Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 178/2019

Αριθμός    178 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 15-6-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. …….) και από 21-7-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……) εφέσεις του ενάγοντος και των εναγομένων αντίστοιχα της από 12-12-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 1506/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 22-6-2017 και στις 21-7- 2017 αντίστοιχα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος- ενάγοντος στις 21-6-2017 (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών επί της εκκαλουμένης) και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει διετία. Επιπλέον έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί των εφετηρίων. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους (άρθρο 246 του Κ.Πολ.Δ.) να εξεταστούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημιά, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 15ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρξε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τούτο συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μορφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με την μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παραβίαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. (ΑΠ 1723/2014, ΑΠ 1653/2010). Πρόσφορη δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη (ΑΠ 1361/2013, ΑΠ 366/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974, “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις τελευταίες αυξημένης τυπικής ισχύος δύο διατάξεις, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (ΕΔΔΑ απόφαση της 27-9-2007 Σ. κατά Ελλάδος σκέψη 37, ΕΔΔΑ απόφαση της 11-2-2003 R. κατά Νορβηγίας, αριθμ. Προσφυγής …97). Το τελευταίο δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 1364/2011, ΑΠ 302/2016). Ειδικότερα το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε η κατ’ αυτών ποινική δίωξη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές ή άλλα όργανα σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για την παράβαση που τους είχε αποδοθεί (ΕΔΔΑ, Α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 12-7- 2013, αριθμ. Προσφυγής ,../09 § 94). Τούτο οφείλεται στο γεγονός, ότι το τεκμήριο της αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμβάλλει κυρίως στην τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και προωθεί ταυτόχρονα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου προσώπου (ΕΔΔΑ, Κ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 28-11-2011, αριθμ. Προσφυγής … § 32). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το τεκμήριο της αθωότητας έχει ήδη εμποδίσει να απαγγελθεί άδικη ποινική καταδίκη. Χωρίς προστασία που αποσκοπεί στην τήρηση, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, μιας αθώωσης ή μιας απόφασης παύσης της ποινικής δίωξης, οι εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης που προβλέπει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ θα κινδύνευαν να καταστούν θεωρητικές και απατηλές. Αυτό που είναι κρίσιμο, επίσης, μόλις τελειώσει η ποινική διαδικασία, είναι η φήμη του ενδιαφερομένου και ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβάνεται το κοινό. Έτσι, δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου ερμηνεύουν, για τις ανάγκες της νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με εκείνα της νέας δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του, παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητάς του (ΑΠ 1364/2011). Επομένως, η επιδίκαση αποζημίωσης εις βάρος του πρώην κατηγορουμένου δεν είναι επιτρεπτό στο πλαίσιο της ενότητας της έννομης τάξης, να δημιουργεί αμφιβολίες, όσον αφορά την προηγούμενη αθώωσή του (ΕΔΔΑ, Ο. κατά Νορβηγίας απόφαση της 15-5-2008, §§ 51 επ., αριθμ. Προσφυγής …/2004). Γενικότερα, το τεκμήριο αυτό και κατ’ επέκταση η αρχή της δίκαιης δίκης παραβιάζονται και δημιουργείται συνεπώς λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν από τη μεταγενέστερη απόφαση προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπόνοιες ή αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του κατηγορουμένου (ΑΠ 322/2018 ΕφΑΔ 2018.1078 , ΑΠ 1652/2013, ΑΠ 715/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 12-12-2012 (αριθ. εκθ. καταθ……….) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο εναγών και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας της με ΑΒΜ ……. μήνυση που υπέβαλε σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του τελευταίου και παραγγέλθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά η διενέργεια προανάκρισης από την 7η Πταισματοδίκη Πειραιά. Ότι ο πρώτος εναγόμενος στις 13-6-2007 εγχείρισε ενώπιον της ανωτέρω Πταισματοδίκη το από 12-6-2007 απολογητικό του υπόμνημα στο οποίο ενσωμάτωσε και την με ίδια ημεροχρονολογία έγκληση σε βάρος του ενάγοντα στο κείμενο της οποίας ανέφερε ψευδή γεγονότα ως αληθινά, εν γνώσει της αναλήθειάς τους με σκοπό να προκαλέσει τη ποινική δίωξη του ενάγοντος και να τον δυσφημίσει καθόσον γνώριζε ότι τα παραπάνω γεγονότα θα περιέρχονταν σε γνώσει τρίτων προσώπων και ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του (του ενάγοντος). Ότι η πρώτη εναγομένη επιβεβαίωσε ενόρκως την αλήθεια των γεγονότων που περιγράφονταν στην παραπάνω έγκληση ενώπιον της ίδιας ως άνω Πταισματοδίκη αν και γνώριζε την αναλήθειά τους. Ότι με τα παραπάνω αναφερόμενα οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα και είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ότι επιπλέον με βάση τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των εναγομένων για τα εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, συκοφαντικής δυσφήμισης, της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις και της ψευδούς καταμήνυσης και παραπέμφθηκαν για να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος τους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να του καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 10.000 ευρώ έκαστος (των εναγομένων) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητάς του καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθμό 232/2015 μη οριστική απόφασή του αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914,932, 57, 59,299, 330 εδ. α, 340,346 εδ. α του ΑΚ, 224 παρ. 2, 229 παρ. 1, 362, 363 του Π.Κ., 176 εδ.α, 191 παρ. 1, 907 και 908 του Κ.Πολ.Δ., ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί τη ασκηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος των εναγομένων και στη συνέχεια με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα η μεν πρώτη εναγομένη το ποσό των 3.000 ευρώ, ο δε δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε τους εναγομένους με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα και επέβαλλε σε βάρος των εναγομένων τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα την οποία όρισε στο ποσό των 320 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τόσο ο ενάγων ο οποίος ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη, όσο και οι εναγόμενοι οι οποίοι ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη καθώς και να καταδικαστούν έκαστος των εφεσιβλήτων στη δικαστική δαπάνη εκάστου των εκκαλούντων.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις με αριθμούς …….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του με αριθμό ……. γενικού πληρεξουσίου της εκκαλούσας-εναγομένης με την ιδιότητά της ως συμβολαιογράφου η οποία είναι σύζυγος του εκκαλούντα εναγομένου, ο εκκαλών-ενάγων ανέθεσε στον τελευταίο, ο οποίος ήταν δικηγόρος, την διεκπεραίωση διαφόρων εκκρεμών υποθέσεών του ενώ κατά το έτος 2002 παρουσιάστηκαν προβλήματα στις μέχρι τότε ομαλές σχέσεις των διαδίκων και έκτοτε βρίσκονται σε συνεχείς δικαστικές διαμάχες. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων δημιουργήθηκαν οικονομικές διαφορές, οι οποίες αφορούσαν τις αξιώσεις του δευτέρου εναγομένου για την αμοιβή του λόγω διεξαγωγής των υποθέσεων που του είχε αναθέσει ο ενάγων και αφετέρου την αξίωση του τελευταίου που απορρέει από την επικαλούμενη από 7-11-2000 έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου ποσού 20.000.000 δρχ (ήδη 58.694,06 €) που είχε καταρτίσει με τον δεύτερο εναγόμενο, που είχαν, μεταξύ άλλων, και ως αποτέλεσμα την ανάκληση της ως άνω εντολής και πληρεξουσιότητας που είχε χορηγηθεί στον δεύτερο εναγόμενο για τη διεξαγωγή των νομικών υποθέσεων του ενάγοντος, με τη με αριθμό …….. πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και την από 07-02-2003 εξώδικη δήλωση ανάκλησης πληρεξουσιότητας. Έκτοτε, οι διάδικοι βρίσκονται σε συνεχείς, δικαστικές αντιδικίες με την εκατέρωθεν  ανταλλαγή εξώδικων, αγωγών και μηνύσεων. Στα πλαίσια δε αυτά της ανωτέρω μεταξύ τους αντιδικίας και κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, που παρήγγειλε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά προς την 7η Πταισματοδίκη Πειραιά, με αφορμή την με ABM …… έγκληση του ενάγοντος, ο δεύτερος εναγόμενος υπέβαλε την 13η-06-2007 προς την ανωτέρω Πταισματοδίκη το από 12-06-2007 υπόμνημα – έγγραφες εξηγήσεις του, το οποίο επέχει και θέση έγκλησης σε βάρος του ενάγοντος, η οποία έλαβε ΑΒΜ ……….. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά που αναγράφονταν στην παραπάνω έγκληση, ασκήθηκε σε βάρος των εναγομένων ποινική δίωξη για τα εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, συκοφαντικής δυσφήμισης, την ηθικής αυτουργίας στις παραπάνω πράξεις και της ψευδούς καταμήνυσης και επιπλέον ο ενάγων άσκησε την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη στην οποία (αγωγή) στο δικόγραφο της οποίας περιέχονταν τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά που οι εναγόμενοι φέρονταν ότι τέλεσαν σε βάρος του και αποτελούσαν την βάση της αγωγής για αδικοπραξία. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι δυνάμει της με αριθμό 925/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά και στη συνέχεια δυνάμει της με αριθμό 651,702,735/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, οι εναγόμενοι κηρύχθηκαν αθώοι για τις παραπάνω πράξεις για τις οποίες είχε ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη .Η παραπάνω απόφαση έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη καθόσον τέθηκε στο αρχείο η αίτηση του ενάγοντα για άσκηση αναίρεσης κατά της τελευταίας αθωωτικής απόφασης (βλ. υπ. αριθμ. πρωτ. ……… έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Ενόψει των παραπάνω, και συγκεκριμένα εξαιτίας της ταύτισης της ποινικής ευθύνης των εναγομένων και της αστικής αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης της εφεσίβλητης θα δημιουργήσει αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς αμετάκλητη απαλλαγή τους, ως εγκαλουμένους για τα προαναφερόμενα αδικήματα και την αποδυναμώνει. Ειδικότερα δε, με τον τρόπο αυτό, η απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου για ασκηθείσα αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία με αυτής της ασκηθείσας έγκλησης για την οποία ήδη κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ’αυτή (έγκληση) αξιόποινες πράξεις, πρέπει να οδηγείται σε αποτέλεσμα συμβατό με την ποινική ευθύνη των τελευταίων (εναγομένων) για τα αδικήματα για τα οποία απηλλάγησαν καθόσον η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης τους δημιουργούσε αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την απαλλαγή τους, ως κατηγορουμένους και θα την αποδυνάμωνε. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, ενόψει της ποινικής απαλλαγής των εναγομένων για τα αδικήματα στα οποία η ασκηθείσα αγωγή στηρίζει την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ουσίαν η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει αφού γίνει δεκτή η από 21-7-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……) έφεση ως κατ’ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ενώ πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 15-6-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεση. Ακόμη τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των εφέσεων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, γι αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.) Επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα της από 15-6-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεσης κατά την κατάθεση της έφεσής του παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), και επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες της από 21-7-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης παραβολών κατά την κατάθεση της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 15-6-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……) και από 21-7-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……) εφέσεις του ενάγοντος και των εναγομένων αντίστοιχα της από 12-12-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ….) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 1506/2017 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δικάζοντας επί της από 15-6-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. …..) έφεσης.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 15-6-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. …….) έφεση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεση της έφεσής του, των παραβολών υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Δικάζοντας επί της από 21-7-2017 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……) έφεσης.

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 1506/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 12-12-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσής τους παραβολών υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών