Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 186/2019

Αριθμός    186 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γεωργία Λογοθέτη.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την από 25-11-2015 (αρ. καταθ. ……….) κλήση του εκκαλούντος …….. νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεσή του κατά του καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητου ………. μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015. Η δε από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….), κατωτέρω αναφερόμενη, έφεση ασκήθηκε μετά την κατάθεση της ως άνω κλήσης.

Οι κρινόμενες α) από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεση του ………. κατά του ……… και β) από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεση του ……. κατά του ………… και κατά (και οι δύο εφέσεις) της υπ΄ αρ. 3577/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή τους ή άλλος λόγος απαραδέκτου τους, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 31-7-2014, μέχρι την άσκησή τους (εφέσεων) στις 18-10-2016 και στις 8-10-2014 αντίστοιχα [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον ως προς την από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεση, που ασκήθηκε μετά την 1-1-2016, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 αποφάσεις, όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση (πρβλ ΟλΑΠ 10/2018 που αφορά αναίρεση), ενώ η από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε πριν την 1-1-2016]. Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των ένδικων εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 του ΚΠολΔ).

Με την από 30-4-2013 (αρ. καταθ. ……….) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 21-11-2013, ο ενάγων, ήδη εκκαλών της από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης και εφεσίβλητος της από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης, ισχυρίστηκε ότι από την 18-3-2009 έως την 18-12-2012 απασχολήθηκε ως εργάτης ταπετσέρης στην επιχείρηση που διατηρεί ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών της από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης και εφεσίβλητος της από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι συμφωνήθηκε να εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα με ωράριο 09:00 έως 17:00 και με μισθό τον προβλεπόμενο από την ισχύουσα σχετική ΣΣΕ. Ότι μέχρι την 31-12-2011 εργαζόταν από τις 09:00 μέχρι τις 19:00 τις καθημερινές, ενώ εργαζόταν και το Σάββατο από τις 09:00 μέχρι τις 14:00, χωρίς να αμείβεται για τις επιπλέον ώρες εργασίας και με μισθό κατώτερο από τον προβλεπόμενο. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι το έτος 2012 εργάστηκε σύμφωνα με το συμφωνηθέν ωράριο, αλλά πάλι με μισθό κατώτερο από τον προβλεπόμενο. Ότι την 18-12-2012 ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν μερικού νόμιμου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές έτους 2010 και μέχρι την 31-8-2011 (μεταξύ των οποίων και δώρα εορτών και επίδομα αδείας), καθώς και ως προς την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστημα από 3-5-20 10 μέχρι 26-2-2011, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), την οποία επανέλαβε με την προσθήκη των προτάσεών του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.760,16 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης, διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών από 18-3-2009 έως 31-8-2009 (καθώς και διαφορά δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας έτους 2009), από 1-9-2011 έως 31-12-2011 (καθώς και δώρο Χριστουγέννων έτους 2011) και έτους 2012 (μέχρι 18-12-2012), αμοιβή υπερεργασίας έτους 2009, από 4-1-2010 μέχρι 2-5-2010 και από 28-2-2011 μέχρι 31-12-2011 (πλην του μηνός Αυγούστου και μέχρι 4-9-2011) και αμοιβή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης (στην οποία συμπεριλαμβάνει και την εργασία του Σαββάτου) έτους 2009, από 4-1-2010 μέχρι 2-5-2010 και από 28-2-2011 μέχρι 31-12-2011 (πλην του μηνός Αυγούστου και μέχρι 4-9-2011), νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3577/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 31-7-2014, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν διαλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο σαφής και ειδική αναφορά των στοιχείων του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως προς την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα μέχρι την 10-5-2010, αλλά αντίθετα ο ενάγων συμπεριλαμβάνει την απασχόληση κατά το Σάββατο στην υπερωριακή εργασία, δέχθηκε κατά τα λοιπά ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγομένου, και νόμιμη, απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι η άσκηση της αγωγής είναι καταχρηστική ως νόμω αβάσιμο, δέχθηκε τη σχετική ένσταση εξόφλησης του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, που επίσης προέβαλε ο εναγόμενος, ως νόμω και ουσία βάσιμη, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.471,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο αιτιολογικό της εκκαλουμένης για τα επιμέρους κονδύλια, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ και καταδίκασε τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των 350 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, αναφορικά με τα εκκληθέντα με αυτές (εφέσεις) κεφάλαια, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν 1) με την από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του εφεσίβλητου, καθώς επίσης να επανέλθουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και να αποδώσει ο εφεσίβλητος σ΄ αυτόν (εκκαλούντα) το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σ΄ αυτόν (εφεσίβλητο), ως προσωρινά εκτελεστό κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης της ένδικης έφεσης, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και 2) με την από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ΄ όλο το αιτητικό (όπως αυτό περιορίσθηκε) η ένδικη αγωγή του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 του ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών για την παροχή υπερεργασίας ή την παροχή κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του μισθωτού, η εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις νόμιμος μισθός του μισθωτού, ήτοι ο βασικός μισθός και τα επιδόματα που αντιστοιχούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές, η χρονική διάρκεια της ημερήσιας και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του μισθωτού με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ωρών υπερεργασίας και ο αριθμός των ωρών κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά. Σε περίπτωση δε που ο εργαζόμενος με την αγωγή του ζητεί διαφορές µεταξύ των αποδοχών τις οποίες δικαιούται και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές τις οποίες αυτός έλαβε, ώστε να προκύπτει υπέρ αυτού η αιτούμενη διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστηµα (ΑΠ 276/2015, ΑΠ 2203/2014, ΑΠ 1133/2010). Δεν απαιτείται όμως, για το ορισμένο της αγωγής η αναγραφή των ποσών που ο ενάγων μισθωτός έλαβε από τον εναγόμενο εργοδότη του χωριστά για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο (βασικός μισθός, επιδόματα κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη (ΑΠ 965/1998, ΕφΚρητ 514/2007) η δε αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής του συνόλου του ληφθέντος ποσού ενέχει καθ΄ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι των αγωγικών αξιώσεων, χωρίς επιμερισμό των καταβολών κατά κονδύλιο (ΑΠ 1291/1994). Και τούτο διότι οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν και κατά συνέπεια δεν διώκεται από τον ενάγοντα (ΑΠ 533/2018, ΑΠ 424/2018). Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την 11770/20-2-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 81/20-2-1984), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την 12425/10-3-1982 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β΄ 15/19-3-1982) και κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983 και επομένως ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (ΑΠ 418/2004, 1207/2002). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας, υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργάσιμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών μέχρι τη συμπλήρωση των 45 ωρών, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή, ήτοι καταβαλλόμενο ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%, κατ΄ άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, ενώ από 15-7-2010 κατά 20%, κατ΄ άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως, έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή αυτή εργασία αμείβεται ανάλογα με το χαρακτηρισμό της ως νόμιμης ή παράνομης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 3385/2005, μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, ενώ από 15-7-2010 κατά 40%, κατ΄ άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%, ενώ από 15-7-2010 κατά 60%, κατ΄ άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται κατ΄ εξαίρεση υπερωρία, για κάθε ώρα της οποίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%, ενώ από 15-7-2010 κατά 80%, κατ΄ άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010. Όμως, η υπερεργασιακή ή υπερωριακή απασχόληση υπολογίζεται μόνο κατά τις εργάσιμες ήμερες της εβδομάδας, στις οποίες δεν συγκαταλέγεται το Σάββατο, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομάδας εργασίας (ΑΠ 418/2004 ΕλλΔνη 2006.146, ΕφΛαμ 28/2009). Η επί 8ώρο εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά το Σάββατο, ημέρα υποχρεωτικής αναπαύσεως λόγω εξάντλησης του πενθήμερου, απαγορευμένη από κανόνα δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατ΄ άρθρο 904 του ΑΚ. Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλον μισθωτό, τον οποίο θα απασχολούσε εγκύρως υπό τις ίδιες συνθήκες με τον ακύρως εργασθέντα κατά τον ως άνω χρόνο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις του τελευταίου, τα προσωποπαγή επιδόματα, και δη λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να προσληφθεί εγκύρως (ΑΠ 192/2011, ΑΠ 1519/2008, ΑΠ 2161/2007, ΑΠ 45/2006). Όμως, από την 11-5-2010, για την εργασία σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης οφείλονται οι καταβαλλόμενες αποδοχές προσαυξημένες κατά 30%, κατ΄ άρθρο 8 του Ν. 3846/2010. Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό όσον αφορά την επιδίκαση του αιτούμενου ποσού για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα μέχρι την 10-5-2010 εσφαλμένως (η εργασία αυτή) χαρακτηρίζεται με την ένδικη αγωγή ως υπερωρία συνυπολογιζόμενη στην εβδομαδιαία εργασία. Τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή ο εργοδότης εφαρμόζει το σύστημα της πενθήμερης εργασίας στην επιχείρησή του, κατόπιν σχετικής συμφωνίας, και συνεπώς, για τον ενάγοντα, οι ώρες εργασίας κάθε Σαββάτου δεν συναριθμούνται με τις ώρες εργασίας των υπόλοιπων ημερών από Δευτέρα έως Παρασκευή προς εξεύρεση της υπερεργασίας και υπερωρίας (πρβλ. ΑΠ 2125/2007, ΑΠ 418/2004 ΕΕργ.Δ 2005.366, ΑΠ 33/2004 ΔΕΝ 2005.18), κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Το γεγονός αυτό δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν καθιστά αόριστο και νομικά αβάσιμο το εν λόγω κονδύλιο της αγωγής [πρβλ. ΕφΘεσ 3632/1999 Αρμ 2000.1402, ΕφΔωδ 89/2014 (Μον)], αφού στην τελευταία γίνεται αναλυτική μνεία των ωρών της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος κάθε ημέρα των επτά ημερών της εβδομάδας, ώστε να μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο η υπαγωγή των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών στις αντίστοιχες νομικές διατάξεις και να επιδικάσει την αμοιβή υπό τον ορθό χαρακτηρισμό της, ενώ δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιδικάσει επιπλέον του αιτηθέντος. Περαιτέρω και για την αμοιβή για την εργασία τα Σάββατα το ως άνω χρονικό διάστημα, ήτοι έως την 10-5-2010 (εφόσον έκτοτε η αμοιβή για την εργασία αυτή οφείλεται ευθέως εκ του νόμου με βάση τις καταβαλλόμενες αποδοχές συν προσαύξηση 30%), ο ενάγων επικαλείται ρητά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως προς το κονδύλιο αυτό ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, έσφαλε και δεν ερμήνευσε, ούτε εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την αντίστοιχη διάταξή της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 30-4-2013 (αρ. καταθ. ………) αγωγή ως προς το κονδύλιο αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς αυτό. Είναι δε (η αγωγή) νόμιμη και ως προς το ως άνω αίτημα, στηριζομένη επιπλέον στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ και ως προς το αντίστοιχο αίτημα περί τοκοφορίας αυτού είναι νόμιμη από την επίδοση αυτής (ένδικης αγωγής), αφού όποια αξίωση οφείλεται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού το αίτημα τοκοδοσίας είναι νόμιμο μόνο για το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής, αφού δεν υπάρχει δήλη ημέρα καταβολής, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω (η αγωγή) ως προς το αίτημα αυτό και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι και για το αιτούμενο κονδύλιο δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για τη θεμελίωσή της στοιχεία και είναι ορισμένη, καθόσον στο δικόγραφο αυτής αναφέρονται η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του (ενάγοντος) παροχή της εργασίας του, ο συμφωνηθείς  μισθός του (ενάγοντος), ήτοι ο προβλεπόμενος από την οικεία ΣΣΕ, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν τα επίδικα ποσά, η χρονική διάρκεια της ημερήσιας και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του (μισθωτού) με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει ο εναγόμενος.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ………. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (μέχρι και την προθεσμία για την, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προσθήκη των προτάσεων, ήτοι μέχρι και την 24-4-2018, καθόσον το μεταγενεστέρως αυτοκλήτως προσκομισθέν από την πληρεξούσια Δικηγόρο του εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου απόσπασμα της υπ΄ αρ. ΑΤ 2799/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, απαραδέκτως προσκομίσθηκε και δεν λαμβάνεται υπόψη), [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], ανάμεσα στα οποία επίσης και η από 25-11-2013 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ……….. που εκτιμάται ελεύθερα ως γνωμοδότηση προσώπου που έχει ειδικές γνώσεις επιστήμης, η οποία συντάχθηκε ύστερα από αίτηση του εναγομένου και προσκομίζεται από αυτόν (κατ΄ άρθρο 390 του ΚΠολΔ), και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο-εκκαλούντα, υπ΄ αρ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις των ……….. αντίστοιχα, που με επιμέλεια αυτού (ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου-εκκαλούντος), λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, μετά από νόμιμη κλήτευση του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου (βλ. την υπ΄ αρ. ….. έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), καθώς και από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο, υπ΄ αρ. …….. ένορκη βεβαίωση του ………., που λήφθηκε  ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου-εκκαλούντος (βλ. την υπ΄ αρ. ………. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1-6-2007 ο ενάγων προσλήφθηκε από τον …, ενώ μετά τη συνταξιοδότηση του τελευταίου η εργασιακή σχέση του ενάγοντος μεταφέρθηκε την 18-3-2009 στον ………. – εναγόμενο, ο δε ενάγων διατήρησε όλα τα δικαιώματά του από την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση, σύμφωνα με την από 18-3-2009 γνωστοποίηση του εναγομένου. Στην ως άνω ατομική επιχείρηση, τοποθέτησης ταπετσαριών αυτοκινήτων, που διατηρεί ο εναγόμενος στον Πειραιά, ο ενάγων απασχολήθηκε (έως την 18-12-2012 οπότε ο εναγόμενος προέβη σε έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, καταβάλλοντας την αντίστοιχη αποζημίωση, όπως εκτίθεται αναλυτικά κατωτέρω) ως ταπετσέρης με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Κατόπιν τούτων ο ισχυρισμός που προβάλλει ο εναγόμενος ότι ο ενάγων εργάστηκε στην ως άνω επιχείρησή του ως (ανειδίκευτος) εργάτης γενικών καθηκόντων, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, απορριπτόμενου ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμου του σχετικού λόγου της από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω συμφωνήθηκε να εργάζεται (ο ενάγων) πέντε ημέρες την εβδομάδα (Δευτέρα έως Παρασκευή) με ωράριο 09:00 έως 17:00 και με μισθό τον προβλεπόμενο από την ισχύουσα σχετική ΣΣΕ. Μέχρι την 31-12-2011 όμως, [εκτός του μη επίδικου χρονικού διαστήματος από 11-5-2010 έως 11-2-2011, κατά το οποίο εκπλήρωσε (ο ενάγων) τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις], ο ενάγων εργαζόταν από τις 09:00 μέχρι τις 18:00 τις καθημερινές (από Δευτέρα έως Παρασκευή), ενώ εργαζόταν και το Σάββατο από τις 09:00 μέχρι τις 14:00, χωρίς να αμείβεται για τις επιπλέον ώρες εργασίας και με μισθό κατώτερο από τον προβλεπόμενο. Κατόπιν τούτων οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλουν οι διάδικοι, ο μεν ενάγων ότι  εργαζόταν έως τις 19:00, ο δε εναγόμενος ότι ο ενάγων εργαζόταν έως τις 17:00 και δεν εργαζόταν τα Σάββατα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, απορριπτόμενων ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμων των αντίστοιχων σχετικών λόγων των από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) και από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) εφέσεων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επιπροσθέτως, το έτος 2012 ο ενάγων εργάστηκε σύμφωνα με το συμφωνηθέν ωράριο, αλλά πάλι με μισθό κατώτερο από τον προβλεπόμενο. Συνεπώς, ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές α) για το χρονικό διάστημα από 18-3-2009 έως 31-8-2009, σύμφωνα με την οικεία από 24-6-2008 ΣΣΕ (ΠΚ 69/18-7-2008 «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων Μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων καθώς και τμημάτων παραγωγής, επεξεργασίας, συναρμολόγησης, συσκευασίας, επισκευής κ.λ.π. μετάλλου άλλων επιχειρήσεων όλης της χώρας.», όπως και ο ίδιος ο εναγόμενος αναγράφει στις αποδείξεις μισθοδοσίας ότι εφαρμόζεται η ΣΣΕ Μετάλλου όλης της χώρας), [λόγω της ιδιότητάς του ως τεχνίτη με χρόνια προϋπηρεσίας κάτω των 3 ετών 38,34 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 4,60 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 12% ως ταπετσέρης = 42,94 ευρώ – 40,22 ευρώ που του κατέβαλλε ο εναγόμενος, όπως ο ίδιος (ενάγων) συνομολογεί με την αγωγή του (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα και επομένως δικαιούται τη διαφορά, ποσού) = 2,72 ευρώ Χ 137 ημέρες απασχόλησης =] 372,64 ευρώ, επειδή όμως ο εναγόμενος αιτείται το ποσό των 165,77 ευρώ, του οφείλεται αυτό, β) για το χρονικό διάστημα από 1-9-2011 έως 31-12-2011, σύμφωνα με την οικεία από 16-10-2010 ΣΣΕ (ΠΚ 51/9-12-2010), [40,51 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 4,86 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2,43 ευρώ επίδομα τριετίας = 47,80 ευρώ – 46,12 ευρώ που του κατέβαλλε ο εναγόμενος, όπως ο ίδιος (ενάγων) συνομολογεί με την αγωγή του (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα και επομένως δικαιούται τη διαφορά, ποσού) = 1,68 ευρώ Χ 104 ημέρες απασχόλησης =] 174,72 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 18-12-2012, σύμφωνα με την οικεία από 16-10-2010 ΣΣΕ (ΠΚ 51/9-12-2010), [40,51 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 4,86 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2,43 ευρώ επίδομα τριετίας = 47,80 ευρώ Χ 25 ημερομίσθια = 1.195 ευρώ το μήνα Χ 11 μήνες = 13.145 ευρώ + 47,80 ευρώ Χ 12 ημερομίσθια για το μήνα Δεκέμβριο = 573,60 ευρώ και συνολικά 13.718,60 ευρώ –  11.376 (= 948 ευρώ Χ 12 μήνες) ευρώ που του κατέβαλλε ο εναγόμενος, όπως ο ίδιος (ενάγων) συνομολογεί με την αγωγή του (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα και επομένως δικαιούται τη διαφορά, ποσού) = 2.342,60 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία 2.683,09 (= 165,77 + 174,72 + 2.342,60) ευρώ. Ο εναγόμενος με λόγο της ένδικης από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) εφέσεώς του παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι καθ΄ όλο το έτος 2012 δεν του κατέβαλε (ο ίδιος, ο εναγόμενος, στον ενάγοντα) τα ποσά που αναφέρουν οι σχετικές αποδείξεις αλλά αντίθετα του κατέβαλε 680 ευρώ μηνιαίως, καθαρά, που είναι κατώτερα από αυτά που ορίζει η οικεία ΣΣΕ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατά το έτος 2012 κατέβαλε στον ενάγοντα τα προαναφερόμενα ποσά. Εξάλλου, μόνο δε το γεγονός ότι ο ενάγων συνέχιζε επί σειρά μηνών να εισπράττει αδιαμαρτύρητα τα πράγματι καταβληθέντα σε αυτόν ποσά, χωρίς να αποδεικνύεται ότι προέβαλε αξιώσεις για μεγαλύτερες αποδοχές, είναι άνευ εννόμου επιρροής, ως προς την αξίωσή του να επιδιώξει την καταβολή αυτών, αφού σε κάθε περίπτωση κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν, είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, όπως εν προκειμένω που οι προαναφερόμενες ένδικες αξιώσεις αποτελούν τα ελάχιστα όρια νόμιμων αποδοχών και συνεπώς είναι εκκαθαρισμένες, είναι άκυρη. Περαιτέρω σε κάθε περίπτωση επί χρηματικής οφειλής, όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι εξόφλησε την οφειλή του με καταβολή, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη γενόμενη καταβολή, ο δε ισχυρισμός του αυτός αποτελεί ένσταση (καταλυτική της αγωγής) που πρέπει να προτείνεται σαφώς και ορισμένως. Στην προκειμένη περίπτωση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος, μεταξύ άλλων, προέβαλε, κατά τα προαναφερόμενα, την ένσταση εξόφλησης του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ως νόμω και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και η οποία θα ερευνηθεί κατωτέρω. Επίσης, αρνήθηκε την αγωγή και επικαλέσθηκε ότι ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει κανένα ποσό από υπερεργασία ή από υπερωριακή απασχόληση, καθόσον παρείχε την εργασία του εντός του συμφωνηθέντος ωραρίου, χωρίς να πραγματοποιεί υπερωρίες ή εργασία κατά ημέρα Σάββατο, οι δε νόμιμες αποδοχές του έχουν ολοσχερώς εξοφληθεί, καθώς επίσης ότι τα καταβληθέντα από την πρόσληψή του και μέχρι την 1-1-2012 ημερομίσθια είναι αυτά που ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι εισέπραξε. Ακολούθως, ο ισχυρισμός του εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε ο ενάγων ότι κατά τη συζήτηση ενώπιον της Επιθεωρήτριας Εργασίας Πειραιά παρέλαβε πρώτη φορά αντίγραφα των σημειωμάτων μισθοδοσίας και αντιλήφθηκε ότι ο ίδιος (εναγόμενος) ανέγραφε διαφορετικά ποσά από αυτά που πράγματι του κατέβαλε (ο εναγόμενος) είναι αόριστος, αφού δεν εξειδικεύει επακριβώς τα χρονικά διαστήματα και τα αντίστοιχα ποσά που έλαβε για κάθε μήνα εργασίας του, είναι (ο ισχυρισμός του εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου) αλυσιτελής, αφού τέτοια έλλειψη, δεν έχει ως συνέπεια αδυναμία άμυνάς του (εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου), αφού οι τυχόν καταβολές παροχών στηρίζουν ισχυρισμό αυτού ως εναγομένου περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθρα 416 και 422 εδ.α του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος-εφεσίβλητου-εκκαλούντος, ούτε καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, η οποία προφανώς θα αφορά τις αυτές κατ΄ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επιμέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση των αποδοχών που καταβλήθηκαν από τις πράγματι οφειλόμενες (πρβλ. ΑΠ 1404/2017). Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει επίσης στον ενάγοντα 1) για δώρο Πάσχα έτους 2009, 2,72 ευρώ η διαφορά μεταξύ νόμιμου ημερομισθίου και καταβαλλόμενου, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, Χ 15 ημερομίσθια = 40,80 ευρώ, έναντι του οποίου ουδέν ποσό έλαβε και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό, πλην όμως του επιδικάστηκε, πρωτοδίκως, χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα, το έλασσον αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 15,12 ευρώ (κατ΄ άρθρο 106 του ΚΠολΔ) και συνεπώς του οφείλεται αυτό, 2) για επίδομα αδείας έτους 2009, 2,72 ευρώ η διαφορά μεταξύ νόμιμου ημερομισθίου και καταβαλλόμενου, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, Χ 15 ημερομίσθια = 40,80 ευρώ, έναντι του οποίου ουδέν ποσό έλαβε και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό, πλην όμως του επιδικάστηκε, πρωτοδίκως, χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα, το έλασσον αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 15,12 ευρώ (κατ΄ άρθρο 106 του ΚΠολΔ) και συνεπώς του οφείλεται αυτό, 3) για δώρο Χριστουγέννων έτους 2011, 1,68 ευρώ η διαφορά μεταξύ νόμιμου ημερομισθίου και καταβαλλόμενου, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, Χ 25 ημερομίσθια = 42 ευρώ, έναντι του οποίου ουδέν ποσό έλαβε και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό, πλην όμως του επιδικάστηκε, πρωτοδίκως, χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα, το έλασσον αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 41,76 ευρώ (κατ΄ άρθρο 106 του ΚΠολΔ), και συνεπώς του οφείλεται αυτό, 4) για υπερεργασία α) για το χρονικό διάστημα από 18-3-2009 μέχρι 31-8-2009, από τις 40 έως 45 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, ήτοι για 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 20 εβδομάδες  = 100 ώρες Χ (42,94 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα Χ 6 : 40 =) 6,44 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 25% η προσαύξηση = 805 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 1-9-2009 μέχρι 31-12-2009, από τις 40 έως 45 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, ήτοι για 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 18 εβδομάδες  = 90 ώρες Χ [44,44 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο (39,68 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 4,76 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας), σύμφωνα με την οικεία από 16-10-2010 ΣΣΕ (ΠΚ 51/9-12-2010), Χ 6: 40 =)] 6,66 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 25% η προσαύξηση = 749,25 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 4-1-2010 μέχρι 2-5-2010, από τις 40 έως 45 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, ήτοι για 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 17 εβδομάδες = 85 ώρες Χ (44,44 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα Χ 6 : 40 =) 6,66 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 25% η προσαύξηση = 707,63 ευρώ, δ) για το χρονικό διάστημα από 28-2-2011 μέχρι 30-7-2011, από τις 40 έως 45 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, ήτοι για 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 22 εβδομάδες = 110 ώρες Χ (39,68 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 2,38 ευρώ επίδομα τριετίας + 4,76 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας =) 46,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6 : 40 =) 7,02 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 20% η προσαύξηση = 926,64 ευρώ, ε) για το χρονικό διάστημα από 5-9-2011 μέχρι 31-12-2011, από τις 40 έως 45 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, ήτοι για 5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 17 εβδομάδες = 85 ώρες Χ (40,51 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 4,86 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2,43 ευρώ επίδομα τριετίας =) 47,80 ευρώ Χ 6 : 40 =) 7,17 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 20% η προσαύξηση = 731,34 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία του οφείλει το ποσό των 3.919,86 (=  805 + 749,25 + 707,63 + 926,64 + 731,34) ευρώ, 5) για εργασία Σαββάτου α) για το χρονικό διάστημα από 18-3-2009 μέχρι 31-8-2009, 20 Σάββατα που εργάστηκε ο ενάγων Χ 5 ώρες = 100 ώρες Χ  (42,94 ευρώ βασικό ημερομίσθιο Χ 6 : 40 =) 6,44 το νόμιμο ωρομίσθιο = 644 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 1-9-2009 μέχρι 2-5-2010, 33 Σάββατα Χ 5 ώρες = 165 ώρες Χ  (44,44 ευρώ βασικό ημερομίσθιο Χ 6 : 40 =) 6,66 το νόμιμο ωρομίσθιο = 1.098,90 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 28-2-2011 μέχρι 30-7-2011, 22 Σάββατα Χ 5 ώρες = 110 ώρες Χ (39,68 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 2,38 ευρώ επίδομα τριετίας + 4,76 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας =) 46,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6 : 40 =) 7,02 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 30% η προσαύξηση = 1.003,86 ευρώ, δ) για το χρονικό διάστημα από 5-9-2011 μέχρι 31-12-2011, 17 Σάββατα Χ 5 ώρες = 85 ώρες Χ (40,51 ευρώ βασικό ημερομίσθιο + 4,86 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 2,43 ευρώ επίδομα τριετίας =) 47,80 ευρώ Χ 6 : 40 =) 7,17 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο + 30% η προσαύξηση = 792,29 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία του οφείλει το ποσό των 3.539,05 (= 644 + 1.098,90 + 1.003,86+ 792,29) ευρώ. Σημειώνεται, ότι δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ο αριθμητικός υπολογισμός των ποσών αυτών, ο οποίος, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα προεκτεθέντα, πλην του κονδυλίου που αφορά την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα μέχρι την 10-5-2010, οφείλονται στον ενάγοντα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια ως προς την καταβολή των αποδοχών από τον εναγόμενο, δεχόμενο αυτές που ήδη ο ενάγων είχε αποδεχθεί, αφού ο εναγόμενος, κατά τα ανωτέρω, δεν υπέβαλε ένσταση εξόφλησης, πλην του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, που αναφέρεται κατωτέρω, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 47,80 ευρώ (το τελευταίο νόμιμο ημερομίσθιο) Χ 30 ημερομίσθια (για 5 έτη υπηρεσίας) + 1/6 για την προσαύξηση δώρων = 1.673 ευρώ. Το ποσό αυτό αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος το κατέβαλε στον ενάγοντα, δεκτής γενομένης της σχετικής ένστασης εξόφλησης που προέβαλε ο εναγόμενος πρωτοδίκως και επαναφέρει στον παρόντα βαθμό, ως νόμω (άρθρο 416 του ΑΚ) και κατ΄ ουσίαν βάσιμης. Στην κρίση αυτή καταλήγει το παρόν Δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, ανάμεσα στα οποία και η ενυπόγραφη από τον ενάγοντα εξοφλητική απόδειξη, την οποία ο εναγόμενος (εκτύπωσε μηχανογραφικά από το λογιστήριο της επιχείρησής του και επ΄ αυτής υπέγραψε ο ενάγων και) προσκόμισε πρωτοδίκως και προσκομίζει και στον παρόντα βαθμό. Ο ενάγων προσέβαλε, πρωτοδίκως, την απόδειξη αυτή, ως πλαστή κατονομάζοντας ως πλαστογράφο τον εναγόμενο. Πλην όμως, η ένσταση αυτή, την οποία ο ενάγων επαναφέρει νομίμως και στον παρόντα βαθμό, είναι απορριπτέα, αφού δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο και κυρίως η μάρτυρας του ενάγοντος αναγνωρίζει την υπογραφή του (ενάγοντος), όπως και σύμφωνα με την προαναφερόμενη γνωμοδότηση η ως άνω υπογραφή είναι γνήσια υπογραφή του ενάγοντος. Εξάλλου στην από 14-1-2013 αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας ο ενάγων δεν αναφέρει στα οφειλόμενα από τον εργοδότη – εναγόμενο την αποζημίωση απόλυσης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια ως προς την αποζημίωση απόλυσης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν  αβάσιμα. Όσον αφορά το αίτημα που [επικουρικά, για την περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεσή του και για την περίπτωση που δεν απορριφθεί η από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεση] υπέβαλε ο εκκαλών-εφεσίβλητος με τις έγγραφες προτάσεις του περί αναβολής (κατ΄ άρθρο 250 του ΚΠολΔ) της έκδοσης οριστικής αποφάσεως επί της προκειμένης υποθέσεως μέχρι να περατωθεί η ποινική διαδικασία, κατόπιν της υποβολής μηνύσεως αυτού (εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου), κατά του ενάγοντος-εφεσίβλητου-εκκαλούντος, που εκκρεμεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για τα αδικήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, πρέπει να απορριφθεί, διότι το Δικαστήριο αυτό σχημάτισε δικανική πεποίθηση περί των αποδεικτέων θεμάτων από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κρίνονται επαρκή, έτσι ώστε, η εξέλιξη της σχετικής ποινικής δίκης δεν διευκολύνει ούτε ασκεί σημαντική επιρροή στη διάγνωση της ένδικης υποθέσεως. Επομένως, το συνολικό ποσό που οφείλει ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των 10.214 (= 2.683,09 + 15,12 + 15,12 + 41,76 + 3.919,86 + 3.539,05) ευρώ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει α) να απορριφθεί η από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, β) να γίνει δεκτή η από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της που αφορά, όπως προαναφέρθηκε, την καταβολή του ποσού για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα μέχρι την 10-5-2010, καθώς και ως προς τη διάταξη και τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν και όσα δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως  δε  και  κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων  που  θα  καθορισθεί εξ αρχής, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 30-4-2013 (αρ. καταθ. ……….) αγωγή ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη (ως προς τα ως άνω κεφάλαια) και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.214 (= 2.683,09 + 15,12 + 15,12 + 41,76 + 3.919,86 + 3.539,05) ευρώ για τις αναλυτικά ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ως ακολούθως: για τις δεδουλευμένες αποδοχές και για την αμοιβή λόγω υπερεργασίας (και κατά τα Σάββατα μετά την 10-5-2010) από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του, για το επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων από την 1-1 του επομένου έτους στο οποίο αφορά, για το επίδομα (δώρο) Πάσχα από 1-5 του έτους στο οποίο αφορά, για επίδομα αδείας από 31-12 του έτους στο οποίο αφορά και για τις αξιώσεις ως προς την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα μέχρι την 10-5-2010 από την επίδοση της ένδικης αγωγής, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).      Κατά το άρθρο 914 του ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεχθεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ΄ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των προσθέτων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, εκτός των άλλων, και ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκτέλεση της εξαφανισθείσας αποφάσεως διατάσσεται μόνο επί εκτελέσεως προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως (άρθρο 904 παρ. 2 περ. α΄ του ΚΠολΔ, ΑΠ 256/2003, ΑΠ 716/2001, ΕφΛαρ 165/2006). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών-εφεσίβλητος-εναγόμενος με το δικόγραφο της από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) εφέσεώς του ζητεί, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, να επανέλθουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και να αποδώσει ο ενάγων-εφεσίβλητος-εκκαλών σ΄ αυτόν (εναγόμενο-εκκαλούντα-εφεσίβλητο) το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σ΄ αυτόν (ενάγοντα-εφεσίβλητο-εκκαλούντα), ως προσωρινά εκτελεστό κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης της ένδικης έφεσης, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η αίτηση αυτή, η οποία προβάλλεται παραδεκτώς, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ. Το αίτημα όμως, περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της κοινοποίησης της ένδικης έφεσης, είναι μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο διότι, σύμφωνα με την ορθότερη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, που αποδέχεται και το Δικαστήριο αυτό, πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει εκτελεστής απόφασης και έτσι, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 του ΑΚ, απαιτείται επίδοση της προκείμενης απόφασης, ώστε να επέλθει όχληση (ΑΠ 39/2006, ΑΠ 560/2005, ΑΠ 832/1994 ΕλλΔνη 1997.1092, ΑΠ 1451/1991 ΕλλΔνη 1993.62, ΕφΘεσ 351/2004 Αρμ 2004.574, ΕφΑθ 8776/1998 ΕλλΔνη 1999.1592, ΕφΑθ 9756/1995 ΕλλΔνη 1996.698). Παρά ταύτα όμως, είναι νόμιμο από την επίδοση της παρούσας απόφασης, αν και τέτοιο αίτημα δεν υποβάλλεται ευθέως, διότι στο μείζον αίτημα της επιδικάσεως τόκων από προγενέστερη χρονική αφετηρία περιλαμβάνεται, εφόσον δεν αναφέρεται σαφώς το αντίθετο, ως έλασσον και το αίτημα της επιδικάσεως τόκων για μεταγενέστερη χρονική αφετηρία (άρθρα 340 και 345 του ΑΚ). Η αίτηση όμως, αυτή, ενόψει του ότι το Δικαστήριο αυτό απέρριψε κατ΄ ουσίαν την από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεση του εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει  να καταδικασθεί ο εναγόμενος (εκκαλών-εφεσίβλητος) στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (εφεσίβλητου-εκκαλούντος) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 17-10-2016 (αρ. καταθ. ……….) και β) από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 3577/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ)].

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17-10-2016  (αρ. καταθ. ……….) έφεση.

Απορρίπτει την αίτηση του εκκαλούντος ………περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως κατάσταση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 26-9-2014 (αρ. καταθ. ……….) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 3577/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 30-4-2013 (αρ. καταθ. ……..) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το
συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων δεκατεσσάρων (10.214) ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας για τα επιμέρους κονδύλια.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των 850 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  29 Μαρτίου  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ