Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 407/2018

Αριθμός    407 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ. Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 8.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../22.5.2015) έφεση της πρώτης εναγόμενης εταιρίας «……..» και Β) η από 8.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./22.5.2015) έφεση της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας «………», οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 282/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 30.1.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/2014) αγωγή των εναγόντων (ήδη εφεσίβλητων), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στις εναγόμενες εταιρίες, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, πρέπει να αναφερθεί ότι, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς ως εργατικής, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τις εκκαλούσες εταιρίες (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, οι κρινόμενες ως άνω εφέσεις κατατέθηκαν πριν την 1.1.2016.

ΙΙΙ. Με την από 30.1.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2014) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι) ισχυρίσθηκαν ότι είναι εκπαιδευτικοί, κλάδου πανεπιστημιακής βαθμίδας και ότι, κατά τους χρόνους που αναφέρονται στην αγωγή, προσελήφθηκαν από την πρώτη εναγόμενη εταιρία (ήδη εκκαλούσα) με την τότε επωνυμία «…………» (η οποία, στη συνέχεια, μετατράπηκε σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την ήδη επωνυμία «……….»), με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αρχικά ορισμένου χρόνου διάρκειας δύο ετών, οι οποίες, ακολούθως, μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνο, και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, στο διατηρούμενο από την τελευταία ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Ότι  την 16.10.2013 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας τους χωρίς να τους καταβάλει, όμως, τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977 «περί ιδιωτικών σχολείων». Ότι, επιπλέον, η ως άνω εναγομένη, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του έτους 2013 έως και τον ως άνω χρόνο που τους κοινοποίησε τα έγγραφα καταγγελίας των συμβάσεών τους, δεν τους κατέβαλε τις μηνιαίες αποδοχές τους, ενώ όσον αφορά ειδικότερα στους δεύτερο, πέμπτη, δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη αυτών (εναγόντων), έλαβε χώρα μείωση των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησής τους, χωρίς τη θέλησή τους, η οποία είχε ως συνέπεια τη μείωση των αποδοχών τους, επιφέροντας έτσι βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους και, για το λόγο αυτό, τους οφείλονται οι αναλυτικώς αναφερόμενες διαφορές αποδοχών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Ότι η δεύτερη των εναγομένων, εταιρία με την επωνυμία «………..» κατέστη διάδοχος της πρώτης αυτών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με συνέπεια να ευθύνεται έναντι των εναγόντων, υπό της ιδιότητά της αυτή, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη εταιρία. Ότι, ειδικότερα, έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων στη δεύτερη αυτών, αφού η τελευταία, από τον Σεπτέμβριο 2013 και εφεξής, ανέλαβε την εκμετάλλευση του εκπαιδευτηρίου που λειτουργούσε η πρώτη αυτών, αξιοποιώντας τις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγόμενης στον Πειραιά (στη οδό … ..), την υλικοτεχνική της υποδομή, τη φήμη της και την πελατεία της. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες (κατόπιν περιορισμού του αιτήματος της αγωγής τους, που έγινε πρωτοδίκως όσον αφορά τους πρώτο έως και ένατο των εναγόντων, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ως προς την αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ ποσού 10.000 ευρώ για έκαστο των ως άνω εναγόντων), ζήτησαν: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν, στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 55.936,50 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 65.124 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 55.657,33 ευρώ, στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 60.356,66 ευρώ, στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 22.082 ευρώ, στον έκτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 39.962,70 ευρώ, στην έβδομη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 35.771,66 ευρώ, στην όγδοη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 32.054,33 ευρώ, στον ένατο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 51.779,66 ευρώ, στην δέκατη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 6.029,32 ευρώ, στην ενδέκατη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.838,83 ευρώ και στη δωδέκατη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.315 Ευρώ, που αντιστοιχούν στη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, στις δεδουλευμένες αποδοχές (των μηνών Αυγούστου έως και Οκτωβρίου 2013) και στις διαφορές αποδοχών (λόγω της προαναφερόμενης βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας ως προς τους 2ο, 5η, 10η, 11η και 12η των εναγόντων), όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους κονδύλιο αναλύεται στην αγωγή και β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον εκάστη, οφείλουν σε έκαστο από τους πρώτο έως και ένατο των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εξαιτίας της μη καταβολής αποζημίωσης απόλυσης και να υποχρεωθούν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν, για την ίδια ως άνω αιτία, σε εκάστη από τις δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη των εναγόντων, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό κατά τις διακρίσεις της αγωγής, άλλως από την επίδοση αυτής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε τα αιτήματα των εναγόντων α) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και β) για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2013, δέχθηκε την αγωγή κατά τα λοιπά αιτήματά της (ήτοι αποζημίωση απόλυσης εκ του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977 προσαυξημένη κατά ποσοστό 1/6 που αντιστοιχεί στην αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας, δεδουλευμένες αποδοχές μόνο για Αύγουστο 2013 και διαφορές αποδοχών λόγω της βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας ως προς τους 2ο, 5η, 10η, 11η και 12η των εναγόντων) και υποχρέωσε τις εναγόμενες (τη δεύτερη αυτών κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του Π.Δ. 178/2002 και 479 ΑΚ περί μεταβίβασης επιχείρησης), ευθυνόμενες εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν, για τις ανωτέρω αιτίες, στους ενάγοντες: 1) το ποσό των 50.971,70 ευρώ στον πρώτο αυτών, 2) το ποσό των 62.208 ευρώ στο δεύτερο αυτών, 3) το ποσό των 52.693,33 ευρώ στην τρίτη αυτών, 4) το ποσό των 57.497,66 ευρώ στην τέταρτη αυτών, 5) το ποσό των 20.207 ευρώ στην πέμπτη αυτών, 6) το ποσό των 37.130,70 ευρώ στο έκτο αυτών, 7) το ποσό των 33.236,66 ευρώ στην έβδομη αυτών, 8) το ποσό των 29.501,33 ευρώ στην όγδοη αυτών, 9) το ποσό των 48.920,66 ευρώ στον ένατο αυτών, 10) το ποσό των 5.441,32 ευρώ στην δέκατη αυτών, 11) το ποσό των 2.380,65 ευρώ στην ενδέκατη αυτών και 12) το ποσό των 4.760 ευρώ στην δωδέκατη αυτών, με το νόμιμο τόκο α) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς την αποζημίωση απόλυσης και β) από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα ως προς τις διαφορές μισθών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη των εναγομένων, με τις κρινόμενες, υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ αντίστοιχα, εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

ΙV. Α. Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά την οποίαν οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, συνάγεται ότι το Σύνταγμα θεσπίζει την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β΄ του αυτού Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι και η αποζημίωση του απολυομένου μισθωτού, αποτελούσα με ευρεία έννοια αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας, πρέπει να ρυθμίζεται βάσει της αρχής της ισότητας, εκτός εάν η διαφοροποίησή της δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους ελέγχουν τα δικαστήρια. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. Γ΄ και Δ΄ του Ν. 1351/1983, όπως αυτό αντικατεστάθη με το άρθρο 62 παρ. 5 του Ν. 1566/1985, ορίσθηκε ότι μέχρι να ρυθμισθούν με νόμο τα θέματα της γενικής ιδιωτικής εκπαίδευσης, κανείς ιδιωτικός εκπαιδευτικός με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δεν απολύεται παρά μόνο με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και ότι κατ’ εξαίρεση των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου είναι επιτρεπτή και έγκυρη η απόλυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων 1) για κατάργηση σχολείων, 2) για κατάργηση τάξεων, οπότε είναι επιτρεπτή η απόλυση των εχόντων τη μικρότερη υπηρεσία στην εκπαίδευση, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί σ` αυτούς η προβλεπόμενη από το άρθρο 30 του Ν. 682/1977 αποζημίωση και 3) για συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του  ως άνω Ν. 682/1977 «Περί Ιδιωτικών Σχολείων Γενικής Εκπαίδευσης και Οικοτροφείων» (όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα πριν την κατάργησή του με το Ν. 4254/2014) ορίζεται ότι «η σχέσις εργασίας μεταξύ του ιδιοκτήτου ιδιωτικού σχολείου και του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής παραιτήσεως και της απολύσεως μετά πράξιν του οικείου επιθεωρητού (ήδη Προϊσταμένου Διευθύνσεως Πρωτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νομού)». Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1, 5, 6 και 8 του ιδίου ως άνω Ν. 682/1977, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (2013), ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι διδάσκοντες εις τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως εκπαιδευτικοί τελούν επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή αορίστου χρόνου κατά τα εις τας επομένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζόμενα» (§ 1), «Διαρκούσης της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η σύμβασις δύναται να καταγγελθεί υπό του ιδιοκτήτου καταβαλλομένης αποζημιώσεως ενός μηνός δι` έκαστον έτος προσφοράς των υπηρεσιών του εις το αυτό σχολείον και μέχρις 25 ετών, υπολογιζομένης και της υπηρεσίας του επί συμβάσει ωρισμένου χρόνου» (§ 5), «Οι αποχωρούντες ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, λόγω συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου ή του 70ού έτους της ηλικίας των, δικαιούνται αποζημιώσεως ίσης προς το ήμισυ της προβλεπομένης υπό της προηγουμένης παραγράφου διά την περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας» (§ 6) και «Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή αορίστου χρόνου και απολυόμενοι ένεκα καταργήσεως του σχολείου εις το οποίον υπηρετούν δεν δικαιούνται αποζημιώσεως» (§ 8). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, ενώ θεσπίζεται ως γενικός κανόνας η αποζημίωση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, ο οποίος απολύεται όχι από υπαιτιότητά του (κατά τη βούληση του εργοδότη ή λόγω κατάργησης τάξεων του σχολείου ή λόγω συμπλήρωσης του συνταξίμου χρόνου ή του ορίου ηλικίας), εισάγεται εξαίρεση γι` αυτόν, μη δικαιούμενο καμία αποζημίωση, όταν απολύεται λόγω κατάργησης του σχολείου. Η εξαίρεση αυτή αντίκειται στην ανωτέρω αρχή της ισότητας, γιατί εισάγει για την κατηγορία των απολυομένων λόγω κατάργησης του σχολείου ιδιωτικών εκπαιδευτικών, δυσμενή διάκριση επί κατάστασης ουσιωδώς όμοιας προς τις ανωτέρω, καταλαμβανόμενες από τον κανόνα, περιπτώσεις, μη δικαιολογουμένη από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, οι εν λόγω ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δικαιούνται, όταν απολύονται λόγω κατάργησης του σχολείου, αποζημίωση απόλυσης, η οποία αρχικά προβλεπόταν στο άρθρο 30 παρ. 5 του Ν. 682/77 (ΟλΑΠ 30/2005 ΕλλΔνη 2005.726, ΕφΑθ 614/2006 ΕλλΔνη 2008.277, ΕφΠειρ 53/2010 ΠειρΝομ 2010.177, ΕφΠειρ 60/2009 ΕλλΔνη 2009.1496). Εξάλλου, υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 2986/2002 «Οργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών,  επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», µε το άρθρο 13 παρ. 1 του οποίου αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου 30 του Ν. 682/1977, η απόλυση του διδακτικού προσωπικού που υπηρετεί µε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου είναι δυνατή μόνον για τρεις κατηγορίες λόγων και συγκεκριμένα: α) για τους λόγους που απαριθμούνται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ, 4 του άρθρου 33 του Ν. 682/1977 (σωματική ή πνευματική ανικανότητα, συμπλήρωση ορίου ηλικίας. πειθαρχική ποινή απόλυσης κλπ), β) επί κατάργησης σχολείων ή τάξεων και τμημάτων τάξεων και γ) επί διαταραχής του εκπαιδευτικού κλίματος στο σχολείο που είναι απότοκος αδυναμίας συνεργασίας μεταξύ του ιδιοκτήτη του σχολείου και του υπό απόλυση εκπαιδευτικού και διαπιστώνεται από τριμελή διοικητική επιτροπή, µε την (θετική) σύμφωνη γνώμη της οποίας εκδίδεται στη συνέχεια από τον προϊστάμενο της οικείας Διεύθυνσης Εκπαίδευσης η πράξη απόλυσης του εκπαιδευτικού. Η απάλειψη, εξάλλου, της περίπτωσης στ΄ από τους απαριθμούμενους στην παράγραφο 4 του άρθρου 33 του Ν.682/1977 λόγους, που αφορούσε στην καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του ιδιοκτήτη του σχολείου. είχε το νόημα της κατάργησης της αναιτιώδους καταγγελίας (ως λόγου απόλυσης), η οποία (αναιτιώδης καταγγελία), έως τότε, εφόσον γινόταν στον προβλεπόμενο για κάθε περίπτωση χρόνο και συνοδευόταν από την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης, συνιστούσε ιδιαίτερο λόγο απόλυσης του διδακτικού προσωπικού (σύμφωνα µε την ως άνω περίπτωση στ΄) και υποχρέωνε τη διοίκηση σε έκδοση πράξης απόλυσης. Αφότου η συγκεκριμένη περίπτωση (στ΄) έπαυσε να ισχύει, γι’ αυτή την κατηγορία συμβάσεων εργασίας θεσπίστηκε ο κανόνας της αιτιώδους καταγγελίας τους από τον εργοδότη και μόνον για τον ως άνω λόγο, για τον οποίο επιτρέπεται κατά νόμο η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος, ήτοι λόγω διαταραχής του εκπαιδευτικού κλίματος εξαιτίας αδυναμίας συνεργασίας εργοδότη –εκπαιδευτικού. Μετά, όμως, την τροποποίηση της παραγράφου 3α του άρθρου 30 του Ν. 682/1977, στο οποίο προστέθηκε µε την παρ. 16 του άρθρου 47 του Ν.3848/2010 η περίπτωση iv (δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης ενός εκπαιδευτικού ανά ιδιωτική εκπαιδευτική μονάδα και ανά βαθμίδα εκπαίδευσης κατά τη λήξη κάθε σχολικού έτους), προβλέφθηκε νέος λόγος αναιτιώδους καταγγελίας (βλ. ΓνωµΝΣΚ 4/2012 σε ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, του επιτρεπτού ή µη της αναιτιώδους καταγγελίας, ως λόγου απόλυσης, η ισχύς του άρθρου 11 του Ν. 1351/1983 παρ. 1 εδ. Δ΄, όπως συμπληρώθηκε µε το άρθρο 62 παρ. 5 του Ν. 1566/1985, το οποίο προβλέπει την απόλυση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, μεταξύ άλλων λόγων και για κατάργηση σχολείων, τάξεων και τμημάτων τάξεων, δεν καταργήθηκε, αλλά συμπεριλήφθηκε στους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 2986/2002 λόγους απόλυσης και εξακολουθούσε να ισχύει κατά το χρόνο που ενδιαφέρει. Ο όρος «απόλυση», εξάλλου, που αναφέρεται αδοκίμως, στην ως άνω διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1Δ΄ του Ν. 1351/1983, ως λόγος έγκυρης λύσης της σύμβασης εργασίας µε πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου, συμπίπτει προφανέστατα µε την «καταγγελία», όρος ο οποίος, ορθώς, αναφέρεται στη νεώτερη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 του Ν. 2986/2002. Με βάση τα προεκτεθέντα, εφόσον: α) µε τους Ν. 2986/2002 και 3194/2003 δεν καταργήθηκε η δυνατότητα λύσης της σύμβασης εργασίας του εκπαιδευτικού στην περίπτωση κατάργησης σχολείου, τάξεων ή τμημάτων ή λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, επιτρεπομένης σε κάθε περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για τους ως άνω λόγους και β) εξακολουθεί να ισχύει (κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο που αφορά την προκείμενη υπόθεση) η εισαχθείσα µε τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 του Ν. 682/1977 εξαίρεση των απολυομένων λόγω κατάργησης σχολείου από την καταβολή αποζημίωσης, διάκριση δυσμενής επί κατάστασης ουσιωδώς όμοιας προς τις λοιπές περιπτώσεις του άρθρου 11 παρ.1 Δ΄ του Ν. 1351/1983, για τις οποίες ρητά προβλέπεται αποζημίωση, χωρίς να συντρέχουν λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογούν αυτή διάκριση των απολυομένων λόγω κατάργησης σχολείου εκπαιδευτικών, αυτοί, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, κρίνεται ότι δικαιούνται αποζημίωσης (πρβλ. ΑΠ 489/2011 και 490/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. ΕφΛαρ 109/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η ως άνω δυσμενής διάκριση, επιτάθηκε μετά την θέσπιση, µε την προαναφερθείσα παρ. 16 του άρθρου 47 του Ν.3848/2010 (που πρόσθεσε την περίπτωση iv στην παρ. 3α του άρθρου 30 του Ν. 682/1977), νέου λόγου καταγγελίας της σύμβασης µε την καταβολή, και πάλι, αποζημίωσης. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι το ανωτέρω (αρχικό) άρθρο 30 του Ν. 682/1977 καταργήθηκε μεν με την υποπαρ. Ζ άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014, πλην όμως επανήλθε ως «νέο» άρθρο 30 του Ν. 682/1977, το οποίο προστέθηκε, με νέα διατύπωση, με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 4415/2016, ενώ από τον συνδυασμό των παρ. 3 και 4 του ως άνω νέου άρθρου (30 Ν. 682/1977), όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 56 του Ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α΄ 74/19.5.2017), σαφώς προκύπτει ότι στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, των οποίων η σύμβαση καταγγέλλεται, μεταξύ άλλων, και για το λόγο της κατάργησης σχολείων, «καταβάλλεται αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας».

Β. Με το άρθρο 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/28.2.2012 (ΦΕΚ 38/28.2.2012 τ.Α΄) που προσδιόρισε και διευκρίνισε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4046/2012 (ΦΕΚ 28/14-2-2012), µε τον οποίο εγκρίθηκε το Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και οι οποίες συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής (άρθρο 1 παρ.6 Ν.4046/2012), ορίζεται ότι: «Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται … ». Οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν προκειμένου να αρθεί ο πέραν του αναγκαίου μέτρου περιορισμός της επιχειρηματικής ελευθερίας, ιδιαίτερα υπό τη σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία, κατά την οποία η μονιμότητα αυτή παρεμποδίζει τη λήψη και την εφαρμογή οικονομοτεχνικών μέτρων αναγκαίων για την ανάπτυξη και την εξυγίανση των επιχειρήσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους (βλ. Κ. Μπακόπουλο, Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, 2012, σελ. 164 επ.). Ειδικότερα, ουσιώδεις παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας εισάγουν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις που καθορίζουν την αποζημίωση που καταβάλλεται στους απολυόμενους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, η οποία είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στους Ν. 2112/1920 και 3198/1955. Συνεπώς, εφόσον ο απολυόμενος μετά την 14-2-2012 ιδιωτικός εκπαιδευτικός, εδικαιούτο αποζημίωσης απόλυσης με βάση τις διατάξεις του Ν. 682/1977, θα λάβει, κατ’ εφαρμογή του Ν. 4046/2012 και της ΠΥΣ 6/28.2.2012, την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 σε συνδ. με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 νόμιμη αποζημίωση, και όχι την αυξημένη αποζημίωση την οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977(βλ. Γ. Λεβέντη, «Το νομοθετικό πλαίσιο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών μετά το ν.4046/2012 και την ΠΥΣ 6/28-2-2012», ΕΕργΔ 2012.1427 επ. και ιδίως 1441-1443, και Ι. Ληξουριώτη, «Η εργασιακή σχέση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και η κατάργηση της μονιμότητας, ΕΕργΔ 2012, σελ. 1445 επ. και ιδίως 1455-1456). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, και με το «νέο» άρθρο 30 παρ. 4 του Ν. 682/1977, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 4415/2016 και ήδη ισχύει (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 του Ν. 4472/2017), ορίζεται ότι η καταβαλλόμενη στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους, προσδιορίζεται «σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας». Τέλος, η ανωτέρω αποζημίωση, από 1.1.2013 και εφεξής, δεν προσαυξάνεται κατά ποσοστό 1/6, γιατί το ποσοστό αυτό αφορά την αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας στις τακτικές αποδοχές των εργαζομένων, ενώ οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, πλήρως εξομοιούμενοι (μισθολογικά) με τους δημόσιους εκπαιδευτικούς (βλ. ΑΠ 140/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν λαμβάνουν πλέον τα εν λόγω επιδόματα. Ειδικότερα, τα επιδόματα εορτών και αδείας, αρχικά με το άρθρο 16 Ν. 4024/2011 μειώθηκαν σε εφάπαξ ποσά και συγκεκριμένα ορίσθηκαν το επίδομα Χριστουγέννων σε 500 ευρώ, το επίδομα Πάσχα σε 250 ευρώ και το επίδομα αδείας σε 250 ευρώ, ενώ στη συνέχεια, από 1.1.2013, με το Ν. 4093/2012 τα επιδόματα αυτά καταργήθηκαν για τους δημόσιους εκπαιδευτικούς (όπως και για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους) και ως εκ τούτου έχουν καταργηθεί και για όλους τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς (βλ Ν. Γεωργιάδου, «Το νέο καθεστώς εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών (μετά το Ν. 4254/14)», ΔΕΝ 2016, σελ. 289 επ. και ιδίως 294).

Γ. Κατά το άρθρο 7 εδ. α΄ του Ν. 2112/1920 «Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας, ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του (ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος-άρθρο 281 ΑΚ). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής, αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή/και ηθική ζημία. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί την μεταβολή, με αποτέλεσμα την κατ’ άρθρο 361 ΑΚ σύναψη (σιωπηρά) νέας σύμβασης, τροποποιητικής της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, στην περίπτωση δε αυτήν, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Βλαπτική μεταβολή θεωρείται και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων  στην επιχείρηση που συνεπάγεται, άμεσα ή έμμεσα, δυσμενείς υλικές ή/και ηθικές συνέπειες, όπως η μείωση των αποδοχών του κλπ. (ΑΠ 899/2017, 682/2017, 104/2017, 216/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΈΟΚ Οδηγίας, «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο, μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η προαναφερθείσα Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50 Οδηγία (ακολούθησε η Οδηγία 2001/23 που κωδικοποίησε απλώς τις δύο προηγούμενες Οδηγίες), προς προσαρμογή δε σε αυτήν εκδόθηκε το Π.Δ. 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ως άνω Π.Δ, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ειδικότερα, για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται (χωρίς να ενδιαφέρει ο τρόπος της μεταβίβασης) τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Διατήρηση δε της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και, συνεπώς, δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Εξάλλου, η ταυτότητα της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα (νέα μηχανήματα, εγκαταστάσεις, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς το σκοπό, π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κ.λπ.). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα, ενώ το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Συνεπώς, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών (είτε αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση) να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1148/2017, ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 995/2017, ΑΠ 1319/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΕφΠειρ 689/2011 ΠειρΝομ 2012.260, βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2015, σελ. 1267 επ. και ιδίως 1272-1282, Γνωμοδότηση του ιδίου για την έννοια της «μεταβίβασης» επιχείρησης σε ΔΕΝ 2009 σελ. 1169 επ., Γνωμοδότηση Γ. Λεβέντη για την «Μεταβίβαση λειτουργίας ή δραστηριότητας (outsourcing)» σε ΔΕΝ 2004, σελ. 1193 επ. και Αμαλία Λεβέντη, Μεταβίβαση επιχείρησης και Συλλογικές Σχέσεις Εργασίας, έκδ. 2016, σελ. 62-64). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 2008.1517). Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που πρόεκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 178/2002, καθόσον, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων (ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011 και ΑΠ 318/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, τα κρίσιμα στοιχεία για την κατάφαση της έννοιας της «μεταβίβασης επιχείρησης» δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, εφόσον η σημασία τους δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, ενώ η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο κάθε κριτήριο, στο πλαίσιο πάντοτε συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης ή εγκατάστασης για την οποία πρόκειται και από τις εφαρμοζόμενες σε αυτή μεθόδους παραγωγής και εργασίας. Τελικά δε, κρίσιμο είναι να διαπιστωθεί, βάσει της συνολικής αξιολόγησης, αν ο «διάδοχος» αναλαμβάνει πράγματι μία οργάνωση εργασίας που έχει δημιουργήσει ένας άλλος, για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού, την οποία και διατηρεί αξιοποιώντας την για την επίτευξη του ίδιου βασικού σκοπού. Δηλαδή, είναι κρίσιμη η διάκριση για το αν υπάρχει μεταβίβαση οικονομικών παραγόντων οργανωμένων από τον φορέα τους σε ενότητα για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, μεταβίβαση δηλαδή ενός οργανισμού, ο οποίος «επιζεί» της αλλαγής του φορέα του, ή απλώς μεταβίβαση ενός αθροίσματος ή μεμονωμένων οικονομικών αγαθών, χωρίς τον μεταξύ τους αναγκαίο για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού λειτουργικό σύνδεσμο και οργάνωση, μεταβίβαση δηλαδή «νεκρών» στοιχείων, αφού μόνο στην πρώτη περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για μεταβίβαση οικονομικής μονάδας με διατήρηση της ταυτότητάς της και υπό τον νέο φορέα και μόνο στην περίπτωση αυτή δικαιολογείται να επέλθουν οι έννομες συνέπειες που προβλέπει η κοινοτική και εθνική νομοθεσία (ΕφΑθ 9606/2005 ΕλλΔνη 2006.873, βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 1274 και Γνωμοδότηση του ιδίου, ό.π., ΔΕΝ 2009 σελ. 1174). Τέλος, η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων από την εργασιακή σχέση επέρχεται, εφόσον αυτή υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, γιατί, αν είχε λήξει νόμιμα (π.χ. θάνατος ή οικειοθελής αποχώρηση του μισθωτού, καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη κ.ο.κ), τότε δεν επέρχεται μεταβίβαση. Αν, όμως, η εργασιακή σχέση δεν είχε λήξει πριν από τη μεταβίβαση με νόμιμο τρόπο (όπως π.χ. παράνομη ή καταχρηστική απόλυση μισθωτού), τότε ο εργαζόμενος μπορεί να ασκήσει μέσα στη νόμιμη προθεσμία τα δικαιώματα από την παράνομη απόλυση κατά του νέου εργοδότη, γιατί παράλληλα με το ως άνω Π.Δ. έχει εφαρμογή και το άρθρο 479 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης με σύμβαση, ο αποκτών ευθύνεται για τα χρέη της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης και είναι συνυπεύθυνος με τον μεταβιβάζοντα απέναντι στους εργαζομένους αυτού, για τις ήδη γεννημένες εργατικές αξιώσεις τους. Για να συμβεί αυτό και να ανακύψει υποχρέωση του διαδόχου εργοδότη να καταβάλει τις μέχρι της διαδοχής καθυστερούμενες αποδοχές των εργαζομένων στην επιχείρηση, θα πρέπει η τελευταία να του μεταβιβάστηκε αυτή καθ’ εαυτή ως ενιαίο σύνολο, χωρίς διακοπή ή με διακοπή μεν, αλλά με τη θέληση του νέου επιχειρηματία να είναι ο διάδοχος εργοδότης και να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης (ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 14/2012, ΕφΑθ 6363/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VΙ. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……… και ………., που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια των εναγόντων και η δεύτερη με επιμέλεια των εναγομένων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τις εκκαλούσες-εναγόμενες υπ’ αριθ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των …………, αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγόντων, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ……. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……… (σημειώνεται ότι στις ειδικές διαδικασίες το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις, των οποίων γίνεται επίκληση και για τη σύνταξή τους έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις, έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθμητικά τις τρεις, αφού δεν ισχύει ο περιορισμός της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015 – βλ. ΑΠ 938/2017, ΑΠ 882/2015, ΑΠ 522/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες υπ’ αριθ. …../7.4.2014 ένορκη βεβαίωση της ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. ……../3.4.2014 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς-βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α΄, 674 παρ. 2 ΚΠολΔ όπως ίσχυαν προ του Ν. 4335/2015), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι) είναι εκπαιδευτικοί πανεπιστημιακής βαθμίδας και, κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, προσελήφθησαν από την ομόρρυθμη εταιρία µε την επωνυμία «……….», µε συμβάσεις αρχικά ορισμένου χρόνου διάρκειας δύο ετών, οι οποίες ακολούθως κατέστησαν αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, στο εκπαιδευτήριο (όπου λειτουργούσε, μεταξύ άλλων, και γυμνάσιο-λύκειο), το οποίο εκμεταλλευόταν η εργοδότριά τους. Στη συνέχεια, το έτος 2007, η ως άνω ομόρρυθμη εταιρία μετατράπηκε σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ 13436/23.11.2007 τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.),  χωρίς, όμως, η μεταβολή αυτή να επιδρά στην ταυτότητα του νομικού προσώπου της, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 3 και 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αλλαγή της επωνυμίας της εταιρίας και της εταιρικής μορφής αυτής δεν μεταβάλλει και την ταυτότητα του νομικού της προσώπου (ΑΠ 1126/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1514/2011 ΔΕΕ 2011.904). Ειδικότερα, με σχετικό άρθρο του καταστατικού της ορίστηκε, ως σκοπός της εταιρίας αυτής, ο υφιστάμενος σκοπός της μετατραπείσας ομόρρυθμης εταιρίας, ήτοι η εκμετάλλευση εκπαιδευτηρίου νηπιαγωγείου – δημοτικού – γυμνασίου – λυκείου κλπ καθώς επίσης και η εκμετάλλευση κυλικείου εντός του χώρου του εκπαιδευτηρίου για τις ανάγκες των μαθητών και του διδακτικού προσωπικού του, ενώ η έδρα της εταιρίας ορίσθηκε στον Πειραιά επί της οδού ………. και ως εταίροι αυτής ορίστηκαν οι ομόρρυθμοι- εταίροι της μετατραπείσας ομόρρυθμης εταιρείας: 1) ………, 2) ……. και 3) …….. και, τέλος, η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπηση της εταιρίας ανατέθηκε στον μη εταίρο …….. (βλ. την με αριθμό ……/2.11.2007 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με μετατροπή ομόρρυθμης εταιρίας, του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Α.Ε. και ΕΠΕ, με αριθμό …./23.11.2007). Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθ. …./19.4.2013 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, τροποποιήθηκε το καταστατικό της εν λόγω εταιρίας και πλέον εταίροι αυτής ορίστηκαν οι 1) …… και 2) …….., ενώ τροποποιήθηκε και το άρθρο 3 του εταιρικού καταστατικού και συμπληρώθηκε ο σκοπός της εταιρίας με την ίδρυση και λειτουργία φροντιστηρίου και κέντρου ξένων γλωσσών (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ τ. Α.Ε. και ΕΠΕ, με αριθμό …./25.6.2013, όπου δημοσιεύθηκε η ως άνω τροποποίηση). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στην πρώτη εναγόμενη εταιρία (ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης) έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2013, οπότε και καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της ως ομόρρυθμη εταιρία) τον Σεπτέμβριο του έτους 1991 προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγητής μαθηματικών στο ιδιωτικό γυμνάσιο – λύκειο που διατηρούσε η τελευταία, εργάσθηκε δε επί 22 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα, στο ποσό των 1.985,91 ευρώ. Ο δεύτερος ενάγων προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) τον Σεπτέμβριο του έτους 1989, προκειμένου να απασχοληθεί ως απασχοληθεί ως καθηγητής βιολογίας, εργάσθηκε δε επί 24 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα, κατόπιν της μείωσης που είχε συντελεστεί στο ωράριο εργασίας του από το Σεπτέμβριο του 2012 και εφεξής, στο ποσό των 1.458 ευρώ. Η τρίτη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 1991, προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια φιλόλογος, εργάσθηκε δε επί 22 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 1.976 Ευρώ. Η τέταρτη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Δεκέμβριο του έτους 1988, προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια φυσικός, εργάσθηκε δε επί 25 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών οι οποίες ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 1.906 ευρώ. Η πέμπτη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 2004 προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια κοινωνιολογίας, εργάσθηκε δε επί 9 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, κατόπιν της μείωσης που είχε συντελεστεί στο ωράριο εργασίας της από το Σεπτέμβριο του 2012 και εφεξής, στο ποσό των 764 ευρώ. Ο έκτος ενάγων προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 1997, προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, εργάσθηκε δε επί 16 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα, στο ποσό των 1.888 ευρώ. Η έβδομη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 1997, προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια φιλόλογος, εργάσθηκε δε επί 16 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 1.690 ευρώ. Η όγδοη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 1999 προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια φιλόλογος, εργάσθηκε δε επί 14 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 1.702 ευρώ. Ο ένατος ενάγων προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 1991, προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγητής μαθηματικών, εργάσθηκε δε επί 22 έτη αντί μεικτών μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονταν κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα στο ποσό των 1.906 ευρώ. Η δέκατη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 2006 προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, εργάσθηκε επί 7 έτη αντί  μικτών μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες, κατόπιν μειώσεων των  ωρών της εργασίας της που έλαβαν χώρα κατά τα έτη 2007, 2009 και 2011, ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 112 ευρώ. Η ενδέκατη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Σεπτέμβριο του έτους 2005, προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια εικαστικών, εργάσθηκε δε επί 8 έτη αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες κατόπιν μείωσης των ωρών της εργασίας της που έλαβε χώρα κατά το έτος 2012, ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 119,07 ευρώ. Η δωδέκατη ενάγουσα προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη (υπό την τότε εταιρική μορφή της) το Δεκέμβριο του έτους 2007 προκειμένου να απασχοληθεί ως καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας, εργάσθηκε δε επί 5 έτη και 9 μήνες αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες, κατόπιν μείωσης των ωρών της εργασίας της που έλαβε χώρα κατά το έτος 2012, ανέρχονταν, κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα, στο ποσό των 220 ευρώ. Οι ενάγοντες εργάστηκαν, υπό το νόμιμο εργασιακό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, μέχρι και την 31.8.2013, ενώ, όταν την 2.9.2013 (ημέρα Δευτέρα) προσήλθαν στο εκπαιδευτήριο προκειμένου να αναλάβουν υπηρεσία, ενημερώθηκαν προφορικά από τους εταίρους της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, …………., ότι το γυμνάσιο και το λύκειο του εκπαιδευτηρίου δεν θα λειτουργούσαν κατά το συγκεκριμένο διδακτικό έτος (2013-2014), χωρίς όμως να διευκρινισθεί περαιτέρω αν θα συνεχίζονταν οι εργασιακές τους συμβάσεις. Κατόπιν αυτού, οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν άμεσα στην πρώτη εναγομένη ζητώντας από αυτήν να τους γνωστοποιήσει το μέλλον των εργασιακών τους συμβάσεων, ενώ, παράλληλα, κατέθεσαν στην εργοδότριά τους (πρώτη εναγομένη) την από 4.9.2013 «δήλωση διαμαρτυρίας – αίτηση παροχής στοιχείων», την οποία κοινοποίησαν τόσο στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς, όσο και στο Γραφείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιώς. Στη συνέχεια, προσέφυγαν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιώς, ζητώντας τις οφειλόμενες, κατ’ αυτούς, διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρα εορτών, επιδόματα αδείας και αποζημίωση απόλυσης εάν θεωρηθεί ότι υπάρχει έγκυρη απόλυσή τους. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω εργατικής διαφοράς, την 10.10.2013, παραστάθηκαν αμφότερα τα εμπλεκόμενα μέρη (εργοδότρια και εργαζόμενοι) και η εργοδοτική πλευρά αναγνώρισε ότι «Οι οφειλές δεδουλευμένων υπάρχουν πράγματι, καταβλήθηκε ένα μέρος τους και θα εξοφληθούν τμηματικά έως το τέλος του έτους», επισημαίνοντας ότι «δεδουλευμένα εννοούνται οι νόμιμες αποδοχές των εργαζομένων έως τις 31.08.2013 οπότε και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου και απολύθηκαν». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία κατήγγειλε κατ’ αρχήν προφορικά (αν και η καταγγελία αυτή έπρεπε να γίνει εγγράφως), την 2.9.2013, και στη συνέχεια εγκύρως και εγγράφως, την 16.10.2013, τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων (όπως το τελευταίο αυτό περιστατικό της έγγραφης καταγγελίας, συνομολογείται και από τους ίδιους με την αγωγή τους) λόγω κατάργησης του σχολείου στο οποίο αυτοί εργάζονταν, ενώ, μεταγενέστερα και συγκεκριμένα εντός του Νοεμβρίου 2013, τους γνωστοποιήθηκε, με σχετικά έγγραφα της Περιφερειακής Διεύθυνσης της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής-Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιώς του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ότι με την υπ’ αριθ. …/21.11.2013 Πράξη της ως άνω Υπηρεσίας, απολύθηκαν από 31.8.2013 από το Γυμνάσιο-Λύκειο της «……….» (πρώτης εναγομένης) λόγω κατάργησής του από το σχολικό έτος 2013-2014. Η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε στους ενάγοντες αποζημίωση απόλυσης, επικαλούμενη προς τούτο τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 του Ν. 682/1977, κατά την οποία  «Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή αορίστου χρόνου και απολυόμενοι ένεκα καταργήσεως του σχολείου εις το οποίον υπηρετούν δεν δικαιούνται αποζημιώσεως». Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV Α της παρούσας, οι ενάγοντες δικαιούνταν αποζημίωσης τόσο υπό την ισχύ των διατάξεων των Ν. 2986/2002, 3294/2003 και 682/1977 -καθόσον η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 682/1977 αντίκειται στην αρχή της ισότητας- απορριπτόμενου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης που προτείνεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, όσο και υπό το ισχύον κατά την απόλυσή της καθεστώς του Ν. 4046/2012 και της ΠΥΣ 6/28.2.2012. Η αποζημίωση, όμως, αυτή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV Β της παρούσας, θα είναι η προβλεπόμενη από τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και δη το Ν. 2112/1920 σε συνδ. με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και όχι η αυξημένη αποζημίωση που όριζε η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977 (ήτοι αποζημίωση ενός μηνός για κάθε έτος εργασίας στο ίδιο σχολείο και μέχρι 25 έτη). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε στους ενάγοντες την αυξημένη αποζημίωση  απόλυσης της τελευταίας αυτής διάταξης (του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977), έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης της πρώτης εναγομένης. Επίσης, η ανωτέρω αποζημίωση, από 1.1.2013 και εφεξής, δεν προσαυξάνεται κατά ποσοστό 1/6, γιατί το ποσοστό αυτό αφορά την αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας στις τακτικές αποδοχές των εργαζομένων, ενώ οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, πλήρως εξομοιούμενοι (μισθολογικά) με τους δημόσιους εκπαιδευτικούς δεν λαμβάνουν, από τον ως άνω χρόνο, τα εν λόγω επιδόματα κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (στην παράγραφο ΙV Β της παρούσας). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε στους ενάγοντες την αποζημίωση  απόλυσης, προσαυξημένη κατά ποσοστό 1/6 ως αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως και τον Αύγουστο του έτους 2013, μείωσε το ωράριο εργασίας του δεύτερου ενάγοντος, …………, από 16 ώρες σε 12 ώρες, γεγονός για το οποίο αυτός διαμαρτυρήθηκε προσφεύγοντας στο αρμόδιο όργανο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιώς του Υπουργείου Παιδείας, ήτοι στο ΠΥΣΔΕ Πειραιώς, το οποίο, µε την υπ’ αριθ. …/20.11.2012/θ. 4 πράξη του, έκρινε µη νόμιμη την ενέργεια αυτή της εναγομένης, απορρίπτοντας την πρότασή της για μείωση του ωραρίου του ανωτέρω εργαζόμενου. Ακόμη, η πρώτη εναγομένη, από το Σεπτέμβριο του 2012 έως και τον Αύγουστο του έτους 2013, μείωσε το ωράριο εργασίας της πέμπτης ενάγουσας, …….., από 15 ώρες σε 11 ώρες, γεγονός για το οποίο αυτή διαμαρτυρήθηκε προσφεύγοντας στο ΠΥΣΔΕ Πειραιά, το οποίο, µε την υπ’ αριθ. …/20.11.2012/θ. 4 πράξη του, έκρινε µη νόμιμη την ενέργεια αυτή της πρώτης εναγομένης, απορρίπτοντας την πρότασή της για μείωση του ωραρίου της ανωτέρω εργαζόμενης. Επίσης, η πρώτη εναγομένη τροποποίησε το διοριστήριο της δέκατης ενάγουσας, ………., μειώνοντας την 1.9.2007 τις ώρες διδασκαλίας της από δέκα σε εννέα, ακολούθως την 1.9.2008 σε οκτώ και την 1.9.2009 σε επτά. Ακολούθως, ενώ η δέκατη ενάγουσα βρισκόταν σε άδεια εγκυμοσύνης κατά το εκπαιδευτικό έτος 2011 – 2012 (και δη από 13.11.2011 έως 09.01.2013), μείωσε τις ώρες διδασκαλίας της από επτά (7) σε δύο (2) ώρες. Η δέκατη ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε αναφορικά με την τελευταία τροποποίηση των όρων εργασίας της, μη αποδεχόμενη την μονομερή αυτή απόφαση της πρώτης εναγόμενης, θεωρώντας την βλαπτική και απευθύνθηκε στο αρμόδιο όργανο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιώς (ΠΥΣΔΕ),  το οποίο, με την υπ’ αριθ. …/9.4.2013/θ. 3 πράξη του, έκρινε μη νόμιμη την ενέργεια αυτή της πρώτης εναγομένης, απορρίπτοντας την πρότασή της για μείωση του ωραρίου της ανωτέρω εργαζόμενης. Ακόμη, η πρώτη εναγομένη κατά το έτος 2012 μείωσε το ωράριο εργασίας της ενδέκατης ενάγουσας, …….., από 3 ώρες σε 2 ώρες, γεγονός για το οποίο αυτή διαμαρτυρήθηκε προσφεύγοντας στο ΠΥΣΔΕ Πειραιώς, το οποίο, με την υπ’ αριθ. …/20.11.2012/θ. 4 πράξη του, έκρινε μη νόμιμη την ενέργεια αυτή της πρώτης εναγομένης, απορρίπτοντας την πρότασή της για μείωση του ωραρίου της ανωτέρω εργαζόμενης. Τέλος, η πρώτη εναγόμενη κατά το έτος 2012 μείωσε το ωράριο εργασίας της ενδέκατης ενάγουσας, ……, από 6 ώρες σε 4 ώρες, γεγονός για το οποίο αυτή διαμαρτυρήθηκε προσφεύγοντας στο ΠΥΣΔΕ Πειραιώς, το οποίο, με την υπ’ αριθ. …/29.11.2012 πράξη του, έκρινε μη νόμιμη την ενέργεια αυτή της πρώτης εναγομένης, απορρίπτοντας την πρότασή της για μείωση του ωραρίου της ανωτέρω εργαζόμενης. Οι προαναφερόμενες τροποποιήσεις των όρων εργασίας των ως άνω εναγόντων αποτελούν μονομερή βλαπτική μεταβολή, κατά την έννοια του άρθρου 7 Ν. 2112/1920, των όρων της σύμβασης εργασίας τους, αφού προκαλούν σ’ αυτούς άμεση υλική ζημία, ενώ επιχειρήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης και προσκρούουν στη συμβατική ευθύτητα και ειδικότερα στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 288, 648 και 652 ΑΚ) κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV Γ της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε στους 2ο, 5η, 10η, 11η και 12η των εναγόντων, διαφορές αποδοχών λόγω της επελθούσας βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας τους, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου (τρίτου) της έφεσης της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τελευταία οφείλει στους 2ο, 3η, 4η, 5η, 6ο, 7η, 8η και 12η των εναγόντων τις δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Αυγούστου 2013. Σημειώνεται, ότι με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης στους ενάγοντες και των αποδοχών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2013, χωρίς η εν λόγω διάταξη της εκκαλουμένης να προσβάλλεται από αυτούς με λόγο έφεσης. Κατόπιν αυτών, με βάση τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στους ενάγοντες τα ακόλουθα ποσά: 1) στον πρώτο ενάγοντα (που εργάσθηκε επί 22 έτη) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εργασίας του υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 35.746,38 ευρώ (ήτοι 1.985,91 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 18 μήνες – βλ. άρθρο 3 Ν. 2112/1920), 2) στο δεύτερο ενάγοντα (που εργάσθηκε επί 24 έτη), λόγω της μείωσης που αυτός υπέστη στο ωράριο απασχόλησής του, καταβάλλονταν οι μηνιαίες αποδοχές των 1.458 ευρώ. Ωστόσο, η μισθολογική και βαθμολογική του κατάταξη έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4024/2011, στο βαθμό Β και στο μισθολογικό κλιμάκιο 0 (βλ. το υπ’ αρ. πρωτ. …../2013 έγγραφο της περιφερειακής διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής), και βάσει αυτών οι μηνιαίες αποδοχές του θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.944 Ευρώ. Επομένως, η πρώτη εναγόμενη οφείλει σε αυτόν α) για αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 38.880 ευρώ (ήτοι 1.944 Ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 20 μήνες), β) για διαφορές αποδοχών, το συνολικό ποσό των 5.832 ευρώ (ήτοι 1.944 ευρώ που όφειλε να του καταβάλει μηνιαίως η πρώτη εναγόμενη μείον 1458 ευρώ που του κατέβαλε μηνιαίως = 486 ευρώ Χ 12 μήνες από Σεπτέμβριο 2012 έως Αύγουστο 2013) και γ) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.944 Ευρώ, ήτοι του οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 46.656 ευρώ, 3) στην τρίτη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 22 έτη) α) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εξαρτημένης εργασίας της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 35.568 ευρώ (ήτοι 1.976 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 18 μήνες) και β) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.976 ευρώ, ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 37.544 ευρώ, 4) στην τέταρτη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 25 έτη) α) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εξαρτημένης εργασίας της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 40.026 ευρώ (ήτοι 1.906 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 21 μήνες) και β) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.906 ευρώ, ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 41.932 ευρώ, 5) στην πέμπτη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 9 έτη), λόγω της μείωσης που αυτή υπέστη στο ωράριο απασχόλησής της καταβάλλονταν οι μηνιαίες αποδοχές των 764 ευρώ. Όμως, η μισθολογική και βαθμολογική της κατάταξη έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4024/2011, στο βαθμό Ε και στο μισθολογικό κλιμάκιο 2 (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …./2013 έγγραφο της περιφερειακής διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής) και βάσει αυτών οι μηνιαίες αποδοχές της θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.250 ευρώ. Επομένως, η πρώτη εναγόμενη οφείλει σε αυτήν α) για αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 6.250 ευρώ (ήτοι 1.250 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 5 μήνες), β) για διαφορές αποδοχών, το συνολικό ποσό των 5.832 Ευρώ (ήτοι 1.250 ευρώ που όφειλε να της καταβάλει μηνιαίως η πρώτη εναγόμενη μείον 764 ευρώ που της κατέβαλε μηνιαίως = 486 ευρώ Χ 12 μήνες από Σεπτέμβριο 2012 έως Αύγουστο 2013) και γ) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.250 ευρώ, ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 13.332 ευρώ, 6) στον έκτο ενάγοντα (που εργάσθηκε επί 16 έτη) α) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εξαρτημένης εργασίας της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 22.656 ευρώ (ήτοι 1.888 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 12 μήνες) και β) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.888 ευρώ, ήτοι του οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 24.544 ευρώ, 7) στην έβδομη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 16 έτη) α) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εξαρτημένης εργασίας της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 20.280 ευρώ (ήτοι 1.690 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 12 μήνες) και β) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.690 ευρώ, ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 21.970 ευρώ, 8) στην όγδοη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 14 έτη) α) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εξαρτημένης εργασίας της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 17.020 ευρώ (ήτοι 1.702 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 10 μήνες) και β) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 1.702 ευρώ, ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 18.722 ευρώ, 9) στον ένατο ενάγοντα (που εργάσθηκε επί 22 έτη) ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα εξαρτημένης εργασίας του υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 34.308 ευρώ (ήτοι 1.906 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 18 μήνες), 10) στη δέκατη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 7 έτη), λόγω της μείωσης που αυτή υπέστη στο ωράριο απασχόλησής της (από 7 ώρες σε  2 ώρες) καταβάλλονταν οι μηνιαίες αποδοχές των 112 ευρώ. Ωστόσο, η μισθολογική και βαθμολογική της κατάταξη έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4024/2011, στο βαθμό Ε και στο μισθολογικό κλιμάκιο ΜΚ1, και βάσει αυτών οι μηνιαίες αποδοχές της θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.225 ευρώ και αναλογικά για τις 7 ώρες διδασκαλίας που αυτή παρείχε στο ποσό των 392 ευρώ [ήτοι 14,29 ευρώ το ωρομίσθιο (1225 ευρώ / 25 ημέρες εργασίας μηνιαίως Χ 6 ημέρες εργασίας εβδομαδιαίως / 21 ώρες διδασκαλίας (ωράριο διδασκαλίας εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εβδομαδιαίως) Χ 7 ώρες την εβδομάδα = 98 ευρώ την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα]. Επομένως, η πρώτη εναγόμενη της οφείλει α) για αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 1.568 ευρώ (ήτοι 392 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 4 μήνες) και β) για διαφορές αποδοχών, το συνολικό ποσό των 2.240 Ευρώ (ήτοι 392 ευρώ που όφειλε να της καταβάλει μηνιαίως η πρώτη εναγόμενη μείον 112 που της κατέβαλε μηνιαίως = 280 ευρώ Χ 8 μήνες από Ιανουάριο 2013 έως Αύγουστο 2013), ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 3.808 ευρώ, 11) στην ενδέκατη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 8 έτη), λόγω της μείωσης που αυτή υπέστη στο ωράριο απασχόλησής της καταβάλλονταν οι μηνιαίες αποδοχές των 119,07 ευρώ. Όμως, η μισθολογική και βαθμολογική της κατάταξη έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4024/2011, στο βαθμό Ε και στο μισθολογικό κλιμάκιο ΜΚ2, και βάσει αυτών οι μηνιαίες αποδοχές της θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.250 ευρώ και αναλογικά για τις 3 ώρες διδασκαλίας που αυτή παρείχε στο ποσό των 178,57 ευρώ [ήτοι 14,29 ευρώ το ωρομίσθιο (1225 Ευρώ / 25 ημέρες εργασίας μηνιαίως Χ 6 ημέρες εργασίας εβδομαδιαίως /21 ώρες διδασκαλίας (ωράριο διδασκαλίας εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εβδομαδιαίως) Χ 3 ώρες την εβδομάδα = 42,87 ευρώ την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα]. Επομένως, η πρώτη εναγομένη οφείλει σε αυτήν α) για αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 892,85 ευρώ (ήτοι 178,57 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 5 μήνες) και β) για διαφορές αποδοχών, το συνολικό ποσό των 714 ευρώ (ήτοι 178,57 ευρώ που όφειλε να της καταβάλει μηνιαίως η πρώτη εναγόμενη μείον 119,07 ευρώ που της κατέβαλε μηνιαίως =  Χ 12 μήνες από Σεπτέμβρη 2012 έως Αύγουστο 2013), ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 1.606,85 ευρώ και 12) στη δωδέκατη ενάγουσα (που εργάσθηκε επί 5 έτη και 11 μήνες), λόγω της μείωσης που αυτή υπέστη στο ωράριο απασχόλησής της καταβάλλονταν οι μηνιαίες αποδοχές των 220 ευρώ. Όμως, η μισθολογική και βαθμολογική της κατάταξη έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4024/2011, στο βαθμό Ε και στο μισθολογικό κλιμάκιο ΜΚ 1, και βάσει αυτών οι μηνιαίες αποδοχές της θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 1.250 ευρώ και αναλογικά για τις 6 ώρες διδασκαλίας που αυτή παρείχε στο ποσό των 370 ευρώ [ήτοι 14,29 ευρώ το ωρομίσθιο (1225 Ευρώ / 25 ημέρες εργασίας μηνιαίως Χ 6 ημέρες εργασίας εβδομαδιαίως /21 ώρες διδασκαλίας (ωράριο διδασκαλίας εκπαιδευτικών. δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εβδομαδιαίως) Χ 6 ώρες την εβδομάδα = 85,74 ευρώ την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα]. Επομένως, η πρώτη εναγομένη οφείλει σε αυτήν α) για αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 1.480 ευρώ (ήτοι 370 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές Χ 4 μήνες), β) για διαφορές αποδοχών, το συνολικό ποσό των 1.800 ευρώ (ήτοι 370 ευρώ που όφειλε να της καταβάλει μηνιαίως η πρώτη εναγόμενη μείον 220 ευρώ που της κατέβαλε μηνιαίως = 150 ευρώ Χ 12 μήνες από Σεπτέμβριο του 2012 έως και Αύγουστο του 2013) και γ) για δεδουλευμένες αποδοχές του Αυγούστου 2013, το ποσό των 370 ευρώ, ήτοι της οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 3.650 ευρώ. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία «………» (ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης) διαδέχτηκε την πρώτη εναγόμενη εταιρία και συνέχισε τη λειτουργία αυτής, ως οικονομικής μονάδας, χωρίς διακοπή, διατηρώντας την ταυτότητά της, και με τη θέληση να είναι η διάδοχος εργοδότης και να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης. Ειδικότερα, αμφότερες οι εναγόμενες εταιρίας έχουν ταυτόσημο αντικείμενο δραστηριοτήτων, ήτοι την παροχή (μεταξύ άλλων) και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, και διευθύνονται από μια οικογένεια και συγκεκριμένα από τον πατέρα ……., τις θυγατέρες αυτού …… και το γαμπρό αυτού ………, σύζυγο της τελευταίας, δηλαδή πρόκειται για εταιρίες κοινών (οικογενειακών) οικονομικών συμφερόντων. Μετά δε την κατάργηση του εκπαιδευτηρίου γυμνασίου – λυκείου της πρώτης εναγομένης, στην έναρξη της σχολικής χρονιάς 2013-2014, η δεύτερη εναγομένη άρχισε να χρησιμοποιεί τόσο τα υλικά στοιχεία όσο και τα άυλα αγαθά της πρώτης εναγομένης και να τα αξιοποιεί προς εξυπηρέτηση των δραστηριοτήτων της, λειτουργώντας το ιδιωτικό δημοτικό σχολείο με τον τίτλο «…………». Μάλιστα, η ίδια η δεύτερη εναγομένη με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφέρει χαρακτηριστικά: «από το συγγενικό δεσμό του διαχειριστή της εταιρίας μας, ………, με τον κο …. (γαμπρός – πεθερός) γνωρίζαμε ότι τα υπάρχοντα εκπαιδευτήρια της σημερινής ομοδίκου μας επρόκειτο να διακόψουν τη λειτουργία τους και με δεδομένο ότι επρόκειτο για υπάρχοντα εκπαιδευτήρια, μισθώσαμε ένα μέρος των κτηρίων στις εγκαταστάσεις αυτές… Έχοντας υπόψη μας ότι στα εκπαιδευτήρια «……..» εργάζονταν ήδη εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και βοηθητικό προσωπικό (γραμματέας, οδηγοί) προτείναμε σε κάποιους τους οποίους θεωρούσαμε κατάλληλους να αναλάβουν εργασίας στην εταιρεία μας» (βλ. στις σελίδες 4-5 των ως άνω προτάσεων). Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι στην από 19.6.2015 «έκθεση-πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης» του ……., Διευθυντή του ……, που συντάχθηκε μετά από διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης κατόπιν σχετικής εντολής του Διευθυντή της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιώς, καταγράφονται οι εξής διαπιστώσεις: α) ο μοναδικός εταίρος του νέου δημοτικού σχολείου «……..», ………, και η εταίρος του προηγούμενου δημοτικού σχολείου της εταιρίας «……..», ………, συνδέονται με συγγενικό δεσμό πρώτου βαθμού ως σύζυγοι, β) η έδρα του νέου ιδιωτικού δημοτικού σχολείου και η έδρα του προηγούμενου ταυτίζονται (στην οδό …… στον Πειραιά) και γ) επτά εκπαιδευτικοί του προηγούμενου σχολείου αποχώρησαν οικειοθελώς και, στη συνέχεια, προσελήφθησαν εκ νέου στο νέο δημοτικό σχολείο και δ) το μαθητικό δυναμικό του νέου δημοτικού σχολείου αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος από τους μαθητές, που φοιτούσαν στον προηγούμενο δημοτικό σχολείο της εταιρίας «…..», ενώ, καταληκτικά, διατυπώνεται, ως συμπέρασμα, ότι: «Ο μοναδικός εταίρος του νεoιδρυθέντος Δημοτικού Σχολείου της εταιρείας «……….» ζήτησε και έλαβε άδεια ίδρυσης νέου Ιδιωτικού Δημοτικού Σχολείου με διακριτικό τίτλο «……..» και αφετέρου οι εταίροι του τέως Ιδιωτικού Δημοτικού Σχολείου της εταιρείας «……….» ζητούν την κατάργηση του αντίστοιχου Δημοτικού Σχολείου ενώ πληρούνται όλοι οι όροι της μεταβίβασης αυτού, γεγονός που αντιβαίνει στα προβλεπόμενα του άρθρου 5, παρ. 8 του Ν. 682/1977 (ΦΕΚ 244/01-09-1977/ τ. Α΄) και φέρει όλα τα στοιχεία του πειθαρχικού παραπτώματος της “παράβασης καθήκοντος”, που προβλέπεται και ελέγχεται από το άρθρο 107, παρ. (γ) του Ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/14-03-2012/τ. Α΄)» (βλ. την ως άνω έκθεση-πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης). Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, αφού συνεχίστηκε η επιχειρηματική της δραστηριότητα από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία χωρίς να μεταβληθεί η ταυτότητά της, δηλαδή συνεχίστηκε, ως οικονομική μονάδα, η ίδια επιχείρηση και διατήρησε αυτή, υπό τον νέο φορέα, την ταυτότητά της με διάφορο τίτλο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η «διάδοχος» δεύτερη εναγομένη ανέλαβε πράγματι μία οργάνωση εργασίας που έχει δημιουργήσει ένας άλλος (η πρώτη εναγόμενη), για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού, την οποία και διατήρησε, αξιοποιώντας την για την επίτευξη του ίδιου βασικού σκοπού. Αποδείχθηκε δε ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση οικονομικών παραγόντων, οργανωμένων από τον φορέα τους σε ενότητα για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, μεταβίβαση δηλαδή ενός οργανισμού, ο οποίος «επέζησε» της αλλαγής του φορέα του, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει μεταβίβαση οικονομικής μονάδας με διατήρηση της ταυτότητάς της και υπό τον νέο φορέα της, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας. Κατόπιν αυτών, η αποκτώσα δεύτερη εναγομένη ευθύνεται για τα χρέη της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης της πρώτης εναγομένης και είναι συνυπεύθυνη με αυτήν απέναντι στους ενάγοντες εργαζομένους της πρώτης εναγομένης για τις ήδη γεννημένες επίδικες εργατικές αξιώσεις τους. Και τούτο, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω επιχείρηση μεταβιβάστηκε στη δεύτερη εναγομένη, αυτή καθ’ εαυτή ως ενιαίο σύνολο, χωρίς διακοπή και με τη θέληση του νέου επιχειρηματία να είναι ο διάδοχος εργοδότης και να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης, με συνέπεια, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, να ανακύπτει υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης, ως διαδόχου εργοδότιδος, να καταβάλει τις μέχρι την διαδοχή οφειλόμενες εργατικές απαιτήσεις των εναγόντων ως εργαζόμενων στην επιχείρηση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και δέχτηκε ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης εταιρίας στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, με συνέπεια η τελευταία να ευθύνεται, εις ολόκληρον με την μεταβιβάζουσα εταιρία, για τα χρέη της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου ως αβάσιμων των σχετικών λόγων (δεύτερου, τρίτου και τέταρτου που στην πραγματικότητα αποτελούν ένα ενιαίο λόγο) της έφεσης της δεύτερης εναγομένης. Σημειώνεται ότι η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη, που ενάγεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του Π.Δ. 178/2002 και 479 ΑΚ περί μεταβίβασης επιχείρησης, είναι ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από αυτήν με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της αγωγής των αναγκαίων για την πληρότητά της στοιχείων σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας. Ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή ότι έγινε μεταβίβαση τόσο υλικών στοιχείων όσο και άυλων αγαθών από την πρώτη στην δεύτερη των εναγομένων, ότι η τελευταία απασχόλησε σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, ότι έγινε μεταβίβαση και της πελατείας της πρώτης εναγομένης, ενώ αναφέρεται και το είδος καθώς και η ομοιότητα των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 689/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την τελευταία με τον σχετικό (πρώτο) λόγο της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

VΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία καταδικάζεται ο διάδικος που νικήθηκε και επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 επ. ΚΠολΔ, έχει δε την έννοια ότι είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλεται η απόφαση ως προς μόνη τη διάταξη περί εξόδων, κατά παράλειψη κάθε άλλου παραπόνου επί της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1000/2005 ΕλλΔνη 2006.107, ΑΠ 1356/2003 ΕλλΔνη 2004.1033). Ως ουσία της υπόθεσης νοείται κάθε τι που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (ΑΠ 2193/2013 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Θεσ. 1077/2007 Αρμ 2008.450, ΕφΠειρ 796/2008 ΠειρΝομ 2010.29). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός». Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του (ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης) Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (όπως ισχύει), σαφώς προκύπτει α) ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει την αμοιβή του δικηγόρου για σύνταξη αγωγής και προτάσεων, οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής, το οποίο συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση (ΑΠ 1295/2010 και ΑΠ 1647/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3486/2010 ΕλλΔνη 2011.535) και β) ότι η αμοιβή του δικηγόρου του ενάγοντος για τη σύνταξη της κύριας αγωγής ορίζεται σε 1,5% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, εάν αυτό ανέρχεται από 200.001 ευρώ έως 750.000 ευρώ και σε 1% για την σύνταξη των προτάσεων της πρώτης συζήτησης ενώπιον του Πρωτοδικείου,.

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενη ότι εσφαλμένα προσδιόρισε αυτά στο ύψος των 14.000 ευρώ συνολικά και για τις δύο εναγόμενες, δηλαδή σε 7.000 ευρώ για την ίδια, ενώ έπρεπε να προσδιορίσει αυτά σε χαμηλότερο ποσό με βάση τη δικαιούμενη αμοιβή του δικηγόρου των εναγόντων για τη σύνταξη  της αγωγής και των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόψει και της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι παραδεκτός, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ), πρέπει δε να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση την αξία του αντικειμένου της ένδικης αγωγής, ήτοι με βάση το αίτημα αυτής, υπερβολικώς προσδιορίσθηκαν ως προς τη δεύτερη εναγομένη, με την εκκαλούμενη απόφαση, τα επιδικασθέντα πρωτοδίκως δικαστικά έξοδα των εναγόντων, που νίκησαν εν μέρει, στο ποσό των 7.000 ευρώ, ενώ έπρεπε αυτά να προσδιορισθούν στο χαμηλότερο ποσό των 2.000 ευρώ, ενόψει της έκτασης της νίκης και ήττας των ως άνω διαδίκων, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του τελευταίου λόγου της, να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη η κρινόμενη (υπό στοιχείο Β΄) έφεση της εταιρίας «………….» και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη δεύτερη εναγομένη μόνο ως προς τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης (αφού δεν έγινε δεκτός άλλος λόγος της έφεσης αυτής). Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί στην ουσία της κατά το ανωτέρω κεφάλαιο από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της ως άνω εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της,  μέρος των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ, τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί ολικά μεταξύ των ως άνω διαδίκων (εναγόντων και δεύτερης εναγομένης) η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, λόγω μερικής νίκης και μερικής ήττας των διαδίκων.

VIΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση (υπό στοιχείο Α΄) έφεση της εταιρίας «……………» ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία όχι μόνον ως προς το κεφάλαιο για το οποίο έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της ως προς την εναγομένη αυτή, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΕφΘεσ 1221/2017 και ΕφΠειρ 21/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σελ. 447), καθώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που αφορά την πρώτη εναγομένη, ήτοι κατά το ήμισυ των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων που αντιστοιχεί στο ποσό των 7.000 ευρώ (14.000 : 2), με βάση την διάταξη του άρθρου 180 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «αν καταδικαστούν περισσότεροι να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται κατ’ ίσα μέρη», ενόψει και του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κατένειμε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των εναγομένων εταιριών με διαφορετικό τρόπο. Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί και ερευνηθεί η ως άνω υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, αφού γίνει εν μέρει δεκτή η από 30.1.2014 αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία «…………» να καταβάλει, για τις εκτεθείσες στο σκεπτικό αιτίες, στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά με το νόμιμο τόκο α) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς την αποζημίωση απόλυσης και β) από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές και διαφορές μισθών, όπως, άλλωστε, αυτό κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται κατά τούτο με λόγο έφεσης. Σημειώνεται ότι, αφού η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίσθηκε ως προς την πρώτη εναγομένη, μετά από παραδοχή άλλου λόγου έφεσης αυτής, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο σχετικός (τελευταίος) λόγος της έφεσής της, που πλήττει τη διάταξη της εκκαλουμένης περί επιδίκασης δικαστικής δαπάνης, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 233). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα-πρώτη εναγόμενη εταιρία, λόγω της εν μέρει ήττας της, σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσίβλητων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν είναι ανάγκη να περιληφθεί στην απόφαση αυτή σχετική διάταξη περί επέκτασης του αποτελέσματος της παρούσας δίκης και στους δεύτερη των εναγομένων, απλή ομόδικο της πρώτης εναγομένης εταιρίας, αφού η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως από το νόμο, όταν συντρέχουν οι  προϋποθέσεις που ορίζονται από το άρθρο 537 ΚΠολΔ (ΑΠ 31/2014, ΑΠ 1841/2008, ΕφΠειρ 87/2015, ΕφΠειρ 165/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, αφού η δεύτερη εναγομένη αφενός νικήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη με την ίδια απόφαση και αφετέρου δεν αποδέχθηκε την πρωτόδικη απόφαση καθόσον άσκησε έφεση (που απορρίφθηκε ως αβάσιμη), περιλαμβάνουσα, όμως, μόνο λόγους που αφορούν τη μεταβίβαση της επιχείρησης και όχι λόγους αφορώντες το ύψος των επιδικασθεισών πρωτοδίκως εργατικών απαιτήσεων των εναγόντων εργαζομένων και, συνεπώς, θεωρείται ότι δεν άσκησε έφεση ως προς το κεφάλαιο των επιδικασθεισών με την πρωτόδικη απόφαση απαιτήσεων των εναγόντων. Εξάλλου, αν προκύψει ζήτημα ως προς την επέκταση ή μη του αποτελέσματος της εφετειακής δίκης στην ομόδικο – δεύτερη των εναγομένων, θα λυθεί αυτό παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη π.χ. με αναγνωριστική αγωγή ή με ανακοπή κατά της εκτέλεσης (ΑΠ 187/2007, ΑΠ 1906/2005 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2207/2008 ΕλλΔνη 2009.217).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 8.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2015) έφεση της εταιρίας «……….» και β) την από 8.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2015) έφεση της εταιρίας «………..».

Α. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 8.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2015) έφεση της εταιρίας «…………….».

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 282/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εργατικών διαφορών), μόνο ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της ως προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία.

Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση κατά το ως άνω κεφάλαιο.

Καταδικάζει τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία «…………» σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων της πρωτοβάθμιας δίκης, που ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Συμψηφίζει μεταξύ των ως άνω διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Β. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 8.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2015) έφεση της εταιρίας «…………».

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 282/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εργατικών διαφορών) ως προς το μέρος αυτής που δέχθηκε την από 30.1.2014 αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία «………..», καθώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που αφορά την εναγομένη αυτή, ήτοι κατά ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

Διακρατεί την υπόθεση κατά το ανωτέρω μέρος της και δικάζει επί της από 30.1.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2014) αγωγής ως προς την ως άνω εναγομένη.

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη εταιρία «………..» να καταβάλει 1) στον πρώτο ενάγοντα, ……..,  το συνολικό ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (35.746,38 ευρώ), 2) στο δεύτερο ενάγοντα, …….., το συνολικό ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων εξακοσίων πενήντα έξι (46.656) ευρώ, 3) στην τρίτη ενάγουσα, …….., το συνολικό ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τεσσάρων (37.544) ευρώ, 4) στην τέταρτη ενάγουσα, ………., το συνολικό ποσό των σαράντα μίας χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο (41.932) ευρώ, 5) στην πέμπτη ενάγουσα, ……….., το συνολικό ποσό των δέκα τριών χιλιάδων τριακοσίων τριάντα δύο (13.332) ευρώ, 6) στον έκτο ενάγοντα, ………, το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τεσσάρων (24.544) ευρώ, 7) στην έβδομη ενάγουσα, ………, το συνολικό ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα (21.970) ευρώ, 8) στην όγδοη ενάγουσα, ………., το συνολικό ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων είκοσι δύο (18.722) ευρώ, 9) στον ένατο ενάγοντα, …….., το συνολικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων οκτώ (34.308) ευρώ, 10) στη δέκατη ενάγουσα, ………, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων οκτώ (3.808) ευρώ, 11) στην ενδέκατη ενάγουσα, ……., το συνολικό ποσό των χιλίων εξακοσίων έξι ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (1.606,85 ευρώ) και 12) στη δωδέκατη ενάγουσα, ……, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (3.650) ευρώ, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο α) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς την επιδικασθείσα αποζημίωση απόλυσης και β) από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα ως προς τις επιδικασθείσες δεδουλευμένες αποδοχές και διαφορές μισθών κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Καταδικάζει τη δεύτερη εναγόμενη-εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  28 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ