Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 160/2019

Αριθμός  160/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, Α) η από 2.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας εταιρίας (υπό εκκαθάριση) με την επωνυμία «………………..», Β) η από 20.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) αντίθετη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου ……………….., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 1585/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, Γ) οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που άσκησε ο εκκαλών (της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης) ………………..με το από 15.10.2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 16.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) και Δ) η αντέφεση, που άσκησε η εκκαλούσα (της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης) εταιρία «………………..» με το από 15.11.2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 15.11.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..).

  1. II. Κατά το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε οπό την έφεση. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αντέφεσης για να είναι παραδεκτή, πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια. Διαφορετικά, αν δηλαδή το κεφάλαιο, που πλήττεται με την αντέφεση δεν έχει εκκληθεί ή δεν συνέχεται αναγκαστικά με τα κεφάλαια που έχουν εκκληθεί, η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ως κεφάλαια κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου (523 παρ. 1) θεωρούνται εκείνα τα οποία ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή δικαστικής προστασίας, που δημιουργούν χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της αυτής διαφοράς) και εκκρεμοδικία για τις οποίες (αιτήσεις) εκδόθηκαν χωριστές διατάξεις της απόφασης (ΑΠ 207/2017 και  842/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αναγκαίως δε συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτήν ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων, κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση, κεφαλαίων (ΑΠ 173/2018 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση από τον εναγόμενο κατά του κεφαλαίου της απόφασης, που δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί αντέφεση από τον ενάγοντα κατά του κεφαλαίου της ίδιας απόφασης, που απέρριψε την επικουρική βάση της ίδιας αγωγή, δηλαδή για διαφορετικό «κεφάλαιο», ενώ αν ασκηθεί τέτοια αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 807/2012 ΝοΒ 2013.137, ΑΠ 1094/2009 και 667/2009 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2005 ΕλλΔνη 2005.1446, ΕφΑθ 1322/2016 ΕφΑΔ 2017.461, ΕφΘεσ 1464/2014 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. Ι, άρθρο 523, σελ. 1337, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2012, τόμ. Ι, άρθρο 523, αρ. 13, σελ. 925-926).

ΙΙΙ. Με την από 18.12.2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) η ενάγουσα, υπό εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………………..» (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη), ισχυρίσθηκε, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ότι τον Νοέμβριο 2004 κατάρτισε με τον εναγόμενο ………………..(ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο) το με αριθμό ………………..συμβολαιογραφικό έγγραφο, που αποτελεί τόσο προσύμφωνο πώλησης από τον τελευταίο ποσοστού 111/1000 εξ αδιαιρέτου επί του περιγραφόμενου ακινήτου, κείμενου στον Πειραιά (επί της οδού ………………..), όσο και προσύμφωνο προσυμφώνου εργολαβικού συμβολαίου µε περιεχόμενο την ανέγερση οικοδομής εκ μέρους αυτής (ενάγουσας) µε το σύστημα της αντιπαροχής. Ότι μέρος της ανωτέρω συμφωνίας ήταν α) ότι ο εναγόμενος θα εξασφάλιζε τη συναίνεση και των λοιπών δύο συνιδιοκτητριών θυγατέρων του, ……… και ….., των οποίων τα ποσοστά συγκυριότητας ανέρχονταν σε 164/1000, καθώς και ότι εάν εκείνες δεν συναινούσαν, θα συνέπραττε αυτός στη δικαστική διαδικασία -με την άσκηση σχετικής αγωγής- της επίτευξης της ανέγερσης της οικοδομής βάσει των διατάξεων του Ν. 1562/1985 και β) ότι σε περίπτωση τελικά που οι προαναφερόμενες συγκύριες δεν συναινούσαν στο ζήτημα της αντιπαροχής και δεν μπορούσε να επιτευχθεί εξώδικη ή δικαστική διευθέτηση του ζητήματος αυτού, η σύμβαση για την αντιπαροχή θα λυνόταν αυτοδικαίως. Ότι κατά την κατάρτιση της ανωτέρω συμφωνίας (την 25.11.2004) καταβλήθηκε από αυτήν (ενάγουσα) στον εναγόμενο το ποσό των 117.400 ευρώ -με τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο- ως αντάλλαγμα του τελευταίου για την ανάθεση της ανέγερσης της οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής (πλέον των δύο αναφερόμενων διαμερισμάτων-οριζόντιων ιδιοκτησιών που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι θα περιέρχονταν σ’ αυτόν), ενώ, επίσης, συμφωνήθηκε να καταβληθεί στον εναγόμενο και το ποσό των 175.611 ευρώ ως τίμημα για την πώληση και μεταβίβαση από αυτόν του ανωτέρω ποσοστού (111/1000) στην ίδια (ενάγουσα). Ότι εικονικά αναφέρθηκε στο ως άνω προσύμφωνο ότι θα καταβληθεί στον εναγόμενο το ανωτέρω συνολικό ποσό των 293.000 (117.400 + 175.611) ευρώ αποκλειστικά για την αγορά από αυτήν (ενάγουσα) του ανωτέρω ποσοστού του ακινήτου. Ότι, στη συνέχεια, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμφωνηθέντων, καταρτίστηκε το με αριθμό ………………..οριστικό αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του εν λόγω ποσοστού και ότι εικονικά αναφέρθηκε στο συμβολαιογραφικό αυτό έγγραφο ότι το τίμημα θα ανερχόταν στο ποσό των 42.317,06 ευρώ -το οποίο και πράγματι καταβλήθηκε κατά την σύνταξη του συμβολαίου- αντί του πράγματι συμφωνηθέντος ποσού των 175.611 ευρώ. Ότι για το υπόλοιπο αφανές τίμημα εκ ποσού 133.293,94 ευρώ (ήτοι 175.611 μείον 42.317,06), το οποίο και αυτό καταβλήθηκε στον εναγόμενο, δεν τηρήθηκε ο συμβολαιογραφικός τύπος. Ότι τελικά ουδέποτε συναίνεσαν οι θυγατέρες του εναγομένου στην κατάρτιση οριστικού εργολαβικού συμβολαίου για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής µε το σύστημα της αντιπαροχής, παρά τις συνεχείς υποσχέσεις του τελευταίου ότι θα τις πείσει να συμπράξουν, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος υπαίτια αρνήθηκε επανειλημμένα να συμπράξει µε αυτήν (ενάγουσα) στην προσπάθεια εκτέλεσης του σχετικού όρου του προσυμφώνου περί άσκησης αγωγής, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1562/1985, για τη δικαστική διευθέτηση του ζητήματος της αντιπαροχής στο εν λόγω ακίνητο και παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε ήδη επιβαρυνθεί με το συνολικό ποσό των 18.900 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, το οποίο οφείλει στον αρχιτέκτονα μηχανικό ……….. για τη σύνταξη του απαιτούμενου φακέλου αρχιτεκτονικής μελέτης μετά των σχετικών τοπογραφικών διαγραμμάτων που θα κατατίθεντο στις αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες και δικαστικές αρχές. Ότι ο εναγόμενος µε τις προαναφερόμενες αντισυμβατικές αλλά και παράνομες και υπαίτιες ενέργειές του, καθώς και µε την υπαίτια άρνησή του να συμπράξει µε αυτήν (ενάγουσα) στην κατά τις διατάξεις του Ν. 1562/1985 άσκηση αγωγής σε βάρος των συγκυρίων θυγατέρων του, προκάλεσε κατ’ αρχήν την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης που είχε καταρτισθεί µε το εν λόγω προσύμφωνο, ενώ, επιπλέον, της προκάλεσε θετική ζημία συνιστάμενη στο ανωτέρω ποσό των 18.900 ευρώ, το οποίο αυτή οφείλει στον προαναφερόμενο μηχανικό ως έξοδα του τελευταίου για την κατάρτιση της μελέτης µε σκοπό την άσκηση της σχετικής αγωγής. Ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, αυτή (ενάγουσα) υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης εκ ποσού 20.000 ευρώ. Ότι αφού έχει πληρωθεί η συμφωνηθείσα διαλυτική αίρεση περί ανατροπής των αποτελεσμάτων του προσυμφώνου περί αντιπαροχής, πρέπει να αποδοθούν αμοιβαίως οι δοθείσες παροχές. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε: 1) να αναγνωριστεί ότι εικονικά δηλώθηκε στο με αριθμό ………………..συμβολαιογραφικό προσύμφωνο ότι το τίμημα αγοράς από αυτήν του ποσοστού 111/1000 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του εναγομένου επί του ως άνω ακινήτου θα ανέρχεται στο ποσό των 293.000 ευρώ και ότι η πραγματική βούληση των συμβαλλόμενων μερών ήταν αφενός το τίμημα αγοράς του εν λόγω ακινήτου να ανέρχεται στο ποσό των 175.611 ευρώ και αφετέρου το αντάλλαγμα του εναγομένου για την ανάθεση σ’ αυτήν του έργου της ανέγερσης  της οικοδομής µε το σύστημα της αντιπαροχής να ανέρχεται στο ποσό των 117.400 ευρώ και 2) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει: α) το ποσό των 117.400 ευρώ (το οποίο αυτή του κατέβαλε ως αντάλλαγμα για την συμφωνία ανέγερσης της οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής) µε βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης και συνακόλουθης λύσης του ………………..προσυμφώνου και ανατροπής των αποτελεσμάτων του, άλλως (επικουρικά) κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας ως θετική ζημία που αυτή (ενάγουσα) υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, άλλως (επικουρικότερα) κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως διαφορά του τιμήματος αγοραπωλησίας του ως άνω ιδανικού μεριδίου, η οποία (διαφορά) πρέπει να της αποδοθεί, επειδή αποτέλεσε μέρος του αφανούς τιμήματος της αγοραπωλησίας και ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό, β) το ποσό των 18.900 ευρώ -το οποίο αυτή οφείλει στον προαναφερόμενο μηχανικό ως αμοιβή του για την σύνταξη των σχετικών μελετών- µε βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, αφού το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην λόγω του αδικαιολόγητου πλουτισμού ωφέλεια του εναγομένου από την σύνταξη των σχετικών μελετών, ενόψει του ότι η συμφωνία περί αντιπαροχής πλέον ανατράπηκε, άλλως κατά το άρθρο 204 ΑΚ, άλλως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως θετική ζημία που αυτή (ενάγουσα) υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, γ) το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από το Μάιο του έτους 2009, άλλως τον Ιούνιο του έτους 2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής και δ) το ποσό των 85.611 ευρώ, (που αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στην αξία του πωληθέντος ακινήτου κατά το συμβόλαιο αγοραπωλησίας [175.611 €] και στην εμπορική αξία του ιδανικού αυτού μεριδίου [90.000 €] και το οποίο [ποσό] αποτελεί μέρους του συνολικού καταβληθέντος αφανούς τιμήματος της αγοραπωλησίας ακινήτου που έγινε με το υπ’ αριθ. ……….. συμβόλαιο), κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού με το νόμιμο τόκο από την 22.3.2005 (ημερομηνία καταβολής του στον εναγόμενο), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έγινε δεκτό ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138, 139, 180-182, 166, 202, 204, 297, 298, 361, 369, 281, 288, 904 επ., 914, 919 και 932 ΑΚ, πλην α) του υπ’ αριθ. 2γ΄ αιτήματος περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας εταιρίας, το οποίο απορρίφθηκε ως αόριστο, β) του υπ’ αριθ. 1 αναγνωριστικού αιτήματος (περί αναγνώρισης της μερικής εικονικότητας του προσυμφώνου πώλησης αναφορικά με το αναγραφόμενο σ’ αυτό ποσό ως τίμημα πώλησης), το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι η επικαλούμενη εικονικότητα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα που αφορά τα λοιπά αιτήματα της αγωγής και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αίτημα που δύναται να υποβληθεί και να εξετασθεί αυτοτελώς και γ) του υπ’ αριθ. 2α΄ επικουρικού αιτήματος της αγωγής περί καταβολής του ποσού των 117.400 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ως διαφορά του τιμήματος αγοραπωλησίας που πρέπει να της αποδοθεί, ενόψει του ότι αποτέλεσε μέρος του αφανούς τιμήματος της αγοραπωλησίας), το οποίο απορρίφθηκε ομοίως ως μη νόμιμο. Στη συνέχεια, με την εκκαλούμενη απόφαση, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη κατά το υπ’ αριθ. 2α΄ αίτημά της, κατά την κύρια βάση της, και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 117.400 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1.6.2009, αφού κρίθηκε ότι η συμφωνηθείσα στο με αριθμό ………………..προσύμφωνο διαλυτική αίρεση πληρώθηκε τον Μάιο 2009 και έτσι επήλθε αυτοδίκαιη λύση μόνο της περί αντιπαροχής συμφωνίας που διαλαμβάνεται στο εν λόγω προσύμφωνο, με συνέπεια ο εναγόμενος να καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό, ενώ τα λοιπά αιτήματα της αγωγής (ήτοι τα υπ’ αριθ. 2β΄ και 2δ΄) απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο η ενάγουσα εταιρία όσο και ο εναγόμενος με τις υπό κρίση εφέσεις τους (ο τελευταίος και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της έφεσής του) για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν την ενάγουσα να γίνει δεκτή η αγωγή της και ως τα υπ’ αριθ. 2β΄, 2γ΄ και 2δ΄ αιτήματά της, κατά δε τον εναγόμενο να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

ΙV. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτών (εφέσεων), ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές από 3.2.2017 και 2.3.2017 εκθέσεις κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από την εκκαλούσα εταιρία, όσο και από τον εκκαλούντα, ………., το νόμιμο παράβολο των 150 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ). Επίσης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που άσκησε ο εκκαλών (της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης) ………………..με το από 15.10.2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 16.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) και έχει κοινοποιηθεί στην εφεσίβλητη εταιρία και ειδικότερα στους εκπροσωπούντες αυτήν εκκαθαριστές, τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. ……… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……..), πρέπει να συνεκδικασθούν υποχρεωτικά με την ως άνω έφεση λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 112, αρ. 82, σελ. 804).  Περαιτέρω, η ενάγουσα εταιρία, η οποία έχει ήδη ασκήσει την ως άνω (υπό στοιχ. Α΄) κατατεθείσα την 3.2.2017 έφεσή της, μετά την άσκηση της ως άνω (υπό στοιχ. Β΄) κατατεθείσας την 2.3.2017 έφεσης του αντιδίκου της, άσκησε, με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, την από 15.11.2017 αντέφεσή της, κατά της ίδιας προαναφερόμενης απόφασης (1585/2016), που την επέδωσε στον αντίδικό της στις 10.1.2018, δηλαδή τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. ……… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……….). Επομένως, πρέπει να ενωθεί και συνεκδικασθεί η αντέφεση με την ως άνω υπό στοιχ. Β΄ έφεση του ……., επειδή είναι προδήλως συναφής μ` αυτήν, καθόσον αφορούν εκκρεμή δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται κατ` αυτόν τον τρόπο η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 524 παρ.1, 31 και 246 ΚΠολΔ). Από το περιεχόμενο, όμως, των δικογράφων της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του ………………..και της αντέφεσης της εταιρίας «………………..» προκύπτει ότι με την έφεση του εναγόμενου ………………..πλήττεται, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά την παραδοχή του υπ’ αριθ. 2α΄ αιτήματος της αγωγής, κατά την κύρια βάση του, ήτοι περί καταβολής ποσού 117.400 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω της πλήρωσης της αναφερόμενης διαλυτικής αίρεσης, της συνακόλουθης λύσης του με αριθμό ………………..προσυμφώνου και της ανατροπής των αποτελεσμάτων του, ενώ με την αντέφεση πλήττεται αποκλειστικά το κεφάλαιο της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης, που απέρριψε, ως μη νόμιμο, το υπ’ αριθ. 1α΄ αγωγικό αίτημα, κατά την επικουρική βάση του, περί καταβολής ποσού 117.400 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως διαφορά του τιμήματος αγοραπωλησίας που πρέπει να αποδοθεί στην ενάγουσα επειδή αποτέλεσε μέρος του αφανούς τιμήματος της εν λόγω αγοραπωλησίας. Με αυτό το περιεχόμενο η αντέφεση, με την οποία προσβάλλεται μη εκκληθέν με την ως άνω έφεση κεφάλαιο, ούτε αναγκαίως συνεχόμενο με τα εκκληθέντα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση από τον εναγόμενο κατά του κεφαλαίου της απόφασης που δέχθηκε την αγωγή (ή ένα αίτημα αυτής) κατά την κύρια βάση της (όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση), δεν επιτρέπεται να ασκηθεί αντέφεση από τον ενάγοντα κατά του κεφαλαίου της ίδιας απόφασης, που απέρριψε την επικουρική βάση της ίδιας αγωγής (ή του ίδιου αιτήματος αυτής), δηλαδή για διαφορετικό «κεφάλαιο». Τα δικαστικά έξοδα του αντεφεσιβλήτου, ……………….., κατά το νόμιμο αίτημά του, πρέπει, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να επιβληθούν σε βάρος της αντεκκαλούσας εταιρίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ήττας της αντεκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το με αριθμό κωδικού . ….. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 14.11.2017 βεβαίωση ηλεκτρονική πληρωμής παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016).

  1. V. Από τη φύση της χρηματικής ικανοποίησης (άρθρο 932 ΑΚ) προκύπτει ότι η τελευταία αφορά φυσικά πρόσωπα. Δεν αποκλείεται, όμως, να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, γιατί και αυτά είναι φορείς έννομων αγαθών. Έτσι, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρίες, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Όμως, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο (όπως ψυχική ταραχή και στενοχώρια) και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το αιτούμενο την χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να την επικαλεστεί και να την αποδείξει. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, το νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλείται (και να αποδεικνύει) συγκεκριμένη υλική ζημία επιφέρουσα προσβολή στην εμπορική του πίστη, στην επαγγελματική του υπόληψη και γενικά στο εμπορικό του μέλλον (ΕφΑθ 4556/2005 ΕλλΔνη 2007.868, ΕφΑθ 1191/2001 ΕλλΔνη 2002.1067, ΕφΠειρ 541/2015 και ΕφΠατρ 29/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, έκδ. 2010, τόμ. Ι, άρθρο 932, αρ. 22, σελ. 1903, τον ίδιο σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τόμ.  IV, άρθρο 932, αρ. 13, σελ. 817).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, ως προς το αίτημά της για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στην ενάγουσα εταιρία λόγω ηθικής βλάβης, είναι αόριστη, καθόσον σ’ αυτήν αναφέρεται όλως γενικώς ότι από την περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, εξαιτίας της οποίας δεν υλοποιήθηκε η αντιπαροχή με υπαιτιότητά του, αυτή (ενάγουσα εταιρία) υπέστη ηθική βλάβη και συγκεκριμένα ότι «υπέστην άλγος και στενοχώρια», καθώς και ότι «απώλεσε σημαντικό μέρος χρόνου και υπεβλήθην σε μεγάλες ταλαιπωρίες» για τις ενέργειες στις οποίες προέβη για να καταστεί οικοδομήσιμο το ακίνητο και για να γίνει δικαστική διευθέτηση των ζητημάτων της αντιπαροχής. Όμως, στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται τα απαραίτητα για το ορισμένο της σχετικής αξίωσης στοιχεία, και δη ότι συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου η ενάγουσα εταιρία υπέστη συγκεκριμένη υλική ζημία, ήτοι προσβολή της εμπορικής της πίστης στην αγορά με τυχόν αδυναμία της να ανταπεξέλθει σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις της, ή της εμπορικής της φήμης και του εμπορικού μέλλοντος αυτής, με τυχόν συγκεκριμένη μείωση των εργασιών της ή των κερδών της, καθόσον, όπως εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίτημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε το περί χρηματικής ικανοποίησης αίτημα (υπό αριθ. 2γ΄) της αγωγής ως αόριστο, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (δεύτερου) λόγου της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Αλλά και ο εναγόμενος με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχ. Β΄ έφεσής του παραπονείται για την απόρριψη του ίδιου ως άνω αιτήματος ως αόριστου, ενώ κατ` αυτόν έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Ο λόγος, όμως, αυτός της έφεσης, για τον οποίο ο εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 503/1989 ΝοΒ 1990. 812, ΕφΑθ 372/2004 ΕλλΔνη 2005.559, ΕφΛαρ 209/2015 και ΕφΔυτΣτΕλλ 156/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 516, αρ. 25, σελ. 884), είναι αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρίες, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, πλην όμως, στην αγωγή δεν εκτίθενται τα ανωτέρω απαραίτητα για το ορισμένο της σχετικής αξίωσης στοιχεία, δηλαδή δεν περιλαμβάνονται τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν κατά νόμο (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 216, αρ. 3, σελ. 364).

  1. VI. Κατά το άρθρο 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι αυτοτελής και αυθύπαρκτη σύμβαση, με την οποία οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να καταρτίσουν στο μέλλον άλλη ορισμένη σύμβαση, ενώ υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Αποτελεί, δηλαδή, ενοχική – υποσχετική σύμβαση. Έτσι, το προσύμφωνο, από τη φύση του δεν επάγεται καμία μεταβολή στις εμπράγματες σχέσεις των ενδιαφερομένων μερών, αλλά παράγει μεταξύ τους μόνο ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (ΑΠ 1195/2014 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8528/2005 Αρμ 2007.212). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 166, 202, 204, 361 και 681 επ. ΑΚ προκύπτει ότι αν η προστεθείσα σε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο εργολαβικού συμβολαίου διαλυτική αίρεση πληρωθεί, όταν δηλαδή επέλθει το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, από το οποίο εξαρτάται η σύναψη της οριστικής σύμβασης, ή, αν η διαλυτική αίρεση είναι διατυπωμένη σε αρνητική μορφή, όταν είναι βέβαιο ότι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται δεν θα επέλθει, τότε ανατρέπεται αυτοδικαίως ολόκληρο το προσύμφωνο και επανέρχεται η προηγούμενη κατάσταση, με συνέπεια τα μέρη να απαλλάσσονται από την υποχρέωση σύμπραξης προς κατάρτιση της σύμβασης και να υποχρεούνται να επιστρέψουν τις εκατέρωθεν παροχές κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω λήξης της αιτίας της σχετικής παροχής (ΑΠ 1616/2014 ΧρΙΔ 2015.185, ΑΠ 2099/2009 και 848/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 300/2015 ΕλλΔνη 2015.808). Η ανατροπή δε αυτή επέρχεται αυτοδικαίως (ipso jure) χωρίς να απαιτείται κάποια ενέργεια των ενδιαφερομένων, ούτε δήλωση υπαναχώρησης ή τήρηση άλλου τύπου (ΑΠ 1361/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 202, αρ. 11-12, σελ. 399).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, ως προς το υπ’ αριθ. 2α αίτημά της, κατά την κύρια βάση της, ήτοι περί καταβολής ποσού 117.400 ευρώ, µε βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης και της συνακόλουθης ανατροπής των αποτελεσμάτων του με αριθμό ………………..συμβολαιογραφικού προσυμφώνου του εργολαβικού συμβολαίου, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 202 και 904 επ. ΑΚ, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, αν η προστεθείσα σε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο εργολαβικού συμβολαίου διαλυτική αίρεση πληρωθεί, όπως συμβαίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τότε ανατρέπεται αυτοδικαίως ολόκληρο το προσύμφωνο και επανέρχεται η προηγούμενη κατάσταση, με συνέπεια τα μέρη να υποχρεούνται άμεσα εκ του νόμου να επιστρέψουν τις εκατέρωθεν παροχές κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επομένως, η αξίωση αυτή δεν είναι επιβοηθητική, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εναγόμενος, αλλά αποτελεί κύρια αυτοτελή αξίωση πηγάζουσα ευθέως εκ του νόμου (άρθρο 202 και 904επ. ΑΚ), συρρέουσα ελεύθερα με κάθε άλλη τυχόν συνυπάρχουσα αξίωση, ενώ δεν τίθεται ζήτημα επικουρικού χαρακτήρα της εν λόγω αξίωσης, απορριπτόμενου, ως αβάσιμου, του σχετικού (πρώτου) λόγου της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η εν λόγω αξίωση είναι μη νόμιμη γιατί, ως επιβοηθητική, μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις από αδικοπραξία, πλην όμως αυτό δεν συντρέχει, αφού, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος, με την αγωγή ασκείται αξίωση αδικοπραξίας.

VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139 και 180-182 του ΑΚ προκύπτει ότι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά είναι εικονική και άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενόμενη. Εικονική δε είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποσκοπεί δε στην δημιουργία εντύπωσης στους τρίτους. Επομένως σύμφυτη με την έννοια της εικονικότητας είναι η γνώση του δηλούντος ότι η βούλησή του, όπως δηλώνεται, δεν είναι σοβαρή. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσον και επί σύμβασης, στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της σύμβασης απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο. Η εικονικότητα δεν εμποδίζεται και όταν η δήλωση βούλησης έγινε ενώπιον συμβολαιογράφου, καθόσον ο τελευταίος είναι εντεταλμένος να πιστοποιεί την δήλωση των δικαιοπρακτούντων, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικώς και όχι να συμπράττει με τη βούλησή του στην δικαιοπραξία. Η υπό την εικονική δικαιοπραξία καλυπτόμενη ετέρα δικαιοπραξία είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι για την σύσταση της (ΑΠ 1427/2017, 25/16 και 1514/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369, 513, 1033 του ΑΚ και 13 παρ. 3 του Ν. 1587/1950, συνάγεται ότι στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνον η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική (π.χ. της πώλησης) ως προς όλα αυτής τα στοιχεία και, επομένως, αν πρόκειται για πώληση, και ως προς το τίμημα. Η μη αναγραφή στο συμβόλαιο του πραγματικού τιμήματος επιφέρει ακυρότητα, η οποία είναι μερική και αφορά μόνο τη συμφωνία για το μη αναγραφόμενο τίμημα. Στην περίπτωση αυτή, όμως, μπορεί το αφανές τίμημα να αναζητηθεί από τον αγοραστή, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, μόνο κατά το μέρος που αυτό υπερβαίνει την αγοραία (αληθινή) αξία του πωληθέντος ακινήτου, διότι εφόσον ανταποκρίνεται σ’ αυτήν δεν υπάρχει πλουτισμός (ΑΠ 656/2014 και 1320/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1126/2002 ΕλΔνη 2004.487, ΕφΑθ 4104/2005 ΕΔΠολ 2006.263).

VIII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 400 περ. 1 ΚΠολΔ, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες, μεταξύ άλλων, οι δικηγόροι για πραγματικά γεγονότα, που τους εμπιστεύθηκαν, ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους, για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος, που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος, τον οποίο αφορά το απόρρητο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 403 παρ. 4 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ή ο δικαστής, ενώπιον του οποίου διεξάγεται η μαρτυρική απόδειξη, αποφασίζουν για τις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 400 του ίδιου Κώδικα και αρκεί για αυτό η πιθανολόγηση. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 400 και 403 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι, που αποκλείουν την εξέταση μάρτυρα κατ’ άρθρο 400 ΚΠολΔ, πρέπει να προτείνονται από το διάδικο πριν ορκιστεί, αν δε προτείνονται μετά την όρκισή του είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (ΑΠ 95/2008 και 119/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στη προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της (υπό στοιχ. Β΄) έφεσής του ο εκκαλών-εναγόμενος ….. προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση το σφάλμα ότι έλαβε υπόψη της την με αριθμό ….. ένορκη βεβαίωση του …….., παρά το ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν δικηγόρος του στην όλη υπόθεση της συναλλακτικής σχέσης του με την αντίδικο. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης, ο ως άνω εκκαλών-εναγόμενος δεν πρότεινε τις αντιρρήσεις του (ήτοι τον λόγο εξαίρεσης) για την εξέταση του προαναφερόμενου ενόρκως βεβαιούντος (σημειώνεται ότι οι όροι και περιορισμοί που ισχύουν για τους μάρτυρες ισχύουν και για τους ενόρκως βεβαιούντες κατ’ άρθρο 423 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 87, σελ. 591) ενώπιον της συμβολαιογράφου όπου δόθηκε η ένορκη βεβαίωση (σημειώνεται ότι ο εναγόμενος είχε κληθεί να παραστεί κατά την συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση), πριν από την όρκιση αυτού κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ενώ, επίσης, ο εκκαλών-εναγόμενος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τις προτάσεις του σε αυτό, δεν προέβαλε τις αντιρρήσεις του για τη λήψη υπόψη της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζητώντας να λάβει τούτο απόφαση επί της εγκαίρως προβληθείσας (δηλαδή πριν την όρκιση του βεβαιούντος) έντασης εξαίρεσης. Επομένως, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙX. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων …….. και …….., που εξετάσθηκαν η πρώτη με επιμέλεια της ενάγουσας και η δεύτερη με επιμέλεια του εναγομένου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρία υπ’ αριθ. …… ένορκη βεβαίωση του ……., ήδη συνταξιούχου δικηγόρου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς……, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε τότε), κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……..), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση (παραδεκτώς το πρώτον στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο-βλ. ΑΠ 771/2010 ΝοΒ 2010.2340, ΑΠ 1310/2005 ΕλλΔνη 2007.1035) από τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο, ………, υπ’ αριθ……. ένορκη βεβαίωση της ……… και υπ’ αριθ. ……… ένορκη βεβαίωση της ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, οι οποίες (βεβαιώσεις) έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ……., αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……. (σημειώνεται ότι είναι παραδεκτή η ένορκη βεβαίωση προσώπου που εξετάστηκε ως μάρτυρας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρίας που προβάλλεται με τις προτάσεις της – βλ. ΑΠ 1189/1992 ΕλλΔνη 1994.380 και σε Ι. Κατρά, Αγωγές ΑΚ και Ενστάσεις, έκδ. 2010, παρ. 49, σελ. 258), καθώς από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνεται και η προσκομισθείσα από το εκκαλούντα-εναγόμενο από 27.11.2017 «τεχνική έκθεση-γνωμοδότηση» της αρχιτέκτονα μηχανικού ……….,  σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία        «………………..», η οποία από τον Ιούνιο του έτους 2012 τελεί υπό εκκαθάριση εκπροσωπούμενη νομίμως από τους εκκαθαριστές της, …….. και ………, είχε εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο την ανέγερση πολυκατοικιών είτε με την αγορά οικοπέδων είτε με το σύστημα της αντιπαροχής. Το έτος 2004, κατόπιν επανειλημμένων συζητήσεων μεταξύ του ……. και του εναγόμενου ……………….., ο οποίος ήταν συγκύριος, κατά ποσοστό 836/1000 εξ αδιαιρέτου, ενός ακινήτου (ήτοι ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού οικίας), κείμενου στον Πειραιά επί της οδού …….. στη θέση . …., έκτασης (κατά νεώτερη καταμέτρηση) 266 τμ., συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, όπως ο εναγόμενος πωλήσει και μεταβιβάσει στην ενάγουσα ένα μέρος από το ποσοστό αυτό και συγκεκριμένα ποσοστό  111/1000 εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχεί σε 30 τμ και όπως ανατεθεί στην ενάγουσα εταιρία η ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής υπό τον πρόσθετο όρο ότι θα συναινούσαν και οι δύο θυγατέρες του εναγομένου, ….. και ……., που ήταν οι λοιπές συγκύριες του ακινήτου κατά ποσοστό 164/1000 εξ αδιαιρέτου, άλλως, δηλαδή σε περίπτωση άρνησής τους, ο εναγόμενος θα συνέπραττε με την ενάγουσα εταιρία, ως συνιδιοκτήτες, στη δικαστική επιδίωξη, με την άσκηση αγωγής στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 1562/ 1985 «περί οικοδόμησης συνιδιόκτητων ακινήτων». Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής οι διάδικοι κατάρτισαν το προσκομιζόμενο με αριθμό …….. «Προσύμφωνο πωλήσεως ποσοστού εξ αδιαιρέτου και προσύμφωνο προσυμφώνου εργολαβικού συμβολαίου», που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., με το οποίο συμφωνήθηκαν τα εξής: α) ότι από το ποσοστό 836/1000 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω ακινήτου, που ανήκε στην κυριότητα του εναγομένου, αυτός θα μεταβίβαζε με οριστικό συμβόλαιο πώλησης στην ενάγουσα ποσοστό συγκυριότητας, ανερχόμενο σε 111/1000 εξ αδιαιρέτου και αντιστοιχούντα σε 30 τμ, αντί τιμήματος που αναγράφεται στο προσύμφωνο ότι συμφωνήθηκε στο ποσό των 293.000 ευρώ, πλην όμως η δήλωση αυτή των διαδίκων για το συμφωνηθέν τίμημα ήταν εν μέρει εικονική αφού η πραγματική βούλησή τους ήταν το τίμημα αυτό να ανέρχεται σε 175.611 ευρώ. Μάλιστα, ένα μέρος από το ανωτέρω αναγραφόμενο (ως συμφωνηθέν τίμημα) ποσό και συγκεκριμένα αυτό των 117.400 ευρώ καταβλήθηκε από την ενάγουσα στον εναγόμενο ως εξής: ποσό 15.619 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά, ποσό 101.780,61 ευρώ καταβλήθηκε με την παράδοση δύο τραπεζικών επιταγών (ήτοι των …… και …….. επιταγών που εκδόθηκαν από τις τράπεζες CITIBANK και Κύπρου, η πρώτη για ποσό 65.000 ευρώ και η δεύτερη για ποσό 36.780,61 ευρώ), ενώ το υπόλοιπο ποσό των 175.611 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου που θα καταρτιζόταν εντός τριών μηνών, β) ότι ο εναγόμενος, ο οποίος, μετά την οριστική μεταβίβαση του ανωτέρω ποσοστού, θα έχει ποσοστό συγκυριότητας επί του ακινήτου 725/1000 εξ αδιαιρέτου, αναθέτει  στην ενάγουσα εταιρία, ως εργολήπτρια, το έργο της ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με οριζόντιες ιδιοκτησίες, με δαπάνες της τελευταίας, με το σύστημα της αντιπαροχής, δ) ότι σε περίπτωση ύπαρξης αντιρρήσεων εκ μέρους των θυγατέρων του εναγομένου, ……. και ……, ως προς την ανωτέρω συμφωνία, οι διάδικοι, ως συγκύριοι του ακινήτου, θα ασκούσαν από κοινού αγωγή κατά των θυγατέρων του εναγομένου στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο για την εφαρμογή των οριζομένων στο Ν. 1562/1985, καθώς και ότι μετά την ανέγερση της οικοδομής θα παραδίδονταν στον εναγόμενο, ως αντάλλαγμα για την αντιπαροχή αυτή, δύο διαμερίσματα, ένα στον πρώτο και ένα στο δεύτερο όροφο, επιφάνειας εκάστου 140 τμ και ε) ότι σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο οι συγκύριες θυγατέρες του εναγομένου δεν συναινούσαν στα θέματα της αντιπαροχής και δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί τελικά είτε η εξώδικη είτε η δικαστική διευθέτηση των θεμάτων της αντιπαροχής, τότε η συμφωνία περί αντιπαροχής θα λυόταν αυτοδικαίως. Με τον τελευταίο αυτό όρο του ανωτέρω συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ορίστηκε ότι η συμφωνία των διαδίκων περί ανέγερσης της οικοδομής από την ενάγουσα με το σύστημα της αντιπαροχής, τελούσε υπό την διαλυτική αίρεση της εξώδικης διευθέτησης των ζητημάτων της αντιπαροχής  με την συναίνεση των συγκύριων θυγατέρων του εναγομένου ή, σε περίπτωση άρνησής τους, της δικαστικής διευθέτησης των ζητημάτων αυτών με τη διαδικασία του Ν. 1562/1985. Σημειώνεται, ότι η συμφωνία μεταξύ του οικοπεδούχου και του εργολάβου περί ανέγερσης από τον τελευταίο πολυώροφης οικοδομής επί του οικοπέδου, με το σύστημα της αντιπαροχής, πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, τόσο για την οριστική σύμβαση, όσο και για το προσύμφωνο, αφού πρόκειται για μετάθεση εμπραγμάτου δικαιώματος πάνω σε ακίνητο (ΑΠ 581/2013 ΧρΙΔ 2013.671). Στη συνέχεια, μετά την σύνταξη και υπογραφή του ανωτέρω προσυμφώνου, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το με αριθμό …….. οριστικό συμβόλαιο πώλησης του συμφωνηθέντος ποσοστού συγκυριότητας (ήτοι 111/1000 εξ αδιαιρέτου) επί του εν λόγω ακινήτου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, με το οποίο πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε τα ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας προς την ενάγουσα εταιρία αντί τιμήματος 42.317,06 ευρώ, όπως αναγράφεται στο εν λόγω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, και όχι 175.611 ευρώ, όπως αυτό είχε προσυμφωνηθεί στην πραγματικότητα, το οποίο (42.317,06 ευρώ) καταβλήθηκε σε μετρητά από την ενάγουσα στον εναγόμενο ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, χωρίς όμως να γίνει στο συμβόλαιο αυτό οιαδήποτε αναφορά για το ότι ήδη είχε καταβληθεί, για την ίδια αιτία, και το ποσό των 117.400 ευρώ κατά την υπογραφή του από 25.11.2004 προσυμφώνου, καθώς και για το ότι με το εν λόγω προσύμφωνο, είχε συμφωνηθεί και το ποσό των 175.611 ευρώ ως υπόλοιπο του οφειλόμενου τιμήματος και όχι το ποσό των 42.317,06 ευρώ που, όπως αναγράφεται στο οριστικό συμβόλαιο, καταβλήθηκε στον εναγόμενο. Ειδικότερα ως προς το ζήτημα του πραγματικά συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης, αποδείχθηκε ότι η ως άνω συμφωνία των διαδίκων που διαλαμβάνεται στο με αριθμό ……… προσύμφωνο καθώς και το αναφερόμενο σ’ αυτό ως συμφωνηθέν τίμημα πώλησης του ποσοστού συγκυριότητας 111/1000 του εναγομένου προς την ενάγουσα ήταν εν μέρει εικονικό και δεν αντιπροσώπευε πλήρως την πραγματική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, η οποία στην πραγματικότητα ήταν: α) προσύμφωνο πώλησης του εναγομένου προς την ενάγουσα του ποσοστού των 111/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου, ώστε να καταστεί με το οριστικό συμβόλαιο πώλησης συγκύρια κατά το προαναφερόμενο ποσοστό συγκυριότητας, µε τίμημα ανερχόμενο στο ποσό των 175.611 ευρώ -σημειωτέον ότι το τίμημα αυτό συμφωνήθηκε να καταβληθεί από την ενάγουσα εταιρία επειδή το εν λόγω ακίνητο ήταν σε προνομιακή θέση στην Πειραϊκή με απεριόριστη θέα στη θάλασσα ενόψει και του ότι θεωρούσε δεδομένη την ανάληψη απ’ αυτήν του έργου της ανέγερσης οικοδομής στο ακίνητο αυτό με το σύστημα της αντιπαροχής- προκειμένου, ακολούθως, ενεργώντας από κοινού µε τον εναγόμενο, ως συγκύριοι, να προβούν στην άσκηση της σχετικής αγωγής του Ν. 1562/1985 κατά των θυγατέρων του εναγομένου για να επιτύχουν την ανέγερση της οικοδομής, σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο εναγόμενος δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη συναίνεσή τους στην ανάθεση του έργου της ανέγερσης της οικοδομής από την ενάγουσα και β) προσύμφωνο για την ανάθεση στην ενάγουσα της ανέγερσης εξαώροφης οικοδομής στο ανωτέρω ακίνητο µε υπόσχεση παράδοσης στον εναγόμενο-οικοπεδούχο του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου και του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου, επιφάνειας εκάστου διαμερίσματος 140 τ.µ., µε την εξ αδιαιρέτου αναλογία ενός εκάστου ορόφου στο οικόπεδο, ως αντιπαροχή για την μεταβίβαση ποσοστών του οικοπέδου στην ενάγουσα εργολήπτρια εταιρία ή σε τρίτους που εκείνη θα υποδείκνυε και µε επιπλέον αντάλλαγμα την άμεση, κατά την υπογραφή του από 25.11.2004 προσυμφώνου, καταβολή στον εναγόμενο του ποσού των 117.400 ευρώ, αντί για την παράδοση ενός ακόμη διαμερίσματος, γιατί ο εναγόμενος σκόπευε να προβεί στην αγορά διαμερίσματος σε άλλη περιοχή. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η κατάρτιση του ως άνω προσυμφώνου µε την εικονική αναφορά ως τιμήματος του ποσού των 293.000 ευρώ έγινε μετά από απαίτηση του εναγομένου προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας …….. και είναι πράγματι το ποσό αυτό υπερβολικό ως τίμημα πώλησης του εν λόγω ποσοστού, ενώ η πραγματική βούλησή τους ήταν το τίμημα αυτό να ανέρχεται σε 175.611 ευρώ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται τόσο στην ένορκη κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της μάρτυρος απόδειξης ………, όσο και στην ένορκη βεβαίωση του ………., ο οποίος, κατά τον ως άνω χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου πώλησης ήταν ο δικηγόρος του εναγομένου, όπως τούτο αναφέρεται και στο με αριθμό …….. αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου εναρμονίζεται και µε τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεδομένου ότι την 8.10.2009,  δηλαδή αρκετά έτη μετά από την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων αγοραπωλησία, το ανωτέρω ποσοστό (111/1000) συγκυριότητας του εν λόγω ακινήτου πωλήθηκε τελικά από την ενάγουσα εταιρία στον …… αντί τιμήματος εκ ποσού 85.267,61 ευρώ, όπως αυτό αναγράφεται στο προσκομισθέν υπ’ αριθ. ………. συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. Σε κάθε δε περίπτωση, δηλαδή ακόμη και αν στο ανωτέρω συμβόλαιο δεν έχει αναγραφεί ολόκληρο το πραγματικά συμφωνηθέν τίμημα, και πάλι αυτό ουδόλως προσεγγίζει το υπερβολικό ποσό των 293.000 ευρώ, το οποίο αβασίμως επικαλείται ως πραγματικά συμφωνηθέν, ο εναγόμενος. Άλλωστε, ο τελευταίος δεν εξηγεί το λόγο, για τον οποίο στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του έτους 2005 δεν γίνεται ουδεμία αναφορά στο ήδη καταβληθέν, κατά τον χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου (25.11.2004), ποσό των 117.400 ευρώ, για το οποίο μάλιστα δεν έχει καταβληθεί και ο αναλογών φόρος μεταβίβασης ακινήτου, αφού, σύμφωνα με το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του έτους 2005, ο επιβληθείς υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου φόρος μεταβίβασης ακινήτου υπολογίσθηκε και καταβλήθηκε με βάση το ποσό του αναγραφόμενου τιμήματος των 42.317,06 ευρώ και όχι με βάση το πραγματικά συμφωνηθέν ποσό των 175.611 ευρώ. H μερική δε αυτή ακυρότητα ως προς το πραγματικό τίμημα της πώλησης (στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό των 117.400 ευρώ που καταβλήθηκε στον εναγόμενο ως αντάλλαγμα για την συμφωνία αντιπαροχής) συνεπάγεται την μερική ακυρότητα της ανωτέρω συμφωνίας κατά το ποσό αυτό, πλην όμως είναι έγκυρη η δεύτερη συμφωνία που περιλαμβάνεται στον εν λόγω συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, περί ανάθεσης στην ενάγουσα της ανέγερσης της οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής αντί ανταλλάγματος που περιλαμβάνει (πέραν της αναφερόμενης ανάληψης υποχρέωσης παράδοσης δύο διαμερισμάτων) και το ποσό των 117.400 ευρώ, η οποία (συμφωνία) καλύπτεται από την ανωτέρω εικονική συμφωνία περί του τιμήματος της πώλησης και μεταβίβασης του ποσοστού συγκυριότητας. Είναι δε έγκυρη η συμφωνία αυτή, γιατί, όπως αποδείχθηκε, τα συμβαλλόμενα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την σύστασή της (άρθρο 138  ΑΚ) κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VII της παρούσας, ενώ δεν συνάγεται ότι η συμφωνία δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο αυτό μέρος άρθρο (181 ΑΚ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν μπόρεσε τελικά να εξασφαλίσει τη συναίνεση των  δύο θυγατέρων του, ……… και ……, για την ανέγερση της οικοδομής, με τις οποίες, άλλωστε, δεν διατηρούσε καλές σχέσεις, όπως ο ίδιος αναφέρει τούτο στις από 20.10.2015 έγγραφες προτάσεις του που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος δεν κατάφερε να πείσει τις θυγατέρες του ότι η μεταβίβαση των ποσοστών τους στην ενάγουσα ήταν συμφέρουσα και ότι θα απέφερε οικονομικό όφελος σ’ αυτές. Το ανωτέρω περιστατικό αποδείχθηκε, πέραν των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και από το γεγονός ότι οι θυγατέρες του εναγομένου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, επιβάρυναν τα ποσοστά συγκυριότητας τους επί του ως άνω ακινήτου µε προσημειώσεις υποθηκών (βλ. τις προσκομισθείσες δύο υπ’ αριθ. …… βεβαιώσεις της Υποθηκοφύλακα Πειραιώς). Από τις εν λόγω βεβαιώσεις αποδείχθηκε ότι η μεν ….. συναίνεσε σε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης υπέρ της …….. ΤΡΑΠΕΖΑΣ για ποσό 48.000 ευρώ, εγγραφείσα την 13.4.2006, ενώ η …… συναίνεσε στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης υπέρ της ……. ΤΡΑΠΕΖΑΣ για ποσό 250.000 ευρώ, εγγραφείσα την 7.9.2006. Δεν είναι, άλλωστε, πειστική η από 10.10.2017 ένορκη βεβαίωση της ……. ότι «δεν πήγε το μυαλό της» και «δεν φαντάστηκε» ότι η προσημείωση αυτή θα ήταν εμπόδιο στην αντιπαροχή. Στη συνέχεια, αφού διαπιστώθηκε και από τον ίδιο τον ……… (νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρίας) ότι δεν υπήρχε πεδίο συνεννόησης µε τις θυγατέρες του εναγομένου, κατέστη αναγκαία η άσκηση αγωγής κατά τις διατάξεις του Ν. 1562/1985«περί οικοδόμησης συνιδιόκτητων ακινήτων» καθώς και η κατάρτιση, ενόψει της αγωγής αυτής, φακέλου αρχιτεκτονικής μελέτης της οικοδομής. Η μελέτη αυτή ήταν αναγκαία αφενός γιατί έπρεπε να μεσολαβήσει η διαδικασία υποβολής του φακέλου στο Δήμο Πειραιώς, αφού ανέκυψε  ένα πολεοδομικό ζήτημα που έπρεπε να επιλυθεί (ήτοι η έγκριση από το Δήμο Πειραιά της διαμόρφωσης του κοινόχρηστου χώρου έμπροσθεν του εν λόγω ακινήτου) και αφετέρου γιατί έπρεπε να κατατεθεί πλήρης φάκελος (με τις απαραίτητες τεχνικές μελέτες και σχεδιαγράμματα) στο αρμόδιο δικαστήριο που θα εκδίκαζε την υπόθεση, κατ’ άρθρο 4 του ως άνω Ν. 15632/1985. Η τεχνική αυτή εργασία, κατόπιν ανάθεσης από την ενάγουσα, έγινε, κατά το χρονικό διάστημα 2006-2008, από τον αρχιτέκτονα μηχανικό …. .., ο οποίος προέβη στις εξής ενέργειες: α) αποτύπωση και μελέτη του ανωτέρω ακινήτου για σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος το έτος 2006, β) σύνταξη τεχνικής έκθεσης µε συνημμένα σχέδια για κατάθεση φακέλου στο αρμόδιο γραφείο του Δήμου Πειραιά το έτος 2007, για έγκριση προσπέλασης προς το οικόπεδο για είσοδο σε θέσεις στάθμευσης, γ) κατάθεση ανανεωμένου φακέλου µε νέα έκθεση και νέα σχέδια για έγκριση για τον ως άνω λόγο και στο ίδιο γραφείο του Δήμου Πειραιά το έτος 2008 και δ) σύνταξη πλήρους φακέλου αρχιτεκτονικής μελέτης για υποβολή σε δικαστήριο το έτος 2008. Επίσης, εντός του έτους 2008 επιλύθηκε και το σχετιζόμενο με το Δήμο Πειραιά πολεοδομικό ζήτημα που είχε εμφανισθεί και συγκεκριμένα η Επιτροπή Σχεδίου Πόλης του ως άνω Δήμου με το υπ’ αριθ. 36/21.4.2008 πρακτικό της συναίνεσε με τη διαμόρφωση του κοινόχρηστου χώρου έμπροσθεν του ανωτέρου ακινήτου επί της ………, ενώ και το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πειραιά με την υπ’ αριθ. 429/1.8.2008 απόφασή του ενέκρινε τη διαμόρφωση του κοινόχρηστου χώρου έμπροσθεν του ακινήτου αυτού. Ακολούθως, όταν ολοκληρώθηκε ο φάκελος µε τα απαιτούμενα για την άσκηση της αγωγής του Ν. 1562/1985 έγγραφα και τις απαραίτητες μελέτες, ανατέθηκε από τους διαδίκους από κοινού στον δικηγόρο . …. η εντολή για την άσκηση της αγωγής. Όμως, ενώ ο δικηγόρος αυτός προέβη στη σύνταξη σχεδίου αγωγής, ο εναγόμενος καθυστερούσε να προβεί στην σύμπραξη με την ενάγουσα στην άσκηση της αγωγής παρά τις πιέσεις του εκπροσώπου της ενάγουσας, …….., και, στη συνέχεια, ζήτησε το φάκελο της υπόθεσης από τον ως άνω δικηγόρο και τον έλαβε, με σκοπό να αναθέσει την υπόθεση σε άλλο δικηγόρο. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν και από την ένορκη βεβαίωση του προαναφερόμενου δικηγόρου ………. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι τελικά τον Μάιο του έτους 2009 ο εναγόμενος δήλωσε στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας,  ………., ότι δεν επιθυμεί πλέον να ασκηθεί από κοινού από τους διαδίκους αγωγή με βάση τις διατάξεις του Ν. 1562/1985. Για το λόγο αυτό, λόγω μη ευόδωσης των σχεδίων της για την ανέγερση της οικοδομής στο εν λόγω ακίνητο, στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 8.10.2009 η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, πώλησε και μεταβίβασε το ανωτέρω ποσοστό (111/1000) συγκυριότητας του ακινήτου αυτού στον . …. αντί αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 85.267,61 ευρώ. Εξάλλου, εάν πράγματι ο εναγόμενος ενδιαφερόταν για την υλοποίηση της συμφωνίας σχετικά με την ανέγερση της πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, καθώς και την παράδοση στον ίδιο των δύο προαναφερόμενων διαμερισμάτων των 1ου  και 2ου ορόφων, τότε θα έπρεπε εκείνος να έχει αξιώσει την επίσπευση της διαδικασίας της αγωγής του Ν. 1562/1985 κατά των θυγατέρων του, πλην όμως αυτό ουδόλως αποδείχθηκε. Άλλωστε, ο εναγόμενος είχε ικανοποιηθεί πλήρως με την έως τότε εκτελεσθείσα σύμβαση με τη μορφή που προαναφέρθηκε, όπως είχε ομολογήσει και εξωδίκως με το από 25.9.2014 έγγραφο σημείωμά του (βλ. στην 3η σελίδα αυτού), που κατατέθηκε κατά την εκδίκαση της (με αριθ. κατ. δικογράφου ………..) αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας εταιρίας εναντίον του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ομολογία που εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολδ, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (ΑΠ 593/2014 ΝοΒ 2014.1902 και σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα αποδείχθηκε ότι η συμφωνηθείσα στο με αριθμό ……….. προσύμφωνο διαλυτική αίρεση πληρώθηκε το Μάιο του έτους 2009, με συνέπεια την αυτοδίκαιη λύση μόνο της συμφωνίας περί ανέγερσης της οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής και την γένεση της υποχρέωσης απόδοσης του πλουτισμού των συμβαλλομένων μερών, χωρίς να επηρεάζεται το κύρος της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του ποσοστού συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου, αφού ο σχετικός όρος δεν συνδέθηκε με την διαλυτική αίρεση. Δηλαδή, με την πλήρωση της διαλυτικής αυτής αίρεσης επανέρχεται η προηγούμενη κατάσταση, με συνέπεια τα μέρη να υποχρεούνται να επιστρέψουν τις εκατέρωθεν παροχές κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω λήξης της αιτίας της σχετικής παροχής κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VI της παρούσας. Στην συγκεκριμένη δε περίπτωση αποδείχθηκε ότι πλουσιότερος κατέστη ο εναγόμενος κατά το ποσό των 117.400 ευρώ, το οποίο πρέπει να αποδώσει στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο από την 1.6.2009, αφού τον Μάιο του έτους 2009 είχε πλέον καταστεί γνωστό στα συμβαλλόμενα μέρη ότι πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση του προσυμφώνου και ότι, συνεπώς, έπρεπε να επιστραφεί η παροχή αυτή στην ενάγουσα (άρθρο 912 εδ. β΄ ΑΚ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα και δέχτηκε, ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, το υπ’ αριθ. 2α΄ αίτημα της αγωγής κατά την κύρια βάση του, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 117.400 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1.6.2009, µε βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης και της συνακόλουθης ανατροπής των αποτελεσμάτων του ………………..συμβολαιογραφικού προσυμφώνου του προσυμφώνου εργολαβικού συμβολαίου, αφού προηγουμένως είχε δεχθεί την μερική εικονικότητα του ανωτέρω προσυμφώνου ως προς το πραγματικά συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης του ποσοστού 111/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου κατά το ποσό των 117.400 ευρώ, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο τόσο με τον σχετικό (δεύτερο) λόγο της έφεσής του, όσο και με τους πρόσθετους λόγους (πρώτο, δεύτερο και τρίτο) έφεσης, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, παρά την αναγραφή του ποσού των 42.317,06 ευρώ ως τιμήματος στο με αριθμό ………………..αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, για την πώληση και μεταβίβαση του ανωτέρω ποσοστού συγκυριότητας (111/1000) εξ αδιαιρέτου επί του εν λόγω ακινήτου καταβλήθηκε από την αγοράστρια ενάγουσα στον πωλητή εναγόμενο, ως τίμημα, το ποσό των 175.611 ευρώ, όπως αυτό αποδείχθηκε, εκτός άλλων αποδεικτικών μέσων, και από την ένορκη βεβαίωση του ………… Το συμφωνηθέν δε αυτό τίμημα (το οποίο και καταβλήθηκε) ανταποκρίνεται στην εμπορική αξία του ποσοστού συγκυριότητας που αγόρασε η ενάγουσα. Συνεπώς, δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος τιμήματος για την πώληση του ανωτέρω ποσοστού και της εμπορικής (αληθινής) αξίας του πωληθέντος αυτού ποσοστού του ακινήτου, με συνέπεια, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VII της παρούσας, να μην τίθεται ζήτημα αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγομένου κατά το ποσό των 85.611 ευρώ, το οποίο, όπως ισχυρίζεται αβασίμως η ενάγουσα, αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στο καταβληθέν τίμημα για την αγορά του εν λόγω ποσοστού συγκυριότητας ακινήτου (ήτοι 175.611 ευρώ) και στην εμπορική αξία του πωληθέντος ακινήτου (ήτοι 90.000 ευρώ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το υπ’ αριθ. 2δ΄αγωγικό αίτημα περί καταβολής του ποσού των 85.611 ευρώ, ως μέρος του αφανούς τιμήματος πώλησης που υπερβαίνει την εμπορική αξία του πωληθέντος ακινήτου, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα με τον σχετικό (τρίτο) λόγο της έφεσής της τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε εξ αρχής ενημερώσει τον εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρίας, …. …., ότι δεν ήταν βέβαιη η συναίνεση των θυγατέρων του, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι είχε υποσχεθεί σ’ αυτόν ότι θα καταφέρει να τις πείσει να συναινέσουν στο ζήτημα της συμφωνίας αντιπαροχής. Για το λόγο αυτό, μάλιστα, είχε τεθεί, ως περιεχόμενο της συμφωνηθείσας διαλυτικής αίρεσης, και το ότι αν οι θυγατέρες του εναγομένου δεν συναινούσαν τελικά στο ζήτημα αυτό, τότε θα γινόταν δικαστική προσφυγή με τις διατάξεις του Ν. 1562/1985. Επίσης, είχε γνωστοποιήσει στην ενάγουσα ότι δεν είχε καλές σχέσεις ιδίως με την θυγατέρα του …….. και, για το λόγο αυτό, ο ως άνω εκπρόσωπος της ενάγουσας επισκέφθηκε, ο ίδιος, την προαναφερόμενη για να την πείσει χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν και από την ένορκη βεβαίωση του …….., ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά «… Δυστυχώς μετά την υπογραφή του προσυμφώνου ο ………………..δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την συναίνεση των θυγατέρων του για την ανέγερση της αντιπαροχής…», ενώ αυτός επιβεβαίωσε και την χωρίς αποτέλεσμα συνάντηση του ως άνω εκπροσώπου της ενάγουσας με την ….. …. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος προέβη σε εκ προθέσεως ψευδείς δηλώσεις προς αυτήν ότι «θα εξασφαλίσει τη συναίνεση των θυγατέρων του για την αντιπαροχή», ούτε αποδείχθηκε ότι αυτός εξ αρχής δεν είχε πρόθεση να συνεργαστεί µε την ενάγουσα για να ολοκληρωθεί η ανέγερση της πολυκατοικίας. Αποδείχθηκε, όμως, ότι ο εναγόμενος, ενεργώντας αντισυμβατικά, δεν συναίνεσε τελικά, τον Μάιο 2009, στη δικαστική επίτευξη της υλοποίησης της αντιπαροχής με την άσκηση αγωγής βάσει των διατάξεων του Ν. 1562/1985. Αυτή, όμως, η μη σύμπραξη του εναγομένου στην άσκηση της εν λόγω αγωγής αποτελεί αθέτηση συμβατικής υποχρέωσής του, απορρέουσας από το με αριθμό ………………..προσύμφωνο και όχι αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα με την αγωγή της. Και τούτο, γιατί αδικοπρακτική ευθύνη, κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ, γεννάται, όταν το ζημιογόνο γεγονός είναι ανεξάρτητο από προηγούμενη υποχρέωση και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε τρίτο, ο οποίος με παράνομη πράξη ή παράλειψή του, προσβάλλει δικαίωμα του προσώπου που ζημιώθηκε, ενώ, αντίθετα, αν η πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε τη ζημία δεν είναι καθ’ εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρέωσης που είχε ήδη αναληφθεί, δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνη, συνισταμένη στο διαφέρον, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αθέτηση, όπως υπερημερία, αδυναμία, κλπ (ΑΠ 346/2018 και 1675/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1244/2016 Αρμ 2016.2060, ΕφΘεσ 304/2016 ΕλλΔνη 2016.1407, βλ. Α. Γεωργιάδη, ό.π., εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938, αρ. 6-10, σελ. 1827-1828). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η άρνηση του εναγομένου να συναινέσει στην δικαστική επιδίωξη της αντιπαροχής µε εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1562/1985 παρά την συμβατική του υποχρέωση, συνιστά και αδικοπραξία αυτού, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου, ως ουσιαστικά βάσιμου, του σχετικού (τρίτου) λόγου της έφεσης του εναγομένου, για τον οποίο (λόγο έφεσης) υφίσταται έννομο συμφέρον αυτού, έστω και αν το σχετικό αίτημα της θετικής ζημίας των 18.900 ευρώ απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αναπόδεικτο, δεδομένου ότι υπάρχει έννομο συμφέρον για άσκηση έφεσης, όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι προσόντα διατακτικού, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση (ΑΠ 1947/2009 ΕλλΔνη 2010.453, ΕφΑθ 39/2011 ΕφΑΔ 2011.969, βλ. Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. Ι, άρθρο 516, αρ. 12, σελ. 1307). Κατόπιν αυτών, αφού δεν αποδείχθηκε αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, δεν τίθεται ζήτημα θετικής ζημίας της ενάγουσας κατά το αιτούμενο ποσό των 18.900 ευρώ, το οποίο είναι απορριπτέο κατά την περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι επικαλούμενες από την ενάγουσα μελέτες του μηχανικού ….. …., για τις οποίες η σχετική δαπάνη της ανήλθε, όπως ισχυρίζεται, στο ποσό των 18.900 ευρώ, έχουν ωφελήσει τον εναγόμενο και, συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το υπ’ αριθ. 2β΄αγωγικό αίτημα περί καταβολής του ποσού των 18.900 ευρώ κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα με τον σχετικό (πρώτο) λόγο της έφεσής της τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος, το ανωτέρω αίτημα των 18.900 ευρώ πρέπει να ερευνηθεί και κατά την επικουρική βάση του, δηλαδή ως αιτούμενη αποζημίωση κατά το άρθρο 204 ΑΚ, αφού η βάση αυτή δεν ερευνήθηκε πρωτοδίκως, δεδομένου ότι στην περίπτωση που το Εφετείο απορρίψει τη βάση της αγωγής που ερευνήθηκε πρωτοδίκως, υποχρεούται να ερευνήσει και τις επικουρικές βάσεις που αφορούν το εκκληθέν κεφάλαιο και δεν ερευνήθηκαν πρωτοδίκως (ΑΠ 537/2016 και 560/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο και κατά την ανωτέρω βάση του, αφού η εκ του άρθρου 204 ΑΚ αποζημίωση συνίσταται στο ποσό που ο ωφελούμενος από την πλήρωση της αίρεσης θα είχε λάβει με πιθανότητα, σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δεν είχε ματαιωθεί η άσκηση του υπό αίρεση δικαιώματος, με συνέπεια το αιτούμενο ποσό των 18.900 ευρώ να μην ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 204 ΑΚ (ΑΠ 1616/2014 και 848/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το αποδεικτικό υλικό που προσκομίσθηκε από τους διαδίκους, δεν καταλείπονται κενά και αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, ώστε να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης και η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και η εξέταση ως μάρτυρα του ήδη ενόρκως βεβαιώσαντος ……… του κρίνεται απορριπτέο.

  1. X. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει α) να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η υπό στοιχ. Α΄ έφεση της υπό εκκαθάριση εταιρίας «………………..» και πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ, τέλος, λόγω της ήττας της ως άνω εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε από αυτήν με το με αριθμό κωδικού …….. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 2.2.2017 βεβαίωση είσπραξης ηλεκτρονικού παραβόλου της ALPHA BANK (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016) και β) να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, η υπό στοιχείο Β΄ έφεση του ………………..και οι πρόσθετοι λόγοι της και να εξαφανισθεί (αφού, στην περίπτωση αυτή, δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ) η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά την εκδίκαση του υπ’ αριθ. 2β΄ αιτήματος της από 18.12.2012 αγωγής της υπό εκκαθάριση εταιρίας «………………..» περί καταβολής του ποσού των 18.900 ευρώ όχι μόνο ως προς την εκ της αδικοπραξίας βάση της, για το οποία έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου, αλλά και ως προς την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της, για την οποία απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος έφεσης της ενάγουσας. Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί και ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) η ως άνω αγωγή κατά το ανωτέρω υπ’ αριθ. 2β΄ αίτημά της περί καταβολής του ποσού των 18.900 ευρώ ως προς όλες τις βάσεις της, δηλαδή και ως προς την μη ερευνηθείσα πρωτοδίκως εκ του άρθρου 204 ΑΚ βάση της, και πρέπει να απορριφθεί ως προς τις προαναφερθείσες βάσεις της, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Επίσης, πρέπει να καταδικασθεί η εφεσίβλητη-ενάγουσα, λόγω της ήττας της ως προς το ανωτέρω αίτημα της αγωγής της, στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-εναγόμενου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, αφού έγινε εν μέρει δεκτή η έφεσή του και εξαφανίστηκε εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα ………………..του παραβόλου των εκατό πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε από αυτόν με το με αριθμό κωδικού ……….. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 2.3.2017 βεβαίωση είσπραξης ηλεκτρονικού παραβόλου της ALPHA BANK (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 2.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) έφεση της υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία «………………..», β) την από 20.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………………..) έφεση του ……………….., γ) τους πρόσθετους λόγους έφεσης που άσκησε ο ………………..με το από 15.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………) ιδιαίτερο δικόγραφο και δ) την αντέφεση που άσκησε η υπό εκκαθάριση εταιρία «………………..» με το από 15.11.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………) ιδιαίτερο δικόγραφο.

Α. Απορρίπτει την ως άνω αντέφεση της υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία «………………..».

Καταδικάζει την ως άνω αντεκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του αντεφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αντεκκαλούσα παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Β. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την ως άνω έφεση της υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία «………………..».

Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την ως άνω εκκαλούσα παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Γ. Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία την ως άνω έφεση του ………………..καθώς και τους ως άνω πρόσθετους λόγους αυτής.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1585/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), μόνο ως προς το κεφάλαιό της που εκδίκασε το υπ’ αριθ. 2β΄ αίτημα της από 18.12.2012 αγωγής της υπό εκκαθάριση εταιρίας «………………..» περί καταβολής του ποσού των 18.900 ευρώ.

Διακρατεί και δικάζει την ως άνω αγωγή κατά το ανωτέρω αίτημά της.

Απορρίπτει την αγωγή αυτή κατά το ανωτέρω αίτημά της.

Καταδικάζει την εφεσίβλητη-ενάγουσα εταιρία στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα ………………..του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   23 Μαρτίου 2019.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   26 Μαρτίου  2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Ευαγγελία Πανταζή,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

       Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ