Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 220/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:       220 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση η από 20.2.2017 (κατατεθείσα στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …….. και Ε.Α.Κ. ……) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά της 3103/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και όπως η συζήτησή της προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο με επιμέλεια της εφεσίβλητης-εναγόμενης με το κατατεθέν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού δικόγραφο με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……, αρχικά για τη δικάσιμο της 11.1.2018 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθώς και οι από 6.8.2018 (με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……. στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) πρόσθετοι λόγοι έφεσης του ίδιου εκκαλούντος κατά της ίδιας απόφασης, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 20.9.2018 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επειδή οι πρόσθετοι λόγοι, παρά την αυτοτέλεια τους, τελούν σε εξάρτηση από την έφεση και φέρουν σε σχέση με αυτήν παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. Σ. Σαμουήλ, «Η Εφεση – κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. Ε` [2003], § 584, σελ. 240) και δικάζονται υποχρεωτικά μαζί με την έφεση (βλ. Μαργαρίτη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I [2000] υπό άρθρο 520 αρ. 36 σελ. 930), ενώ δεν μπορεί να νοηθεί χωριστή συζήτησή τους (βλ. Ε. Μπαλογιάννη, σε X. Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο» 3η εκδ. [2013], υπό άρθρο 520, αρ. 14, σελ. 1043), η ως άνω έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης (άρθρα 520 § 2, 524 § 1 και 246 ΚΠολΔ). (βλ. ΜονΕφΠατρ 142/2018, στη Νόμος).

Η ως άνω από 20.2.2017 έφεση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ» κατά της εταιρίας με την επωνυμία «Νομικό Δίκτυο Υπηρεσίες Νομικής Πληροφόρησης, Ενημέρωσης και Εφαρμογών Πληροφορικής Ανώνυμη Εταιρεία» προς εξαφάνιση της 3103/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ,, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 20.1.2017 (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. επί του επιδοθέντος στο εκκαλούν επικυρωμένου αντιγράφου της ως άνω απόφασης) και αυτό κατέθεσε την υπό κρίση έφεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 20.2.2017 σύμφωνα με τη σχετική έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου της γραμματέως ….., ήτοι εντός τριάντα ημερών από την ως άνω επίδοση. Πρέπει, επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 παρ.1 του ΚΠολΔ, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς(άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της το εκκαλούν έχει καταθέσει το προβλεπόμενο στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στο εφετήριο e-Παράβολο με κωδικό …… του Υπουργείου Οικονομικών και την από 20.2.2017 Εξόφληση e- Παραβόλου από winbank της Τράπεζας Πειραιώς).

Περαιτέρω, οι προαναφερόμενοι από 6.8.2018 πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους το παραπάνω εκκαλούν ζητεί ομοίως την εξαφάνιση της πιο πάνω προσβαλλομένης απόφασης έχουν κατατεθεί στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 8.8.2018 και επιδόθηκαν στην εφεσίβλητη στις 9.8.2018 κατ’ άρθρο 129 παρ.1 του ΚΠολΔ με παράδοση στον αρμόδιο για την παραλαβή δικογράφων αυτής υπάλληλο …… σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….. Οι πρόσθετοι λόγοι έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα αφού κατ’ άρθρο 520 § 2 ΚΠολΔ «πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι για την άσκηση των πρόσθετων λόγων της έφεσης απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του περιέχοντος αυτούς δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ και, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 520 § 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 242 § 1 και 281 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει περαιτέρω ότι ως ημέρα συζήτησης της υπόθεσης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, νοείται εκείνη, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η, κατά τα άρθρα 226 § 1 και 498 § 1 του αυτού Κώδικα από το γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αρχικώς ορισθείσα προς συζήτηση ή μεταγενέστερη που προσδιορίστηκε μετά από αναβολή ή ματαίωση (ΟλΑΠ 27/2007 – ΑΠ 365/2017 Νόμος), εν προκειμένω δε η υπόθεση εκφωνήθηκε και συζητήθηκε μετ’ αναβολή την 1.11.2018. Κατόπιν τούτου και δεδομένου ότι με τους πρόσθετους λόγους έφεσης πλήττονται τα ήδη εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, πρέπει και αυτοί να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών.

Σύμφωνα με την ισχύουσα Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 και την προηγηθείσα αυτής Οδηγία 91/250/ΕΟΚ/14.5.1991 (πλέον Ευρωπαϊκή Ένωση) υποχρεούνται τα κράτη-μέλη να θεωρήσουν το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ως λογοτεχνικό έργο (Δ. Καλλίνικου: «Πνευματική Ιδιοκτησία και Internet» έκδ. 2001, σ. 34-38, 41). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 § 1 του ν. 2121/1993: «Οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν πάνω σ` αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)». Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 §§ 1 και 3 του ίδιου νόμου: «Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα… 3. Θεωρούνται ως έργα λόγου και προστατεύονται κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού τους. Η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσης του, δεν προστατεύονται κατά τον παρόντα νόμο. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο, εφόσον είναι προσωπικό δημιούργημα του δημιουργού του». Ειδικότερα, το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ο φορέας των πληροφοριών, η έλλειψη του οποίου καθιστά άχρηστη τη συσκευή, στον τομέα δε των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) έχει επικρατήσει το ζεύγος των εννοιών hardware (μηχανικό μέρος του Η/Υ) και software. Η έννοια του τελευταίου περιλαμβάνει όλα τα είδη προγραμμάτων Η/Υ μαζί με το συνοδευτικό υλικό τους, ορίζεται δε ως το σύνολο των διανοητικά επεξεργασθεισών για την επίλυση του προβλήματος επεξεργασίας πληροφοριών. Στη γενική έννοια του software περιλαμβάνονται: α) το πρόγραμμα του Η/Υ, β) η περιγραφή προγράμματος (προπαρασκευαστικό υλικό) και γ) το συνοδευτικό υλικό. Ως πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή νοείται μία σειρά εντολών που έχουν σκοπό να επιτρέψουν στη συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να εκτελέσει ή επιτύχει ορισμένη λειτουργία ή ορισμένα αποτελέσματα.  Επομένως, το πρόγραμμα είναι το τελικό προϊόν ή η αποκρυστάλλωση μίας μακράς εξελικτικής διαδικασίας και το σπουδαιότερο μέρος ενός έτοιμου «πακέτου» software, το οποίο περιλαμβάνει τον πηγαίο κώδικα (source code) και το πρόγραμμα της μηχανής (machine code), μέρη που έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική αξία και αποτελούν το προσφιλέστερο αντικείμενο της αντιγραφής (βλ. ΕφΠειρ 599/2012, ΕλλΔνη 2013, σελ. 1082). Περαιτέρω, στις πληροφορικές συμβάσεις, στις οποίες κύριο αντικείμενο παροχής αποτελεί το λογισμικό ως άυλο αγαθό ενδιάμεσης φύσης μεταξύ προϊόντος της διανοίας υπό την έννοια του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και τεχνικού-βιομηχανικού αγαθού, στου οποίου την παραγωγή, κτήση, χρήση, εκμετάλλευση αποσκοπούν τα συμβαλλόμενα μέρη, ιδιαίτερη μορφή αποτελεί η σύμβαση εκπόνησης ατομικού λογισμικού. Τέτοια δε είναι η σύμβαση, όπου ο ανεξάρτητος προγραμματιστής/επιχείρηση λογισμικού (software house) αναλαμβάνει υποχρέωση εκπόνησης λογισμικού για τον τελικό χρήστη. Σε αντίθεση με τις συμβάσεις παραχώρησης τυποποιημένου λογισμικού, η σύμβαση εκπόνησης έχει συνήθως ως αντικείμενο ατομικό λογισμικό (customarised, tailor made software). Ο προγραμματιστής/επιχείρηση λογισμικού αναλαμβάνει την υποχρέωση να σχεδιάσει πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες απαιτήσεις και ειδικές ανάγκες του συγκεκριμένου χρήστη, δηλαδή ενός πακέτου «κατά παραγγελία». Πολλές φορές η σύμβαση πλαισιώνεται από μία άλλη δέσμη πληροφορικών παροχών και υπηρεσιών, που προσφέρονται σαν «πακέτο». Ενδέχεται να περιλαμβάνουν την παροχή συμβουλών για την προμήθεια κατάλληλου, συμβατού προς το λογισμικό Η/Υ ή την παράδοση και την επακόλουθη εισαγωγή ολόκληρου του πληροφορικού συστήματος στην επιχείρηση του χρήστη που παράγγειλε το λογισμικό. Ενίοτε, προστίθεται τεχνική υποστήριξη στην πρώτη φάση λειτουργίας του προγράμματος, δοκιμές ή εκπαίδευση προσωπικού. Η χαρακτηριστική μορφή της σύμβασης εκπόνησης ατομικού, άλλως μη τυποποιημένου λογισμικού υπάγεται στο νομικό τύπο της συμβάσεως έργου (άρθρα 681επ. ΑΚ), κατά τρόπο που ικανοποιεί τα εκατέρωθεν συμφέροντα. Παρότι ο νομοθέτης κατά τη σύνταξη των σχετικών διατάξεων είχε υπόψη του κυρίως υλικά συμφέροντα, κατά γενική άποψη ως έργο με την έννοια των άρθρων 681επ. ΑΚ νοείται και η επίτευξη ενός άυλου αποτελέσματος ή αυτοτελούς προϊόντος της ανθρώπινης διάνοιας. Ο εργολάβος (προγραμματιστής/επιχείρηση λογισμικού) υποχρεούται να εκπονήσει το συμφωνηθέν λογισμικό και ο εργοδότης (χρήστης, επιχείρηση με δραστηριότητα την περαιτέρω εκμετάλλευσή του) να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Ο εργολάβος οφείλει να παραδώσει το μη τυποποιημένο πρόγραμμα, το οποίο είναι απαλλαγμένο από πραγματικά και νομικά ελαττώματα και φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες (βλ. Μ. Μαρίνου, Λογισμικό Νομική Προστασία και Συμβάσεις, σελ. 181, 182). Εξάλλου, εκτός από τη βασική σύμβαση εκπόνησης μη τυποποιημένου λογισμικού κατά παραγγελία ή βελτίωσης αυτού, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του προγραμματιστή και του χρήστη ότι ο πρώτος αναλαμβάνει να «τρέξει» το εκπονηθέν πρόγραμμα, ήτοι να το συντηρεί, να το λειτουργεί και να το διαχειρίζεται σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες του χρήστη. Στην περίπτωση αυτή, ανάλογα με το τι επιθυμούν και επιδιώκουν τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή ανάλογα με το εάν ο προγραμματιστής αναλαμβάνει την ευθύνη να παραδώσει συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή εάν απλώς αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς να εγγυάται ένα τελικό αποτέλεσμα, πρόκειται είτε για σύμβαση έργου, είτε για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αν ο εργοδότης καθορίζει και ελέγχει τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του προγραμματιστή. Πάντως, εφόσον καταρτισθεί σύμβαση έργου για τη λειτουργία του προγράμματος, από τη στιγμή που ο προγραμματιστής που ήταν και «κατασκευαστής» του προγράμματος, λειτουργεί χωρίς κάποιο πρόβλημα το εκπονηθέν πρόγραμμα για λογαριασμό του εργοδότη, θεωρείται ότι το αρχικό έργο έχει παραδοθεί στον τελευταίο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 977 εδ.1 του ΑΚ περί αντιφώνησης της νομής που ορίζει ότι «παράδοση σ’ εκείνον που αποκτά υπάρχει και όταν συμφωνηθεί ανάμεσα σ’ αυτόν και στον έως τώρα νομέα να παραμείνει ο τελευταίος ή τρίτος στην κατοχή του πράγματος με βάση ορισμένη έννομη σχέση», οπότε με τη λήξη της σύμβασης έργου συντήρησης, λειτουργίας και διαχείρισης του προγράμματος, ο εργολάβος οφείλει να επιστρέψει στον εργοδότη το άυλο αγαθό του προγράμματος ή ό,τι απαιτείται για να μπορέσει αυτός μόνος του ή μέσω τρίτου να το λειτουργήσει κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 685 παρ.1 του ΑΚ που ορίζει ότι «ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί με επιμέλεια την ύλη που χορήγησε ο εργοδότης, να λογοδοτήσει σχετικά και να επιστρέψει στον εργοδότη το τυχόν υπόλοιπο της ύλης». Σε περίπτωση που ο εργολάβος δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του αυτή στα πλαίσια της σχέσης εκκαθάρισης που δημιουργείται με τη λήξη της σύμβασης έργου, εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 343 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε κάθε είδους ενοχή  και κατά το οποίο «Ο υπερήμερος οφειλέτης εκτός από την παροχή οφείλει και αποζημίωση για τη ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση. Αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση». Από τις τελευταίες διατάξεις συνάγεται ότι ο εργοδότης στις πιο πάνω συμβάσεις μετά τη λήξη της σύμβασης συντήρησης, λειτουργίας και διαχείρισης του προγράμματος, εφόσον ο εργολάβος προγραμματιστής δεν επιστρέφει το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει και λειτουργούσε, δύναται να ζητήσει καταρχήν να υποχρεωθεί αυτός να του επιστρέψει το πρόγραμμα και όχι να ζητήσει αποζημίωση για τη μη απόδοση του σε εκείνον. Για να μπορέσει να ζητήσει αποζημίωση, με σχετική αγωγή, αντί του άυλου αγαθού, πρέπει να επικαλεσθεί: α) υπαίτια καθυστέρηση στην επιστροφή του άυλου αγαθού από τον οφειλέτη εργολάβο μετά τη λήξη της σύμβασης έργου συντήρησης, λειτουργίας και διαχείρισης του προγράμματος, β) παρέλευση εύλογης προθεσμίας από τη στιγμή που ο οφειλέτης πρόσφερε την οφειλόμενη παροχή ή προσκλήθηκε προς τούτο από τον δανειστή, γ) έλλειψη συμφέροντος του δανειστή στην εκπλήρωση της παροχής και προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο δεν έχει αυτός συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής και δ) απόκρουση της παροχής από το δανειστή. Αν δεν αναφέρει τα στοιχεία αυτά στην αγωγή του, αυτή πάσχει από αοριστία κατ’ άρθρο 216 παρ.1 στοιχ.β’ και 118 στοιχ.4του ΚΠολΔ και τυγχάνει απορριπτέα κατ’ άρθρο 111 παρ.2 του ΚΠολΔ ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης προδικασίας.

Με την από 7.1.2016 (με Γ.Α.Κ. …… και αριθμό κατάθεσης …….) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή του νυν εκκαλούντος κατά της νυν εφεσίβλητης, το πρώτο υποστήριζε ότι με τη δεύτερη σύναψε τις κάτωθι συμβάσεις και συμφωνίες: α) την από 31.1.2003 σύμβαση με αντικείμενο το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, φιλοξενία και την ενημέρωση των σελίδων του δικτυακού του τόπου (web site) υπό τη διαδικτυακή διεύθυνση (www.dspeir.gr) και τη δημιουργία, παροχή, φιλοξενία και συντήρηση θυρίδων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών και των υπηρεσιών του, β) την από 8.3.2004 σύμβαση, με εκ τρίτου συμβαλλόμενο το Πρωτοδικείο Πειραιά, με αντικείμενο την παράδοση και εγκατάσταση σε πλήρη λειτουργία εξοπλισμού και εφαρμογής λογισμικού για τη σύνδεση της ιστοσελίδας του με το Πληροφοριακό Σύστημα του Πρωτοδικείου Πειραιά, γ) την από 8.12.2008 σύμβαση με αντικείμενο ίδιο με αυτό της πρώτης σύμβασης και ακόμη ανάπτυξης εφαρμογής διασύνδεσης της ιστοσελίδας του με το Πληροφοριακό Σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών και ανάπτυξης εφαρμογής διανομής των σχετικών με την έκδοση αποφάσεων δεδομένων μέσω κινητών τηλεφώνων στα μέλη του Δ.Σ.Π., δ) την από 1.3.2010 σύμβαση με ίδιο αντικείμενο με εκείνο της πρώτης σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με τις επόμενες δύο συμβάσεις και επιπλέον τη σχεδίαση προσωπικών σελίδων των μελών του με σύνδεση με την υπηρεσία δημοσίευσης αποφάσεων με τη δυνατότητα ενημέρωσης μέσω sms και e-mail, τη δημιουργία ιστοσελίδων μελών με δυνατότητα καταχώρησης προσωπικών στοιχείων τους και τη δυνατότητα αποστολής σύντομων γραπτών μηνυμάτων από τον Δ.Σ.Π. και ε) την από 30-7-2012 συμφωνία με αντικείμενο την αναβάθμιση των υπηρεσιών της ιστοσελίδας του ως προς τα σκέλη της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφου και της ασφάλειας του τμήματος μελών της ιστοσελίδας σύμφωνα με τα σχετικά πρότυπα ασφαλείας. Ότι στην πρώτη σύμβαση συμφωνήθηκε ότι τα ονόματα του ιστοχώρου του ενάγοντος (domain names) θα κατοχυρώνονταν από την εναγόμενη και θα του παραδίδονταν τα σχετικά έγγραφα κατοχύρωσής τους πριν την ανάρτηση της ιστοσελίδας, ότι σε περίπτωση λύσης της σύμβασης, η εναγόμενη όφειλε να του παραδώσει τα ανήκοντα σε αυτόν ως αποτελούντα πνευματική του ιδιοκτησία παραληφθέντα περιεχόμενα του διαδικτυακού τόπου. Ότι με όρο της ίδιας σύμβασης η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να σχεδιάσει, να αναπτύξει και να παραδώσει τον απαιτούμενο μηχανισμό διαχείρισης και ενημέρωσης του συνόλου των σελίδων και του περιεχομένου του δικτυακού τόπου, καθώς και να φυλάσσει back up του συνόλου των αρχείων και του περιεχομένου του διαδικτυακού τόπου, ενώ με τη δεύτερη σύμβαση συμφωνήθηκε ότι το τμήμα της ιστοσελίδας που η εναγόμενη θα αναπτύξει και θα ενσωματωθεί στην ήδη υφιστάμενη εφαρμογή, παραμένει στην κυριότητα του ενάγοντος και διέπεται ως προς τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας από την υφιστάμενη από 31.3.2003 σύμβαση συνεργασίας. Ότι η διάρκεια της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης συντήρησης και φιλοξενίας της ιστοσελίδας του ενάγοντος παρατάθηκε έως τις 7.12.2015, οπότε και έληξε. Ότι με την από 28.7.2015 απόφαση του Δ.Σ. του, το ενάγον προέβη σε δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος συνεργασίας από τρίτους για τη φιλοξενία, συντήρηση και λειτουργία της ιστοσελίδας του και των θυρίδων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών και υπηρεσιών του. Ότι η εναγόμενη που δεν υπέβαλε προσφορά εκδήλωσης ενδιαφέροντος, αρνήθηκε την παράδοση των αρχείων back up, των εφαρμογών και γενικώς του λειτουργικού περιεχομένου της ιστοσελίδας του ενάγοντος, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό ανέφικτο τον έλεγχο, τη λειτουργία και τη διαχείριση της ιστοσελίδας από το ενάγον και όποιον μελλοντικό συνεργάτη του. Ότι η εναγόμενη με την από 1.10.2015 εξώδικη δήλωσή της δήλωσε στο ενάγον ότι αυτό στερείται νομιμοποιήσεως επί όλων των αναφερόμενων στην ως άνω πρόσκληση έργων, εφαρμογών και υπηρεσιών, τα οποία δεν αποτελούν παραδοτέο έργο, μέχρι την εξόφληση των προς εκείνη οικονομικών του υποχρεώσεων, που ήταν ανυπόστατες κατά το ίδιο. Ότι το ενάγον απάντησε με την από 21.10.2015 εξώδικη δήλωσή του, διαμαρτυρόμενο για τη συμπεριφορά της εναγόμενης και καλώντας τη να παραδώσει έως τις 27.10.2015, ό,τι σχετικό με την ιστοσελίδα του Συλλόγου, ολόκληρο το ψηφιακό αρχείο της, όλες τις εφαρμογές του κλειδωμένου τμήματος (μελών) της ιστοσελίδας σε λειτουργία, τους κωδικούς πρόσβασης και επικοινωνίας, τα αρχεία ανακοινώσεων (back up), τα domain names, τη MySQL Database του open-source συστήματος διαχείρισης, στο οποίο είναι δομημένη η ιστοσελίδα του ενάγοντος, ολόκληρο τον πηγαίο κώδικα των εφαρμογών του κλειδωμένου τμήματος (μελών), καθώς και όλη τη MySQL Database, στην οποία υπάρχουν όλες οι πληροφορίες των εφαρμογών αποθηκευμένες, ούτως ώστε να μπορεί να λειτουργήσει άμεσα η ιστοσελίδα, φιλοξενούμενη σε server και περιβάλλον επιλογής του ενάγοντος, ακόμη δε να εξακολουθήσει να παρέχει τις συμβατικές της υποχρεώσεις έως το τέλος της σύμβασης συνεργασίας, στις 7.12.2015. Ότι την ίδια πρόσκληση και διαμαρτυρία, το ενάγον επανέλαβε με την από 25.11.2015 επιστολή του, με την οποία επίσης κάλεσε την εναγόμενη εντός της ταχθείσας προθεσμίας να προβεί σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια, προκειμένου να γνωστοποιηθεί προς την εταιρία ……., που φιλοξενούσε το domain name του Συλλόγου (dspeir.gr), διατηρώντας στοιχεία επικοινωνίας με την εναγόμενη και όχι με το ενάγον, ότι το ανωτέρω domain name ανήκε στο τελευταίο και να καταγραφούν τα δικά του στοιχεία επικοινωνίας, δηλώνοντάς της ότι σε αντίθετη περίπτωση, θα προσέφευγε στη Δικαιοσύνη. Ότι στην πρόσκληση ενδιαφέροντος που δημοσίευσε το ενάγον για τη φιλοξενία, συντήρηση και λειτουργία της ιστοσελίδας του και για τις θυρίδες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών και υπηρεσιών του ανέφερε ότι θα παρέδιδε στο νέο συνεργάτη του την ιστοσελίδα σε λειτουργία, κάτι όμως που για να γίνει, έπρεπε προηγουμένως να είχαν παραδοθεί σε αυτό, όλα όσα ζητούσε να του παραδώσει η εναγόμενη με την από 21.10.2015 εξώδικη δήλωσή του, τα οποία και του ανήκουν κατά κυριότητα, όπως ρητώς αναφέρεται στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων και συμφωνιών. Ότι η εναγόμενη ανέλαβε συμβατικώς τη δέσμευση να αναπτύξει και να παραδώσει τις ως άνω εφαρμογές της ιστοσελίδας αντί της συμφωνηθείσας αμοιβής για τις παρασχεθείσες εργασίες, την οποία και έλαβε, όλο δε το χρονικό διάστημα από την πρώτη συμφωνία το έτος 2003 έως το έτος 2015 διαχειριζόταν την ιστοσελίδα για λογαριασμό του ενάγοντος έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής, οπότε μη σύννομα αρνείται να παραδώσει την ιστοσελίδα, με τη δυνατότητα πλήρους λειτουργίας της. Ότι κατόπιν υποβολής της υπ’ αριθμ. κατ. ….. (ΓΑΚ ….) αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, η εναγόμενη αποδεχόμενη αυτή, συναίνεσε να παραδώσει μόνο το αρχειακό υλικό της ιστοσελίδας, εκδοθείσας της 2008/2015 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, συνεχίζοντας όμως να μην παραδίδει το λειτουργικό σύνολο της ιστοσελίδας και των περιλαμβανόμενων σε αυτή εφαρμογών. Ότι εξαιτίας της αρνήσεως της εναγόμενης να παραδώσει, ως όφειλε συμβατικώς, τη νομή, κατοχή και διαχείριση της ανωτέρω ιστοσελίδας και των περιεχόμενων σε αυτή εφαρμογών, λειτουργικών και κατάλληλων προς χρήση κι ενώ ανήκουν στο ενάγον κατά κυριότητα, αυτό προέβη στην αντικατάστασή της με νέα ιστοσελίδα, ενσωματώνοντας σε αυτή σταδιακώς όλες τις προϋπάρχουσες λειτουργικές εφαρμογές, καθώς ήταν άμεση η ανάγκη του να διατηρεί ιστοσελίδα για την ενημέρωση και εξυπηρέτηση των μελών του. Ότι δεδομένης της αρνήσεως της εναγόμενης να παραδώσει το συμφωνηθέν έργο (ιστοσελίδα) πλήρες και λειτουργικό, το ενάγον υπέστη βλάβη ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 51.294,85 ευρώ, ήτοι ισόποση με τη συνολική αξία κατασκευής και ανάπτυξης της ιστοσελίδας και των περιλαμβανόμενων σε αυτή εφαρμογών και αντίστοιχη με την απώλεια του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, όπως κάθε επιμέρους κονδύλιο εξειδικεύεται στην αγωγή. Ενόψει των ανωτέρω, το ενάγον (ήδη εκκαλούν) ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το παραπάνω ποσό με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, στηριζόμενο σε τρεις επικουρικά η μία σε σχέση με την άλλη σωρευόμενες βάσεις και δη: α) κατά την κύρια βάση, ζητούσε το εν λόγω ποσό ένεκα ενδοσυμβατικής ευθύνης, ήτοι ότι η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των 51.294,85 ευρώ, καθώς της καταβλήθηκε από το ενάγον, προκειμένου να αναπτύξει και να του παραδώσει σε πλήρη και συμφωνηθείσα λειτουργία την ιστοσελίδα του, πλην όμως εκείνη δεν του την παρέδωσε, καίτοι είχε αναλάβει τη συμβατική υποχρέωση, το δε ποσό αυτό ενσωματώνει την αξία της ιστοσελίδας (πέραν του επίσης καταβληθέντος κόστους φιλοξενίας, συντήρησης και διαχείρισής της), έργο το οποίο η εναγόμενη εντέλει δεν εκπλήρωσε, αφού δεν το παρέδωσε στο ενάγον, β) κατά την πρώτη επικουρική βάση, ένεκα αδικοπρακτικής ευθύνης, ήτοι ότι η εναγόμενη οφείλει το ανωτέρω ποσό των 51.294,85 ευρώ σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού, χωρίς νόμιμη αιτία παρακράτησε την ιστοσελίδα από 7.12.2015, με όλο το λειτουργικό της περιεχόμενο, αρνούμενη ρητώς να την παραδώσει στο ενάγον, ενεργώντας υπαίτια και κατά παράβαση της συμβατικής της υποχρέωσης, δεδομένου ότι έως τη λήξη της μεταξύ τους συμβάσεως απλώς τη διαχειριζόταν για λογαριασμό του ενάγοντος και γ) κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η εναγόμενη κατέστη και εξακολουθεί να είναι αδικαιολόγητα πλουσιότερη, κατά το ποσό αυτό σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ωφεληθείσα του ποσού αυτού χωρίς νόμιμη αιτία, άλλως για αιτία λήξασα, λόγω μη παράδοσης στο ενάγον της ιστοσελίδας και των περιλαμβανόμενων σε αυτή εφαρμογών και δυνάμενη να τις εκμεταλλευθεί, καρπούμενη το όφελος της αξίας τους, καίτοι είχε λάβει την ισόποση αμοιβή της για τη συμφωνηθείσα εκτέλεση του έργου.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 3103/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία την απέρριψε και ως προς τις τρεις βάσεις της ως νόμω αβάσιμη. Συγκεκριμένα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξετάζοντας διαδοχικά τις τρεις βάσεις, δέχθηκε ότι «πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, καθόσον το κονδύλιο που ζητείται με αυτή ως αποζημίωση είναι το ποσό που το ενάγον κατέβαλε στην εναγόμενη ως αμοιβή για την εκτέλεση του έργου, τυχόν δε ελλείψεις του εκτελεσθέντος και παραδοθέντος έργου, όπως εν προκειμένω, δεν απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή της αμοιβής, αλλά παρέχουν σε αυτόν τα δικαιώματα των άρθρων 688-690 ΑΚ…Ειδικότερα, το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο δεν προσιδιάζει σε αξίωση αποζημίωσης, ούτε άλλωστε η ζημία που το ενάγον υπέστη, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί, αλλά σε αξίωση επιστροφής των ήδη καταβληθέντων κατόπιν ανατροπής των συμβατικών υποχρεώσεων λόγω υπαναχώρησης, γεγονός που δε συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η αγωγή, όσον αφορά την πρώτη επικουρική της βάση, ήτοι κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθώς η ιστορούμενη συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά αποκλειστικά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων, που απέρρεαν από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου, ενώ ταυτοχρόνως αυτή η συμπεριφορά χωρίς την προϋπάρχουσα επίδικη συμβατική σχέση δεν είναι παράνομη και επομένως δε στοιχειοθετείται αδικοπραξία…Τέλος, η επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επίσης απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον, καίτοι επιβοηθητικής φύσης, θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση, χωρίς η ενάγουσα να εκθέτει διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την πρώτη (σύμβαση)…». Ήδη με την υπό κρίση έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, το ενάγον-εκκαλούν παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης παραπονείται για την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής του. Υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αντελήφθη ότι το ενάγον με την εναγόμενη κατάρτισε περισσότερες συμβάσεις έργου, καθώς στο πρόσωπο της εναγόμενης συνυπήρχαν οι ιδιότητες του κατασκευαστή της ψηφιακής υποδομής (ιστοσελίδας) και του διαχειριστή της, με διαφορετική κοστολόγηση του κάθε έργου. Ότι το ένα συμβατικό αντικείμενο, δηλαδή η κατασκευή ολοκληρωνόταν, όταν η ψηφιακή υποδομή αποκτούσε τις νέες προδιαγραφές-βελτιώσεις, παραδιδόταν και ετίθετο σε λειτουργία, το δε άλλο συμβατικό αντικείμενο, δηλαδή η συντήρηση- διαχείριση ολοκληρωνόταν με το πέρας του προβλεπόμενου συμβατικού χρόνου, που παρατάθηκε σταδιακώς μέχρι τις 7.12.2015. Ότι επομένως, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ότι η συμβατική υποχρέωση της εναγόμενης ήταν η παράδοση του έργου κι εφόσον το ενάγον αποδεικνύει ότι αυτή δεν του παρέδωσε το έργο, η εκκαλούμενη απόφαση έπρεπε να εκλάβει τη μη παράδοση ως ουσιαστικό ελάττωμα του έργου ή μη εκπλήρωση της συμβάσεως που δημιουργεί τις εκ του νόμου συνέπειες και δικαιώματα, άλλως να θεωρήσει ότι το έργο παραδόθηκε και κατά συνέπεια να αξιολογήσει διαφορετικά τη συμπεριφορά της εναγόμενης, να αφαιρέσει χωρίς τη θέληση του ενάγοντος, το έργο (πράγμα) που του παρέδωσε και να δεχθεί την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής. Ότι για το μέρος της συμβάσεως που αφορούσε στην κατασκευή και βελτίωση-εμπλουτισμό της ιστοσελίδας του Συλλόγου, το συνολικό τίμημα που καταβλήθηκε στην εναγόμενη ανήλθε στο ποσό των 51.294,85 ευρώ, το οποίο συνιστά και την αξία του πράγματος, την οποία ζήτησε με την αγωγή του το ενάγον, ενώ αν η αξία του πράγματος ήταν διαφορετική από την αιτούμενη, είτε αν κατά την κρίση της εναγόμενης υπήρξε μερική ή πλήρης παράδοση του έργου και κατά συνέπεια υπήρξε μερική ή πλήρης «συμβατική ανάλωση» του καταβληθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος, όφειλε κατ’ ένσταση να το προτείνει η εναγόμενη και όχι αυτεπαγγέλτως να το αρνηθεί καθ’ ολοκληρίαν η εκκαλουμένη, αναφέροντας ότι «δεν προσιδιάζει σε αξίωση αποζημίωσης», το εύλογο της οποίας άλλωστε έχει τη δικαστική εξουσία να προσδιορίσει. Ότι επομένως εσφαλμένα η εκκαλούμενη απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής κρίνοντας αναφορικά με την υπό κρίση περίπτωση ότι τυχόν ελλείψεις του εκτελεσθέντος και παραδοθέντος έργου, δεν απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή της αμοιβής του εργολάβου, αλλά παρέχουν σε αυτόν τα δικαιώματα των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ, καθώς α) εν προκειμένω η εναγόμενη, ενώ ολοκλήρωσε το έργο (κατασκευή ιστοσελίδας) και το παρείχε στο ενάγον επί μακρόν προς χρήση κι ενώ ουδέποτε έθεσε εν αμφιβόλω την κυριότητά του, εντούτοις δεν προέβη στην πραγματική παράδοσή του, καίτοι έλαβε το εργολαβικό αντάλλαγμα, β) δεν μπορεί να εκληφθεί ως απλή-επουσιώδης έλλειψη του έργου, η μη παράδοση του κατασκευασθέντος δια της συμβάσεως έργου πράγματος αλλά και ως τέτοια να την έκρινε η εκκαλούμενη, όφειλε να περιορίσει στο κατά την κρίση της εύλογο το αιτούμενο ποσό, γ) ρητώς αναφέρθηκε στην αγωγή ότι η εναγόμενη κατ’ επανάληψη οχλήθηκε να παραδώσει την ιστοσελίδα στο ενάγον με όλο το λειτουργικό και αρχειακό της περιεχόμενο κι εκείνη το αρνήθηκε, το δε ενάγον ζήτησε την επιστροφή του τιμήματος που καταβλήθηκε προς το σκοπό αυτό.

Ως προς τον παραπάνω λόγο έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τις διατάξεις του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι η αγωγή, κρινόμενη στο σύνολό της ως επιθετική πράξη, πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος, και το συμπέρασμα η αίτηση (ΕφΑθ 4618/1976 ΝοΒ 25.73). Βεβαίως, υπό το κράτος του ΚΠολΔ, δεν απαιτείται μνεία, ούτε επίκληση στο δικόγραφο αυτής, του νόμιμου λόγου, αφού ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νόμο (iura novit curia), απαραιτήτως όμως πρέπει να τίθενται υπ` όψιν αυτού, σαφώς και ορισμένως, τα γεγονότα τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν το δικαίωμα, του οποίου η προστασία ζητείται δια της αγωγής. Ειδικότερα, κατά τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού της δικαιολογικής σχέσεως, εφ` ης ερείδεται η αγωγή, την οποία αποδέχεται ο ισχύων ΚΠολΔ, όπως τούτο κυρίως προκύπτει εκ των διατάξεων των άρθρων 216 § 1 εδ. α` και 324 αυτού (πρακτικά αναθεωρητικής Επιτροπής, σελ. 85-86, Οικονομοπούλου, Εγχειρ. Πολ. Δικ. τόμος Α`, τεύχος Β`, σελ. 26, Ράμμου, Στοιχεία Πολ. Δικονομίας, έκδοσις 1955, σελ. 274 σημ. 2), για το ορισμένο της αγωγής, δεν αρκεί η μνεία μόνον των στοιχείων εκείνων, με τα οποία η δικαιολογική σχέση, εφ` ης ερείδεται αύτη, προσδιορίζεται ατομικώς, διακρινόμενη από των άλλων δικαιολογικών σχέσεων, αλλ` απαιτείται προσέτι η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων αυτής, ήτοι των συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου (ΑΠ 390/1974 ΕΕΝ 42.58), με τρόπο ώστε να παρέχεται εντεύθεν και η ευχέρεια, στον μεν τελευταίο ν` αμυνθή, στο δε δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 185/1971 ΝοΒ 19.720). Αγωγή μη περιέχουσα τα ως άνω στοιχεία είναι αόριστη και κατ` αυτεπάγγελτη του δικαστηρίου έρευνα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει προδικασίας κατ’ άρθρο 111 παρ.2 του ΚΠολΔ, το οποίο αφορά στη δημόσια τάξη.

Στην προκειμένη περίπτωση κατ’ ορθή εκτίμηση του από 7.1.2016 αγωγικού δικογράφου μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν περισσότερες συμβάσεις έργου και δη αφενός μεν η αρχική σύμβαση εκπόνησης μη τυποποιημένου λογισμικού κατά παραγγελία, ήτοι η σύμβαση για την κατασκευή της ιστοσελίδας του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και οι επακολουθήσασες βελτιωτικές αυτής συμβάσεις ανάπτυξης του αρχικού λογισμικού, ήτοι η από 8.3.2004 σύμβαση για τη σύνδεση της ημερήσιας αυτοματοποιημένης εξαγωγής των δεδομένων δημοσίευσης από το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΠΣ) του Πρωτοδικείου Πειραιώς με την ιστοσελίδα του ενάγοντος και της ενσωμάτωσης των δεδομένων σε αυτή, η από 8.12.2008 σύμβαση ανάπτυξης της αντίστοιχης εφαρμογής διασύνδεσης της ιστοσελίδας του ενάγοντος με το ΟΠΣ του Πρωτοδικείου Αθηνών και της ανάπτυξης εφαρμογής διανομής των σχετικών με την έκδοση αποφάσεων δεδομένων μέσω κινητών τηλεφώνων, υπηρεσία παρεχόμενη προαιρετικά στα μέλη του Δ.Σ.Π., η από 1.3.2010 σύμβαση σχεδίασης προσωπικών σελίδων των μελών του ΔΣΠ με την Υπηρεσία δημοσίευσης αποφάσεων με δυνατότητα ενημέρωσης μέσω sms και e-mail, δημιουργίας ιστοσελίδων μελών με δυνατότητα καταχώρησης προσωπικών στοιχείων και δυνατότητα αποστολής sms από το Δ.Σ.Π. και η από 30.7.2012 συμφωνία αναβάθμισης υπηρεσιών του Δ.Σ.Π. ως προς την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου και αναβάθμισης του ασφαλούς τμήματος (τμήμα μελών) της ιστοσελίδας του Δ.Σ.Π., αφετέρου δε σύμβαση έργου διαχείρισης, φιλοξενίας, συντήρησης και λειτουργίας της ιστοσελίδας του Δ.Σ.Π. και των θυρίδων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών και υπηρεσιών του Συλλόγου εκ μέρους της εναγόμενης, σύμβαση που ξεκίνησε από την 31.1.2003 και παραταθείσα, έληξε στις 7.12.2015. Σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας συμβάσεων έργου ήταν ο σχεδιασμός και η δημιουργία άυλων αγαθών, προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας κατ’ άρθρο 2 παρ.3 του ν. 2121/1993 σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην Οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, όπως ήδη έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, σκοπός δε των αμέσως παραπάνω συμβάσεων ήταν η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος εκμετάλλευσης των άυλων αγαθών από την εναγόμενη στο ενάγον κατά τα άρθρα 13 παρ.1 και 15 παρ.4 του του ν. 2121/1993, ώστε ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά να έχει δική του ιστοσελίδα και εφαρμογές κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Τα παραπάνω έργα, μετά το σχεδιασμό και την ανάπτυξή τους σύμφωνα με την αγωγή, τα φιλοξενούσε, τα συντηρούσε, τα διαχειριζόταν και τα λειτουργούσε για λογαριασμό του ενάγοντος, η εναγόμενη δυνάμει σχετικών συμβάσεων έργου (δεύτερη κατηγορία συμβάσεων έργου που αναφέρονται στην αγωγή). Ως εκ τούτου, τα παραπάνω προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή που παράγγελνε το ενάγον από την εναγόμενη, του παραδίδονταν κανονικά κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 977 ΑΚ με αντιφώνηση, αφού λειτουργούσαν σύμφωνα με το σκοπό τους επί σειρά ετών, το γεγονός δε ότι τα κατείχε η κατασκευάστριά τους εταιρία για τις ανάγκες συντήρησης, διαχείρισης και λειτουργίας τους που είχε αναλάβει, δεν σημαίνει ότι τα προγράμματα αυτά δεν είχαν παραδοθεί στο ενάγον. Με τη λήξη, όμως, της τελευταίας παράτασης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης συντήρησης και φιλοξενίας της ιστοσελίδας και των θυρίδων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 7.12.2015, εφόσον υποτεθούν αληθή τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, η εναγόμενη όφειλε να παραδώσει τα άυλα αγαθά (προγράμματα) που είχε σχεδιάσει και δημιουργήσει για λογαριασμό του ενάγοντος στο τελευταίο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 685 παρ.1 του ΑΚ, που ορίζει ότι ο εργολάβος έχει υποχρέωση μεταξύ άλλων να επιστρέψει στον εργοδότη το τυχόν υπόλοιπο της ύλης που του ανήκει. Μη ανταποκρινόμενη στην υποχρέωσή της αυτή η εναγόμενη, παρότι οχλήθηκε σχετικά κατά την αγωγή με την από 21.10.2015 όχληση του ενάγοντος, κατέστη υπερήμερη οφειλέτης από τον χρόνο λήξης της σύμβασης συντήρησης και διαχείρισης των σχετικών προγραμμάτων στις 7.12.2015. Έκτοτε, θα μπορούσε πράγματι το ενάγον να ζητήσει αντί των άυλων αγαθών, την αξία τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 343 παρ.2 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλες τις ενοχές και ορίζει ότι «αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα, μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση». Στοιχεία της αγωγής αυτής κατά το άρθρο 343 παρ.2 ΑΚ αποτελούν η κατάρτιση της σχετικής σύμβασης, η υπερημερία, η παρέλευση εύλογης προθεσμίας από την προσφορά ή την πρόσκληση για την παροχή, η έλλειψη συμφέροντος του δανειστή και ο λόγος που εξέλειψε το σχετικό συμφέρον. Σημειωτέον ότι το δικαίωμα απόκρουσης της καθυστερούμενης παροχής μπορεί να ασκηθεί και πριν από οποιαδήποτε προσφορά ή πρόσκληση του οφειλέτη (βλ. ΕφΑθ 2315/1965, ΕΕΝ 33, σελ. 271). Η έλλειψη συμφέροντος πρέπει να προήλθε από την υπερημερία και όχι από άλλους λόγους. Έλλειψη συμφέροντος υπάρχει όταν η παροχή δεν έχει αξία για τον δανειστή. Όταν είναι άχρηστη ή επιζήμια (βλ. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Γενικό Ενοχικό, άρθρο 343 αρ.462). Δεν λογίζεται ως έλλειψη συμφέροντος η απώλεια της οικονομικής αξίας της παροχής ή υποτίμησή της (βλ. Γαζή, ΕρμΑΚ 340 αρ.3, Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 343). Η δε αξίωση για τη ζητούμενη αποζημίωση αντικαθιστά την αξίωση για την εκπλήρωση της παροχής (βλ. Νικόλαο Τριάντο, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 343, σελ. 472, 473). Το ενάγον στην ένδικη αγωγή του αναφέρει ότι «…εξ αιτίας της αρνήσεως της εναγόμενης να μας παραδώσει, ως ώφειλε συμβατικώς, τη νομή, κατοχή και διαχείριση της ανωτέρω ιστοσελίδας και των περιεχομένων σ’ αυτήν εφαρμογών λειτουργικών και κατάλληλων προς χρήση καίτοι μας ανήκουν κατά κυριότητα, προέβημεν στην αντικατάσταση της με νέα ιστοσελίδα ενσωματώνοντας σ’ αυτήν σταδιακώς όλες τις προϋπάρχουσες λειτουργικές εφαρμογές, καθώς ήταν άμεση η ανάγκη μας να διατηρούμε ιστοσελίδα για την ενημέρωση και εξυπηρέτηση των μελών μας». Εντούτοις, δεν αναφέρει ότι κατόπιν τούτου, η επιστροφή των άυλων αγαθών (προγραμμάτων, στοιχείων και εφαρμογών) από την εναγόμενη κατέστη πλέον ασύμφορη τεχνικά ή οικονομικά, ούτως ώστε το ενάγον να μην έχει συμφέρον να ζητήσει αυτά, αλλά μόνο αποζημίωση για μη εκπλήρωση της απόδοσης των άυλων αγαθών, των οποίων κατέστη δικαιούχος. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η αγωγή κατά το περιεχόμενο της κύριας βάσης της, έπρεπε να κριθεί κατ’ ορθή νομική υπαγωγή ως αξίωση του ενάγοντος στα πλαίσια της φερόμενης υπερημερίας της εναγόμενης να επιστρέψει τα άυλα αγαθά της ιστοσελίδας και των λοιπών λογισμικών εφαρμογών που διαχειριζόταν, λειτουργούσε και συντηρούσε για λογαριασμό του μέχρι τις 7.12.2015, όταν έληξε η σχετική μεταξύ αυτής και του ενάγοντος σύμβαση έργου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 685 παρ.1 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 343 παρ.2 του ίδιου Κώδικα και ακολούθως έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή λόγω αοριστίας ως απαράδεκτη ελλείψει προδικασίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 στοιχ.β’, 118 στοιχ.4 και 111 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθώς το ενάγον δεν αναφέρει στο αγωγικό δικόγραφο ότι δεν έχει πλέον συμφέρον στην παράδοση των ως άνω άυλων αγαθών και ότι επιλέγει γι’ αυτό να ζητήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση της παροχής και ακόμη για ποιο λόγο δεν έχει συμφέρον στην εκπλήρωση της αρχικής παροχής. Το ενάγον και ήδη εκκαλούν μη ορθά υπέλαβε τη μη απόδοση σε αυτό των ως άνω άυλων αγαθών μετά τη λήξη της τελευταίας σύμβασης έργου ως μη εξαρχής παράδοση των έργων (ιστοσελίδας και των περιλαμβανόμενων σε αυτές εφαρμογών) από την εναγόμενη που είχε αναλάβει με προηγούμενες συμβάσεις τον σχεδιασμό, τη δημιουργία και ανάπτυξη αυτών, καίτοι τα έργα αυτά ήδη λειτουργούσαν επί σειρά ετών για λογαριασμό του ενάγοντος και άρα του είχαν παραδοθεί, πλην όμως το Δικαστήριο αυτό προχωρά αυτεπαγγέλτως στην ορθή νομική υπαγωγή. Ομοίως δε και δεδομένου ότι στην αγωγή δεν γίνεται λόγος για ελλείψεις που παρουσιάσθηκαν στην ιστοσελίδα του Δ.Σ.Π. και των εφαρμογών αυτής, εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση ότι η κύρια βάση της αγωγής στηριζόταν σε ευθύνη της εργολάβου έναντι του εργοδότη από ελλείψεις του εκτελεσθέντος και παραδοθέντος έργου, οπότε το ενάγον θα μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχουν τα άρθρα 688-690 ΑΚ από τη σύμβαση έργου και όχι να ζητήσει ως αποζημίωση το ποσό που είχε καταβάλει ως αμοιβή για την εκτέλεση του έργου και με το σκεπτικό αυτό απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως μη νόμιμη. Επομένως τα όσα διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο έφεσης του εκκαλούντος ότι η αγωγή έπρεπε να κριθεί ως νόμω βάσιμη και να επιδικασθεί το αιτηθέν ποσό λόγω μη εκπλήρωσης εκ μέρους της εναγόμενης της βασικής υποχρέωσης παράδοσης του έργου, τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα, η δε αγωγή έπρεπε κατά τα ανωτέρω να απορριφθεί ως απαράδεκτη εξαιτίας της αοριστίας της.  Ομοίως απορριπτέος ως  μη νόμιμος τυγχάνει και ο πρώτος από τους πρόσθετους λόγους έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέες τις διατάξεις των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ που προϋποθέτουν παράδοση του έργου, ενώ το ενάγον ζητούσε αποζημίωση για μη παράδοση αυτού κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 681, 330 και 297 ΑΚ, καθώς κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου η λειτουργία του έργου (της ιστοσελίδας και των εφαρμογών της) επί σειρά ετών εκ μέρους της εναγόμενης για λογαριασμό του ενάγοντος συνιστά παράδοση του έργου με αντιφώνηση, η δε άρνηση της εναγόμενης να αποδώσει την ιστοσελίδα και τις εφαρμογές της με τη λήξη της σύμβασης συντήρησης, λειτουργίας και διαχείρισης αυτής γεννά δικαιώματα απόδοσης του άυλου αγαθού στον εργοδότη (ενάγον) κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 685 παρ.1 ΑΚ για την παράδοση της ύλης του εργοδότη ή αποζημίωσης στη θέση της κατ’ άρθρο 343 παρ.2 ΑΚ, υπό τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη επικουρική αδικοπρακτική βάση της αγωγής, πρέπει να σημειωθεί ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, αδικοπραξία θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ανεξαρτήτως της συμβάσεως συντήρησης, λειτουργίας και διαχείρισης της ιστοσελίδας και των εφαρμογών της που συνέδεε τους διαδίκους, εξαιτίας της άρνησης της εναγόμενης να αποδώσει το παραπάνω άυλο αγαθό, του οποίου δικαιούχος τυγχάνει το ενάγον, μετά τη λήξη της μεταξύ τους σύμβασης, αφού η άνευ λόγου κατακράτηση της ιστοσελίδας συνιστά παράνομη και υπαίτια προσβολή περιουσιακού αγαθού που ανήκει σε άλλον, πλην όμως η ζημία που προκαλείται δεν είναι ίση με την αξία του αγαθού αυτού, καθώς τούτο δεν έχει απολεσθεί, αλλά μπορεί να ζητηθεί κατά τα ανωτέρω από το ενάγον βάσει της σύμβασης έργου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 685 παρ.1 ΑΚ ή κατά το άρθρο 13 παρ.3 του ν. 2121/1993 που προστατεύει τα δικαιώματα του δικαιούχου στις συμβάσεις εκμετάλλευσης στην πνευματική ιδιοκτησία και έναντι του δημιουργού, η δε ζημία της οποίας την αποκατάσταση μπορούσε να ζητήσει το ενάγον με βάση την φερόμενη παράνομη κατακράτηση της ιστοσελίδας συνίσταται στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε από τη μη λειτουργία της ιστοσελίδας (π.χ. έξοδα λειτουργίας άλλης ιστοσελίδας που αντικατέστησε έστω προσωρινά την επίδικη ιστοσελίδα) και στα διαφυγόντα κέρδη του. Συνεπώς, μη νόμιμη τυγχάνει η αξίωση του ενάγοντος και νυν εκκαλούντος να ζητήσει ως αποζημίωση την ίδια την αξία της ιστοσελίδας. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την εν λόγω αδικοπρακτική βάση της αγωγής, επειδή η ιστορούμενη συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά αποκλειστικά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων, που απέρρεαν από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου, ενώ ταυτοχρόνως αυτή η συμπεριφορά χωρίς την προϋπάρχουσα επίδικη συμβατική σχέση δεν είναι παράνομη και επομένως δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα οδηγήθηκε σε απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης, με εσφαλμένες όμως αιτιολογίες κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο έφεσης μέμφεται την εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η ιστορούμενη συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά αποκλειστικά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων και όχι αδικοπραξία, υποστηρίζοντας αυτό ορθά ότι από την 7.12.2015 που έληξε η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση διαχείρισης και λειτουργίας της ως άνω ψηφιακής υποδομής δεν υφίστατο πλέον συμβατική σχέση, οπότε η παράνομη και υπαίτια κατακράτηση από την εναγόμενη της ιστοσελίδας που αποτελεί δικό του περιουσιακό στοιχείο μπορεί να στοιχειοθετήσει αδικοπραξία. Πλην όμως μη νόμιμα υποστηρίζει ότι η αποκαταστατέα ζημία που προκαλείται από μια τέτοια συμπεριφορά συνίσταται στην περιουσιακή ζημία εκ της απώλειας της αξίας του παρανόμως αφαιρεθέντος πράγματος, την κυριότητα, νομή και κατοχή του οποίου θεωρεί ότι απώλεσε πλήρως το ενάγον-εκκαλούν, γεγονός το οποίο όμως δεν ισχύει, καθώς το ενάγον εξακολουθεί να είναι δικαιούχος του παραπάνω άυλου περιουσιακού αγαθού και δικαιούται να ζητήσει την απόδοσή του από την εναγόμενη είτε κατ’ άρθρο 685 παρ.1 ΑΚ, είτε κατά τα άρθρα 12 και 13 παρ.1 και 3 του ν. 2121/1993 (για το ότι ο συμβαλλόμενος που έχει αποκτήσει περιουσιακό δικαίωμα στο πνευματικό έργο μπορεί να στραφεί και κατά του δημιουργού βλ. Λάμπρου Κοτσίρη, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, τρίτη έκδοση, σελ. 155). Συνεπώς, νόμω αβάσιμος τυγχάνει ο σχετικός λόγος έφεσης. Ομοίως μη νόμιμος τυγχάνει και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίο αυτό και πάλι υποστηρίζει καταρχήν ορθώς ότι η κατακράτηση από την εναγόμενη-εφεσίβλητη και η μη απόδοση σε αυτό της ιστοσελίδας της οποίας είναι δικαιούχος, μετά τη λήξη της μεταξύ των διαδίκων συμβατικής σχέσης θεμελιώνει αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, πλην όμως μη ορθά αιτείται την αξία της ιστοσελίδας, καθώς αυτή δεν φέρεται να έχει καταστραφεί ή απολεσθεί.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία επίσης απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμη, το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απέρριψε δεχόμενο ότι καίτοι επιβοηθητικής φύσης, θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση, χωρίς η ενάγουσα να εκθέτει διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την πρώτη (σύμβαση), ενώ και δεδομένου ότι η βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ασκήθηκε κατά δικονομική επικουρικότητα σε σχέση με την πρώτη επικουρική βάση της αδικοπραξίας, αρκούσε να αναφέρει το εκκαλούν-ενάγον μόνο την αποκομισθείσα από την εναγόμενη ωφέλεια, κατά την οποία η εναγόμενη παραμένει αδικαιολογήτως πλουσιότερη. Ότι προφανώς και θα ήταν ίδια τα πραγματικά περιστατικά της κύριας και της επικουρικής βάσης της αγωγής, αφού δεν είναι εύληπτο, αγωγή να έχει περισσότερες και διαφορετικές ιστορικές βάσεις και ότι περαιτέρω, αυτό ρητώς ανέφερε στην αγωγή του ότι η πρωτοδίκως εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, κατέστη και εξακολουθεί να είναι αδικαιολόγητα πλουσιότερη, κατά το αναφερόμενο ποσό, σε βάρος της περιουσίας του, ωφεληθείσα του ποσού αυτού άνευ νόμιμης αιτίας, άλλως για αιτία λήξασα, λόγω μη παράδοσης σε αυτό της ιστοσελίδας του και των περιλαμβανόμενων σε αυτή εφαρμογών και δυνάμενη να τις εκμεταλλευθεί, καρπούμενη το όφελος της αξίας τους, καίτοι είχε λάβει ισόποση αμοιβή για τη συμφωνηθείσα εκτέλεση του έργου.

Σχετικά με τον λόγο αυτό έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από το άρθρο 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι, εκτός άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής από σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο, αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση, κύρια βάση της αγωγής, απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για ορισμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του λόγου της ακυρότητας της συμβάσεως, που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως (Ολ.ΑΠ 22/2009, όπου παραπέμπει η 438/2017 στη Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων του ΑΚ 904 παρ. 1 εδ. α, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και 938, που ορίζει, ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, προκύπτει, ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ και ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρο 909 ΑΚ, αν δε έγινε με πρόθεση, η αξίωση ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 ΑΚ. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΑΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις, ως άνω, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως κατά τα ανωτέρω, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνο η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ` ένσταση (άρθρο 277 ΑΚ), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξιώσεως από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 ΑΚ επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της. (ΟλΑΠ 8/2018, στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, ως επικουρική της πρώτης ενδοσυμβατικής βάσης της αγωγής τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση της αγωγής χωρίς να γίνεται λόγος για τυχόν ακυρότητα της λήξασας στις 7.12.2015 σύμβασης συντήρησης, διαχείρισης και λειτουργίας της ένδικης ιστοσελίδας και των εφαρμογών της. Η ίδια βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως επικουρική της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπραξία τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, λόγω έλλειψης προδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 στοιχ.β’, 118 στοιχ.4 και 111 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθώς ναι μεν γίνεται λόγος για ωφέλεια της εναγόμενης άνευ αιτίας ίσης με την αξία της αμοιβής που έδωσε το ενάγον για την ιστοσελίδα ύψους 51.294,85 ευρώ, πλην όμως δεν προσδιορίζει το ενάγον και ήδη εκκαλούν σε τι συνίσταται η ωφέλεια που η εναγόμενη αποκόμισε σε βάρος του, κατακρατώντας την ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και τις εφαρμογές αυτής, δεδομένου ότι πρόκειται για κατά παραγγελία έργο-λογισμικό πρόγραμμα, καλύπτον συγκεκριμένες ανάγκες του ενάγοντος και των μελών δικηγόρων του, τη διασύνδεσή του με τα Πρωτοδικεία της Αθήνας και του Πειραιά και την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ήτοι προγράμματα παρέχοντα υπηρεσίες στενά συνδεδεμένες με το πρόσωπο του εργοδότη και των μελών του και τα οποία αντικειμενικά δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από την εναγόμενη με τη διάθεσή τους σε τρίτους, ώστε να μπορεί να παραμείνει σε αυτή η σχετική ωφέλεια και να μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητο πλουτισμό της εναγόμενης σε βάρος του ενάγοντος ίσου με την αμοιβή που έλαβε από αυτό για να εκπονήσει το σχετικό έργο. Επομένως, η σχετική βάση της αγωγής έπρεπε να απορριφθεί όχι ως μη νόμιμη, ως έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά τα ανωτέρω. Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει ότι η δεύτερη επικουρική αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έπρεπε να γίνει δεκτή στην ουσία της τυγχάνει μη νόμιμος κατά τα αναλυτικά ανωτέρω εκτεθέντα, λόγω της αοριστίας της παραπάνω βάσης που προηγείται της εξέτασης της ουσίας της.

Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τον τρίτο πρόσθετο λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, με τον οποίο αυτό υποστηρίζει ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι από τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο ότι αυτό προέβη σε πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος από τρίτους για να τους παραδοθεί η ιστοσελίδα και να τη λειτουργήσουν και ότι συνεπεία της άρνησης της εναγόμενης να την παραδώσει, αντικατέστησε την ιστοσελίδα με νέα, προκύπτει ότι αυτό  υπαναχώρησε σιωπηρά από τη μεταξύ τους σύμβαση συνεργασίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να τάξει προθεσμία, αφού ήταν άσκοπο και δεν είχε συμφέρον, με αποτέλεσμα να λυθεί αναδρομικά η μεταξύ τους σύμβαση και να δικαιούται το ενάγον το καταβληθέν ποσό της αμοιβής της εναγόμενης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτος τυγχάνει απορριπτέος κατ’ άρθρο 526 του ΚΠολΔ, λόγω απαράδεκτης μεταβολής της βάσης της αγωγής, αφού πουθενά στην ως άνω αγωγή δεν γίνεται λόγος ότι το ενάγον υπαναχώρησε ρητά ή σιωπηρά από τη σύμβαση εκπόνησης μη τυποποιημένου λογισμικού που είχε καταρτίσει με την εναγόμενη, ώστε να ανατραπεί αυτή αναδρομικά και να δικαιούται το ενάγον να λάβει πίσω την αμοιβή που κατέβαλε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, ο τρίτος πρόσθετος λόγος έφεσης τυγχάνει απαράδεκτος.

Περαιτέρω και δεδομένου ότι από το παρόν Δικαστήριο κρίθηκε ότι η κύρια βάση της αγωγής (ενδοσυμβατική) και η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού) έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας και όχι ως μη νόμιμες, όπως απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, τούτο συνιστά λόγο εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 παρ. 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Εφετείο, στο οποίο με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση μέσα στα όρια που καθορίζονται απ` αυτή και τους πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο, τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας ή λόγω έλλειψης ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης, αν δε στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε πρόωρα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΑΚ (βλ. ΑΠ 769/2017 στη Νόμος). Στα πλαίσια αυτά, εάν ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του ως μη νόμιμης, μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει, μετ’εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (πρβλ. ΑΠ 1344/2015 στη Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ` αποτέλεσμα διατακτικό από την απόρριψη της αγωγής ως νομικά αβάσιμης, οπότε το Εφετείο εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτό και απορρίπτει την αγωγή ως αόριστη ή απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 40/2006, ΕφΑθ 37/2009, ΕφΘεσ 227/2008, στη Νόμος, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 103/2001 ΕλλΔνη 42.714, ΕφΑΘ 6048/2005 ΕλλΔνη 2006,894, ΕφΘεσ 2204/2005 Αρμ 2005,1785, ΜονΕφΔυτΜακ 100/2015 στη Νόμος, στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΘεσσαλ 923/2018 στη Νόμος, ΜονΕφΠειρ 86/2017 στη Νόμος). Συνακόλουθα, ως προς την κύρια ενδοσυμβατική βάση και τη δεύτερη επικουρική του αδικαιολόγητου πλουτισμού το παρόν Δικαστήριο πρέπει και χωρίς την  υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ κατά το μέρος αυτό, να απορριφθεί η αγωγή ως προς την κύρια και τη δεύτερη επικουρική της βάση κατά τα ανωτέρω ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Αντίθετα, ως προς την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, η οποία ορθά απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμη, αλλά με εσφαλμένες αιτιολογίες, θα γίνει απλή αντικατάσταση αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης και θα απορριφθεί η έφεση κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, η επιστροφή στο εκκαλούν του παραβόλου που κατέθεσε για το παραδεκτό της εφέσεώς του, δεδομένου ότι η τελευταία έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει την από 20.2.2017 έφεση και τους από 6.8.2018 πρόσθετους λόγους εφέσεως κατά της 3103/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους εφέσεως, ως προς την πρώτη επικουρική εκ της αδικοπραξίας βάση της από 7.1.2016 (με Γ.Α.Κ. …… και αριθμό …….) αγωγής, επί της οποίας έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης ως προς την κύρια εκ της συμβάσεως βάση και τη δεύτερη επικουρική εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της παραπάνω αγωγής, επί των οποίων έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση.

Εξαφανίζει ως προς τις αμέσως παραπάνω βάσεις της αγωγής την 3103/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει ως προς τις βάσεις αυτές την από 7.1.2016 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή κατά τις παραπάνω βάσεις της.

Διατάσσει την επιστροφή στο εκκαλούν του e-Παράβολου με κωδικό ………. του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ.

Επιβάλλει στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12.4.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ