Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 206/2019

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 206 /2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, και από την Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Από τα άρθρα 76§§1,3&4, 110§2 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί αναγκαστικής ομοδικίας η έφεση πρέπει επί ποινή απαραδέκτου αυτής να απευθύνεται καθ’ όλων των αναγκαίων ομοδίκων, όταν αυτοί είναι αντίδικοι και ουχί ομόδικοι του ασκήσαντος την έφεσιν (βλ. ΑΠ 284 /2008, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 452712 και ΕφΑθ 3446 /2008, ΕλλΔνη 49: 1480). Η δέ έφεση, ασκηθείσα υπό τινος των αναγκαίων ομοδίκων, θεωρείται πλασματικώς ασκηθείσα και διά λογαριασμόν των λοιπών αναγκαίων ομοδίκων, οι οποίοι πρέπει επ’ απειλή κηρύξεως (δι’ όλους τους διαδίκους) απαραδέκτου της συζητήσεως να καλούνται εις πάσαν διαδικαστική πράξη, ανεξαρτήτως εάν αδράνησαν ή εάν έχει παρέλθει δι’ αυτούς η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου (βλ. ΑΠ 1552 /2007, ΕλλΔνη 50: 764, ΑΠ 1001 /2007, ΕλλΔνη 49: 1062, ΑΠ 1518 /2005, ΕλλΔνη 47: 134 και ΑΠ 1107 /2003, ΕλλΔνη 46: 159 – αντιθέτως ως προς την μη χρείαν απευθύνσεως του ενδίκου μέσου κατ’ εκείνου του  αναγκαίου ομοδίκου έναντι του οποίου δεν περιλαμβάνεται διά της εκκαλουμένης επωφελής διάταξη εις βάρος του ασκήσαντος το ένδικον μέσον αναγκαίου ομοδίκου: ΑΠ 408 /2010, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 516034). Αναγκαστική ομοδικία υπάρχει και καθ’ ήν περίπτωσιν ο δανειστής, ασκών την αγωγή εκ των άρθρων 939, 944 και 945 ΑΚ προς διάρρηξη της προς βλάβην του ιδίου υπό του οφειλέτου του γενομένης απαλλοτριώσεως ενάγει τον απαλλοτριώσαντα οφειλέτη, τον προς όν η απαλλοτρίωση τρίτον και τον ειδικό διάδοχο του τρίτου, στον οποίο ο τελευταίος μετεβίβασε περαιτέρω το περιουσιακό στοιχείο, διότι κατά την περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντιθέτων αποφάσεων έναντι των προαναφερομένων ομοδίκων (βλ. ΑΠ 1887 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Εις την προκειμένη περίπτωση η κρινομένη (υπ’ αριθ. καταθ. 91 /11-2-2015) έφεση του πρώτου εναγομένου (απαλλοτριώσαντος οφειλέτου) κατά της [κατ’ αντιμωλίαν αυτού και της εναγούσης (επιδιωκούσης την διάρρηξη δανειστρίας) και ερήμην του δευτέρου εναγομένου (προς όν η απαλλοτρίωση) εκδοθείσης] υπ’ αριθ. 4549 /2014 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 144§1, 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως (προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης). Έχει δέ καταβληθεί δι’ αυτήν το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄ ΚΠολΔ (όπως προσετέθη διά του άρθρου 12§2 Ν. 4055 /2012) οριζόμενο παράβολο εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. ……… παράβολα Ελληνικού Δημοσίου και υπ’ αριθ. ………παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Κατά το άρθρο 89 ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως αυτού διά του άρθρου 1 (άρθρου πρώτου – παραγράφου 2ας) Ν. 4335 /2015] η προσεπίκληση ασκείται συμφώνως προς τις διά την αγωγή ισχύουσες διατάξεις το αργότερο έως την συζήτηση στο ακροατήριο και κοινοποιείται προς τον προσεπικαλούμενο. Κατά δε το άρθρο 91 ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως αυτού διά του άρθρου 1 (άρθρου πρώτου) Ν. 4335 /2015] όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ανακοινώσει την δίκη σε τρίτους, έως ότου εκδοθεί υπό του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οριστική απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις εν συνδυασμώ προς το άρθρο 573§1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο διάδικος, ο οποίος θέλει να προσεπικαλέσει στην δίκη τρίτον, οσάκις επιτρέπεται τούτο (υπό των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ), ή να ανακοινώσει την δίκη σε τρίτους, δύναται να ασκήσει την προσεπίκληση ή να ανακοινώσει την δίκη μόνον κατά τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και κατά τον εκ των άρθρων 89 και 91 ΚΠολΔ οριζόμενο χρόνο (βλ. ΑΠ 724 /2017, ΤΕΤΡΑΒΙΒΛΟΣ – ΝΟΜΟΠΑΙΔΕΙΑ, ΑΠ 1741 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 600547, ΑΠ 1699 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 550988, ΕφΠειρ 125 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΔωδ 285 /2009, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΠειρ 181 /2006, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 404105). Ούτως, επί αγωγής διαρρήξεως η προσεπίκληση του αναγκαίου ομοδίκου (όπως του μεταβιβάσαντος ή του προς όν η μεταβίβαση) γίνεται, κατά τα άρθρα 86 και 89 ΚΠολΔ, το αργότερον μέχρι την συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 417 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 651748). Μετά την, κατά τα ως άνω, επελθούσα τροποποίηση (αντικατάσταση) των άρθρων 89 και 91§1 ΚΠολΔ, η οποία ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2016, διά του πρώτου εξ αυτών ορίζεται ότι η προσεπίκληση ασκείται συμφώνως προς τις διά την αγωγή ισχύουσες διατάξεις και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο, η δέ άσκησή της έχει τα αποτελέσματα της ασκήσεως της αγωγής, και διά του δευτέρου εξ αυτών ορίζεται ότι υπό την επιφύλαξη του άρθρου 238 όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ανακοινώσει τη δίκη σε τρίτους έως εκδόσεως υπό του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως. Εις την προκειμένη περίπτωση η υπ’ αριθ. καταθ. …. . ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως του εκκαλούντος (πρώτου εναγομένου) απαλλοτριώσαντος προς τον προς όν η ανακοίνωση της δίκης προσεπικαλούμενο (δεύτερο εναγόμενο) προς όν η απαλλοτρίωση ανεπιτρέπτως ασκείται το πρώτον εις τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και τυγχάνει όθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη. Δύναται, όμως, να εκτιμηθεί η επίδοση της τοιαύτης προσεπικλήσεως και ανακοινώσεως δίκης, εντός της οποίας εμπεριέχεται αυτούσιον το δικόγραφο της ενδίκου εφέσεως, ως κλήση του εκκαλούντος (πρώτου εναγομένου) προς τον μη ασκήσαντα (αλλά πλασματικώς θεωρούμενο ως ασκήσαντα) έφεση αναγκαίο ομόδικό του (δεύτερον εναγόμενο).

Γ) Κατά το άρθρο 80 ΚΠολΔ, εάν σε δίκη εκκρεμή μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση προς υποστήριξη του συγκεκριμένου διαδίκου έως της εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως. Εξ άλλου από τα άρθρα 81§1 και 215§1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται συμφώνως προς τις ισχύουσες διά την αγωγή διατάξεις, δηλαδή διά καταθέσεως του δικογράφου στην γραμματεία του προς ό απευθύνεται δικαστηρίου, η οποία (κατάθεση) είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, και ολοκληρούται διά κοινοποιήσεως αυτής προς τους διαδίκους. Περαιτέρω, έννομο συμφέρον προς άσκηση προσθέτου παρεμβάσεως υφίσταται, όταν διά της προσθέτου παρεμβάσεως δύναται να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος του δημιουργία νομικής υποχρεώσεως, το οποίο και η οποία είτε απειλούνται από την δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της εκδοθησομένης αποφάσεως είτε υπόκεινται σε κίνδυνο προσβολής από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Ως τρίτος δέ, κατά την έννοια του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται όποιος δεν έχει προσλάβει ιδιότητα διαδίκου καθ’ οιονδήποτε τρόπον κατά την αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγουμένης δίκης επί της υποθέσεως. Επομένως, εάν ο εις δεύτερον βαθμόν προσθέτως παρεμβαίνων είχε ιδιότητα διαδίκου κατά την δίκη του πρώτου βαθμού, τότε η πρόσθετος παρέμβαση αυτού τυγχάνει απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 1329 /2017, ΤΕΤΡΑΒΙΒΛΟΣ – ΝΟΜΟΠΑΙΔΕΙΑ). Εις την προκειμένη περίπτωση η εις δεύτερον βαθμόν διά των προτάσεων ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του πρωτοδίκως ερήμην δικασθέντος δευτέρου εναγομένου υπέρ του εκκαλούντος (πρώτου εναγομένου) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτος, αφ’ ενός διότι δεν ησκήθη διά αυτοτελούς δικογράφου, κατά τις εις την μείζονα σκέψη προδιαληφθείσες διατάξεις, καθ’ όν τρόπον ασκείται η αγωγή, και αφ’ ετέρου επειδή ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν έχει ιδιότητα τρίτου, αφού ήτο διάδικος και δή δεύτερος εναγόμενος κατά την πρωτοβάθμιον δίκην εκδικάσεως της ενδίκου αγωγής διαρρήξεως. Δύναται, όμως, να εκτιμηθεί ότι διά της καταθέσεως του δικογράφου των προτάσεων ο δεύτερος εναγόμενος παρίσταται ως κατά τεκμήριον θεωρούμενος ως συνασκήσας την έφεση διάδιος ομού μετά του εκκαλούντος πρώτου εναγομένου αναγκαίου ομοδίκου.

Δ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ………. αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως παραδεκτώς συνεπληρώθη διά των πρωτοβαθμίων προτάσεων αυτής, η ενάγουσα ισχυρίσθη τα ακόλουθα: α) ότι η ιδία έχει καταστεί ειδική, βάσει του άρθρου 63 Δ Ν. 3601 /2007, διάδοχος (δυνάμει του ΦΕΚ Β΄ 2856 /17-12-2011) της πρώην τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……..», εις την οποίαν μετωνομάσθη (δυνάμει του ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 5635 /22-6-2010) η πρώην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…….», η οποία είχε συνάψει την υπ’ αριθ. …… σύμβαση πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού μετά της μη διαδίκου πρωτοφειλετρίας εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…….» μέχρι του χρηματικού ύψους των 7.200.000 ευρώ, διά την καλή εκπλήρωση της οποίας είχε συμβληθεί διά συμβάσεως εγγυήσεως ο πρώτος εναγόμενος, β) ότι η χρήση της πιστώσεως έγινε μέσω των διά του αγωγικού δικογράφου αναφερομένων επί μέρους τραπεζικών λογαριασμών, γ) ότι την 9η Μαΐου 2012 η ιδία βάσει του αντιστοίχου συμβατικού όρου προέβη εις την καταγγελία και το οριστικό κλείσιμο της ως άνω συμβάσεως, ο οποίος είχε το κάτωθι αναφερόμενο οριστικό χρεωστικό κατάλοιπο, δ) ότι την 25ην Ιουνίου 2012 επέδωσε προς την πιστούχο (πρωτοφειλέτρια) την από 18-6-2012 εξώδικη δήλωση και όχληση, διά της οποίας εζήτει την καταβολή του χρεωστικού οριστικού καταλοίπου της ως άνω πιστώσεως, το οποίο ανήλθε σε 2.020.035,13 (= 1.660.695,13 + 359.340) ευρώ (το δεύτερο επί μέρους χρηματικό ποσό αφορούσε σε εν ισχύι ακόμη κατά τον χρόνο του οριστικού κλεισίματος εγγυητικές επιστολές) και του οποίου η εξαγωγή προκύπτει από την αναλυτική διά του αγωγικού δικογράφου παράθεση της κινήσεως των επί μέρους λογαριασμών της συμβάσεως από της ενάρξεως έως του οριστικού κλεισίματος αυτής, ε) ότι (όπως παραδεκτώς συνεπληρώθη διά των πρωτοδίκων προτάσεων) επί αιτήσεως της ιδίας της εναγούσης εξεδόθη η υπ’ αριθ. ….. διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διά της οποίας υπεχρεώθησαν η πρωτοφειλέτρια και ο πρώτος εναγόμενος εγγυητής να καταβάλουν προς αυτήν χρηματικό ποσό 1.660.695,13 (= 2.020.035,13 – 359.340) ευρώ εντόκως από την επομένη του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού της ανοικτής πιστώσεως και μετ’ εξαμήνου ανατοκισμού των τόκων και η οποία επεδόθη προς τον πρώτον εναγόμενο την 26ην Ιουλίου 2013, στ) ότι προηγουμένως (κατά την διάρκεια ισχύος της ως άνω συμβάσεως) την 22α Νοεμβρίου 2007 [δυνάμει του μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (ΤΜ: .. – ΑΑ: ..) υπ’ αριθ. ….. συμβολαίου γονικής παροχής της (νομίμως αναπληρούσης την Συμβολαιογράφο Πειραιώς ……..) Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. (όπως παραδεκτώς συνεπληρώθη και διευκρινίσθη διά των πρωτοδίκων προτάσεων ότι η δευτέρα ενήργησεν εις αναπλήρωσιν της πρώτης Συμβολαιογράφου)] ο πρώτος εναγόμενος μετεβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον δεύτερον εναγόμενο το επαρκώς διά του αγωγικού δικογράφου περιγραφόμενο ακίνητο [και δή το δικαίωμα ημίσεος (1/2) εξ αδιαιρέτου επί οικοπέδου μετά παλαιάς οικίας], του οποίου η αντικειμενική αξία είχε προσδιορισθεί σε 33.221,81 ευρώ και η εμπορική αξία ανήρχετο σε 100.000 ευρώ κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως, ζ) ότι η ως άνω απαλλοτρίωση του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου εκ μέρους του πρώτου προς τον δεύτερον εναγόμενο έγινε προς τον σκοπόν βλάβης της ιδίας ως δανειστρίας και ότι μετά την ως άνω απαλλοτρίωση ο πρώτος εναγόμενος κατέστη αφερέγγυος και η) ότι κατά τον χρόνον της γενομένης απαλλοτριώσεως ο δεύτερος εναγόμενος υιός λόγω της συγγενικής σχέσεως πρώτου βαθμού εξ αίματος μετά του πρώτου εναγομένου πατρός αυτού τεκμαίρεται ότι εγνώριζε ότι ο πρώτος εναγόμενος απαλλοτρίωνε προς βλάβην της ιδίας (ανεξαρτήτως του ότι δεν απαιτείται το στοιχείο της γνώσεως λόγω του χαριστικού χαρακτήρος της δικαιοπραξίας). Εζήτησε δε, βάσει των προαναφερομένων, την διάρρηξη της προαναφερομένης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη ερήμην του δευτέρου εναγομένου και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων η υπ’ αριθ. 4549 /2014 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αύτη εγένετο δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Κατ’ αυτής παραπονείται ο πρώτος εναγόμενος (εκκαλών), ο οποίος διά τους εν τη εφέσει περιεχομένους λόγους ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής.

Ε) Διά την άσκηση της αγωγής διαρρήξεως απαιτείται, κατά τα άρθρα 939επ. ΑΚ, ιδιότης δανειστού, η οποία προϋποθέτει γέννηση απαιτήσεως, κατά τον χρόνον συντελέσεως της απαλλοτριώσεως. Ειδικώτερον, επί συμβάσεως αλληλοχρέου λογαριασμού η απαίτηση της πιστοδοτρίας τραπέζης είναι γεγεννημένη από της καταρτίσεως της συμβάσεως και της χορηγήσεως (εκταμιεύσεως) της πιστώσεως, οπότε αρκούν τα ως άνω γεγονότα διά την πρόσδοση της ιδιότητος της δανειστρίας εις την πιστοδότρια τράπεζα, η οποία δύναται να ασκήσει την αγωγή διαρρήξεως ακόμη και διά μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτου γενομένη προ του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, αρκεί αυτός (λογαριασμός) να κλείσει και η απαίτηση να καταστεί ληξιπρόθεσμη μέχρι της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής και να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις διαρρήξεως, οπότε η αγωγή διαρρήξεως δύναται να ασκηθεί τόσο κατά του πρωτοφειλέτου όσο και κατά του εγγυητού (βλ. ΑΠ 1475 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 548795, ΑΠ 677 /2003, ΕλλΔνη 45: 1652, ΑΠ 1342 /2000, ΕλλΔνη 43: 419, ΑΠ 881 /2000, ΕλλΔνη 42: 417, ΑΠ 395 /2000, ΕλλΔνη 41: 1347, ΑΠ 862 /1998, ΕλλΔνη 40: 124 και ΑΠ 121 /1998, ΕλλΔνη 39: 575). Το αυτό ισχύει και επί συμβάσεως ανοικτού λογαριασμού (βλ. ως προς την έννοιαν της συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού: ΑΠ 1101 /2011, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 878 /2011, ΤΝΠΔΣΑ), η οποία αποτελεί ειδικωτέρα μορφή του αλληλοχρέου λογαριασμού και διά της οποίας η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτου αυτής, την οποίαν ο πελάτης αναλαμβάνει διά σταδιακών αναλήψεων και αποπληρώνει διά τμηματικών καταβολών (δόσεων) αναλόγως των ειδικωτέρων όρων της συμβάσεως, οι δέ αμοιβαίες (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) καταβολές αποβάλλουν την αυτοτέλεια αυτών και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό να τυγχάνει μόνο το οριστικό κατάλοιπο μετά το τελειωτικό κλείσιμο του λογαριασμού, πλήν, όμως, και προ του οριστικού τοιούτου κλεισίματος δύναται εκ της αντιπαραβολής των πιστοχρεώσεων να προκύψει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου συμβαλλομένου (βλ. ΑΠ 1633 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Ωσαύτως, την αγωγή διαρρήξεως έχει ως δανειστής και ο φορεύς ενοχικής απαιτήσεως τελούσης υπό αναβλητική προθεσμία, αφού η προθεσμία δεν εξαρτά την γένεση του ενοχικού δικαιώματος από την πάροδο του ταχθέντος χρόνου αλλά αναστέλλει μόνον την ενάσκησή του, την οποίαν μεταθέτει εις το μέλλον, οπότε αρκεί η υπό αναβλητική προθεσμία τελούσα απαίτηση να καταστεί ληξιπρόθεσμος μέχρι την πρωτοβάθμιο συζήτηση της υποθέσεως (βλ. ΟλΑΠ 709 /1974, ΝοΒ 23: 300, ΑΠ 1387 /1999, ΕλλΔνη 41: 741 και ΕφΑθ 9239 /1989, ΕλλΔνη 35: 473). Εάν υπάρχουν περισσότεροι συνοφειλέτες ενεχόμενοι εις ολόκληρον, δεν απαιτείται η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων εις τα πρόσωπα των λοιπών συνοφειλετών διά την άσκηση της παυλιανής αγωγής εναντίον ενός εξ αυτών, αφού ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει το χρέος από οιονδήποτε των εις ολόκληρον συνοφειλετών, δίχως να δύναται να αντιταχθεί προς αυτόν η ύπαρξη και των άλλων συνοφειλετών (βλ. ΑΠ 1567 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 468976). Η πρόθεση του οφειλέτου διά βλάβη του δανειστή, η οποία συντρέχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι διά της απαλλοτριώσεως του περιουσιακού στοιχείου περιέρχεται σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η απομένουσα περιουσία να μην επαρκεί διά την ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνον της απαλλοτριώσεως. Καθ’ ήν μάλιστα περίπτωση ο οφειλέτης ενέχεται εκ συμβάσεως αλληλοχρέου λογαριασμού, προς διάγνωση του ζητήματος της προθέσεως βλάβης ενδιαφέρει η γνώση του οφειλέτου περί της υπάρξεως παθητικού υπολοίπου του λογαριασμού (και του ύψους αυτού) κατά την χρονική στιγμή της απαλλοτριώσεως, αφού εξ αυτού κρίνονται οι παραστάσεις του εν σχέσει προς την προαναφερομένη οικονομική κατάσταση αυτού (βλ. ΑΠ 1654 /2008, ΕλλΔνη 52: 456). Εάν η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία αφορά εις ακίνητο, κρίσιμος χρόνος  συνδρομής της προαναφερομένης προϋποθέσεως τυγχάνει ο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και ουχί ο της μεταγραφής αυτής (βλ. ΑΠ 1633 /2013, ο.π.). Η τοιαύτη πρόθεση εξακολουθεί να υφίσταται, ακόμη και όταν άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης διαθέτει επαρκή περιουσία προς ικανοποίηση του δανειστού, αφού ο καταδολιευτικός χαρακτήρ της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία συντρέχοντα αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπον του απαλλοτριούντος και δεν επηρρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών (βλ. ΑΠ 1902 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Δεν αναιρείται, μάλιστα, ο καταδολιευτικός χαρακτήρ της απαλλοτριώσεως, εάν επί δωρεάς ή γονικής παροχής επιδιώκονται παραλλήλως και άλλοι σκοποί, όπως η εκπλήρωση γονεϊκού καθήκοντος προς τέκνον είτε η εκπλήρωση ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος είτε η ικανοποίηση λόγων ευπρεπείας (βλ. ΕφΘεσσ 447 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 562476 και ΕφΑθ 7827 /1998, ΕλλΔνη 40: 1162). Η δέ γνώση του τρίτου (προς όν η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία) περί της προθέσεως του απαλλοτριώσαντος διά βλάβην των συμφερόντων του δανειστού δεν απαιτείται, κατ’ άρθρον 942 ΑΚ, επί χαριστικής δικαιοπραξίας, η οποία δύναται να γίνει και προς σύζυγο ή συγγενείς έως τρίτου βαθμού εξ αίματος. Η εκ του άρθρου 1509 ΑΚ προβλεπομένη γονική παροχή συνιστά επίδοση εξ ελευθεριότητος και συνεπώς η περί αυτής δικαιοπραξία θεωρείται χαριστική, δίχως να συνάγεται το αντίθετο από τον χαρακτηρισμό αυτής ως δωρεάς μόνον κατά το μέρος υπερβάσεως του εκ των περιστάσεων επιβαλλομένου μέτρου, αφού η διαφοροποίηση αυτή αποσκοπεί ουχί εις τον χαρακτηρισμό αυτής ως επαχθούς δικαιοπραξίας αλλά εις τον αποκλεισμό της δυνατότητος ανακλήσεως αυτής κατά το μέρος μη χαρακτηρισμού αυτής ως δωρεάς (βλ. ΑΠ 778 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 661 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 658682, ΑΠ 417 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 651748, ΑΠ 1633 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1567 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 468976). Εξ άλλου, η άσκηση του δικαιώματος του δανειστού προς διάρρηξη καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως του οφειλέτου δεν αποβαίνει καταχρηστική εκ μόνου του γεγονότος ότι πρίν ή μετά την απαλλοτρίωση ο δανειστής έχει παραιτηθεί εμπραγμάτου ασφαλείας επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου προς ικανοποίηση, όμως, άλλης απαιτήσεως αυτού κατά του οφειλέτου και όχι εκείνης, διά την ικανοποίηση της οποίας επιδιώκει την διάρρηξη της απαλλοτριώσεως του συγκεκριμένου ακινήτου από τον οφειλέτη (βλ. ΑΠ 818 /1998, ΕλλΔνη 40: 123). Επίσης μόνη η αδράνεια του δικαιούχου προς άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο της παραγραφής, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, ακόμη και αν η πεποίθηση αυτή εδημιουργήθη από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ’ αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, εκτός εάν η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, οι οποίες συνδέονται με προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο τελευταίος κατόπιν μεταβολής της στάσεώς του επιχειρεί εκ των υστέρων την ανατροπή καταστάσεως ήδη διαμορφωμένης και παγιωμένης, οπότε δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες και δυσβάστακτες διά τον υπόχρεο συνέπειες αλλά αρκεί να επέρχονται απλώς δυσμενείς διά τα συμφέροντά του επιπτώσεις, όπερ ισχύει και επί αγωγής διαρρήξεως (ΕφΛαρ 80 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Ωσαύτως, επί περισσοτέρων εις ολόκληρον συνοφειλετών η παράλειψη του δανειστού προς ικανοποίηση της επιστηριζούσης την αγωγήν διαρρήξεως απαιτήσεως από την περιουσίαν άλλου συνοφειλέτου διαθέτοντος μείζονα περιουσίαν από τον οφειλέτην, εναντίον του οποίου έχει ασκηθεί η αγωγή διαρρήξεως, δεν καθιστά άνευ άλλου τινος την αγωγήν διαρρήξεως καταχρηστική, αφού η, κατ’ άρθρον 482 ΑΚ, επιλογή του δανειστού προς άσκηση της αξιώσεώς του εναντίον του συγκεκριμένου οφειλέτου και ουχί κατά του έχοντος μείζονα περιουσίαν συνοφειλέτου, δεν υπερβαίνει άνευ συνδρομής και άλλων ειδικών περιστάσεων προφανώς τα όρια της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (βλ. ΑΠ 871 /2010, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1567 /2008, ο.π.). Περαιτέρω, από τα άρθρα 111§1, 118 και 216§1 ΚΠολΔ, εν συνδυασμώ προς τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού αστικού δικαίου περί διαρρήξεως, συνάγεται ότι μεταξύ των αναγκαίων στοιχείων του ορισμένου της αγωγής διαρρήξεως, επί της οποίας παθητικώς νομιμοποιούμενοι τυγχάνουν ο απαλλοτριώσας οφειλέτης και ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση τρίτος, οι οποίοι, ως ανωτέρω υπό το στοιχείον «Α» της παρούσης έχει προεκτεθεί, τελούν εις δεσμόν αναγκαστικής ομοδικίας (βλ. ΑΠ 1103 /2010, ΕλλΔνη 53: 752 και ΑΠ 1230 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 459788), είναι η εξιστόρηση του γεγεννημένου (των δημιουργικών στοιχείων) της απαιτήσεως κατά τον χρόνο συντελέσεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και του ληξιπροθέσμου αυτής κατά τον χρόνο πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής (βλ. ΑΠ 661 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 65868, ΑΠ 1794 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 862 /1998, ΤΝΠΔΣΑ), αφού ως απώτερος κρίσιμος χρόνος συνδρομής των στοιχείων της κτήσεως και του απαιτητού του διά της αγωγής ασκουμένου δικαιώματος είναι ο της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθ’ ήν η υπόθεση εκφωνήθηκε και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξαρτήτως της ενάρξεως ή μη ερεύνης της ουσίας της υποθέσεως, ενώ, κατ’ εξαίρεσιν της δικονομικής ταύτης αρχής επιτρέπεται η προληπτική δικαστική προστασία υπό την συνδρομήν των προϋποθέσεων του άρθρου 69 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 731 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Επί πλέον απαιτείται ο προσδιορισμός του ύψους απαιτήσεως του δανειστού και της αξίας του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού αντικειμένου κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική αλλά επέρχεται κατά το μέρος ζημιώσεως του δανειστού, ούτως ώστε εάν το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος της απαιτήσεως του δανειστού, η διάρρηξη να είναι μερική και να εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο προς την αξία της απαιτήσεως του δανειστού εν σχέσει προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (βλ. ΑΠ 480 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 36 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Εκτιμάται δέ ότι τυγχάνει ορισμένη η αγωγή, όταν διά του δικογράφου της προσδιορίζεται η κατά την άσκηση αυτής αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ακόμη και όταν ο τοιούτος προσδιορισμός στηρίζεται επί του αντικειμενικού συστήματος εξευρέσεως αξιών, αφού διά της τοιαύτης εξιστορήσεως υιοθετείται υπό του ενάγοντος ότι η πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου ταυτίζεται προς την κατ’ αντικειμενικόν προσδιορισμόν αντίστοιχη (βλ. ΑΠ 637 /2001, ΕλλΔνη 43: 1410 ή ΤΝΠΔΣΑ και ΤριμΕφΛαρ 79 /2016, 16 /2016, 334 /2015, 291 /2015 & 532 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης πρέπει να εξιστορείται η αφερεγγυότης του οφειλέτου, η οποία υφίσταται, όταν η υπόλοιπη (εμφανής) περιουσία του δεν επαρκεί διά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού. Ως υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτου νοείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας δύνανται να επιληφθούν οι δανειστές προς ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών και ουχί και η αφανής περιουσία, η  οποία είναι εν τοις πράγμασι ανύπαρκτη δι’ αυτούς, καθώς αντίθετη εκδοχή οδηγεί σε ματαίωση του διά της διαρρήξεως επιδιωκομένου νομοθετικού σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση του οφειλέτου (βλ. ΑΠ 1815 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 618761, ΑΠ 941 /2007, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 88 /1998, ΕλλΔνη 39: 843 και ΑΠ 2045 /1986, ΕλλΔνη 28: 1223). Διά της εξιστορήσεως ότι μετά την κρίσιμη εκποίηση δεν έχει απομείνει στον οφειλέτη οιοδήποτε ακίνητο προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή υπονοείται ότι διά της τοιαύτης εκποιήσεως δεν έχει απομείνει στον οφειλέτη οιαδήποτε εμφανής περιουσία (βλ. ΑΠ 637 /2001, ο.π.). Αφερεγγυότης υπάρχει και όταν η υπολειπομένη περιουσία του οφειλέτου είναι πολλαπλώς βεβαρημένη διά εμπραγμάτων βαρών και δεν επαρκεί διά την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού (βλ. ΕφΛαρ 179 /2015, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΛαρ 59 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Η αφερεγγυότης πρέπει να υπάρχει και κατά τον χρόνον ασκήσεως της αγωγής διαρρήξεως, οπότε και κρίνεται το στοιχείον της βλάβης του δανειστού, ενώ τυγχάνει αδιάφορον εάν η απαίτηση του δανειστού τυγχάνει υπό αναβλητικήν αίρεση ή προθεσμία ή εάν έχει δικαστικώς βεβαιωθεί και εξοπλισθεί διά εκτελεστού τίτλου, αρκεί αυτή, όπως προελέχθη, να έχει γεννηθεί κατά τον χρόνον της απαλλοτριώσεως και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την συζήτηση της παυλιανής αγωγής (βλ. ΑΠ 731 /2017, ο.π.). Η απαίτηση πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα εξατομικευτικά αυτής στοιχεία και δή ως προς την αιτία (νόμιμη, συμβατική, αδικοπρακτική ή άλλη) και το ποσόν αυτής (βλ. ΑΠ 113 /2012, ΤΝΠΔΣΑ), εκτός εάν υπάρχει δεδικασμένο περί της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, όπως συμβαίνει εν περιπτώσει εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής επιδοθείσης δίς προς τον οφειλέτη και μη προσβληθείσης διά ασκήσεως ανακοπής εντός των άρθρων 632§1 και 633§2 ΚΠολΔ οριζομένων προθεσμιών (βλ. ΑΠ 1339 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 891 /2008, ΕλλΔνη 50: 156 και ΑΠ 828 /2004, ΕλλΔνη 47: 1412). Η, ως καταδολιευτική, προσβαλλομένη δικαιοπραξία δεν δύναται να διαρρηχθεί διά απαίτηση διαφορετική της διά του αγωγικού δικογράφου εξιστορουμένης αντίστοιχης (βλ. ΑΠ 1339 /2012, ο.π.). Επί πλέον υπό το νομικό καθεστώς των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την 4η Απριλίου 1995 (χρόνον ενάρξεως ισχύος του Ν. 2298 /1995), και δή από τα άρθρα 936§3 ΚΠολΔ (όπως η τρίτη παράγραφος προσετέθη διά του άρθρου 4§2 Ν. 2298 /1995) και 992§1εδ.β΄ ΚΠολΔ (όπως η πρώτη παράγραφος αντικατεστάθη διά του άρθρου 4§19 Ν. 2298 /1995), εν συνδυασμώ προς το άρθρο 4§37 Ν. 2298 /1995, συνάγεται το αντικείμενον της αγωγής του δανειστού χρηματικής απαιτήσεως προς διάρρηξη τυγχάνει πλέον μόνον η απαγγελία της διαρρήξεως της ως καταδολιευτικής προσβαλλομένης απαλλοτριώσεως και δεν απαιτείται πλέον αυτός να σωρεύσει και αίτημα αναμεταβιβάσεως του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον (προς όν η μεταβίβαση) τρίτον προς τον (μεταβιβάσαντα) οφειλέτη, διότι βάσει της προαναφερομένης ρυθμίσεως ο δανειστής δύναται να κατάσχει το πράγμα της διαρρηχθείσης δικαιοπραξίας απ’ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτου (βλ. ΑΠ 422 /2013 & 421 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 554 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 373340). Εν τέλει, κατά το άρθρο 946 ΑΚ η αγωγή διαρρήξεως παραγράφεται μετά παρέλευσιν πενταετίας από της απαλλοτριώσεως (βλ. ΑΠ 670 /1987, ΤΝΠΔΣΑ).

ΣΤ) Από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοβαθμίως εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: δυνάμει της υπ’ αριθ. ……….. συμβάσεως πιστώσεως μέσω ανοικτού λογαριασμού αορίστου διαρκείας μεταξύ της πιστοδοτρίας ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……..» και της πιστούχου ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………» συνεφωνήθη η χορήγηση πιστώσεως εξυπηρετουμένης δι’ ανοικτού λογαριασμού υπό της αφ’ ενός συμβληθείσης προς την αφ’ ετέρου συμβληθείσα μέχρι του χρηματικού ύψους των 7.200.000 ευρώ προς τον σκοπό καλύψεως αναγκών της πιστούχου διά κεφάλαιο κινήσεως καθώς και πάσης άλλης φύσεως χρηματοδοτικών αναγκών (συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικώς και των αντιστοίχων διά έκδοσιν εγγυητικών επιστολών και άνοιγμα ενεγγύων πιστώσεων). Την καλή εκπλήρωση των εκ της συμβάσεως απορρεουσών υποχρεώσεων της πιστούχου προς την πιστοδότρια ηγγυήθησαν διά συμβάσεως εγγυήσεως ο πρώτος εναγόμενος και ο μη διάδικος αδελφός του ………, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον μετά της πρωτοφειλετρίας ως αυτοφειλέτες. Προς εξυπηρέτηση της πιστώσεως συνεφωνήθη ότι δύνανται να τηρούνται είς ή και περισσότεροι λογαριασμοί υπό την έννοια του άρθρου 112 ΕισΝΑΚ, καθώς και άλλοι λογαριασμοί αναλόγως προς τις ανάγκες της πιστώσεως. Επί πλέον η πιστούχος και οι εγγυητές ανέλαβαν την υποχρέωση να γνωστοποιούν εγγράφως προς την πιστοδότρια οποιαδήποτε τυχόν μεταβολή της νομικής, οικονομικής και περιουσιακής καταστάσεως αυτών και η πιστούχος να τηρεί επαρκώς ασφαλισμένα σε ασφαλιστική εταιρεία της εγκρίσεως της πιστοδοτρίας άπαντα τα δεκτικά ασφαλίσεως περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεώς της διά παραδόσεως προς την Τράπεζα αντιγράφων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και διά εκχωρήσεως των εκ των ως άνω ασφαλιστικών συμβολαίων απορρεόντων δικαιωμάτων της. Επί πλέον η πιστούχος (και οι εγγυητές) ανέλαβαν την  υποχρέωση να μην μεταβιβάσουν την κυριότητα ή την διαχείριση της πιστούχου σε τρίτα πρόσωπα και να μην προβούν σε συγχώνευση, διάσπαση ή απορρόφηση αυτής άνευ προηγουμένης εγγράφου ενημερώσεως της πιστοδοτρίας. Επίσης η πιστούχος ανεγνώρισε ότι καθ’ όλην την διάρκεια της πιστώσεως η πιστοδότρια ηδύνατο να αξιώνει από την ιδίαν αφ’ ενός να παρέχει προς εκείνην οποιαδήποτε, κατά την κρίση της, εύλογη ασφάλεια προς εξασφάλιση πάσης απαιτήσεώς της. Εν περιπτώσει δέ μη εμπροθέσμου καταθέσεως των ποσών, τα οποία βάσει της συμβάσεως υποχρεούτο να καταθέτει στους λογαριασμούς της πιστώσεως, η πιστούχος καθίστατο αυτοδικαίως υπερήμερη και η τράπεζα εδικαιούτο να μεταφέρει το μη κατατεθέν ποσόν σε αυτοτελή απλό λογαριασμό, οφειλομένου επί του μεταφερομένου ποσού τόκου υπερημερίας. Η πιστοδότρια είχε δικαίωμα καταγγελίας της πιστώσεως και οριστικού κλεισίματος της συμβάσεως σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της διαρκείας της, ενδεικτικώς δέ, μεταξύ άλλων, και κατά τις περιπτώσεις αφ’ ενός ουσιώδους μειώσεως της οικονομικής επιφανείας ή ουσιώδους περιορισμού του κύκλου εργασιών και των αποτελεσμάτων χρήσεως της πρωτοφειλετρίας, αφ’ ετέρου διαπιστώσεως εμφανίσεως επιβαρυντικών και λοιπών δυσμενών στοιχείων (όπως ακαλύπτων επιταγών, εκδόσεως διαταγών πληρωμής, κατασχέσεων και σφραγίσεως της περιουσίας της πιστούχου ή των εγγυητών) και επίσης μη αποπληρωμής εκ μέρους της πιστούχου ή των εγγυητών διά οποιοδήποτε λόγο ληξιπροθέσμων και απαιτητών οφειλών αυτών προς την πιστοδότρια τράπεζα ή τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Διά της καταγγελίας η τράπεζα ηδύνατο να κηρύξει αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο της συμβάσεως και η πιστούχος περιήρχετο αυτοδικαίως και άνευ ειδοποιήσεως σε υπερημερία. Το δέ απόσπασμα από τα εν πρωτοτύπω διά μηχανογραφικού συστήματος εντός της μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστού της τραπέζης τηρούμενα επίσημα λογιστικά βιβλία της πιστοδοτρίας, το οποίο ενεφάνιζε την κίνηση του λογαριασμού ή των λογαριασμών της πιστώσεως συνεφωνήθη ότι ηδύνατο να αποτελέσει πλήρη απόδειξη διά τυχόν απαίτηση της τραπέζης κατά της πιστούχου από το οριστικό κλείσιμο της συμβάσεως, κατά το οποίο εκλείοντο οριστικώς οι προς εξυπηρέτηση της συμβάσεως τηρούμενοι λογαριασμοί, τους οποίους η τράπεζα ηδύνατο να συνενώνει σε ενιαίο λογαριασμό διά αθροίσεως ή συμψηφισμού των υπολοίπων αυτών. Ειδικώτερον ως προς την ευθύνη των εγγυητών συνεφωνήθη, πλήν άλλων, μεταξύ αυτών και της πιστοδοτρίας ότι οι εγγυητές εγγυώνται ανεπιφυλάκτως προς την τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση παντός χρεωστικού υπολοίπου της πιστώσεως, καθώς και των τόκων, προμηθειών, επιβαρύνσεων και εξόδων, ενεχόμενοι εις ολόκληρον μετά της πρωτοφειλετρίας πιστούχου αλλά και ως αυτοφειλέτες, παραιτούμενοι της ενστάσεως διζήσεως και του δικαιώματος εκ του άρθρου 853 ΑΚ και ότι ο εγγυητής δεν ελευθερούται των υποχρεώσεων αυτού, ακόμη και εάν η ικανοποίηση της απαιτήσεως της τραπέζης εναντίον της πιστούχου έγινε αδύνατη διά οιονδήποτε λόγο και ανεξαρτήτως εάν ο λόγος αυτός βαρύνει ή μη την τράπεζα. Διά την εξυπηρέτηση της συμβάσεως ανοικτής πιστώσεως ετηρήθησαν οι ακόλουθοι λογαριασμοί: α) ο υπ’ αριθ. …… διά το χρονικό διάστημα από 13-1-2005 έως και 28-9-2007, β) ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 17-1-2005 έως και 30-9-2007, γ) ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 30-9-2007 έως και 10-5-2011 (ούτος απετέλεσε εν τοις πράγμασιν συνέχεια του δευτέρου ως άνω επί μέρους λογαριασμού λόγω αλλαγής του μηχανογραφικού συστήματος της τραπέζης), δ) ο υπ’ αριθ. …… λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 27-12-2007 έως και 2-8-2011, ε) ο υπ’ αριθ. …… λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 25-2-2010 έως και 11-7-2011, στ) ο υπ’ αριθ. …… λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 8-4-2010 έως και 10-1-2011, ζ) ο υπ’ αριθ. ….. λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 30-4-2010 έως και 29-10-2010, η) ο υπ’ αριθ. ….. λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως και 4-5-2011, θ) ο υπ’ αριθ. …. λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 25-2-2010 έως και 9-5-2012 (ημερομηνοχρονολογία οριστικού κλεισίματος της πιστώσεως), ι) ο υπ’ αριθ. …… λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 9-5-2012 (ημέρα οριστικού κλεισίματος) έως και 5-7-2012 και ια) ο υπ’ αριθ. ….. λογαριασμός διά το χρονικό διάστημα από 10-5-2012 (επομένη του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού) έως και 10-5-2012. Την 31η Μαρτίου 2010 η μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…….» συνήνεσε εις την από την πιστούχο προς την πιστοδότρια εκχώρηση απαιτήσεως εκ ποσού 144.362,14 ευρώ, την οποίαν είχε η πιστούχος (ως υπεργολάβος) εναντίον της συναινεσάσης εις την εκχώρηση (ως εργολάβου) από σύμβαση έργου μεταξύ αυτών και η οποία εμπεριείχετο εντός του υπ’ αριθ. …… τιμολογίου της εργολάβου προς την υπεργολάβο. Την 13ην Απριλίου 2010 η μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…….» συνήνεσε εις την από την πιστούχο προς την πιστοδότρια εκχώρηση απαιτήσεως εκ ποσού 534.830,74 ευρώ, την οποίαν είχε η πιστούχος (ως υπεργολάβος) εναντίον της συναινεσάσης εις την εκχώρηση (ως εργολάβου) από σύμβαση έργου μεταξύ αυτών και η οποία εμπεριείχετο εντός του υπ’ αριθ. …….. τιμολογίου της εργολάβου προς την υπεργολάβο. Την 29ην Απριλίου 2010 η μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…….» συνήνεσε εις την από την πιστούχο προς την πιστοδότρια εκχώρηση απαιτήσεως εκ ποσού 146.789,53 ευρώ, την οποίαν είχε η πιστούχος (ως υπεργολάβος) εναντίον της συναινεσάσης εις την εκχώρηση (ως εργολάβου) από σύμβαση έργου μεταξύ αυτών και η οποία εμπεριείχετο εντός του υπ’ αριθ. ……. τιμολογίου της εργολάβου προς την υπεργολάβο. Την 12η Μαΐου 2010 η μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «……..» συνήνεσε εις την από την πιστούχο προς την πιστοδότρια εκχώρηση απαιτήσεως εκ ποσού 33.801,76 ευρώ, την οποίαν είχε η πιστούχος (ως υπεργολάβος) εναντίον της συναινεσάσης εις την εκχώρηση (ως εργολάβου) από σύμβαση έργου μεταξύ αυτών εν σχέσει προς την κατασκευή του έργου «Μελέτη – Κατασκευή ολοκληρωμένου ψυχιατρικού τμήματος εντός του Γενικού Νοσοκομείου …» και η οποία εμπεριείχετο εντός του υπ’ αριθ. …… τιμολογίου της εργολάβου προς την υπεργολάβο. Την 25ην Ιουνίου 2010 η μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…….» συνήνεσε εις την από την πιστούχο προς την πιστοδότρια εκχώρηση απαιτήσεως εκ ποσού 56.336,27 ευρώ, την οποίαν είχε η πιστούχος (ως υπεργολάβος) εναντίον της συναινεσάσης εις την εκχώρηση (ως εργολάβου) από σύμβαση έργου μεταξύ αυτών εν σχέσει προς την κατασκευή του έργου «Μελέτη – Κατασκευή ολοκληρωμένου ψυχιατρικού τμήματος εντός του Γενικού Νοσοκομείου ….» και η οποία εμπεριείχετο εντός του υπ’ αριθ. ….. τιμολογίου της εργολάβου προς την υπεργολάβο. Την 19η Νοεμβρίου 2010 η μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «……..» συνήνεσε εις την από την πιστούχο προς την πιστοδότρια εκχώρηση απαιτήσεως εκ ποσού 96.972,87 ευρώ, την οποίαν είχε η πιστούχος (ως υπεργολάβος) εναντίον της συναινεσάσης εις την εκχώρηση (ως εργολάβου) από σύμβαση έργου μεταξύ αυτών εν σχέσει προς την κατασκευή του έργου «Μελέτη – Κατασκευή ολοκληρωμένου ψυχιατρικού τμήματος εντός του Γενικού Νοσοκομείου ….» και η οποία εμπεριείχετο εντός του υπ’ αριθ. ….. τιμολογίου της εργολάβου προς την υπεργολάβο. Την 28η Ιουλίου 2011 διά της υπ’ αριθ. ….. συμβάσεως εκχωρήσεως απαιτήσεων λόγω ενεχύρου η πρωτοφειλέτρια προς εξασφάλισιν πάσης απαιτήσεως της πιστοδοτρίας εναντίον της ιδίας από την σύμβαση πιστώσεως συνέστησε υπέρ της αντισυμβαλλομένης της (ήδη μετονομασθείσης σε «…..») ενέχυρο επί απαιτήσεως χρηματικού ύψους 838.907,12 ευρώ της ιδίας (πιστούχου) κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Τμήματος Κατασκευής Έργων Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ΕΥΔΕ /ΜΕΔΕ Υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων), η οποία απέρρεε εκ της από 28-7-2011 (36ης) εντολής πληρωμής διά το βάσει του από 20-3-2008 συμφωνητικού κατασκευής και της (από 25-8-2010) 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως εργασιών διά το έργο «ΝΕΟΣ ΛΙΜΕΝΑΣ … – Β΄ ΦΑΣΗ (υπ’ αριθ. ……..έργο). Η ως άνω αναφερομένη σύμβαση πιστώσεως μεταξύ της πιστοδοτρίας και της πιστούχου ελειτούργησε από την 13ην Ιανουαρίου 2005 έως την 9η Μαΐου 2012, οπότε και κατηγγέλθη υπό της πιστοδοτρίας. Εν τω μεταξύ την 22α Νοεμβρίου 2007 δυνάμει του εις τα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (ΤΜ: .. – ΑΑ: ..) μεταγραφέντος υπ’ αριθ. …… συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. (η οποία δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. αδείας του Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς ανεπλήρωσε την λόγω συγγενείας κωλυομένη Συμβολαιογράφο Πειραιώς ………), ο πρώτος εναγόμενος μετεβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τον (τότε ηλικίας 26 ετών) δεύτερο εναγόμενο υιό του το ήμισυ (1/2) εξ αδιαιρέτου συγκυριότητος επί ενός (αρτίου και οικοδομησίμου) οικοπέδου (μετά παλαιάς λιθοκτίστου οικίας επιφανείας 48 μ2), το οποίο ευρίσκεται επί της διασταυρώσεως των οδών …..και .. εις θέσιν «…….» του δήμου Πειραιώς, έχει επιφάνεια 162,17 μ2, έχει αποτυπωθεί  υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα «Α – Β – Γ – Δ – Α» επί του από Νοεμβρίου 1993 τοπογραφικού διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού …….. και είχε κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως αντικειμενική αξία 33.221,81 ευρώ και κατά τον χρόνο πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου αγωγής εμπορική αξία 40.000 ευρώ. Εν σχέσει προς τον χρόνο συντελέσεως της ως άνω απαλλοτριώσεως (22α Νοεμβρίου 2007): α΄) ο πρώτος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως της ώδε ενδιαφερούσης πιστώσεως είχε κλείσει μηδενικός ένα μήνα και είκοσι δύο ημέρες προ της ως άνω μεταβιβάσεως, β΄) ο δεύτερος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως της πιστώσεως είχε αρνητικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 400.000 ευρώ εις βάρος της πιστούχου κατά την μετατροπή του στον αμέσως επόμενο λογαριασμό (λόγω αλλαγής του μηχανογραφικού συστήματος) ένα μήνα και είκοσι δύο ημέρες προ της ως άνω μεταβιβάσεως, γ΄) ο τρίτος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως της πιστώσεως (εις τον οποίον είχε μετατραπεί ο δεύτερος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως) είχε διατηρήσει το ως άνω αρνητικό χρεωστικό υπόλοιπο εκ 400.000 ευρώ κατά τον χρόνον της κρίσιμης μεταβιβάσεως, πλήν, όμως, την 27η Δεκεμβρίου 2007 (ήτοι ένα μήνα και πέντε ημέρες μετά την κρίσιμη μεταβίβαση) το αρνητικό αυτού υπόλοιπο εμηδενίσθη διά αντιστοίχου ισοπόσου προς το χρεωστικό υπόλοιπο καταβολής εκ μέρους της πρωτοφειλετρίας, ενώ η λειτουργία του ως άνω λογαριασμού συνεχίσθη κανονικώς επί τρία και ήμισυ ακόμη έτη, οπότε εκλείσθη μετά μηδενικού υπολοίπου, δ΄) ο τέταρτος ως άνω επί μέρους λογαριασμός άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί και να κινείται ένα μήνα και πέντε ημέρες μετά την επίδικη μεταβίβαση και έκλεισε μετά μηδενικού υπολοίπου μετά παρέλευση τριών ετών και εννέα περίπου μηνών μετά την κρίσιμη μεταβίβαση, ε΄) ο πέμπτος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως της πιστώσεως άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί και να κινείται δύο έτη και τρείς περίπου μήνες μετά την επίδικη μεταβίβαση και έκλεισε μηδενικός μετά παρέλευση ενός έτους και τριών περίπου μηνών από του ανοίγματός του, στ΄) ο έκτος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως της πιστώσεως άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί και να κινείται δύο έτη και πέντε περίπου μήνες μετά την κρίσιμη μεταβίβαση και έκλεισε μηδενικός μετά παρέλευση εννέα περίπου μηνών από του ανοίγματός του, ζ΄) ο έβδομος ως άνω επί μέρους λογαριασμός κινήσεως της πιστώσεως άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί και να κινείται δύο έτη και πέντε περίπου μήνες μετά την επίδικη μεταβίβαση και έκλεισε μηδενικός μετά παρέλευση έξι περίπου μηνών από του ανοίγματός του, η΄) ο όγδοος ως άνω επί μέρους λογαριασμός άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί και να κινείται δύο έτη και ένδεκα μήνες μετά την επίδικη μεταβίβαση και έκλεισε μηδενικός μετά παρέλευση έξι περίπου μηνών από του ανοίγματός του, θ΄) ο κρίσιμος ένατος ως άνω επί μέρους λογαριασμός άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί και να κινείται δύο έτη και τρείς περίπου μήνες μετά την επίδικη μεταβίβαση και έκλεισε (διά της προρρηθείσης καταγγελίας της συμβάσεως πιστώσεως) μετά χρεωστικού εις βάρος της πρωτοφειλετρίας υπολοίπου 1.661.431,42 ευρώ μετά παρέλευση δύο ετών και τριών περίπου μηνών από του ανοίγματός του και ι΄) ο δέκατος επί μέρους ως άνω λογαριασμός αποτελεί τον λογαριασμό μεταφοράς του οριστικού χρεωστικού καταλοίπου μετά την καταγγελία της συμβάσεως και το οριστικό κλείσιμο του ενάτου ως άνω επί μέρους λογαριασμού εξυπηρετήσεως της κινήσεως της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως. Ήτοι, εκ των προαναφερομένων καταδεικνύεται ότι μέχρι τον χρόνο της επιδίκου μεταβιβάσεως είχαν ανοίξει και ελειτούργησαν προς εξυπηρέτηση της προρρηθείσης συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού ο πρώτος επί μέρους λογαριασμός, ο οποίος είχε ήδη κλείσει μηδενικός προ της συντελέσεως της συγκεκριμένης απαλλοτριώσεως, και ο δεύτερος επί μέρους λογαριασμός, ο οποίος έχων μέν χρεωστικό υπόλοιπο 400.000 ευρώ, μετετράπη εις τον τρίτο επί μέρους λογαριασμό ένα μήνα και είκοσι δύο ημέρες πρίν από τον κρίσιμο ως άνω χρόνο της επιδίκου μεταβιβάσεως και εξακολούθησε ως τρίτος πλέον επί μέρους λογαριασμός να έχει το ίδιο ως άνω χρεωστικό υπόλοιπο και κατά τον κρίσιμο χρόνο συντελέσεως της προσβαλλομένης απαλλοτριώσεως, πλήν, όμως, το συγκεκριμένο χρεωστικό υπόλοιπο εμηδενίσθη περί το τέλος του αμέσως επομένου της επιδίκου απαλλοτριώσεως μηνός αλλά και ο εν λόγω επί μέρους λογαριασμός ελειτούργησε κανονικώς και ομαλώς επί τρία και ήμισυ επί πλέον έτη μέχρι  του κλεισίματός του μετά μηδενικού υπολοίπου. Ωσαύτως εκ των ιδίων ως άνω αποδεικτικών στοιχείων καταδεικνύεται ότι και οι τέταρτος έως και όγδοος επί μέρους λογαριασμοί εξυπηρετήσεως της πιστώσεως άνοιξαν ουχί πρίν αλλά μετά την συντέλεση της επίδικης μεταβιβάσεως, ελειτούργησαν δέ κανονικώς και ομαλώς καθ’ όλην την διάρκεια κινήσεως εκάστου εξ αυτών και έκλεισαν μετά μηδενικού υπολοίπου εις ικανό διάστημα (από τριών έως και τριών και ημίσεος περίπου ετών) μετά τον χρόνο συντελέσεως της επίδικης απαλλοτριώσεως. Μόνον δέ ο ένατος επί μέρους λογαριασμός της επίδικης συμβάσεως πιστώσεως έκλεισε εις βάρος της πρωτοφειλετρίας μετά χρεωστικού υπολοίπου 1.661.431,42 ευρώ, πλήν, όμως, αυτός είχε, κατά τα προαναφερθέντα, ανοίξει και άρχισε να λειτουργεί, ως προερρέθη, την 25η Φεβρουαρίου 2010, δηλαδή δύο έτη και τρείς περίπου μήνες μετά την επίδικη μεταβίβαση και δή εν μέσω της τότε, ως γνωστόν τοις πάσιν (άρθρον 336§1 ΚΠολΔ) επελθούσης γενικής εθνικής οικονομικής κρίσεως, η οποία δεν είχε ακόμη ενσκύψει κατά τον χρόνον συντελέσεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως. Κατά δέ τον χρόνον συντελέσεως της επίδικης απαλλοτριώσεως η οικονομική ισχύς της πρωτοφειλετρίας ήτο εύρρωστος, η λειτουργία της κανονική και η κίνηση των λογαριασμών της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως εξετυλίσσετο ομαλώς μετά περιοδικών χρεώσεων, οι οποίες μέχρι και τον ως άνω κρίσιμο χρόνον δεν υπερέβαιναν το χρηματικό ύψος των 400.000 ευρώ έως 407.500 περίπου ευρώ και εκαλύπτοντο ολοσχερώς (εμηδενίζοντο) διά αντιστοίχων καταβολών εκ μέρους της πιστούχου εις τακτά χρονικά διαστήματα κείμενα εγγύς εκάστης αντιστοίχου αναλήψεως. Μάλιστα και μετά την συντέλεση της επιδίκου απαλλοτριώσεως το εκάστοτε δημιουργούμενο χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος της πιστούχου δεν υπερέβαινε το χρηματικό ύψος των 470.000 ευρώ και εκαλύπτετο (εμηδενίζετο) τακτικότατα διά αντιστοίχων χρηματικών καταβολών της πιστούχου προς την πιστοδότρια επί τρία και ήμισυ επί πλέον έτη έως και την 4η Μαΐου 2011 αναφορικώς προς τους τρίτον έως και όγδοο επί μέρους τραπεζικούς λογαριασμούς κινήσεως της συμβάσεως πιστώσεως (η αποσπασματική αναφορά ανελίξεως του χρεωστικού ύψους εις το ποσόν των 576.600 ευρώ ωφείλετο εις λογιστικό λάθος και η διαφορά εκαλύφθη πάραυτα διά αντιλογιστικής εγγραφής), οι οποίοι, ως προανεφέρθη, έκλεισαν τελικώς μηδενικοί (άνευ χρεωστικού καταλοίπου εις βάρος της πιστούχου), ενώ αναφορικώς προς τον κρίσιμο ένατο επί μέρους λογαριασμό κινήσεως, ο οποίος ως προερρέθη, άνοιξε και άρχισε να λειτουργεί δύο έτη και τρείς μήνες μετά την επίδικη απαλλοτρίωση, η κίνηση αυτού υπήρξε κανονική και το εκάστοτε εις βάρος της πιστούχου δημιουργούμενο χρεωστικό υπόλοιπο εκαλύπτετο και εμηδενίζετο κανονικώς και τακτικώς μέχρι και την 4η Μαΐου 2011, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές κινήσεώς του. Ούτως, εκ των ως άνω καταδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο της επίδικης απαλλοτριώσεως ο εκκαλών διά της μεταβιβάσεως του προαναφερθέντος ημίσεος εξ αδιαιρέτου συγκυριότητος επί του ως άνω ακινήτου λόγω γονικής παροχής προς τον δεύτερο εναγόμενον υιόν του δεν είχε σκοπό βλάβης της εφεσιβλήτου ως δανειστρίας της μη διαδίκου πρωτοφειλετρίας από την ως άνω σύμβαση πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού αλλά η ως άνω γονική παροχή έγινε αποκλειστικώς εκ κινήτρων εκπληρώσεως του γονεϊκού καθήκοντος του πρώτου εναγομένου (εκκαλούντος) προς δημιουργίαν οικονομικής αυτοτελείας του τότε εικοσιεξαετούς ως άνω υιού του. Η κρίση αυτή ενισχύεται και εκ του ότι οικονομικόν θεμέλιον συνάψεως της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως και δή προς χορήγησιν πιστώσεως υπό της πιστοδοτρίας προς την πιστούχο μέχρι του σημαντικωτάτου και ουχί συνήθους χρηματικού ορίου των 7.200.000 ευρώ ετύγχανεν η οικονομική ευρρωστία της πρωτοφειλετρίας, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο, όπως δεν ημφισβητήθη ειδικώς υπό της εφεσιβλήτου, εξετιμάτο τότε σε χρηματικό ύψος 3.000.000 ευρώ, και ουχί η οικονομική αξία του προπεριγραφέντος δικαιώματος συγκυριότητος του πρώτου εναγομένου επί του ως άνω ακινήτου, του οποίου η κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως αντικειμενική αξία (εκ 33.801,76 ευρώ) ανήρχετο εις ποσοστόν μόλις ενός διακοσιοστού δεκάτου τρίτου (1 /213) περίπου επί του συμβατικού χρηματικού ορίου (ύψους 7.200.000 ευρώ) της επίδικης συμβάσεως πιστώσεως και η κατά την πρωτοβάθμιον συζήτησιν της υποθέσεως πραγματική αξία αυτού (εκ 40.000 ευρώ) ανήρχετο εις ποσοστόν μόλις ενός τεσσαρακοστού πρώτου (1 /41) περίπου επί της τότε ληξιπροθέσμου και απαιτητής οφειλής (εκ ποσού 1.660,695,13 ευρώ). Μάλιστα από του μηνός Μαΐου του έτους 2011 η διατήρηση της εμπιστοσύνης της πιστούχου εις την έκτοτε εμφανή αύξηση του χρεωστικού υπολοίπου της συμβάσεως πιστώσεως εις βάρος της πιστούχου, η οποία σύμβαση μετά παρέλευσιν έτους ήχθη εις το οριστικόν κλείσιμον αυτής, εστηρίχθη  επιπροθέτως (πέραν της οικονομικής ευρρωστίας της πρωτοφειλετρίας μέχρι της ενάρξεως της γενικής οικονομικής κρίσεως) εις τις εκ μέρους της πιστοδοτρίας (και της εφεσιβλήτου ως ειδικής διαδόχου αυτής) μη αμφισβητηθείσες ως, κατά τα εις ανωτέρω σημείον της παρούσης εκτιθέμενα, συντελεσθείσες εκχωρήσεις των προπεριγραφεισών απαιτήσεων της πρωτοφειλετρίας κατά τρίτων προσώπων συνολικού ύψους άνω του 1.000.000 ευρώ. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον, αν και η πιστοδότρια [λόγω της εκ μέρους του ως άνω εγγυητού υποβολής προς αυτήν του εκάστοτε (προς την οικεία δημοσίαν οικονομική υπηρεσίαν φορολογήσεώς του υποβαλλομένου) φύλλου «Ε9» περί μεταβολής της ακινήτου περιουσίας του] ήτο ενήμερη της τοιαύτης νομικής μεταβολής της περιουσιακής καταστάσεως του εκκαλούντος (πρώτου εναγομένου) εγγυητού εν σχέσει προς την λόγω γονικής παροχής μεταβίβαση του προαναφερθέντος δικαιώματος συγκυριότητος επί του προπεριγραφέντος ακινήτου προς τον δεύτερον εναγόμενον υιόν του, εν τούτοις ουδέποτε είχε προσβάλει την ως άνω δικαιοπραξία ως καταδολιευτική κατά το χρονικό διάστημα της μεσολαβησάσης υπερτετραετίας από της συντελέσεως της δικαιοπραξίας (κατά την 22α Νοεμβρίου 2007) έως και της καταστάσεως της εφεσιβλήτου ως ειδικής διαδόχου της πιστοδοτρίας (κατά την 17η Δεκεμβρίου 2011). Η δέ εφεσίβλητος (ειδική διάδοχος της πιστοδοτρίας) προσέβαλε ταύτην ως καταδολιευτικήν ουχί αμέσως μετά την συντέλεση της ως άνω ειδικής διαδοχής αλλά  μετά παρέλευσιν ένδεκα μηνών από ταύτης και δή μόλις μίαν ημέραν πρό της εκπνοής της εκ του άρθρου 946 ΑΚ οριζομένης πενταετούς παραγραφής διά την διάρρηξη της δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, εξ ού ενισχύεται η ως άνω σχηματισθείσα κρίση περί ανυπαρξίας οιουδήποτε δόλου εις το πρόσωπο του εκκαλούντος (πρώτου εναγομένου) προς βλάβην των συμφερόντων της πιστοδοτρίας κατά τον χρόνον συντελέσεως της ως άνω απαλλοτριώσεως. Έσφαλεν, επομένως, η εκκαλουμένη δεχθείσα τα αντίθετα και πρέπει, κατά παραδοχήν του αντιστοίχου λόγου εφέσεως αύτη να εξαφανισθεί (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατά τα εις την αρχήν της παρούσης αναφερόμενα καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495§4εδ. ε΄ ΚΠολΔ), να κρατηθεί δέ και δικασθεί κατ’ ουσίαν η κρινομένη διαφορά, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η ένδικος αγωγή και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του εκκαλούντος εις βάρος της ηττηθείσης εφεσιβλήτου (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν την υπ’ αριθ. καταθ. ….. έφεση (του πρώτου εναγομένου) και την υπ’ αριθ. καταθ. …… ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως [του εκκαλούντος (πρώτου εναγομένου) προς τον δεύτερον εναγόμενο], καθώς και την διά των προτάσεων ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του προς όν η ανακοίνωση της δίκης – προσεπικαλουμένου (πρωτοβαθμίως δευτέρου εναγομένου) υπέρ του εκκαλούντος.

Απορρίπτει την ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως και την πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 4549 /2014 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εις τον εκκαλούντα επιστροφή του εις το σκεπτικό αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Διακρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την κρινομένη διαφορά.

Απορρίπτει ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την υπ’ αριθ. καταθ. ……. αγωγή τακτικής διαδικασίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος της εφεσιβλήτου την δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του εκκαλούντος, την οποίαν ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

 

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 10ην Ιουλίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή ευρίσκεται σε

αναρρωτική άδεια,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Παναγιώτης Χουζούρης.

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 8ην   Απριλίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένων της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού και της Εφέτου, Μαρίας Ανδρεοπούλου, οι οποίες ευρίσκονται σε αναρρωτική άδεια, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Παναγιώτη Χουζούρη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες και με Γραμματέα τη Δήμητρα Πάλλα, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ