Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 189/2019

Αριθμός  189/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 10.4.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. έφεση των ηττηθεισών εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ομόρρυθμης εταιρίας με έδρα το Πέραμα και ομορρύθμων εταίρων αυτής κατά της με αριθμό 5732/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 20.11.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015), 517, 518  παρ. 1, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτεται το ήδη εξοφληθέν ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……. ποσού 150 ευρώ δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),

Με την από 20.11.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη υπό εκκαθάριση ναυτική εταιρία εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεως παρακαταθήκης που συνήφθη τον Φεβρουάριο του 2007 μεταξύ της ίδιας και της τρίτης εναγόμενης ήδη εκκαλούσας εταιρείας, η τελευταία παρέλαβε δια των οργάνων της, προς το σκοπό της αποθήκευσης και φύλαξης, τον περιγραφόμενο στο δικόγραφο εξοπλισμό του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «Μ», που ανήκει στην πλοιοκτησία της ίδιας (εφεσίβλητης) και ότι η πρώτη και δεύτερη των εναγομένων ήδη εκκαλουσών, ομόρρυθμες εταίροι και διαχειρίστριες της τρίτης, ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι και καταστατικά όργανα αυτής, αρνήθηκαν, παρά τη σχετική όχληση εκ μέρους της ήδη εφεσίβλητης, να αποδώσουν στην ίδια τον προεκτιθέμενο εξοπλισμό, ως όφειλαν να πράξουν σε εκτέλεση της αναληφθείσας με την επίδικη σύμβαση υποχρέωσης, και προέβησαν σε παράνομη ιδιοποίησή του, ήτοι τέλεσαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης αυτού. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα και με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, η εφεσίβλητη αιτήθηκε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των ήδη εκκαλουσών εναγομένων, να της καταβάλουν εις ολόκληρο έκαστη το συνολικό ποσό των 256.000,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία του υπεξαιρεθέντος κατά τα ανωτέρω εξοπλισμού, ως αποζημίωση για την ανόρθωση της ζημίας που αυτή υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο από τις 22-4-2016, οπότε έλαβε χώρα σχετική εξώδικη όχλησή τους και επικουρικά της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18, 22, 25 παρ. 2 και 35 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, και αφού έκρινε ότι αυτή έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης την έκανε δεκτή κατά ένα μέρος και αναγνώρισε ότι οι ήδη εκκαλούσες εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν το ποσό των 116.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ήδη εκκαλούσες εναγόμενες για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων σύμφωνα με τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή της ήδη εφεσίβλητης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 902, 903 του ΑΚ, 450 παρ. 2, 451 παρ. 1 και 452 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση εγγράφου, που βρίσκεται στην κατοχή άλλου και να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο αυτού, αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν, που μπορεί να χρησιμεύσει για αποδείξεις, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξη του. Επίσης, η ως άνω αίτηση για την επίδειξη εγγράφων για να είναι ορισμένη πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου, β) να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της αποδείξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και επίδειξη. Έτσι, προϋπόθεση της δημιουργίας αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού που ζητεί την επίδειξη. Μάλιστα, οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου ή τη χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στο νόμο και αναφέρονται περιοριστικά (άρθρο 902 ΑΚ), δηλαδή υπάρχει τέτοιο έννομο συμφέρον α) όταν το έγγραφο έχει συνταχθεί προς το συμφέρον του αιτούντος και γενικότερα αφορά τη σύσταση, απόδειξη ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος, χωρίς να είναι αναγκαίο να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του τελευταίου, β) όταν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας και γ) όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα. Περαιτέρω, για το ορισμένο της αγωγής (ή αιτήσεως) προς επίδειξη εγγράφων ο αιτών την επίδειξη πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα έγγραφα των οποίων ζητεί την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενο τους. Όμως, ως περιγραφή του εγγράφου, επαρκής για το ορισμένο της αιτήσεως επιδείξεως, πρέπει να θεωρηθεί εκείνη με την οποία εξατομικεύεται το έγγραφο, χωρίς να είναι απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου του, γιατί διαφορετικά η άσκηση της σχετικής αξιώσεως πολλές φορές θα δυσχεραίνεται υπερβολικώς (Βλ. ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995,195, ΑΠ 508/1993 ΕλλΔνη 1994,1299, Εφθεσ 1150/2001 ΕλλΔνη 2003,524, ΕφΑΘ 1741/1994 ΕλλΔνη 1996,1261).  Με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό περί επιδείξεως εκ μέρους της εφεσίβλητης των τιμολογίων αγοράς του επίδικου εξοπλισμού. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι οι εκκαλούσες δεν προσδιορίζουν αφενός ότι τα υπό επίδειξη έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή της εφεσίβλητης, αντικείμενο δε της δίκης δεν είναι ο έλεγχος των φορολογικών βιβλίων της εφεσίβλητης, αφετέρου δεν προσδιορίζεται επακριβώς το έννομο συμφέρον των εκκαλουσών όπως αναφέρεται στο άρθρο 902 ΑΚ, δηλαδή δεν αναφέρεται ότι τα τιμολόγια συντάχθηκαν προς απόδειξη και διατήρηση των δικαιωμάτων των εκκαλουσών, ότι πιστοποιούν σχέση εφεσίβλητης και εκκαλουσών ή ότι σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν μεταξύ τους. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διαφορετική αιτιολογία που εδώ συμπληρώνεται, ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα αναφερόμενα στον πέμπτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγρά­φεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ι­σχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 247 και 251 του ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζη­μιώσεως για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπει­ες. Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξιώσεως αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, αρχίζει η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής, που ορίζε­ται σε πέντε έτη από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της πε­νταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Έτσι, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι­ προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στην ανωτέρω δε παραγραφή υπόκειται και η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για μη περιουσιακή ζημία (άρθ. 299, 932 του ΑΚ). Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγε­θος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής, εφόσον οι επι­ζήμιες συνέπειες μπορούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθούν ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης, κατά το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά (ΟλΑΠ 23/1994 ΕλΔ 36.577, ΑΠ 967/2001 ΕλΔ 44.187, ΑΠ 1014/2007, ΑΠ 72/2007 ΝΟΜΟΣ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο της κρινόμενης εφέσεως οι εκκαλούσες επαναφέρουν ένσταση παραγραφής που πρότειναν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα ισχυρίζονται ότι έχει παραγραφεί η με βάση τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης αξίωση της ήδη εφεσίβλητης ενάγουσας διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή ο επίδικος εξοπλισμός μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις τους στο Πέραμα, ότι αυτές της απέστειλαν, όπως επικαλούνται, έγγραφο περί καταστροφής του εξοπλισμού στις 5.5.2008 και ότι σε κάθε περίπτωση μέχρι τις 30.12.2016, οπότε και ασκήθηκε η αγωγή της εφεσίβλητης παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού ερείδεται επί πολλαπλής εσφαλμένης προϋπόθεσης. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών δηλαδή η εφεσίβλητη έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση και στην αγωγή η εφεσίβλητη αναφέρει ότι πληροφορήθηκε τα περιστατικά που αυτή υπήγαγε στη διάταξη του 375 ΠΚ μόλις το Δεκέμβριο του 2015. Σε κάθε περίπτωση αν γίνουν δεκτές αφενός η ιδιότητα των ομορρύθμων εταίρων της τρίτης εφεσίβλητης ως διαχειριστριών ξένης περιουσίας, αφετέρου η ιδιαίτερα μεγάλη αξία του εξοπλισμού η πράξη τυποποιείται στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, συνιστά κακούργημα και παραγράφεται μετά την παρέλευση δεκαπενταετίας και επομένως  το αυτό σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα ισχύει και για την αξίωση αποζημίωσης. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μη εξετάζοντας επί της ουσίας το σχετικό ισχυρισμό, ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στο σχετικό όγδοο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από τις διατάξεις του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. (ΕφΔωδ 81/2013,δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 822 του ΑΚ “με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάξει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνον όταν συμφωνηθεί ή συνάγεται από τις περιστάσεις”. Κατά δε το άρθρο 823 του ΑΚ “ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 330-336 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατ’ αρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης συμβάσεως, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξάρτητα από τον τύπο στον οποίον ανήκει, είναι της αυτής σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι για τον τύπο καθεμιάς ισχύοντες κανόνες, εάν δε η μία από τις δύο είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κύρια σύμβαση είτε είναι παρακολουθηματικές της κύριας συμβάσεως, οι για την κύρια σύμβαση εφαρμοστέες διατάξεις είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. ‘Οταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, οπότε θα πρόκειται κατά κανόνα για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στα πλαίσια άλλης κύριας συμβάσεως, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Διαφορετικά ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαριά αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια μέχρι το βαθμό, πέρα από τον οποίο και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται όπως για δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις (AΠ 1024/2010 δημ. νόμος). Με τον τρίτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της συμβάσεως που καταρτίστηκε ανάμεσα στα διάδικα μέρη, καθώς ισχυρίζονται ότι η εταιρία τους δεν είναι εταιρία φύλαξης ή αποθήκευσης σωστικών μέσων και ότι ανάμεσα τους καταρτίστηκε μια σύμβαση έργου για τη διαχείριση του επίδικου εξοπλισμού και όχι μια σύμβαση παρακαταθήκη άνευ αμοιβής. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθώς η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι το αγωγικό αίτημα έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Το πώς θα χαρακτηριστεί η σύμβαση δυνάμει της οποίας οι εκκαλούσες απέκτησαν όπως ομολόγησαν και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την κατοχή του επίδικου εξοπλισμού επηρεάζει μόνο το βαθμό πταίσματος του αντισυμβαλλόμενου στα πλαίσια της συμβατικής σχέσης, καθώς όπως προαναφέρθηκε αν πρόκειται για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στα πλαίσια άλλης κύριας συμβάσεως (οπότε οφείλεται αμοιβή), τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, διαφορετικά ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαριά αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια μέχρι το βαθμό, πέρα από τον οποίο και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Ουδεμία επιρροή έχει στην αδικοπρακτική ευθύνη λόγω της τέλεσης του αδικήματος της υπεξαίρεσης του επίδικου εξοπλισμού εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της τρίτης εκκαλούσας, και συνεπώς ο σχετικός λόγος εφέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέος.

Κατά το άρθρ. 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού άνθρωπου για το δίκαιο και την ηθική, όπως προπάντων συμβαίνει όταν δημιουργήθηκε στον οφειλέτη η εύλογη πεποίθηση ότι τελικά δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο -και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής- δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη εύλογα την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2001, 7/2002, 33/2005). Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1321/2011, 1507/2011).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που τα διάδικα μέρη προσκομίζουν είτε προς αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, από τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθησαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, δηλαδή τη με αριθμό …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου του …. σε συνδυασμό με τη με αριθμό …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. που επαναπροσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλητη, και τις με αριθμό …….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά των ….. σε συνδυασμό με τη με αριθμό ……. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……… που επαναπροσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούσες, ενώ δε θα ληφθουν υπόψη όπως και πρωτοδίκως οι με αριθμούς ……. ένορκες βεβαιώσεις που δε δόθηκαν ούτε σε συμβολαιογράφο της έδρας του Δικαστηρίου ούτε του τόπου κατοικίας του μάρτυρα (βλ. άρθρα 421 και 424 του ΚΠολΔ) και την ομολογία των εκκαλουσών σχετικά με την παραλαβή του επίδικου εξοπλισμού και επομένως τη θεμελίωση κατοχής, σε συνδυασμό με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγµατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Μεταξύ των διαδίκων μερών δηλαδή της εφεσίβλητης, που ανήκει στον όµιλο ναυτιλιακών εταιρειών ………. και δραστηριοποιείται στον τοµέα της θαλάσσιας µεταφοράς προσώπων και πραγµάτων µε το υπό ελληνική σηµαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο ιδιοκτησίας της µε το όνοµα «Μ», και της τρίτης εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της παροχής υπηρεσιών ελέγχου, επισκευών και επιθεώρησης σωστικών µέσων και πυροσβεστικού εξοπλισµού, εδρεύει στο ……. και εκπροσωπείται νόμιμα από τις δύο πρώτες εκκαλούσες διαχειρίστριες της συνήφθη σύμβαση (άρθρο 361 του ΑΚ) το Φεβρουάριο του 2007. Στα πλαίσια της συμβάσεως αυτής η τρίτη εκκαλούσα παρέλαβε δια των οργάνων της, προς το σκοπό της αποθήκευσης και φύλαξης, τον εξής σωστικό εξοπλισµό του παραπάνω πλοίου πλοιοκτησίας της εφεσίβλητης: α) 1 σωστικό σύστηµα MES, µάρκας LSA, -INFLATABLE EVACUATlON SLlDE 17.0Μ Mk2, µε σειριακό αριθµό, s.n. 172.02.01.1200 – STB (ΔΕ), β) 1 σωστικό σύστηµα MES, µάρκας LSA, INFLATABLE EVACUATlON SLIDE 17.0Μ Mk2, µε σειριακό αριθµό, s.n. 172.02.03.1200 – ΡΟΑΤ (ΑΡ) , γ) 1 Iink Iiferaft 100 ατόµων, INFLATABLE LΙFE RAFT 100Ρ Mk 1Α, µε σειριακό αριθµό 100.03.12.1100, STB MES, και δ) 1 Iink Iiferaft 100 ατόµων, INFLATABLE L1FE RAFT 100Ρ Mk 1Α, µε σειριακό αριθµό 100.03.10.1100, ΡΟΑΤ MES. Ειδικότερα, τα δύο ως άνω σωστικά συστήµατα MES (αρχικά γράµµατα του ναυτιλιακού όρου Marine Evacuation Systems) αποτελούν τους λεγόµενους ολισθητήρες ή γλίστρες διάσωσης, δηλαδή τα συστήµατα εκκένωσης του πλοίου από τους επιβάτες του, ενώ τα Iink Iίferafts 100 ατόµων συνιστούν πνευστές σωσίβιες σχεδίες (βαρελάκια), οι οποίες είναι εγκατεστηµένες σε πτυσσόµενους κυλίνδρους µε αυτόµατη εκδίπλωση. Ο εξοπλισμός αυτός είχε μεταβιβαστεί κατά κυριότητα στην εφεσίβλητη κατ’άρθρο 1034 του ΑΚ με παράδοση της νομής κατ΄ άρθρο 976 επ. ΑΚ και συμφωνία ότι μετατίθεται η κυριότητα από άλλη εταιρία του ίδιου ομίλου, δηλαδή την πλοιοκτήτρια του πλοίου νήσος Λήμνος και συνεπώς τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο εφέσεως περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Την παραλαβή του προπεριγραφόµενου εξοπλισµού, αποδέχθηκαν και επιβεβαίωσαν οι δύο πρώτες εκκαλούσες ομόρρυθμοι εταίροι της τρίτης εκκαλούσας καθώς αυτές, όπως δεν αμφισβητήθηκε, υπέγραψαν ιδιοχείρως την από 1-3-2007 επιστολή τους, απευθυνόµενη προς τον εκπρόσωπο του οµίλου εταιρειών ……, …….., η οποία (επιστολή) απεστάλη την ίδια ημέρα με ηλεκτρονικό έγγραφο τηλεοµοιοτυπίας (σχετικό 6). Από το έγγραφο αυτό που δεν αμφισβητήθηκε βεβαιώνεται η παραλαβή του εξοπλισμού και άρα η θεμελίωση κατοχής και ακολούθως η συµφωνία περί αναµονής περαιτέρω οδηγιών της εφεσίβλητης για τη διαχείριση του εν λόγω εξοπλισµού εκ µέρους των εκκαλουσών. Στη συνέχεια όμως η εφεσίβλητη σταμάτησε τη δραστηριοποίηση της λόγω οικονομικών προβλημάτων γεγονός που έγινε ευρέως γνωστό ενώ το πλοίο στο οποίο αυτή θα τοποθετούσε τον εξοπλισμό παρέµενε «δεµένο» και ακατάλληλο προς πλεύση στην Επισκευαστική Βάση Περάµατος, και ακολούθως ελήφθη απόφαση για την αναγκαστική εκποίηση του σύμφωνα με την προσκομιζόμενη  με αριθμό 186/29-8-2011 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΛΠ περί διενέργειας επαναληπτικού ανοικτού πλειοδοτικού διαγωνισμού στις 27-9-2011 και τιμή εκκίνησης 664.000 ευρώ. Συνεπεία των ανωτέρω η ήδη εφεσίβλητη το µετέπειτα χρονικό διάστηµα από την απόδοση του προαναφερόμενου εξοπλισµού δεν έδωσε στις εκκαλούσες κάποια νεώτερη εντολή περί διαχείρισής του, θεωρώντας ότι ο εξοπλισμός παραµένει φυλασσόµενος και αποθηκευµένος στο σταθµό της τρίτης εκκαλούσας ενώ ούτε οι εκκαλούσες απέστειλαν κάποιο μεταγενέστερο έγγραφο σχετικά με την τύχη αυτού του εξοπλισμού καθώς το έγγραφο που έχει συνταχθεί από αυτές και που αυτές επικαλούνται ότι απέστειλαν με έγγραφο τηλεομοιοτυπίας πρωτίστως δεν έχει τις απαιτούμενες ενδείξεις περί αποστολής. Μετά την πάροδο αρκετών ετών και συγκεκριμενα στις 26-11-2013, η τρίτη εκκαλούσα ανέλαβε μετά από σχετική συμφωνία τον έλεγχο και τη διεξαγωγή επιθεώρησης των σωστικών µέσων του πλοίου «Σ.», ιδιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας µε την επωνυµία «……..», ιδίων συµφερόντων µε την εφεσίβλητη, στα πλαίσια δε της συνεργασίας των ανωτέρω εταιρειών ο ……….., ενεργώντας ως εκπρόσωπος της τελευταίας («……..»), συναντήθηκε µε τις δύο πρώτες εκκαλούσες στα γραφεία της τρίτης στο ….., περί τα µέσα Δεκεµβρίου 2015, οπότε, όταν έθεσε το ζήτηµα του επίδικου ως άνω εξοπλισµού του πλοίου «Μ» της ενάγουσας, έλαβε την απάντηση εκ µέρους των εναγοµένων ότι αυτός είχε καταστραφεί ως άχρηστος και άνευ αξίας µεταπώλησης ή χρήσης. Όμως αν και οι εκκαλούσες παρέλαβαν πράγματι αυτόν τον εξοπλισμό όπως βεβαίωσαν με έγγραφο τους δεν απέδειξαν ότι αυτός ήταν κατεστραμμένος κατά την ώρα της παραλαβής, αφού ουδεμία τέτοια επιφύλαξη διατύπωσαν στο έγγραφο που απέστειλαν ενώ στη συνέχεια δεν αποδείχθηκε ότι ο εξοπλισμός αυτός εμφάνισε ελάττωμα, μυκητίαση, όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζονται, το οποίο (ελάττωμα) απαιτούσε την άμεση απομάκρυνση του από τις εγκαταστάσεις των εκκαλουσών, καθώς κανένα έγγραφο και κυρίως καμία τέτοια φωτογραφική απεικόνιση του εξοπλισμού αυτού δεν προσκομίστηκε. Το σχετικό με αριθμό 3 έγγραφο το οποίο αυτές ισχυρίζονται ότι απέστειλαν στις 5.5.2008 στην ενάγουσα και με το οποίο ενημέρωναν οψίμως ότι ο παραληφθείς εξοπλισμός έχει εκτεταμένες ζημιές και ότι θα προβούν στην απόσυρση αυτού δεν έχει ενδείξεις αποστολής και φέρεται να συντάχθηκε 14 μήνες µετά την παραλαβή του εξοπλισµού. Επομένως το έγγραφο αυτό συντάχθηκε εκ των υστέρων και δεν αποδεικνύεται ότι απεστάλη ουδέποτε στην ενάγουσα εφεσίβλητη, αυτή δε αρνείται ότι υπήρξε οποιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία για το θέμα του επίδικο εξοπλισμού εκείνο το διάστημα. Οι εκκαλούσες επιπλέον δεν δίνουν μια σαφή εξήγηση γιατί δεν απομάκρυναν αμέσως τον ελαττωματικό κατά τους ισχυρισμούς τους σωστικό εξοπλισμό που είχαν παραλάβει, αλλά περίμενα τρία ολόκληρα χρόνια για να τον αποσύρουν με κίνδυνο να καταστραφεί όλος ο λοιπός σωστικός εξοπλισµός που τυχόν διατηρούσαν στις εγκαταστάσεις τους ως εταιρία διαχείρισης και πιστοποίησης σωστικού εξοπλισμου. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ο σωστικός εξοπλισμός έχει την ιδιότητα ότι ανοίγει αυτόματα (είναι γλίστρες και φουσκωτά βαρελάκια τα οποία χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας και δη ναυαγίου ή άλλης περίπτωσης εγκατάλειψης του πλοίου λόγω ανωτέρας βίας) και επομένως χρησιμοποιείται μια και μοναδική φορά και καταστρέφεται ή επανακατασκευάζεται μετά τη χρήση του, ενώ ακόμη και για τη διαδικασία καταστροφής του ακολουθούνται ειδικά πρωτόκολλα. Επομένως είναι πολύ βασικό για τον εξοπλισμό να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ενώ αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί δεν μειώνεται η αξία μεταπώλησης του. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδείξεων για το λόγο ότι ο επίδικος εξοπλισμός είχε μηδενική αξία λόγω μυκητιάσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφενός η εφεσίβλητη μόλις πληροφορήθηκε ότι οι εκκαλούσες δεν κατέχουν πλέον το σωστικό εξοπλισμό ιδιοκτησίας της τους απέστειλε την από 21-4-2016 εξώδικη διαµαρτυρία και πρόσκλησή της, με τη με αριθμό …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………, µε την οποία αιτήθηκε αφενός αποδεικτικά επίσηµα έγγραφα τρίτου φορέα περί της καταστροφής του επίδικου εξοπλισµού, για την οποία δεν είχε προηγηθεί σχετική ενηµέρωσή της και αφετέρου τιμολόγια μεταπώλησης και το εισπραχθέν τίμημα, όμως οι εκκαλούσες ουδέποτε εμφάνισαν οποιοδήποτε έγγραφο από τα παραπάνω γεγονός που αποδεικνύει πλήρως με βάση τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι ιδιοποιήθηκαν παράνομα το σωστικό εξοπλισμό που παρέλαβαν. Ήδη η εφεσίβλητη έχει υποβάλει και ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 7.7.2016 επέχουσα θέση εγκλήσεως μήνυση της. Να σημειωθεί ότι αν και η εφεσίβλητη παρέδωσε την 1.3.2007 στο σταθμό επιθεώρησης τα αναφερόμενα στην αγωγή σωστικά μέσα, ο όμιλος εταιριών του οποίου αποτελεί μέλος εξακολούθησε να συνεργάζεται με τις εκκαλούσες για μεταφορές σωστικού εξοπλισμού προς μεταπώληση, ενώ υφίσταται μακροχρόνια ανταλλαγή εγγράφων που καταδεικνύει αυτή τη συνεργασία, ακόμη και μετά το Δεκέμβριο του 2015, οπότε η εφεσίβλητη έμαθε τελικά κατά τα προαναφερόμενα ότι οι εκκαλούσες δεν μπορούν να της αποδώσουν τον επίδικο σωστικό εξοπλισμό ενώ το τελευταίο έγγραφο ηλεκτρονικής τηλεομοιοτυπίας που τους απεστάλη από τον Όμιλο Εταιριών έχει ημερομηνία 13.4.2016, δηλαδή προηγήθηκε ελάχιστα της αποσταλείσας στις εκκαλούσες εξώδικης διαμαρτυρίας της εφεσίβλητης. Τα γεγονότα όμως αυτά δεν αποδεικνύουν ότι η αγωγή αποτελεί μοχλό πίεσης που αποσκοπεί στη διαπραγμάτευση του κόστους επιθεώρησης των σωστικών συστημάτων των πλοίων του ομίλου και επομένως δεν αποτελεί η άσκηση της κατάχρηση δικαιώματος. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο έβδομος περί του αντιθέτου σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ότι η τιμή πώλησης ενός liferaft που προμηθεύεται ένα μη ταχύπλοο πλοίο όπως το Μ ανέρχεται σύμφωνα με το από 27.5.2014 τιμολόγιο της τρίτης εκκαλούσας προς την …… σε 22.500 ευρώ, ενώ κάθεμια από τις γλίστρες όπως οι επίδικες έχει αξία μεταπώλησης σύμφωνα με το από 13.10.2015 τιμολόγιο της τρίτης εκκαλούσας στην εταιρία ……. ταχύπλοα σε 30.000 ευρώ, ενώ προφανώς και δεν επιδρά στην εκτίμηση της αξίας του υπεξαιρεθέντος σωστικού εξοπλισμού το γεγονός ότι το πλοίο στο οποίο θα τοποθετείτο αυτό εκποιήθηκε αναγκαστικά αντί του ποσού των 668.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αντίθετα ότι κάθε ένα από τα liferaft έχει αξία 28.000 ευρώ συνάγοντας μάλιστα δικαστικό τεκμήριο από μια προσφορά του έτους 2007 μεταξύ τρίτων, αν και από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει εύρος τιμών προσφορών καθώς λ.χ από το προσκομιζόμενο σχετικό 19 που αφορά προσφορά της ……. μια πνευστή σχεδία προσφέρεται σε ποσό περίπου 12.000 ευρώ αν ληφθεί υπόψη η ισοτιμία ευρώ γιέν το έτος 2007 (2.000.000 γιεν Ιαπωνίας). Έτσι εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού πέμπτου λόγου εφέσεως ως βάσιμου κατ’ουσίαν θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό δηλαδή τον προσδιορισμό της αξίας του υπεξαιρεθέντος σωστικού εξοπλισμού η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή κατ’ουσία η από 10.4.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεση να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η με αριθμό ……. αγωγή της εφεσίβλητης. Να σημειωθεί είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο σχετικός τελευταίος λόγος έφεσης που πλήττει τη διάταξη της εκκαλουμένης περί επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης σε βάρος των εκκαλουσών δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση που γίνεται δεκτή κατά ένα μέρος η έφεση, το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 233). Ακολούθως των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η έχουσα νομικό έρεισμα επί των διατάξεων των άρθρων 249 επ. ν 4072/12, 71, 481, 822, 361, 914, 297, 298, 346 ΑΚ και 375 ΠΚ αγωγή και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες σε αυτή εκκαλούσες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εφεσίβλητη ενάγουσα το ποσό των 105.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Επιπλέον πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος με κωδικό …… ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε από τις εκκαλούσες εναγόμενες κατά την άσκηση της εφέσεως τους, καθόσον η έφεση του γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας και των δύο βαθμών βαρύνει  εις ολόκληρον τις εκκαλούσες εναγόμενες λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. έφεση κατά της με αριθμό 5732/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 20.11.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την απόδοση στις εκκαλούσες εναγόμενες του ηλεκτρονικού παραβόλου με κωδικό …….. ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε από αυτές κατά την άσκηση της εφέσεως τους

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 5732/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με αριθμό ……. αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από με αριθμό …… αγωγή

Αναγνωρίζει τις εναγόμενες σε αυτή εκκαλούσες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των εκατόν πέντε χιλιάδων ευρώ (105.000) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στις εναγόμενες εκκαλούσες μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ το οποίο τις βαρύνει εις ολόκληρον

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Μαρτίου 2019   και δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ