Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 187/2019

Αριθμός    187 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4306 /2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία   των γαμικών διαφορών (άρθρα 592-605 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015) με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  22-1-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση  της εκκαλουμένης  απόφασης στις 22-9-2017, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση αυτής. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται ότι κατάθεση παραβόλου δεν απαιτείται, καθόσον εν προκειμένων σωρεύεται αξίωση  από μη εξαιρετέα κατ΄ άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ διαφορά με αξίωση εξαιρετέα τοιαύτη,  ώστε αυτές να αποκτούν χαρακτήρα ενιαίας διαφοράς (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση, 2015, πα. 199 ε σελ 57).

ΙΙ. Με την απο 2-6-2016  (αρθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα  ζητούσε : α) να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο, λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του, και, όπως το σχετικό αίτημα παραδεκτά περιορίσθηκε εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αλλά και με τις προτάσεις της (άρθρα 294, 295, 297 ΚΠολΔ), β) να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει το ποσό των 10.000,00 €, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι αυτός οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 40.000,00 €, ως  χρηματική  ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η παράνομη συμπεριφορά του, που είχε ως συνέπεια την προσβολή της προσωπικότητας της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή,   και δη τα ως άνω ποσά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  έκανε   δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 7.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Ήδη ο εναγόμενος  με την  υπό κρίση έφεση του παραπονείται κατά της αποφάσεως αυτής επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και την συνακόλουθη απόρριψη της αγωγής.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 1439 §1 ΑΚ καθένας από τους συ­ζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μετα­ξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσον ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη, για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγί­ου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως και προσδιορίζονται γενικά όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής, χωρίς να τίθεται η υπαιτιό­τητα, ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Συνεπώς, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλο­νισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστέα, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Με την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα μόνο στο πρόσωπο του ενός από τους συζύγους. Το ότι, για τη λύση του γάμου, είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλε­ται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαί­νει, ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον, για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστι­κής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζη­τήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση. Συνέπεια τούτων είναι, ότι η απόφαση, που κηρύσσει την λύση του γάμου, δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών, που επέφεραν τον κλονισμό της έγγα­μης σχέσεως, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα, που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας, για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρό­σωπο του εναγομένου. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύ­σης του γάμου. Εξάλλου, με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 του ΑΚ, με την οποία ρυθ­μιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως, που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο, με την περί διαζυγίου απόφαση, στον αναίτιο σύζυγο, για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του, από γεγονός, που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική δι­άταξη. Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα, ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες, για την θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από την συζυγική σχέση, να επι­φέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλ­λου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία. Υπό την ισχύ των νέων διατάξεων, περί διαζυγίου, οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα διαζυγίου αντικειμενικό, όπου η υπαιτιότητα δεν έχει πια την σημασία που είχε και το διαζύγιο θεωρείται, ως ένα μέσο προασπίσεως του δικαιώματος κάθε συζύγου, για προ­στασία της προσωπικότητας του και ως τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα και στους δύο συζύγους για απόπειρα δημιουργίας μιας άλλης οι­κογένειας επιτυχημένης, γίνεται γενικώς δεκτό, ότι η παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί αδικοπραξία, με την τεχνική σημασία του όρου και συνεπώς το άρθρο 932 του ΑΚ, που αφορά χρημα­τική αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν η προσβολή της προσωπικότη­τας και η συνακόλουθη ηθική βλάβη προκαλείται από παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων. Εξάλλου η προ­σβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, που προκαλείται αναπόφευκτα κάθε φορά, που εκδηλώνε­ται συμπεριφορά μη σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμβιώσεως δεν πρέπει αδιακρίτως να θεμε­λιώνει, πέρα από το δικαίωμα για διαζύγιο και αξίω­ση, για χρηματική ικανοποίηση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Ο σύζυγος, που έχει προσβληθεί έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου, όταν όμως οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα, είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται, για τον αναίτιο σύζυγο η παράβα­ση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρημα­τικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθική βλάβη. Για την εν λόγω επιδίκαση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 του ΑΚ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπι­κότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια, ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθή­κες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου στη συγκεκριμένη δε περίπτωση να αποδεικνύεται, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήταν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότη­τας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα (βλ. ΑΠ 558/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 686/2004 ΕλλΔνη 47.775, ΑΠ 566/2003 ΕλλΔνη 45.1367, Εφ Θράκης 67/2015, Β. Βα­θρακοκοίλη, Οικογεν. Δικ., κάτω από το άρθρο 1439, σελ. 330 επ., Α. Παπαχρήστου: Χρηματική ικανοποί­ηση για ηθική βλάβη σε περίπτωση διαζυγίου, ΝοΒ 32.938, Γ. Σταθέα: Το διαζύγιο, σελ. 274, Δεληγιάννη – Κουτσουράδη: Οικογενειακό Δίκαιο έκδ. 1984, σελ. 317, Σπυριδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 1983, σελ. 199,1. Καρακατσάνη σε Γεωργιάδη Σταθόπουλο, άρθρο 57 αρ. 11, άρθρο 58 αρ. 11, άρθρο 59 αρ. 5,1. Σπυριδάκη: Γενικές Αρχές (1985) τεύχος Α1 σελ. 332).

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  με επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του,  και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι,  από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι   γνωρίστηκαν στη Κέρκυρα το έτος 2009, καθ’ο χρόνο φοιτούσαν  στο  Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Σύντομα συνήψαν ερωτική σχέση  και τον  Οκτώβριο 2009 άρχισαν να συγκατοικούν. Κατά το  πρώτο έτος της συγκατοίκησης τους  ο εναγόμενος επέδειξε  οξύθυμο  και βίαιο χαρακτήρα  χειροδικώντας  σε βάρος της ενάγουσας κατά την διάρκεια μιας λογομαχίας τους, πλην, όμως,  εξέφρασε άμεσα τη μεταμέλεια του για το γεγονός, και η ενάγουσα τον συγχώρεσε και παρέμεινε μαζί του. Στη συνέχεια, όμως, στις αρχές του έτους 2011  αυτός επέδειξε εκ νέου βίαιη συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας,  την οποία γρονθοκόπησε επανειλημμένα  στο κεφάλι. Τότε αυτή θορυβημένη από το  περιστατικό, προέτρεψε  τον εναγόμενο  να επισκεφθεί το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Κέρκυρας, προκειμένου να εξετασθεί από ψυχολόγους – ψυχιάτρους, όπως και έπραξε, οπότε και  διαγνώσθηκε ότι πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και του συνεστήθη η παρακολούθηση συνεδριών. Ωστόσο, αυτός δεν ακολούθησε τις ιατρικές συστάσεις ενώ παρακολούθησε μόνο δύο συνεδρίες. Παρόλα αυτά, και ενώ οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων ήταν ήδη τεταμένες, η ενάγουσα στις 25-5-2012 έφερε στον κόσμο τη θυγατέρα τους ……….., ηλικίας σήμερα 5 ετών, η οποία αναγνωρίσθηκε εκουσίως από τον εναγόμενο ως γνήσιο εκτός γάμου τέκνο του, δυνάμει της υπ’ αριθ. …. σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης του Συμβολαιογράφου Κέρκυρας ………., ακολούθως δε, την 1-8-2012 τέλεσαν στην Κέρκυρα νόμιμο γάμο κατά τον πολιτικό τύπο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος στις 15-12-2012  επιτέθηκε εκ νέου  με γρονθοκοπήματα σε βάρος της ενάγουσας εντός της οικίας τους στην Κέρκυρα, προκαλώντας της σωματικές βλάβες και για το λόγο αυτό  η τελευταία υπέβαλε αυθημερόν σε βάρος του  έγκληση στο Α.Τ. Κέρκυρας για παράβαση του ν. 3500/2006 «Περί Ενδοοικογενειακής Βίας». Ακολούθως, ο εναγόμενος συνελήφθη στα πλαίσια του αυτοφώρου, λόγω δε της εν γένει συμπεριφοράς του, η οποία θεωρήθηκε από τα αστυνομικά όργανα αλλοπρόσαλλη, και επειδή κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και την προσωπική του ασφάλεια,  ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Κέρκυρας διέταξε τη μεταφορά του στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Κέρκυρας, προς περαιτέρω εξέταση του. Εκεί, κατά τη διάρκεια της κλινικής του εξέτασης  παρουσίαζε έντονο άγχος (νευρωσικού τύπου), ενώ κατά τη λήψη ιστορικού ανέφερε ότι πάσχει από χρόνια αγχώδη διαταραχή (ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή) και ότι βρισκόταν υπό παρακολούθηση και αγωγή, καθώς και ότι αντιμετώπιζε ενδοοικογενειακά προβλήματα, με συνεχείς καυγάδες. Παρέμεινε δε, στο νοσοκομείο το ίδιο βράδυ για παρακολούθηση, ενώ την επομένη εξήλθε συνοδεία συγγενών του. Η ενάγουσα, παρά την ως άνω βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της, δέχθηκε να παραμείνουν ζευγάρι, επειδή τον αγαπούσε, και μάλιστα στις 27-10-2013 τέλεσαν   και θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιά. Ακολούθως,  το μήνα Ιούλιο 2014, και παρά το γεγονός ότι  συνεχίζονταν οι μεταξύ τους εντάσεις και τα επεισόδια, κατά τα οποία ο εναγόμενος εξύβριζε την ενάγουσα και χειροδικούσε σε βάρος της,   αυτοί μετώκησαν με τον τέκνο τους στην Αθήνα, όπου αρχικώς διέμεναν  στην πατρική  οικία του εναγόμενου,  ενώ το Σεπτέμβριο 2014 μίσθωσαν  διαμέρισμα  στην περιοχή του Νέου Ηρακλείου Αττικής, και εν συνεχεία  εγκαταστάθηκαν  σε οικία που τους παραχώρησε ο πατέρας της ενάγουσας, και συγκεκριμένα σε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα, κάτω από την οικία του ιδίου, επί της οδού ………. στον Πειραιά, το οποίο απετέλεσε και την τελευταία κοινή συζυγική τους στέγη. Και εκεί όμως ο εναγόμενος συνέχισε να συμπεριφέρεται βίαια στην σύζυγο του, ενάγουσα και μάλιστα καθ’ό χρόνο αυτή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Συγκεκριμένα στις  5-8-2015, αυτός ευρισκόμενος εντός της οικίας τους στον Πειραιά μετά από έντονο φραστικό επεισόδιο που είχε με την ενάγουσα, της επιτέθηκε, και δη ενώπιον της ανήλικης θυγατέρας τους, χτυπώντας την με κλωτσιές στην κοιλιακή χώρα και στο κεφάλι της, παρά το γεγονός ότι αυτή διένυε τον δεύτερο μήνα κύησης,  ενώ επίσης έριξε πάνω της και μία βιτρίνα με γυάλινα ποτήρια, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί εκδορές και στα πόδια από τα γυάλινα θραύσματα. Ακολούθως, αυτός τράπηκε σε φυγή  με δίκυκλη μοτοσικλέτα, αφού πρώτα τραυμάτισε με σφυρί στο κεφάλι τον ….., ένοικο της διπλανής πολυκατοικίας, ο οποίος προσέτρεξε σε βοήθεια της ενάγουσας. Ακολούθως, τόσο ο ………, όσο και η ενάγουσα, παρελήφθησαν από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο ΘΡΙΑΣΙΟ, όπου  διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα είχε υποστεί κακώσεις προσώπου, εκχύμωση άνω χείλους – οπισθοωτιαίας χώρας και ωτικού πτερυγίου αριστερής παρωτιδικής χώρας – κάτω γνάθου αριστερά, ενώ μετά από εξέταση της  στη Γυναικολογική – Μαιευτική Κλινική του νοσοκομείου, διαγνώστηκε  ενδομήτριος κύηση διάρκειας 8 εβδομάδων και 4 ημερών (σύμφωνα με την τελευταία έμμηνο ρύση), χωρίς κολπική αιμόρροια, και της συνεστήθη επαναξέταση στα εξωτερικά ιατρεία, χωρίς να καταγραφεί οτιδήποτε ιατρικώς αξιόλογο σε σχέση με την κύηση αυτή. Ωστόσο, λίγες ημέρες μετά το παραπάνω συμβάν, στις 17-8-2015, η ενάγουσα λόγω έντονων κοιλιακών πόνων μετέβη στο νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», όπου διαπιστώθηκε ότι η κύηση της ήταν παλίνδρομη και ότι είχε επέλθει πρώιμος εμβρυϊκός θάνατος με κατακράτηση του εμβρύου. Η ως άνω, όμως, κατάληξη της κύησης της ενάγουσας ουδόλως αποδείχθηκε  ότι  επήλθε συνεπεία του παραπάνω βίαιου περιστατικού της 5-8-2015 και ότι συνδέεται αιτιωδώς με αυτό ως μόνη ενεργό αιτία, απορριπτόμενων των σχετικών ισχυρισμών της τελευταίας ως ουσιαστικά αβασίμων. Μετά ταύτα η ενάγουσα, πέραν των αυτεπαγγέλτως διωκομένων αδικημάτων που έλαβαν χώρα κατά το ως άνω βίαιο συμβάν, υπέβαλε σχετικά και την από 12-10-2015 έγκληση της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά (ΑΒΜ ……..) για τα αδικήματα της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης, της ενδοοικογενειακής βίας, της εξύβρισης, της απειλής και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Στις   8-8-2015 και στις 11-8-2015, ο εναγόμενος εξετάσθηκε εκ νέου στο     εξωτερικό     ψυχιατρικό     ιατρείο του ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ, όπου ανέφερε επεισόδια παρορμητικής και βίαιης συμπεριφοράς προς τρίτους, με απώλεια ελέγχου των παρορμήσεων και των συνεπειών της συμπεριφοράς του, καθώς και ιστορικό διαταραχής ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας από την παιδική του ηλικία, αλλά και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή από την εφηβική του ηλικία υπό φαρμακευτική αγωγή από την ηλικία των 19 ετών. Διαπιστώθηκε δε ότι πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με διαταραχές συμπεριφοράς, ενώ του συνεστήθη τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση -υποστήριξη ως εξωτερικού ασθενή και φαρμακευτική αγωγή. Περαιτέρω, στις 9-9-2015, κατόπιν της υπ’ αριθ. …….. παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αυτός παραπέμφθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο «ΔΑΦΝΙ», προκειμένου να διαγνωστεί αν κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια των πολιτών ή για τον εαυτό του, εκεί δε,  διαπιστώθηκε ότι αυτός έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης του και της πραγματικότητας (και επομένως συνείδηση των πραττομένων) και δεν κρίθηκε αναγκαία η νοσηλεία του, πλην όμως κρίθηκε εκ νέου αναγκαία η τακτική ψυχιατρική του παρακολούθηση και η λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Η ως άνω  αντισυζυγική  συμπεριφορά του εναγομένου προκάλεσε την ψυχική και σωματική απομάκρυνση των διαδίκων, με αποτέλεσμα να διαρρηχθεί οριστικά η έγγαμη συμβίωση τους από την ημέρα του ως άνω  επεισοδίου της 5-8-2015, και έκτοτε ζουν χωριστά, αφού ο εναγόμενος αποχώρησε από τη συζυγική οικία, ενώ η ενάγουσα μαζί με την ανήλικη θυγατέρα τους, διαμένουν, μόνιμα  πλέον, στην Κέρκυρα. Εξαιτίας δε της προπεριγραφείσας συμπεριφοράς του εναγομένου, η οποία προσβάλλει τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου, καθόσον είναι αντίθετη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν, η έγγαμη σχέση των διαδίκων τεκμαίρεται ότι έχει κλονιστεί τόσο ισχυρά, από λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έχει καταστεί αφόρητη για την ενάγουσα. Αντιθέτως, ουδόλως αποδείχθηκαν κλονιστικά περιστατικά αναγόμενα στο πρόσωπο της τελευταίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Περαιτέρω, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβαν χώρα τα συζυγικά παραπτώματα εκ μέρους του εναγομένου είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους ψυχικής δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων. Πιο συγκεκριμένα, η σωματική κακοποίηση που υπέστη η ενάγουσα από το σύζυγο της ο οποίος τελούσε εν γνώσει των πράξεών του και του άδικου χαρακτήρα τους, συνιστά αδικοπραξία και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της υπόληψης και της αξιοπρέπειας της. Μάλιστα , σύμφωνα με  την από 30-11-2015 ψυχολογική εκτίμηση της ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας …….., αυτή παρουσιάζει μετατραυματικό στρες, με έντονο το στοιχείο του φόβου, ως αποτέλεσμα της ψυχικής και σωματικής κακοποίησης που υπέστη. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. V. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ενάγουσα υπέστη σοβαρή και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της από την συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία αποτελεί αυτοτελώς και αδικοπραξία, και κατά συνέπεια γεννάται υπέρ αυτής δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής, των συνεπειών αυτής στην υγεία και τη μελλοντική ζωή της εναγομένης, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα και τέλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων (η ενάγουσα είναι υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ και ο εναγόμενος υπάλληλος- κατ’οίκον διανομέας), πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 4.000,00 €, το οποίο το Δικαστήριο κρίνει εύλογο και ανάλο­γο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υπόθεσης, αλλά και σύμ­φωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 944/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- άρθρ. 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση άλλως έκρινε, και επιδίκασε σε αυτή  χρηματική ικανοποίηση, ποσού 7.000 ευρώ εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο  δεύτερος λόγος της έφεσης κατά το σχετικό (πρώτο) σκέλος του.

V.Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δε μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δε γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία απαλείφθηκε με τον Ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Ενώ έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο όχι σε συνδυασμό  με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις βραδείας προβολής  ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, όταν η διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς είναι προφορική και γραπτή, για την παραδεκτή προβολή αυτοτελών ισχυρισμών πρέπει αυτοί να περιέχονται στις προτάσεις και επιπλέον να γίνεται σχετική δήλωση πριν από την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο και καταχώρηση αυτής στα πρακτικά, ενώ, κατά το άρθρο 237 παρ. 3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη των προτάσεων προβάλλονται παραδεκτά νέοι ισχυρισμοί (αντενστάσεις) μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών (ενστάσεων) που έχουν ήδη προβληθεί με τις προτάσεις (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 999/2010, ΑΠ 1253/2004 ΤΝΠ Νόμος). Από τον κανόνα του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι» εξαιρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί), η δε σχετική εξαίρεση ισχύει για τη δίκη στα δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού, αλλά όχι στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρα 527 και 573 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου, κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005, 19/1998, 17/1995). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης και το παραδεκτό της, από την άποψη του χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα για την αιτία αυτή (ΟλΑΠ 472/1983). Από τον συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προβολή της αμέσως πιο πάνω ένστασης μπορεί να γίνει το πρώτον με το εφετήριο ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, εφόσον, όμως, γίνεται συνάμα επίκληση στο οικείο δικόγραφο από τον ενιστάμενο των αναφερόμενων στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεων (ΟλΑΠ 472/1983, ΕφΝαυπλ 506/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η προτεινόμενη από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, που προτείνεται το πρώτον ενώπιον του   Δικαστηρίου τούτου με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, και κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, τυγχάνει απαράδεκτη, καθόσον, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, ο εκκαλών δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει κάποια από τις περιπτώσεις που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή της, και ειδικότερα επειδή α) η ιστορική βάση αυτής δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, β) δεν αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της ενάγουσας – εφεσίβλητης και γ) δεν συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής της. Κατά συνέπεια, ο   δεύτερος λόγος της έφεσης κατά το σχετικό σκέλος του πρέπει να απορριφθεί. Μετά ταύτα, αφού δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή  να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της, που αφορά στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ακολούθως δε, το δικαστήριο τούτο αφού  κρατήσει την υπόθεση και  την δικάσει επί της ουσίας να κάνει μερικώς δεκτή τη σωρευόμενη στο με αρ. εκθ. κατ. 3053/16 δικόγραφο αγωγή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.000,00 Ε. νομιμότοκα από της επιδόσεως της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, κατ’ άρθ. 179 ΚΠολΔ., επειδή είναι σύζυγοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

Δέχεται τυπικώς και  κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 4306/2017   απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 4306/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μόνον ως προς το κεφάλαιό της που αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

Κρατεί την υπόθεση και Δικάζει επί της σωρευόμενης στο  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………  δικόγραφο αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

Δέχεται εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ, νομιμότοκα από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 2 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ