Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 157/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 157/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 5.3.2018 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ………. κατά της οριστικής απόφασης 4954/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 7.12.2016 αγωγή της ενάγουσας, ………, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 1.3.2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση σ’ αυτήν του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας ………. και η έφεση κατατέθηκε, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 8.3.2018 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται (η έφεση) για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 περ. Α στοιχ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 7.3.2018 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 73 §§1, 4 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη τακτική διαδικασία, εφόσον η εν λόγω αγωγή στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις. Περαιτέρω, κατά τις παρ. 5 και 6 του ιδίου παραπάνω άρθρου, δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες (ήδη τρία έτη με βάση το άρθρο 161 του Κώδικα Δικηγόρων) από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων, η οποία, εάν απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί νέα αγωγή για την ίδια υπόθεση, για τους ίδιους ή άλλους λόγους. Από τις παραπάνω διατάξεις που ελήφθησαν αυτούσιες από το νόμο 407/1914 (Εισηγητική έκθεση της συντακτικής επιτροπής του ν.δ. 958/1971, Κ.Νο.Β. 1971, σελ. 947), σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση της διάταξης του άρθρου 13 αυτού του νόμου, με το οποίο καθιερώνεται η παραπάνω σύντομη παραγραφή για την άσκηση της σχετικής αξίωσης και κατά την οποία «θα ήταν άτοπον να μένη εις το διηνεκές ούτως ειπείν, ο υπόχρεος υπό την απειλήν μέτρου, όπερ απευθύνεται αμέσως κατά της περιουσίας του», προκύπτει σαφώς ότι κατά την παρούσα διαδικασία μόνο καταψηφιστικές αγωγές είναι δυνατόν να εγερθούν και όχι αναγνωριστικές (Εφ.Δωδ. 44/2014 και Εφ.Δωδ. 117/2008 σε Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Εφ.Λαρ. 62/2005 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 1536, Εφ.Αθ. 434/1991 Ελλ.Δ/νη 1991, σελ. 1646, Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος ΙΙ, άρθρο 73 Εισ.Ν., αρ. 3, σελ. 2102 και Βασ. Βαθρακοκοίλης, ΚΠΟΛΔ, Τόμος ΣΤ´, άρθρο 73 Εισ.Ν., αρ. 1, σελ. 765, σχετ. Δικ.Αγ.Κακοδ. 2/2009 Τ.Ν.Π. “Δ.Σ.Α.”, Δικ.Αγ.Κακοδ. 3/1971 Νο.Β. 1972, σελ. 1267 και Δικ.Αγ.Κακοδ. 7/1976 Ελλ.Δ/νη 1979, σελ. 102). Διαφορετική ερμηνεία, που θα επέτρεπε στον ζημιωθέντα να ασκήσει κατ’ αρχήν αναγνωριστική αγωγή και ακολούθως καταψηφιστική, μετά την τελεσιδικία της ευνοϊκής γι’ αυτόν απόφασης επί της πρώτης, θα ήταν αντίθετη προς το πνεύμα του νόμου για ταχεία εκκαθάριση των σχετικών αξιώσεων κατά των προαναφερομένων προσώπων, αλλά και προς το γράμμα αυτού, εφόσον έτσι θα ήταν δυνατή η άσκηση διπλής αγωγής και ενδεχομένως μάλιστα μετά την οριζόμενη σύντομη προθεσμία (Εφ.Αθ. 434/1991 ό.π. και Κουσούλης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, ό.π.). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 524 §1, 525, 526 και 536 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το Εφετείο, στο οποίο με την έφεση μεταβιβάζεται η υπόθεση, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά και να την απορρίψει, εάν δεν στηρίζεται στο νόμο, είναι αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εκκαλών, έστω και για άλλο λόγο και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη για τον εφεσίβλητο απόφαση, χωρίς την άσκηση εκ μέρους του ιδίου έφεσης ή αντέφεσης (Α.Π. 710/2010 Τ.Ν.Π. “Νόμος” και Α.Π. 911/2008 Νο.Β. 2008, σελ. 2467).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ………., με την από 7.12.2016 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι, μετά το θάνατο του συζύγου της, ο οποίος ήταν ασφαλισμένος στο ΝΑΤ και στο ΤΣΑ (μετέπειτα ΟΑΕΕ), ανέθεσε στον εναγόμενο δικηγόρο, στις 18.11.2011, με προφορική εντολή, την υποβολή αίτησης προς τους ως άνω ασφαλιστικούς οργανισμούς, για τη λήψη σύνταξης, έναντι αμοιβής ποσοστού 10% επί του εισπραττόμενου από αυτήν ποσού αναδρομικών συντάξεων, πλέον εξόδων. Ότι επί τέσσερα έτη περίπου, την καθησύχαζε για την πορεία των αιτήσεών της, λέγοντάς της πως ήταν θέμα ημερών η έκδοση των συντάξεων χηρείας από τα ως άνω ασφαλιστικά ταμεία. Ότι, όταν ενημερώθηκε από γειτόνισσά της πως η σύνταξή της καταβλήθηκε μετά από τέσσερις μήνες περίπου, ζήτησε τη συνδρομή του οικογενειακού της φίλου, ……….. και, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, επισκέφθηκαν από κοινού τον εναγόμενο, στις 5.10.2015. Ότι ο τελευταίος απέφευγε να τους ενημερώσει ξεκάθαρα για τα αίτια της καθυστέρησης και προς αποφυγή των υπονοιών ότι εκείνος (εναγόμενος) ιδιοποιούνταν παράνομα τις συντάξεις της, μετέβησαν, όλοι μαζί, στο ΝΑΤ, όπου ενημερώθηκαν πως δεν είχε κατατεθεί ούτε καν αίτηση συνταξιοδότησης για λογαριασμό της. Ότι, κατόπιν τούτων, ο εναγόμενος αναγκάστηκε να τους αποκαλύψει ότι, λόγω προβλημάτων υγείας της μητέρας του, δεν κατάφερε να καταθέσει τις αιτήσεις της στα ανωτέρω ασφαλιστικά ταμεία. Ότι, έκτοτε, συγκέντρωσε εκ νέου τα απαιτούμενα έγγραφα και τον επόμενο μήνα (Νοέμβριο 2015) κατέθεσε τις σχετικές αιτήσεις για τη χορήγηση σύνταξης. Ότι ενημερώθηκε πως, εφόσον δεν υπέβαλε αίτηση εντός έτους από το θάνατο του ασφαλισμένου συζύγου της, η υποχρέωση των ταμείων για την καταβολή σύνταξης αρχίζει : α) για το ΝΑΤ, από τον επόμενο μήνα της υποβολής της σχετικής αίτησης και β) για τον ΟΑΕΕ, καταβάλλεται αναδρομικά, μόνο για ένα έτος πριν από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αντίστοιχη αίτηση. Ότι, λόγω της από βαριά αμέλεια παράλειψης αυτής του εναγομένου (επί σαράντα πέντε μήνες), απώλεσε τις συντάξεις που δικαιούνταν α) για το χρονικό διάστημα από 1.12.2011 έως 30.11.2015, από το ΝΑΤ, συνολικού ποσού 17.156 ευρώ, πλέον τόκων 2.834,27 ευρώ και β) για το χρονικό διάστημα από 1.12.2011 έως 30.11.2014, από τον ΟΑΕΕ, συνολικού ποσού 10.522 ευρώ, πλέον τόκων 1.747,39 ευρώ. Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας έπρεπε να της καταβληθεί το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Κατόπιν τούτων, μετά από περιορισμό του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 62.259,66 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη 4954/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αφού απέρριψε ως αόριστα τα αιτούμενα ποσά των τόκων και ως μη νόμιμο το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, επειδή η συμπεριφορά του τελευταίου συνιστούσε μόνο παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης και όχι αδικοπραξία, δέχθηκε, κατά τα λοιπά, την αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 713, 714 του Α.Κ. και 73 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 160 επ. του ν. 4194/2013. Περαιτέρω, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 27.359,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος με την έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου ν’ απορριφθεί η αγωγή. Ωστόσο, με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή κακοδικίας κατά του εναγομένου, δικηγόρου, μόνο ως καταψηφιστική ήταν δυνατό να εγερθεί και όχι ως αναγνωριστική. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα περιόρισε, με τις προτάσεις της, το αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το αιτούμενο μ’ αυτήν (αγωγή) ποσό, έπρεπε η τελευταία ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη (Δικ. Αγ. Κακοδ. 2/2009 ό.π.). Και τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, τυχόν δυνατότητα του ζημιωθέντος ν’ ασκήσει κατ’ αρχήν αναγνωριστική αγωγή και στη συνέχεια καταψηφιστική, μετά την τελεσιδικία της ευνοϊκής γι’ αυτόν απόφασης επί της πρώτης, θα ήταν αντίθετη με το πνεύμα του νόμου για ταχεία εκκαθάριση των σχετικών αξιώσεων κατά των αναφερόμενων στο άρθρο 73 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. προσώπων, αλλά και προς το γράμμα αυτού, εφόσον έτσι θα ήταν δυνατή η άσκηση διπλής αγωγής και ενδεχομένως, μάλιστα, μετά την οριζόμενη σύντομη προθεσμία. Το απαράδεκτο αυτό της αγωγής, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα, εφόσον ζητεί την απόρριψή της ο εκκαλών, ανεξαρτήτως του ότι η πλημμέλεια αυτή προβάλλεται και με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια τη δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλε και ενόψει του ότι ο ενάγων ζητεί, με την υπό κρίση έφεσή του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη (έφεση) και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 4954/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επιπλέον, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και ερευνηθεί η από 7.12.2016 αγωγή, ν’ απορριφθεί αυτή, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, ως απαράδεκτη, η απόφαση δε αυτή του Δικαστηρίου, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα. Περαιτέρω, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον τελευταίο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε με το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 5.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 4954/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 7.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 21 Φεβρουαρίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης, στις 21 Μαρτίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ