Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 177/2019

Αριθμός     177/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12-6-2016 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. ……) έφεση των εναγομένων της από 6-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 613/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 14-6-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στην δικογραφία προκύπτει ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες με επιμέλεια της εφεσίβλητης στις 18-5-2016 (βλ. υπ. αριθμ. ….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….) και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511 , 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.). Επίσης πρέπει να συνεκδικασθεί με τους από 1-9-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……) πρόσθετους λόγους έφεσης οι οποίοι ασκήθηκαν παραδεκτά με την νόμιμη επίδοσή τους πριν την συζήτηση της έφεσης (βλ. υπ. αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1569/1985 “περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κλπ”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν.. 2496/1997 “Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι”. Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του ν. 2496/1997, “Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας                   παρουσιάζει,                                                                           προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει…ασφαλιστικές συμβάσεις…Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει …Αντίγραφο της πρακτορειακής σύμβασης υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου”. Ωσαύτως, με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του π.δ. 298/1986 “περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κλπ” καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτορεύσεως, επί ποινή ακυρότητος αυτής, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω π. δ/τος ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής: “1. Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων….Τα ασφάλιστρα που εισπράττει…θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας. 2. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. 3. Ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία ζημίας…”. Περαιτέρω, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητώς από τον Α.Κ., ισχύει όμως διεπομένη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικώς για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ , 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, επελθούσης, περιουσιακής ή μη, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Εξάλλου, μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο επομένως όφειλε αυτός να σεβαστεί, χωρίς να απαιτείται προς τούτο άλλο στοιχείο (ΑΠ Ολ 967/1973). Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., “όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι εν όλω ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον αστικό κώδικα, τέτοια δε περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου (ως εντολοδόχος, διαχειριστής ξένης περιουσίας κ.λ.π.), β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του . Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 6-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί και βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής ιδιωτικών συμφωνητικών που συνήφθησαν μεταξύ της εφεσίβλητης και της πρώτης εκκαλούσας ετερόρρυθμης εταιρείας της οποίας ομόρρυθμος εταίρος ήταν ο δεύτερος των εκκαλούντων, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει για λογαριασμό της εφεσίβλητης σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για την σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και να τις ολοκληρώνει μετά την αποδοχή της από την εφεσίβλητη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, κατά τους όρους της παραπάνω σύμβασης η πρώτη εναγόμενη θα εισέπραττε για λογαριασμό της εφεσίβλητης τα ασφάλιστρα από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία στη συνέχεια, εντός του συμφωνημένου χρόνου θα τα απέδιδε στην εφεσίβλητη. Ότι ο δεύτερος των εκκαλούντων ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης (των εκκαλούντων) είχε εισπράξει για λογαριασμό της εφεσίβλητης το συνολικό ποσό των 46.196,52 ευρώ το οποίο έπρεπε να είχε καταβάλει εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την 21-6-2013 οπότε η εφεσίβλητη της επέδωσε σχετική όχληση, πλην όμως ο τελευταίος δεν το απέδωσε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα προκαλώντας στην εφεσίβλητη αντίστοιχη περιουσιακή ζημία. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή της, να υποχρεωθούν οι εκκαλούντες με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου των εκκαλούντων να της καταβάλλουν εις ολόκληρο ο καθένας το συνολικό ποσό των 46.196,52 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο της προαναφερόμενης όχλησης άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στη δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 822, 914, 297, 298, 330, 340, 345, 346 του ΑΚ, 16 παρ. 1 ν. 1569/1985, 375 του Π.Κ., 907,908παρ.1 περ.δ και 176 του Κ.Πολ.Δ.. έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, υποχρέωσε τους εκκαλούντες να καταβάλουν στην εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 46.196,52 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 26-6-2013, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 15.000 ευρώ, απήγγειλε σε βάρος του δεύτερου των εκκαλούντων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και επέβαλε σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης τα οποία όρισε στο ποσό των 1.900 ευρώ. Κατά τη απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινομένη έφεσή τους οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να απορριφθεί ως αβάσιμη η αγωγή της εφεσίβλητης και να επιβληθούν σε βάρος της τελευταίας τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη των εκκαλούντων ετερόρρυθμη εταιρεία της οποίας ομόρρυθμος εταίρος είναι ο δεύτερος των εκκαλούντων έχει ως αντικείμενο την παρουσίαση και πρόταση λύσης ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η εφεσίβλητη είναι ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία της οποίας η άδεια λειτουργίας έχει ήδη ανακληθεί δυνάμει της με αριθμό 156/21-9-2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Δυνάμει της από 1-2-1006 έγγραφης σύμβασης που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 1- 2-2008 έγγραφη σύμβασή τους, η πρώτη των εκκαλούντων ανέλαβε την υποχρέωση της εξεύρεσης πελατών που θα ήθελαν να συνάψουν σύμβαση ασφάλισης, να θέτει στους τελευταίους τους όρους της ασφάλισης ακολουθώντας την τακτική της εφεσίβλητης, να παραλαμβάνει αιτήσεις προσώπων που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν στην εφεσίβλητη τις οποίες η τελευταία εφόσον τις έκανε αποδεκτές κατά την ανέλεγκτη κρίση της θα εξέδιδε τα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία η εκκαλούσα θα παρέδιδε στους ασφαλισμένους ενώ με σχετικό όρο της παραπάνω σύμβασης η εκκαλούσα δεν είχε δικαίωμα να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της εφεσίβλητης. Επιπλέον με σχετικό όρο της προαναφερόμενης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων η πρώτη των εκκαλούντων είχε δικαίωμα να εισπράττει το αντίτιμο των ασφαλίστρων από τις συμβάσεις ασφάλισης που συνήπτε το οποίο (αντίτιμο) θα ανήκε στην εφεσίβλητη καθώς επίσης συμφωνήθηκε η εξόφληση της παραγωγής κάθε δεκαπενθημέρου προς την εφεσίβλητη ανεξάρτητα από την είσπραξη των ασφαλίστρων. Υπό τους παραπάνω όρους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, η πρώτη των εκκαλούντων είχε την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου ευθυνόμενη έναντι της εφεσίβλητης ως θεματοφύλακας. Επίσης αποδεικνύεται ότι μεταξύ των διαδίκων τηρούνταν χρεοπιστωτικός λογαριασμός ο οποίος δεν αμφισβητείται ειδικότερα από τους εκκαλούντες και κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 το χρεωστικό υπόλοιπο της πρώτης εναγομένης ανέρχονταν στο ποσό των 46.196,52 ευρώ. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 ανέρχονταν στο ποσό των 77.936,20 ευρώ και μετά από εκκαθάριση τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 οπότε αφαιρέθηκαν από το ανωτέρω ποσό τα ολικά ασφάλιστρα των ακυρωθέντων συμβολαίων πλέον του παρακρατηθέντος φόρου και αντίστοιχα πιστώθηκε το αναλογούν ποσό των προμηθειών που αντιστοιχούσαν στα παραπάνω ασφάλιστρα, διαμορφώθηκε το προαναφερόμενο χρεωστικό υπόλοιπο. Το παραπάνω ποσό των 46.196,52 ευρώ αφορούσε κατά τα προαναφερόμενα εισπραχθείσες απαιτήσεις της εφεσίβλητης τις οποίες η εκκαλούσα έπρεπε να της αποδώσει. Όμως η τελευταία, αν και οχλήθηκε για την απόδοσή τους, αρνήθηκε την καταβολή ενσωματώνοντας το ανωτέρω ποσό στην περιουσία της. Έτσι τέλεσε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βάρος της εφεσίβλητης ενώ οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων περί ακυρότητας της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δεν αίρει την αδικοπρακτική τους ευθύνη Κατ’ακολουθία των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια κάνοντας δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12-6-2016 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. ………) έφεση των εναγομένων της από 6-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 613/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου και τους από 1-9-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……) πρόσθετους λόγους έφεσης.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους των παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών