Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 158/2019

 Αριθμός  158/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 13-6-2016 (αρ. καταθ. ………) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ΄ αρ. 683/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στους εναγομένους, ήδη εκκαλούντες, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την 30-5-2016 (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη υπ΄ αρ. ……….. αντίστοιχα εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών ………….), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 27-6-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες (ενιαίο) παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 30-1-2014 (αρ. καταθ. ……..) αγωγή της, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 8-5-2015, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη ότι τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, [εκπροσωπούμενη από τον εκκαθαριστή της …………, Ορκωτό Ελεγκτή-Λογιστή, μέλος του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΛ ΑΕ), του οποίου η θητεία ήδη, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ανανεώθηκε για δύο έτη ακόμα, ήτοι από 30-4-2016 έως 30-4-2018, δυνάμει της υπ΄ αρ. 8/2016 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και της υπ΄ αρ. 190/37/29-6-2016 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 2116/1-7-2016 Τεύχος ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ)], ιστορούσε ότι μεταξύ αυτής και της πρώτης των εναγομένων, ήδη πρώτης των εκκαλούντων, ομόρρυθμο μέλος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος των εναγομένων, ήδη δεύτερος των εκκαλούντων, καταρτίστηκε η από 20-7-2006 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Ότι δυνάμει της συμβάσεως αυτής η πρώτη των εναγομένων ανέλαβε, έναντι προμήθειας και για λογαριασμό της ιδίας (ενάγουσας), τη διαμεσολάβηση μεταξύ αυτής και τρίτων για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και την είσπραξη των ασφαλίστρων των συναπτομένων συμβάσεων, καθώς και την αποστολή προς αυτήν (ενάγουσα) των προς ακύρωση συμβολαίων, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) όρους. Ότι τα ασφάλιστρα, που θα εισέπραττε η πρώτη των εναγομένων, θεωρούνταν παρακαταθήκη και ότι η τελευταία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι για τη λογιστική παρακολούθηση των μεταξύ τους υποχρεώσεων τηρείτο δοσοληπτικός λογαριασμός. Ότι, ενόσω διαρκούσε η εκκαθάριση, προέκυψε από τη λειτουργία της ως άνω σύμβασης χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρώτης των εναγομένων προς απόδοση ποσού 357.474,86 ευρώ, το οποίο εισέπραξε ο δεύτερος των εναγομένων για λογαριασμό της πρώτης από αυτούς (εναγομένους). Ότι οι εναγόμενοι οχλήθηκαν για την καταβολή του χρεωστικού αυτού υπολοίπου, με την από 8-11-2013 εξώδικη δήλωση, πλην όμως, δεν το κατέβαλαν στην ταχθείσα προθεσμία και το ενσωμάτωσαν στην προσωπική τους περιουσία. Επιπροσθέτως ιστορούσε (η ενάγουσα) ότι το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο αφορά στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2009 (σε μεταφορά από το έτος 2008) έως τον Ιανουάριο 2013, όπως ειδικότερα αναλύεται σ΄ αυτήν (αγωγή) σε εισπραχθέντα ασφάλιστρα από την πρώτη των εναγομένων μέχρι την ανάκληση της άδειας αυτής (ενάγουσας) (Σεπτέμβριος 2009), σε ακυρώσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων έκτοτε, σε μερικές εξοφλήσεις έναντι της υφισταμένης οφειλής, αφαιρουμένων των προμηθειών της πρώτης των εναγομένων, τα οποία παραθέτει (η ενάγουσα) σε καταστάσεις, που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα αυτής (αγωγής), μαζί με τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που εκδόθηκαν, τα ονοματεπώνυμα  των ασφαλισμένων, τη χρονική διάρκεια της ασφάλισης και τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ως ασφάλιστρα, τα οποία μετά από άθροιση των επιμέρους ποσών ανέρχονται στο αιτούμενο ποσό. Κατόπιν τούτων επικαλούμενη, αφενός μεν ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, λόγω παράβασης των όρων της σύμβασης πρακτορείας και παρακαταθήκης και αφετέρου αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών λόγω της υπεξαίρεσης, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν το ως άνω ποσό, που εισέπραξε ο δεύτερος των εναγομένων για λογαριασμό της πρώτης από αυτούς (εναγομένους), ως ασφάλιστρα των ασφαλισμένων της και για λογαριασμό  αυτής (ενάγουσας) και το οποίο παρακρατεί αντισυμβατικά και παράνομα, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της ταχθείσας με την από 8-11-2013 εξώδικη δήλωση προθεσμίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και τέλος να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Επικουρικά δε ζήτησε το ως άνω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 683/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε στις 3-3-2016, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, κατά την κύρια βάση της περί συρρέουσας ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, απορριπτέα όμως, ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση αυτής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 του ΑΚ), δέχθηκε αυτή (αγωγή) και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρον έκαστο να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων πενήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (357.474,86 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από 1-12-2013 έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, απήγγειλε σε βάρος του δεύτερου των εναγομένων προσωπική κράτηση μέχρι ένα (1) έτος ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παραπάνω καταψηφιστικής διάταξης μετά την τελεσιδικία της και καταδίκασε τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των 14.667 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται, με την κρινόμενη από 13-6-2016 (αρ. καταθ. ………) έφεση, οι ηττηθέντες εναγόμενοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, ζητούν να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ΚΠολΔ στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά η πραγματικά σφάλματα του Δικαστή, και πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται, δηλαδή, σ΄ αυτούς με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί ο Δικαστής να κρίνει για το νόμιμο και το βάσιμό τους. Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση η από 13-6-2016 (αρ. καταθ. ……..) έφεση είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού, που προβάλλει η εφεσίβλητη, ενώ καθορίζονται με πληρότητα τα σφάλματα, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτών.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε, μεταξύ άλλων, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με ειδικό λόγο εφέσεως, ότι στον Πειραιά στις 20-7-2006 συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης (πράκτορα), όπως νομίμως εκπροσωπείται από το δεύτερο των εναγομένων και ομόρρυθμο εταίρο αυτής, έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, δυνάμει της οποίας η εναγομένη ανέλαβε να διαμεσολαβεί για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και  τρίτων, στην ελληνική επικράτεια, έναντι συμφωνηθείσας προμήθειας, όπως αυτή καθορίζεται κατά κλάδο στο 18° άρθρο της σύμβασης, το οποίο (άρθρο) τροποποιήθηκε με τις από 1-1-2007, 1-3-2008, 1-7-2008 τροποποιητικές πράξεις. Επιπροσθέτως, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να εισπράττει τα ασφάλιστρα από τις συμβάσεις, που θα καταρτίζονταν, και να τα αποδίδει στην ενάγουσα εταιρεία. Με τα άρθρα 7, 8, 9 και 10 συμφωνήθηκε επίσης ότι η εναγομένη είχε υποχρέωση, το πρώτο δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός, να προβαίνει στην εξόφληση της παραγωγής που πραγματοποίησε, ανεξάρτητα από την είσπραξη ή μη των ασφαλίστρων, δια της εκδόσεως προσωπικής επιταγής με ημερομηνία πληρωμής εντός τριών μηνών, αφαιρούμενης της προμήθειάς της, καθώς και να αποστέλει τα προς ακύρωση συμβόλαια εντός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, με τη συμφωνία ότι η ακύρωση θα γίνεται μόνο από την ενάγουσα και τέλος να υποβάλει αναλυτικές καταστάσεις των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων μέχρι τέλος Ιανουαρίου για το προηγούμενο έτος. Τα δε ασφάλιστρα, κατά τη σύμβαση, θεωρούνται ως παρακαταθήκη και ο σύμβουλος ευθύνεται ως θεματοφύλακας (6° άρθρο). Επιπλέον τούτων συμφωνήθηκε ότι ο διακανονισμός των ζημιών θα γίνεται αποκλειστικά από την ενάγουσα, ότι ο πράκτορας δεν θα έχει δικαίωμα καταβολής αποζημίωσης χωρίς έγγραφη εντολή της ενάγουσας (άρθρο 14), ούτε πληρωμής για λογαριασμό της ενάγουσας ασφαλίστρων και επιστροφής ασφαλίστρων, που έγιναν με τη μεσολάβησή της, χωρίς γραπτή εξουσιοδότηση αυτής (ενάγουσας) (άρθρο 16). Για την παρακολούθηση δε των οικονομικών υποχρεώσεων  των  μερών τηρήθηκε ο υπ΄ αρ. …. δοσοληπτικός λογαριασμός, που κοινοποιείτο στην πρώτη εναγομένη κάθε μήνα, για τις μηνιαίες χρεοπιστώσεις του οποίου,  η τελευταία, δια του νομίμου εκπροσώπου της – δεύτερου των εναγομένων, ουδέποτε εξέφρασε αντιρρήσεις, όπως είχε το σχετικό δικαίωμα από τη σύμβαση, αποδεχόμενη έτσι την ορθότητα αυτού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει της υπ΄ αρ. 156 από 16-9-2009 και 21-9-2009 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, νομίμως δημοσιευμένης (ΦΕΚ 11292/21-9-2009 ΤΑΕ & ΕΠΕ), ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας σε όλους τους κλάδους ασφαλίσεων και τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, οπότε ορίστηκε εκκαθαριστής ο ………. δυνάμει της υπ΄ αρ. 2030/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η θητεία του οποίου ανανεώθηκε επί διετία και μέχρι την 30-4-2014, δυνάμει της υπ΄ αρ. 2100/2012 αποφάσεως του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, και για μία ακόμη διετία έκτοτε (μέχρι 30-4-2016), δυνάμει της υπ΄ αρ. 74/2014 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης προέκυψε, σύμφωνα με τον τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό, χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης, ποσού 357.474,86 ευρώ, που αφορά σε παραγωγή συμβολαίων, ποσού 116.460,84 ευρώ, σε μεταφορά από το έτος 2008, σε ασφάλιστρα ασφαλιστικών συμβολαίων που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση της εναγομένης από τον Ιανουάριο 2009 έως την ανάκληση της άδειάς της (ενάγουσας, ήτοι έως την 21-9-2009), αφαιρούμενης της αναλογούσας προμήθειας της εναγομένης και των μερικών καταβολών προς εξόφληση εκ μέρους της, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, καθώς και ακυρώσεις συμβολαίων μετά την ανάκληση της άδειάς της (ενάγουσας) έως τον Ιανουάριο 2013, όπως τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, οι σχετικές προμήθειες της εναγομένης, οι γενόμενες καταβολές και τα ποσά κατόπιν ακυρώσεων συμβολαίων αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή και στα προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα πινάκια, υπολογισμός, εξάλλου, που δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους, ούτε ως προς το συνολικό ποσό, ούτε ως προς τα επιμέρους κονδύλια. Κατόπιν τούτων αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη δεν έχει τηρήσει τη μεταξύ τους συμφωνία, αφού δεν έχει αποδώσει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, όπως αυτά εμφανίζονται στον ως άνω λογαριασμό, κατά τον συμφωνηθέντα με τη σύμβαση χρόνο. Για το λόγο αυτό αμφότεροι οι εναγόμενοι οχλήθηκαν από την ενάγουσα με την από 8-11-2013 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στις 20-11-2013 (βλ. σχετ. υπ΄ αριθμό. ………… εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών ………..), πλην όμως ουδέν κατέβαλαν εντός της ταχθείσας δεκαήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση της ανωτέρω δήλωσης, παρακράτησαν δε το προαναφερόμενο ποσό (357.474,86 ευρώ), παρανόμως με σκοπό ιδιοποίησης. Την παρακράτηση, άλλωστε, του εν λόγω ποσού αποδέχθηκε και ο ίδιος ο εναγόμενος, απολογούμενος ενώπιον του Γ΄ Ανακριτή Πατρών για την πράξη της υπεξαίρεσης (βλ. προσκομιζόμενη απολογία του), ισχυριζόμενος ομοίως (όπως εκτίθεται κατωτέρω στην παρούσα απόφαση) ότι ακολούθως το διέθεσε για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων των πελατών του σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, για το χρονικό διάστημα που αυτοί (πελάτες του) δεν είχαν κάλυψη από την ενάγουσα λόγω της ανάκλησης της άδειάς της μέχρι τη λήξη ενός εκάστου συμβολαίου, ισχυρισμός, όμως, που και αληθής υποτιθέμενος, δεν ασκεί έννομη επιρροή, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα στην ένδικη διαφορά. Συνεπώς, η ζημία της ενάγουσας για τις ανωτέρω αιτίες ανέρχεται στο προαναφερόμενο ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τον τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό, τον οποίο οι εναγόμενοι ουδέποτε αμφισβήτησαν ούτε προέβαλαν αντιρρήσεις αναφορικά με τις εγγραφές, που εμφανίζονταν σε αυτόν και στις αναλυτικές καταστάσεις, που λάμβαναν κάθε μήνα. Τα ανωτέρω, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με ειδικό λόγο εφέσεως.

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε με το να απορρίψει την ένσταση  συμψηφισμού της απαίτησής τους από μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα. Ειδικότερα οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως ότι έχουν απαίτηση έναντι της ενάγουσας ποσού 297.363,46 ευρώ, το οποίο προέκυψε από τη μεταφορά των συμβολαίων των πελατών τους σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες προς προστασία αυτών, για το χρονικό διάστημα που αυτοί (πελάτες τους) δεν είχαν κάλυψη από την ενάγουσα λόγω της ανάκλησης της άδειάς της μέχρι τη λήξη ενός εκάστου συμβολαίου και την εξ ιδίων καταβολή των ασφαλίστρων συνολικού ποσού 327.473,44 ευρώ, όπως τα ασφάλιστρα αυτά αναλύονται στον περιεχόμενο στις προτάσεις τους πίνακα, αλλά και στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, αφαιρουμένου του ποσού των 30.109,98 ευρώ, που αφορά σε επιστροφές από την ενάγουσα, ήτοι ποσού 297.363,46 (= 327.473,44 – 30.109,98) ευρώ. Την ως άνω δε απαίτηση πρόβαλαν σε συμψηφισμό. Η εν λόγω ένσταση συμψηφισμού,  είναι μη νόμιμη και  πρέπει να απορριφθεί, κυρίως, διότι, δεν υφίσταται  αμοιβαιότητα των προς συμψηφισμό απαιτήσεων. Ειδικότερα, όσον  αφορά στην ένδικη αγωγή, πρόκειται για απαίτηση της ενάγουσας κατά  των εναγομένων, ενώ η απαίτηση των 297.363,46 ευρώ, που  προβάλλεται σε συμψηφισμό, αποτελεί απαίτηση των εναγομένων κατά τρίτων προσώπων και δη των πελατών τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσία αβάσιμα.

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε με το να απορρίψει την ένστασή τους του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρο 374 του ΑΚ) για τα ασφάλιστρα, που η ενάγουσα απαιτεί να εισπράξει και για τα οποία δεν παρείχε ασφαλιστική κάλυψη, επικουρικά δε ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη και χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας τους κατά το ποσό των 297.363,46 ευρώ. Η πρωτοδίκως αυτή προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση, την οποία επαναφέρουν με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, είναι ομοίως απορριπτέα ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αλληλεξάρτηση των δύο παροχών, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ένστασης. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι αρνούνται εν προκειμένω να εκπληρώσουν την οφειλόμενη προς την ενάγουσα (ένδικη) παροχή (καταβολή εισπραχθέντων από τρίτους ασφαλίστρων για λογαριασμό της ενάγουσας), μέχρι να εκπληρωθεί απαίτηση τρίτων και δη των πελατών τους έναντι της ενάγουσας από την ακύρωση των συμβολαίων, για το χρονικό διάστημα που η ενάγουσα δεν παρείχε ασφαλιστική κάλυψη σε αυτούς, και όχι απαίτηση δική τους απορρέουσα από τη μεταξύ τους σύμβαση, όπως είναι αυτή της καταβολής της συμφωνηθείσας προμήθειας. Για τον ίδιο, εξάλλου, λόγο απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί αδικαιολογήτου πλουτισμού της ενάγουσας, δεδομένου ότι, και εάν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η τελευταία κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη, αυτό δεν έγινε από την περιουσία των εναγομένων ή επί ζημία τους, όπως απαιτεί το ως άνω άρθρο, αλλά από την περιουσία τρίτων και επί ζημία αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος και τον ως άνω ισχυρισμό περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσία  αβάσιμα.

Με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε με το να απορρίψει την ένστασή τους περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής για το ποσό των 297.363,46 ευρώ και των 8.828 ευρώ. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με το δεύτερο λόγο εφέσεως ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά για το ποσό των 297.363,46 ευρώ (μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα) και το ποσό των 8.828 ευρώ (ζημίες), καθόσον η ενάγουσα πριν τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση παραβίασε τις διατάξεις δημοσίας τάξεως των νόμων, που ρυθμίζουν την ιδιωτική ασφάλιση, ενώ οι ίδιοι φρόντισαν να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των ασφαλισμένων τους μεταφέροντας τα ασφαλιστικά συμβόλαια  για λογαριασμό τους σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες και καταβάλλοντας σ΄ αυτές τα ασφάλιστρα για τις ημέρες μη κάλυψης (μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα) από την ενάγουσα λόγω ανάκλησης  της άδειας αυτής μέχρι τη λήξη καθενός συμβολαίου. Τα επικαλούμενα όμως, από τους εναγομένους πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ) και συνεπώς, η σχετική   ένσταση,  δεν είναι νόμιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και, αφού  απέρριψε την ως άνω ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής για το ποσό των 297.363,46 ευρώ και των 8.828 ευρώ, δέχθηκε αυτήν  (αγωγή)  ως ουσιαστικά βάσιμη,  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσία αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του (ενιαίου) παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……….. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, επίσης λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσία την από 13-6-2016 (αρ. καταθ. ………) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 683/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του (ενιαίου) παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 21 Φεβρουαρίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   21 Μαρτίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτου Θεοκτής Νικολαΐδου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,   Αικατερίνη Κοκόλη και Ελευθέριο Γεωργίλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ