Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 197/2019

Αριθμός  197/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύων Εφέτης (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών), Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, και από τη Γραμματέα K.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 21-3-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεση των εναγόντων, ως ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων,  υπ’αριθμ. 3941/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 17-8-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγή τους, απευθυνόμενη κατά της εναγομένης Τράπεζας, περί της αναγνωρίσεως της ακυρότητας συμβατικών όρων δανειακών συμβάσεων, στις οποίες οι ίδιοι συμβλήθηκαν ως δανειολήπτες, άλλως περί αναπροσαρμογής της οφειλόμενης αντιπαροχής τους, και περί καταδίκης σε σχετική δήλωση βουλήσεως. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 § 1 εδ.α΄, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 κατ’άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο ή άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει καταβληθεί κατά την άσκησή της, το νόμιμο παράβολο (σχετ. το από 20-3-2018 αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς, του με κωδικό …… e-παραβόλου).  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522,  533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 197/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), υπάρχει δηλαδή μεταξύ τους δεσμός προδικαστικότητας (ΑΠ 2182/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 194/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η ευχέρεια αυτή του δικαστηρίου, ακόμη και του δευτεροβάθμιου, υπάρχει εφόσον προβλέπεται ακόμη ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα πρέπει να αναβληθεί. Εκτός όμως από την πρόληψη εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, ο δικαστής που καλείται να αναστείλει τη δίκη σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβραδύνσεως της. Η αναστολή που από τη φύση της επιβραδύνει τη διαδικασία, θα πρέπει να ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος και να μην παρελκύει απλώς τη δίκη. Έτσι δεν είναι δυνατή η αναστολή της δίκης, εάν αυτή έχει ως συνέπεια την παρέλκυση της δίκης για πολλά χρόνια, χωρίς να διευκολύνεται η οικονομία της δίκης και ο σκοπός εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης (EφΑΘ 1147/2012 ΕλλΔνη 2013.1092, ΕφΘεσ 63/2009 ΕΦΑΔ 2009.826) .

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερθείσα από 17-8-2015 αγωγή τους, οι ενάγοντες-εκκαλούντες εξέθεταν ότι, δυνάμει των υπ’αριθμ. ……. και ….. συμβάσεων δανείου, που συνήψαν με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…….», της οποίας η εναγομένη τυγχάνει ειδική διάδοχος, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, με πρόσθετες πράξεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, χορηγήθηκε στον πρώτο και τη δεύτερη απ’αυτούς (ενάγοντες), ως συνοφειλέτες, με την εγγύηση του τρίτου και της τέταρτης των εναγόντων, στεγαστικό δάνειο ύψους 100.000 και 50.000 ευρώ, αντίστοιχα, για την ανέγερση κατοικίας στη νήσο Κέα Κυκλάδων, τα οποία τελικώς μετατράπηκαν από στεγαστικά δάνεια «euribor» σε στεγαστικά δάνεια «libor» ξένου νομίσματος και δη ελβετικού φράγκου, με κυμαινόμενο επιτόκιο, αποπληρωτέα τελικώς σε δεκαοκτώ (18) και δεκαέξι (16) έτη, αντίστοιχα, μέσω συνεχών, μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων.  Ότι η μετατροπή του κεφαλαίου των δανειακών συμβάσεων, για τις οποίες ουδείς λόγος συνέτρεχε, αφού δεν διέθεταν και δεν επρόκειτο να αποκτήσουν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο ούτε και προτίθεντο να διοχετεύσουν τα ποσά των δανείων σε συναλλαγή σε ελβετικά φράγκα, υποδείχθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας, ως συμφέρουσα, αφού θα τους εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο και, επομένως, χαμηλότερη επιβάρυνση της μηνιαίας δόσης τους, χωρίς οι τελευταίοι να τους επισημάνουν τον κίνδυνο μεταβολής του ποσού των δανείων, ενόψει ενδεχόμενης μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ότι μετά το έτος 2010 οι μηνιαίες δόσεις που καλούνταν να καταβάλουν, παρουσίασαν σημαντική αύξηση, λόγω της ραγδαίας και απρόβλεπτης υποτίμησης του ευρώ, έναντι του ελβετικού φράγκου,  για την οποία, παρά την ανησυχία τους, έλαβαν τη διαβεβαίωση από τους άνω υπαλλήλους ότι επρόκειτο για προσωρινή κατάσταση. Ότι, τελικά, μετά και την από 15-1-2015 απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας για απελευθέρωση της σταθερής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου-ευρώ, υπήρξε δραματική μεταβολή της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων με σημαντική υποχώρηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, καθώς στις 8-6-2015 η ισοτιμία αυτή ανερχόταν σε 1,05, με σημαντική επιβάρυνσή τους, όπως ειδικότερα αναλύεται. Ότι οι επίδικες συμβάσεις αποτελούν ουσιαστικά επενδυτικά προϊόντα και με την υπογραφή των τροποποιήσεών τους οι ίδιοι ενεπλάκησαν σε συμβάσεις υψηλού ρίσκου, που διέφεραν ουσιωδώς από εκείνες των στεγαστικών δανείων που πράγματι επιθυμούσαν. Ότι δεν έλαβαν ειδική και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο, όσο και κατά τη διάρκεια των συμβάσεων, περί των κινδύνων, της δυνατότητας και του κόστους κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου που αυτές περιείχαν και τον οποίο οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, ούτε οι υπάλληλοι που συμβλήθηκαν για λογαριασμό της δανείστριας στις κρίσιμες τροποποιήσεις της μετατροπής των κεφαλαίων των δανείων σε ελβετικό φράγκο, είχαν την κατάλληλη πιστοποίηση του άρθρου 49 του ν.3371/2005, ώστε να είναι σε θέση να τους παρέχουν εξειδικευμένες πληροφορίες σχετικά με την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου. Ισχυριζόμενοι, ακολούθως, ότι : α/ οι πρόσθετες πράξεις τροποποίησης των στεγαστικών τους δανείων σε ελβετικό φράγκο  είναι ανυπόστατες εφόσον δεν τους παραδόθηκαν πράγματι ελβετικά φράγκα αλλά η οφειλή τους προέκυψε μόνον λογιστικά, β/ τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αποτελούν απαγορευμένη μορφή χρηματοδότησης κατά την Π.Δ.Τ.Ε 1955/1991, αφού δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση στεγαστικού δανείου μέσω χρηματοπιστωτικών μέσων, που έχουν τα στοιχεία της επένδυσης, και, επομένως, οι άνω πράξεις είναι άκυρες, κατ’άρθρο 174 του ΑΚ, γ/ η χορήγηση στεγαστικών δανείων σε συνάλλαγμα έγινε παρανόμως, ελλείψει ανάγκης κίνησης κεφαλαίων στο εξωτερικό, χρηματοδότησής τους σε ξένο νόμισμα και εξυπηρετούμενης συναλλαγής σε ξένο νόμισμα, και ως εκ τούτου οι προαναφερθείσες πράξεις είναι και για το λόγο αυτό άκυρες, δ/ επικουρικά, οι τροποποιήσεις αυτές είναι άκυρες, καθώς ουσιαστικά αναθέτουν ανεπίτρεπτα τον  προσδιορισμό της παροχής τους στην απόλυτη κρίση της δανείστριας, ε/ επικουρικότερα, ότι οι προδιατυπωμένοι όροι των συμβάσεων που αφορούν στη διαμόρφωση της παροχής τους είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 § § 6 και 7 ε) και ια) του ν.2251/1994, καθώς επιφέρουν σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, δεν είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της διαφάνειας, και επιτρέπουν στη δανείστρια Τράπεζα να προσδιορίζει μονομερώς και κατά την απόλυτη κρίση της το ύψος της εκάστοτε δόσης ή του εκάστοτε καταλοίπου των δανείων τους, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία, που η ίδια διαμόρφωνε, με κριτήρια, όχι εύλογα και ειδικά και μάλιστα γνωστά στους ίδιους εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα τη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών τους, άλλως διότι αντιβαίνουν την αρχή της καλής πίστης, και ότι η ακυρότητα αυτών, λόγω του ουσιώδους χαρακτήρα τους, επιφέρει ακυρότητα των συμβάσεων στο σύνολό τους, στ/ επικουρικότερα, οι πρόσθετες αυτές πράξεις δανείου είναι άκυρες, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ,  ως αντίθετες στα χρηστά ήθη, αφού αντιβαίνουν τις ιδέες του κατά γενική αντίληψη έμφρονος ανθρώπου, και διότι η δανείστρια τράπεζα προέβη στη συνομολόγησή τους, εκμεταλλευόμενη την απειρία τους και αποσιωπώντας τους αθέμιτα τους κινδύνους που ενείχαν, με αποτέλεσμα την προφανή δυσαναλογία μεταξύ της δικής της παροχής και της αντιπαροχής των ιδίων, χωρίς μάλιστα πρόβλεψη δυνατότητας αντιστάθμισης για την υπερβολική αύξηση της οφειλής τους,  άλλως ως αντίθετες στην καλή πίστη, ζ/ επικουρικότερα, οι τροποποιήσεις αυτές αποτελούν προϊόν απάτης άλλως πλάνης τους, γεγονός που τις καθιστά ακυρώσιμες, κατά τα άρθρα 147 και 140 του ΑΚ, η/ επικουρικότερα, είναι εικονικές και ως εκ τούτου άκυρες, κατ’άρθρο 138 του ΑΚ, θ/ επικουρικότερα, οι γενόμενες μετατροπές σε ξένο νόμισμα είναι άκυρες λόγω έλλειψης αποδεικτικού τύπου, σύμφωνα με την Π.Δ.Τ.Ε 2325/1994, άλλως λόγω της επίρριψης στους ίδιους του συναλλαγματικού κινδύνου, ι/ επικουρικότερα ότι οι επίμαχες τροποποιητικές συμβάσεις είναι άκυρες, κατά τις διατάξεις των άρθρων 388 άλλως 288 του ΑΚ, καθώς τα περιστατικά στα οποία οι ίδιοι στήριξαν τη σύναψή τους μεταβλήθηκαν στη συνέχεια και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, με αποτέλεσμα η οφειλόμενη εκ μέρους τους παροχή να καταστεί υπέρμετρα επαχθής. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, οι ενάγοντες ζητούσαν : 1/ να αναγνωριστεί ότι οι πρόσθετες πράξεις μετατροπής της οφειλής τους από τις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο, είναι ανυπόστατες, 2/ επικουρικά να αναγνωριστεί ότι οι πρόσθετες αυτές πράξεις είναι άκυρες, διότι αντιβαίνουν στην Π.Δ.Τ.Ε 1955/1991, επικουρικά στις διατάξεις της Π.Δ.Τ.Ε 2325/1995, όπως ίσχυε κατά την κατάρτισή τους και επικουρικότερα, του άρθρου 372 του ΑΚ, λόγω της αοριστίας της παροχής τους, 3/ επικουρικότερα ότι είναι άκυρες στο σύνολό τους, διότι περιέχουν καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, κατά το άρθρο 6 § 2 του ν.2251/1994, επικουρικότερα διότι είναι αντίθετες στα χρηστά ήθη, με εκμετάλλευση εκ μέρους της δανείστριας της απειρίας τους περί τα χρηματοοικονομικά δεδομένα, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση παροχής, που τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την αντιπαροχή της τράπεζας άλλως, ως καταχρηστικές, κατ’άρθρο 281 του ΑΚ, 4/ επικουρικότερα, ότι είναι άκυρες, κατά τα άρθρα 147 άλλως 140 του ΑΚ, άλλως ως εικονικές, 5/ επικουρικότερα να απαγγελθεί η ακυρότητα της προς αυτούς επίρριψης των κινδύνων εκ των συμβάσεων, σύμφωνα με την Π.Δ.Τ.Ε 2325/1994, όπως ίσχυε, και επικουρικότερα, να αναγνωριστεί η ακυρότητα των όρων τους (2.1, 2.4 και 3.1) των πρόσθετων πράξεων περί μετατροπής των δανείων σε ελβετικό φράγκο, ως καταχρηστικών, κατ’άρθρο 2 § § 6 και 7 του ν.2251/1994 και, όλως επικουρικώς, να αναπροσαρμοστεί το άληκτο κεφάλαιο των δανείων, κατά  τα άρθρα 388 άλλως 288 του ΑΚ, στο ποσό των 39.820,376 ευρώ για το πρώτο και των 23.042,14 ευρώ, για το δεύτερο, με ημερομηνία αναφοράς την 8-6-2015. Ζητούσαν, ακόμη, να αναγνωριστεί ότι τα μοναδικά ποσά που έλαβαν ως δάνειο ήταν εκείνα των 100.000 και των 50.000 ευρώ, που αναγράφονται στο αρχικό κείμενο των συμβάσεων, να οριστεί ότι η αποπληρωμή τους θα πρέπει να γίνει με βάση την ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου, κατά το χρόνο σύναψής τους, ήτοι 1,6534 και 1,6568, αντίστοιχα, να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει τα δάνεια, τα άληκτα κεφάλαια αυτών, τις επιμέρους τοκοχρεωλυτικές δόσεις και κάθε καταβολή εκ μέρους τους, από την ημέρα εκταμίευσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, με βάση την προαναφερθείσα ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αφαιρούμενων από αυτά όλων των δόσεων που είχαν καταβάλει έως εκείνο το χρόνο, να καταδικαστεί η εναγομένη σε δήλωση βουλήσεως προκειμένου να καταρτιστούν νέες τροποποιητικές συμβάσεις, με τις οποίες θα αναγνωρίζεται ότι το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου της πρώτης σύμβασης ανέρχεται σε 39.820,376 ευρώ και της δεύτερης σε 23.042,14 ευρώ, κατά την 8η-6-2015, ή σε όποιο ποσό θα έχει αυτό διαμορφωθεί, με βάση τις γενόμενες καταβολές, έως την έκδοση της απόφασης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να απέχει στο μέλλον από κάθε παράνομη επιβολή τόκων και, τέλος, να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του, έκρινε την αγωγή, ως μη νόμιμη, όσον αφορά όλα τα αιτήματά της πλην του υπ’αριθμ. 5/ περί αναγνώρισης της ακυρότητας των επικαλούμενων όρων αυτής ως καταχρηστικών, και τελικώς, μετά την απόρριψη αυτού ως κατ’ουσίαν αβάσιμου, την απέρριψε στο σύνολό της, συμψηφίζοντας τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους,  και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά τους έξοδα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

Εν προκειμένω, κρίσιμο, μεταξύ άλλων, είναι το ζήτημα εάν συγκεκριμένοι όροι της σύμβασης που τροποποιήθηκαν με τις από 4-5-2007 όσον αφορά την πρώτη υπ’αριθμ. …… δανειακή σύμβαση και από 8-5-2007, όσον αφορά τη δεύτερη, υπ’αριθμ. …… σύμβαση, πρόσθετες πράξεις μετατροπής στεγαστικών δανείων «Euribor» τοκοχρεωλυτικών σε στεγαστικά δάνεια «Libor» ξένου νομίσματος,  εντάσσονται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης (naturalia negotii), απηχώντας εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου 291 του ΑΚ, με αποτέλεσμα να εκφεύγουν του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. και 13η σκέψη του Προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας), ή, εάν αντίθετα, δεν αποτελούν τέτοιους όρους, και, επομένως, υπόκεινται σε τέτοιο έλεγχο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Συγκεκριμένα δε, οι όροι κατά των οποίων βάλλουν οι εκκαλούντες, με την αγωγή αλλά και την έφεσή τους, είναι εκείνοι που προβλέπουν τη μετατροπή του χρεωστικού υπολοίπου τους, ως οφειλετών, όπως αυτό ειδικότερα προσδιορίζεται, σε οφειλή ξένου νομίσματος και δη ελβετικού φράγκου (όρος 2.1), τον καθορισμό ως επιτοκίου του δανείου, του επιτοκίου «Libor CHF» ενός μήνα, προσαυξανόμενου κατά 1,60, όπως αυτό ισχύει για τις χορηγήσεις του συγκεκριμένου νομίσματος και για την περίοδο εξυπηρέτησης της χορήγησης (όρος 2.4) και την εξόφληση των δανείων σε συνεχείς, μηνιαίες, τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το ύψος των οποίων θα εξαρτάται από το ύψος του επιτοκίου, κατά την ημερομηνία της καταβολής τους (3.1). Ήδη δε, με την υπ’ αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου) παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του ίδιου Δικαστηρίου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το παραπάνω νομικό ζήτημα, δηλαδή, αν ο όρος δανειακής σύμβασης που αφορά σε ελβετικό φράγκο, ο οποίος ορίζει ότι εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε EURO, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του ενδοτικού δικαίου, και δη του άρθρου 291 ΑΚ, αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της σύμβασης, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο, ή, αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Ενόψει τούτων, δεδομένου ότι η κρίση επί του ως άνω παραπεμφθέντος στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προπαρατίθεται, δεδομένου ότι αφορά τη νομιμότητα της σχετικής βάσης της ένδικης αγωγής, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 92/2015, ΑΠ 2250/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ),  το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης,  κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ’ αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού του Τμήματος, νομικού ζητήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς και περί του παραβόλου, καθόσον η παρούσα απόφαση (ως προς την κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ αναβολή) είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21-3-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεση των εναγόντων, κατά της υπ’αριθμ. 3941/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά αυτήν.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά τη συζήτησή της, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ` αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  21η Μαρτίου 2019  και δημοσιεύθηκε στις 4 Απριλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

     Ο   ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ