Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 176/2019

 Αριθμός     176/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και ισχύει εν προκειμένω ενόψει του χρόνου κατάθεσης της έφεσης, προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανισθεί κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσής του ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος κανονικά σε αυτήν, το εφετείο ερευνά με επιμέλεια τίνος από τους διαδίκους επισπεύδεται η συζήτηση. Αν αυτή επισπεύδεται από τον απόντα εκκαλούντα και το αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης που του έχει επιδοθεί με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 παρ. 3, 498 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.), απορρίπτεται η έφεση, χωρίς την περαιτέρω ερευνά της, διότι τεκμαίρεται παραίτηση του εκκαλούντος από την έφεσή του. Το ίδιο αποφασίζει το εφετείο και όταν τη συζήτηση της έφεσης επισπεύδει ο εφεσίβλητος και το αποδεικνύει προσκομίζοντας έκθεση επίδοσης αντιγράφου της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 παρ. 1 και 2, 498 Κ.Πολ.Δ., Ολ.Α.Π.16/1990, Α.Π.581/2005 ΕλλΔνη 48.476). Η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσία και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αίτια αυτή είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (Σ. Σαμουήλ : Η Έφεση, έκδοση 2009, αριθμ. 1050-1052, Α.Π.365/2012, Α.Π.187/2012, Α.Π.652/2011, Α.Π.546/2011, Α.Π.361/2011, Α.Π.1025/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών, με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π.280/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση της ως άνω απορρίψεως, όμως, που απορρέει από τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές του συζητητικού συστήματος, της προδικασίας και της ακρόασης όλων των διαδίκων (άρθρα 108, 110 παρ. 2, 111, 217, 226, 228, 498 Κ.Πολ.Δ.), οι οποίες επιβάλλουν στο δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος, που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σε αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως, είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολειπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο), για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Αντίθετα, αν ο απολειπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Πριν από την πιο πάνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι, αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντιθέτως απαιτείται τέτοια κλήτευσή, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (Α.Π.365/2012, Α.Π.361/2011, Α.Π.12/2011, Εφ.Λάρ. 348/2011, Εφ.Θεσ. 632/2009, Εφ.Πειρ.145/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαίως αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης, ερήμην του εκκαλούντος, αν ο τελευταίος δεν τον έχει κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της έφεσης με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μη κλήτευσή του εφεσίβλητου και η μη παράσταση του ίδιου στη συζήτηση υποδηλώνει μεταμέλεια για τη συζήτηση της υπόθεσης, που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και, επομένως, η συζήτησή της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (Εφ.Πειρ.145/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ γ και δ «αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή, δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση. Προϋπόθεση, όμως της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο για την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωση του καλύφθηκε η ακυρότητα, της κλητεύσεώς του κατά την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά η αναβολή της υποθέσεως και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόμενου κατ’ αυτήν διαδίκου (ΑΠ 354/2011, ΑΠ 12/2011, ΕφΠειρ 138/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση κατά τη συζήτηση της κρινομένης εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 381/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του νυν εκκαλούντος, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί της από 31.5.2016 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) ασκηθείσης αγωγής της εφεσίβλητης, ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο. Όπως προκύπτει δε, από την με ημερομηνία 12.3.2019 βεβαίωση, που συνέταξε, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 227 Κ.Πολ.Δ., η γραμματέας στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσιβλήτου δήλωσε ότι δεν της επιδόθηκε αντίγραφο της εφέσεως με επιμέλεια του εκκαλούντος, αλλά ότι η ίδια έλαβε τυχαία γνώση της δικασίμου και προσήλθε. Περαιτέρω, από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της αρχικώς ορισθείσας δικάσιμου στις 17-5-2018 προκύπτει ότι, τότε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, είχε εμφανισθεί για λογαριασμό του εκκαλούντος ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ………, που υπογράφει και το δικόγραφο της έφεσης, και υπέβαλε αίτημα για αναβολή συζήτησης της υπόθεσης, το οποίο έγινε δεκτό από το Δικαστήριο και η εκδίκαση της έφεσης αναβλήθηκε παρουσία και της παριστάμενης αντιδίκου του για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Η ως άνω εμφάνιση του εκκαλούντος, όμως, κατά την αρχική δικάσιμο της έφεσης του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε επισπεύσει τη συζήτηση αυτής καλώντας προς  τούτο την αντίδικο εφεσίβλητη, και η υποβολή εκ μέρους του αιτήματος για αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης, δηλώνει σαφώς τη πρόθεση του για τη συζήτηση  τελικώς της έφεσης του. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο απολειπόμενος κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο εκκαλών είχε λάβει γνώση της δικασίμου αυτής και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεση, χωρίς περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας της (άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, αυτός πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ως ηττηθείς διάδικος (άρθρα 176, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον απολειπόμενο διάδικο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της αποφάσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εκκαλούντα κατά της παρούσας απόφασης,   στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριακοσίων   (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ