Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 175/2019

Αριθμός     175/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Στη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του νόμου 3994/25-7-2011, και εφαρμόζεται στην κρινόμενη υπόθεση λόγω του χρόνου συζήτησής της σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 2, 4 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 272 παρ. 1 και 2, 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 30 και 29 αντίστοιχα του ανωτέρω αναφερόμενου νόμου, προκύπτει ότι αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή, ενώ αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του εναγομένου το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν στον ενάγοντα νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε περίπτωση ερημοδικίας του απορρίπτεται η αγωγή. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 498 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο, αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ιδίου (εκκαλούντος) ή αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο, απορρίπτει την έφεση. Η απόρριψη της έφεσης γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τους τύπους, διότι οι λόγοι έφεσης θεωρούνται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι, μολονότι δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους ( βλ Ολ ΑΠ 16/1990, ΕλλΔ 31,804, ΑΠ 948/2001, ΕλλΔ 44,189).

Στην προκειμένη περίπτωση από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά της με αριθμό 419/2016 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, την από 16-2-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, οι καθών η κλήση -εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, άσκησαν την κρινόμενη από 28-3-2016 έφεση (γενικός αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …… και στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ………). Από τις με αριθμούς …….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……., που προσκομίζει και επικαλείται η τρίτη εκκαλούσα, ότι η επίδοση της έφεσης στους εφεσίβλητους έγινε με επιμέλεια των εκκαλουσών. Όμως η πρώτη και δεύτερη των εκκαλουσών, δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς, πρέπει, να δικαστούν ερήμην και να απορριφθεί η κρινόμενη έφεσή τους ως προς αυτές, χωρίς έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Επίσης πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που οι παραπάνω εκκαλούσες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αφού υποβάλλεται το σχετικό νόμιμο αίτημα, πρέπει να επιβληθούν στις πρώτη και δεύτερη των εκκαλουσών (άρθρα 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις του άρθρου 516 παρ. 1 Κ ΠολΔ., σαφώς προκύπτει ότι για την άσκηση εφέσεως απαιτείται να έχει ο εκκαλών έννομο συμφέρον, προς τούτο, που κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως και υπάρχει όταν ο εκκαλών νικήθηκε, δηλαδή όταν απορρίφθηκε, ολικά ή εν μέρει, αίτηση του για παροχή έννομης προστασίας ή έγινε, ολικά ή εν μέρει, δεκτή έναντι αυτού όμοια αίτηση του αντιδίκου του (βλ. Εφ.Θεσ. 2576/2000, αδημοσίευτη, Γ. Ράμμο Εγχειρίδιο II, 1980). Εξάλλου, κατά την διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, δικαιούται να ασκήσει έφεση και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, του οποίου η ύπαρξη κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης και το οποίο μπορεί να υφίσταται όταν ο νικήσας διάδικος βλάπτεται από τις αιτιολογίες” της απόφασης και μάλιστα όταν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίνεται στη δίκη και φέρει έτσι τα προσόντα του διατακτικού, δηλαδή επιδρά δυσμενώς στις ουσιαστικές έννομες σχέσεις του διαδίκου (εκκαλούντος), όπως όταν στο αιτιολογικό περιέχεται δυσμενής για τον νικήσαντα νομικός συλλογισμός, ο οποίος θα περιβληθεί ισχύ δεδικασμένου όταν τελεσιδικήσει η απόφαση (Εφ.ΑΘ. 2840/1998, Εφ.ΑΘ. 3743/1996 ΕλλΔνη 39, 896 και 386 επ., αντίστοιχα, Εφ.ΑΘ. 1362/1996 ΕλλΔνη 38, 680, Εφ.ΑΘ. 8012/1995 ΕλλΔνη 37, 1096 και εκεί παραπομπές, Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. Δ αριθ. 313, 314, Μπέη, Το έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκηση εφέσεως ή αντεφέσεως, Ξένιο Π. Ζέπου 1973, τομ. Ill, Κεραμέα, Το προς έφεσιν δικαίωμα του νικήσαντος διαδίκου Τομ. Τ. X. Φραγκίστα 1968, Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο). Εξάλλου το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψη του δε συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (Εφ.Θεσ. 2576/2000, αδημοσίευτη και εκεί παραπομπές). Ως νικήσας δε διάδικος θεωρείται και ο εναγόμενος η εναντίον του οποίου αγωγή παραπέμφθηκε στο κριθέν ως υλικά αρμόδιο δικαστήριο απ εκείνο στο οποίο ασκήθηκε αυτή, το οποίο και κηρύχθηκε ως καθ ύλη αναρμόδιο. Η απόφαση αυτή υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 παρ. 1 α Κ.Πολ.Δ.), από τον ηττηθέντα ενάγοντα, ενώ για την άσκηση εφέσεως από τον νικήσαντα εναγόμενο απαιτείται η συνδρομή του, με την κατά τα ανωτέρω έννοια, εννόμου συμφέροντος της παραγ. 2 άρθρου 516 Κ.Πολ.Δ., το οποίο και πρέπει να επικαλείται και αποδεικνύει, για το παραδεκτό της εφέσεως του, ο εκκαλών (ΕφΛαρ 400/2004 Δικ 2005.82). Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 786, 787, 792 παρ. 1, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει, ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσεως του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι άλλοι, και αν ακόμη δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από εκείνον που έκανε αποκλειστική χρήση, ανάλογη μερίδα από το όφελος, το οποίο από την αιτία αυτήν αποκόμισε και συνίσταται, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των άλλων κοινωνών, η οποία αποτελεί και την κατά τις πιο πάνω διατάξεις αποδοτέα ωφέλεια (ΑΠ 2348/2009, 1646/2007). Κατά συνέπεια, για να δικαιούνται οι κοινωνοί να αξιώσουν από τον έτερο κοινωνό το όφελος που αυτός αποκόμισε, ανάλογο με τη μερίδα τους, τίθεται ως προϋπόθεση η εκ μέρους του τελευταίου αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η αξίωση αυτή δεν γεννιέται (ΑΠ 1537 /2017).

Η κρινόμενη από 28-3-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……….) έφεση της δεύτερης των καθών η κλήση -εναγομένων της με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά …….. κλήσης με την οποία επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου η από 16-2-2009 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγή, κατά της με αριθμό 419/2016 εν μέρει οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 28-3-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 29-2-2016 (βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… επί της εκκαλουμένης που προσκομίζει η εκκαλούσα και επίσης δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Με την από 16-2-2009 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή του ……….., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι είναι δυνάμει κληρονομικής διαδοχής απέκτησε την συγκυριότητα, συννομή και συγκατοχή κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου – διώροφης οικίας που βρίσκεται στη νήσο …. και οι εναγόμενες είναι συγκύριες, συννομείς και συγκάτοχοι των 2/3 εξ αδιαιρέτου του ιδίου ακινήτου. Ότι οι εναγόμενες έχουν εγκατασταθεί στο παραπάνω ακίνητο κάνοντας αποκλειστική χρήση αυτού και αποκλείοντας τη χρήση του από τον ενάγοντα. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενες με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλλουν κατά τον λόγο της συγκυριότητάς τους το συνολικό ποσό των 60.000 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποζημίωση χρήσης για τα έτη 2004 έως 2009 όπως τα ειδικότερα κονδύλια αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Ο παραπάνω ενάγων απεβίωσε πριν την συζήτηση της αγωγής η οποία επανήλθε προς συζήτηση με την από 8-1-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) κλήση των φερόμενων ως κληρονόμων του (του ενάγοντος) και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 346, 785,786,787,792 παρ. 2, 961, 1113 του ΑΚ, 106,907 και 908 του Κ.Πολ.Δ., απέρριψε την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των καλούντων, ανέστειλε την εκδίκαση της ένστασης συμψηφισμού που προέβαλλαν οι εναγόμενες μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί ασκηθείσας αγωγής, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τον πρώτο των καλούντων υποχρεώνοντας, κατά το μέρος που εκκαλείται η απόφαση, την παριστάμενη εκκαλούσα να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.250 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του παραπάνω καλούντος τα οποία όρισε στο ποσό των 600 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή της η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη και δεύτερη των καθών η κλήση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που εκκαλείται, να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας η παριστάμενη εκκαλούσα ενόψει της απόρριψης της αγωγής ως προς τους δεύτερη και τρίτης των εφεσιβλήτων στερείται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης κατά των τελευταίων και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας ως απαράδεκτη η κρινόμενη έφεση ως προς τους ανωτέρω εκκαλούντες λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς ……….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ……., όπως συνομολογείται, ήταν συγκύριος, συννομέας και συγκάτοχος κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου που βρίσκεται στη θέση …. της νήσου …. και συγκεκριμένα μιας διώροφης οικίας αποτελούμενη από ισόγειο και ανώγειο όροφο κτισμένη σε οικόπεδο συνολικού εμβαδού 130,16 τ.μ. ενώ η παριστάμενη εκκαλούσα είναι συγκυρία, συννομέας και συγκάτοχος του προαναφερόμενου ακινήτου κατά ποσοστό 6/24 εξ αδιαιρέτου. Ήδη μετά την άσκηση της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, πρώτος των εφεσιβλήτων κατέστη εκ διαθήκης κληρονόμος του αρχικού ενάγοντα κατά το προαναφερόμενο εξ αδιαιρέτου ποσοστό του δικαιοπαρόχου του όπως συνομολογείται και στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στο παραπάνω ακίνητο έκαναν αποκλειστική χρήση οι λοιποί συγκύριοι πλην του δικαιοπαρόχου του εφεσιβλήτου, ήδη από το έτος 2002 και συγκεκριμένα, μετά από γενόμενες επισκευές, διέμεναν σ’αυτό (στην οικία) αποκλείοντας έτσι την χρήση του κατά το ιδανικό του μερίδιο, από τον προαναφερόμενο δικαιοπάροχο ο οποίος αδυνατούσε να εισέλθει σ’αυτό και συγκεκριμένα στην οικία. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο εφεσίβλητος είναι δικαιούχος αποζημίωσης κατά τον λόγο της μισθωτικής αξίας του ακινήτου που αντιστοιχεί στα εξ αδιαιρέτου ποσοστά των συγκυριών. Επίσης αποδεικνύεται ότι το ακίνητο περιλαμβάνει πέτρινη οικία συνολικού εμβαδού 185,9 τ.μ., βρίσκεται εντός του παραδοσιακού οικισμού της …. σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το λιμάνι και σε υπερυψωμένη θέση με απεριόριστη ορατότητα προς αυτό (το λιμάνι). Επιπλέον είναι λειτουργικά αυτόνομο διαθέτοντας ξεχωριστές εισόδους για ισόγειο και ανώγειο και είναι δυνατή η εκμίσθωσή τους σε τρίτους. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω χαρακτηριστικά του επιδίκου σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση ακινήτων στην νήσο Ύδρα για τουριστική εκμετάλλευση με την εκμίσθωσή τους, η μισθωτική αξία του επιδίκου για το χρονικό διάστημα των ετών 2004 έως 2009 ανέρχεται στο ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως. Έτσι η συνολική μισθωτική αξία του ακινήτου για το παραπάνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 90.000 ευρώ και η αναλογούσα ωφέλεια που απώλεσε ο δικαιοπάροχος του εφεσιβλήτου, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ. Συνεπώς η αποδοτέα ωφέλεια της παριστάμενης εκκαλούσας προς τον εφεσίβλητο, σύμφωνα με το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 11.250 ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που οι πρώτη και δεύτερη των εκκαλούντων ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης και δεύτερης των εκκαλούντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 28-3-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……) έφεση της δεύτερης των καθών η κλήση -εναγόμενων της με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά …….. κλήσης με την οποία επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου η από 16-2-2009 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή, κατά της με αριθμό 419/2016 εν μέρει οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου .

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση ως προς την πρώτη και δεύτερη των εκκαλούντων.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τους δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους των παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

  Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών