Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 163/2019

 Αριθμός 163 /2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Νόμιμα, με την από 12.5.2017 (…….) κλήση των ήδη καλούντων και πρωτοδίκως ηττηθέντων εκκαλούντων, εισάγεται προς συζήτηση η από 30.1.2007, (υπ΄αριθ. κατάθ. …..) έφεσή τους κατά της υπ΄αριθ. 3507/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Εργατικών Διαφορών), μετά την αναίρεση της υπ΄αριθ. 1035/2007 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της υπ΄αριθ. 312/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου.

2. Η κρινόμενη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο των λόγων της (495 παρ. 1 και 2, 511, 516 παρ. 1, 517, 518, 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης), τόσο κατά του εναγομένου όσο και κατά του νομοτύπως (231 παρ. 1, 76 – 78, 80, 83 ΚΠολΔ) προσθέτως παρεμβάντος με το από 19.4.2005 δικόγραφο και σχετική δήλωση στα πρακτικά στην πρωτοβάθμια δίκη, Ελληνικού Δημοσίου, που επικαλείται έννομο συμφέρον, καθόσον η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβάντος, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, ως εκ  του ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 51 παρ. 7 ν. 1404/1983 και 1 παρ. 1 . 1238/1982, οι πάσης φύσεως αποδοχές του διδακτικού προσωπικού των ΤΕΙ βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό και καταβάλλονται από το Δημόσιο Ταμείο, κατά τα ισχύοντα για τους Δημοσίους υπαλλήλους, η δε απασχόληση των εναγόντων με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου θα επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθούν, ως προς την κρινόμενη παρέμβαση, τα ακόλουθα : Από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν σχετικά με την πρόσθετη παρέμβαση, προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος υπέρ κάποιου διαδίκου επιθυμώντας να νικήσει ο τελευταίος, μπορεί να στηρίζεται είτε στο γεγονός ότι η ισχύς (δεδικασμένο και εκτελεστότητα) της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού, οπότε πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, είτε απλώς, στο γεγονός ότι ο παρεμβαίνων έχει κάποια ουσιαστική συνάρτηση με το αντικείμενο της κύριας δίκης και επηρεάζεται από την έκβασή της, χωρίς όμως ο ίδιος και ο αντίδικος του υπέρ ου η παρέμβαση να συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση, έτσι ώστε η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη να μην εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του παρεμβάντος, οπότε πρόκειται για απλή (μη αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση, (ΑΠ 727/2017, ΕφΛαρ 212/2015, ΕφΑθ 7802/2013, ΝΟΜΟΣ). Ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων αντιμετωπίζεται ως αναγκαίος ομόδικος με το διάδικο υπέρ του οποίου παρενέβη, (ΟλΑΠ 28/2007 και 13/2006, ΑΠ 1564/2017, 348/1986 και 499/1981, ΕφΑθ 4533 και 3805/1987, ΝΟΜΟΣ), με συνέπεια, ο προσθέτως παρεμβαίνων «να απαλλάσσεται από τη διαδικαστική κηδεμονία του συμμάχου του διαδίκου και να αποκτά τις κατ΄αρθρ. 76 ΚΠολΔ αυτοτελείς εξουσίες του αναγκαίου ομοδίκου», (Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. 1986, σελ. 271, παρ. 104), με εξαίρεση, μεταξύ άλλων διαδικαστικών ενεργειών και την αναγνώριση (αποδοχή) της αγωγής, (76 παρ. 2 ΚΠολΔ). Δηλαδή, με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης  παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της αποφάσεως. Η ασκουμένη κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 Κ.Πολ.Δ. αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενομένη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου, (AΠ 1485/2006, NOMOΣ). Ετσι,  στις εξαιρούμενες ως άνω διαδικαστικές ενέργειες, όπως στην αναγνώριση, (αποδοχή) από τον αναγκαίο ομόδικο, σε περίπτωση που οι άλλοι αρνούνται, δεν δεσμεύεται κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους, αλλά το Δικαστήριο προχωρά σε ελεύθερη εκτίμηση, (ΑΠ 95/2014 και 354/2001, ΝΟΜΟΣ) της αποδοχής εκ μέρους κάποιου και της άρνησης εκ μέρους των άλλων.  Επομένως, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, η  αποδοχή εξαρτάται απλώς, από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, απαιτείται ο αποδεχόμενος να έχει εξουσία διάθεσης του επίδικου αντικειμένου, ενώ κρίνεται αυτοτελώς, (αντικειμενικώς) για κάθε ομόδικο, με εξαίρεση όταν η αξίωση διάθεσης του αναγνωριζομένου δικαιώματος ανήκει από κοινού σε όλους τους αναγκαίους  ομοδίκους  και όταν πρόκειται για υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση, οπότε η δήλωση αποδοχής πρέπει να προέρχεται από όλους τους ομοδίκους.

  1. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔικ, αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ` αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ` αυτήν. Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ειδικότερα, στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης κατά τα αναιρεθέντα κεφάλαια και στην περίπτωση της εν όλω αναίρεσης – η οποία συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της- κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν μέρος επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις -εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση- απ΄ ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη, (AΠ 1614/2008, ΝΟΜΟΣ). Kρίσεις για πραγματικά γεγονότα δεν δεσμεύουν το δικαστήριο της παραπομπής γιατί δεν συνιστούν νομικές κρίσεις, (ΑΠ 1343/2002, ΕΕργΔικ 2003.725).
  2. Επίσης, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 298 ΚΠολΔ, η αποδοχή μπορεί να γίνει από τον εναγόμενο με δικόγραφο που επιδίδεται στον ενάγοντα, ή με δήλωση στο δικαστήριο που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή σιωπηρώς, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς και αναμφιβόλως η πρόθεση αποδοχής. Εν όψει δε του επιτρεπτού της αποδοχής και σιωπηρώς, κατ΄απόκλιση από τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 297 ΚΠολΔ, ως προς τον τύπο της παραίτησης από την αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί να γίνει αποδοχή και με δήλωση που περιέχεται στις προτάσεις που υποβλήθηκαν από τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση, (ΕφΑθ 1467/1986, Δνη 27.657, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 98 εδ. β΄ ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής μπορεί να γίνει και από το δικαστικό πληρεξούσιο του εναγομένου, εφόσον όμως αυτός, έχει ειδική πληρεξουσιότητα, (ΑΠ 185/1973, ΝοΒ 21.929). Σημειωτέον, ότι στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο νπδδ «ΤΕΙ Πειραιά» και ήδη «ΑΤΕΙ Πειραιά», με τις κατατεθείσες προτάσεις του ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή, παραθέτοντας αυτούσιες τις α) υπ΄αριθ. 5/27.9.2017 και β) 16/4.12.2017 Πράξεις της Συγκλήτου του εν λόγω νπδδ, έχουσες ως εξής : α) «… … … Αποφασίζει ομόφωνα, τροποποιεί την πράξη ….., (θέμα 9ο) της Συγκλήτου του ΑΕΙ Πειραιά Τ.Τ., σχετικά με δικαστικές προσφυγές των Εργαστηριακών και Επιστημονικών συνεργατών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ως ακολούθως : 1. Το ζήτημα που προκύπτει για τους αναφερόμενους στις ως άνω αγωγές είναι ζήτημα που συνδέεται με το δικαίωμα στην εργασία ανθρώπων που επί σειρά ετών προσέφεραν και επένδυσαν ελπίδες στην εργασία τους αυτή και που οργάνωσαν τη ζωή τους με πίστη ότι θα αντιμετωπιστούν με βάση τους ηθικούς νόμους τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα από όλους αναγνωριζόμενο δικαιώματα των εργαζομένων. Μάλιστα πολλοί εξ αυτών εγγίζουν ήδη τα ηλικιακά όρια της συνταξιοδότησης έχοντας αφιερώσει το σύνολο της εργασιακής του ζωής στο Ιδρυμα. 2. Το εν λόγω επί συμβάσει υπηρετούν στο Ίδρυμα εκπαιδευτικό προσωπικό καλύπτει με την παροχή διδακτικού και ερευνητικού έργου τους σκοπούς του Ιδρύματος. Ειδικότερα μεταξύ των συμβατικών του υποχρεώσεων είναι ίδιος Η διδασκαλία θεωρητικών (επιστημονικοί συνεργάτες) και πρακτικών μαθημάτων η διεξαγωγή εξειδικευμένων εργαστηρίων η διενέργεια εξετάσεων των διδασκομένων μαθημάτων η άσκηση εποπτικών καθηκόντων κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα η καθοδήγηση των σπουδαστών κατά την εκπόνηση διπλωματικών (πτυχιακών) εργασιών Και εν γένει κάθε άλλη εργασία ή καθήκον στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής ή ερευνητικής διαδικασίας που ισχύει και για τους μόνιμους καθηγητές του Ιδρύματος. 3. Το ίδρυμα συνομολογεί και αναγνωρίζει το προφανές και αληθές ότι οι εν λόγω, επί συμβάσει  απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί του Ιδρύματος εκτέλεσαν καθόλη τη διάρκεια της εργασίας τους τα καθήκοντά τους με τον ίδιο τρόπο στον ίδιο χώρο με τις ίδιες εντολές με τους συναδέλφους τους μόνιμους ή αορίστου χρόνου και κάλυψαν βασικές, πάγιες και διαρκείς ανάγκες λειτουργίας του Ιδρύματος. Η απομάκρυνσή τους από την εργασία τους είναι προφανές ότι θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες για τη λειτουργία του Ιδρύματος και την εκπλήρωση του υψηλού κοινωνικού σκοπού τον οποίον επιτελεί. 4. Ο αριθμός των σπουδαστών του Ιδρύματος βαίνει συνεχώς αυξανόμενος καθώς και οι εκπαιδευτικές ανάγκες που επιβάλλονται από τα προγράμματα σπουδών παρόλη τη συνεχή και δραματική μείωση της χρηματοδότησης του Ιδρύματος. 5. Μετά το 2010 λόγω των πολύ μεγάλων δημοσιονομικών περικοπών και κατ΄ ακολουθίαν της δραστικής μείωσης της χρηματοδότησης του Ιδρύματος από τον Κρατικό προϋπολογισμό το ίδρυμα υποχρεώθηκε να μην ανανεώσει τις συμβάσεις ορισμένων. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν καλύπτουν βασικές, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Ιδρύματος. 6. Το ίδρυμα αποδέχεται ότι το αίτημά τους είναι δίκαιο ενώπιον των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων και συναινεί στη διεκδίκηση της αναγνώρισης της σχέσης που συνδέει τους εν λόγω εργαζόμενους με το ίδρυμα ως αορίστου χρόνου». Και β) «… … … Αποφασίζει ομόφωνα αποδέχεται σε συνέχεια της πράξης ….. (Θέμα 12ο) της συγκλήτου του ΑΕΙ Πειραιά Τ.Τ. “Δικαστικές Προσφυγές” (ΑΔΑ …….) και σύμφωνα με το άρθρο 298 ΚΠολΔ την από 2.12.2003 αγωγή (αριθμ. κατάθ. ……..) των ……….  και συναινεί στο ότι οι  ανωτέρω συνδέονται με το ΑΕΙ Πειραιά Τ.Τ. Με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και αποδέχεται τις υπηρεσίες τους ως αορίστου χρόνου». Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για αναγνώριση (αποδοχή) της κρινόμενης αγωγής, διότι η δικονομική αυτή ενέργεια, όπως προεκτέθηκε στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας, απαιτεί για την παραδεκτή ολοκλήρωσή της, ειδική πληρεξουσιότητα της δικαστικής πληρεξουσίας του εναγομένου, η οποία όμως δεν υφίσταται. Ειδικότερα, προσκομίζονται, α) το υπ΄αριθ. πρωτ… …… έγγραφο του εναγομένου προς την παραστάσα δικηγόρο του, με την οποία της αναθέτει την εκπροσώπησή του στην παρούσα δίκη, την κατάθεση προτάσεων και γενικά τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης για το σκοπό αυτό, β) το υπ΄αριθ. ……. πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Καλλιθέας .., το οποίο επιγράφεται «ειδικό πληρεξούσιο», χωρίς όμως να περιέχεται σ΄αυτό καμία ειδική, σε σχέση με την παρούσα δίκη εντολή και δη αυτή της αναγνώρισης (αποδοχής) της κρινόμενης αγωγής. Ούτε όμως από το περιεχόμενο των ως άνω Πράξεων της Συγκλήτου, οι οποίες προσκομίζονται και αυτούσιες σε αντίγραφο, δεν προκύπτει η παροχή ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας στην παραστάσα Δικηγόρο προκειμένου αυτή ν΄ αποδεχθεί την κρινόμενη αγωγή, τέλος δε το εναγόμενο νπδδ εκπροσωπήθηκε στη δίκη από την ως άνω Δικηγόρο και δεν παραστάθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου αυτού, ώστε να συναχθεί έγκριση της ισχυριζόμενης αποδοχής. Επίσης, ούτε η παράγραφος 2 του άρθρου 96 ΚΠολΔ, μπορεί να εφαρμοστεί, διότι κανένα από τα ανωτέρω έγγραφα δεν περιέχει τα στοιχεία της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, ιδίως δε ειδική εντολή προς την παραστάσα Δικηγόρο να προβεί σε αποδοχή της αγωγής, ώστε τ΄αποτελέσματα της αποδοχής να επέρχονται ανεξαρτήτως των ελαττωμάτων της αγωγής, της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της και της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, (εξαιρουμένου του παραδεκτού της αγωγής το οποίο εξετάζεται).
  3. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύτηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ΄έφεση δίκη νεότερο νόμο, εκτός αν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του, (ΟλΑΠ 30/1998). Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 533 παρ. 2, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης εξαφάνισε την πρωτόδικη οριστική απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης “κατ΄ουσίαν”, υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του, είτε έχει αναδρομική ισχύ, (ΟλΑΠ 654/1984), είτε δεν έχει αναδρομική ισχύ, εφόσον όμως, στην τελευταία περίπτωση, καταλαμβάνει χρονικά την επίδικη έννομη σχέση, (ΟλΑΠ 7/2011).
  4. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ, προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου, ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος, ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου, ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος, ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες, ή ο νόμος, διότι, ο χαρακτηρισμός αυτός ως κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο Δικαστήριο,  το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 που άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, με τη λήψη από τα κράτη-μέλη ισοδύναμων μέτρων για την πρόληψη των καταχρήσεων. Η οδηγία αυτή ως κανόνας παράγωγου δικαίου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην Ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον Εθνικό νομοθέτη και  ως εκ τούτου η ισχύς της εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει εθνικό δίκαιο και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις είναι δηλαδή κάθετη, και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής, ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου και η προκείμενη ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη με τα πδ 81/2003 και 164/2004, το τελευταίο εκ των οποίων εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς τους δε, άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, στις 2.4.2003 και 19.7.2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ανωτέρω νόμος, έχει  αξιοποιηθεί και γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης η αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία, έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας. Και τούτο διότι, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης κατά την προαναφερθείσα έννοια και δη της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου, χωρίς παράλληλα,  ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτόμενων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη μετατροπή του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ. 1α και β ν. 1404/1983, για την κάλυψη διδακτικών, ερευνητικών ή άλλων επιστημονικών αναγκών των ΤΕΙ, μπορεί να προσλαμβάνεται εκπαιδευτικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η οποία μπορεί να διαρκεί μέχρι ένα ακαδημαϊκό έτος και να ανανεώνεται μέχρι 2 ακόμη ακαδημαϊκά έτη η ενδεχόμενη απασχόληση του προσωπικού αυτού για ένα ή περισσότερα εξάμηνα στο ίδιο ή άλλο, σε καμία περίπτωση δεν δημιουργεί δικαίωμα μετατροπής της σύμβασης αορίστου χρόνου ή άλλα δικαιώματα που δεν προβλέπονται από το νόμο αυτό έναντι του ΤΕΙ ή του Δημοσίου. Συνάγεται  περαιτέρω από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω οδηγίας των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18 Απριλίου 2001 και απαγορεύουν την, ακόμα και από νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανόμενου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν ανάγκες δημοσίου και τρίτων των άρθρων 5 και 11 του π.δ. 164 /2004 που άρχισε να ισχύει από 19. 7. 2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος τους, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές, (συμβάσεις έργου ή εργασίας), είχαν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλαδή και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων αορίστου χρόνου, τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων ως ενιαίες,  πλέον, συμβάσεις αορίστου χρόνου.
  5. Με την από 2.12.2003 (αριθ. κατάθ. …….) αγωγή τους, οι αρχικώς 21 ενάγοντες, μεταξύ των οποίων οι ήδη καλούντες – εκκαλούντες, εξέθεταν τα ακόλουθα : Ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο Τεχνολογικό Επιστημονικό Ιδρυμα Πειραιά ως διδακτικό προσωπικό και παρέχουν σε αυτό τις υπηρεσίες τους επί σειρά ετών, όπως καθένας τους αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας τις οποίες το εναγόμενο προσχηματικά και καταχρηστικά χαρακτήριζε ως ορισμένου χρόνου, πλην όμως αυτές συνιστούσαν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον οι ενάγοντες απασχολούνταν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών διδακτικών αναγκών του εναγομένου. Κατόπιν αυτού οι ενάγοντες επικαλούμενοι την 1999/70/ΕΚ οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του ν. 2112/1920, ως δίκαιο ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας, οι οποίες κατισχύουν των τυχόν αντίθετων διατάξεων του ν. 1404/1983 που αφορά τα ΤΕΙ, ζητούν α) να αναγνωριστεί ότι ο καθένας τους συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με έναρξη την ημερομηνία της αρχικής για καθέναν από αυτούς πρόσληψης, άλλως από το χρόνο έκδοσης της παραπάνω κοινοτικής οδηγίας, δηλαδή από 28.6.1999, άλλως από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το π.δ. 81/2003, άλλως από την κοινοποίηση της ένδικης αγωγής. Επίσης, β) ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στην ίδια θέση, στην ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους, που τους απασχολούσε μέχρι το χρόνο σύνταξης της αγωγής, πλην όμως με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και, γ) σε περίπτωση που το δικαστήριο αμφιβάλλει σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων της παραπάνω κοινοτικής οδηγίας, να υποβάλει κατ άρθρο 234 ΣυνθΕΚ, σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο δικαστήριο ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Τέλος δε ζητούν να καταδικαστεί ο εναγόμενος την εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
  6. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ήδη καλούντες εκ των εκκαλούντων (6ος, 11ος και 19ος εκ των αρχικώς εναγόντων – εκκαλούντων) και ζητούν όπως αφού εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει η αγωγή τους δεκτή στο σύνολό της και θα καταδικαστεί το του εφεσίβλητο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα στη δικαστική τους δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.
  7. Με το παραπάνω περιεχόμενο, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αγωγή δεν είναι νόμιμη ως προς το σκέλος του υπό στοιχ. α αιτήματός της, που θεμελιώνεται ευθέως στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ, καθώς, όπως προεκτέθηκε, αυτή δεν εφαρμόζεται άμεσα στις ιδιωτικές σχέσεις και η ενσωμάτωση αυτής στην ελληνική έννομη τάξη, όσο αφορά στους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, όπως εν προκειμένω τους ενάγοντες, έγινε πολύ αργότερα από τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο των ένδικων συμβάσεων, κατά τον οποίο διώκεται η αναγνώριση του χαρακτήρα τους από διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε ενιαίες συμβάσεις αορίστου χρόνου. Είναι όμως νόμιμη, ως προς το έτερο σκέλος του ίδιου (υπό στοιχ. α) αιτήματός της που αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 1 και 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 281 και 671 ΑΚ, οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων εργασίας, για την αναγνώριση του χαρακτήρα τους ως αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, αυτές καταρτίσθηκαν πριν την 18.4.2001 και έτσι, για το χρονικό διάστημα για το οποίο εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενο αυτής, αυτές μπορούσαν να προσλάβουν ενιαία, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή αυτές κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες  του εναγομένου εκπαιδευτικού ιδρύματος, ενώ ο καθορισμός τους, εξακολουθητικά, ως ορισμένου χρόνου, δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Τούτο δε ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, ανεξαρτήτως ότι η σχέση εργασίας των εναγόντων ήταν ισχυρή και συνεχιζόντουσαν κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, (βλ. ΟλΑΠ 13/2017). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη,  λόγω της μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 103 παρ. 2,3,7 και 8 του Συντάγματος, 21 ν. 2190/1994 και 19 παρ. 11β ν. 1404/1983, έσφαλε. Επομένως, πρέπει να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και η υπόθεση να κρατηθεί και να εξεταστεί κατ΄ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, ως προς το σχετικό (υπό στοιχ. α΄) αίτημα  της αγωγής, απορριπτομένων, σύμφωνα με τ΄ανωτέρω,  των 1ου και 2ου λόγων έφεσης, με τους οποίους οι καλούντες – εκκαλούντες παραπονούνται ότι η το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Οδηγία 1999/70/ΕΚ, ως σαφής και ορισμένη αναφορικά με τα κρίσιμα θέματα, έπρεπε να τύχει άμεσης εφαρμογής μετά την προθεσμία συμμόρφωσης, (από 11.7.2001), άλλως εξουδετερώνεται το χρήσιμο αποτέλεσμά της και ότι δεν υπήρχε βάση στην αγωγή ως προς τους «συγκρίσιμους εργαζόμενους», ως ουσιαστικά αβασίμων. Ωστόσο, ως προς το υπό στοιχ. β΄αίτημα, περί υποχρέωσης του εναγομένου να απασχολεί τους ενάγοντες και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στην ίδια θέση και ειδικότητα και με τους ίδιους όρους που τους απασχολούσε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η αγωγή δεν  είναι νόμιμη καθώς, το αγωγικό αυτό αίτημα,  στηρίζεται απλώς, στο χαρακτήρα των συμβάσεων των εναγόντων ως αορίστου χρόνου και όχι σε περιστατικά που συγκροτούν τις διατάξεις των άρθρων 281, 361, 648, 652, 653 και 656 ΑΚ, ή και σε αυτές των άρθρων 59, 914 και 932 ΑΚ, όπως ειδικότερα εκτέθηκε στην οικεία νομική σκέψη περί υποχρέωσης του εργοδότη να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο. Σημειωτέον ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 61 του ν. 4139/2013, (ΦΕΚ A’ 74/20.3.2013, με έναρξη ισχύος στις 20.3.2013) με την οποία συμπληρώθηκε το άρθρο 656 ΑΚ και η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται (συμπληρωμένη) και στις εκκρεμείς υποθέσεις, διότι η κρινόμενη υπόθεση δεν ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευση του νόμου και την έναρξη ισχύος του, ούτε η διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 98 παρ. 1, μπορεί να ερμηνευθεί ως καταλαμβάνουσα οπωσδήποτε την κρινόμενη υπόθεση, ούτε, σε κάθε περίπτωση, η ένδικη σχέση καθενός των εναγόντων, εκτείνεται χρονικά  στην έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, όπως προεκτέθηκε στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Πρέπει συνεπώς η αγωγή να κριθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, συνεκδικαζόμενη με την πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο.
  8. Από την εκτίμηση των καταθέσεων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για το σχηματισμό δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά, έστω και αν δεν μνημονεύεται ειδικά και των υπ΄ αριθ. …….. ενόρκων βεβαιώσεων, των μαρτύρων των εναγόντων ……….., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες ελήφθησαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης – βλ. υπ΄αριθ. …… εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ……….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, (Τ.Ε.Ι. Πειραιά), την 1.10.1999 ο 6ος – 1ος καλών, στις 21.9.1992 ο 11ος ενάγων – 2ος καλών και στις 20.3.1989 ο 19ος ενάγων – 3ος καλών, δηλαδή πριν από τις 19.7.2004, οπότε άρχισε να ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη το πδ. 164/2004, που αφορά τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, με το οποίο κατέστησαν εθνικό δίκαιο οι κανόνες της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, για την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία είχε αρχίσει να ισχύει από 10.7.2001. Επίσης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, προστέθηκαν στο άρθρο 103 του Συντάγματος, οι παράγραφοι 7 και 8, (ΦΕΚ Α 85/2001, με έναρξη ισχύος από 18.4.2001 και σύμφωνα με τις οποίες, απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσωπικού που προσλαμβάνεται στο Δημόσιο, ή η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμη και αν ορίζεται με νόμο και αν οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου), ήτοι μετά τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων και ήδη καλούντων. Σύμφωνα δε με τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις, απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσωπικού που προσλαμβάνεται στο Δημόσιο, ή η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμη και αν ορίζεται με νόμο και αν οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου. Περαιτέρω, οι ενάγοντες και ήδη καλούντες, απασχολήθηκαν στο ως άνω ΤΕΙ, με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με αντίστοιχες πράξεις του Συμβουλίου του ΤΕΙ Πειραιά, ως εξής : α) ο 6ος ενάγων – 1ος καλών, που είναι πτυχιούχος Φυσικός και πτυχιούχος Μαθηματικός των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων και York Καναδά αντίστοιχα, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα Μαθηματικά του Πανεπιστημίου Lakehead Καναδά και υποψήφιος διδάκτωρ, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, στον τομέα Μαθηματικών του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, παρείχε διδακτικό έργο στο ΤΕΙ Πειραιά στο Τμήμα Φυσικής Χημείας και Τεχνολογίας Υλικών της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών, για τα ακαδημαϊκά έτη 1999 – 2000, για το εργαστήριο «Φυσική Ι» και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό, 2000 – 2001,για τη διεξαγωγή των εργαστηρίων Φυσική Ι και Φυσική ΙΙ και τη διεξαγωγή εξετάσεων στα μαθήματα αυτά,  2001 – 2002, για το εργαστήριο «Φυσική Ι» και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό, και κατά τα χειμερινό και εαρινό εξάμηνα του ακαδημαϊκού έτους 2002 – 2003, για το εργαστήριο «Φυσική Ι» και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό, κάλυπτε δε τις διδακτικές ώρες, (160, 480, 312, 190 συνολικά και 12 εβδομαδιαίως αντίστοιχα για κάθε διδακτική περίοδο), ανάλογα με τις ανάγκες του εναγομένου και σύμφωνα με το αντικείμενο της εργασίας του β) ο 11ος ενάγων – 11ος καλών, που είναι πτυχιούχος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Illinois – Chicago Circle των ΗΠΑ και πτυχιούχος Ηλεκτρονικός Μηχανικός του ΚΑΤΕΕ Πειραιά, παρείχε διδακτικό έργο στο ΤΕΙ Πειραιά, στο Τμήμα Ηλεκτρονικών υπολογιστικών Συστημάτων της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών, κατά το α΄ εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1992 – 1993, στη διεξαγωγή του μαθήματος στο Τμήμα Ηλεκτρονικών Υπολογιστικών Συστημάτων της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών, ” Ηλεκτρονική Ι” και η διεξαγωγή των εξετάσεων στο μάθημα αυτό και κατά το β΄ εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1992 – 1993, στο ίδιο Τμήμα, η διεξαγωγή των μαθημάτων “Ηλεκτρονικά Ι” και ” Ηλεκτρονικά ΙΙ” και διεξαγωγή των εξετάσεων στα μαθήματα αυτά. Κατά το α΄και το β΄εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1993 – 1994, στο ίδιο Τμήμα, η διεξαγωγή των μαθημάτων, ” Ηλεκτρονικά Ι και ΙΙ”, ” Θεωρία Κυκλωμάτων ΙΙ” και “Ηλεκτροτεχνία ΙΙ” και η διεξαγωγή των εξετάσεων στα μαθήματα αυτά.Κατά το α΄και το β΄εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1994 – 1995, στο ίδιο Τμήμα, η διεξαγωγή του μαθήματος ” Ηλεκτρονικά Ι” και η διεξαγωγή των εξετάσεων στο μάθημα αυτό. Κατά το α΄και το β΄εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1995 – 1996, στο ίδιο Τμήμα, η διεξαγωγή των μαθημάτων “Ηλεκτρονικά Ι” και “Μικροηλεκτρονική ΙΙ” και η διεξαγωγή των εξετάσεων που τα μαθήματα αυτά. Κατά το α΄και το β΄εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1996 – 1997, στο ίδιο Τμήμα, η διεξαγωγή του μαθήματος “Ηλεκτρονικά Ι” και η διεξαγωγή των εξετάσεων στο μάθημα αυτό, όπως επίσης και, στο ίδιο Τμήμα, η διεξαγωγή του ίδιου μαθήματος, κατά το α΄και το β΄εξάμηνο των ακαδημαϊκών ετών 1997 – 1998, 1998 – 1999, 1999 – 2000, 2000 – 2001, 2001 – 2002 και 2002 – 2003, κάλυπτε δε τις διδακτικές ώρες, (9 εβδομαδιαίως, 16 εβδομαδιαίως, 16 εβδομαδιαίως, 15 εβδομαδιαίως, 15 εβδομαδιαίως, 9 εβδομαδιαίως 12 εβδομαδιαίως, 12 εβδομαδιαίως, 15 εβδομαδιαίως, 15 εβδομαδιαίως, 15 εβδομαδιαίως, 15 εβδομαδιαίως και 15 εβδομαδιαίως,  αντίστοιχα για κάθε διδακτική περίοδο), ανάλογα με τις ανάγκες του εναγομένου και σύμφωνα με το αντικείμενο της εργασίας του και γ) ο 3ος καλών – 19ος ενάγων, που είναι πτυχιούχος Φυσικός του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη φυσική του ίδιου Πανεπιστημίου, παρείχε διδακτικό έργο στο ΤΕΙ Πειραιά στο τμήμα Φυσικής Χημείας και Τεχνολογίας Υλικών της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1988 – 1989, για τη διδασκαλία του μαθήματος “Φυσική Ι” και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό, κατά το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1991 – 1992, για τη διδασκαλία του μαθήματος “Φυσική ΙΙ” και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό και κατά το εαρινό εξάμηνο του ίδιου έτους για τη διεξαγωγή του ίδιου μαθήματος και των εξετάσεων αυτού, κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1992 – 1993 και 1993 – 1994, για τη διδασκαλία των μαθημάτων “Φυσική Ι” και “Φυσική ΙΙ” και τη διεξαγωγή εξετάσεων των μαθημάτων αυτών, για το ακαδημαϊκό έτος 1996 – 1997, για τη διδασκαλία του μαθήματος “Φυσική ΙΙ” και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό, για τα ακαδημαϊκά έτη 1997 – 1998, 1998 – 1999 και 1999 – 2000, για τη διδασκαλία των μαθημάτων “Φυσική Ι” και “Φυσική ΙΙ”, για τα ακαδημαϊκά έτη 2000 – 2001, 2001 – 2002 και τα χειμερινό και εαρινό εξάμηνα του ακαδημαϊκού έτους 2002 – 2003, το μάθημα “Φυσική Ι” και τη διεξαγωγή εξετάσεων στο μάθημα αυτό, κάλυπτε δε τις διδακτικές ώρες, (12 εβδομαδιαίως, 4 εβδομαδιαίως, 6 εβδομαδιαίως, 4 εβδομαδιαίως, 4 εβδομαδιαίως από 20.9.1993 έως 24.10.1993 και 6 εβδομαδιαίως από 25.10.1993 έως 5.7.1994, 6 εβδομαδιαίως, 10 εβδομαδιαίως, 12 εβδομαδιαίως, 12 εβδομαδιαίως, 12 εβδομαδιαίως, 12 εβδομαδιαίως, 14 εβδομαδιαίως και 16 εβδομαδιαίως,  αντίστοιχα για κάθε διδακτική περίοδο), ανάλογα με τις ανάγκες του εναγομένου και σύμφωνα με το αντικείμενο της εργασίας του. Οι ενάγοντες, κάλυπταν διαρκείς, μόνιμες  και πάγιες ανάγκες του εναγομένου εκπαιδευτικού ιδρύματος, ώστε, το τελευταίο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει επαρκώς, χωρίς την παροχή της εργασίας τους, για όλο το χρονικό διάστημα που τους απασχολούσε, όπως δηλαδή θα γινόταν και με εργαζόμενους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Εξάλλου, η σύναψη πολλαπλών και διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μία ανά εξάμηνο ή ανά ακαδημαϊκό έτος, εγένετο προσχηματικά και κάλυπτε στην πραγματικότητα, μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου για κάθε έναν από τους ενάγοντες, οι οποίοι παρείχαν την εργασία τους όπως οι εργαζόμενοι με σχέσεις αορίστου χρόνου, με τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες ευθύνες, (βλ. κατάθεση μαρτύρων στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις), ο χαρακτηρισμός τους δε ως ορισμένου χρόνου και η διαδοχική επανάληψή τους, παρίστατο αδικαιολόγητη, σύμφωνα με το είδος και τη φύση της εργασίας τους, κατά τις οποίες απαιτείτο μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε χαρακτηρισμός τους ως ορισμένου χρόνου έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων από το άρθρο 8 παρ. 1 ν 2112/1920 και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού. ΄Αρα, οι συμβάσεις τους δεν ήταν ορισμένου χρόνου και μάλιστα ανά ακαδημαϊκό έτος ή ανά εξάμηνο, αλλά μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, όπως εξάλλου συνομολογεί το εναγόμενο νπδδ, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο 4 νομική σκέψη της παρούσας, εκτιμωμένης ελεύθερα από το Δικαστήριο της άρνησης του προσθέτως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, (352, 353, 76, 77 ΚΠολΔ).
  9. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι οι συμβάσεις των εναγόντων που είχαν καταρτιστεί πριν την 18.4.2001, είχαν το χαρακτήρα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ακόμη και ενώ συνεχίζονταν και μετά τη θέση σε ισχύ των προαναφερθεισών διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, εφόσον μπορούσαν και είχαν ήδη προσλάβει το χαρακτήρα συμβάσεων αορίστου χρόνου, σύμφωνα και με τους σχετικούς, συναφείς  (3ο , 4ο, 5ο, 6ο και 7ο λόγους έφεσης). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι απορριπτέος είναι και ο 8ος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο οι καλούντες – εκκαλούντες παραπονούνται ότι δεν ελήφθησαν υπ΄όψιν τα προσκομισθέντα εκ μέρους τους αποδεικτικά μέσα, καθώς το Δικαστήριο δεν προχώρησε στην κατ΄ουσίαν εξέταση της υπόθεσης.
  10. Εν όψει των ανωτέρω, αφού σύμφωνα με τ΄ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, έσφαλε, αφού δε εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και η υπόθεση κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο, η κρινόμενη αγωγή, που είναι, κατά το υπό στοιχ. α΄αίτημά της, της αναγνώρισης κάθε μίας των συμβάσεων των 6ου, 11ου και 19ου εναγόντων – 1ου, 2ου και 3ου των καλούντων – εκκαλούντων, ως μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 ν 2112/1920, 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ενώ είναι μη νόμιμη, ως προς το υπό στοιχ. β΄αίτημά της περί υποχρέωσης του εναγομένου ΤΕΙ να τους απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στην ίδια θέση, στην ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους που τους απασχολούσε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά το υπό στοιχ.α΄ ως άνω αίτημα και να αναγνωριστεί κάθε μία από τις συμβάσεις των εναγόντων – καλούντων, ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ, σημειωτέον, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού αιτήματος στο ΔΕΚ. 13. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, (179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 30.1.2007 (υπ΄αριθ. κατάθ. …..) έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 3507/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Διαδικασίας Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση.

Συνεκδικάζει κατ΄ουσίαν την από 2.12.2003, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..) αγωγή και την προφορικά στο ακροατήριο ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στην αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη.

Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων – καλούντων, ………, με το εναγόμενο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ιδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    23 Μαρτίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια

η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  26 Μαρτίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια,  αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, των πληρεξουσίων δικηγόρων των καλούντων-εκκαλούντων και του πρώτου εκ των καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων, καθώς και του δικαστικού πληρεξουσίου του δευτέρου εξ αυτών.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ