Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 199/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  199/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 3-8-2016 (αρ. κατάθ. ……….) έφεση κατά της με αρ. 3689/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 15-7-2013 ανακοπή και τον από 4-10-2013 πρόσθετο λόγο αυτής με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί από τον ηττηθέντα ανακόπτοντα νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 5-7-2016 (βλ. με ημερομηνία 5-7-2016 σημείωση επί  του αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών ………), αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 σε συνδ. με το άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ περί αναστολής της προθεσμίας κατά τη διάρκεια του Αυγούστου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ ως ισχύει, παράβολο του δημοσίου.

Με την ένδικη από 15-7-2013 (αρ. κατάθ. …….) ανακοπή και τον από 4-10-2013 (αρ. κατάθ. ……) πρόσθετο λόγο αυτής, που άσκησε ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, εναντίον της καθ’ ης τράπεζας, ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητούσε για τους λόγους που ανέφερε να ακυρωθεί η υπ’ αρ. ……. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 670.970,74 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας από την αναφερόμενη σύμβαση πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και εγγύησης. Επί της ανακοπής και του πρόσθετου λόγου αυτής, που συνεκδικάστηκαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απέρριψε την ανακοπή και τον πρόσθετο λόγο αυτής και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων άσκησε την ένδικη έφεσή, με την οποία, για τους λόγους που επικαλείται και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

            Σύμφωνα με το άρθρο 634 ΚΠολΔ, η επίδοση της διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία (παρ. 1). Αν ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει ανασταλεί από την επίδοση της διαταγής πληρωμής ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή (παρ. 2). Με την παραπάνω παράγραφο 1 της προαναφερόμενης διάταξης θεσπίζεται ως ειδικό διακοπτικό γεγονός της παραγραφής η επίδοση της διαταγής πληρωμής, ενώ με την παράγραφο 2 της ίδιας διάταξης ορίζεται η άσκηση της ανακοπής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξιώσεως, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή, που επέρχεται με την επίδοση της διαταγής πληρωμής. Το ανασταλτικό δε αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από του ανωτέρω σημείου διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της ανακοπής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξιώσεως, που στηρίζει τη διαταγή, εν επιδικία, και μάλιστα, όχι μόνο αν ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, όπως ρητώς ορίζεται στο νόμο, αλλά προδήλως, και δη κατά μείζονα λόγο, και όταν απορριφθεί η ανακοπή, δηλαδή γενικότερα, σε κάθε περίπτωση κατά τη διάρκεια της δίκης επί της ανακοπής και μέχρι περατώσεως της με τελεσίδικη απόφαση, δεν κινείται η με την επίδοση της διαταγής πληρωμής διακοπείσα παραγραφή (ΑΠ 343/2012, ΑΠ 46/2004, ΑΠ 1568/2002 ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει δεκτό, ενόψει του χαρακτήρα της διαταγής πληρωμής ως επιθετική πράξη του δικαιούχου προς επιδίωξη της απαίτησής του προσομοιάζουσα με αυτόν της αγωγής, ότι η κατά τα ανωτέρω διακοπή της παραγραφής και η στη συνέχεια αναστολή αυτής επέρχεται, όπως και στην αγωγή (ΑΠ 252/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1582/2000 ΕλΔνη 2001.1339), μόνο υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της επιδικασθείσας με την διαταγή πληρωμής απαίτησης (ΑΠ 61/1970 ΝοΒ 18.785, ΕΑ 678/1976 ΝοΒ 24.443, Βαθρακοκοίλης, Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ, Α’ τόμος, εκδ. 1989, υπό άρθρο 261).  Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264  αριθ. 3 ΑΚ,  η παραγραφή της αξιώσεως διακόπτεται, σε περίπτωση πλειστηριασμού σε βάρος του οφειλέτη,  και με     την  από  τον  δικαιούχο,   προκειμένου   να   ικανοποιηθεί   από   το πλειστηρίασμα, έγγραφη αναγγελία της απαιτήσεως του. Η διακοπτόμενη με τον τρόπο αυτόν προθεσμία της παραγραφής επαναρχίζει,  χωρίς     να  υπολογίζεται  ο  μέχρι  της  διακοπής  χρόνος,  όταν συντελεστεί η  αναγγελία, εφαρμοζομένης στην περίπτωση αυτή της διάταξης του  άρθρου  270 § 1   ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η νέα παραγραφή αρχίζει αφότου περατώθηκε η διακοπή, εφόσον  για  την  περίπτωση    αναγγελίας  σε  πλειστηριασμό  δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη προς την    ειδική, για την αναγγελία σε πτώχευση, του άρθρου 266 περ. α` του  ΑΚ, ορίζουσα ότι η παραγραφή που διακόπηκε αρχίζει εκ νέου αφότου περατώθηκε η πτώχευση ή από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, εφόσον υπήρξαν αντιρρήσεις. Η διακοπή δε αρχίζει από την επίδοση του αναγγελτηρίου στον οφειλέτη, υπό τον όρο της εμπρόθεσμης επίδοσης του στον επισπεύδοντα δανειστή και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, γιατί, χωρίς την τριπλή αυτή επίδοση, η αναγγελία είναι ανύπαρκτη και με ανύπαρκτη πράξη δεν διακόπτεται η παραγραφή. Η αναγγελία στο σημείο αυτό εξομοιώνεται με την επίδοση της αγωγής και της επιταγής προς πληρωμή, γι’ αυτό και, αν αφορά μέρος μόνο της αξίωσης, η παραγραφή διακόπτεται μόνο ως προς αυτό (το μέρος).  Η παραγραφή λογίζεται ότι δεν έχει διακοπεί, εάν γίνει παραίτηση από την αναγγελία (άρθρο 265 ΑΚ), η οποία μπορεί να λάβει χώρα  με οποιοδήποτε τρόπο και όχι μόνο με τον διαγραφόμενο στο άρθρο 297 ΚΠολΔ (Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο ΑναγκΕκτ, Ειδικό μέρος, εκδ. 2001, σελ. 342, 343, περιθ. αρ. 27, Βαθρακοκοίλης Αναλυτική Ερμηνεία   ΚΠολΔ, υπό άρθρο 972).  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1019 § 1 ΚΠολΔ, «Η κατάσχεση εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιασδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.». Ο σκοπός και δικαιολογητικός λόγος της προβλεπόμενης στην άνω διάταξη ανατροπής της κατάσχεσης είναι η αποτροπή διαιώνισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως απρακτεί, και κατ’ ακολουθίαν της μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του  οφειλέτη με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες. Δεν στηρίζεται σε ελαττώματα ουσιαστικής ή τυπικής φύσεως και συνεπώς δεν αποτελεί μορφή ανίσχυρου ή δικονομικής ακυρότητας. Γι’ αυτό διαφοροποιείται η ανατροπή από την ακύρωση κατάσχεσης, παρότι και οι δύο απαγγέλλονται με δικαστική απόφαση, καθόσον η τελευταία εξαφανίζει την κατάσχεση από τον χρόνο επιβολής της, δηλαδή ενεργεί ex tunc, ενώ η ανατροπή αφορά μόνο στο μέλλον και δεν θίγει τις συνέπειες που επέφερε ήδη η κατάσχεση. Η απόφαση, που δέχεται την αίτηση ανατροπής, είναι διαπλαστική και οι συνέπειες της ανατροπής επέρχονται από και με τη δημοσίευση γι’ αυτήν της απόφασης και μάλιστα έναντι όλων, ακόμη και αν πρόκειται για ανατροπή κατάσχεσης ακινήτου, ανεξάρτητα από τη σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η από την ανατροπή επερχόμενη ακυρότητα για τις ακολουθούσες μετά ταύτα πράξεις είναι δικονομική, γι’ αυτό προτείνεται και απαγγέλλεται με βάση το σύστημα των ακυροτήτων του ΚΠολΔ. Η παραίτηση δε από την κατάσχεση ομοιάζει με την ανατροπή, καθόσον και οι δυο συνιστούν τρόπους κατάλυσης της εκτελεστικής διαδικασίας, διαφέρουν όμως ουσιωδώς, γιατί η παραίτηση είναι προϊόν βούλησης του κατασχόντος, δεν συναρτάται με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, η οποία σε κάθε περίπτωση και αν εκδοθεί θα έχει αναγνωριστικό και όχι διαπλαστικό χαρακτήρα και οι αναγγελίες δεν θίγονται, ενώ η ανατροπή αυτής συμπαρασύρει και τις αναγγελίες, που έχουν ισχύ κατάσχεσης (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 1019).

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση της καθ’ ης τράπεζας, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, απορρέουσα από την  υπ’ αρ. ……. σύμβαση εγγύησης, που υπογράφηκε μεταξύ του ιδίου  και της καθ’ ης, βάσει της οποίας εγγυήθηκε την προς την τελευταία εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου από την υπ’ αρ. …. σύμβαση πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, έχει υποπέσει στην εικοσαετή παραγραφή, καθώς από το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού στις 8-1-1982 μέχρι την επίδοση σε αυτόν στις 28-6-2013 της επίδικης διαταγής πληρωμής έχουν παρέλθει περίπου 31 χρόνια. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 112 ΕισΝΑΚ,  249 και 251 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Η καθ’ ης η ανακοπή με τις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, τις οποίες επαναλαμβάνει και στην παρούσα δίκη, ισχυρίστηκε ότι η παραγραφή της απαίτησης της κατά του ανακόπτοντος διακόπηκε αρχικά με την από 30-7-2001 και  στη συνέχεια με την από 13-2-2002 αναγγελίες της σε πλειστηριασμό, που επισπεύστηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, τις οποίες νόμιμα επέδωσε σε όλα τα πρόσωπα τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 972 ΚΠολΔ. Ότι επίσης η παραγραφή αυτή διακόπηκε  με την επίδοση στον ανακόπτοντα της υπ’ αρ. ……. διαταγής πληρωμής και στη συνέχεια ανεστάλη μέχρι την έκδοση της υπ’ αρ. 516/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, που έκρινε τελεσίδικα επί ανακοπής του ανακόπτοντος κατ’ αυτής, ενώ καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την έκδοση της άνω εφετειακής απόφασης προέβη στις αναφερόμενες διαδικαστικές πράξεις, καθεμία των οποίων διέκοπτε την παραγραφή της απαιτήσεως της.  Ο ισχυρισμός αυτός της καθ’ ης αποτελεί νόμιμη αντένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 261, 264 αρ. 3 ΑΚ και 634  ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί καθ’ ουσίαν.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της καθ’ ης (ο ανακόπτων δεν εξέτασε μάρτυρα), που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι με αρ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. και ….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …. … και ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. αντίστοιχα, που λήφθηκαν  με επιμέλεια του ανακόπτοντος στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Την 24-1-1973 η καθ’ ης τράπεζα συνήψε με την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «……….» σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό έως του ποσού των 30.000.000 δραχμών, στην οποία συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι …….., συνονόματος, παππούς, του ανακόπτοντος, και  …………, πατέρας του ανακόπτοντος. Εν συνεχεία, μέχρι τις 3-9-1981, οι ίδιοι συμβαλλόμενοι συνήψαν μεταξύ τους 14 συμβάσεις αυξήσεως της πιστώσεως, με τις οποίες το όριο της ανήλθε έτσι στο συνολικό ποσό των 103.000.000 δραχμών, ενώ ο ανακόπτων συμβλήθηκε με την καθ’ ης υπογράφοντας την τελευταία από αυτές υπ’ αρ. ……. σύμβαση εγγύησης και αυξήσεως πιστώσεως, δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε προς την καθ’ ης την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου από την προαναφερόμενη υπ’ αρ. ……… σύμβαση πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και τις μεταγενέστερες αυτής  αυξητικές συμβάσεις πλέον των συμφωνηθέντων τόκων, προμηθειών, επιβαρύνσεων και εξόδων και εν γένει την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων, που ανέλαβε η πρωτοφειλέτρια εταιρεία, ενεχόμενος εις ολόκληρον μετ’ αυτής ως αυτοφειλέτης. Ακολούθως, στις 8-1-1982 και στις 4-1-1982 η καθ’ ης έκλεισε οριστικά τους  έξι λογαριασμούς, που τηρούσε προς εξυπηρέτηση της άνω πίστωσης, οι οποίοι στις 11-1-1982 οι πέντε πρώτοι  και στις 23-10-1981 ο έκτος εμφάνιζαν υπόλοιπο  108.748.491 δραχμές και 435.104 δραχμές αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 109.183.595 δραχμές. Στη συνέχεια  με βάση την από 2-3-1982 αίτηση της καθ’ ης εκδόθηκε η με αρ. …….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε με επιταγή προς πληρωμή στην πιστούχο εταιρεία και τον έναν εκ των δύο των νομίμων εκπροσώπων της, …….., στις 6-4-1982 καθώς και προς τον εδώ ανακόπτοντα στις 14-4-1982. Οι προς ων η εν λόγω επίδοση άσκησαν κατά της διαταγής πληρωμής την από 12-4-1982 και με αρ. κατάθ. …….. ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά, μετά την από 25-1-1996 και αρ. κατάθ. ………. κλήση της καθ’ ης -η οποία επανέφερε προς συζήτηση την υπόθεση μετά τη βίαιη διακοπή της λόγω θανάτου του ………- , η με αρ. 634/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς όλους του διαδίκους. Ακολούθως, μετά την από 3-7-1998 κλήση της καθ’ ης ορίστηκε νέα ημερομηνία συζήτησης της ανωτέρω ανακοπής η 19η-2-1999, οπότε και ματαιώθηκε. Κατόπιν, ο εδώ ανακόπτων άσκησε και τους από 1-2-1999 (με αρ. κατάθ. …….) και από 10-12-2007 (με αρ. κατάθ. ……..) πρόσθετους λόγους ανακοπής, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 2776/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση τους. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης η καθ’ ης άσκησε την από 16-11-1999 έφεσή της, η οποία απορρίφθηκε τυπικά, επειδή στρεφόταν κατά μη οριστικής απόφασης. Ακολούθως, η καθ’ ης με την από 20-6-2006 και αρ. κατάθ. ……. κλήση της επανέφερε προς συζήτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την ως άνω ανακοπή και τον πρόσθετο λόγο αυτής. Επ’ αυτών εκδόθηκε η με αρ. 3942/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως προς την πιστούχο, οφειλέτρια, εταιρεία, ενώ έγινε δεκτή ως προς τον εδώ ανακόπτοντα και ακυρώθηκε η  με αρ. …….. διαταγή πληρωμής.  Κατόπιν εφέσεως της εν μέρει ηττηθείσας καθ’ ης  τράπεζας κατά της παραπάνω απόφασης, μόνο κατά το μέρος που αφορούσε τον εδώ ανακόπτοντα, εκδόθηκε η με αρ. 516/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου τούτου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη  κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης και εξαφανίστηκε η με αρ. 3942/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που αφορούσε τον ανακόπτοντα. Συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχτηκε ότι, ο πρώτος από τους  με ημερομηνία 1-2-1999 πρόσθετους λόγους ανακοπής  του ανακόπτοντος, με τον οποίο ισχυριζόταν ότι η καθ’ ης τράπεζα ζήτησε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος του συνονόματου παππού του, ….., και ότι η υπ’ αρ. ……. διαταγή πληρωμής  φερόταν εσφαλμένα να έχει εκδοθεί σε βάρος του, ήταν μη νόμιμος, διότι, κατά τα ιστορούμενα, επρόκειτο για ακύρωση της επίδοσης  επιταγής προς πληρωμή, με την οποία άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση  εναντίον του χωρίς αυτός να είναι οφειλέτης, που μπορούσε να προταθεί μόνο με λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι με λόγο ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, και συνεπώς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς είχε εσφαλμένα δεχτεί αυτόν (τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής) ως βάσιμο. Ακολούθως, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το Εφετείο προχώρησε σε έρευνα όλων των υπόλοιπων λόγων της ανακοπής και δέχτηκε ότι, η από 2-3-1982 αίτηση της καθ’ ης τράπεζας για έκδοση διαταγής πληρωμής αλλά και η βάσει αυτής εκδοθείσα με αρ. ……… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν στρεφόταν κατά του εδώ ανακόπτοντος, αλλά εναντίον του συνονόματου παππού του, επισημαίνοντας (το ίδιο Δικαστήριο) ότι  το γεγονός, ότι ο ανακόπτων είχε συμβληθεί στην τελευταία αυξητική της πίστωσης σύμβασης ως εγγυητής δεν ασκούσε έννομη επιρροή, καθόσον το κρίσιμο ήταν, όχι η προκύπτουσα εξ εγγράφων εγγυητική ευθύνη του ανακόπτοντος, αλλά κατά ποίου στρεφόταν η από 2-3-1982 αίτηση της καθ’ ης προς έκδοση διαταγής πληρωμής.  Κατέληξε δε στο ότι ο της παρούσας δίκης ανακόπτων δεν νομιμοποιείτο να ασκήσει την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της με αρ. ……… διαταγής πληρωμής, στην οποία δεν φερόταν ως οφειλέτης. Για το λόγο αυτό απέρριψε την ανακοπή και τους λοιπούς πρόσθετους λόγους αυτής ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ανακόπτοντος. Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε στις 14-9-2012 και στη συνέχεια, με την από 1-5-2013 νέα αίτησή της η καθ’ ης,  επικαλούμενη την αρχική με αρ. …… σύμβαση πίστωσης, τις μεταγενέστερες αυτής αυξητικές συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις  καθώς και το κλείσιμο των λογαριασμών με αρ. ……….., που εξυπηρετούσαν τις άνω συμβάσεις, ζητούσε την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτησή της με βάση την με αρ. …….. σύμβαση αύξησης της πίστωσης και εγγύησης που είχε καταρτίσει με τον ανακόπτοντα. Έτσι, πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης με αρ. …….. διαταγής πληρωμής,  που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 28-6-2013. Κατ’ αυτής ο ανακόπτων άσκησε την ήδη κρινόμενη ανακοπή, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ ης εμπρόθεσμα στις 18-7-2013 (βλ. με αρ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……), και τον πρόσθετο λόγο, που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 16-10-2013 (βλ. με αρ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών … .). Από τα ανωτέρα παρατιθέμενα περιστατικά προκύπτει ότι,  από την επομένη της ημερομηνίας  κλεισίματος των προαναφερόμενων λογαριασμών, που εξυπηρετούσαν την επίδικη σύμβαση πίστωσης, δηλαδή από την 9-1-1982 (το κλείσιμο έγινε στις 8-1-1982), άρχισε και η παραγραφή της απαίτησης της καθ’ ης, συνολικού ποσού 108.748.491 δραχμών ή 319.144,50 ευρώ. Ακολούθησε, στις 14-4-1982 η επίδοση της με αρ. …….. διαταγής πληρωμής στον ανακόπτοντα, η οποία όμως, όπως προαναφέρθηκε, κρίθηκε τελεσίδικα ότι δεν αφορούσε αυτόν ως οφειλέτη, αλλά τον συνονόματο παππού του. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επίδοση της διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφή για τους πραγματικούς υπόχρεους, που εν προκειμένω ήταν η πιστούχος εταιρεία, ο …., πατέρας του ανακόπτοντος, και ο ……., παππούς του ανακόπτοντος. Συνεπώς, η παραγραφή της απαίτησης της καθ’ ης εναντίον του ανακόπτοντος, που ξεκίνησε στις 9-1-1982 δεν διακόπηκε με την επίδοση σε αυτόν της υπ’ αρ. …… διαταγής πληρωμής, αλλά ούτε και με τις διαδικαστικές πράξεις (κλήσεις προς συζήτηση, έφεση), στις οποίες προέβη η καθ’ ης στα πλαίσια της διαδικασίας, που ξεκίνησε με την από 12-4-1982 και με αρ. κατάθ. …. ανακοπή της πιστούχου εταιρείας, του ……. και του εδώ ανακόπτοντος  κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ ης, καθόσον αυτές (οι διαδικαστικές πράξεις) αφορούσαν τη διαδικασία δίκης με μη υπόχρεο διάδικο. Περαιτέρω, όμως, αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης με την από 30-7-2001 αναγγελία της, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα, στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και στην ίδια ως επισπεύδουσα της αναγκαστική εκτέλεση (βλ. με αρ. ….. αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), η τελευταία, επικαλούμενη τη σύμβαση εγγύησης, που είχε καταρτίσει με τον  ανακόπτοντα, αναγγέλθηκε στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύστηκε από την ίδια σε βάρος του, ζητώντας να ληφθεί υπόψη κατά τη διανομή του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος και να καταταγεί για το ποσό των 10.000.000 δραχμών ή 29.347,03 ευρώ. Στη συνέχεια με την από 13-2-2002 δεύτερη αναγγελία της, που επιδόθηκε και πάλι στον ανακόπτοντα,  τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο  και στην ίδια ως επισπεύδουσα δανείστρια (βλ. με αρ. …….αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), η τελευταία αναγγέλθηκε στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπευδόταν σε βάρος του ανακόπτοντος, για ολόκληρο το ποσό της απαίτησής της των 109.183.595 δραχμών με βάση τη σύμβαση εγγύησης, που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους.  Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων με την από 30-7-2001 αναγγελία της καθ’ ης, η οποία επιδόθηκε εμπρόθεσμα τόσο στον ανακόπτοντα οφειλέτη, όσο και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και στην ίδια ως επισπεύδουσα δανείστρια, διακόπηκε  η παραγραφή της αξίωσης της τελευταίας εναντίον του ανακόπτοντος, η οποία είχε αρχίσει στις 9-1-1982 (την επομένη του κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού), μόνο όμως για το αναγγελθέν ποσό των 10.000.000 δραχμών ή 29.347,03 ευρώ, ενώ μετά την περάτωση της διακοπής, από την τελευταία επίδοση του αναγγελτηρίου στις 4-9-2001, και δη από την επομένη αυτής στις 5-9-2001, ξεκίνησε νέα ισόχρονη (εικοσαετής) παραγραφή της αξίωσης της καθ’ ης για το συγκεκριμένο ποσό των 10.000.000 δραχμών ή 29.347,03 ευρώ, η οποία συμπληρώνεται στις 5-9-2021. Αντίθετα, για το υπόλοιπο ποσό της συνολικής απαίτησης της καθ’ ης έναντι του ανακόπτοντος δεν επήλθε διακοπή με την προαναφερθείσα αναγγελία, ενώ η δεύτερη από 13-2-2002 αναγγελία της, η οποία ως διαδικαστική πράξη ολοκληρώθηκε με την τελευταία επίδοση, στις 19-2-2002, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, δεν διέκοψε την εικοσαετή παραγραφή αυτής, αφού η αυτή τρέχουσα συνεχώς, χωρίς άλλη διακοπή, από 9-1-1982 είχε συμπληρωθεί ήδη στις 9-1-2002. Ο ανακόπτων, με την προσθήκη στις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις του, υπέβαλε επαναντένσταση στην άνω αντένσταση διακοπής της παραγραφής της καθ’ ης, ισχυριζόμενος ότι η καθ’ ης παραιτήθηκε από την υπό χρονολογία 30-7-2001 αναγγελία της, καθόσον κατόπιν αιτήσεως της διατάχθηκε, δυνάμει της υπ’ αρ. 344/2003 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, ως διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 600/2003 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, η ανατροπή της σε βάρος του επιβληθείσας με αρ. …. αναγκαστικής κατάσχεσης και η διαγραφή από τα βιβλία κατασχέσεων της ως άνω αναγγελίας. Ότι, ακόμη,  η ασκηθείσα ως άνω αίτηση της καθ’ ης για ανατροπή της κατάσχεσης συνιστά παραίτηση εκ μέρους της από την  αναγγελία της, διότι, εάν η καθ’ ης δεν είχε πρόθεση να παραιτηθεί από τη συγκεκριμένη αναγγελία, θα προέβαινε σε παραίτηση από την κατάσχεση και όχι σε ανατροπή της, η οποία έτσι (παραίτηση) δεν επέφερε, κατ’ άρθρο 265 ΑΚ, την διακοπή της παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός του ανακόπτοντος είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι αφενός η δικαστική απόφαση ανατροπής επιφέρει τις συνέπειες της για το μέλλον και άρα δεν επηρεάζει προηγηθείσα αναγγελία, η οποία στηρίχτηκε στην ανατραπείσα κατάσχεση, όπως εν προκειμένω, που η επίδικη αναγγελία έγινε στις 30-7-2001 και η διαπλαστική απόφαση ανατροπής δημοσιεύτηκε το 2003. Αφετέρου, η εκ μέρους της καθ’ ης αίτηση ανατροπής της κατάσχεσης δεν προέκυψε ότι εκδήλωνε βούληση της για παραίτηση από προηγηθείσες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, και συγκεκριμένα από την προηγηθείσα από 30-7-2001 αναγγελία της, αλλά μόνο για μη συνέχιση αυτής  της διαδικασίας στο μέλλον, η δε εκδήλωση βούλησης παραίτησης από συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να είναι σαφής και εκ μέρους του επισπεύδοντος, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής είναι εν μέρει ουσιαστικά βάσιμος,  καθώς η αξίωση της καθ’ ης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη  με αρ. ….. διαταγή πληρωμής, είχε  υποπέσει ήδη κατά τον χρόνο έκδοσής της στις 14-6-2013 στην εικοσαετή παραγραφή για ποσό (670.970,74 € το επιδικασθέν με την επίδικη διαταγή πληρωμής ποσό – 29.347,03 € το ποσό για το οποίο διακόπηκε η παραγραφή=) 641.623,71 ΕΥΡΩ, κατά το οποίο και πρέπει να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος έφεσης ως ουσία βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για να δικαστεί η ανακοπή, ώστε να ερευνηθούν και οι άλλοι λόγοι ανακοπής και ο πρόσθετος λόγος (οι οποίοι απορρίφθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά προσβάλλονται με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης).

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει, αντιθέτως, προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικότερα, στην περίπτωση μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν προσθέτως περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του ασκούντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσας καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις. Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 ΝΟΜΟΣ).

Με  τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της  ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι α) αυτή αδράνησε  να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής της, η οποία διογκώνεται συνεχώς με τους τόκους υπερημερίας και γίνεται επαχθής γι’ αυτόν,  31 χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών, β) την εξέδωσε, ενώ είχε συμφωνηθεί προφορικά να αναμείνει την εκκαθάριση της απαίτησης ύψους 2.500.000 δολαρίων ΗΠΑ έναντι των πλοιοκτητών και των ασφαλιστών του δεξαμενόπλοιου «A.», που της είχε ενεχυράσει η πιστούχος εταιρεία «……..», δυνάμει της από 2-9-1981 σύμβασης ενεχύρασης, της οποίας μάλιστα (απαίτησης) η ικανοποίηση ήταν βέβαιη ενόψει της πρότασης συμβιβασμού των υπόχρεων ασφαλιστών, προσέτι δε η καθ’ ης εγκατέλειψε αδικαιολόγητα τη δικαστική διεκδίκησή της ενώπιον του Εφετείου του Λονδίνου και γ) ο ίδιος, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη με τις εταιρικές υποθέσεις, εξαναγκάστηκε να υπογράψει την σύμβαση εγγύησης, υπό το κράτος απειλής εκ μέρους των νομίμως εκπροσώπων της καθ’ ης, να μην χορηγήσουν περαιτέρω πίστωση στην πιστούχο εταιρεία και να μην μπορέσει έτσι αυτή να ανταπεξέλθει στην καταβολή των οφειλόμενων λιμενικών τελών, που υπήρξε η αιτία για την φυλάκιση υπό απάνθρωπες συνθήκες των μελών πληρωμάτων έξι πλοίων της (πιστούχου). Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθώς πέρα από την  επίκληση του μακρού χρόνου, που διέρρευσε μέχρι την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, και ο οποίος από μόνος του δεν είναι ικανός να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, ο ανακόπτων δεν επικαλείται πρόσθετα στοιχεία συμπεριφοράς της καθ’ ης και του ιδίου, από τα οποία να προκύπτει, ότι αυτή του δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της και ότι,  μεταβάλλοντας τη στάση της, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος  της να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες και να καθίσταται έτσι η συμπεριφορά της  μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, η δε επίκληση της διόγκωσης του χρέους λόγω  τοκογονίας δεν είναι καν συμπεριφορά της καθ’ ης, αλλά συνέπεια της συμπεριφοράς των οφειλετών. Κατά το δεύτερο σκέλος του ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζεται εάν προχώρησε η εκκαθάριση της ενεχυραζόμενης απαίτησης και σε ποιο χρονικό σημείο,  γεγονός που αποτελούσε, κατά τα διατεινόμενα από τον ανακόπτοντα,  όρο και προϋπόθεση της μεταξύ τους συμφωνίας για την καταγγελία ή όχι της σύμβασης του επίδικου αλληλόχρεου λογαριασμού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο συγκεκριμένος λόγος είναι απορριπτέος και ως ουσία βάσιμος. Ειδικότερα, από τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, δυνάμει της από 2-9-1981 σύμβασης ενεχύρασης απαιτήσεως, η πιστούχος εταιρεία με την επωνυμία «………», προς εξασφάλιση κάθε απαίτησης της καθ’ ης  τράπεζας  από την επίδικη με αρ. …….. σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συνέστησε υπέρ της τελευταίας ενέχυρο σε μέρος 2/3 από απαίτηση της (πιστούχου) έναντι των πλοιοκτητών του δεξαμενόπλοιου «A.» και κάθε άλλου υποχρέου, λόγω πυρκαγιάς, που επισυνέβη σε πλοία της ιδίας, για την οποία  απαίτηση είχε ήδη εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση από τα δικαστήρια του Λονδίνου. Με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε  ρητά, αφενός ότι η καθ’ ης θα μπορεί, όποτε το θελήσει, και χωρίς να έχει καμία προς τούτο υποχρέωση, να υποκαθίσταται στα δικαιώματα της ενεχυράζουσας εταιρείας εκ της ασκηθείσας αγωγής, συνεχίζοντας τη δίκη με έξοδα της τελευταίας (βλ. από 2-9-1981 σύμβαση ενεχύρασης : «Προσέτι ο ενεχυράζων παρέχει εις την τράπεζαν την εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα όπως… υποκαθίσταται αύτη εις τα δικαιώματα αυτού εκ της εγερθείσης αγωγής και συνεχίζει εξόδοις του την δίκην ενώπιον παντός αρμοδίου δικαστηρίου… Το δικαίωμα τούτο της αναλήψεως της δίκης θα δύναται να ασκήσει οψέποτε θελήση η Τράπεζα, χωρίς ουδεμίαν να αναλαμβάνει προς τούτο υποχρέωσιν»), αφετέρου ότι η καθ’ ης δεν θα κωλύεται από το συσταθέν ενέχυρο να ασκήσει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς αναγκαστική είσπραξη της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως της (βλ. από 2-9-1981 σύμβαση ενεχύρασης : «Η Τράπεζα ουδαμώς κωλύεται ένεκεν του επί της άνω απαιτήσεως συνιστωμένου ενεχύρου, να ασκήση εν πάση στιγμή πάντα τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά των έναντι αυτής υποχρέων, προς αναγκαστικήν είσπραξιν της δια της παρούσης συμβάσεως ασφαλιζομένης ανωτέρω απαιτήσεως της»). Από κανένα στοιχείο προέκυψε ότι, αντίθετα με όσα συμφωνήθηκαν με την προαναφερόμενη σύμβαση ενεχύρασης, υπήρξε προφορική συμφωνία να μην προβεί η καθ’ ης σε κλείσιμο του επίδικου αλληλόχρεου λογαριασμού πριν εκκαθαριστεί, είτε εξώδικα είτε δικαστικά, η ενεχυραζόμενη απαίτηση ή ότι αυτή όφειλε να διεκδικήσει την είσπραξη της μέσω της δικαστικής οδού. Τέλος, ο λόγος αυτός ανακοπής ως προς το τρίτο σκέλος του είναι επίσης απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, κι αληθινά υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αυτή αναλύθηκε στην παραπάνω μείζονα σκέψη, αφού   και ως αληθούς υποτιθέμενου του γεγονότος ότι ο ανακόπτων δέχτηκε ψυχολογική πίεση να υπογράψει τη σύμβαση εγγύησης προκειμένου να σωθούν τα πληρώματα των πλοίων της πιστούχου, τούτο δεν οφειλόταν σε απειλητική συμπεριφορά των οργάνων της τράπεζας, τα οποία ασκούσαν το δικαίωμα τους για μη χορήγηση περαιτέρω πίστωσης στα πλαίσια διαχείρισης της περιουσίας της καθ’ ης, αλλά στην ανάγκη, που προκλήθηκε από συμπεριφορά της ίδιας της πιστούχου, η οποία είχε δημιουργήσει οφειλές έναντι ξένων αρχών.

Με τον  πρόσθετο  λόγο ανακοπής  του ο ανακόπτων  ισχυρίζεται ότι η επιδικαζόμενη με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση της καθ’ ης δεν αποδεικνύεται από τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 623 ΚΠολΔ έγγραφα, αφού η σύμβαση εγγύησης, που υπέγραψε, δεν εμπεριείχε τη βούληση του να καταρτίσει δικονομική σύμβαση, δυνάμει της οποίας θα μπορούσε να αποδεικνύεται το ύψος της οφειλής από τα αποσπάσματα των βιβλίων της καθ’ ης, ούτε συνιστά έγγραφο,  βάσει του οποίου μπορεί να εκδοθεί εις βάρος του διαταγή πληρωμής, οποιαδήποτε επιστολή της πιστούχου εταιρείας, με την οποία αναγνωρίζεται συγκεκριμένο υπόλοιπο οφειλής της προς την καθ’ ης. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρο 623 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από το σύνολο των ίδιων ως άνω αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, συνήψε με την καθ’ ης την υπ’ αρ. ………. σύμβαση εγγύησης και αυξήσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού, δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε προς την καθ’ ης την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της δια της αρχικής υπ’ αρ. ……… και των μεταγενέστερων συναφών αυτής συμβάσεων αυξήσεως και πρόσθετων πράξεων πιστώσεως πλέον των, κατά τους όρους των συμβάσεων αυτών, τόκων, προμηθειών, επιβαρύνσεων και εξόδων και εν γένει την εκπλήρωση από την πρωτοφειλέτρια όλων των υποχρεώσεων, που ανέλαβε με τις προαναφερόμενες συμβάσεις, ενεχόμενος εις ολόκληρον μετ’ αυτής ως αυτοφειλέτης. Ακόμη, με την άνω σύμβαση συμφώνησαν ότι ισχύουν όλοι οι αναφερόμενοι στην υπ’ αρ. ……… σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού και στις μεταγενέστερες πρόσθετες πράξεις όροι και συμφωνίες. Στον 5ο δε όρο της αρχικής σύμβασης πίστωσης, που επαναλαμβάνεται και στις μεταγενέστερες συμβάσεις αύξησης, ρητά συμφωνείται από τους συμβαλλόμενους ότι, η από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτουσα οφειλή  της πιστούχου θα αποδεικνύεται και από απόσπασμα των βιβλίων της καθ’ ης, όπου θα φαίνεται  και η  από την τελευταία αναγνώριση της πιστούχου και έκτοτε κίνηση  των λογαριασμών πίστωσης, ενώ το απόσπασμα αυτό αναγνωρίστηκε ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαιτήσεως της καθ’ ης κατά της πιστούχου. Επομένως, μεταξύ των διαδίκων έχει συναφθεί έγκυρη δικονομική σύμβαση και η ύπαρξη της απαίτησης της καθ’ ης δύναται να προκύπτει και από τα αποσπάσματα από τα βιβλία της για το μετά την αναγνώριση εκ μέρους της πιστούχου χρονικό διάστημα και μεταγενέστερα. Εν προκειμένω,  όπως προκύπτει από την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, η καθ’ ης μαζί με την από 1-5-2013 αίτησή της για έκδοση αυτής και προκειμένου για την απόδειξη της απαίτησής της  προσκόμισε, μεταξύ άλλων, τις από 8-1-1982 επιστολές της πιστούχου, με τις οποίες αναγνωρίζει το κατάλοιπο των λογαριασμών που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της πίστωσης καθώς και τα από 1-5-2013 αποσπάσματα από τα εμπορικά της βιβλία, εμφανίζοντα την κίνηση των επίδικων λογαριασμών, τα έγγραφα δε αυτά σύμφωνα και με όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των διαδίκων συνιστούν έγγραφα, που μπορούν να αποδεικνύουν την απαίτηση της καθ’ ης. Επομένως, ο  πρόσθετος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως ουσία βάσιμη κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της, να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και δη κατά το ποσό των 641.623,71 ΕΥΡΩ (το οποίο είχε παραγραφεί). Τα δικαστικά έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων, που εφαρμόστηκαν, υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης στον εκκαλούντα, διότι η έφεσή του έγινε δεκτή (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 3-8-2016  (αρ. κατάθ. ………) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αρ. 3689/2015 οριστική απόφαση

του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-7-2013 (αρ. κατάθ. ……..) ανακοπή και τον από 4-10-2013 (αρ. κατάθ. ……….) πρόσθετο λόγο αυτής.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την προσβαλλόμενη με αρ. …….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και δη κατά το ποσό των εξακοσίων σαράντα ενός χιλιάδων εξακοσίων είκοσι τριών ΕΥΡΩ και εβδομήντα ενός ΛΕΠΤΩΝ (641.623,71).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου έφεσης στον καταθέσαντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση  στο ακροατήριό του, στις 5-4-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ