Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 205/2019

Αξιώσεις από την κατάρτιση σύμβασης ναυτικής εργασίας προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου σε ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο, σχετικές με διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών, επιδόματος δρομολογίων άγονης γραμμής και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές. Αντίθετες εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι – αντέφεση. Επιτρεπτή η δικονομική αναδρομή νεότερου ουσιαστικού ερμηνευτικού νόμου. Γνήσια ερμηνευτική του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 η διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4597/2019, που ορίζει ότι η ΣΣΝΕ ισχύει αναδρομικά από τότε που ορίζουν τα μέρη, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό. Οι ΣΣΝΕ δεν μετενεργούν και ευθύς μετά τη λήξη της διάρκειάς τους οι όροι εργασίας ρυθμίζονται στο εξής από την ατομική σύμβαση, εκτός αν οι όροι της λήξασας ΣΣΝΕ έχουν καταστεί με συμφωνία συμβατικό περιεχόμενο. Υπερωρίες. Πότε χωρεί καταλογισμός σ’ αυτές πρόσθετων αμοιβών που έλαβε ο ναυτικός από τον εργοδότη. Δε χωρεί συμψηφισμός αν οι παροχές αυτές καταβλήθηκαν από τρίτον. Επίδομα άγονης γραμμής. Βάση υπολογισμού του αποτελεί η καθημερινή δραστηριοποίηση του πλοίου στην άγονη γραμμή και όχι ο αριθμός των δρομολογίων που αυτό εκτέλεσε στην ίδια γραμμή εντός εκάστου μηνός. Πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές. Τρόπος υπολογισμού του αριθμού των δρομολογίων και της πρόσθετης αμοιβής. Η αναλογία της συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των δώρων εορτών, εφόσον, όμως, τα δρομολόγια εκτελούνται τακτικά και η πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως. Εφόσον για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης επιδίδεται κλήση μετά την 1η.1.2016, το κύρος και το υποστατό της κρίνεται με βάση το Ν. 4335/2015, ακόμα και αν προορίζεται προς απόδειξη αγωγής που επιδόθηκε πριν την 1η.1.2016. Η κλήση δε χρειάζεται υπογραφή δικηγόρου και δεν είναι άκυρη ακόμα και αν ο αντίδικος του επισπεύδοντος καλείται προς παράσταση την ίδια ημέρα σε διαφορετικές ώρες και τόπους. Ένορκες βεβαιώσεις που χορηγήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλη δίκη λαμβάνονται υπόψη ως απλά έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και όχι ως εξώδικη ομολογία, επειδή τότε δε συντρέχουν οι όροι του άρθρου 352 § 2 ΚΠολΔ. Ορθή η κρίση ότι ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά. Εσφαλμένος υπολογισμός επιδομάτων. Όταν ο εναγόμενος αρνείται τη γέννηση του ουσιαστικού δικαιώματος, ο ισχυρισμός του ότι αυτό ασκείται καταχρηστικά δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ. Δέχεται εν μέρει τις εφέσεις και την αγωγή. Αλυσιτελές το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, όταν το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το ποσό κατά το οποίο η εκκαλουμένη κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     205  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 6.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …… έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 9.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …… και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……. έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], με τις οποίες πλήττεται καθ’ άπαντα αυτής τα κεφάλαια η υπ’ αριθμ. 2450/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, περ. α, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 28.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 24.5.2017, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Για την ταυτότητα της νομικής αιτίας μαζί με τους λόγους αυτούς πρέπει να συνερευνηθούν και οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στο επιγραφόμενο ως «Πρόσθετοι λόγοι έφεσης – Αντέφεση – Αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση» από 2.4.2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που η εκκαλούσα της Β έφεσης κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (αριθμός σχετικής εκθέσεως ……..) και προσδιόρισε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, οι οποίοι υποβλήθηκαν νομοτύπως, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 520 § 2, 523 § 2 και 591 § 1 εδαφ. β περ. ζ ΚΠολΔ, όπως η τελευταία από αυτές ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 2 των αυτών άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από την 1η.1.2016 ένδικα μέσα (ΜονΕφΘεσ. 2165/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές), δηλαδή με ιδιαίτερο δικόγραφο που κοινοποιήθηκε στον αντεφεσίβλητο – καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι οκτώ [8] ημέρες πριν τη συζήτηση των ενδίκων εφέσεων (βλ. τη με αριθμό …. επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….) και με τους οποίους θίγονται κεφάλαια της εκκαλουμένης που έχουν ήδη πληγεί με λόγο έφεσης. Να σημειωθεί ότι την άσκηση αντεφέσεως δεν εμποδίζει εν προκειμένω η προηγούμενη Β έφεση της αντεκκαλούσας, αφού η απαγόρευση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής αποφάσεως, έστω και αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατ’ άλλου κεφαλαίου, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, δεν καταλαμβάνει στο ρυθμιστικό της πεδίο ούτε τους πρόσθετους λόγους ούτε την αντέφεση που ασκεί ο εφεσίβλητος, ο οποίος έχει ήδη εκκαλέσει την πρωτοβάθμια απόφαση, με τον αυτονόητο, βέβαια, περιορισμό ότι οι λόγοι της αντεφέσεως πρέπει να αναφέρονται στα ήδη από τον αντεφεσίβλητο εκκληθέντα κεφάλαια ή στα αναγκαίως συνεχόμενα (ΟλΑΠ 180/1979, ΝοΒ 1979/1113, ΜονΕφΛαρ. 110/2015, Δικογραφία 2015/591, ΤριμΕφΛαρ. 110/2013, Δικογραφία 2013/321, ΕφΑθ. 2295/2009, Δνη 2010/808, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 67, σελ. 79, σημ. 312)

ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος ………, ναυτικός, με την αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στράφηκε κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίων BH και Δ, ολικής χωρητικότητας κόρων δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων δεκαπέντε (13.615 κ.ο.χ.) και εννέα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων (9.834 κ.ο.χ.) αντίστοιχα, στα οποία απασχολήθηκε με την ειδικότητα του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου κατά την εκτέλεση των αναλυτικώς μνημονευόμενων δρομολογίων τους, για τμήματα των οποίων, από αυτά που εκτελούσε το δεύτερο πλοίο, είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής), ναυτολογηθείς, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, αντί των καθοριζομένων από την κατ’ έτος ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και εργαζόμενος επί δεκατέσσερις [14] ώρες στο πρώτο και επί δεκαπέντε [15] ώρες στο δεύτερο πλοίο καθημερινά μέχρι τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του στις 22.12.2015 με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι εργάστηκε χωρίς να λάβει, πρώτον, το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2014 και 2015, τα οποία δικαιούται, καθώς και, δεύτερον, πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές αμφοτέρων των πλοίων, όπως οι χρόνοι διενέργειας αυτών κατά την πρώτη ναυτολόγησή του παραδεκτώς διευκρινίστηκαν πρωτοδίκως αλλά και για τους πλόες άγονης γραμμής, που εκτέλεσε το δεύτερο πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζήτησε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσόν των είκοσι εννέα χιλιάδων τριάντα δύο ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (29.032,34 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του στο Ε/Γ – Ο/Γ BH με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των σαράντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (42.912,72 €) για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, που του οφείλονται από την εργασία του και στα δύο πλοία, καθώς και για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του στο Ε/Γ – Ο/Γ Δ και επιδόματος δρομολογίων άγονης γραμμής, που εκτέλεσε το ίδιο αυτό πλοίο, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι κατά το χρόνο ναυτολόγησης (28.2.2015) και εργασίας (έκτοτε και έως την 22α.12.2015) του ενάγοντος στο πλοίο Δ είχε λήξει η ισχύς της ΣΣΝΕ του έτους 2014, στις διατάξεις της οποίας ο ενάγων θεμελίωνε τις σχετικές αξιώσεις του, χωρίς στη συνέχεια να υπογραφεί και να κυρωθεί νέα και για το λόγο αυτό τις απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες, ενώ, κατά τα λοιπά, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων δεν παρείχε υπερωριακή εργασία στο πλοίο BH, παρεκτός του χρονικού διαστήματος από 12.7.2014 έως 31.7.2014, οπότε η μέση ημερήσια απασχόλησή του ανήλθε σε δώδεκα [12] ώρες και ότι στις για την αιτία αυτή απαιτήσεις του ενάγοντος έπρεπε να καταλογιστούν τα χρηματικά ποσά που είχε λάβει κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του ως «έκτακτες αμοιβές» του, όπως η εναγόμενη είχε ενιστάμενη ισχυριστεί, η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, α] υποχρεώθηκε η τελευταία, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο του καταψηφιστικώς επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή χιλίων τετρακοσίων σαράντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (1.440,49 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος νομιμοτόκως από την ημέρα της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στο πλοίο εκείνο, που πραγματοποιήθηκε στις 28.2.2015 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και β] αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς αυτόν νομιμότοκη καταβολή δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (2.696,56 €), ως υπόλοιπο επιδομάτων δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσόν που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Α] Με τη διάταξη του άρθρου 533 § 2 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, καθιερώνεται απαγόρευση της δικονομικής αναδρομής του νεότερου ουσιαστικού νόμου συνεπαγόμενη αδυναμία ανατροπής ή μεταρρυθμίσεως, για το λόγο αυτό, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την έκκλητη δίκη, πριν την για άλλο λόγο εξαφάνιση αυτής και την αναδίκαση της υποθέσεως από το εφετείο (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 526/2016, ΑΠ 2105/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ορθότητα της νομικής υπαγωγής της εκκαλουμένης καταρχήν δεν ελέγχεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με βάση τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν μετά την έκδοσή της (Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 472, σελ. 213, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, όμως, όταν ο νεότερος νόμος είναι γνήσια ερμηνευτικός, όταν αίρει δηλαδή τις διαφωνίες για την αληθή έννοια του ερμηνευόμενου νόμου, που προέκυψαν στη νομική επιστήμη ή στα δικαστήρια εξαιτίας της ασάφειάς του (ΟλΑΠ 22/1997, Δνη 1997/1514 = ΝοΒ 1998/49, ΟλΑΠ 10/1990, ΝοΒ 1990/1330) και για τη λόγο αυτό η ισχύς του (ερμηνευτικού νόμου) ανατρέχει στο χρόνο έναρξης της ισχύος της ερμηνευομένης διατάξεως (ΟλΑΠ 1/2014, ΧρΙΔ 2014/360, ΑΠ 1191/2000, Δνη 2001/1296 = ΧρΙΔ 2001/301). Στην περίπτωση αυτή ο νεότερος νόμος εφαρμόζεται αυτοδικαίως και πριν ακόμη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από το εφετείο, το οποίο άλλως, αν δηλαδή, ως οφείλει, ελέγξει και διαπιστώσει ότι η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει (ΑΠ 448/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1908/2005, Δνη 2006/436, ΑΠ 260/1998, ΔΕΕ 1998/752 =  ΝοΒ 1999/775), υποχρεούται να μην τον εφαρμόσει αναδρομικά, αφού ο ψευδερμηνευτικός νόμος δεν θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευομένου και η ισχύς του άρχεται από την δημοσίευσή του κατ’ άρθρο 77 § 2 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 29/2003, Δ 2004/690 = ΝοΒ 2004/955, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 2, αρ. 31, σελ. 116, Ν. Νίκας, ο.π., § 115, αρ. 8, σελ. 277 – 278, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 533, αρ. 7, σελ. 959, Κ. Οικονόμου, στο με την επιμέλεια του ιδίου συλλογικό έργο, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 533, αρ. 9, σελ. 326 – 328).

Β] Εξάλλου, το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας συνθέτουν οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 § 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 449 επομ. [453], βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αρ. 063, σελ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αρ. 010, σελ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 § 3 του Ν. 1876/1990). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δεσμεύσεως από τη ΣΣΝΕ με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ. 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987, ΕΕΔ 1989/275 = Δνη 1988/1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988/669 = ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΝ 1988/673 = ΕΕΔ 1988/1128, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980. Σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (ΑΠ 1702/1991, Δνη 1992/1606 = ΕΕΔ 1992/934 = ΕΝαυτΔ 1992/502 = ΕΝαυτΔ 1993/383). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς  κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 376/2017, 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008, ΕΝαυτΔ 2008/281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, § 30, ΙΙΙ 1, σελ. 475), που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 ΑΚ τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017, Ε7 2017/713, ΑΠ 453/1995, Δνη 1996/652 = ΔΕΝ 1996/12 = ΕΔΚΑ 1996/886 = ΕΕΝ 1996/376 = ΝοΒ 1996/972, Ι. Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ. 284, Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ. 683, Δ. Ζερδελή, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2016, § 14, σελ. 195, Α. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 263, σελ. 162). Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως  (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε προσφάτως το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω ερμηνευτική διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη, διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944 και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το εφετείο χωρίς τους περιορισμούς από την § 2 του άρθρου 533 ΚΠολΔ. Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, ο.π.). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Γ] Κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009/993 = ΕπιΔικΙΑ 2009/413 = Ε7 2012/117 = Δνη 2011/1596). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακής απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 212/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

  1. IV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ………, θαλαμηπόλου στο πλοίο Δ της εναγομένης, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα κατά το έτος 2015, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των Α] με αριθμούς ……….. τεσσάρων [4] ενόρκων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Νεαπόλεως Βοιών Λακωνίας …… η πρώτη, της Συμβολαιογράφου Πατρών ….. η δεύτερη, της Ειρηνοδίκη Πειραιώς η τρίτη και του Συμβολαιογράφου Ρόδου ….. η τέταρτη βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, ……, συνταξιούχου ναυτικού, που με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο πλοίο Δ κατά το έτος 2015, …….., συνταξιούχου ναυτικού, που με την ειδικότητα και αυτός του θαλαμηπόλου συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο πλοίο BH κατά το έτος 2014, ……, συνταξιούχου ναυτικού, που με την ίδια ειδικότητα απασχολήθηκε μεν στο πλοίο Δ πριν, όμως, την επίδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος σ’ αυτό και ….., ιδιωτικού υπαλλήλου, που με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου ναυτολογήθηκε στο πλοίο BH, στο οποίο απασχολήθηκε μέχρι την 18η.8.2014, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …… επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……. σε συνδυασμό προς την από 24.10.2016 κλήση της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη τους και των Β] με αριθμούς ……. πέντε [5] ενόρκων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. οι τέσσερις [4] πρώτες και της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης ……. η τελευταία βεβαιώσεων των, αντιστοίχως, ….., θαλαμηπόλου στο πλοίο BH της εναγομένης, στο οποίο υπήρξε υφιστάμενος του ενάγοντος κατά το έτος 2014, ……., Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού στο πλοίο Δ της εναγομένης, στο οποίο συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά το έτος 2015, …….., θαλαμηπόλου στο πλοίο BH τόσον κατά το χρόνο της μαρτυρίας του όσον και κατά το χρόνο της εργασίας του ενάγοντος σ’ αυτό, ……, Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού στο ίδιο πλοίο της εναγομένης, στο οποίο συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά το έτος 2014 και …. ., θαλαμηπόλου, συνυπηρετήσαντος με τον ενάγοντα στο αυτό πλοίο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με αριθμούς ….. δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …., σε συνδυασμό προς τις από 2.3.2016 και 24.10.2016 αντίστοιχες κλήσεις του ενάγοντος να παραστεί κατά τη λήψη τους, οι οποίες άπασες (κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι οι τρεις [3] πρώτοι από τους ως άνω για την απόδειξη της αγωγής βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266),  καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που ακολουθούν. Γίνεται μνεία ότι, αν και η παρόμοια πρωτοβάθμια κρίση δεν προσβάλλεται με [σαφή και συγκεκριμένο] λόγο έφεσης, για το σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης το Δικαστήριο επισημαίνει ότι λαμβάνει υπόψη άπασες τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν υπό το καθεστώς του Ν. 4335/2015, το οποίο, κατά την ορθότερη άποψη (ΜονΕφΔωδ. 215/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος – Χ. Τριανταφυλλίδης, Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ στο πεδίο του Δικαίου της αποδείξεως, σε Δνη 2016/655 επομ. [676], Μ. Μαρκουλάκης, Λήψη ένορκης βεβαίωσης στο πλαίσιο δίκης ήδη εκκρεμούς την 1.1.2016, σε ΕΕΔ 2016/635 επομ. [642], Β. Χατζηϊωάννου, σχόλιο σε ΝοΒ 2015/2259 και σημείωμα σε ΝοΒ 2015/1739 επομ., contra, Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2017, σελ. 37, Π. Αρβανιτάκης, παρατηρήσεις σε ΕΠολΔ 2016/421, Ι. Δεληκωστόπουλος, Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ μετά την εφαρμογή του ν. 4335/2015, σε Δνη 2017/666 επομ. [670], Κ. Μακρίδου/Χ. Απαλαγάκη/Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 25, για τη σύνοψη των σχετικών απόψεων βλ. Π. Μαντή, Τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στο δίκαιο της απόδειξης. Οι νέες διατάξεις για τη Διαταγή Πληρωμής. Διαχρονικό δίκαιο, σε Δνη 2017/1025 επομ. [1028]), διέπει την κρινόμενη περίπτωση κατ’ εφαρμογή της γενικότερης διαχρονικού δικαίου δικονομικής αρχής που συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 21 εδαφ. β ΕισΝΚΠολΔ (ΑΠ 1045/1974, ΝοΒ 1975/622, Κ, Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Στ. Κουσούλης], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, Εισαγωγικός Νόμος, άρθρο 21, αρ. 3, σελ. 2057), ως εκ του χρόνου επιδόσεως των κλήσεων εκάστου επισπεύδοντος τη λήψη των επίμαχων ενόρκων βεβαιώσεων στον αντίδικό του, έστω και αν αυτές εδόθησαν στο πλαίσιο δίκης που ανοίχθηκε κατόπιν αγωγής που ασκήθηκε, ως εν προκειμένω, πριν την 1η.1.2016, επειδή θεωρεί αβάσιμες τις αιτιάσεις που κάθε διάδικος με τις προτάσεις του επαναπροβάλλει, καθ’ όσων από αυτές προσκομίζει ο αντίδικός του, υποστηρίζοντας ότι είναι ανυπόστατες, απορρίπτοντας ειδικότερα: α] τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι οι τέσσερις [4] πρώτες εκ των υπό στοιχ. Β ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων ελήφθησαν χωρίς την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, αφού η από 2.3.2016 κλήση που του επιδόθηκε για να παραστεί κατά τη λήψη τους υπογράφεται από τους νομίμους εκπροσώπους της εναγομένης και όχι από δικηγόρο, μολονότι ο από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 94 και 118 ΚΠολΔ απορρέων υποχρεωτικός χαρακτήρας της παράστασης του διαδίκου με δικηγόρο κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών καθιστούσε εν προκειμένω την υπογραφή του επί της κλήσεως, που αποτελεί δικόγραφο, αναγκαίο περιεχόμενο αυτής, η έλλειψη της οποίας προκαλεί την ακυρότητά της ως τέτοιου, αφενός, ως ερειδόμενο επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον υπολαμβάνει εσφαλμένα ότι η κλήση ως διαδικαστική πράξη εντάσσεται στο πλαίσιο της δίκης ενόψει της οποίας επισπεύδεται η λήψη της, ενώ στην πραγματικότητα ούτε η δόση της αποτελεί δίκη παρά μόνο διαδικαστική πράξη της αποδεικτικής διαδικασίας ούτε το όργανο που είναι κατά νόμο επιφορτισμένο με τη λήψη της αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να είναι αναγκαία η ενώπιόν του παράσταση του διαδίκου με πληρεξούσιο δικηγόρο και αφετέρου ως νομικά αβάσιμο, καθόσον κατά την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη της § 2 του άρθρου 422 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, η οποία ως ειδικότερη κατισχύει εκείνης του άρθρου 94 §§ 1 – 2 του ιδίου Κώδικα, οι διάδικοι δικαιούνται να παρίστανται κατά τη βεβαίωση και αυτοπροσώπως (βλ. σχετ. Π. Γιαννόπουλο, σημείωμα σε ΕΠολΔ 2017/540, Β. Χατζηϊωάννου, σημείωμα σε ΝοΒ 2015/1739 επομ., Β. Φούρκα, Η εφαρμογή του αρθ. 94 ΚΠολΔ μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (πότε επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση διαδίκου προς επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων στην πολιτική δίκη), σε ΕΠολΔ 2016/172 επομ. [195], Χ. Απαλαγάκη [-Π. Ρεντούλη], Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 422, αρ. 1, σελ. 1088, αντίθετοι οι Π. Γιαννόπουλος – Χ. Τριανταφυλλίδης, ο.π., σελ. 681) και β] τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι οι υπό στοιχ. Α ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις πάσχουν ακυρότητα για το λόγο ότι εκείνη για τη λήψη τους κλήθηκε να παραστεί κατά τις ίδιες ημέρες (27 και 31.10.2016) και σχεδόν ταυτόχρονα σε διαφορετικούς κάθε φορά τόπους, ήτοι ενώπιον Συμβολαιογράφων στη Νεάπολη Λακωνίας και στην Πάτρα της Αχαΐας την πρώτη ημέρα και ενώπιον Συμβολαιογράφων στην Πάτρα και στη Ρόδο της Δωδεκανήσου τη δεύτερη, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η παρουσία της κατ’ αυτές, ώστε να δυνηθεί να προβάλει ενστάσεις, ως νομικά ανεπέρειστο, αφενός διότι ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 110 § 2, 111 § 1, 112, 115 § 1, 118 αρ. 4 του ΚΠολΔ, ούτε από κάποια άλλη και ιδίως αυτή του άρθρου 116 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης ή εκείνη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθίσταται άκυρη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 159 ΚΠολΔ η κλήση προς παράσταση για ένορκη βεβαίωση την ίδια ημέρα σε διαφορετικές ώρες και τόπους, αφού ο αντίδικος εκείνου, με επιμέλεια του οποίου επισπεύδεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης, μπορεί να ορίσει πληρεξουσίους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις (ΑΠ 771/2010, ΧρΙΔ 2011/111 = ΔΕΕ 2011/1070, ΑΠ 36/2006, ΤριμΕφΠατρ. 71/2016, ΜονΕφΠειρ. 366/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων ……… είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου (του με αριθμό ΑΑ ….) από το έτος 1983 και, όπως προκύπτει από την υπέρ αυτού μαρτυρία του ενόρκως βεβαιούντος …….. αλλά και από την ατομική του καρτέλα, που τηρούσε η εναγόμενη ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρία, πλοιοκτήτρια πολλών υπό ελληνική σημαία ακτοπλοϊκών πλοίων, μεταξύ των οποίων το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., κ.ο.χ. 13.615, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …. και το πλοίο Δ της αυτής κατηγορίας με αριθμό νηολογίου Πειραιώς .., κ.ο.χ. 9.834, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …, απασχολήθηκε στα πλοία του Ομίλου επιχειρήσεων, στον οποίο και η εναγόμενη ανήκει, συνεχώς επί πολλά έτη και κατά το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του, αρχής γενομένης από το έτος 1993, οπότε προσελήφθη στην εταιρία ……., που ανήκει στον ως άνω Όμιλο, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, σε πλοία της οποίας και απασχολήθηκε έως το έτος 2003, οπότε, έχοντας πλέον την ειδικότητα του Β΄ θαλαμηπόλου, προσελήφθη από την εναγόμενη η οποία τον απασχόλησε έως τις 22.12.2015, οπότε συνταξιοδοτήθηκε, αφού στο μεταξύ προήχθη (από τις 19.8.2008) σε προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο. Κατά την ως άνω ένορκη βεβαίωση, οι επαγγελματικές ικανότητες του ενάγοντος αλλά και η συνέπειά του εκτιμήθηκαν από την εργοδότριά του. Η εμπιστοσύνη της προς το πρόσωπό του αποδεικνύεται όχι μόνον από το γεγονός ότι του ανέθεσε «νευραλγικές θέσεις με τεράστια ευθύνη» (κατά τον ίδιο ως άνω βεβαιούντα) αλλά και από το ότι τη μαρτυρία του, δοθείσα υπό μορφή ένορκης βεβαίωσης, χρησιμοποίησε, υπέρ των συμφερόντων της, σε πληθώρα αντιδικιών που ανέκυψαν κατά καιρούς μεταξύ αυτής και συναδέλφων του ενάγοντος, που επιζητούσαν την ικανοποίηση αξιώσεών τους, παρόμοιων κατά τη νομική και πραγματική βάση τους με τις επίδικες (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθμ. ……. τέσσερις [4] ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και την υπ’ αριθμ. ……. μία [1] ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ρόδου ……. ένορκες βεβαιώσεις του ενάγοντος, που ελήφθησαν όλες μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκάστοτε αντιδίκου της και τώρα εναγομένης, μεταξύ των οποίων, σημειωτέον, και μία [η τελευταία], η οποία δόθηκε προς αντίκρουση αγωγής που ασκήθηκε κατά της εναγομένης από τον ήδη υπέρ του ενάγοντος βεβαιούντα ………). Όπως συνομολογείται, προκύπτει άλλωστε και από τις εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, η πρώτη από τις επίμαχες και εκ των χρονικώς τελευταίων συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που ο ενάγων κατάρτισε με την εναγομένη, προσυμφωνήθηκε στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και των νομίμων εκπροσώπων της στις 8.1.2014. Δυνάμει αυτής ο ενάγων αυθημερόν ναυτολογήθηκε εκ νέου στο πρώτο των ανωτέρω πλοίο, στο οποίο είχε και παλιότερα υπηρετήσει με την αυτή ειδικότητα του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου και παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς μέχρι την 20η.12.2014, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας, μετά τη λήξη της οποίας επαναπροσλήφθηκε στις 25.1.2015 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 28η.2.2015, οπότε και μετατέθηκε στο πλοίο Δ. Από τις ισάριθμες [2] έγγραφες ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εξήντα ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (4.060,53 €) κατά την πρώτη και των τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και ένδεκα λεπτών (3.928,11 €) κατά τη δεύτερη σύμβαση. Κατά το χρόνο της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεως του ενάγοντος είχε λήξει η διάρκεια της προγενέστερης από 31.7.2013 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που είχε κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), η οποία κατά τα άρθρα 39 αυτής και 2 της κυρωτικής της υπουργικής αποφάσεως ίσχυσε μέχρι την 31η.12.2013. Διαρκούσης, όμως, της ναυτολογήσεώς του συνήφθη η διάδοχη από 8.4.2014 ΣΣΝΕ για το έτος 2014 και για την ίδια κατηγορία πλοίων, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική, με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/13.6.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά και, ενοχικώς, πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2014 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιθαλαμηπόλων – Θαλαμηπόλων Εμπορικού Ναυτικού, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ). Η ιδιότητά τους αυτή προκύπτει, για μεν τον ενάγοντα από την υπ’ αριθμ. ……./2.11.2016 έγγραφη βεβαίωση της ως άνω συνδικαλιστικής οργανώσεώς του, με την οποία πιστοποιείται ότι υπήρξε εγγεγραμμένο μέλος της από τις 11.7.1983 έως την 22α.12.2015, οπότε, όπως ειπώθηκε, συνταξιοδοτήθηκε, καθώς και από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), υπερκείμενης οργάνωσης στην οποία υπαγόταν η κλαδική επαγγελματική οργάνωση των ναυτικών της ειδικότητάς του, για δε την εναγόμενη, που, άλλωστε, δεν προβάλλει σχετικά συγκεκριμένο αρνητικό ισχυρισμό, από το από τον αντίδικό της προσκομιζόμενο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του ΣΕΕΝ στο Διαδίκτυο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών του ενάγοντος για το έτος 2014 έκρινε, χωρίς ειδικότερες αιτιολογίες, εφαρμοστέα τη ΣΣΝΕ του έτους εκείνου αναδρομικά από την υπογραφή της και όχι από της δημοσιεύσεως της κυρωτικής της υπουργικής αποφάσεως, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και, συνεπώς, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, πρέπει ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης – αντέφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζεται η αντίθετη εκδοχή, να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944, όπως κατά τα αναφερθέντα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ της παρούσας γνήσια ερμηνεύθηκε με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4, 13 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του προϊσταμένου των χώρων ενδιαιτήσεως των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, των διαμερισμάτων των επιβατών, της τραπεζαρίας και των bars (διπλωματούχου και μη) αρχιθαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια οκτακόσια δέκα ευρώ και δέκα λεπτά (1.810,10 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια ενενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (398,22 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας  σε πεντακόσια ενενήντα επτά ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά {[(1.810,10 € + 398,22 € : 22 = 100,38 €) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 597,94 €}, το δε ωρομίσθιο του αρχιθαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των δέκα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (10,46 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε δεκατρία ευρώ και οκτώ λεπτά (13,08 €) και σε δεκαπέντε ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (15,68 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα της διαδοχικής ναυτολογήσεώς του στο Ε/Γ – Ο/Γ BH ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (3.417,78 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του εκάστοτε συμβατικού κλειστού μισθού του. Όπως δε οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας εννέα (9) ωρών ή αναλογία αυτών για τους μήνες που δεν απασχολούταν πλήρως. Η αμοιβή αυτή για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης ανερχόταν σε εκατόν δεκαεπτά ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (117,71 €), υπολογιζόμενη με βάση το ωρομίσθιό του προσαυξανόμενο κατά 25% και αποτελούσε συμβατικό αντάλλαγμα της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος μόνον κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, δεδομένου ότι για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες η εναγόμενη του κατέβαλε σε μόνιμη βάση και σε εκτέλεση συμβατικής της υποχρεώσεως έτερο (ομώνυμο) επίδομα ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των επτακοσίων δεκαέξι ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (716,61 €) ανά μήνα πλήρους απασχόλησης ή αναλογία αυτού για τους μήνες με λιγότερες ημέρες εργασίας, το οποίο, υπολογιζόμενο με βάση το προσαυξημένο κατά 50% ωρομίσθιο, αντιστοιχεί σε εργασία περίπου εννέα [9] ωρών επί πέντε [5] ημέρες ανά μήνα [τέσσερα (4) Σάββατα και μία (1) αργία]. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το εν λόγω πλοίο έχει μεταφορική ικανότητα χιλίων τετρακοσίων ογδόντα οκτώ [1.488] επιβατών και διαθέτει εκατόν εξήντα τέσσερις [164] καμπίνες με εξακόσιες [600] περίπου κλίνες, δύο [2] εσωτερικά μπαρ, εκ των οποίων το ένα είναι εικοσιτετράωρης λειτουργίας και ένα [1] εξωτερικό, το οποίο λειτουργεί κατά τη θερινή περίοδο, ένα [1] εστιατόριο a la carte και ένα [1] εστιατόριο self service, καθώς και χώρους ενδιαιτήσεως των επιβατών και του πληρώματος, ενώ κατά την ένδικη χρονική περίοδο στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων αυτού απασχολούταν προσωπικό που αριθμούσε είκοσι πέντε [25] θαλαμηπόλους, εννέα [9] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, απάντων των οποίων προΐστατο ο ενάγων, ως ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά την περίοδο από 1.4 έως και 30.9 προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.11 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, υπαξιωματικού, υπόλογου επί της υπηρεσίας διαμερισμάτων των διαφόρων θέσεων του πλοίου και του κατώτερου προσωπικού τους, προβλέπονται για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις του άρθρου 112 του οποίου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ΠΔ 22/2017 (ΦΕΚ Α 40/30.3.2017), ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος τελεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του Υπάρχου, προς τις οδηγίες του οποίου, όπως και του προϊστάμενου οικονομικού αξιωματικού του πλοίου, για τα θέματα της αρμοδιότητας αυτού, οφείλει να συμμορφώνεται, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 113, στα ειδικότερα καθήκοντά του περιλαμβάνεται ο καθορισμός των φυλακών και η κατανομή των εργασιών των αρχιθαλαμηπόλων, θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων, των οποίων προΐσταται,  η επίβλεψη της καλής εκτέλεσης των εργασιών τους και η επιθεώρηση των διαμερισμάτων, εστιατορίων, καπνιστηρίων και των λοιπών χώρων του πλοίου που προορίζονται προς χρήση των επιβατών, ώστε να βεβαιώνεται για την απόλυτη καθαριότητα και την ευπρέπειά τους (βλ. και ΜονΕφΠειρ. 224/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, στους προϊστάμενους αρχιθαλαμηπόλους των ακτοπλοϊκών πλοίων της η εναγόμενη είχε ήδη από το έτος 2009 απευθύνει διευθυντικές οδηγίες και αναθέσει την ευθύνη για την τήρηση της διαδικασίας καθαρισμού και τακτοποίησης της ξενοδοχειακής τους επιστασίας, για την τήρηση των ωραρίων λειτουργίας των σημείων πώλησης επί εκάστου πλοίου, για την ομαλή λειτουργία των εστιατορίων και των μπαρ και τον εφοδιασμό αυτών των τελευταίων, καθώς και για την ομαλή αποεπιβίβαση των επιβατών (βλ. σχετ. τα από τον ενάγοντα προσκομιζόμενα τέσσερα [4] έγγραφα «έντυπα διαδικασιών» της πλοιοκτήτριας). Κατά τις οδηγίες αυτές ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος είχε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων και: α] να ετοιμάζει «πλάνο καθαρισμού καμπινών» και να ορίζει θαλαμηπόλους και επίκουρους ως διαμεριστές, επιφορτισμένους με την καθημερινή καθαριότητά τους, β] να ετοιμάζει το «έντυπο διαίρεσης θαλαμηπόλων» και να ορίζει θαλαμηπόλους και επίκουρους για τον καθαρισμό των σημείων πώλησης, των χώρων ενδιαιτήσεως των επιβατών και του πληρώματος, ως και των κοινόχρηστων αποχωρητηρίων, γ] να πραγματοποιεί καθημερινούς δειγματοληπτικούς ελέγχους σε μικρό αριθμό καμπινών, προκειμένου να διαπιστώνει την καθαριότητά τους, συμπληρώνοντας σχετικό έντυπο, δ] να πραγματοποιεί καθημερινώς μετά το πέρας του καθαρισμού τους και πριν την επιβίβαση των επιβατών έλεγχο σε όλους τους χώρους του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, καταγράφοντας τις διαπιστώσεις του σε ειδικό έντυπο, ε] να διενεργεί καθημερινούς ελέγχους στους χώρους εστίασης συμπληρώνοντας σχετική λίστα, στ] να ελέγχει καθημερινά τη διαδικασία αποκομιδής των απορριμμάτων, ζ] να αποστέλλει στο Τμήμα Εξυπηρέτησης Επιβατών της εναγομένης μετά το πέρας κάθε ταξιδιού μηχανογραφημένο έντυπο με αναφορά της ακριβούς ώρας των αφιξαναχωρήσεων, σημειώνοντας τους λόγους ενδεχόμενης καθυστέρησης, τις ώρες λειτουργίας όλων των υπό την ευθύνη του υπηρεσιών του πλοίου, τα δικά του σχόλια για τον πλου και τα σχόλια των επιβατών για τη λειτουργία των χώρων του πλοίου, η] να επιθεωρεί την καθαριότητα των μπαρ, των εστιατορίων αξιωματικών και πληρώματος και των χώρων αρμοδιότητάς του στην κουζίνα του πλοίου, διενεργώντας καθημερινούς σχολαστικούς ελέγχους και συμπληρώνοντας ειδικό έντυπο και θ] να συντονίζει, σε συνεργασία με τον Ύπαρχο, τον Αρχιλογιστή και τον επιλιμένιο πράκτορα τη διαδικασία επιβίβασης και αποβίβασης των επιβατών. Κατά το έτος 2014 και έως την 28η.2.2015 το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και, συγκεκριμένα, διενεργούσε διήμερους πλόες με αφετηρία το λιμένα του Πειραιώς, από όπου αναχωρούσε κάθε δεύτερη ημέρα και προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου Κρήτης, καθένας των οποίων είχε διάρκεια εννέα [9] περίπου ωρών. Ειδικότερα, το πλοίο απέπλεε από τον Πειραιά στις 21:00 και κατέπλεε στο Ηράκλειο στις 06:15 της επομένης, πλην του χρονικού διαστήματος από 1.4.2014 έως 31.10.2014, οπότε κατέπλεε δεκαπέντε πρώτα λεπτά της ώρας νωρίτερα (06:00) και αναχωρούσε από το Ηράκλειο στις 21:00 της ημέρας της αφίξεώς του, πλην του χρονικού διαστήματος από 8.1.2014 έως 19.1.2014, οπότε απέπλεε στις 21:30, για να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 06:00 της επομένης, πλην του ως άνω χρονικού διαστήματος, οπότε κατέφθανε τριάντα πρώτα λεπτά της ώρας αργότερα (06:30). Ανεκτέλεστα παρέμειναν, εξαιτίας είτε δυσμενών καιρικών συνθηκών είτε συμμετοχής των μελών του πληρώματός του σε απεργία της ΠΝΟ, τα δρομολόγια της 8ης.1.2014, 31ης.3.2014, 1ης.4.2014, 2ας.4.2014, 19ης.4.2014 και 20ης.4.2014, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 29.1.2015 έως 15.2.2015 το πλοίο, συνεπεία δεξαμενισμού του, τελούσε σε ακινησία και τα δρομολόγιά του εκτελέστηκαν από το Ε/Γ – Ο/Γ BS1, της πλοιοκτησίας της εναγομένης. Κατ’ εξαίρεση, την Παρασκευή 18.7, τα Σάββατα 2.8, 9.8, 16.8, 23.8 και 30.8, τις Κυριακές 3.8, 17.8, 24.8 και 31.8 και τις Τετάρτες 20.8 και 27.8 του έτους 2014 το πλοίο είχε δύο [2] αναχωρήσεις κάθε ημέρα από το λιμάνι της αφετηρίας και του προορισμού του και, συγκεκριμένα, λόγω τροποποιήσεως των δρομολογίων του, απέπλεε από τον Πειραιά, όπου είχε καταφθάσει στις 06:00, εκ νέου στις 10:00 για να καταπλεύσει στο Ηράκλειο στις 18:30 και να αναχωρήσει εκ νέου στις 21:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 06:00 της επομένης, ενώ το ίδιο συνέβη και την Παρασκευή 25.7, τα Σάββατα 12.7, 26.7, 2.8 και τις Κυριακές 20.7 και 3.8, οπότε το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμένα του Ηρακλείου στις 06:00 αναχώρησε εκ νέου στις 10:00 με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλευσε στις 18:30, για να αναχωρήσει και πάλι στις 21:00. Τα τροποποιημένα αυτά δρομολόγια του Ε/Γ – Ο/Γ BH διήρκεσαν επί δεκαέξι [16] συνολικά ημέρες, όπως προκύπτει από το σχετικό πίνακα που έχει επισυναφθεί στο υπό τη σήμανση 301517/04-14 έντυπο σήμα του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος, το οποίο προσκομίζει η εναγόμενη. Στο ίδιο αυτό σήμα γίνεται λόγος για τροποποίηση των δρομολογίων που επρόκειτο να εκτελεστούν και κατά τις Παρασκευές 1.8. και 8.8.2014, όμως ουδείς διάδικος επικαλείται ούτε αποδεικνύεται ότι κατά τις Παρασκευές εκείνες το πλοίο είχε πράγματι διπλές αναχωρήσεις. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε ότι, πλην των συγκεκριμένων εκείνων ημερών, η καθημερινή απασχόληση του ενάγοντος υπερέβη οποτεδήποτε άλλοτε το οκτάωρο. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ημερήσια εργασία του ξεκινούσε στις 08:00, αφού είχε ολοκληρωθεί η αποβίβαση των επιβατών είτε στον Πειραιά είτε στο Ηράκλειο. Τη μη συμμετοχή του στην αποβίβαση συνομολογεί ο ενάγων με την αγωγή του, παρά το γεγονός ότι στις οδηγίες που του είχε δια των ως άνω «εντύπων διαδικασιών» απευθύνει η εργοδότριά του – εναγομένη σαφώς αναφερόταν ως υποχρέωσή του η μέριμνα για «την πλήρη παροχή υπηρεσιών προς τους επιβάτες έως την αποβίβαση και του τελευταίου εξ αυτών». Η πρωινή απασχόληση του ενάγοντος συνίστατο στην επίβλεψη των εργασιών καθαριότητας, που εκτελούσαν οι θαλαμηπόλοι και οι επίκουροι και των εν γένει εργασιών που ήσαν απαραίτητες για την προετοιμασία του επόμενου πλου, στην οργάνωση της διαδικασίας ανεφοδιασμού των μπαρ του πλοίου και τη διεκπεραίωση εργασίας γραφείου σχετικής με τα καθήκοντά του (κυρίως της επικοινωνίας με τους υπαλλήλους στα γραφεία της εναγομένης). Η απασχόλησή του αυτή διαρκούσε επί τρίωρο περίπου και μετά το πέρας της ο ενάγων αποχωρούσε από το πλοίο και, όταν αυτό ελλιμενιζόταν στον Πειραιά, μετέβαινε στην οικία του στο Πέραμα, από όπου επέστρεφε τρεις [3] ώρες πριν την αναχώρησή του, δηλαδή στις 18:00, ενώ, όταν ναυλοχούσε στον προορισμό του, μετέβαινε στην πόλη του Ηρακλείου για να επισκεφθεί γυμναστήριο, από όπου επέστρεφε τις μεσημβρινές ώρες. Κατ’ αμφότερες τις περιπτώσεις ο ενάγων αναλάμβανε εκ νέου εργασία στις 18:00 και μέχρι τις 00:00 περιφερόταν στους χώρους του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, προκειμένου να ελέγχει τη λειτουργία τους και να επιβλέπει την εργασία των υφισταμένων του, η δε επιτελική αυτή εργασία του διακοπτόταν ενδιαμέσως, επί μία [1] ώρα, προκειμένου να δειπνήσει. Από τις 00:00 και μέχρι το επόμενο πρωινό χρέη υπευθύνου για το ως άνω τμήμα του πλοίου εκτελούσε ο άμεσος υφιστάμενός του ………., αρχιθαλαμηπόλος Β. Ανάγκη εκπονήσεως σε καθημερινή βάση προγράμματος εργασίας των θαλαμηπόλων και των επίκουρων θαλαμηπόλων της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων δεν υπήρχε, καθώς κάθε μέλος του κατώτερου προσωπικού της γνώριζε τη θέση αρμοδιότητάς του (το πόστο του), το ωράριο και τα καθήκοντά του και ακολουθούσε συγκεκριμένο πρόγραμμα, το οποίο δεν μεταβαλλόταν άνευ εκτάκτου λόγου. Ούτε το πρόγραμμα υπηρεσίας των υφισταμένων του για τον καθαρισμό των καμπινών και τον καταμερισμό των εργασιών των θαλαμηπόλων σ’ αυτές εκπονούσε ο ενάγων, δεδομένου ότι με την εργασία αυτή είχε επιφορτιστεί ο υπάλληλος της εναγομένης που εκτελούσε υπηρεσία βραδινού ρεσεψιονίστ (στη θέση αυτή κατά το ένδικο χρονικό διάστημα εναλλάσσονταν η ………., επίκουρη πλοιοσυνοδός και ο ……., θαλαμηπόλος), σε συνεργασία με τον ως άνω ………. και με βάση τον αριθμό των καμπινών που είχαν διατεθεί σε επιβάτες καθ’ έκαστο πλου. Ο ίδιος υπάλληλος της ρεσεψιόν διένειμε το πρόγραμμα στους θαλαμηπόλους και εκφωνούσε τόσο τις τακτικές ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα του πλοίου, πλην των μαγνητοφωνημένων, όσο και τις έκτακτες αναγγελίες, ενεργώντας, τότε, κατ’ εντολή του Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού του πλοίου ……… Η επίβλεψη της διαδικασίας ανεφοδιασμού του πλοίου με κλινοσκεπάσματα και είδη ιματισμού δεν αποτελούσε έργο του ενάγοντος αλλά του φροντιστή του πλοίου, σύμφωνα με το άρθρο 109 του ΒΔ 683/1960, ενώ ο ίδιος όφειλε μεν να διενεργεί καθημερινούς σχολαστικούς ελέγχους στους χώρους ευθύνης του για την πιστοποίηση της ποιότητας των παρεχόμενων από το πλοίο στους επιβάτες υπηρεσιών και να τηρεί σχετικά έγγραφο αρχείο (φακέλους ISO κατά τον ενόρκως βεβαιούντα ………), δεν αποδεικνύεται όμως ότι εκπλήρωνε τη συμβατική του αυτή υποχρέωση, καθόσον δεν προσκομίζεται κανένα από τα έντυπα που κατά τα προαναφερθέντα ήταν επιφορτισμένος να συμπληρώνει καθημερινά. Άλλωστε, δεν υπήρχε ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης στο συγκεκριμένο δρομολόγιο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και τους λόγους εξηγεί ο ίδιος ο ενάγων στην ως άνω υπ’ αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωσή του, στην οποία επί λέξει αναφέρει ότι «Το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Πειραιάς θεωρείται κατά γενική ομολογία από τα καλύτερα της ακτοπλοΐας για τους ναυτικούς, γιατί και επιτρέπει πολλές ώρες ανάπαυσης όσο το πλοίο βρίσκεται εν πλω και έχει πολλές ώρες παραμονής στο λιμάνι, που είναι χρόνος ξεκούρασης για το πλήρωμα … Η επιβατική κίνηση είναι πολύ μειωμένη τα τελευταία χρόνια, είχαμε πολύ λίγους επιβάτες και στα δύο δρομολόγια του πλοίου … σε κάθε κυκλικό ταξίδι μπορεί να είχαμε 200 με 300 επιβάτες, ενώ το πρωτόκολλο του πλοίου είναι για 900 επιβάτες … ». Βέβαια, ο ίδιος ζητεί να αξιολογηθεί η μαρτυρία του αυτή (όπως και όλες οι λοιπές κατά το παρελθόν χορηγηθείσες ένορκες βεβαιώσεις του) ως αναξιόπιστο αποδεικτικό μέσο και να εκτιμηθεί ελεύθερα, επειδή την υπέγραψε «υπό το φόβο της άμεσης απόλυσης» και επειδή το περιεχόμενό της διαψεύδεται από τις λοιπές αποδείξεις. Οι ισχυρισμοί του αυτοί, όμως, δεν ευσταθούν. Πράγματι, ο ενάγων δεν αναφέρει αν πιέστηκε να βεβαιώσει ενόρκως αναλήθειες και δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο, αν τούτο συνέβη, του προκάλεσε φόβο και ανασφάλεια για το εργασιακό του μέλλον έξι [6] μόλις μήνες πριν την επικείμενη τότε συνταξιοδότησή του, όταν δηλαδή χορήγησε την ανωτέρω, εν γνώσει του ψευδή, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ένορκη βεβαίωση. Ούτε, όμως, για το αναληθές των τότε λεγομένων του πείθεται το Δικαστήριο, ενόψει του ότι αυτά και, συγκεκριμένα, η περικοπή τους ότι «…Μόνο δύο μήνες το καλοκαίρι, Ιούλιο και Αύγουστο, είχαμε σχετικά μεγαλύτερη κίνηση αλλά και πάλι όχι συνέχεια…» επιβεβαιώνονται από την προαναφερθείσα τροποποίηση των δρομολογίων του Ε/Γ – Ο/Γ BH, συνεπεία αυξημένης λόγω του θέρους επιβατικής κινήσεως το έτος 2014 για λίγες μόνον και μάλιστα διακεκομμένες και όχι συνεχόμενες ημέρες, ακριβώς όπως ο ενάγων βεβαίωσε στη δίκη κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η επίμαχη ένορκη βεβαίωσή του. Αλλά και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η παραμονή του πλοίου σε λιμένα επί δεκαπεντάωρο [15] ημερησίως υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή απασχόληση επιτελικού στελέχους του πληρώματος. Υπερωριακώς δεν αποδεικνύεται ότι εργάστηκε ο ενάγων ούτε κατά το χρονικό διάστημα της ακινησίας του πλοίου (29.1.2014 έως 15.2.2014), άλλωστε, περί αυτής ουδεμία αναφορά γίνεται στην αγωγή. Συμπέρασμα περί υπερωριακής απασχολήσεώς του κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα δε μπορεί να εξαχθεί από μόνο το γεγονός της προς αυτόν τακτικής μηνιαίας καταβολής ενός σταθερού χρηματικού ποσού, ισόποσου προς την αμοιβή υπερωρίας εννέα [9] ωρών για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του, καθόσον το καταβαλλόμενο ποσό αποτελούσε τμήμα των συμφωνημένων αποδοχών του ενάγοντος (του κλειστού μισθού του) και του καταβαλλόταν ακόμη και τους μήνες που δεν απασχολήθηκε υπερωριακά ή τους μήνες κατά τους οποίους πραγματοποίησε λιγότερες ώρες υπερωριών. Τέτοια εργασία, υπερωριακή, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων παρείχε μόνον κατά τις προαναφερθείσες δεκαέξι [16] ημέρες του θέρους του έτους 2014, κατά τις οποίες το Ε/Γ – Ο/Γ BH εκτέλεσε πρόσθετα δρομολόγια με δύο [2] αναχωρήσεις καθ’ εκάστη. Κατά τις ημέρες εκείνες η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος ήταν αυξημένη ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του πλοίου εν πλω για περισσότερες ώρες. Ειδικότερα, όπως βεβαιώνει ενόρκως ο θαλαμηπόλος …….., ο ενάγων συμμετείχε τότε στις εργασίες αποβίβασης των επιβατών στον Πειραιά ή το Ηράκλειο ήδη από τις 06:00. Επέκτεινε δε, σε σχέση με το σύνηθες, το πρωινό ωράριό του έως τις 13:00, δεδομένου άλλωστε ότι δε μπορούσε να αποχωρήσει από το πλοίο, κατευθυνόμενος στην οικία του ή σε γυμναστήριο, επειδή από τις 10:00 το πλοίο ταξίδευε ξανά προς Ηράκλειο ή Πειραιά αντίστοιχα, ενώ διατηρούσε αναλλοίωτο το απογευματινό ωράριό του [18:00 – 00:00 με ωριαία διακοπή για δείπνο]. Επομένως, κατά τις προαναφερθείσες ημέρες, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακώς επί τέσσερις [4] ώρες τις Τετάρτες, Παρασκευές και Κυριακές και επί δώδεκα [12] τα Σάββατα. Ο   αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που υπήρξε ναυτολογημένος στο Ε/Γ – Ο/Γ BH, που επαναφέρεται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της Α έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των συνήθως οκτώ [8] και των κατ’ εξαίρεση δώδεκα [12] ωρών καθημερινής απασχόλησης μέρος του. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση 1] επί δώδεκα [12] ώρες για επτά [7] Σάββατα το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δώδεκα λεπτών [(7 ημέρες Χ 12 ώρες =) 84 ώρες Χ 15,68 € το προσαυξημένο κατά 50% ωρομίσθιο = 1.317,12 €], έναντι του οποίου έλαβε για καθένα των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου του έτους 2014 το χρηματικό ποσό των επτακοσίων δεκαέξι ευρώ και εξήντα ενός λεπτών [716,61 €] και συνολικώς χίλια τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (716,61 € Χ 2 μήνες = 1.433,22 €), με αποτέλεσμα η απαίτησή του να έχει υπερκαλυφθεί και 2] επί τέσσερις [4] ώρες για εννέα [9] Κυριακές και καθημερινές ημέρες το συνολικό χρηματικό ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών [(9 ημέρες Χ 5 ώρες =) 36 ώρες Χ 13,08 € το προσαυξημένο κατά 25% ωρομίσθιο = 470,88 €], έναντι του οποίου έλαβε για καθένα των ιδίων μηνών το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαεπτά ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών [117,71 €] και συνολικώς διακόσια τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (117,71 € Χ 2 μήνες = 235,42 €), με αποτέλεσμα για την αιτία αυτή να του οφείλεται η διαφορά ύψους διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (470,88 € – 235,42 € = 235,46 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σωστά διέγνωσε ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά κατά τη ναυτολόγησή του στο Ε/Γ – Ο/Γ BH, πλην ορισμένων ημερών κατά το θέρος του έτους 2014 και ορθώς προσδιόρισε σε δώδεκα [12] ώρες το μέσο όρο της κατ’ αυτές απασχολήσεώς του, με αποτέλεσμα ο πρώτος λόγος της Α έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του και ο δεύτερος κύριος λόγος της Β έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα να κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ομοίως απορριπτέος κρίνεται και ο τρίτος κύριος λόγος της Β έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε ως εξώδικες ομολογίες τις παραδοχές του ενάγοντος ως προς τις ώρες εργασίας του πληρώματος ενδιαιτημάτων στο ως άνω πλοίο που περιελήφθησαν στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις του ούτε αξιολόγησε ορθά το περιεχόμενό τους. Όμως, πλην εκείνης (της υπ’ αριθμ. ……..), που σχολιάστηκε πιο πάνω, σε καμία άλλη από όλες αυτές τις ένορκες βεβαιώσεις δε γίνεται αναφορά στα αυξημένα θερινά δρομολόγια του έτους 2014, για τα οποία η εκκαλουμένη επιδίκασε αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, οι δε σχετικές αναφορές του ενάγοντος εκεί, όπως προπαρατέθηκαν, δεν αναιρούν την ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματός της. Άλλωστε, οι ένορκες βεβαιώσεις που χορηγήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλη δίκη δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα στη δίκη που επακολουθεί κατόπιν αγωγής του βεβαιώσαντος εναντίον κάποιου από τους διαδίκους της δίκης προς χρήση στην οποία ελήφθησαν (ΑΠ 897/2014, ΕφΑΔ 2014/927, ΑΠ 1512/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589) αλλά αξιολογούνται ως απλά έγγραφα (ΑΠ 515/2017, ο.π., ΑΠ 554/2012, ΕφΑΔ 2012/878 = ΕΠολΔ 2012/597) για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 254/2013, ΕφΑΔ 2013/786, ΑΠ 1633/2009, ΧρΙΔ 2010/531, Ι. Δεληκωστόπουλος, ο.π., σελ. 682, Ι. Πετρόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, Δνη 2007/38 επομ. [46]), έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει (ΑΠ 736/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι ως εξώδικη κατά την έννοια του άρθρου 352 § 2 ΚΠολΔ ομολογία (περί της οποίας βλ. Γ. Ορφανίδη, Η ομολογία στην πολιτική δίκη, 1987, σελ. 41 επομ.) του βεβαιώσαντος και μετέπειτα διαδίκου, αφού τότε δεν συντρέχει ο animus confidendi, δηλαδή ελλείπει αναγκαίως ο σκοπός του βεβαιούντος να αναγνωρίσει ως αληθές ένα επιβλαβές για τα συμφέροντά του γεγονός. Πράγματι, τέτοια πρόθεση δεν υπάρχει, αφού τα γεγονότα που μνημονεύονται στην ένορκη βεβαίωση, έστω και αν είναι επιζήμια γι’ αυτόν που τα κατέθεσε, δεν αναφέρονται στο αποδεικτέο θέμα της αντιδικίας με διάδικο τον βεβαιούντα, η οποία κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης δεν έχει ακόμα ανακύψει αλλά αμφισβητούνται σε δίκη μεταξύ άλλων (ΑΠ 66/2018, ΑΠ 265/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ. 3443/2013, ΧρηΔικ 2014/163, Γ. Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, 2011, § 13, VB, σελ. 207). Αντιθέτως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει κατ’ ουσία δεκτός ο πρώτος κύριος λόγος της Β έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη αποδίδει αποδεικτικό σφάλμα στην εκκαλουμένη ως προς τον προσδιορισμό των ημερών κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε τροποποιημένα δρομολόγια κατά το θέρος του επίδικου έτους 2014. Πράγματι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την παραδοχή ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 12.7.2014 έως 31.8.2014 αφενός έσφαλε κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και αφετέρου επιδίκασε πλέον των αιτηθέντων, αφού και αυτός ο ενάγων με την αγωγή του (βλ. σελ. 4 και 6 αυτής) τις ημέρες των αυξημένων δρομολογίων του πλοίου σαφώς προσδιόριζε σε δεκαέξι [16]. Επιπλέον, στο [για το λόγο που προαναφέρθηκε] υπέρτερο του πράγματι οφειλομένου και ανερχόμενο, συγκεκριμένα, σε δύο χιλιάδες τριακόσια είκοσι δύο ευρώ και πέντε λεπτά [2322,05 €) ποσόν που για την αιτία αυτή (διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης) κρίθηκε οφειλόμενο, η εκκαλουμένη, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσας πρωτοδίκως εκ μέρους της εναγομένης σχετικής ένστασης συμψηφισμού, καταλόγισε το συνολικό χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (999,27 €), το οποίο η εργοδότριά του είχε καταβάλει στον ενάγοντα τμηματικά καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ως «έκτακτες αμοιβές» του, και, κατόπιν εσφαλμένων αριθμητικών υπολογισμών, επιδίκασε στον τελευταίο χίλια τετρακόσια σαράντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (1.440,49 €). Για την κατάφαση της ένστασης συμψηφισμού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα ότι οι έκτακτες αμοιβές καταβλήθηκαν στον ενάγοντα ως επιμίσθιο, πέραν των νομίμων αποδοχών του, με την ειδική συμφωνία για τον καταλογισμό του στις αξιώσεις του από αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της Α έφεσής του αιτιώμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τις από 9.1.2014 και 25.1.2015 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν εγγράφως, με τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς τους ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙΓ της παρούσας αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό (ορθότερα καταλογισμό), εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο, ως κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριακής εργασίας ή ως άλλο τι) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, διανεμόμενο μόνο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαιτήσεως και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων. Άλλωστε, με βάση τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι κατέβαλε στον ενάγοντα τακτικά και μόνιμα αμοιβή για εννέα (9) ώρες υπερωριακής εργασίας για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του, ακόμη κι αν αυτός δεν εργαζόταν για κάποιο μήνα υπερωριακώς ή απασχολούταν για λιγότερες ώρες, ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος επιτρέπει (και) την ερμηνευτική εκδοχή ότι στην οφειλόμενη ή αξιούμενη αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή εργασία που πραγματικά παρείχε κατά τον επόμενο μήνα εκείνου κατά τον οποίον έλαβε τόσον την αχρεώστητη υπερωριακή αμοιβή όσον και την ως άνω «έκτακτη αμοιβή», θα μπορούσε να καταλογιστεί όχι το ποσόν των «εκτάκτων αμοιβών» αλλά το καταβληθέν τον προηγούμενο μήνα ως «επίδομα υπερωριών» ποσό, που αντιστοιχούσε στις εν λόγω εννέα (9) ώρες, κατά τις οποίες όμως ο ενάγων είτε δεν είχε εργαστεί υπερωριακώς είτε δεν τις είχε εξαντλήσει. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «.. …, στην οποία είχε παραχωρηθεί με σύμβαση η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συναφές βάσιμο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης Α έφεσης. Αντιθέτως, απορρίπτοντας, έστω σιωπηρά, τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι στην επιδικασθείσα αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος έπρεπε να καταλογιστούν τα χρηματικά ποσά που λάμβανε παγίως κατά τους μήνες που προηγήθηκαν του ως άνω διμήνου αλλά και τους επόμενους μέχρι την αποναυτολόγησή του, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε η εκκαλουμένη, αφού για την ταυτότητα του νομικού λόγου (έλλειψη συμφωνίας με τέτοιο ειδικώς καθορισθέν περιεχόμενο) ο καταλογισμός που ζητήθηκε δεν ήταν επιτρεπτός και ο τα αντίθετα υποστηρίζων πέμπτος κύριος λόγος της Β έφεσης είναι αβάσιμος.

  1. V. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της αυτής ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23:00-07:00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι απασχολούμενοι σ’ αυτό ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Από τη φύση του πράγματος τα δρομολόγια αυτά μπορεί είτε να διενεργούνται σε τακτική βάση είτε να εκτελούνται εκτάκτως (§§ 2 και 5). Για το λόγο αυτό, ως βάση για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής στη δεύτερη περίπτωση τίθεται το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα της μιας [1] εβδομάδος και αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κατά τη διάρκειά της (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 442/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, όπως, αντιθέτως, μπορεί να γίνει όταν οι πρόωρες αναχωρήσεις του πλοίου είναι τακτικές και πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη χρονική διάστημα της ναυτολόγησης εκάστου μέλους του πληρώματος που δικαιούται την πρόσθετη αμοιβή, οπότε ο αριθμός των εξπρές δρομολογίων ορθώς υπολογίζεται με βάση το σύνολο των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου καθ’ όλο το χρονικό αυτό διάστημα (ΜονΕφΠειρ. 215/2017, αδημ.), χωρίς τούτο να οδηγεί σε διαφορετικό οικονομικό αποτέλεσμα έναντι του υπολογισμού των ωρών εβδομαδιαίως. Εξάλλου, για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται η τροφοδοσία του ναυτικού είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), το επίδομα άδειας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον. Επιπλέον, συνυπολογίζεται η υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού, η οποία, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, ώστε να ληφθεί υπόψη το ποσό του επιδόματος, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, εκτελέσεως των εξπρές δρομολογίων, καταβάλλεται τακτικώς (ΜονΕφΠειρ. 51/2016, 603/2015, 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν πάλι οι ώρες απασχόλησης του ναυτικού κατά τη περίοδο που το πλοίο διενεργεί δρομολόγια με πρόωρες αναχωρήσεις είναι, όπως συνήθως συμβαίνει, αυξημένες έναντι αυτών τις οποίες καλύπτει το παγίως και τακτικώς καταβαλλόμενο επίδομα υπερωριών, για το προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι η υπερωριακή αμοιβή που λαμβάνει ο ναυτικός τακτικά αλλά η μηνιαία αναλογία της υπερωριακής αμοιβής που δικαιούται για την ίδια περίοδο κατά την οποία δικαιούται και πρόσθετη αμοιβή, επειδή ο υπολογισμός αυτός, που αποδίδει ευμενέστερο για τον εργαζόμενο οικονομικό αποτέλεσμα, εναρμονίζεται με το σκοπό της χορηγήσεως της πρόσθετης αμοιβής. Πράγματι, η αμοιβή αυτή αποτελεί αντάλλαγμα για την αυξημένη καταπόνηση του ναυτικού, που προκαλείται από την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς του συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου και υπολογίζεται με βάση τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του, όπως αυτές συνδιαμορφώνονται με προσμέτρηση της αμοιβής του για τη συνήθη υπερωριακή του απασχόληση. Ενόψει όμως του ότι η διάρκεια των εξπρές δρομολογίων αυξάνει κατ’ ανάγκη τον αριθμό των ωρών της συνήθους αυτής απασχόλησης του ναυτικού απομειώνοντας έτι περαιτέρω τις δυνατότητες αναπαύσεώς του κατά το χρόνο της εκτελέσεώς τους, πρέπει, όταν αυτά δεν πραγματοποιούνται τακτικά, για τον προσδιορισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του δικαιούχου ναυτικού να ληφθεί υπόψη η συγκεκριμένη περίοδος διενέργειας των εξπρές δρομολογίων.

Εν προκειμένω, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH κατά τις ανωτέρω αναφερόμενες δεκαέξι [16] ημέρες εντός του χρονικού διαστήματος από 12.7.2014 έως και 31.8.2014 πραγματοποίησε λιγότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, καθένα των οποίων διήρκεσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό, κατά τα ειδικότερα εκεί αλλά και πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ώρες της πρόωρης αναχώρησής του να ανέλθουν σε σαράντα μία [41: δύο (2) ώρες πριν την συμπλήρωση εξάωρης παραμονής στον Πειραιά πριν από κάθε [πρωινό] απόπλου στις 18.7, 9.8, 16.8, 17.8, 20.8, 23.8, 24.8, 27.8, 30.8 και 31.8.2014 και τρεισήμισι (3 ½) ώρες πριν τη συμπλήρωση εξάωρης παραμονής εκεί πριν από κάθε [απογευματινό] απόπλου στις 12.7, 20.7, 25.7, 26.7, 2.8 και 3.8.2014], που αντιστοιχούν σε 5,125 δρομολόγια εξπρές (41 ώρες ÷ συντελεστή 8). Μετά τις διαπιστώσεις αυτές και με βάση ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένου σ’ αυτές και του ημερησίου αντιτίμου τροφής, ανέρχονταν σε τέσσερις χιλιάδες εξακόσια πενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα τρία λεπτά (4.657,73 €), με συνυπολογισμό στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του (ύψους τριών χιλιάδων τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών [3417,78]) α] του μέσου όρου της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της πρώτης από τις ένδικες ναυτολογήσεώς του, που κατά τις παραδοχές της ανερχόταν σε εννιακόσια σαράντα πέντε ευρώ και έξι λεπτά (945,06 €) και β] της αναλογίας των «έκτακτων αμοιβών» που του καταβάλλονταν μονίμως, την οποία υπολόγισε σε διακόσια ενενήντα τέσσερα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτά (294,89 €), η εκκαλουμένη δέχθηκε περαιτέρω ότι η κατ’ άρθρο 33 της πιο πάνω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια αυτά ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των επτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών (795,70 €), έναντι του οποίου είχε ήδη λάβει εξακόσια είκοσι επτά ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (627,15 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (168,55 €), το οποίο και του επιδίκασε.

Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης διαμαρτύρονται αμφότεροι οι εκκαλούντες αιτιώμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο μεν ενάγων υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής του εργασίας υπολογίστηκαν εσφαλμένα, καθώς ανέρχονταν σε δεκατέσσερις [14] για κάθε ημέρα απασχόλησής του. Του ισχυρισμού αυτού, βέβαια, παρέλκει πλέον η έρευνα μετά την απόρριψη του πρώτου λόγου της Α έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, που συνεπάγεται την απόρριψη και του συναφούς δεύτερου λόγου της ίδιας έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του. Η δε εναγόμενη, πέραν των αιτιάσεων περί εσφαλμένου υπολογισμού των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά το θέρος του έτους 2014, όπως ανωτέρω εκτέθηκαν και εκτιμήθηκαν, επικαλείται περαιτέρω με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της Β έφεσής της, κατά το πρώτο σκέλος του, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε επειδή επιδίκασε στον αντίδικό της πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές που εκτελέστηκαν από το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του έτους 2015, όπως αναφερόταν στο αγωγικό δικόγραφο, αν και στην πραγματικότητα κατά τους μήνες εκείνους ο ενάγων είχε ήδη μετατεθεί στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Δ, με αποτέλεσμα να μη μετέχει στα επίμαχα δρομολόγια. Ο λόγος αυτός είναι προδήλως αβάσιμος και θα απορριφθεί, καθόσον η επισημαινόμενη, πράγματι εσφαλμένη, αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 εδαφ. β και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ διορθώθηκε, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος, όπως και η εκκαλουμένη ορθά δέχθηκε. Επιπλέον, η εναγόμενη με τον έκτο κύριο λόγο της Β έφεσής της κατά τα συναφή σκέλη του ισχυρίζεται ότι λανθασμένα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής α) το αντίτιμο τροφοδοσίας β] το επίδομα αδείας και γ] η αναλογία της «πρόσθετης αμοιβής» του ενάγοντος, καθώς και ότι δ] η αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του έπρεπε να υπολογιστεί, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, επί τη βάσει των ημερών της πραγματικής υπερωριακής απασχόλησής του και μόνο για πενήντα [50] ημέρες, όχι δε επί του συνόλου της χρονικής διάρκειας της πρώτης ένδικης ναυτολόγησής του ενάγοντος, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη. Τους ισχυρισμούς αυτούς συμπληρώνει με το δεύτερο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου της, με τον οποίο υποστηρίζει ότι ε] τα επίμαχα εξπρές δρομολόγια, υπολογιζόμενα ανά εβδομάδα, ανήλθαν σε τέσσερα [4] και ήσαν λιγότερα από εκείνα που προσδιορίστηκαν στην αγωγή [5,125] και έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη. Από τις αιτιάσεις αυτές οι υπό στοιχ. α και β είναι αβάσιμες, καθόσον, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, κατά τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται το αντίτιμο της ημερήσιας τροφοδοσίας και το επίδομα άδειας του ναυτικού. Ομοίως απορριπτέα κρίνεται και η υπό στοιχ. δ μομφή, κατά το ένα σκέλος της, δεδομένου ότι εν προκειμένω ο ενάγων λάμβανε κατά τα ανωτέρω αμοιβή υπερωριακής εργασίας υπό μορφή συμβατικού επιδόματος τακτικά κάθε μήνα, με αποτέλεσμα για τον προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής των εξπρές δρομολογίων να συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της πράγματι καταβαλλόμενης υπερωριακής αμοιβής και όχι ο μέσος όρος που προκύπτει με βάση τις πράγματι εκτελεσθείσες υπερωρίες. Αντιθέτως, κατά παραδοχή ως βάσιμων, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, των ανωτέρω υπό στοιχ. γ, δ, κατά το έτερο σκέλος της και ε αιτιάσεων, κρίνεται εσφαλμένος ο προσδιορισμός, αφενός, της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος με συνυπολογισμό της μηνιαίας αναλογίας των πρόσθετων αμοιβών που λάμβανε και του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής που του καταβαλλόταν τακτικά καθ’ όλο το χρόνο της πρώτης ναυτολογήσεώς του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH και, αφετέρου, του αριθμού των δρομολογίων για τα οποία επιδικάστηκε πρόσθετη αμοιβή με βάση το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης καθ’ ολόκληρο το διάστημα από 12.7 έως 31.8.2014 και όχι ανά εβδομάδα. Ο ορθός υπολογισμός του αριθμού των δρομολογίων αυτών ανά εβδομάδα αποδίδει Α] άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου: α] για την εβδομάδα από 12 έως και 18.7. 2014, οπότε εκτελέστηκαν δύο [2] δρομολόγια με πρόωρη αναχώρηση [3 ½ + 2], πεντέμιση [5 ½] ώρες, β] για την εβδομάδα από 19.7 έως και 25.7.2014, οπότε εκτελέστηκαν ισάριθμα [2] τέτοια δρομολόγια με πρόωρη αναχώρηση [3 ½ + 3 ½], επτά [7] ώρες, γ] για την εβδομάδα από 26.7 έως και 1.8.2014, οπότε εκτελέστηκε ένα [1] τέτοιο δρομολόγιο, τρεισήμιση [3 ½] ώρες αναχώρησης πριν τη συμπλήρωση εξαώρου από του κατάπλου, δ] για την εβδομάδα από 2.8 έως και 8.8.2014, οπότε εκτελέστηκαν δύο [2] δρομολόγια εξπρές με πρόωρη αναχώρηση [3 ½ + 3 ½], επτά [7] ώρες, ε] για την εβδομάδα από 9.8 έως και 15.8.2014, οπότε εκτελέστηκε ένα [1] εξπρές δρομολόγιο, δύο [2] ώρες πρόωρης αναχώρησης, στ] για την εβδομάδα από 16.8 έως και 22.8.2014, οπότε εκτελέστηκαν τρία [3] τέτοια δρομολόγια, έξι [2 + 2 + 2 = 6] ώρες, ζ] για την εβδομάδα από 23.8 έως και 29.8.2014, οπότε εκτελέστηκαν ισάριθμα [3] δρομολόγια με πρόωρη αναχώρηση, ίσες [6] ώρες και η] για την εβδομάδα από 30.8 έως και 5.9.2014, οπότε εκτελέστηκαν δύο [2] δρομολόγια με πρόωρη αναχώρηση, τέσσερις [2 + 2 = 4] συνολικά ώρες, Β] πηλίκο της με το συντελεστή 8 διαιρέσεως των ωρών αυτών αντιστοίχως 0,6875, 0,875, 0,437, 0,875, 0,250, 0,750, 0,750 και 0,500, που αποδίδουν αριθμούς δρομολογίων εξπρές και Γ] σύνολο των δρομολογίων εξπρές πέντε και εκατόν δώδεκα χιλιοστά [5,112]. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, που ισούται προς εννιακόσια είκοσι ένα ευρώ και τριάντα τρία λεπτά (1.668,64 €, που έλαβε κατά τις αποδείξεις πληρωμής του ως επίδομα «Σαββάτου και αργιών» και ως «αμοιβή υπερωριών» συνολικά κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2014 + 235,46 € ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ÷ 62 ημέρες της ιδίας χρονικής περιόδου = 30,71 € ανά ημέρα Χ 30 ημέρες/μήνα = 921,33 €) ανά μήνα, στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων αποδοχών του, όπως αυτές ανωτέρω προσδιορίστηκαν σε τρεις χιλιάδες τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά [3.417,78 €], οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ένδεκα λεπτών (3.417,78 € + 921,33 € = 4.339,11 €) και η αμοιβή που δικαιούται αυτός για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των επτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (4.339,11 € Χ 1/30 Χ 5,112 δρομολόγια εξπρές = 739,38 €), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσόν των εξακοσίων είκοσι επτά ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (627,15 €), που συνομολογεί ότι του είχε ήδη πριν την έναρξη της αντιδικίας καταβληθεί, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί προς αυτόν οφειλόμενο για την ίδια αιτία το χρηματικό ποσό των εκατόν δώδεκα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (112,23 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που του επιδίκασε υπέρτερο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τους συναφείς εν μέρει βάσιμους έκτο κύριο και τρίτο πρόσθετο λόγους της ένδικης Β έφεσης.

  1. VI. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησής τους στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση και της διατάξεως της § 2 του άρθρου 14 της ΣΣΝΕ, που ορίζει ότι «Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών», ως τέτοιες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) κάθε επίδομα καταβαλλόμενο είτε σε χρήμα είτε αυτουσίως, εφόσον αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), όπως συμβαίνει με το επίδομα αδείας (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/87, ΜονΕφΠειρ. 568/2009, ο.π.) και το αντίτιμο τροφής (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, 85/2015, 328/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και τις λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387) και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, ο.π.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του έθεσε ως βάση το χρηματικό ποσό των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα [3.417,78 €], το οποίο προσαύξησε α] με το μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής του και β] με την αναλογία της καταβαλλόμενης, ως επιμίσθιο, όπως δέχθηκε, πρόσθετης «έκτακτης» αμοιβής του ενάγοντος, περί της οποίας έγινε ήδη λόγος ανωτέρω και έτσι συνάθροισε μαζί με τα άλλα επιδόματα τόσο το επίδομα αδείας όσο και το αντίτιμο τροφής του ενάγοντος, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής τους από την εργοδότρια εναγομένη, χωρίς, όμως, να συνυπολογίσει μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής αντίστοιχο προς δεκατέσσερις [14] συνολικά ώρες ημερήσιας απασχόλησης, όπως ζητούσε ο ενάγων, με τη ρητή παραδοχή ότι αυτός δεν παρείχε, πλην της εξαιρέσεως που προαναφέρθηκε, υπερωριακή εργασία, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο έκτος κύριος λόγος της Β έφεσης κατά τα συναφή σκέλη του και ο δεύτερος λόγος της Α έφεσης κατά το δεύτερο μέρος του, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντιστοίχως αντίθετα. Απεναντίας, σφάλμα της εκκαλουμένης αποτελεί, κατά παραδοχή του έκτου κύριου λόγου της Β έφεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου των παροχών που ο ενάγων έλαβε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως έκτακτες αμοιβές του, αφού, αν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις, θα έπρεπε να δεχθεί ότι το χρηματικό αυτό ποσόν, το οποίο προηγουμένως, και πάλι εσφαλμένα, είχε καταλογίσει στις αξιούμενες υπερωριακές αποδοχές του ενάγοντος, δεν αποτελούσε αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του («επιμίσθιο») ούτε καταβλήθηκε σ’ αυτόν από την εργοδότρια εναγομένη αλλά από τρίτον, όπως προαναφέρθηκε. Έτσι πράττοντας απέτυχε να υπολογίσει σωστά τα οφειλόμενα στον ενάγοντα υπόλοιπα των επιδομάτων δώρων εορτών στα οποία είχε αυτός δικαίωμα. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει του ότι ο μέσος όρος της πράγματι καταβαλλόμενης υπερωριακής αμοιβής του ανήλθε α] για τη χρονική περίοδο από 8.1.2014 έως 30.4.2014, δηλαδή για εκατόν δεκατρείς [113] ημέρες εργασίας ή 14,125 οκταήμερα, σε οκτακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ και τριάντα ένα λεπτά [3.142,60 € όσα έλαβε τότε κατά τις αποδείξεις πληρωμής του ÷ 113 ημέρες = 27,81 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 834,31 €), β] για τη χρονική περίοδο από 1.5.2014 έως 31.12.2014, δηλαδή για διακόσιες τριάντα τέσσερις [234] ημέρες εργασίας ή 12,31 δεκαεννεαήμερα, σε οκτακόσια πενήντα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά [6.396,45 € όσα έλαβε τότε κατά τις αποδείξεις πληρωμής του + 235,46 € ανεξόφλητο υπόλοιπο αμοιβής για την ίδια αιτία = 6.631,91 € ÷ 234 ημέρες = 28,34 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 850,24 €] και γ] για τη χρονική περίοδο από 25.1.2015 έως 28.2.2015, δηλαδή για τριάντα τέσσερις [34] ημέρες εργασίας ή 4,25 οκταήμερα, σε επτακόσια εβδομήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τέσσερα λεπτά [883,82 € όσα έλαβε τότε κατά τις αποδείξεις πληρωμής του ÷ 34 ημέρες = 25,99 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 779,84 €], ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2014 το ποσόν των δύο χιλιάδων ενός ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών [4.252,09 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.126.04 € ÷ 15 = 141,73 € Χ 14,125 οκταήμερα = 2.001,93 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει χίλια τετρακόσια πενήντα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (1.450,68 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των πεντακοσίων πενήντα ενός ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (551,25 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2014 το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων τριών ευρώ και δώδεκα λεπτών [4.268,02 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 341,44 € Χ 12,31 δεκαεννεαήμερα = 4.203,12 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει δύο χιλιάδες εννιακόσια σαράντα εννέα ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (2.949,61 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων διακοσίων πενήντα τριών ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (1.253,51 €) και Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2015, από την υπηρεσία του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH, το ποσόν των πεντακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών [4.197,62 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.098.81 € ÷ 15 = 139,92 € Χ 4,25 οκταήμερα = 594,66 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει τριακόσια σαράντα ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (340,83 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των διακοσίων πενήντα τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (253,83 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (551,25 € + 1.253,51 € + 253,83 € = 2.058,59 €). Να σημειωθεί εδώ και ότι, για τους αναφερθέντες ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙΒ νομικούς και όσους πραγματικούς λόγους θα εκτεθούν πιο κάτω υπό στοιχ. ΙΧ της παρούσας, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα, αν και άνευ αιτιολογιών και κατ’ αντίφαση προς τις λοιπές παραδοχές της, η εκκαλουμένη υπολόγισε την αναλογία του επιδόματος δώρου του ενάγοντος για την εορτή του Πάσχα του έτους 2015 με βάση τους ορισμούς της ΣΣΝΕ του έτους 2014 και ο πρώτος πρόσθετος λόγος της Β έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η λήξη της χρονικής διάρκειάς της στις 31.12.2014 επέβαλε την απόρριψη του αγωγικού αυτού κονδυλίου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως απορριπτέος κρίνεται και ο έβδομος κύριος λόγος της Β έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται σφάλμα στην εκκαλουμένη επειδή δεν καταλόγισε στα επιδικασθέντα υπόλοιπα της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για τα εξπρές δρομολόγια και των εορταστικών επιδομάτων του τα ποσά που παγίως, πλην αχρεωστήτως του κατέβαλλε, ως κατ’ αποκοπή αμοιβές υπερωριών του, αφού για όσους λόγους ανωτέρω υπό στοιχ. IV της παρούσας αναφέρθηκαν τέτοιος καταλογισμός δεν είναι εν προκειμένω επιτρεπτός.

VII. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο πράγματι υφιστάμενο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70).

Με τον τέταρτο κύριο λόγο της ένδικης Β έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκαν επανειλημμένες ρητές, ενώπιον δικαστηρίων, διαβεβαιώσεις του ενάγοντος περί ανυπαρξίας ανάγκης για παροχή υπερωριακής εργασίας των απασχολούμενων στα πλοία της ναυτικών, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις του συνομολογούσε ότι οι αποδοχές της εργασίας που λαμβάνουν οι συνάδελφοί του είναι ικανοποιητικές και υπερκαλύπτουν τυχόν υπερωριακή εργασία τους, η δε μεταστροφή της συμπεριφοράς του οφείλεται στην απόφασή του να συνταξιοδοτηθεί. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που σιωπηρά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης, ορθώς έκρινε και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

VIII. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων στις 28.2.2015 μετατέθηκε από το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH σε έτερο όμοιο της πλοιοκτησίας της εναγομένης και, συγκεκριμένα στο πλοίο Δ, στο οποίο ανέλαβε υπηρεσία την επομένη και απασχολήθηκε αδιαλείπτως μέχρι την 22α.12.2015, οπότε η εργασιακή του σχέση έληξε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Για τη ναυτολόγησή του στο πλοίο αυτό με την ίδια, βεβαίως, ειδικότητα, του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, καταρτίστηκε στον Πειραιά εγγράφως η από 28.2.2015 ατομική σύμβαση εργασίας, με την οποία ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξήντα ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (4.060,53 €). Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η ισχύς της από 8.4.2014 ως άνω ΣΣΝΕ για το έτος 2014 είχε λήξει και νέα δεν συνήφθη, παρά μόνο στις 16.6.2016, που υπογράφηκε η μεταγενέστερη ΣΣΝΕ για το έτος 2016, η οποία κυρώθηκε στις 23.8.2016 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.9.2016 (ΦΕΚ Β 2796/2016), με έναρξη της ισχύος της από 1ης.1.2016, η οποία δεν καταλαμβάνει την επίμαχη ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, αφού υπογράφηκε μετά την αποναυτολόγηση του ενάγοντος. Επομένως, κατά το έτος 2015 τους όρους παροχής και τα της αμοιβής της εργασίας του ρύθμιζε αποκλειστικά η ως άνω ατομική σύμβαση εργασίας του. Οι όροι της συμβάσεως αυτής, όμως, ταυτίζονταν με τους όρους της ήδη τότε λήξασας ΣΣΝΕ, που ίσχυε προηγουμένως, έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της ατομικής συμφωνίας. Τούτο προκύπτει προεχόντως από το γεγονός ότι συνομολογήθηκε κλειστός μισθός, η περί του οποίου συμφωνία δεν θα είχε νόημα χωρίς ετεροκαθοριζόμενο ελάχιστο όριο αποδοχών, όπως εν προκειμένω εκείνο που καθορίστηκε συλλογικά με τη λήξασα ΣΣΝΕ και επιβεβαιώνεται από το κείμενο της εν λόγω ατομικής συμβάσεως, στην οποία ρητώς προβλέπεται ότι «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας». Επιπλέον, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος προκύπτει ότι και με την ατομική αυτή σύμβαση συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη «Μισθός» αναγράφονται τα αλφαβητικά στοιχεία «ΣΣ» (δηλαδή Συλλογική Σύμβαση). Ως ισχύουσα ΣΣΝΕ τα μέρη εννόησαν την τελευταία έως τότε ισχύσασα συλλογική σύμβαση [του έτους 2014], όπως συνάγεται και από το περιεχόμενο των εγγράφων αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος που η εναγόμενη εξέδωσε κατά το έτος 2015, από τις οποίες προκύπτει ότι το ύψος του καταβαλλόμενου μισθού ενέργειας του πρώτου, όπως και των επιδομάτων Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας αλλά και του απλού ωρομισθίου για την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό που προέβλεπε αντιστοίχως η ΣΣΝΕ του έτους 2014, που εξακολούθησε έτσι να εφαρμόζεται, παρά τη λήξη της ισχύος της και να αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια για τα μέρη με γενεσιουργό αίτιο τη σύμπτωση της ιδιωτικής τους βουλήσεως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IΙΙΒ της παρούσας εκτέθηκαν. Επομένως, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι, επειδή κατά το χρόνο πρόσληψης και απασχόλησης του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο δεν υπήρχε σε ισχύ ΣΣΝΕ, οι ισχυρισμοί του ότι τα προς αυτόν καταβληθέντα για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και δρομολογίων άγονης γραμμής, για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και για δώρα εορτών υπολείπονταν των προβλεπομένων από τη ΣΣΝΕ του έτους 2014 ήταν αβάσιμοι και για το λόγο αυτό απέρριψε κατ’ ουσία όλα τα σχετικά με την απασχόληση του ενάγοντος στο ίδιο πλοίο αγωγικά κονδύλια, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα, οι απαιτήσεις που αποδικάστηκαν αιτία είχαν μεν την από 28.2.2015 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, οι όροι της οποίας, όμως, εγκύρως με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, ενσωμάτωναν τις ρυθμίσεις της ΣΣΝΕ του έτους 2014, παρότι αυτή είχε ήδη λήξει. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της Α έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της, προκειμένου ως προς αυτό να ερευνηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου οι όροι της ίδιας ΣΣΝΕ εφαρμόστηκαν και κατά την δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο BH, που διήρκεσε από 25.1.2015 έως 28.2.2015, δεδομένου ότι η αυτή περί εφαρμογής της συμφωνία των διαδίκων περιελήφθη και στην από 25.1.2015 ατομική σύμβαση εργασίας.

ΙΧ. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Δ έχει μεταφορική ικανότητα χιλίων τετρακοσίων εξήντα δύο [1462] επιβατών, διαθέτει εκατόν τριάντα μία [131] καμπίνες με τετρακόσιες σαράντα [440] περίπου κλίνες και κατά την ένδικη χρονική περίοδο στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων αυτού απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε δεκαεννέα [19] θαλαμηπόλους, επτά [7] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο ενάγων, ως ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ενώ κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9) προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.11 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3. Εξάλλου, κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος το ίδιο πλοίο διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη Νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Τμήματα των δρομολογίων αυτών ήταν επιδοτούμενα, διότι εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας που είχε ανατεθεί στην εναγόμενη διαδοχικά δυνάμει των συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με αριθμούς α] ………., με ισχύ έως 29.8.2015, β] ……… έως 29.9.2015, γ] ……. με ισχύ έως 29.8.2015, δ] ….. με ισχύ έως 29.9.2015, ε] …….. με ισχύ έως 29.8.2015, στ] …… με ισχύ έως 29.9.2015, ζ] ……. με ισχύ έως 29.8.2015, η] ……, θ] …….. με ισχύ έως 31.10.2016, η] …… με ισχύ έως 31.10.2016, ι] …… με ισχύ έως 31.10.2016 και ια] ……. με ισχύ έως 31.10.2016. Πρόκειται για τα εξής τμήματα της γραμμής Πειραιάς – Ρόδος: α] Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος με επιστροφή, β] Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος με επιστροφή, γ] Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος με επιστροφή, καθώς και για το τμήμα της τοπικής γραμμής Ρόδος –  Καστελόριζο: δ] Ρόδος – Μεγίστη. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 28.2.2015 έως και 11.6.2015 και από 25.6.2015 έως 3.7.2015, δηλαδή επί εκατόν τριάντα έξι [136] συνολικώς ημέρες, δεδομένου ότι δεν εκτελέστηκαν, εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών τα δρομολόγια της 26.3 και της 27.3 ούτε εκείνα των 9ης.4, Μεγάλης Πέμπτης και 10ης.4, Μεγάλης Παρασκευής, το πλοίο πραγματοποιούσε τρία και μισό [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα από Πειραιά προς Ρόδο και, ειδικότερα, αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από το λιμένα της Ρόδου στις 07:00 και αφού προσέγγιζε το Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 10:40 για να αναχωρήσει στις 11:00, επέστρεφε στη Ρόδο στις 14:40, από όπου αναχωρούσε στις 16:00 με κατεύθυνση τον Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Τρίτη στις 10:20, δηλαδή μετά από ταξίδι είκοσι δύο [22] και πλέον ωρών, έχοντας πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών και στους ενδιάμεσους λιμένες της Τήλου, της Νισύρου, της Κω, της Καλύμνου και της Αστυπάλαιας, όπου κατέπλεε αντιστοίχως στις 18:10, στις 19:40, στις 21:20, στις 22:50 και στις 01:30 και από όπου αναχωρούσε μετά από εικοσάλεπτη παραμονή σε καθένα, πλην εκείνου της Κω όπου η παραμονή του διαρκούσε επί ημίωρο. Από τον Πειραιά αναχωρούσε αυθημερόν στις 15:00 και επέστρεφε στη Ρόδο, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Τετάρτη στις 09:40, μετά από σχεδόν δεκαοκτώ [18] ώρες ταξίδι, με στάσεις στους ενδιάμεσους λιμένες της Πάτμου στις 23:40, των Λειψών στις 00:45, της Λέρου στις 01:55, της Καλύμνου στις 03:50, της Κω στις 05:10 και της Σύμης στις 08:00. Στους λιμένες αυτούς παρέμενε επί εικοσάλεπτο, πλην της Κω και της Σύμης όπου παρέμενε επί τριάντα [30] και δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας αντίστοιχα. Στη συνέχεια, απέπλεε από τη Ρόδο στις 15:00 της ιδίας ημέρας (Τετάρτης) και, έχοντας ελλιμενιστεί ενδιαμέσως στη Σύμη, αφιχθέν στις 16:25 επί δεκαπέντε [15] λεπτά, στην Κω επί τριάντα [30] λεπτά μετά την άφιξή του στις 18:55, στην Κάλυμνο επί είκοσι [20] λεπτά μετά την άφιξή του στις 20:25, και στους λιμένες της Λέρου, των Λειψών και της Πάτμου, όπου κατέπλεε στις 22:30, στις 23:40 και στις 00:45 αντιστοίχως, επί δεκαπέντε [15] λεπτά σε καθέναν, κατέπλεε στον Πειραιά στις 09:40 της επόμενης ημέρας Πέμπτης, μετά από περίπου δεκαοκτάωρο πλου, για να αναχωρήσει πάλι αυθημερόν στις 15:00 με κατεύθυνση τον λιμένα της Ρόδου, όπου κατέπλεε την Παρασκευή στις 09:10, έχοντας προσεγγίσει στους ενδιάμεσους λιμένες της Καλύμνου στις 01:00, της Κω στις 02:20, της Νισύρου στις 04:10, της Τήλου στις 05:40 και της Σύμης στις 07:30, στους οποίους παρέμενε επί εικοσάλεπτο σε καθέναν, πλην της Κω, όπου παρέμενε επί ημίωρο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:00 με προορισμό το Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 13:40 και μετά από εικοσάλεπτη παραμονή απέπλεε για τη Ρόδο, όπου κατέφθανε στις 17:40 για να αναχωρήσει εκ νέου στις 19:00 με προορισμό τον Πειραιά, στο λιμένα του οποίου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Σάββατο, στις 13:10, έχοντας ενδιαμέσως αποεπιβιβάσει επιβάτες στους λιμένες της Σύμης, της Τήλου, της Νισύρου, της Κω και της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 20:25, στις 22:10, στις 23:40, στις 01:20 και στις 02:50 αντιστοίχως και όπου παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο στους πρώτο και τρίτο, επί εικοσάλεπτο της ώρας στους δεύτερο και πέμπτο και επί ημίωρο στον τέταρτο. Από τον Πειραιά αναχωρούσε εκ νέου στις 17:00 του Σαββάτου και, αφού ενδιαμέσως ελλιμενιζόταν προς αποεπιβίβαση επιβατών στην Αστυπάλαια στις 01:30, στην Κάλυμνο στις 04:10, στην Κω στις 05:40, στη Νίσυρο στις 07:20 και στην Τήλο στις 08:50, έχοντας παραμείνει σε καθένα λιμένα επί εικοσάλεπτο της ώρας, πλην εκείνον της Καλύμνου, όπου παρέμενε επί ημίωρο, κατέπλεε στη Ρόδο στις 11:15 της Κυριακής, όπου και παρέμενε έως τις 07:00 της επομένης ημέρας Δευτέρας. Να σημειωθεί ότι το δρομολόγιο της Μεγάλης Τετάρτης 8.4.2015 από τη Ρόδο προς τον Πειραιά περιέλαβε και τις νήσους Τήλο και Νίσυρο, στους λιμένες των οποίων κατέπλευσε στις 18:10 και στις 19:35 αντίστοιχα και παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο, ενώ το Μεγάλο Σάββατο του έτους 2015, το πλοίο απέπλευσε από τον Πειραιά στις 07:00 και ακολουθώντας το σύνηθες δρομολόγιο της Παρασκευής κατέπλευσε αρχικώς στη Ρόδο στις 00:05 της Κυριακής του Πάσχα, 12.4.2015 και, στη συνέχεια, στο Καστελόριζο στις 05:40, όπου και παρέμεινε μέχρι την 13η.4.2015, Δευτέρα του Πάσχα, οπότε και απέπλευσε προς Πειραιά, στον οποίο κατέπλευσε στις 13:00 της Τρίτης του Πάσχα, 14.4.2015, ακολουθώντας το σύνηθες δρομολόγιο εκάστης Τρίτης, με ημίωρη όμως καθυστέρηση και συμπεριλαμβάνοντας στους λιμένες προσεγγίσεώς του και εκείνον της Πάρου, όπου αφίχθη στις 07:20 για να παραμείνει επί είκοσι πέντε [25] λεπτά της ώρας. Την ίδια εκείνη ημέρα, 14.4.2015, το δρομολόγιο από τον Πειραιά προς Ρόδο εκτελέστηκε με καθυστέρησης μιας [1] ώρας. Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως και 24.6.2015, δηλαδή επί δεκατέσσερις [14] ημέρες, το πλοίο αυτό δεν εκτέλεσε δρομολόγια αλλά είχε τεθεί σε ακινησία, προκειμένου να πραγματοποιηθούν εργασίες για την ετήσια επιθεώρησή του. Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.7.2015 έως και 19.7.2015 και από 10.8.2015 έως και 7.9.2015, δηλαδή συνολικώς επί σαράντα τέσσερις [44] ημέρες, το πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμα [3 ½] κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, ακολουθούσε το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Α χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις και αφίξεις, προσεγγίζοντας τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες. Η μόνη διαφορά συνίστατο στο ότι η απογευματινή αναχώρησή του κάθε Σάββατο από τον Πειραιά είχε μετατεθεί για το πρωινό της επαύριον (Κυριακής) στις 08:00, οπότε απέπλεε με προορισμό τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 02:10 της επομένης ημέρας Δευτέρας, μετά από πλου διάρκειας δεκαοκτώ [18] περίπου ωρών. Τούτο σημαίνει ότι εντός των συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων το πλοίο διανυκτέρευε στον Πειραιά κάθε Σάββατο, αντί της Ρόδου, όπου ελλιμενιζόταν κατά τη νύκτα εκάστης Κυριακής των υπό στοιχ. Α ανωτέρω χρονικών διαστημάτων. Σημειώνεται ότι το δρομολόγιο της επιστροφής του πλοίου στον Πειραιά της 12ης.8.2015 συμπεριέλαβε και το λιμένα της Νισύρου, στον οποίο προσέγγισε εκτάκτως στις 18:30 και παρέμεινε επί δεκαπεντάλεπτο, με αποτέλεσμα η άφιξη στην αφετηρία του να καθυστερήσει κατά μία [1] ώρα και ότι τις Παρασκευές 21.8.2015 και 28.8.2015, το πλοίο κατά το δρομολόγιό του προς Πειραιά προσέγγισε και τους ενδιάμεσους λιμένες της Νάξου στις 08:20 και της Πάρου στις 09:45, σε καθέναν των οποίων παρέμεινε επί ημίωρο. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 20.7.2015 έως και 9.8.2015, δηλαδή συνολικώς επί είκοσι [20] ημέρες, το πλοίο πραγματοποιούσε ισάριθμους [3 ½] κυκλικούς πλόες ανά εβδομάδα, από Πειραιά προς Ρόδο, ακολουθώντας, το ίδιο, όπως και κατά τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. Β χρονικά διαστήματα δρομολόγιο, με τις ίδιες αναχωρήσεις, τις ίδιες προσεγγίσεις και τον ίδιο χρόνο παραμονής στους ενδιάμεσους λιμένες, με τη διαφορά ότι στο δρομολόγιο εκάστης Κυριακής από τον Πειραιά με ώρα αναχώρησης 08:00 το πλοίο προσέγγιζε και τους ενδιάμεσους λιμένες της Πάρου και της Νάξου, όπου κατέπλεε στις 13:15 και στις 14:35 αντίστοιχα και όπου αναχωρούσε στις 13:40 και στις 14:55 αντίστοιχα, πριν αφιχθεί, δια μέσου της Αστυπάλαιας, της Καλύμνου, της Κω, της Νισύρου και της Τήλου, στη Ρόδο στις 04:50 της Δευτέρας. Τέλος, Δ] κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2015 έως και 22.12.2015, δηλαδή συνολικά επί ενενήντα [90] ημέρες, δεδομένου ότι, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται χωρίς να αντικρούεται, δεν εκτελέστηκαν πλόες στις 3, 4 και 5.11, στις 13 και 14.11 και στις 4.12.2015, εξαιτίας συμμετοχής των μελών του πληρώματος σε απεργία της ΠΝΟ, το πλοίο πραγματοποίησε τα ίδια όπως και παραπάνω υπό στοιχ. Α δρομολόγια, με τη μνεία, όμως, ότι στις 19.9.2015, ημέρα Σάββατο, το πλοίο αναχώρησε για το δρομολόγιο του από τον Πειραιά στις 19:00, με δίωρη καθυστέρηση και μετά τον κατάπλου του στη Ρόδο στις 13:15, όπου, όμως, δεν διανυκτέρευσε αλλά απέπλευσε στις 18:00 και ακολουθώντας το σύνηθες δρομολόγιο της Δευτέρας, κατέπλευσε στον Πειραιά στις 12:20 της επομένης, ενώ στις 6.11.2015, ημέρα Παρασκευή, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08:00 και εκτελώντας το σύνηθες δρομολόγιο της Τρίτης κατέπλευσε στη Ρόδο στις 03:40 της επομένης, για να αποπλεύσει από εκεί στις 07:00 και, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 02:40 της Κυριακής 8.11.2015, από όπου αναχώρησε και πάλι στις 08:00 για να αφιχθεί στη Ρόδο στις 02:10 της επομένης, έχοντας εκτελέσει το σύνηθες δρομολόγιο εκάστου Σαββάτου. Στις 12.11.2015, ημέρα Πέμπτη, το δρομολόγιο από Πειραιά εκτελέστηκε στις 23:00 με καθυστέρηση οκτώ [8] ωρών και το πλοίο μετά τον κατάπλου του στη Ρόδο στις 17:10 της επομένης απέπλευσε εκ νέου στις 19:00 για να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 13:30 της επομένης, ενώ στις 15.11.2015, ημέρα Κυριακή, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08:00 και δια μέσου Αστυπάλαιας, Καλύμνου, Κω, Νισύρου και Τήλου αφίχθη στη Ρόδο στις 04:00 της επομένης, έχοντας προσεγγίσει αρχικώς και το λιμένα της Τήνου στις 12:40 και παραμείνει εκεί έως τις 12:55. Τέλος, στις 3.12.2015, ημέρα Πέμπτη, το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 23:00 και εκτέλεσε δρομολόγιο προς Κάλυμνο (κατάπλους 09:00 της επομένης – απόπλους 09:20), Κω (κατάπλους 10:20 – απόπλους 10:50), Νίσυρο (κατάπλους 12:10 – απόπλους 12:30), Τήλο (κατάπλους 13:40 – απόπλους 14:00) και Σύμη (κατάπλους 15:30 – απόπλους 15:45), για να αφιχθεί στη Ρόδο στις 17:10. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα εργαζόταν επί δεκαπέντε [15] ώρες ημερησίως απασχολούμενος με την εκτέλεση των ιδίων καθηκόντων όπως και στο προηγούμενο πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε, πλην του χρονικού διαστήματος της ακινησίας του Δ τον μήνα Ιούνιο του έτους εκείνου, κατά το οποίο απασχολήθηκε επί δέκα [10] ώρες στις εκτελούμενες εργασίες επισκευής και συντήρησης του ξενοδοχειακού τμήματός του. Η εναγόμενη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες είτε το πλοίο ταξίδευε είτε βρισκόταν στη δεξαμενή. Τις απόψεις του ο ενάγων επιχειρεί να ενισχύσει με την ένορκη βεβαίωση του ………., θαλαμηπόλου στο πλοίο Δ, ο οποίος υπερθεματίζει καταθέτοντας ότι ο προϊστάμενός του, όταν το πλοίο ταξίδευε, εργαζόταν κάθε ημέρα από τις 07:00 έως τις 17:00 και από τις 19:00 έως τις 01:00 και ότι η εργασία του, εν πλω, συνίστατο στον έλεγχο των χώρων του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου και την επίλυση των προβλημάτων που ανέκυπταν, την εκτελούσε δε περιφερόμενος στους χώρους ευθύνης του. Όμως, η μαρτυρία αυτή αντικρούεται από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του ……., θαλαμηπόλου επίσης, ως και την ένορκη βεβαίωση του ………, Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού στο ίδιο πλοίο. Ο πρώτος καταθέτει ότι «…ο ενάγων ήταν προϊστάμενος, τον έβλεπα στην παραλαβή από 13:00 – 15:00, ήταν κάτω στον καταπέλτη. Την ώρα της παραλαβής ξεκινούσε. Το πρωί 10:30 έφτανε στον Πειραιά, έφευγε και ερχόταν στις 13:00, μετά στις 15:00 έφευγε πήγαινε στην καμπίνα, μετά ερχόταν στις 19:00. Από τις 19:00 και μετά έπινε καφέ για 1 ½ με 2 ώρες και μετά έφευγε, εξαφανιζόταν, δεν τον έβλεπες πουθενά … Στις 10:30 ή 11:00 φτάναμε Ρόδο … έπρεπε να περάσει από τα διαμερίσματα, πέρναγε ο κος ………. [πρόκειται για τον αρχιθαλαμηπόλο του πλοίου και άμεσο υφιστάμενο του ενάγοντος]. Στη Ρόδο έφευγε ο ενάγων, έπαιρνε το μηχανάκι και πήγαινε έξω για καφέ. Ήταν στην παραλαβή στη Ρόδο, ήταν και στη Σύμη το απόγευμα, μετά πηγαίναμε Τήλο, αναλάμβανε η ρεσεψιονίστ … Νύχτα ερχόταν στην Πάτμο στην παραλαβή, μισή ώρα με σαράντα πέντε λεπτά. Ο ………. ήταν βραδινός … Δούλευε από 23:00 – 08:00 ο ………., ήταν πάντα βράδυ. Τις ώρες ανάπαυσης ο ………. τις έφτιαχνε … Ο ………… έπιανε 08:00 – 10:00 που φτάναμε στον Πειραιά…», ενώ ο δεύτερος είναι λεπτομερέστερος και αναφέρει τα ακόλουθα: «… μόλις το πλοίο έφθανε στον Πειραιά, δηλαδή κάθε Τρίτη ώρα 11:00, Πέμπτη ώρα 10:00 και Σάββατο ώρα 13:30 [ο ενάγων] άφηνε το πλοίο και έφευγε για το σπίτι του που είναι στο Πέραμα. Για τις εργασίες καθαριότητας άφηνε υπεύθυνο τον Αρχιθαλαμηπόλο Β΄ …. ……….. Ο ………… στη συνεργασία μας μου ανέφερε συνεχώς ότι δε θα ασχολιόταν πολύ με τα θέματα του πλοίου, γιατί το Δεκέμβριο του 2015 έβγαινε στη σύνταξη … Γενικά … εμφανιζόταν στην παραλαβή επιβατών στα μεγάλα λιμάνια (Πειραιά και Ρόδο) και στη συνέχεια για κάποιες ώρες στο εστιατόριο a la carte ή στα σκαμπό στο μπαρ του πλοίου … είχαμε πρόβλημα να τον βρούμε για να συνεργαστούμε μαζί του όποτε τύχαινε κάποιο θέμα της αρμοδιότητάς του, γιατί δεν απαντούσε στο κινητό τηλέφωνο που του είχε παραχωρήσει η εταιρία … Οι ώρες που τον έβλεπα ήταν οι εξής: Τρίτη ώρα 08:00/08:30 ως 11:00, που φθάναμε Πειραιά. Στη συνέχεια 13:00 ως 15:00, που είχαμε παραλαβή επιβατών ήταν στον καταπέλτη. Από ώρα 19:00 ως 22:00 καθόταν στο εστιατόριο a la carte. Στις 24:00 κατέβαινε στον καταπέλτη στον κατάπλου στην Πάτμο για 30 λεπτά. Τετάρτη ώρα 08:30, φθάνοντας στη Σύμη, ήτα στον καταπέλτη για 15 λεπτά, στη συνέχεια έπινε καφέ στη ρεσεψιόν μέχρι τις 10:00 το πρωί που φθάναμε Ρόδο. Αμέσως με τον κατάπλου στη Ρόδο έφευγε από το πλοίο (τους θερινούς μήνες τον έβλεπα με μαγιό και πήγαινε κατευθείαν στην παραλία). Από ώρα 13:00, που είχαμε παραλαβή επιβατών στη Ρόδο, μέχρι 16:30 που είχαμε κατάπλου στη Σύμη, τον έβλεπα. Από 19:00 ως 22:00 που φεύγαμε από Λέρο τον έβλεπα στο a la carte. Πέμπτη ώρα 08:00/08:30 έπαιρνε καφέ και με τον κατάπλου στον Πειραιά ώρα 10:00 έφευγε κατευθείαν για το σπίτι του. Από τις 13:00 ως τις 15:00 ήταν στον καταπέλτη για την παραλαβή επιβατών. Από τις 19:00 ως τις 22:30 τον έβλεπα στο a la carte. Παρασκευή σηκωνόταν στη Σύμη ώρα 08:30 μέχρι τη Ρόδο στις 10:00 όπου ξεφορτώναμε, φορτώναμε και κατευθείαν αναχωρούσαμε για Καστελόριζο ώρα 11:30 έφευγε. Στον κατάπλου στο Καστελόριζο για περίπου 30 λεπτά ήταν στον καταπέλτη. Στη συνέχεια ώρα 19:00, που είχαμε αναχώρηση από Ρόδο, μέχρι 23:30 που είχαμε κατάπλου στην Τήλο τον έβλεπα. Σάββατο πρωί δεν τον έβλεπα γιατί ήμουν από ξενύχτι και κοιμόμουν το πρωί. Όπως μου είπαν οι υπόλοιποι ναυτικοί έπινε ένα καφέ κατά τις 09:00 και στη συνέχεια δεν εργαζόταν. Το πλοίο είχε κατάπλου στον Πειραιά ώρα 13:30 και εκείνη την ώρα ο ………… έφευγε. Ήταν στη φόρτωση από 15:00 έως τις 17:00. Στη συνέχεια τον έβλεπα στο a la carte από 19:00 ως 22:30. Κυριακή κατέβαινε στη Νίσυρο ώρα 08:30 ως 13:00 που φθάναμε Ρόδο. Με την άφιξη στη Ρόδο γινόταν μια συνάντηση του προσωπικού του ξενοδοχειακού για περίπου 20 λεπτά, όπου ανέθετε εργασίες και αμέσως έφευγε από το πλοίο. Την Κυριακή είχαμε διανυκτέρευση στη Ρόδο και δεν τον ξαναέβλεπα στο πλοίο. Τη Δευτέρα εμφανιζόταν περί τις 09:30 μέχρι  11:00 που είχαμε άφιξη στο Καστελόριζο και μέχρι την αναχώρηση στις 11:30. Στη συνέχεια εμφανιζόταν στις 15:00 που είχαμε φόρτωση στη Ρόδο μέχρι 16:00 που είχαμε αναχώρηση. Ξανά εμφανιζόταν από 18:30 στην Τήλο μέχρι 24:00 που είχαμε κατάπλου στην Κάλυμνο. Μετά τις 24:00 ανεξαρτήτως αριθμού επιβατών ο ………… ουδέποτε εργάστηκε… όλους τους καθαρισμούς του πλοίου, ενόσω βρισκόταν στο λιμάνι, τους επέβλεπε ο ………., γιατί ο ………… με το που φθάναμε στα κεντρικά λιμάνια Πειραιά ή Ρόδο έφευγε από το πλοίο». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο Δ ο ενάγων ουδέποτε απασχολήθηκε πέραν του οκταώρου ημερησίως, αφού οποιαδήποτε ανάγκη θα το επέβαλε αντιμετωπιζόταν με την εργασία του υφισταμένου του … ……….. Αντίθετο συμπέρασμα δε συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι η εναγομένη του κατέβαλε καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του αυτής το ισόποσο της υπερωριακής εργασίας διάρκειας εννέα [9] ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες και άλλων τόσον κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, που αντιστοιχεί σε ημερήσια υπερωρία σαράντα περίπου πρώτων λεπτών της ώρας, καθόσον το καταβαλλόμενο ποσό αποτελούσε τμήμα των συμφωνημένων αποδοχών του ενάγοντος (του κλειστού μισθού του). Ούτε από τις εγγραφές στο αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών πείθεται το Δικαστήριο ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά, μολονότι εκεί αναγράφεται ότι εργαζόταν έως και ένδεκα [11] ώρες, εξαιρετικώς δε και έως δεκατρείς [13] ημερησίως, για περισσότερους λόγους και, ειδικότερα, επειδή εκεί α] αναγράφονται υπερωρίες ακόμα και σε ημέρες που το πλοίο παρέμεινε αργό (ως λ.χ. κατά τις ημέρες 3, 4 και 5.11.2015, για τις οποίες καταγράφεται δωδεκάωρη υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ενώ συμμετείχε σε απεργία της ΠΝΟ, οπότε οι αντίστοιχες εγγραφές θα έπρεπε να είναι μηδενικές), β] μνημονεύονται γεγονότα, όπως η λήψη εκ μέρους του ενάγοντος άδειας κατά το διήμερο 29 και 30.3.2015, που δεν επιβεβαιώνονται από άλλα αποδεικτικά μέσα ούτε οι διάδικοι τα επικαλούνται γ] αποτυπώνεται κατάσταση που δεν προσαρμόζεται προς τα πράγματα και συγκεκριμένα αναγράφονται ισάριθμες ώρες εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες εκάστου μηνός, όπως λ.χ. συμβαίνει με τα Σάββατα 4.7, 11.7, 15.8, 22.8, 29.8 και 5.9.2015, καθ’ όλα τα οποία ο ενάγων εμφανίζεται να εργάζεται επί 8 ½ ώρες, και συγκεκριμένα από 07:00 έως 15:30, μολονότι το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμένα της αφετηρίας του στις 13:10, δεν εκτελούσε άλλο δρομολόγιο αλλά διανυκτέρευε στον Πειραιά και απέπλεε την επομένη στις 08:00, ενώ καταγράφεται εργασία του ενάγοντος κατά τις ίδιες ώρες τις αντίστοιχες ημέρες κάθε εβδομάδας, όπως συμβαίνει με τις Κυριακές, 16.8, 23.8 και 30.8, 2015, οπότε ο ενάγων εμφανίζεται να εργάζεται [και] μεταξύ των ωρών 12:00 – 15:00, μολονότι κατά τις ώρες εκείνο το πλοίο έπλεε από Πειραιά προς Αστυπάλαια χωρίς να προσεγγίζει σε λιμένα, όχι όμως μεταξύ των ωρών 15:00 έως 18:00, μολονότι τότε γινόταν αποεπιβίβαση επιβατών στην ως άνω Νήσο και αυτός έπρεπε να βρίσκεται είτε στον καταπέλτη είτε στη ρεσεψιόν και δ] καταδεικνύεται σταθερότητα στο ωράριο εργασίας του ενάγοντος, που δε συνάδει προς τη φύση των καθηκόντων του, στα οποία, κατά τον ………., περιλαμβανόταν να επιλαμβάνεται οποιουδήποτε προβλήματος ανέκυπτε στην επιστασία του οποτεδήποτε εντός του εικοσιτετραώρου και να παρέχει εντολές και οδηγίες στους υφισταμένους του για την αντιμετώπισή του. Οι καταχωρήσεις στο εν λόγω αρχείο δεν εναρμονίζονται, άλλωστε, με τις εγγραφές στην κατάσταση μηνιαίων υπερωριών πληρώματος του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου Δ, στην οποία ο ενάγων εμφανίζεται να εργάζεται υπερωριακά επί εννέα [9] ώρες κάθε μήνα κατά τις καθημερινές ημέρες. Ούτε κατά το δεξαμενισμό του πλοίου αποδεικνύεται ότι απασχολήθηκε υπερωριακά ο ενάγων, δεν εξειδικεύονται άλλωστε οι εργασίες που απαιτήθηκε να εκτελέσει ο ίδιος κατά τη συντήρηση και τις επισκευές που πραγματοποιήθηκαν τη χρονική περίοδο από 11.6.2015 έως και 24.6.2015, για τις οποίες ο μάρτυράς του ……. αναφέρει απλώς ότι ήσαν «επιτελικές», χωρίς να διευκρινίζει γιατί δεν αρκούσε το ημερήσιο οκτάωρο για την ολοκλήρωση τους. Για τους λόγους αυτούς, επομένως, το σχετικό με την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά τη ναυτολόγησή του στο εν λόγω πλοίο κονδύλιο της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Χ. Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της § 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία [§ 1]. Η ειδική αυτή ρύθμιση γίνεται αποδεκτή από τους Πλοιοκτήτες πέραν της γενικής διατάξεως του άρθρου 137 παρ. 2 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρ. Ε/Γ Πλοίων, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στα πλοία των γραμμών Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων)». Από τις διατάξεις αυτές που κατά το έτος 2015 αποτελούσαν, κατά τα προαναφερθέντα, συμβατικούς όρους της συμφωνίας ναυτολόγησης του ενάγοντος, προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής και λαμβάνει προς τούτο επιδότηση των δρομολογίων του, υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του πληρώματος σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενέργειας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ο.π.). Το επίδομα καθορίζεται καθ’ ύψος ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα των δικαιουμένων και οφείλεται πλήρες αν το πλοίο (και όχι ο ναυτικός που το δικαιούται) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα, ασχέτως δηλαδή του ανά εβδομάδα αριθμού των επιδοτούμενων δρομολογίων που αναφέρεται στη σύμβαση με την οποία του ανατέθηκαν οι πλόες, αφού το καθένα τους είναι δυνατόν να εκτείνεται σε περισσότερες της μιας [1] ημέρες και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνον ημέρες μηνιαίως. Στην πρώτη περίπτωση το επίδομα οφείλεται ανεξαρτήτως α] αν ο δικαιούχος παρέμεινε ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκεια του μήνα διενέργειας των επιδοτούμενων πλόων, αφού αν τούτο δε συνέβη θα λάβει κλάσμα του ανάλογο προς το χρόνο της ναυτολογήσεώς του και β] αν πραγματοποιήθηκαν ή όχι όλα τα δρομολόγια του πλοίου, αφού τέτοια προϋπόθεση στην παραπάνω κανονιστική ρύθμιση δεν τίθεται, ενώ, αντιθέτως, βάση υπολογισμού του επιδόματος αποτελεί η καθημερινή δραστηριοποίηση του πλοίου στην άγονη γραμμή και όχι ο αριθμός των δρομολογίων που αυτό εκτέλεσε στην ίδια γραμμή εντός εκάστου μηνός.

Εν προκειμένω, όπως ήδη εκτέθηκε, το πλοίο Δ της εναγομένης κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης σ’ αυτό του ενάγοντος ήταν δρομολογημένο σε γραμμές για τμήματα των οποίων είχαν συναφθεί αντίστοιχες συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας και εκτελούσε επιδοτούμενους πλόες καθημερινώς επί τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα, πλην του χρονικού διαστήματος της ακινησίας του, κατά το οποίο αντικαταστάθηκε από το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BSP, της πλοιοκτησίας και αυτό της εναγομένης (βλ. τη σχετική υπ’ αριθμ. 3328.1.12.19/04/15/11.6.2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το εν λόγω επίδομα στο σύνολό του για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του και κατ’ αναλογία για τις ημέρες εργασίας του κατά τους μήνες που είτε η ναυτολόγησή του περιορίστηκε σε μέρος τους είτε το πλοίο είχε αντικατασταθεί στη γραμμή Δημόσιας Υπηρεσίας, οι δε αρνητικοί ισχυρισμοί της εναγομένης, ότι δηλαδή ο ενάγων δεν δικαιούται το επίδομα για τις ημέρες που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών ή απεργίας της ΠΝΟ και ότι σε κάθε περίπτωση δικαιούται μόνον τα 4/7 του επιδόματος, επειδή το πλοίο απασχολούταν σε άγονη γραμμή μόνον επί τέσσερις [4] ημέρες κάθε εβδομάδα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Έτσι, με δεδομένο ότι για την ειδικότητα του ενάγοντος το εν λόγω επίδομα ανέρχεται μηνιαίως σε εκατόν είκοσι έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά [1.810,10 € Χ 7% = 126,71 €], δικαιούται αυτός α] για τους οκτώ [8] μήνες πλήρους απασχόλησής του χρηματικό ποσό χιλίων δεκατριών ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών [126,71 € Χ 8 μήνες = 1.013,68 €], β] κλασματική αναλογία για τις δεκαέξι [16] ημέρες του μηνός Ιουνίου του έτους 2015, κατά τις οποίες το πλοίο δεν είχε αντικατασταθεί στους πλόες άγονης γραμμής, ανερχόμενη σε εξήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά [126,71 € Χ 16/30 = 67,57 €] και γ] κλασματική αναλογία για τις είκοσι δύο [22] ημέρες του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου εκείνου έτους, κατά τις οποίες εργάστηκε πριν η σύμβασή του λυθεί συναινετικώς, ανερχόμενη σε ενενήντα δύο ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά [126,71 € Χ 22/30 = 92,92 €], συνολικώς δε δικαιούται στη λήψη χιλίων εκατόν εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και δέκα λεπτών [1.013,61 € + 67,57 € + 92,92 € = 1.174,10 €], έναντι των οποίων του έχουν, όπως συνομολογεί, καταβληθεί ήδη τετρακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτά [468,80 €], με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο για την αιτία αυτή το ποσό της προκύπτουσας διαφοράς, που ισούται προς επτακόσια πέντε ευρώ και τριάντα λεπτά [705,30 €].

ΧΙ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά την ένδικη χρονική περίοδο (1.3.2015 έως 22.12.2015) το πλοίο Δ πραγματοποιούσε λιγότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ώρες της πρόωρης αναχώρησής του, αφού ληφθεί υπόψη ότι το δρομολόγιο της 26ης.3.2015, το οποίο ο ενάγων συνυπολογίζει, δεν εκτελέστηκε, να ανέλθουν συνολικά σε εκατόν τριάντα τέσσερις  περίπου (134,55), που αντιστοιχούν σε 16,82 δρομολόγια εξπρές (134,55 ÷ συντελεστή 8 = 16,82). Για καθένα των δρομολογίων αυτών ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, ίσης προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, που ανέρχονται σε τέσσερις χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (4.378,81 €) με συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του [3.417,78 €] του επιδόματος άγονης γραμμής [126,71 €] και του μέσου όρου των καταβαλλόμενων αμοιβών για υπερωριακή απασχόληση [117,71 € + 716,61 € = 834,32 € ανά μήνα], χωρίς όμως συνάθροιση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, της μέσης μηνιαίας αναλογίας των εκτάκτων αμοιβών που λάμβανε ο ενάγων. Συνεπώς, η πρόσθετη αμοιβή την οποία δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε δύο χιλιάδες τετρακόσια πενήντα πέντε ευρώ [(4.378,81 €/30 =) 145,96 € Χ 16,82 = 2.455,05 €], έναντι του οποίου, όπως συνομολογείται, έλαβε ήδη χίλια τριακόσια πενήντα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτά [1.350,55 €], με αποτέλεσμα να του οφείλονται ακόμα χίλια εκατόν τέσσερα ευρώ και πενήντα λεπτά [1.104,50 €].

ΧΙΙ. Τέλος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που ανωτέρω υπό στοιχ. VI της παρούσας μνημονεύθηκαν, ο ενάγων δικαιούται επιδομάτων δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2015. Επομένως, με συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του, όπως αυτές αμέσως ανωτέρω προσδιορίστηκαν [4.378,81 €] και του μέσου όρου της μηνιαίας πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, που ανέρχεται σε τριακόσια τέσσερα ευρώ και πενήντα λεπτά [304,50 €] για την περίοδο από 1.3.2015 έως 30.4.2015 και σε διακόσια τριάντα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτά [230,75 €] για την περίοδο από 1.5.2015 έως και 22.12.2015, χωρίς όμως συνάθροιση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, της μέσης μηνιαίας αναλογίας των εκτάκτων αμοιβών που λάμβανε ο ενάγων, έπρεπε αυτός να λάβει: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα το ποσόν των χιλίων εκατόν ογδόντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών [4.683,31 € πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 2.341.65 € ÷ 15 = 156,11 € Χ 7,62 οκταήμερα (61 ημέρες ÷ 8) = 1.189,55 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει επτακόσια εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (769,46 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων είκοσι ευρώ και εννέα λεπτών (420,09 €) και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών [4.609,56 € πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 368,76 € Χ 12,42 δεκαεννεαήμερα (236 ημέρες ÷ 19) = 4.580,38 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δεν αμφισβητείται, καταβάλει δύο χιλιάδες εννιακόσια πενήντα ένα ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (2.951,66 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων εξακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (1.628,72 €).

ΧΙΙΙ. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν από τη ναυτολόγησή του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Δ κατά τη χρονική περίοδο από 28.2.2015 έως και 22.12.2015 ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πλοιοκτήτρια και εργοδότριά του εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, ως υπόλοιπο επιδομάτων άγονης γραμμής και δώρων εορτών αλλά και ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα ενός λεπτών [705,30 € + 1.104,50 € + 420,09 € + 1.628,72 € = 3.858,61 €]. Για όσους δε λόγους ανωτέρω αναπτύχθηκαν πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής κατά το μέρος της με το οποίο διώκεται η ικανοποίηση των απαιτήσεων του ενάγοντος από την εργασιακή απασχόλησή του και στο πλοίο Δ. Ομοίως απορριπτέο κρίνεται και το αίτημά της να καταλογιστούν στο ως άνω ποσό οι πληρωμές της προς τον ενάγοντα, που αντιστοιχούν στα χρηματικά ποσά που του κατέβαλε ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησής του, ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, ως επιδόματα άγονης γραμμής και δώρων εορτών και ως «έκτακτες αμοιβές» κατά τη ναυτολόγησή του στο ίδιο πλοίο. Όμως, οι τελευταίες (προαναφέρθηκε ότι) δεν καταβλήθηκαν από αυτήν και οι γενόμενες διαρκούσης της επίδικης ναυτολογήσεως πληρωμές της (για τα ως άνω επιδόματα και την πρόσθετη αμοιβή) καταλογίστηκαν ήδη, ενώ για την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, που του καταβαλλόταν παγίως, η επικαλούμενη προς θεμελίωση του αιτούμενου συμψηφισμού (ορθότερα καταλογισμού) συμφωνία, που περιελήφθη στον προαναφερθέντα υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικό όρο της από 28.2.2015 ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν παρήγαγε έννομο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι κατά τη συμβατική της διάρκεια δεν υπήρχαν νόμιμες αποδοχές, ώστε να νοείται υπέρβαση του ελαχίστου ορίου τους.

ΧIV. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να επιδικαστεί στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών [235,46 € + 112,23 € + 2.058,59 € + 705,30 € + 1.104,50 € + (420,09 € + 1.628,72 € = 2.048,81 €) = 6.264,89 €]. Με βάση δε το αίτημα του τελευταίου πρέπει Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (235,46 €), που αντιστοιχεί στην διαφορά των αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH, νομιμοτόκως από την επομένη της αποναυτολογήσεώς του, που πραγματοποιήθηκε στις 28.2.2015 και αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των έξι χιλιάδων είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (6.029,43 €) για όλες τις υπόλοιπες αιτίες που κρίθηκαν [διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, επιδόματος άγονης γραμμής και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές], με το νόμιμο τόκο για μεν ποσό δύο χιλιάδων εκατόν εβδομήντα ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (112,23 € + 2.058,59 € = 2.170,82 €) από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο και για ποσό τριών χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (3.858,61 €) από την 23.12.2015, επομένη της αποναυτολόγησης του ενάγοντος από το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Δ και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΧV. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος στο Δικαστήριο τούτο με το κύριο αλλά και το πρόσθετο δικόγραφο της Β έφεσης αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των χιλίων τετρακοσίων σαράντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (1.440,49 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧVΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις και τους πρόσθετους στην δεύτερη αυτών λόγους.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (235,46 €) με το νόμιμο τόκο από την 1η.3.2015 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (6.029,43 €) με το νόμιμο τόκο για μεν ποσό δύο χιλιάδων εκατόν εβδομήντα ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (2.170,82 €) από 1.3.2015 και για ποσό τριών χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (3.858,61 €) από την 23.12.2015 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ