Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 207/2019

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  207 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 30.6.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……… και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……. και β) από 10.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ….. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …… και αφετέρου του …….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.908/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 7.9.2005 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. αγωγή του πρώτου κατά του δεύτερου και απέρριψε, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την από 5.3.2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. προσεπίκληση με παρεμπίπτουσα αγωγή του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και κατόπιν συγχώνευσης δια απορροφήσεως, της εδρεύουσας στην .. Αττικής  νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…….» και ήδη «……», όπως μετονομάστηκε, ως οιονεί καθολική διάδοχος της, κατόπιν παραπομπής των υποθέσεων, λόγω του ναυτικού τους χαρακτήρα, με την υπ’αριθμ.5207/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ο ενάγων, ……., με την από 7.9.2005 αγωγή του ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των  9.375 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποθετική του ζημία από την απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του, ως ναυτικού, ναυτολογημένου με τα καθήκοντα του μάγειρα μετά των πρόσθετων καθηκόντων του θαλαμηπόλου, αντί μηνιαίων καθαρών συμφωνημένων αποδοχών 3.750 ευρώ, που θα ελάμβανε κανονικά αν δεν μεσολαβούσε ο τραυματισμός του, κατά το χρονικό διάστημα από 5.9.2003 μέχρι 19.11.2013, βάσει προφορικής συμφωνίας με την αναφερόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, καθώς επίσης το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά 24.375 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, λόγω της βλάβης του σώματος του, που του προξένησε παράνομα και υπαίτια ο εναγόμενος, υπό τις συνθήκες, που επαρκώς περιγράφονται στην αγωγή, κατά τον αμελή και μη ασφαλή χειρισμό σκάφους αναψυχής της επιχείρησης θαλάσσιων δραστηριοτήτων, που διατηρεί και εκμεταλλεύεται ο εναγόμενος, το οποίο έσερνε θαλάσσιο έλκηθρο καλούμενο «μπανάνα», όπου επέβαινε ο ενάγων με τα αναφερόμενα οικεία του πρόσωπα για πλου αναψυχής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα.

Εξάλλου, με την συνεκδικαζόμενη από 5.3.2007 προσεπίκληση, μετά παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, του εναγομένου κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», ο  προσεπικαλών επικαλούμενος ότι έχει ασφαλίσει κατά τον κρίσιμο χρόνο τα δύο αναφερόμενα ταχύπλοα σκάφη της επιχείρησης του, που χρησιμοποιούνται για να σέρνουν θαλάσσιο έλκηθρο («μπανάνα»), δυνάμει των αντίστοιχων αναφερομένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που έχει συνάψει με την προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρία και για την  αστική του ευθύνη έναντι τρίτων, ζητεί να παρέμβει η προσεπικαλούμενη, ως δικονομική εγγυήτρια, στην ανοιγείσα δίκη με την κύρια, ως άνω, ενσωματωμένη στο δικόγραφο του αγωγή, υπέρ αυτού και να υποχρεωθεί, στην περίπτωση ήττας του, να του καταβάλει όποιο ποσό θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής, να καταδικαστεί δε στη δικαστική του δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την ως άνω κύρια αγωγή με την ασκηθείσα από τον εναγόμενο προσεπίκληση με την παρεμπίπτουσα αγωγή, έκρινε την κύρια αγωγή παραδεκτή και νόμιμη και αφού προχώρησε στην ουσιαστική διερεύνηση της, χωρίς να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ενάγων, θεωρώντας μη νόμιμη την επίκληση τους με την ενσωμάτωση στις προτάσεις του των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση, έκρινε τον εναγόμενο υπαίτιο από αμέλεια της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, ακολούθως δε απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης της αποθετικής του ζημίας, ως ουσιαστικά αβάσιμο και κατά τα λοιπά έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τον εναγομένο να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €), για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, νομιμοτόκως, ενώ απέρριψε την προσεπίκληση με την παρεμπίπτουσα αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους ο ενάγων και ο εναγόμενος-παρεμπίπτων ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής  και της προσεπίκλησης με την παρεμπίπτουσα αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη τους αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 του Α.Κ., συνάγεται, ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς προσώπου του κύκλου δραστηριότητας του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή (πρόσφορη) και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 325/2018, ΑΠ 204/2018, ΑΠ 345/2017, ΑΠ 252/2013). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 929 ΑΚ, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει και οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον. Κατά δε το άρθρο 298 ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι αν βλαβεί το σώμα ή η υγεία προσώπου από αδικοπραξία, η αποζημίωση περιλαμβάνει και οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον, όπως όταν από αδικοπραξία, τραυματισθεί και καταστεί ανίκανος προς εργασία. Στην περίπτωση αυτή για να δικαιωθεί τραυματισθείς την πιο πάνω αποζημίωση, δηλαδή τα διαφυγόντα εισοδήματα, πρέπει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει, ότι δεν μπόρεσε στο κρίσιμο χρονικό διάστημα να ασκήσει την επαγγελματική δραστηριότητα, που προηγουμένως ασκούσε και ότι με πιθανότητα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ασκούσε, αν δεν τραυματιζόταν και έτσι ζημιώθηκε ορισμένο ποσό που κέρδιζε προηγουμένως από την ίδια εργασία (ΑΠ 259/2018, ΑΠ 270/2018). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία τα οποία ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου Κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, προκειμένου για αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914, 297, 298 Α.Κ. προκύπτει ότι, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, τα οποία συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, καθώς επίσης πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της επελθούσης στον ενάγοντα ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, τα οποία προσδιορίζουν την θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 1399/2017).

Εν προκειμένω, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, κατά τα αντίστοιχα αιτήματα της, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εφόσον εκτίθενται τα αναγκαία για την πληρότητα και την θεμελίωση της στοιχεία και δεν απαιτείται για το ορισμένο της να αναφέρεται το όνομα του ζημιογόνου σκάφους, καθόσον επαρκώς προσδιορίζεται τούτο και συγκεκριμένα ότι επρόκειτο για σκάφος αναψυχής της επιχείρησης του εναγομένου, που χρησιμοποιούνταν την ημέρα του ατυχήματος για την εκτέλεση σύντομου πλου αναψυχής με το θαλάσσιο έλκηθρο «μπανάνα», κατά τον οποίο επήλθε η σωματική βλάβη του επιβάτη ενάγοντος, εξαιτίας της εκτιθέμενης αμελούς συμπεριφοράς του εναγομένου οδηγού του, το δε γεγονός της ύπαρξης πλείονων σκαφών του ενάγοντος και άλλων ομοειδών επιχειρήσεων της περιοχής, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, μήτε εμποδίζει την υπεράσπιση του εναγομένου, ούτε τον κωλύει να προσεπικαλέσει την ασφαλιστική εταιρεία του σκάφους με την ιδιότητα του δικονομικού εγγυητή, ως αβασίμως αυτός υποστηρίζει, εφόσον το κρίσιμο γι’αυτό ζήτημα δεν είναι η ονομασία του ζημιογόνου σκάφους, αλλά η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης ασφάλισης τούτου, που να καλύπτει την αστική του ευθύνη έναντι τρίτων, γεγονός γνωστό στον εναγόμενο ασφαλισμένο και η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω εκτιθέμενα. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την αγωγή ορισμένη, δεν έσφαλε και επομένως, ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών-εναγόμενος υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

  1. IV. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 του Ν. 2496/1997 «με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενο της (λήπτη ασφάλισης) ή σε τρίτους παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση)», κατά δε αυτή του άρθρου 25 του ίδιου ως άνω νόμου «η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με αυτή του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω νόμου, προκύπτει ότι η αξίωση του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή από τη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης γεννάται, κατά την κρατούσα γνώμη, όχι από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά όταν ο ζημιωθείς τρίτος, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημίας του αγωγή, διότι από τότε αρχίζει η σύνδεση του αποτελέσματος του ζημιογόνου γεγονότος (ζημίας) με την περιουσία του ασφαλισμένου και επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξιώσεως του ζημιωθέντος τρίτου (ΑΠ 381/2008 ΧρΙΔ Η/2008, 837, ΑΠ 1884/2005 ΕλλΔ/νη 47/2006, 451, ΕφΠειρ 197/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5531/2006 ΕΕμπΔ 2007, 620, ΕφΑθ 4438/2003 ΕΕμπΔ 2003, 843, Βασιλείου Κιάντου Ασφαλιστικό Δίκαιο 9η Εκδοση 2005 σ. 390 – 393). Παρέπεται ότι για το νόμω ορισμένο της αγωγής αυτής θα πρέπει, ενόψει και των άρθρων 111 § 2, 118 αριθ. 4 και 216 § 1α του ΚΠολΔ, να αναφέρεται σ’ αυτήν ότι επιδόθηκε στον ενάγοντα η σχετική αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου (ΑΠ 1884/2005 ΕλλΔ/νη 47/2006 σ. 451). Εξάλλου, ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, για τη σύναψη της οποίας απαιτείται πρόταση από τον αντισυμβαλλόμενο και αποδοχή αυτής από τον ασφαλιστή, είναι τα στοιχεία του ασφαλιστή (ασφαλιστικής επιχείρησης) και του ασφαλισμένου, το αντικείμενο της ασφάλισης, το ποσό για το οποίο αυτή γίνεται, ο κίνδυνος που καλύπτεται και ο χρόνος διάρκειας (ΟλΑΠ 9/2000 41. 668, ΑΠ 1400/2007 ΔΕΕ 2008.332, ΕφΑΘ 3556/2010). Από το συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης, διότι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, αρκεί η επίκληση της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά το περιεχόμενο της και δη των στοιχείων αυτής, που προβλέπονται από τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2496/1997, ότι δηλαδή πρόκειται για μια σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής ανέλαβε, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση προς καταβολή του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Δεν είναι, δε αναγκαίο να περιλαμβάνεται στην αγωγή αυτή το ποσό του ασφαλίστρου, ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του, καθώς και ο αριθμός του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, διότι τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν είναι από τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Επομένως, η παράλειψη της επίκλησης των γεγονότων τούτων δεν καθιστά την εν λόγω αγωγή αόριστη και, συνακόλουθα, απαράδεκτη (ΑΠ 568/2007 ΤΝΠ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 197/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1716/2011 ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7033/2009 ΕΕμπΔ 2010.397, ΕφΘεσ 1385/2006, ΕΕμπΔ 2006.989).

Στην προκειμένη περίπτωση η προσεπίκληση, μετά παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, του εναγομένου προς την ασφαλιστική του εταιρεία, έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο, παρίσταται ορισμένη, καθόσον εκτίθενται τα αναγκαία προς θεμελίωση της στοιχεία και συγκεκριμένα η ύπαρξη έγκυρων ασφαλιστικών συμβάσεων με την προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία των δύο ταχύπλοων σκαφών του με τα ονόματα «Δ.» «Ν.» αντίστοιχα, που έλκουν θαλάσσιο έλκηθρο, κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους και η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης με την άσκηση της σε βάρος του κύριας αγωγής του ενάγοντος παθόντος προς αποζημίωση, συνεπεία της σωματικής του βλάβης, ένεκα του εκτιθέμενου ζημιογόνου γεγονότος, που εμπίπτει σε ασφαλιστική κάλυψη. Με ποίο δε από τα δύο αναφερόμενα ασφαλισμένα σκάφη προκλήθηκε η ζημία, είναι θέμα απόδειξης, που σημαίνει ότι η μη διακρίβωση του στοιχείου τούτου, δεν καθιστά την παρεμπίπτουσα αγωγή καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αόριστη, αλλά ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η κρινόμενη προσεπίκληση με την ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, πάσχει αοριστίας, καθόσον με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, συνεπεία του μη προσδιορισμού του ασφαλισμένου σκάφους, δεν καθορίζεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος, δηλαδή η επέλευση του συγκεκριμένου περιστατικού προς το οποίο είναι συνδεδεμένη η υποχρέωση του ασφαλιστή για καταβολή της αποζημίωσης και κατ’επέκταση, η ασφαλιστική σύμβαση δυνάμει της οποίας ανέλαβε η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, όσο και ο χρόνος, ο τόπος και οι συνθήκες επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή η ζημία του εναγομένου – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως εναγομένου από το ένδικο συμβάν και ακολούθως την απέρριψε, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς, ο συναφής πέμπτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος-εναγομένου-προσεπικαλούντος-παρεμπιπτόντως εναγομένου, πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος.

  1. V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο παρών λόγος ιδρύεται και, όταν οι αποδείξεις προσκομίστηκαν κατά τρόπο απαράδεκτο. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς “ισχυρισμών”, έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης. (ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 1193/2018, ΑΠ 23/2008). Επομένως, δεν είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του Εφετείου εγγράφων για άμεση ή έμμεση απόδειξη με μόνη τη φωτοτυπική ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ` έφεση δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων αυτών (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων του ίδιου ή του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του ίδιου ή ανώτερου Δικαστηρίου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής ή της έφεσης αντίστοιχα, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους, ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη προκειμένη δίκη (ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014, ΑΠ 982/2013, ΑΠ 476/2011, ΑΠ 865/2009). Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του Δικαστηρίου των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της πρωτοβάθμιας ή κατ` έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση των αποδείξεων απευθείας με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη (ΑΠ 1193/2018, ΑΠ 794/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση  των από 25.10.2016 προτάσεων του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συμπεριλήφθηκε σε αυτές με τεχνική αναπαραγωγή αυτούσιο το κείμενο των από 4.6.2015 προτάσεων του και της σχετικής από 9.6.2015 προσθήκης-αντίκρουσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εξέδωσε την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση, σε ενιαίο κείμενο δικογράφου προτάσεων με τη μνεία της φράσης: “…έχουν δε οι ανωτέρω προτάσεις μου (οι κατατατεθείσες κύριες και κατά προσθήκη ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου), σε επικυρωμένο αντίγραφο αυτών, επί λέξει ως εξής, ως ένα ενιαίο σώμα με τις παρούσες προτάσεις μου: », το οποίο κατατέθηκε, μετά των σχετικών, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και το οποίο χαρακτηρίζεται, ως προτάσεις, ενώπιον του δικάσαντος πρωτοδίκως Δικαστηρίου. Με τις προτάσεις αυτές ο ενάγων ρητά επικαλέστηκε όλους τους προταθέντες στην προηγούμενη συζήτηση ισχυρισμούς, που περιέχονταν στις προτάσεις της τελευταίας, καθώς επίσης, προς απόδειξη τούτων, τα επικληθέντα και προσαχθέντα δια των προτάσεων του αποδεικτικά μέσα, τα οποία μνημονεύονται κατά τρόπο σαφή, ειδικό και ορισμένο στο ενσωματωμένο αυτούσιο κείμενο των προτάσεων της συζήτησης εκείνης ενώπιον του αναρμόδιου πρωτόδικου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, ως ενιαίο κείμενο με τις κατατεθείσες ενώπιον τούτου, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, προτάσεις, με αίτημα την παραδοχή τους προς τον σκοπό παραδοχής της αγωγής του, που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τις συνέταξε και τον εκπροσώπησε στο ακροατήριο. Ενόψει τούτων, προκύπτει ότι δεν πρόκειται για απλή φωτοτυπική ενσωμάτωση των προηγούμενων προτάσεων, ως αυτοτελούς και διακριτής διαδικαστικής πράξης, στις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά για συμπερίληψη του περιεχομένου του δικογράφου των προτάσεων ενώπιον του αναρμόδιου πρωτόδικου Δικαστηρίου και ενσωμάτωση αυτών σε ενιαίο σύνολο στο δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεων του ενάγοντος ενώπιον του δικάσαντος αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να διαλαμβάνεται ρητά ευθεία και άμεση επίκληση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων, κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο και όχι εμμέσως με αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης. Επομένως και σύμφωνα με την οικεία νομική σκέψη, η κατά τα άνω επίκληση των ισχυρισμών και των αποδείξεων του ενάγοντος είναι νόμιμη και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε μη νόμιμη την επίκληση των αποδεικτικών του μέσων θεωρώντας ότι με την εν λόγω ενσωμάτωση των προηγούμενων προτάσεων και χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος τούτων, δεν γίνεται ειδική επίκληση κάθε αποδεικτικού μέσου, αν και παραδέχθηκε ότι σ’αυτές μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα και ακολούθως, δεν έλαβε υπόψη τα επικληθέντα από τον ενάγοντα και προσκομιζόμενα δια των προτάσεων του αποδεικτικά μέσα, ενώ γίνεται σαφής επίκληση κάθε σχετικού, που είχε προσκομισθεί προς απόδειξη, με ειδικότερη μνεία και προσδιορισμό των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων, υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη λήψεως υπόψη αποδείξεων, που προσκομίσθηκαν νόμιμα και συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης του, περί μη νόμιμης επαναφοράς τόσο των ισχυρισμών του ενάγοντος, όσο και των αποδείξεων του, κρίνονται απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου, κατ’ουσίαν.

  1. VI. Από τις ένορκες ενώπιον του ακροατηρίου του αναρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιλαμβάνονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου και τις υπ’αριθμ……. ένορκες βεβαιώσεις, των ……. αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που συντάχθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ……… εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. και στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. αντίστοιχα), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο εναγόμενος-παρεμπίπτων ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, ……., διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην περιοχή … επί της λεωφόρου …. στον … Αττικής, επιχείρηση και συγκεκριμένα σχολή θαλάσσιων σπορ και εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής με τον διακριτικό τίτλο «….», διαθέτοντας την σχετική άδεια, καθώς επίσης και άδεια χειριστή ταχύπλοου σκάφους. Στις 31.8.2003 ο ενάγων συνοδευόμενος από την σύζυγο του και τον ανήλικο υιό του …, ηλικίας 9 ετών και την οικογενειακή τους φίλη …. με τον επίσης ανήλικο υιό της …., δώδεκα ετών, επέλεξαν να ψυχαγωγηθούν με το φουσκωτό θαλάσσιο έλκηθρο τύπου «μπανάνα», ως εκ του σχήματος του, που διέθετε η επιχείρηση του εναγομένου, το οποίο εκμίσθωσαν για την διενέργεια σύντομου πλου αναψυχής και επιβιβάστηκαν σ’αυτό οι τέσσερις εξ αυτών στην σειρά με τελευταίο τον ενάγοντα, ενδιάμεσα τα δύο ανήλικα παιδιά και μπροστά την ……. και το οποίο ελκόταν από μηχανοκίνητο ταχύπλοο σκάφος του εναγομένου υπό την διεύθυνση και τον χειρισμό του. Ειδικότερα, το εν λόγω θαλάσσιο μέσο αναψυχής συνίσταται στο ότι το ταχύπλοο σκάφος έλκοντας μέσα στη θάλασσα το φουσκωτό «μπανάνα», στην οποία μπορούν να επιβαίνουν περίπου 8 με 10 άτομα, που κρατιούνται από τις χειρολαβές, που βρίσκονται επ’αυτής, αναπτύσσει ταχύτητα σταδιακά και πραγματοποιεί ελιγμούς δεξιά και αριστερά, έτσι ώστε να παρασύρεται η «μπανάνα» και με την ταχύτητα και τους διαδοχικούς ελιγμούς, να επιτυγχάνεται η διασκέδαση και η ψυχαγωγία των επιβαινόντων. Στην προκειμένη περίπτωση κατά την διενέργεια του εν λόγω πλου, ο εναγόμενος οδηγώντας το ταχύπλοο, από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας, που έπρεπε και μπορούσε να επιδείξει υπό τις επικρατούσες συνθήκες, ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και πραγματοποίησε απότομους και αιφνίδιους ελιγμούς, χωρίς προειδοποίηση, διακόπτοντας και επανεκκινώντας ξαφνικά το σκάφος και εναλλάσσοντας διαρκώς κατεύθυνση, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι στο έλκηθρο επέβαιναν δύο ανήλικα παιδιά, που δεν διέθεταν από την φύση και την ηλικία τους την ανάλογη σωματική δύναμη, ούτε την εμπειρία, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν την ισορροπία τους και να παραμείνουν στις θέσεις τους, καθ’όλη την διάρκεια του πλου, με αποτέλεσμα, ένεκα της αιφνίδιας κίνησης του σκάφους και απότομης εναλλαγής κατευθύνσεων, σε συνδυασμό με την μη επιτρεπόμενη για τις συγκεκριμένες περιστάσεις αναπτυσσόμενη ταχύτητα, ο ανήλικος …., να εκτιναχθεί από την θέση του μη μπορώντας να συγκρατηθεί περαιτέρω από την χειρολαβή και να επιπέσει με σφοδρότητα στον ενάγοντα προκαλώντας του σωματική βλάβη και συγκεκριμένα διπλό κάταγμα στην γνάθο του και να καταλήξουν και οι δύο στην θάλασσα από όπου περισυνελλέγησαν. Ο ενάγων διακομίστηκε άμεσα στο Κέντρο Υγείας Ν.Μάκρης και ακολούθως στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου διαπιστώθηκε ο ανωτέρω τραυματισμός του και αντιμετωπίστηκε χειρουργικώς με επέμβαση στις 9.9.2003, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε ανάταξη και ακινητοποίηση με πλάκες οστεοσύνθεσης. Η νοσηλεία του διήρκεσε μέχρι τις 12.9.2003, που εξήλθε από το νοσοκομείο και του συνεστήθη άδεια ενός μηνός και επανεξέταση σε εβδομαδιαία βάση. Κατά την τελευταία επίσκεψη του στο ανωτέρω νοσοκομείο στις 8.10.2003 αφαιρέθηκαν οι μεταλλικές βίδες από τα οστά της γνάθου του. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών, που δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό μέσο, την αποκλειστική υπαιτιότητα για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και την σωματική βλάβη του ενάγοντος, φέρει ο εναγόμενος, ο οποίος επέδειξε αμέλεια περί την διακυβέρνηση και τον χειρισμό του ταχύπλοου σκάφους, ιδιοκτησίας του, καθόσον όντας υποχρεωμένος για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, έδει να χειριστεί το σκάφος με επιμέλεια και προσοχή και να αποφύγει τους επικίνδυνους ελιγμούς, φροντίζοντας για την ασφάλεια των επιβαινόντων στο ελκούμενο θαλάσσιο έλκηθρο. Επιπλέον, ως υπαίτιος του ατυχήματος σε βάρος του ενάγοντος, όφειλε να παραμείνει στον τόπο του ατυχήματος και να παράσχει κάθε δυνατή συνδρομή στον παθόντα, καθώς επίσης ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει το ταχύτερο στην Λιμενική Αρχή το ατύχημα, πλην όμως ουδέν των ανωτέρω έπραξε, τουναντίον αρνείται την επέλευση του συμβάντος επιχειρώντας αλυσιτελώς να θεμελιώσει την άρνηση του στο ότι ο παθών δεν ονοματίζει το ζημιογόνο σκάφος. Τούτο όμως δεν αναιρεί την πρόκληση του ατυχήματος από υπαιτιότητα του εναγομένου, που συνίσταται στην αμέλεια του, ως προς τον χειρισμό του εν λόγω ζημιογόνου σκάφους, που του ανήκε, υπό τις εκτιθέμενες αποδειχθείσες περιστάσεις, ούτως ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι το ατύχημα προκλήθηκε αποκλειστικά από υπαιτιότητα του στην διακυβέρνηση του ταχύπλοου σκάφους-μέσου αναψυχής της δικής του επιχείρησης του, που κατά τον κρίσιμο χρόνο έλκυε το θαλάσσιο έλκηθρο «μπανάνα», όπου συνεπέβαινε ο ενάγων και όχι παρακείμενης, πλην όμως ο εναγόμενος εμμένει να μην το κατονομάζει, αν και μόνο ο ίδιος διαθέτει την συγκεκριμένη πληροφορία και μπορεί να την παράσχει, θεωρώντας αλυσιτελώς ότι ωφελείται από την απόκρυψη του στοιχείου τούτου. Άλλωστε είναι πασίδηλο ότι ο τόπος, που καταλαμβάνει έκαστη επιχείρηση δραστηριοποιούμενη σε θαλάσσια αθλήματα και λοιπές ασχολίες αναψυχής, είναι καθορισμένος και διακριτός, ώστε να μην εμποδίζει, ούτε να κωλύει την δραστηριότητα της ανταγωνίστριας επιχείρησης, ούτε τους λουόμενους και οφείλει να εφαρμόζει την κείμενη τοποθεσία, που επιβάλλουν τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, γεγονός που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, τήρηση των καθοριζομένων αποστάσεων, με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται κίνδυνος, ούτε σύγχυση στους καταναλωτές για τα όρια που καταλαμβάνει στην παροχή των υπηρεσιών της. Εξάλλου, τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό μέσο, μήτε από τους ισχυρισμούς του εναγομένου ότι ο ενάγων δεν διαθέτει σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών της επιχείρησης του, καθώς επίσης ότι ουδείς λουόμενος ή ο ναυαγοσώστης της παραλίας δεν αντιλήφθηκαν το συμβάν επικαλούμενος προς επίρρωση τούτου την ένορκη ενώπιον του πρωτόδικου ακροατηρίου κατάθεση της μάρτυρος του, συζύγου του, …….., καθόσον, αφενός ο ίδιος παραδέχεται με τις πρωτόδικες προτάσεις του ότι η σχετική απόδειξη εκδίδεται μετά την διενέργεια του πλου με το θαλάσσιο έλκηθρο, που εν προκειμένω δεν ολοκληρώθηκε κανονικά, εφόσον συνεπεία του τραυματισμού του ενάγοντος μεταφέρθηκε αυτός εσπευσμένα από την παρευρισκόμενη σύζυγο του προς παροχή ιατρικών βοηθειών και νοσηλείας και αφετέρου, τα όσα αορίστως καταθέτει η σύζυγος του εναγομένου, δεν επιρωννύονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και αντικρούονται επαρκώς από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων του ενάγοντος, ……….., συζύγου του, ενώπιον του πρωτόδικου ακροατηρίου και των επιβαινόντων μαζί του στο θαλάσσιο έλκηθρο κατά τον επίμαχο πλου, ….. και του υιού της, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών συντασσομένων των υπ’αριθμ…… ενόρκων βεβαιώσεων αντιστοίχως. Επισημαίνεται ότι δυνάμει της υπ’αριθμ.846/2011 απόφασης του Β΄Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ο εναγόμενος έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για το επίδικο συμβάν της σωματικής βλάβης του ενάγοντος από αμέλεια παρ’υποχρέου. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που αποφάνθηκε με την εκκαλουμένη ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου και απέρριψε κατ’ουσίαν τις ενστάσεις ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του και περί υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας  του ανήλικου συνεπιβάτη, …….., κατά την επιχειρούμενη  θεμελίωση της στο ότι ο έτερος ανήλικος, αν και μικρότερος, δεν αποσπάστηκε βιαίως από την θέση του, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, όπως και οι ισχυρισμοί, που διαλαμβάνει στις πρωτόδικες προτάσεις του και επαναφέρει με τις παρούσες προτάσεις του, ως υπεράσπιση κατά της σε βάρος του έφεσης, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είναι επαγγελματίας ναυτικός από το έτος 1974, κάτοχος του υπ’αριθμ.19040 ναυτικού φυλλαδίου και απασχολούνταν αρχικά, ως βοηθός θαλαμηπόλου, ακολούθως, ως βοηθός μαγείρου και μετέπειτα, ως μάγειρας, ναυτολογημένος από του έτους 1997 σε ποντοπόρα φορτηγά υπό ελληνική σημαία πλοία από την ναυτιλιακή εταιρεία «.. (…) ….”, που είναι εγκατεστημένη στον Πειραιά και ενεργεί, ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια, της πλοιοκτήτριας εδρεύουσας στον … εταιρείας «. .. ….”. Ειδικότερα, κατά το προγενέστερο του τραυματισμού του έτος 2002 είχε ναυτολογηθεί στον Πειραιά με την ιδιότητα του μαγείρου στο Φ/Γ πλοίο «M/V A.B.» από 1.1.2002 μέχρι 8.4.2002, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει και από 1.7.2002 στο πλοίο «M/V A.D.» μέχρι 25.6.2003, οπότε απολύθηκε με συμφωνία των συμβληθέντων μερών. Αν δεν μεσολαβούσε ο ένδικος τραυματισμός του, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές ενέργειες, που είχαν λάβει χώρα και τα συμφωνηθέντα με την εν λόγω εργοδότρια εταιρεία δια της ως άνω αντιπροσώπου διαχειρίστριας της, που αποτυπώνονται στην νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζομένη από 29.9.2003 βεβαίωση της τελευταίας, θα επαναυτολογούνταν, ως μάγειρας, στις 5.9.2003, αντί μηνιαίων αποδοχών ανερχομένων σε 3.570 ευρώ συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής ποσού 1.066,72 ευρώ για τα επιπλέον καθήκοντα του θαλαμηπόλου. Εντέλει, δυνάμει της από 7.11.2003 σύμβασης ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε, υπό τους ίδιους όρους και συμφωνίες, στο λιμάνι Sasebo στις 19.11.2003 στο Φ/Γ πλοίο «M/V A.G.» της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, αντί κλειστών μηνιαίων αποδοχών, βάσει των προβλεπομένων στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ανερχομένων σε 2.683,28 για την ειδικότητα του μάγειρα και επιπλέον αμοιβής 1.066,72 ευρώ για την εκτέλεση των καθηκόντων του θαλαμηπόλου και συνολικά 3.750 ευρώ, που καταβάλλονταν από την ημέρα αναχώρησης του από την Ελλάδα και απολύθηκε στις 7.7.2004 με αμοιβαία συναίνεση των μερών, ενώ επαναυτολογήθηκε στις 26.9.2004.   Επομένως, λόγω της αδυναμίας του να εργασθεί, εξαιτίας του ατυχήματος, για χρονικό διάστημα  δύο μηνών, ήτοι από 5.9.2003 μέχρι 7.11.2003, ο ενάγων απώλεσε εισοδήματα, που με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε από την ανωτέρω εργασία του, συνολικού ποσού 7.500 ευρώ (3.750 ευρώ Χ 2 μήνες), απορριπτομένου του επιπλέον αιτουμένου ποσού διαφυγόντος κέρδους, ως ουσιαστικά αβασίμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το διάστημα, που μεσολάβησε από την σύναψη της νέας εργασιακής σύμβασης μέχρι την ναυτολόγηση του στο ανωτέρω πλοίο οφείλεται σε ανικανότητα του για ανάληψη των καθηκόντων του. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ολικώς την αξίωση του ενάγοντος για την αποθετική του ζημία, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ως ουσιαστικά βασίμου.

Επιπλέον, από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου κυβερνήτη του ζημιογόνου σκάφους, η οποία κατά τα ανωτέρω συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, που υπέστη ο ενάγων, αυτός υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της έντονης στενοχώριας που  δοκίμασε και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε, συνεπεία της σοβαρής βλάβης της υγείας του και προς αποκατάσταση της. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, ενόψει της αδικοπραξίας, που έχει διαπραχθεί σε βάρος του και των συνθηκών τέλεσης της, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του υπαιτίου εναγομένου, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας της σωματικής βλάβης του ενάγοντος και της μετέπειτα κατάστασης του εξαιτίας αυτής, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο στην συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επιδίκασε το ανωτέρω ποσό στον ενάγοντα για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και τον δεύτερο λόγο της έφεσης του εναγομένου, ως αβασίμων κατ’ουσίαν.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι δυνάμει των υπ’αριθμ… και ..  ασφαλιστηρίων συμβολαίων, όπως ανανεώθηκαν, ο εναγόμενος είχε ασφαλίσει, κατά τον κρίσιμο χρόνο, τα δύο ταχύπλοα σκάφη της επιχείρησης του «Δ.» και «Ν.», με τα οποία διενεργούνταν πλόες αναψυχής των επιβατών του συρόμενου θαλάσσιου έλκηθρου «μπανάνα» και για την αστική του ευθύνη απέναντι των τρίτων, μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ για θάνατο και σωματικές βλάβες, στην προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…….», που έχει συγχωνευθεί δια απορροφήσεως από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….» και ήδη «……», όπως μετονομάστηκε, η οποία κατέστη καθολική διάδοχος της, με αριθμό καταχώρησης 1295790 στο Γ.Ε.Μ.Η. της σχετικής με αριθμ.πρωτ….. ανακοίνωσης της οικείας εγκριτικής υπουργικής απόφασης.  Εντούτοις, από τα υφιστάμενα αποδεικτικά μέσα δεν μπορεί να διαγνωσθεί με ποίο εκ των δύο ασφαλισμένων σκαφών επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος, εφόσον ο ηττηθείς εναγόμενος –  προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων, αν και μόνο αυτός γνωρίζει, δεν κατονομάζει το σκάφος με το οποίο, κατά την διακυβέρνηση του, από αμέλεια του προκάλεσε την αποδεικνυόμενη σωματική βλάβη τούτου, με συνέπεια, αν και έλαβε χώρα επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, να μην δύναται να γίνει εντέλει δεκτή, ως βάσιμη κατ’ουσίαν, η αξίωση του περί καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, εφόσον δεν αποδεικνύεται ποίο ακριβώς εκ των ανωτέρω δύο ασφαλισμένων σκαφών πλοιοκτησίας του ήταν το ζημιογόνο, ούτως ώστε να διαγνωσθεί σε ποία συγκεκριμένα από τις δύο, ως άνω, ασφαλιστικές συμβάσεις ερείδεται η επίδικη απαίτηση του για ασφαλιστική κάλυψη του ατυχήματος με την καταβολή από την προσεπικαλουμένη –  παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική του εταιρεία, του ποσού, που επιδικάστηκε σε βάρος του με την εν μέρει ευδοκίμηση της κύριας αγωγής, υπό τον όρο καταβολής τούτου εκ μέρους του στον ενάγοντα παθόντα. Επομένως, η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης του προσεπικαλούντος εναγομένου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος κατά της ασφαλιστικής του εταιρείας, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές  κατ’ ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθούν οι υποθέσεις για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει αφενός, η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος-εφεσίβλητος να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των  15.500 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, αφετέρου δε η προσεπίκληση να γίνει δεκτή, να απορριφθεί όμως η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος του εναγομένου – εφεσιβλήτου, τα δε δικαστικά έξοδα της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης – εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος – εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (176 ΚΠολΔ),  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντων για την άσκηση των εφέσεων από τους εκκαλούντες παραβόλων (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.908/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 7.9.2005 αγωγή και την από 5.3.2007 προσεπίκληση με την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο – εφεσίβλητο να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (15.500) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στον εναγόμενο – εφεσίβλητο μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).

Δέχεται την προσεπίκληση.

Απορρίπτει την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

Επιβάλει στον προσεπικαλούντα – παρεμπιπτόντως ενάγοντα – εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των κατατεθέντων για την άσκηση των εφέσεων τους παραβόλων αντίστοιχα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8 Απριλίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ