Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 194/2019

Αριθμός    194/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Εφετείου φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση  (άρθρο 19 ΚΠολΔ), η με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……. έφεση της ενάγουσας  εταιρίας με την επωνυμία «………..» και ήδη εκκαλούσας και η …… έφεση της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και επικουρικά εκκαλούσας, κατά της 3999/1-9-2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 1-4-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ….. αγωγή της ενάγουσας  κατά την τακτική  διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Οι  εφέσεις  έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495,  511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός της προθεσμίας των δυο ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης και εφόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση αυτής, την οποία εξάλλου δεν επικαλούνται οι διάδικοι. Επομένως και ενόψει του ότι  έχει κατατεθεί το κατά το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκηση  κάθε μιας εξ αυτών, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές  και, στη συνέχεια, να εξεταστούν, κατά την τακτική διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δίκης (άρθρα 246, 285, 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία που διατηρεί στον Πειραιά επιχείρηση παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, διάσωσης και ρυμούλκησης πλοίων, ισχυρίστηκε στην προαναφερόμενη αγωγή της ότι με βάση σύμβαση που κατάρτισε τον Απρίλιο 2009 στον Πειραιά με την εταιρία με την επωνυμία «……..», ενεργούσα ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………», συμφώνησε να παρέχει στα υπό την εκμετάλλευση της τελευταίας πλοία που κατέπλεαν στο λιμάνι του Πειραιά, αντίστοιχες με το αντικείμενό της υπηρεσίες, αντί αμοιβής καθοριζόμενης από τον ισχύοντα τότε τιμοκατάλογο τον οποίο και ενσωμάτωσε στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι από την συνεργασία της με την εναγομένη παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο αμοιβής ύψους 128.291,45 ευρώ, το οποίο και ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει.   Η εν λόγω, κυρίως, εναγόμενη εταιρία με την από 1-4-2014 (με αριθμό έκθεσ. κατάθεσ. ……) ανακοίνωση – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, επικαλούμενη την από 14-10-2009 σύμβαση πρακτορείας που είχε καταρτίσει και τις ειδικότερες συμφωνίες με την αντισυμβαλλομένη της εταιρία  «……..», ισχυρίζεται ότι πράγματι ανέθεσε, με την άνω μνημονευόμενη σύμβαση, στην (κυρίως) ενάγουσα, την παροχή υπηρεσιών ρυμούλκησης στα πλοία της κατά την άφιξή τους στο λιμάνι του Πειραιά και ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη ανέλαβε να της αποστέλλει τα τιμολόγια που θα εξέδιδε κάθε φορά η πρώτη, η ίδια (παρεμπιπτόντως ενάγουσα) να της καταβάλει τα ποσά και η τελευταία  (η παρεμπιπτόντως εναγομένη) να τα εξοφλεί. Ότι έχει καταβάλει σ’ αυτήν  όλα τα ποσά των τιμολογίων που αναφέρονται στην κύρια αγωγή προκειμένου να τα εξοφλήσει και, ενόψει αυτών, προσεπικαλεί την εν λόγω πράκτορά της να παρέμβει στην κύρια δίκη και, σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, να της αποδώσει  όποιο ποσό τυχόν υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει  στην κυρίως ενάγουσα. Στη συνέχεια η προσεπικαλούμενη εταιρία άσκησε την από 25-5-2015 (αριθμ. έκθ.κατάθ. ………) πρόσθετη παρέμβαση με την οποία ζήτησε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ’ αυτήν, την απόρριψη της κύριας αγωγής άλλως την αναγνώριση ότι, τυχόν, οφειλή προς την ενάγουσα, πρέπει να μειωθεί σε ποσοστό 30%.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι για το χρονικό διάστημα από 26-5-2010 έως 3-9-2011 αν και η (κυρίως) ενάγουσα ήταν συνεπής με τις συμβατικές υποχρεώσεις της προς την (κυρίως) εναγομένη, δεν εξοφλήθηκαν τα εκδοθέντα από  την ίδια τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικού ποσού 128.291,45 ευρώ, το οποίο ωστόσο είχε καταβληθεί από την τελευταία στην πράκτορα και άμεση αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα, παρεμπιπτόντως εναγομένη και προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, προκειμένου αυτή με τη σειρά της να το καταβάλει στην (κυρίως) ενάγουσα, παρά τις οχλήσεις της τελευταίας, παρερχομένης και άπρακτης της 30νθήμερης, από την έκδοσή τους, προθεσμίας, για την έκπτωση ποσοστού 30%. Ενόψει δε αυτών δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε την κύρια αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της και τους λόγους αυτής που,  όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί άμεσης αντιπροσώπευσης,  παραπονείται κατά της προαναφερόμενης κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητά την αποδοχή της έφεσής της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της. Η δε εφεσίβλητη με  την, επικουρικώς, ασκηθείσα έφεσή της, για την περίπτωση ολικής ή μερικής ευδοκίμησης της έφεσης της ενάγουσας και την αποδοχή ως βάσιμης της αγωγής αυτής, ζήτησε την τυπική παραδοχή της και την κατ’ ουσίαν ευδοκίμησή της στην περίπτωση κατά την οποία πληρωθεί η ανωτέρω αίρεση, με σκοπό να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της σε βάρος της προσεπικληθείσας και παρεμπιπτόντως εναχθείσας εταιρίας, ως προς την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής δεν απεφάνθη.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 211  Α.Κ. δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου), μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης, ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό  επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, υποκείμενο της δημιουργούμενης έννομης σχέσης από την ενέργεια του άμεσου αντιπροσώπου, είναι ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος και μόνον, δεσμεύεται από τις επιχειρούμενες στο όνομά του πράξεις από τον πρώτο. Ενόψει δε της ανυπαρξίας ειδικών διατάξεων στον ΕμπΝ, το εν λόγω αποτέλεσμα  επέρχεται  και στην περίπτωση του ναυτικού πράκτορα, ο οποίος, ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου αυτού, συνάπτοντας με την ιδιότητά του αυτή συμβάσεις με τρίτα πρόσωπα. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από την εν λόγω δραστηριότητά του δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη. Ο ναυτικός πράκτορας όπως και ο εμπορικός αντιπρόσωπος και ο  μεσίτης  αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, τα οποία δεσμεύουν ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν, ήτοι τον  εντολέα τους (ΑΠ 1128/2015, ΕΠ 54/2015, 1/2010, 516/2009,  631/2007, 1303/2000 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 456/2000 ΔΕΕ 2000.892,  ΕΠ 28/2001 Πειρ.Νομ. 2001.281, ΕΠ 596/1999 ΕΝΔ 27.270).

Από την εκτίμηση των προσκομισθέντων νομότυπα και παραδεκτά ενώπιον μας αποδεικτικών μέσων, ήτοι των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, προσκομιζόμενα από τους διαδίκους σε επικυρωμένο αντίγραφο και των εγγράφων που οι τελευταίοι προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη,  ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη σε συνδυασμό με όσα οι ίδιοι  ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «………», πρώην «…….» και έδρα τον …., δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, ρυμούλκησης και διάσωσης πλοίων. Στα πλαίσια αυτά συμφώνησε τον Απρίλιο 2009 με την εταιρία με την επωνυμία «…..», που έδρευε ομοίως στον .., να παρέχει τις συναφείς με την προαναφερόμενη δραστηριότητά της υπηρεσίες στα πλοία συμφερόντων της κυρίως εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στο …. της Φιλανδίας, τα οποία κατέπλεαν στο λιμάνι του Πειραιά, έναντι αμοιβής καθοριζόμενης από τον ισχύοντα και εγκεκριμένο από το αρμόδιο Υπουργείο τιμοκατάλογό της (σχετ. η  ΥΑ 3121/1/01/1993 του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας). Στην συμφωνία αυτή η εταιρία  «…….» συμβλήθηκε με την ιδιότητα της πράκτορος στην Ελλάδα της φιλανδικής εταιρίας και για όλα τα υπό την πλοιοκτησία,  ναύλωση ή διαχείρισή της  πλοία,  που θα προσέγγιζαν ελληνικά λιμάνια κατά τον επίδικο χρόνο. Συνεπώς ενεργούσα η πράκτορας,  ως άμεση αντιπρόσωπος της τελευταίας στην σύμβαση που κατάρτισε με την κυρίως ενάγουσα, σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις, τα εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις, δημιουργήθηκαν μόνο υπέρ και κατά εκείνης, της (κυρίως) εναγομένης την οποία αντιπροσώπευε, η οποία και μόνο δεσμευόταν  από τις ενέργειες στις οποίες προέβαινε στο όνομά της η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα και στα πλαίσια των σχετικών εντολών που αυτή είχε λάβει από την  αντιπροσωπευόμενη- εντολέα της. Η συνεργασία μεταξύ των άνω εταιριών και υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητες, έληξε τον  Αύγουστο  2011, ενώ  κατά την διάρκειά της τα τιμολόγια που εξέδιδε η ενάγουσα, για την καταβλητέα κάθε φορά αμοιβή της,  εκδίδονταν στο όνομα της αντισυμβαλλομένης της, εναγόμενης (φιλανδικής) εταιρίας και είχε συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση που αυτά εξοφλούνταν στις επόμενες της έκδοσής τους τριάντα ημέρες, θα παρεχόταν έκπτωση ποσοστού 30% επί της αξίας κάθε τιμολογίου. Η εναγομένη ενημερωνόταν από την πράκτορά της για τις προκύπτουσες οφειλές και απέστελνε σ’ αυτήν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά τα οποία στη συνέχεια η πράκτορας απέδιδε στην ενάγουσα. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από τις διαδίκους,  αντιθέτως συνομολογούνται και, επομένως,  με βάση όσα προεκτίθενται, υπόχρεη για την καταβολή των αμοιβών της ενάγουσας για τις υπηρεσίες που η τελευταία παρείχε στα πλοία αυτής, παρέμεινε η κυρίως εναγομένη, η οποία δεν μπορεί να επικαλεστεί προς απαλλαγή της, την ευθύνη της αντιπροσώπου της-βοηθού εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεών της.

Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι από την εν λόγω συνεργασία κατά την οποία η ενάγουσα ήταν συνεπής προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις για την παροχή υπηρεσιών ρυμούλκησης, έλαβε για όσα τιμολόγια εξέδωσε μέχρι τις 25-5-2010, το συνολικό ποσό των 57.272,65 ευρώ, ενώ για τα μετέπειτα εκδοθέντα έως τις 3-9-2011, συνολικού ποσού 128.291,45 ευρώ,  δεν της έχει καταβληθεί κανένα ποσό και επομένως αυτά παραμένουν ανεξόφλητα.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και όσα η παρεμπιπτόντως εναγομένη, εμμέσως αλλά χωρίς αμφιβολία,  συνομολογεί με τα ενώπιον μας προσκομισθέντα δικόγραφά της, το εν λόγω ποσό, (των 128.291,45 ευρώ), της κατεβλήθη από την κυρίως εναγομένη-εντολέα της προκειμένου να εξοφλήσει τα αντίστοιχα τιμολόγια εκδόσεως της ενάγουσας, πλην όμως εκείνη δεν το απέδωσε ως όφειλε, αντιθέτως το παρακράτησε σε χρόνο πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, συμψηφίζοντας αφενός μεν  μονομερώς απαίτησή της, που κατά τους ισχυρισμούς της, διατηρούσε σε βάρος της εντολέως της από προηγούμενη συνεργασία τους και εξοφλώντας στη συνέχεια  δικές της υποχρεώσεις προς τρίτα, άσχετα, πρόσωπα. Αφετέρου δε μη αποδίδοντας   το υπόλοιπο, που αντιστοιχούσε στην έκπτωση 30%  την οποία είχε συμφωνήσει με την ενάγουσα να της παρέχει η τελευταία  επί της αξίας των τιμολογίων, ως οικονομική διευκόλυνση αποκλειστικά προς την ίδια και μάλιστα ακόμα και αν η πλήρης εξόφληση του τιμολογίου  συνέβαινε και μετά την πάροδο ενός ή και δυο ετών από την έκδοσή τους . Χαρακτηριστικό είναι το περιεχόμενο της από 25-5-2015 πρόσθετης παρέμβασής της  με την οποία ενώ έχει καθήκον να απαντά με σαφήνεια στους ισχυρισμούς των αντιδίκων της (άρθρα 116 και 261 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα αν υφίσταται ή μη η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, εκθέτει ότι το αντικείμενο αυτής (της πρόσθετης παρέμβασης) είναι να αποκαταστήσει την αλήθεια ως προς το πραγματικό ύψος της οφειλής που η «……….» φέρεται να έχει εναντίον της κυρίως ενάγουσας, ενώ σε άλλο σημείο εκθέτει ότι (η πρόσθετη παρέμβαση) αποσκοπεί να αποσαφηνίσει και να θέσει σε ορθή βάση την φερόμενη αξίωση της ενάγουσας,  στο δε αιτητικό ενώ έχει αρχικά αίτημα να απορριφθεί η κύρια αγωγή, στη συνέχεια ζητά να αναγνωριστεί ότι τυχόν οφειλή προς την ενάγουσα πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό του 30% επί της  αξίας κάθε τιμολογίου. Με τις αντιφατικές και αντικρουόμενες θέσεις που διατυπώνει η προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία δεν αρκείται σε καθολική και μόνο άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών, δημιουργεί την εύλογη πεποίθηση  ότι εφόσον σκοπός της παρέμβασής της είναι η αποκατάσταση του αληθούς ύψους  της ένδικης, κύριας, αξίωσης, αυτή σε κάθε περίπτωση υφίσταται και είναι βάσιμη, διότι άλλως δεν υπάρχει λόγος να  συμπεριλαμβάνει αίτημα μείωσής της κατά ποσοστό 30% αποδεχόμενη, περαιτέρω,  κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι η ίδια δεν κατέβαλε στην ενάγουσα το άνω ποσό το οποίο της είχε προηγουμένως καταβληθεί από την κυρίως εναγομένη. Εξάλλου η μάρτυρας που εξετάστηκε με επιμέλειά της (προσθέτως παρεμβαίνουσας), ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ρητά και κατηγορηματικά επιβεβαίωσε την βασιμότητα της ένδικης αξίωσης, κατέθεσε δε χαρακτηριστικά ότι η κυρίως ενάγουσα εταιρία δεν έχει εξοφληθεί, δικαιολογώντας την μη εξόφλησή της από το ότι η  κυρίως εναγομένη που αφορούσε το 80% της δικής επαγγελματικής δραστηριότητας,  σταμάτησε ξαφνικά τον 8/2011 την συνεργασία τους με αποτέλεσμα  η  «…….», την οποία ίδρυσε ο σύζυγός της και  στην οποία και η ίδια εργαζόταν, αντιμετώπισε τεράστια οικονομικά προβλήματα και έλλειψη ρευστότητας και προκειμένου να τα αντιμετωπίσει, συμψήφισε, με δική της αποκλειστικά  πρωτοβουλία, απαίτηση που διατηρούσε από παλαιότερη συνεργασία με την κυρίως εναγομένη, παρακρατώντας τα χρήματα που η τελευταία της κατέβαλε προκειμένου να εξοφλήσει τα τιμολόγια εκδόσεως της ενάγουσας. Επιβεβαίωσε δε περαιτέρω ότι η κυρίως εναγομένη της έχει καταβάλει τα ποσά που όφειλε προκειμένου να εξοφληθούν τα τιμολόγια της ενάγουσας  για αυτό εξάλλου και απεστάλη σ’ αυτήν από την διαχειρίστρια της  «………» το από 1-11-2012 ηλεκτρονικό μήνυμα  στο οποίο αναφέρεται ότι οι λογαριασμοί της εταιρίας προς την κυρίως εναγομένη έχουν  κλείσει από το 2011. Τέλος επιβεβαιώνει την οικονομική αδυναμία της προσθέτως παρεμβαίνουσας να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στην τελευταία  το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των 90.000 ευρώ στο οποίο ανέρχεται, περίπου, η αξίωσή της εφόσον αφαιρεθεί ποσό αντίστοιχο του 30%.

Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό της παρεμπιπτόντως εναγομένης περί συμψηφισμού της απαίτησης της παρεμπιπτόντως ενάγουσας  με εναντίον αυτής απαίτηση δική της, λεκτέα τα ακόλουθα: από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 Α.Κ. προκύπτει ότι κατά το χρόνο επίκλησης  του συμψηφισμού, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 633/2015, 1617/2009 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με άλλα λόγια το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού που μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ένστασης, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 Α.Κ.), δημιουργείται από τη στιγμή, που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν και επομένως, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Μεταγενέστερη σε δίκη επίκληση του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ένσταση αλλά διαδικαστική πράξη, με την οποία ανακοινώνεται στο δικαστήριο ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί, άλλως εξοφληθεί. (ΑΠ 1454/2018, 486/2016, 435/2015, 450/2013 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού δεδομένου ότι ήδη η παρεμπιπτόντως εναγομένη έχει παρακρατήσει με δική της πρωτοβουλία το απαιτούμενο ποσό προς εξόφληση της απαίτησης που ισχυρίζεται ότι είχε κατά της κυρίως εναγομένης πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, προβάλλοντας επομένως ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της εναντίον της αξίωσης της παρεμπιπτόντως ενάγουσας-εναγομένης.

Αποδείχθηκε περαιτέρω από τα ίδια ως άνω προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως τα προσκομισθέντα από την παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία έγγραφα, ενδεικτικά αναφερόμενα ανταλλαγέντα ηλεκτρονικά μηνύματα τα ακόλουθα: Η εν λόγω εταιρία είχε συνάψει συμφωνία πρακτόρευσης, στις 30-5-2003, με την εταιρία «……..» στα πλαίσια της οποίας θα πρακτόρευε τα πλοία συμφερόντων της αντισυμβαλλομένης της, συγκεκριμένα θα παρείχε τις υπηρεσίες της σε πλοία της γραμμής …… που ήταν είτε  της ιδιοκτησίας της, είτε υπό την διαχείρισή της, είτε, τέλος ναυλωμένα από την ίδια  και κατέπλεαν σε ελληνικά λιμάνια και κυρίως σ’ αυτό του Πειραιά. Στα πλαίσια αυτά εξέδωσε το με αριθμό ……. τιμολόγιο ποσού 253.191 ευρώ στο όνομα της άνω αντισυμβαλλομένης της, το οποίο αφορούσε έξοδα αποκατάστασης ζημιών που υπέστη  μετά από σύγκρουση το υπό την διαχείριση της τελευταίας πλοίο «CC». Την εντολή για την καταβολή του κόστους αποκατάστασης των ζημιών στο ίδιο το πλοίο και όχι καταβολής αποζημίωσης σε τρίτον, είχε λάβει η «…….»   από την «………» με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του άνω πλοίου. Το γεγονός ότι το εν λόγω τιμολόγιο εκδόθηκε στο όνομά της ενώ κατά τους ισχυρισμούς της κυρίως εναγομένης δεν ήταν η πλοιοκτήτρια του πλοίου, δεν επηρεάζει την υποχρέωσή της προς πληρωμή του,  καθώς  δεν αποδείχθηκε ούτε άλλωστε και η εναγόμενη το επικαλείται, ότι αυτή είχε δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη, για τον οποίο σε κάθε περίπτωση είναι νόμιμη αντιπρόσωπός του,  δεν συνάγεται δε από τις περιστάσεις ότι επιχείρησε  τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, ούτε αποδείχθηκε ότι η δικαιοπραξία αυτή υπερέβη τα όρια της εξουσίας του  (ΑΠ 57/2002,  ΕΠ 269/2016, 497/2013, 77/2008 5/2012  δημοσ στην ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως με βάση τη προαναφερόμενη συμφωνία πρακτόρευσης αποδεικνύεται ότι η «……» συναλλασσόταν αποκλειστικά με την «. . . ….» από την οποία και λάμβανε τις αμοιβές της για τις υπηρεσίες πρακτόρευσης που παρείχε στα πλοία συμφερόντων της. Για την εξόφληση του άνω τιμολογίου η παρεμπιπτόντως εναγομένη έχει λάβει συνολικά το ποσό των 172.791,44 ευρώ και απέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο  ανερχόμενο στο ποσό των 80.399,56 ευρώ για το οποίο εξακολουθούσε να διατηρεί αξίωση καταβολής του, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού της παρεμπιπτόντως ενάγουσας περί παραιτήσεως αυτής από την απαίτησή της  με βάση το από  1-11-2012 ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο απέστειλε  σε συνέχεια αλληλογραφίας με υπάλληλο της παρεμπιπτόντως ενάγουσας που αφορούσε χρεωστικό σε βάρος της  «…..» ποσό που εμφανιζόταν στα στοιχεία της πρώτης και δεν αφορούσε την άνω απαίτηση της πράκτορος.  Εξάλλου από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται η συνεχής όχληση προς εξόφληση του εν λόγω υπολοίπου από την «…..»  προς την «. . . ..», αρχικά και στη συνέχεια προς την διάδοχό της,  από 2/2009,  εταιρία με την επωνυμία «………» προς την οποία μάλιστα η παρεμπιπτόντως εναγομένη απέστειλε επιστολή με την οποία επιβεβαίωνε ότι θα συνέχιζε να εκτελεί τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει με την αρχική από 30-5-2003 συμφωνία πρακτόρευσης με αντισυμβαλλόμενη πλέον την ίδια (την «…….») και για τα ίδια πλοία της γραμμής «…..». Στη συνέχεια, όταν τον Μάρτιο 2009 η κυρίως εναγομένη απέκτησε το σύνολο των μετοχών της «……..» και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κατάρτισε, όπως προαναφέρεται, την συμφωνία πρακτόρευσης με την παρεμπιπτόντως εναγομένη, η τελευταία συνέχιζε να οχλεί για την εξόφληση του άνω ποσού. Ενδεικτικά αναφέρεται το από 23-11-2011 ηλεκτρονικό μήνυμα προς την εναγομένη όπου εκτός της αναφοράς του ανεξόφλητου ποσού, η διαχειρίστρια-νόμιμη εκπρόσωπος της  «….» αναφέρεται και στην διαδοχή της «…….» από την, χωρίς όπως και στις λοιπές οχλήσεις για το χρέος, να υπάρξει αρνητική απάντηση των άνω εταιριών με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Επιπρόσθετα  πρέπει να επισημανθεί ότι στην  αλληλογραφία μεταξύ των ανωτέρω εταιριών,  τις αντισυμβαλλόμενες της «…….» εκπροσωπούσε ο εξετασθείς ως μάρτυρας της εναγομένης, ……., ο οποίος μάλιστα είχε ζητήσει από την ελληνική εταιρία να μην προβεί σε λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τα ανεξόφλητα ποσά που της όφειλε η «…….» προκειμένου να καταστεί δυνατή η επαναπαράδοση του πλοίου στους πλοιοκτήτες του. Συγκεκριμένα με το από 19-10-2006 ηλεκτρονικό μήνυμα που απεστάλη από τον ίδιο τον …. και την ηλεκτρονική του διεύθυνση ……… ζήτησε αυτός την επιβεβαίωση της  «……» ότι δεν θα προβεί σε ασφαλιστικά μέτρα –σύλληψη του πλοίου «CC» για οποιαδήποτε ποσά οφείλει η «……..».

Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται περαιτέρω ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη διατηρούσε μακροχρόνια συνεργασία αφενός μεν με την  κυρίως ενάγουσα, από 25ετίας περίπου, για αυτό και  είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους η έκπτωση του ποσοστού 30%, η οποία αναγραφόταν στα τιμολόγια εκδόσεως της δεύτερης, (με την επισήμανση ότι θα ισχύει εφόσον πληρωθούν εντός τριάντα ημερών από την έκδοσή τους), να διατηρείται και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής και έτσι η παρεμπιπτόντως εναγομένη, αν και λάμβανε από την κυρίως εναγομένη ποσά προς εξόφληση των εκάστοτε εκδιδομένων τιμολογίων που αντιστοιχούσαν στο 100% της αξίας  τους, (χωρίς την έκπτωση) παρακρατούσε το αντίστοιχο του ποσοστού της έκπτωσης και απέδιδε στην ενάγουσα το υπόλοιπο, ήτοι το 70% της αξίας του τιμολογίου μετά την αφαίρεση της έκπτωσης ποσοστού 30%. Αφετέρου δε είχε μακροχρόνια από το 1997 συνεργασία με τις (διαδοχικές) δικαιοπαρόχους της εναγομένης και μάλιστα οι εργασίες με αυτές αντιστοιχούσαν στο 80 % του συνόλου των εργασιών της όπως προελέχθη, είχε δε αναπτυχθεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ τους συνεκτιμωμένου προς τούτο ότι και στις τρεις εταιρίες σημαίνον στέλεχος ήταν ο ……… με τον οποίο και γίνονταν σε κλίμα εμπιστοσύνης όλες οι συζητήσεις και διαπραγματεύσεις.

Συνοψίζοντας όλα τα προαναφερόμενα αποδείχθηκε ότι η μεν κυρίως ενάγουσα έχει βάσιμη αξίωση κατά της κυρίως εναγομένης ύψους 128.291,45 ευρώ από ανεξόφλητα τιμολόγια που η ίδια εξέδωσε για παρασχεθείσες υπηρεσίες της στα πλοία συμφερόντων της δεύτερης, χωρίς η δεύτερη να δικαιούται την έκπτωση του 30% επί της αξίας του κάθε τιμολογίου λόγω μη τήρησης του όρου περί εξόφλησης εντός του 30νθημέρου από την έκδοσή τους, εξάλλου και η ίδια η κυρίως εναγομένη ισχυρίστηκε και ουδείς των διαδίκων, αμφισβήτησε ότι κατέβαλε το 100% της αξίας των τιμολογίων στην αντιπρόσωπο και  πράκτορά της. Περαιτέρω ότι η τελευταία, προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγομένη και προσθέτως παρεμβαίνουσα, έλαβε το ποσό των 128.291,45 ευρώ από την κυρίως εναγομένη, πλην όμως παρακράτησε το σύνολο του ποσού αυτού εξοφλώντας απαίτησή της σε βάρος της «…..», δικαιοπαρόχου  της κυρίως εναγομένης, ποσού 80.399 ευρώ  από ανεξόφλητο τιμολόγιο εκδόσεως της ίδιας αλλά και άλλη απαίτησή της, άσχετη με τους εδώ διαδίκους,  το δε υπόλοιπο, περί τις 28.000 ευρώ, παρακράτησε και δεν απέδωσε στην (κυρίως) ενάγουσα λόγω της συμφωνίας τους να εξοφλεί το 70% του κάθε τιμολογίου μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα που καθοριζόταν κατόπιν συνεννόησής τους. Ειδικότερα η κυρίως ενάγουσα  ενόψει της εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί με την παρεμπιπτόντως εναγομένη, η οποία μέχρι το 2010 ήταν συνεπής  στις υποχρεώσεις της,  της επέτρεπε την καθυστερημένη εξόφληση των τιμολογίων με μεταχρονολογημένες επιταγές και με την  διατήρηση της έκπτωσης. Ωστόσο επειδή το  εναπομείναν υπόλοιπο των τιμολογίων ουδέποτε εξόφλησε αν και έλαβε το αντίστοιχο ποσό από την εναγομένη, οφείλει να το επιστρέψει ( στην εναγομένη) μετά την αφαίρεση της ως άνω απαίτησης που αποδείχθηκε ότι διατηρούσε σε βάρος της τελευταίας.

Κατόπιν αυτών θα πρέπει γενομένων δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των λόγων της, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση της (κυρίως) ενάγουσας  εταιρίας στη συνέχεια και εφόσον πληρώθηκε η αίρεση υπό την οποία ασκήθηκε, να γίνει δεκτή και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……..  έφεση της (κυρίως) εναγομένης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση να κρατηθεί στο παρόν Δικαστήριο η υπόθεση και αφού συζητηθεί να γίνει δεκτή η (κύρια) αγωγή, να υποχρεωθεί η (κυρίως) εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 128.291,45 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, καθώς η αιτουμένη με την αγωγή ημερομηνία έναρξης δεν προσδιορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο αφού δεν μνημονεύονται σ’αυτήν ποια από τα τιμολόγια που εξέδωσε δεν έχουν εξοφληθεί ώστε να προσδιοριστεί ο χρόνος που αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα  αγωγή και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, μετά την αφαίρεση του ποσού της απαίτησής της (:80.399,56 ευρώ) από  χρηματικό ποσό που εκείνη υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα (128.291,45ευρώ), 47.891,89 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της κυρίως ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της κυρίως εναγομένης και τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, αμφοτέρων ομοίως των βαθμών δικαιοδοσίας να επιβληθούν κατά την έκταση της νίκης της σε βάρος της  παρεμπιπτόντως εναγομένης , κατόπιν παραδοχής των αντίστοιχων αιτημάτων των διαδίκων και όπως τα έξοδα προσδιορίζονται στο διατακτικό, τέλος να επιστραφούν στις εκκαλούσες τα παράβολα που κατέθεσαν για την άσκηση των εφέσεων τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις  με αριθμ. έκθ. κατάθ. …….  και …… εφέσεις κατά της 3999/1-9-2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 1-4-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……. αγωγή της ενάγουσας,  αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική  διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 1-4-2014 αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (128.291,45),με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων (5.700) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 5-12-2014 παρεμπίπτουσα αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (47.891,89), πλέον τόκων και εξόδων.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβολών για την άσκηση των εφέσεων στις εκκαλούσες και συγκεκριμένα το . . . ηλεκτρονικό παράβολο στην εκκαλούσα «…….» και το …. στην (επικουρικώς) εκκαλούσα «……….».

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  4 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ