Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 190/2019

Αριθμός    190/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  KΔ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 28 και 44 παρ. 1 και 2 του ν. 3994/27-7-2011, προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, οπότε με την τυπική παραδοχή της έφεσης, που λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης (Α.Π. 280/2012 ΝοΒ 2013, 132, Α.Π. 866/2008, Α.Π. 1015/2005 ΕλλΔνη 2005, 1100). Στην περίπτωση αυτή, ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Έτσι αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η δήλωση ενός ή ορισμένων πληρεξουσίων δικηγόρων ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από τις προαναφερόμενες διατάξεις, διότι διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, δεν νοείται προφορική συζήτηση, επιβάλλεται δε, για την ισότητα των όπλων, και από την αρχή της δίκαιης δίκης, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Α.Π. 251/2009, Α.Π. 866/2008. ΕφΠειρ 668/2009). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο στο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του (Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, συμπλήρωμα στο άρθρο 271, ΕφΑθ 726/2006 ΕλλΔνη 2007, 632, ΕφΑθ 3137/2009 ΕλλΔνη 2009, 1520, ΕφΑθ 3287/2008 ΕλλΔνη 2008, 1514). Αν δε ο διάδικος αυτός είναι εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/27-7- 2011, εφόσον έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλήτευσής του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά το ν. 3994/27-7-2011 (Α.Π. 158/2010 ΕλλΔνη 2011, 1386, ΕφΠειρ 332/2015, 3/2014, ΕφΠατρ 295/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης,  η από 26.6.2014, (αριθ. κατάθ. ……) έφεση από τις πρωτοδίκως ερημοδικασθείσες ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες, κατά της υπ΄αριθ. 1050/27.2.2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην τους, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη με επιμέλειά τους, (βλ. από 16.10.2016 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών …. .), χωρίς ν΄ απαιτείται κλήση για συζήτηση στη μετ΄αναβολή δικάσιμο, (226 παρ. 4 ΚΠολΔ).  Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, πρέπει να εξαφανιστεί, χωρίς την εξέταση κάποιου λόγου της και η υπόθεση αναδικάζεται από το παρόν Δικαστήριο, με προφορική συζήτηση. Η δε εφεσίβλητη – εναγομένη, της οποίας ο πληρεξούσιος Δικηγόρος παρέστη με την από 13.2.2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν μετέχει προσηκόντως στη δίκη, αφού η απαγόρευση ισχύει και για το μη ερημοδικασθέντα διάδικο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έστω και αν κατέθεσε προσηκόντως προτάσεις και πρέπει να δικαστεί ερήμην, η δε συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, (524 παρ. 4 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το προσήκον παράβολο έφεσης, (…..ΤΑΧΔΙΚ και ……. Δημοσίου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ).

Με βάση το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2172/1993 συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ειδικό Τμήμα (ναυτικών διαφορών, στο οποίο, μεταξύ και άλλων, εκδικάζονται ναυτικές διαφορές που είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου καθώς επίσης και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ΄αυτό και που προσδιορίζονται μεν, ορισμένες από αυτές, αλλά κατά τρόπο απλώς ενδεικτικό και όχι περιοριστικό, (51 παρ. 3 Βα ν 2172/1993).  Στην τέτοια, ενδεικτική απαρίθμηση, ναυτικές διαφορές είναι εκείνες που έχουν αιτία, πηγάζουν δηλαδή, από την πώληση και γενικότερα την εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία, (51 παρ. 3 Β α ν 2172/1993), καθώς και οι συμβάσεις που είναι σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου. Κατά τις παραγράφους 1α, 2 και 6α  του πιο πάνω άρθρου, για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του Πειραιά. Κατά την παράγραφο 5α διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, είναι ναυτικές διαφορές και αυτές που προκύπτουν από συμβατικές ή εξωσυμβατικές σχέσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε χερσαίο χώρο αλλά σχετίζονται με πλοίο, όπως η αγορά ή η πώληση ενός πλοίου η οποία λαμβάνει χώρα σε χερσαίο χώρο, ανεξάρτητα αν η γενεσιουργός αιτία τους είναι σύμβαση ή αδικοπραξία. Ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές, (51 παρ. 3 εδ. Β περ. α – ιζ, ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά  πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, κλπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ακόμη και οι αδικοπραξίες αποτελούν την παθολογία μιας κατονομαζόμενης ναυτικής διαφοράς και τελούνται στο πλαίσιο αυτής.  Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος, νομικό γεγονός, δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Ακόμη και στα πλαίσια ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, έχει γίνει δεκτό ότι αν οι λόγοι της ανακοπής αναφέρονται και στην υποκείμενη σχέση και αυτή είναι ναυτική, η ανακοπή υπάγεται στην αρμοδιότητα του ναυτικού τμήματος. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς, (βλ. Πολυχρόνης Τσιρίδης, «Η ποινική δικαιοδοσία των πειραϊκών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών επί αδικημάτων σχετικών με ναυτικές διαφορές ή τελουμένων επί πλοίου», ΠειρΝομ 1/2013, σελ. 6, Α. Αντάπασης, ΕΕμπΔ 2015, σελ. 233 και εκεί αναφερόμενη θεωρία και Νομολογία). Εξάλλου, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, για την υπαγόμενη στην καθ΄ύλην αρμοδιότητα των πρωτοδικείων πρωτοβάθμια δίκη επί ναυτικών διαφορών έχει συσταθεί ειδικό τμήμα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, για δε τη σχετική δευτεροβάθμια δίκη, έχει συσταθεί ειδικό τμήμα στο Εφετείο Πειραιώς. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 46, 525 παρ. 1 και 535 παρ. 2α ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έχει εξουσία, ακόμη και χωρίς ειδικό παράπονο,  να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την καθ΄ύλην αρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου Διακστηρίου, εάν δε από την έρευνα αυτήν διαπιστωθεί ότι αυτό ήταν αναρμόδιο καθ΄ύλην, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, (ΕφΠειρ 251/2015, ΝΟΜΟΣ).

Με την από 6.9.2012, (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……), αγωγή τους οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες, ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα :  Ότι ως θυγατέρες του ……, που απεβίωσε αδιάθετος στην Αθήνα, στις 26.7.2011, κατέστησαν, μετά την αποποίηση κληρονομίας εκ μέρους της μητέρας τους και συζύγου του αποβιώσαντος  Ευαγγελίας, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου η κάθε μία. Ότι στην κατά τα ανωτέρω επαχθείσα σε αυτές κληρονομία του πατρός τους, περιλαμβάνεται και η ασκούμενη δια της κρινόμενης αγωγής αξίωση αποζημίωσης εκ μέρους της εναγομένης. Ότι ειδικότερα, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……. συμβολαίου και του υπ΄ αριθ. …… ανανεωτηρίου συμβολαίου, η εναγομένη είχε ασφαλίσει το κατωτέρω περιγραφόμενο σκάφος του αποβιώσαντος, για κλοπή, για το χρονικό διάστημα από 15.4.2010 έως και 15.4.2011, με ολική ασφαλισθείσα αξία του σκάφους 62.500 €, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, έναντι καταβληθέντων  ασφαλίστρων 594 €.  Ότι, συμφωνήθηκε επίσης πως ο ασφαλισμένος υποχρεούται να ειδοποιήσει γραπτώς την εναγομένη ευθύς ως λάβει γνώση επελθόντος κινδύνου και δη εντός 48 ωρών, καθώς και να ειδοποιήσει άμεσα την αρμόδια Αρχή. Ότι, τέλος, συμφωνήθηκε να φυλάσσεται το σκάφος σε ασφαλές μέρος, σε κλειδωμένο χώρο, ή να είναι ελλιμενισμένο σε λιμάνι… και ότι η περίοδος παροπλισμού αρχίζει την 1/11 και λήγει την 1/3 κάθε έτους». Ότι, πριν το παροπλισμό του σκάφους για τη χειμερινή περίοδο, άγνωστοι δράστες, που εισήλθαν στον περιφραγμένο χώρο στην Αυλίδα Χαλκίδας όπου το σκάφος φυλασσόταν, το έκλεψαν, ο δε δικαιοπάροχος των εναγουσών, αμέσως μόλις αντελήφθη την κλοπή, κατήγγειλες το συμβάν στο Αστυνομικό Τμήμα Χαλκίδας, υπέβαλε μήνυση κατ΄αγνώστων και ειδοποίησε εγγράφως την εναγομένη. Ότι παρά ταύτα, η εναγομένη αρνήθηκε και αρνείται μέχρι σήμερα να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση. Με βάση τ΄ανωτέρω, οι ενάγουσες ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει το ποσό των 62.500 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, που εκδόθηκε ερήμην των εναγουσών, απέρριψε την αγωγή και αφού όρισε το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εναγουσών, επέβαλε εις βάρος τους τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης.

Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής με το προεκτεθέν περιεχόμενο, εισάγεται προς κρίση διαφορά για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης από την εναγομένη. Η ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και του δικαιοπαρόχου των εναγουσών σχετικά με το αναφερόμενο στην αγωγή σκάφος, αποτελεί την αιτία από την οποία πήγασε η ένδικη διαφορά, που αποτελεί ναυτική διαφορά, γιατί προκύπτει από συμβατική σχέση σχετικά με ενέργεια που έλαβε μεν χώρα σε χερσαίο χώρο, αλλά σχετίζεται με πλοίο και δη με την ασφάλιση του ως άνω σκάφους, (51 ν. 2172/1993). Κατ΄ακολουθίαν, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη διαφορά αποτελεί ναυτική διαφορά, καθώς τα ζητήματα που προκύπτουν και συνδέονται με την ανωτέρω σύμβαση, απαιτούν την εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες της ναυτικής αυτής διαφοράς, που υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των δικαστηρίων του Πειραιά.

Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ένδικη αγωγή αναρμοδίως, καθ΄ύλην, εισήχθη  δικάστηκε και απερρίφθη από μη ναυτικό τμήμα του Μονομελόύς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφού αρμόδιο να τη δικάσει, ως ναυτικής φύσης διαφορά, κατά τα προλεχθέντα, ήταν το Ναυτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να παραπεμφθεί η ένδικη διαφορά στο αρμόδιο, καθ΄ύλην και κατά τόπο, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, (Ναυτικό Τμήμα). Δικαστικά έξοδα  δεν επιβάλλονται, καθώς το παρόν Δικαστήριο δεν αποφαίνεται περί της καθ΄ύλην αναρμοδιότητας ολόκληρου του δικαστηρίου τούτου, αλλά περί της τοιαύτης του εν λόγω τμήματος που δεν αποτελεί οργανικά αυτοτελές Δικαστήριο, (ΕφΠειρ 253/2016, ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 26.6.2014, (αριθ. κατάθ. …..) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ΄αριθ. 1050/27.2.2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση, (την από 6.9.2012 και υπ΄αριθ. κατάθ. ……, αγωγή).

Κηρύσσει το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) αναρμόδιο καθ΄ύλην.

Παραπέμπει την ως άνω αγωγή στο καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, (Ναυτικό Τμήμα).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   3 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ