμφωνηθέν κατά την κατάρτιση της σύμβασης ναυτολόγησής του ως «ποσοστά μαγειρείου», χωρίς να πλήττουν περαιτέρω τους επιμέρους υπολογισμούς των επιδικασθέντων με την εκκαλουμένη για την αιτία αυτή ποσών). Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν αμφότερες οι ένδικες εφέσεις δεκτές και κατ’ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή ακόμη και για τα μη εκκληθέντα κεφάλαια αυτής, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και αφενός μεν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.952,31 ευρώ (4.227,78 ευρώ + 2.139,15 ευρώ + 1.392,08 + 273,10 ευρώ + 334,60 ευρώ + 585,60 ευρώ), και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.409,09 ευρώ (4.951,72 ευρώ + 3.410,30 ευρώ + 52,68 ευρώ + 994,39 ευρώ), αφετέρου δε ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.822,88 ευρώ (8.369,92 ευρώ + 452,96 ευρώ) και της δεύτερης εναγομένης να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.793,86 ευρώ (8.340,90 ευρώ + 452,96 ευρώ), εις ολόκληρον, η πρώτη εξ αυτών απεριόριστα, η δεύτερη περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, σε όλες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης των εναγόντων για τα επιδικασθέντα αντίστοιχα στον καθέναν εξ αυτών χρηματικά ποσά, που έλαβε χώρα στις 26.11.2014 και στις 10.11.2014 αντίστοιχα, η οποία αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα καταβολής των αξιώσεων από τη σύμβαση εργασίας, με μόνη την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, και όχι από την ημέρα, που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως αορίστως αναφέρεται στο διατακτικό της αγωγής, με παραπομπή στα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο, στο οποίο όμως ουδόλως γίνεται μνεία κατά την παράθεση εκάστου κονδυλίου συγκεκριμένου χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας του, ή έστω με παραπομπή στην κατά νόμο προβλεπόμενη δήλη ημέρα καταβολής του (του ποσού, που αφορά στο δώρο Χριστουγέννων του έτους 2014 συμπεριλαμβανομένου, παρότι αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 21.12.2014, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δηλαδή μεταγενέστερα της απόλυσης των εναγόντων, διότι ως προς αυτό απαγορεύεται με την απόφαση του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου να καταστεί δυσμενέστερη η θέση των εναγόντων διά του καθορισμού μεταγενέστερου χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας του, αφού η δεύτερη εναγόμενη με τη δική της έφεση δεν προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο των τόκων των επιδικασθέντων ποσών, ενώ οι ίδιοι με την έφεσή τους ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορίσθηκε η ημερομηνία της απόλυσής τους ως χρονικό σημείο για την έναρξη της τοκοφορίας των ποσών που τους επιδικάσθηκαν, ενώ θα έπρεπε να τους επιδικασθούν τόκοι από προγενέστερο χρονικό σημείο, και δη από την ημέρα, που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό). Περαιτέρω, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, οι οποίοι υπέβαλαν σχετικό αίτημα, ανάλογη με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει να προκαταβάλει η πρώτη εφεσίβλητη της από 30.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ….) έφεσης, σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσης απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 11.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) έφεση και β) την από 30.6.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 923/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της από 30.6.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεσης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη εφεσίβλητη κατά  της  παρούσας απόφασης, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις αυτές.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 28.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ….).

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη εξ αυτών απεριόριστα, η δεύτερη περιορισμένα μέχρι την αξία του αναφερομένου στο  σκεπτικό της παρούσης πλοίου, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα δύο ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (8.952,31), με το νόμιμο τόκο από τις 26.11.2014 μέχρι την εξόφληση, και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εννέα ευρώ και εννέα λεπτών (9.409,09), με το νόμιμο τόκο από τις 10.11.2014 μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της πρώτης των εναγομένων να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα, το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (8.822,88) απεριόριστα, με το νόμιμο τόκο από τις 10.11.2014 μέχρι την εξόφληση, εκ του οποίου το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (8.793,86) εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγόμενη, και την υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (8.793,86) με το νόμιμο τόκο από τις 10.11.2014 μέχρι την εξόφληση, περιορισμένα μέχρι την αξία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσης πλοίου, εις ολόκληρον με την πρώτη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ