Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 146/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως      146/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

            Εισάγεται προς συζήτηση η από 5.7.2018 έφεση ( ΓΑΚ …., ΕΑΚ ………), κατά της υπ΄αριθ.2867/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (αρθ.591, 614, 621-622 ΚΠολΔ), την ενώπιόν του ασκηθείσα από 28.12.2016  (ΓΑΚ ……… ΕΑΚ ………) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, αντιμωλία των διαδίκων. Η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

H εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την  προαναφερόμενη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εργαζόμενη αρχικά ως επίκουρη και στη συνέχεια ως ναυτόπαις στο αναφερόμενο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ζητούσε  να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη- εργοδότρια να της καταβάλει συνολικό ποσό 44.483,34 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν αμοιβή υπερωριακής εργασίας των ετών 2012 έως και 2015,  καθώς και για  αποζημίωση απολύσεως. Με δήλωση της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής εν μέρει σε αναγνωριστικό, όπως ειδικότερα αναφέρεται στα  ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και τις προτάσεις της ενάγουσας ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη δέχθηκε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη τη νομίμως προταθείσα από την εναγομένη ένσταση παραγραφής εκ των άρθρων 289 αρ. 1 και 291 εδ. α’ ΚΙΝΔ και κατ’ ακολουθία απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή ως προς τα κονδύλια συνολικού ύψους 19.485,84 ευρώ, που αφορούσαν το χρονικό διάστημα έως και την 31-12-2014, κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως. Στη συνέχεια η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η ενάγουσα πραγματοποιούσε τέσσερις ώρες υπερωριακής αμοιβής ημερησίως, για το χρονικό διάστημα από 17.3.2015 έως 14.5.2015, οπότε και απολύθηκε, και όχι οκτώ που ισχυριζόταν με την αγωγή της και ότι δικαιούται για την ανωτέρω αιτία ποσό  853,64 ευρώ για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής της, καθώς και ποσό 631,96 ευρώ για υπόλοιπο  δεδουλευμένων αποδοχών της και , συνολικά,  ποσό 1.485,60 ευρώ, το οποίο της επιδίκασε νομιμοτόκως από 15.5.2015, με προσωρινά εκτελεστή διάταξή της. Απέρριψε δε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα τα κονδύλια ύψους α) 900 ευρώ για αντίτιμο τροφής  με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε η ενάγουσα αντίστοιχες αποδείξεις δαπανών και β) 1.400 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως, με την αιτιολογία ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας λύθηκε με αμοιβαία συναίνεση και όχι με  πρόωρη και μονομερή καταγγελία της εκ μέρους της εναγομένης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της εφέσεως κι εφόσον δεν πλήττεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που απέρριψε ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή της ως προς τις μη παραγεγραμμένες αξιώσεις.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έλαβε υπόψη της την περιεχομένη στα ταυτάριθμα αυτής πρακτικά κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, ……….., κατά παράβαση του άρθρου 400 παρ. 3 ΚΠολΔ, γιατί ο μάρτυρας αυτός, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, εξαρτούσε συμφέρον από την έκβαση της δίκης αφού κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής ήταν πλοίαρχος του ένδικου πλοίου. Ο λόγος αυτός στερείται νομίμου βάσεως και συνεπώς είναι απορριπτέος καθόσον το άρθρο 400 παρ. 3 ΚΠολΔ έχει καταργηθεί ήδη από το έτος 2015, πολύ πριν την άσκηση της κριθείσης αγωγής, δυνάμει του άρθρου  1 άρθρου δεύτερου παρ. 1. Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), με έναρξη ισχύος την 1.1.2016 (αρθ. 1 αρθ. ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015).

Με τον δεύτερο και με τον τρίτο λόγους εφέσεως, ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι κακώς η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της τις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς υπ’ αριθ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των ………., αντιστοίχως,  επικαλούμενη ότι αυτές οι ένορκες βεβαιώσεως είχαν ληφθεί και προσκομισθεί νομίμως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια της ίδιας (ενάγουσας-εκκαλούσας) προς απόδειξη των αγωγικών της ισχυρισμών.

Από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 ΚΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αρμοδίως ληφθεισών κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επιδόσεως επιμελεία του ενδιαφερομένου διαδίκου προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών προ της ημερομηνίας λήψεως της βεβαιώσεως κλήσεως προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψεως της βεβαιώσεως και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, εάν δε παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσεως δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ` ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπ` όψιν από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ` εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β` και 24 παρ. 1 εδ. α` ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά τον χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 673/2018, ΕφΔωδ.215/2017 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω κριθείσα αγωγή ασκήθηκε με κατάθεσή της στις 28.12.2016 και επίδοσή της στις 30.12.2016 και οι ένορκες βεβαιώσεις ελήφθησαν το έτος 2017, δηλαδή σε χρόνους που καταλαμβάνονταν από τη ρύθμιση των προαναφερόμενων άρθρων του ΚΠολΔ. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της τις ανωτέρω δύο ένορκες βεβαιώσεις, με την αιτιολογία ότι η κλήση της εναγομένης στη λήψη αυτών, η οποία (κλήση) περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της αγωγής, δεν ανέφερε το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων που επρόκειτο να δώσουν τις ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον, πράγματι, στην αγωγή (βλ. σελ 14 αυτής) δεν περιλαμβάνονται τα ανωτέρω απαιτούμενα στοιχεία,  όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους εξεταζόμενους δεύτερο και τρίτο λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη έκρινε ότι η απόλυσή της έγινε “αμοιβαία συναινέσει” και ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμο το αγωγικό κονδύλι για επιδίκαση αποζημιώσεως απολύσεως, ενώ εάν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις και συγκεκριμένα την υπ΄αριθ……. ένορκη βεβαίωση του ……., θα έπρεπε να δεχθεί το ανωτέρω κονδύλι ως βάσιμο. Ωστόσο, η προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση ορθώς δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως ανωτέρω αναφέρεται κατά την εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγων εφέσεων. Από την εκτίμηση δε της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταποδείξεως ……… που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, μεταξύ των οποίων το ναυτικό φυλλάδιο της εκκαλούσας και το ημερολόγιο του πλοίου, αποδεικνύεται ότι η απόλυση της εκκαλούσας στις 14.5.2015, από το ένδικο πλοίο Ε/Γ-Τ/Ρ “Α” (νηολογίου Αγίου Νικολάου με αριθμό ..) έλαβε χώρα με αμοιβαία συναίνεση και όχι κατόπιν μονομερούς καταγγελίας εκ μέρους του πλοιάρχου, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την αξίωση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας για επιδίκαση αποζημιώσεως απολύσεως και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον πέμπτο (τελευταίο) λόγο εφέσεως παραπονείται η εκκαλούσα επί λέξει ότι : “Η εκκαλουμένη όλως αβασάνιστα επέβαλε μέρος μόνο των δικαστικών εξόδων μου προσδιορίσασα αυτά στο συμβολικό ποσό των πενήντα (50) ευρώ σε βάρος της εναγομένης ενώ όφειλε να επιβάλλει το σύνολο των δικαστικών μου εξόδων σε βάρος της εναγομένης. ΄Οθεν η εκκαλουμένη εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις”.

Κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά δε το άρθρο 178 του ίδιου κώδικα σε περίπτωση μερικής νίκης ή μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας, ενώ κατά το άρθρο 179 του ίδιου κώδικα το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή μέρος τους μόνο αν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, ενώ ο συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης λόγω μερικής ήττας ή λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας της διάταξης που εφαρμόστηκε κατά τα άρθρα 178 παρ. 1 και 179 ΚΠολΔ, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά. (ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010, ΑΠ 97/2018, 22/2018  – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εξεταζόμενος πέμπτος λόγος εφέσεως, κατά το σκέλος του με το οποίο παραπονείται η ενάγουσα- εκκαλούσα ότι η εκκαλουμένη επέβαλε σε βάρος της εναγομένης- εφεσίβλητης, μέρος μόνο των δικαστικών εξόδων και όχι το σύνολο αυτών είναι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί η εκκαλούσα-ενάγουσα νίκησε εν μέρει μόνο και μάλιστα για ποσά κατά πολύ μικρότερα από τα αιτηθέντα με την αγωγή. Κατά το σκέλος δε του ανωτέρω λόγου, με το οποίο η εκκαλούσα παραπονείται (εμμέσως) για το ύψος των επιδικασθέντων εξόδων αυτός είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζει η εκκαλούσα ούτε πού έλαθε η εκκαλουμένη κατά τον υπολογισμό του ύψους των εξόδων ούτε το ποσό που έπρεπε  να της έχει επιδικασθεί για την ανωτέρω αιτία.

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή αλλ’ ορθώς το νόμο εφήρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία ενόψει του χαμηλού ύψους του εκκληθέντος κεφαλαίου πρέπει να οριστούν στο ποσό των 290 ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την έφεση.

-Απορρίπτει την έφεση κατ΄ουσίαν.

-Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 290 ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 20 Μαρτίου 2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ