Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 171/2019

Αριθμός  171/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών,  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4242/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9-3-2018, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης  απόφασης στις 22-2-2018 (βλ. σχετική επισημείωση επί του προσκομιζόμενου επιδοθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού έχει καταβληθεί και το με αριθμό  ……./2018 ηλεκτρονικό παράβολο, όπως βεβαιώνεται με την έκθεση καταθέσεως του αρμοδίου Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου . ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής (ΑΠ 263/2008, δημ. Νόμος, ΑΠ 729/2006, δημ. Νόμος), όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΛαρ 268/2012, Δικογραφία 2012, 371, ΕφΘεσ 673/2009, δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 675/2009, δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 219/2004, δημ, Νόμος). Η κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή συζήτησης μιας αγωγής μπορεί να διαταχθεί και όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 602/2015, ΑΠ 355/2014, δημ. Νόμος). Τέλος, η απόφαση, που αναστέλλει τη δίκη, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, είναι μη οριστική και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, η δε επαναλαμβανόμενη μετά την αναστολή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής (Χρ. Τριανταφυλλίδη/Π. Ρεντούλη, σε Χαρ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1ος τόμος, έκδ. 2016, άρθρ. 249, αριθ. 6, σελ. 741). ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες ιστορούν ότι στις 13-4-2005 κατήρτισαν με την εναγόμενη τράπεζα τη με αριθμό ….. σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, ποσού 126.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής 354 μηνών (29,5 ετών) και επιτόκιο, που μετά την παρέλευση και του επόμενου μήνα του μήνα εκταμίευσης αυτού θα ήταν ίσο με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως αυτό θα ισχύει την τελευταία ημέρα κάθε προηγούμενου μήνα, προσαυξημένο κατά 1,80%. Ότι, το ποσό του ανωτέρω δανείου εκταμιεύθηκε και κατατέθηκε σε καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ευρώ των εναγόντων, που τηρείτο στην εναγόμενη τράπεζα. Ότι, δυνάμει της, από 27-11-2007 πρόσθετης πράξης τροποποίησης της με αριθμό ……/2005 σύμβασης στεγαστικού δανείου, που υπέγραψαν στο υποκατάστημα της εναγομένης στη Νίκαια, το, μέχρι τότε, οφειλόμενο ποσό   μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα, με σταθερό επιτόκιο, ανερχόμενο σε 2,50% για δύο χρόνια, ενώ, μετά την 01-01-2010, συμφωνήθηκε το επιτόκιο να είναι κυμαινόμενο, αναπροσαρμοζόμενο κάθε μήνα και ίσο με το εκάστοτε Libor μηνός, όπως θα καθοριζόταν δύο εργάσιμες μέρες πριν την λήξη κάθε προηγούμενου μήνα, προσαυξημένο κατά 1,20%. Ότι, σύμφωνα με τον, προδιατυπωμένο, όρο 7 α παρ. 2 της σύμβασης στεγαστικού δανείου, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε ευρώ, με  βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής, ενώ, με την ίδια ως άνω πρόσθετη πράξη, συμφωνήθηκε, ότι κατά τα λοιπά θα ισχύουν οι όροι και οι συμφωνίες της με αριθμό ……./ 2005 σύμβασης στεγαστικού δανείου, καθόσον αυτή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Ότι, την 17η-12-2007, το υπόλοιπο του δανείου, ανερχόμενο σε 123.841,71 ευρώ, μετατράπηκε λογιστικά σε ελβετικά φράγκα με ισοτιμία 1,6716, και ανήλθε στο ποσό των 207.013,80 ελβετικών φράγκων(CHF). Ότι, για την δυνατότητα μετατροπής του δανείου τους σε ελβετικά φράγκα ενημερώθηκαν από την εναγόμενη, η οποία δια αρμοδίας υπαλλήλου της τους παρουσίασε αυτή ως ελκυστική και συμφέρουσα λύση για την αποπληρωμή του δανείου τους και συγκεκριμένα  τους διαβεβαίωσε ότι η  τροποποίηση της σύμβασης θα ήταν ιδιαίτερα συμφέρουσα γι’ αυτούς λόγω του χαμηλότερου επιτοκίου Libor και της συνακόλουθης μείωσης του ποσού της μηνιαίας δόσης τους σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η σχέση ευρώ-ελβετικού φράγκου είναι σταθερή, ενώ ουδόλως τους επισήμανε το ενδεχόμενο μεταβολής του κεφαλαίου ενόψει αλλαγής στη συναλλαγματική ισοτιμία, ότι το κόστος δανεισμού θα είναι αόριστο, ούτε εξέτασε αν είχαν τη δυνατότητα να διαχειριστούν ένα τέτοιου είδους δάνειο, εάν είχαν τη δυνατότητα να εκτιμήσουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο και τις απαραίτητες γνώσεις, αλλά η γενόμενη πληροφόρηση περιορίστηκε και εστίασε μόνο στη σύγκριση του επιτοκίου του δανείου σε ευρώ με εκείνο του δανείου σε ελβετικό φράγκο και στη σύγκριση των δύο μηνιαίων δόσεων κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με συνέπεια να τους δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι  το ποσό του κεφαλαίου του δανείου θα παρέμενε σταθερό, ενόψει και του ότι, οι ίδιοι είχαν πλήρη άγνοια για οτιδήποτε σχετικό με πράξεις συναλλάγματος, καθώς ο πρώτος ήταν στρατιωτικός και η δεύτερη καθηγήτρια φυσικής αγωγής. Ότι, από την ημέρα μετατροπής του δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο επήλθε σταδιακά μεταβολή της ανωτέρω ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, μέχρι που ανήλθε σε 1,1729 την 05η-11-2014, κατά την οποία έγινε και η τελευταία μηνιαία καταβολή από τους ενάγοντες προς εξόφληση του δανείου, με αποτέλεσμα, κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και με βάση την τελευταία αυτή ισοτιμία, το άληκτο κεφάλαιο του επίδικου δανείου, κατά την εναγόμενη τράπεζα, να ανέρχεται στο ποσό των 175.627,52 CHF ή στο ποσό των 149.737,85 ευρώ, δηλαδή κατά 25.896,14 ευρώ περισσότερα από το κεφάλαιο του δανείου κατά τον χρόνο της μετατροπής, καθόσον από το συνολικό ποσό των 40.798,53 ευρώ που κατέβαλαν στην εναγόμενη, καταλογίστηκε προς αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου ποσό 24.425,26 ευρώ. Ότι, ο  προαναφερόμενος όρος 7 α παρ. 2 της σύμβασης στεγαστικού δανείου είχε προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συνιστά, δε, δεσμευτική ρήτρα, είναι καταχρηστικός και, ως εκ τούτου, άκυρος, διότι αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2, 6, 7 ν. 2251/1994. Πιο συγκεκριμένα, παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, γιατί, αν και η γραμματική διατύπωση του όρου είναι σαφής, εντούτοις δεν κατέστη κατανοητός από τους ενάγοντες ελλείψει οποιασδήποτε συναφούς επεξήγησης στο κείμενο της σύμβασης και της από 27-1 1-2007 πρόσθετης πράξης τροποποίησης αυτής ή της παρασχεθείσης πριν και κατά τη σύναψη τους από την υπάλληλο της εναγομένης, παρά το γεγονός ότι είχε αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης βάσει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, καθόσον οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν και να κατανοήσουν: α)την μεταβλητότητα του είδους των συναλλαγών και την ανάληψη υψηλού ρίσκου με την μετατροπή του δανείου σε ελβετικό φράγκο, β)τους οικονομικούς λόγους, για τους οποίους η εξόφληση έπρεπε να υπολογίζεται βάσει της τιμής πώλησης του ξένου νομίσματος την ημέρα καταβολής της δόσης και όχι βάσει της ισχύουσας την ημέρα της μετατροπής συναλλαγματικής ισοτιμίας, γ)τις οικονομικές συνέπειες της ρήτρας ως προς το συνολικό ποσό, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου, και ειδικότερα ότι το κεφάλαιο του δανείου δεν θα ήταν σταθερό, αλλά μεταβαλλόμενο από άγνωστους παράγοντες. Ότι η πληροφόρηση θα έπρεπε να  είναι ενδελεχής, ώστε να πληροφορηθούν την ύπαρξη της διαφοράς που παρατηρείται στην αγορά των κινητών αξιών μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πώλησης του ξένου νομίσματος σε διάφορους χρόνους, να αξιολογήσουν τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι’ αυτούς και να τους παρασχεθεί δυνατότητα αντιστάθμισης από τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Ότι ο όρος αυτός εμφανίζει αοριστία, διότι επιτρέπει στην εναγόμενη να προσδιορίζει μονομερώς και κατά την απόλυτη κρίση της το ύψος της εκάστοτε δόσης, σύμφωνα με την τιμή που η ίδια διαμορφώνει και επιλέγει, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά σε αυτούς τα κριτήρια, βάσει των οποίων προκύπτει η συναλλαγματική ισοτιμία και, άρα, η οφειλή τους, με συνέπεια τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών τους ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης, επιπρόσθετα δε, συγκαταλέγεται στις, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, απαγορευμένες ρήτρες των περιπτώσεων ε’ και ια’ της παρ 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, που αξιολογούνται νομοθετικά ως καταχρηστικές και, τέλος, ότι οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών επιβάλλουν, προς κάλυψη του  κενού που δημιουργείται στην πιο πάνω σύμβαση αναφορικά με τη ρήτρα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, λόγω της ακυρότητας του ανωτέρω όρου, να οριστεί ως ρήτρα μετατροπής των ελβετικών φράγκων σε ευρώ η συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα μετατροπής του δανείου από ευρώ σε ελβετικά φράγκα. Ζητούσαν, δε να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρος ο όρος  7 α παρ. 2 της σύμβασης δανείου, διότι αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 2, 6 και 7 ν. 2251/1994  ως  καταχρηστικός, να αναγνωριστεί ως εφαρμοστέα ρήτρα για την μετατροπή των, οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα, ποσών σε ευρώ η  συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο μετατροπής του νομίσματος της δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, δηλαδή η συναλλαγματική ισοτιμία 1,6716 της 17ης-12-2007  και, να αναγνωριστεί ότι το, οφειλόμενο την 5η-11-2014, υπόλοιπο της σύμβασης δανείου ανέρχεται σε 166.184,54 ελβετικά φράγκα, και ότι για κάθε αποπληρωμή δόσης ή κάθε ληξιπρόθεσμου οφειλόμενου ποσού έκτοτε και στο εξής θα εφαρμόζεται ως ρήτρα για την μετατροπή των, οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα, ποσών σε ευρώ η συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα μετατροπής του νομίσματος της δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, ήτοι η συναλλαγματική ισοτιμία 1,6716 της 17ης-12-2007. Άλλως και επικουρικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να εφαρμόσει για την μετατροπή του, καταβληθέντος έως σήμερα προς εξόφληση της δανειακής σύμβασης, ποσού των 40.798,53 ευρώ τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα μετατροπής του νομίσματος της δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, ήτοι τη συναλλαγματική ισοτιμία 1,6716 της 17ης-12-2007 και να επαναπροσδιορίσει το άληκτο κεφάλαιο και στο εξής να εφαρμόζει για κάθε αποπληρωμή δόσης ή κάθε ληξιπρόθεσμου οφειλόμενου ποσού ως ρήτρα για την μετατροπή των, οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα, ποσών σε ευρώ τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων που εφαρμόστηκε κατά τον χρόνο μετατροπής του νομίσματος της δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, δηλαδή την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε  την αγωγή ως μη νόμιμη, επειδή έκρινε ότι ο επίμαχος ότι 7α παρ. 2 όρος της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης (naturalia negotii), επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες με την  υπό κρίση έφεσή τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή τους να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως βάσιμη νόμω και ουσία. Για την κρίση περί της νομιμότητας  της αγωγής κρίσιμο είναι το ζήτημα, ενόψει και της σχετικής αμφισβήτησης από την πλευρά της εναγόμενης, εάν ο υπ’ αριθ. 7α παρ. 2 όρος της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης (naturalia negotii), επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. και 13η σκέψη του Προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας), ή, εάν αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και, επομένως, υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Ήδη, με την υπ’ αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το παραπάνω νομικό ζήτημα, δηλαδή, αν ο όρος δανειακής σύμβασης σε ελβετικά φράγκα, που ορίζει, ότι, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε EURO, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του ενδοτικού δικαίου, και δη του άρθρου 291 ΑΚ, αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της σύμβασης, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο, ή, αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Ενόψει τούτων, δεδομένου ότι η κρίση επί του ως άνω παραπεμφθέντος στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, το  Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση  απόφασης της  Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατά τα προαναφερόμενα, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, διότι η  απόφαση  είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της με αριθμό 4242/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την παρουσία των διαδίκων.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ’ αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  21η Μαρτίου 2019  και δημοσιεύθηκε στις 27 Μαρτίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ