Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 319/2020

Αριθμός     319/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

      Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη,   η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης κατά της με αριθμό 1362/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δε για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ)

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη  με την από 10.6.2015 και με αριθμό καταθέσεως ………./14.7.2015 αγωγή της που άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι στις 7.9.2000 αυτή και ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της ……….. άνοιξαν στην Εθνική Τράπεζα τον υπ’ αριθμ. ……….. τραπεζικό λογαριασμό συναλλάγματος (USD), με αρχικό ποσό 98.950,36 δολλ. ΗΠΑ, στον οποίο ορίστηκαν συνδικαιούχοι. Ότι μετά το θάνατο του προαναφερόμενου συζύγου της στις 20.3.2012, έγινε διαγραφή του τελευταίου από τον ως άνω λογαριασμό και απέμεινε η ίδια ως μόνη δικαιούχος αυτού, ενώ επιπλέον κατέστη αποκλειστική κυρία των κατατιθέμενων σ’ αυτόν χρημάτων, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος του συζύγου της. Ότι στις 6.06.2012 η ίδια όρισε ως συνδικαιούχο στον εν λόγω λογαριασμό, καθώς και στον συνδεδεμένο με αυτόν, υπ’ αριθμ. …………. λογαριασμό ταμιευτηρίου, την εναγομένη, θυγατέρα της από τον πρώτο της γάμο με τον ………….., με την ειδικότερη συμφωνία ότι η τελευταία θα ενεργούσε απλώς και μόνο ως εντολοδόχος της, προβαίνοντας στην λειτουργία του λογαριασμού προς διευκόλυνσή της. Ότι επίσης η ίδια είχε ορίσει την εναγομένη ως αντιπρόσωπό της και προς εξυπηρέτησή της σε τραπεζική θυρίδα την οποία διατηρούσε στην ίδια ως άνω Εθνική Τράπεζα, στην οποία (θυρίδα) είχε εναποθέσει τα ειδικά προσδιοριζόμενα στην αγωγή, κατ είδος και αξία,  κοσμήματα και τιμαλφή, συνολικής αξίας 83.627,00 ευρώ. Ότι στις αρχές του έτους 2015, η εναγομένη εκμεταλλευόμενη την απουσία της ιδίας από την οικία της, λόγω νοσηλείας της σε ψυχιατρική κλινική, εισήλθε εντός της οικίας της και αφού ανέλαβε το βιβλιάριο καταθέσεως του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού και το κλειδί της προαναφερόμενης τραπεζικής θυρίδας, μετέβη στην ανωτέρω τράπεζα και δίχως να έχει δική της εντολή, συναίνεση ή έγκριση, ανέλαβε όλα τα χρήματα από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, τα οποία ήδη ανέρχονταν  στο ποσό των 132.000 δολλ. ΗΠΑ ή 110.877,78 ευρώ, καθώς και τα αντικείμενα που ενυπήρχαν στην ως άνω τραπεζική θυρίδα, με πρόθεση να τα ιδιοποιηθεί παρανόμως. Ότι έκτοτε η εναγομένη παρακρατεί τα ανωτέρω αναληφθέντα χρήματα, καθώς και τα πολύτιμα αντικείμενα, αρνούμενη να της τα αποδώσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από νόμιμο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που επανέλαβε και στις νόμιμα κατατεθείσες πρωτόδικα έγγραφες προτάσεις της, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει, α) το ανωτέρω ποσό των 110.877,78 ευρώ, που αυτή (εναγομένη) ανέλαβε δίχως δική της εντολή από τον ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό, β) το ανωτέρω ποσό των 83.627 ευρώ, ως αποζημίωση, συνιστάμενο στην αξία των πολύτιμων αντικειμένων της κατά το χρόνο της παράνομης ιδιοποίησής τους εκ μέρους της εναγομένης και γ) το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, συνεπεία της σε βάρος της υπαίτιας ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, ήτοι συνολικά το ποσό των 214.504,78 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για μεν το ποσό των 110.877,78 ευρώ, από την ημέρα της αναλήψεώς του από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό (08.01.2015), άλλως από την κοινοποίηση εξώδικης όχλησης στην εναγομένη προς επιστροφή του ποσού αυτού (28.05.2015), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, για το δε υπόλοιπο ποσό από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος η ενάγουσα ζητούσε  να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της.  Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 1362/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη την αγωγή, απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη, ως προς το αίτημα περί αναγνωρίσεως της  υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω αναληφθέν από τον κοινό λογαριασμό ποσό των 110.877,78 ευρώ,  με βάση την σωρευόμενη στην αγωγή βάση περί αδικοπραξιών καθώς και ως  προς τα παρεπόμενα αιτήματά της α) περί τοκοφορίας του ανωτέρω ποσού από την ημέρα ανάληψης αυτού από τον κοινό λογαριασμό (08.01.2015) και β)  περί κηρύξεως της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση. Κατά τα λοιπά έκρινε καθ όλα νόμιμη την αγωγή και εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 196.504,78 ευρώ, ήτοι το ποσό των 110.877,78 ευρώ, που έκρινε ότι απέσυρε η εναγόμενη από τον επίδικο κοινό λογαριασμό, χωρίς δική της εντολή, με το νόμιμο τόκο από τις 29.5.2015, το ποσό των 83.627 ευρώ, ως αποζημίωσή της, συνιστάμενη στην αξία των πολύτιμων αντικειμένων, που έκρινε ότι η εναγόμενη παρανόμως ιδιοποιήθηκε από την τραπεζική θυρίδα καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική της ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της παράνομης ιδιοποίησης και εν τέλει οριστικής απώλειας των ως άνω αντικειμένων της, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στην εκκαλουμένη απόφαση, τα εν λόγω δε ποσά (αποζημίωσης και ηθικής βλάβης),  νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εν μέρει ηττηθείσα εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή του και τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή.

Ι.   Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. Δ΄ περ. α΄ ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε ανοιχτό, διαζευκτικό λογαριασμό επ` ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού, είναι η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η χρηματική δε κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του Ν 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ιδίου του αναλαμβάνοντος δικαίου. Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρο, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης. Ο μη αναλαβων συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού.  Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται  μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλύτερου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, το βάρος απόδειξης της οποίας έχει αυτός που την επικαλείται, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Αναφορικά δε με τις σχέσεις μεταξύ των πολλών συνδικαιούχων του λογαριασμού, αυτές διέπονται από την εσωτερική μεταξύ τους σχέση που τους συνδέει, η οποία μπορεί να είναι  σύμβαση εντολής, με βάση την οποία ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ` αυτόν. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. του ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι ο εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό του (βλ. ΑΠ 1785/2014, ΑΠ 378/2011, ΑΠ 711/2009, ΑΠ 1550/2007, ΕΑ 525/2017, ΕΑ 1277/2014, ΕΑ 2885/2013 και Εφ Πειρ 159/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 2058/2007, ΕφΛαρ 463/2015, ΕφΘεσ 1784/2013,ΕφΘεσ 2249/2013,  δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει, για τα ορισμένο της,  να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν  αυτήν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Κατά δε το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας είναι η ζημία του ενάγοντος, η ζημιογόνος συμπεριφορά του δράστη, δηλαδή πράξη ή παράλειψη αυτού παράνομη και υπαίτια, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με τη ζημία (ΑΠ 1190/2003 ΕλλΔνη 46, 391, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 45, 83, ΕφΠειρ 551/2015, ΕφΛαρ 668/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 932 ΑΚ, προκύπτει  ότι στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής που υπέστη, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης συνδυασμός της με αυτή, καθώς και ότι ο προσβαλών τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότερος όμως προσδιορισμός, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντα (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί αυτών διατάσσεται απόδειξη, αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο ( ΑΠ 543/2009, ΑΠ 1445/2003, ΕΑ 6982/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος.

ΙΙΙ. Επιπρόσθετα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 934 και 935 του ΑΚ προκύπτει, ότι, στην περίπτωση που αφαιρέθηκε πράγμα με παράνομη πράξη, ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει αποκλειστικά την αυτούσια απόδοση αυτού, καθώς και αποζημίωση για τη στέρησή του. Πλήρη αποζημίωση δικαιούται να ζητήσει μόνο σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του πράγματος ή έλλειψης συμφέροντος αυτού στην αυτούσια απόδοσή του (ΑΠ 542/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΠειρ 97/2019, προσκομιζόμενη, ΕφΘεσ 38/2017, ΕφΠατρ 41/2009,  ΕφΔωδ 43/2007 δημοσιευμένες στη Νόμος).

  1. IV. Tέλος, από τα άρθρα 511, 520 § 1, 522, 524 § 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγω­γή την ίδια με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξουσία, δηλαδή την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα θέματα που εξετάζει αυτεπαγγέλτως και το πρω­τοβάθμιο Δικαστήριο, όπως είναι το παραδεκτό, η νομική βασιμότητα και το ορισμένο της αγωγής. Έτσι, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις ελλείψεις, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος, αφού με τον τρόπο αυτό δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του (ΑΠ 1279/2004, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΠειρ 97/2019, όπ.α, ΕΑ 1416/2019, ΕΑ 583/2018, ΕφΠειρ 283/2015, ΕφΠειρ 697/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, είναι καθ όλα ορισμένη μεν, ως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις του εναγόμενου με τον πρώτο λόγο τη έφεσής του  α) όσον αφορά το αίτημα της ενάγουσας περί αναγνωρίσεως της υποχρέωσης της εναγόμενης να της καταβάλει το αναληφθέν απ αυτήν ποσό των 110.877,78 ευρώ, ερειδόμενο στις  διατάξεις «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» σε συνδυασμό με αυτές της εντολής των άρθρων 713 επ ΑΚ, περιέχουσα όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο αυτής στοιχεία ως αυτά εκτέθηκαν στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας β) ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα και την χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης, εξαιτίας της παράνομης αφαίρεσης των κινητών της πραγμάτων από τη θυρίδα (υπό στοιχ.β και γ επιμέρους κονδύλια της αγωγής), αφού αφ ενός μεν ο ακριβής προσδιορισμός της αξίας αυτών μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις αφ ετέρου δε, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η μη αναφορά της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών στην αγωγή δεν είναι απαραίτητη για την πληρότητα του σχετικού αιτούμενου κονδυλίου της ηθικής βλάβης, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο. Είναι, όμως, μη νόμιμη, μόνο ως προς το ως άνω κεφάλαιό της, με το οποίο αυτή αιτείται την αναγνώριση της υποχρέωσης της ενάγουσας περί καταβολής του ποσού των 83.627 ευρώ, ως πλήρη αποζημίωση για την κατά τ` ανωτέρω παράνομη αφαίρεση των πραγμάτων  από την θυρίδα της, διότι τέτοια αποζημίωση, με βάση και την προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας,  δικαιούται να ζητήσει ο ενάγων μόνο σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης των πραγμάτων ή έλλειψης συμφέροντος αυτού στην αυτούσια απόδοσή τους, πραγματικά περιστατικά που όμως δεν επικαλείται με την αγωγή της η ενάγουσα, κατά τα προαναφερόμενα. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ως νόμιμο και στη συνέχεια και ως ουσιαστικά βάσιμο το σχετικό κονδύλιο της αποζημίωσης, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο για την ως άνω αιτία ποσό των 83.627 ευρώ και πρέπει, εφόσον η εναγόμενη ζητεί την απόρριψη της αγωγής,  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, μετά από  αυτεπάγγελτη έρευνα του νόμω βασίμου της αγωγής, κατά τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχ.ΙV σκέψη της παρούσας, ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, δηλαδή τη διάταξή της για το σχετικό αίτημα παροχής έννομης προστασίας, να διακρατηθεί η αγωγή και να απορριφθεί ως μη νόμιμη, ως προς αυτό.

Από την  εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα μετ επικλήσεως προσκομιζόμενα  από τους διαδίκους ταυτάριθμα πρακτικά της εκκαλουμένης απόφασης, τις υπ’ αριθμ…… και …../11.01.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., των μαρτύρων της εναγόμενης, ……… και ………. αντίστοιχα, οι οποίες δόθηκαν, στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης,  με επιμέλεια της τελευταίας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης  κλήτευσης της αντιδίκου της – ενάγουσας να παραστεί σ αυτές (βλ. την από 04.01.2017 εξώδικη γνωστοποίηση και πρόσκληση σε ένορκη βεβαίωση με την συννημένη σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. ……/05.01.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι,  τα οποία (έγγραφα)  λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους   έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς(ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) και  από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και η εναγομένη συνδέονται μεταξύ τους με στενή συγγενική σχέση και δη αυτή της μητέρας – κόρης. Συγκεκριμένα η εναγόμενη είναι το μοναδικό τέκνο της ενάγουσας από τον πρώτο της γάμο με τον πατέρα της εναγομένης, ……..  Το έτος 2000 και συγκεκριμένα στις 7.9.2000 η ενάγουσα και ο τότε εν ζωή  ……………., σύζυγός της από το δεύτερο γάμο που αυτή  τέλεσε,  άνοιξαν στην Εθνική Τράπεζα τον υπ’ αριθμ. ………….. τραπεζικό λογαριασμό προθεσμίας συναλλάγματος (USD), με αρχικό κατατεθέν ποσό 98.950,36 δολλ. ΗΠΑ, στον οποίο ορίστηκαν συνδικαιούχοι. Στις 20.3.2012 απεβίωσε ο προαναφερόμενος σύζυγος της ενάγουσας, με αποτέλεσμα στις 5.6.2012 να διενεργηθεί διαγραφή του τελευταίου από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, λόγω θανάτου, και να απομείνει πλέον ως μόνη δικαιούχος αυτού η ενάγουσα, η οποία, σημειωτέον,  κατέστη επιπλέον αποκλειστική κυρία των τότε κατατεθειμένων σ’ αυτόν χρημάτων, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος του ως άνω συζύγου της, δυνάμει της από 9.11.2016 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στο Δικαστήριο αυτό, με τα υπ’ αριθμ. 579/18.05.2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του (βλ.ιδίως την από 9.11.2016 ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω κληρονομουμένου, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος όρισε μοναδική κληρονόμο της ακίνητης αλλά και κινητής περιουσίας του και δη όλων των χρημάτων του που ήταν κατατεθειμένα σε οποιαδήποτε τράπεζα την ενάγουσα σε συνδυασμό με το από 9.6.2015 έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας/Κατάστημα Πειραιώς Α-190).   Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 6.6.2012 η ενάγουσα όρισε ως συνδικαιούχο στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, καθώς και στον συνδεδεμένο με αυτόν, υπ’ αριθμ. ………….. λογαριασμό ταμιευτηρίου, την εναγομένη, μοναδικό τέκνο της, παρέχοντάς της την εντολή να λειτουργεί τον εν λόγω λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο προς εξυπηρέτηση της ιδίας (ενάγουσας) και όποτε εκείνη αδυνατούσε να κινεί τον εν λόγω λογαριασμό, ενόψει των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, προερχόμενα από την μακροχρόνια φροντίδα του ανωτέρω δεύτερου συζύγου της που, κατά τα ανωτέρω, απεβίωσε, μετά από μακρόχρονη ασθένεια, καθώς έπασχε από Αλτσχάιμερ. Για τον ίδιο λόγο αυτή (ενάγουσα) όρισε την εναγομένη και ως εντεταλμένη της, προς εξυπηρέτησή της, σε τραπεζική θυρίδα, την οποία επίσης διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, παρέχοντας σ’ αυτήν ομοίως την εντολή να μεταβαίνει στη θυρίδα και να αναλαμβάνει ή να τοποθετεί σ’ αυτήν αντικείμενα για λογαριασμό της ίδιας (ενάγουσας) και όποτε εκείνη αδυνατούσε να επισκεφθεί τη θυρίδα, στην οποία είχε ήδη εναποθέσει χρυσές λίρες και κοσμήματα- δώρα του ως άνω αποβιώσαντος συζύγου της, κατά τη διάρκεια του γάμου τους,  ο ακριβής αριθμός, η αξία  και το είδος των οποίων, δε κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί με ακρίβεια από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού, πάντως, όσον αφορά τις λίρες, ανέρχονταν τουλάχιστον σε 110, για τα δε κοσμήματα, υπήρχαν εντός αυτής, τουλάχιστον  2 χρυσά ρολόγια και ένα χρυσό βραχιόλι, η συνολική αξία των οποίων, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανέρχονταν τουλάχιστον σε 30.000 ευρώ (βλ. όσον αφορά το περιεχόμενο της θυρίδας ιδίως κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, …………. σε συνδυασμό με τα όσα η ίδια η εναγόμενη αναφέρει τόσο στις πρωτόδικες όσο και στις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της αλλά και στο εφετήριό της, περί της ύπαρξης εντός της θυρίδας της ενάγουσας ενός βραχιολιού αντίκας,  ιδιοκτησίας της ενάγουσας-μητέρας της, δώρο της πεθεράς της τελευταίας). Περαιτέρω, αποδείχθηκε  ότι στις 2.1.2015 η ενάγουσα χρειάστηκε να εισαχθεί στην Νευρολογική και Ψυχιατρική Κλινική «……………», προκειμένου να τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση και να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, στην οποία παρέμεινε νοσηλευόμενη για χρονικό διάστημα είκοσι (20) περίπου ημερών, ήτοι μέχρι τις 20.1.2015. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η εναγομένη, εκμεταλλευόμενη την απουσία της μητέρας της από την οικία της και την παραμονή της στην ανωτέρω ψυχιατρική κλινική, εισήλθε εντός της οικίας αυτής, και αφού ανέλαβε τα βιβλιάρια τραπεζικών καταθέσεων της μητέρας της, καθώς και τα κλειδιά της ανωτέρω τραπεζικής θυρίδας, μετέβη στην ως άνω Εθνική Τράπεζα, αφενός στις 8.1.2015 οπότε και απέσυρε όλα τα τότε ενυπάρχοντα χρήματα από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό, τα οποία ήδη ανέρχονταν  στο ποσό των 132.000 δολλ. ΗΠΑ ή 110.877,78 ευρώ (βλ.προσκομιζόμενη από την ενάγουσα εκτύπωση κίνησης του ως άνω λογαριασμού από 1/1/2015 έως και 9.2.2015), αφετέρου στις 8.1.2015, 12.1.2015 και 6.02.2015  (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα εκτύπωση κίνησης της τραπεζικής της θυρίδας στην ως άνω Τράπεζα) οπότε και ανέλαβε διαδοχικά όλα τα προαναφερόμενα  εναποτιθέμενα αντικείμενα της μητέρας της από την ανωτέρω τραπεζική θυρίδα, ενεργώντας σε όλες τις άνω περιπτώσεις εν αγνοία της ενάγουσας και δίχως να έχει προηγούμενη εντολή, συναίνεση ή έγκριση αυτής. Σημειωτέον ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο και δη στις 8.1.2015 η εναγομένη απέσυρε τα ενυπάρχοντα χρήματα, συνολικού ποσού 60.106,84 ευρώ, και από άλλον (μη επίδικο) τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, και δη τον υπ’ αριθμ. ………….. λογαριασμό (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα εκτύπωση κίνησης του ως άνω λογαριασμού της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 9.2.2015), στον οποίον ήταν επίσης συνδικαιούχος με την ενάγουσα μητέρα της, ενεργώντας ομοίως εν αγνοία της τελευταίας και δίχως να έχει την δική της εντολή, συναίνεση ή έγκριση, για τα οποία (χρήματα) η ενάγουσα δεν προβάλλει κάποια απαίτηση με την ένδικη αγωγή της. Εξάλλου, όταν η ενάγουσα αντιλήφθηκε στις 9.2.2015 τις ανωτέρω αναλήψεις εκ μέρους της εναγομένης, απαίτησε να μάθει από την τελευταία για ποιο λόγο εκείνη προέβη στις εν λόγω αναλήψεις, η δε εναγομένη, καθησυχάζοντάς την,  της απάντησε ότι αφενός απέσυρε τα χρήματα από τον επίδικο κοινό λογαριασμό προκειμένου να τα τοποθετήσει σε άλλον επωφελέστερο προθεσμιακό λογαριασμό, έχοντας πρόθεση να της τα επιστρέφει σύντομα, αφετέρου ότι ανέλαβε τα πολύτιμα αντικείμενα από την τραπεζική θυρίδα προκειμένου να τα φυλάξει στο πατάρι του σπιτιού της, φοβούμενη την οικονομική κρίση και τα capital controls.. Μετά την πάροδο, όμως,  τριμήνου και αφού η ενάγουσα άρχισε να ανησυχεί για την τύχη των αναληφθέντων εκ μέρους της εναγομένης χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων, ενόψει του ότι η τελευταία δεν της τα είχε ακόμα επιστρέψει, απηύθυνε στην εναγομένη την από 26.5.2015 εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτήν στις 28.5.2015,  με την οποία διαμαρτυρόταν σ’ αυτήν για τις ανωτέρω αυθαίρετες εκ μέρους της αναλήψεις και την καλούσε εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών να επιστρέφει σ’ αυτήν τα αναληφθέντα, επιφυλασσόμενη σε διαφορετική περίπτωση να προσφύγει ενώπιον των δικαστικών αρχών προς διεκδίκησή τους. Σε απάντηση της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης, η εναγομένη απηύθυνε στην ενάγουσα την από 12.6.2015 εξώδικη απάντησή της, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτήν στις 15.6.2015 και με την οποία της δήλωνε αφενός ότι απέσυρε τα χρήματα από τον κοινό λογαριασμό, κατόπιν δικής της παραινέσεως και προκειμένου να «φτιάξει την ζωή της» όπως η ίδια (ενάγουσα) ήδη από καιρό την προέτρεπε, αφετέρου ότι επισκέφθηκε την τραπεζική θυρίδα για να αναλάβει αποκλειστικά και μόνο δικά της αντικείμενα, αρνούμενη την ύπαρξη στην θυρίδα των ανωτέρω κοσμημάτων και πολύτιμων αντικειμένων, πλην του προαναφερόμενου βραχιολιού, που ήταν, ως επί λέξει αναφέρει στην ως άνω εξώδικη απάντησή της «αντίκα της πεθεράς» της ενάγουσας. Ήδη η εναγομένη εξακολουθεί να αρνείται μέχρι σήμερα να επιστρέψει στην ενάγουσα τα ανωτέρω αναληφθέντα από αυτήν χρήματα, κοσμήματα και τιμαλφή, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας. Η εναγομένη, ισχυρίσθηκε πρωτόδικα, ισχυρισμούς που επαναφέρει με την ένδικη έφεσή της ότι όσον αφορά τα αναληφθέντα από αυτήν χρήματα από τον επίδικο τραπεζικό λογαριασμό προέβη στην απόσυρσή τους στα πλαίσια σύμβασης δωρεάς που είχε καταρτιστεί μεταξύ αυτής και της μητέρας της το έτος 2012, κατόπιν και της επιθυμίας του αποβιώσαντος πατριού της, ως άνω …………., που ήταν και ο αρχικός δικαιούχος και κύριος των χρημάτων του ως άνω λογαριασμού, βάσει της οποίας η τελευταία (ενάγουσα) είχε δηλώσει σ’ αυτήν ότι τα εν λόγω χρήματα ανήκαν στην εναγόμενη και μπορούσε να  τα χρησιμοποιήσει όποτε θελήσει προκειμένου, ως επί λέξει αναφέρει τόσο πρωτόδικα όσο και στο εφετήριο «να φτιάξει την κατάλληλη στιγμή τη ζωή της», αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση, η ίδια (εναγομένη) είναι  εκ του νόμου (αρθρ. 493 ΑΚ) κυρία κατά τεκμήριο του 1/2 των χρημάτων του επίδικου λογαριασμού, τα χρήματα δε που ανέλαβε από τον επίμαχο κοινό λογαριασμό υπολείπονταν του ποσοστού αυτού, αφού το σύνολο των χρημάτων στους κοινούς λογαριασμούς, καθ’ ο χρόνο αυτή ορίστηκε συνδικαιούχος σ’ αυτούς, ανήρχετο περί τις 500.000 ευρώ. Οσον αφορά τον ως άνω ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάρτισης δωρεάς μεταξύ των διαδίκων, που αποτελεί, με βάση τα προαναφερόμενα στην οικεία υπό στοιχεία Ι νομική σκέψη  ένσταση, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, αφού, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, ουδόλως αποδείχθηκε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, πέραν των ως άνω αποδειχθέντων, ως αυτά προέκυψαν από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού,  ενισχύεται και από το γεγονός ότι  α) στην ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη του πατριού της ο τελευταίος το σύνολο των χρημάτων των τραπεζικών του λογαριασμών, ήτοι και του επιδίκου, κατέλιπε μόνο στην ενάγουσα και όχι στην εναγόμενη, που με βεβαιότητα θα έπραττε αν πράγματι αυτή ήταν η επιθυμία του, ως η εναγόμενη ισχυρίζεται β) η  ενάγουσα  και όχι η εναγόμενη είχε την κατοχή  του βιβλιαρίου του επιδίκου λογαριασμού, που ευρισκόταν στην οικία της, την απουσία της οποίας απ αυτήν, λόγω της παραμονής της, στην ανωτέρω ψυχιατρική κλινική, εκμεταλλεύτηκε η ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω,  προκειμένου να εισέλθει εντός αυτής και να αναλάβει το βιβλιάριο, για να το  χρησιμοποιήσει για την ως άνω ανάληψη, εν αγνοία της. Σημειωτέον ότι και η αναγραφή, ακόμη,  της ενάγουσας ως πρώτης δικαιούχου του επιδίκου λογαριασμού,  συνάδει, κατά τη συνήθη συναλλακτική πρακτική, με τη θέση της ότι αυτή είναι η μόνη αληθής δι­καιούχος των χρηματικών καταθέσεων του λογαριασμού αυτού και όχι η εναγόμενη, ως αυτή  ισχυρίζεται, επικαλούμενη την ως άνω σύμβαση δωρεάς.  Εξάλλου, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας, στην προκειμένη περίπτωση δε τίθεται θέμα εφαρμογής του τεκμηρίου (μαχητού) της διάταξης του άρθρου 493 ΑΚ,  που η εναγόμενη επικαλείται, περί της  κατ ισομοιρία διανομής των χρημάτων του κοινού λογαριασμού, αφού η ενάγουσα, που έφερε και το σχετικό βάρος, απέδειξε ότι υπήρχε εσωτερική σχέση μεταξύ των διαδίκων και δη σύμβαση εντολής,  βάσει της οποίας η εναγόμενη εγκαταστάθηκε  στον  κοινό λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο ως εντολοδόχος της ενάγουσας, μην έχοντας το δικαίωμα να προβαίνει σε  αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή της, και ως εκ τούτου αυτή (ενάγουσα) έχει δικαίωμα να απαιτήσει από αυτήν το σύνολο του ποσού του κοινού λογαριασμού που αυτή παρανόμως ανέλαβε, στην τροφοδοσία του οποίου άλλωστε  ως αποδείχθηκε, γεγονός που δεν αρνείται, εξάλλου, και η εναγόμενη,  η τελευταία δεν είχε ουδεμία συμμετοχή, αφού τα χρήματα αυτά ανήκαν αρχικά στον αποβιώσαντα πατριό της, ………. και μετά το θάνατο αυτού, στην ενάγουσα, μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο του. Αναφορικά δε με τα  αναληφθέντα από αυτήν κοσμήματα και τιμαλφή από την τραπεζική θυρίδα, ισχυρίσθηκε η εναγόμενη πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει και με την ένδικη έφεσή της ότι ουδέποτε τα αντικείμενα αυτά υπήρχαν στη θυρίδα, καθώς και ότι η ίδια επισκέφθηκε τη θυρίδα αυτή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αφενός για να αναλάβει δικά της αντικείμενα και για να επιστρέψει κάποιο αντικείμενο της μητέρας της που είχε αναλάβει εκ παραδρομής, και δη το ως άνω βραχιόλι, αφετέρου για να ελέγξει καταγγελία φίλης της μητέρας της, η οποία κατά τις προηγούμενες ημέρες είχε αναφέρει σ’ αυτήν (εναγομένη) ότι είχε εμπιστευθεί δικά της κοσμήματα προς φύλαξη στην ενάγουσα, τα οποία η τελευταία είχε εναποθέσει στην επίμαχη τραπεζική θυρίδα και αρνούνταν να της τα επιστρέψει. Ούτε, όμως, οι ως άνω ισχυρισμοί της αποδείχθηκαν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ως εκ τούτου τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Αλλωστε, δε συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής να διατηρεί η ενάγουσα τραπεζική θυρίδα, βαρυνόμενη με την καταβολή σχετικού ανταλλάγματος, αν ουδέποτε υπήρξαν στην κυριότητά της τα ως άνω πολύτιμα αντικείμενα και λίρες, ως η εναγόμενη ισχυρίζεται. Εντύπωση, εξάλλου, προκαλεί στο Δικαστήριο το γεγονός, που ενισχύει  την κρίση του για την  ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, συνιστάμενη στην παράνομη  ιδιοποίηση των ως άνω κοσμημάτων και λιρών,  ότι αυτή κατά τη διάρκεια των είκοσι (20) ημερών που η ενάγουσα-μητέρα της νοσηλεύτηκε στην ως άνω κλινική, επισκέφθηκε την τραπεζική θυρίδα της τελευταίας τόσο στις 8.1.2015 όσο και στις 12.1.2015, ήτοι δύο φορές,  την στιγμή που το προηγούμενο χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) και πλέον ετών που μεσολάβησε από το άνοιγμα της θυρίδας τον Σεπτέμβριο του 2010, την είχε επισκεφθεί όλο κι όλο μόλις 2 φορές και δη αυτές στο τέλος Νοεμβρίου 2011 (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα ως άνω  έγγραφο της τράπεζας στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση της τραπεζικής θυρίδας), ενώ όσον αφορά στην επικαλούμενη απ αυτήν καταγγελία της άγνωστης γυναίκας  για την υποτιθέμενη παρακράτηση των κοσμημάτων της από την ενάγουσα, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα γιατί η εναγομένη αφ ενός μεν δεν  γνωστοποίησε στο Δικαστήριο τα στοιχεία της γυναίκας αυτής ή γιατί δεν εξέτασε ως μάρτυρα την τελευταία ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο η  βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού της. Η κρίση αυτή αυτού του Δικαστηρίου  ως άνω προς τα ως άνω αποδειχθέντα δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγόμενης, τόσο αυτής που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …………, όσο και των ενόρκως βεβαιούντων, επιμελεία της, ως άνω …….. και ……………, οι οποίοι, προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών της εναγόμενης περί καταρτίσεως μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως δωρεάς ως προς τα αναληφθέντα απ αυτήν χρήματα και περί αρνήσεώς της αναφορά με την ιδιοποίηση απ αυτήν του ως άνω περιεχομένου της τραπεζικής θυρίδας, κατέθεσαν  αφ ενός μεν ότι τα χρήματα αυτά είχαν παραχωρηθεί στην εναγομένη λόγω δωρεάς από την μητέρα της το έτος 2012, με σχετική δήλωση της τελευταίας προς την εναγομένη, με το εξής περιεχόμενο: «χρήματα έχουμε μπορείς να φύγεις ανά πάσα στιγμή στο εξωτερικό να φτιάξεις τη ζωή σου», όσον δε αφορά στις επισκέψεις της εναγομένης στην τραπεζική θυρίδα, κατέθεσαν ότι η εναγομένη μετέβη στη θυρίδα αφενός για να αναλάβει δικά της αντικείμενα και να επιστρέψει  αντικείμενο της μητέρας της που είχε αναλάβει εκ παραδρομής, αφετέρου για να επιβεβαιώσει την καταγγελία φίλης της μητέρας της, βάσει της οποίας η τελευταία είχε αναλάβει από αυτήν κοσμήματα προς φύλαξη, τα οποία αρνούνταν να της επιστρέψει , την οποία όμως (φίλη), σημειωτέον και αυτοί (μάρτυρες) δεν κατονόμασαν, καταθέσεις, οι οποίες, ενόψει των ανωτέρω και των άνω αποδειχθέντων δεν κρίνονται αξιόπιστες. Δικαιούται, συνεπώς, η ενάγουσα να αναζητήσει από την εναγόμενη το ως άνω ποσό των χρημάτων, 110.877,78 ευρώ, που η τελευταία απέσυρε από τον επίδικο κοινό λογαριασμό δίχως δική της εντολή και δη νομιμοτόκως από τις 29.5.2015, επομένη  της κοινοποιήσεως σ αυτήν της  ανωτέρω από 26.5.2015 εξώδικης δήλωσής της. Εξάλλου, η ενάγουσα, εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη και ηθική βλάβη λόγω της παράνομης ιδιοποιήσεως και εν τέλει της οριστικής απώλειας των ως άνω πολύτιμων αντικειμένων της, τα οποία, μάλιστα, και δη τα κοσμήματα  είχαν γι αυτήν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία, εφόσον αποτελούσαν οικογενειακά κειμήλια και δώρα του αποβιώσαντος συζύγου της, για την αποκατάσταση της οποίας, πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η αδικοπραξία της εναγόμενης, το είδος της προσβολής, ο αντίκτυπός της,  η έκταση της βλάβης της ενάγουσας και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, να της επιδικασθεί το ποσό των 2.000 ευρώ,  το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, έπρεπε η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κατά τα ανωτέρω, κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 112.877,78 ευρώ (110.877,78 +  2.000), με το νόμιμο τόκο, για το μεν ποσό των 110.877,78 ευρώ από τις 29.05.2015, κατά τα ανωτέρω, για το δε υπόλοιπο ποσό από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική  αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα  (άρθρο 534 ΚΠολΔ)  ότι η ενάγουσα δικαιούται να αναζητήσει από την εναγόμενη το ως άνω ποσό των χρημάτων, 110.877,78 ευρώ, που η τελευταία απέσυρε από τον επίδικο κοινό λογαριασμό  και δη νομιμοτόκως από τις 29.5.2015, αναγνωρίζοντας την σχετική υποχρέωσή της προς τούτο και αναγνώρισε ότι υποχρεούται αυτή να της καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των  2.000 ευρώ, νομιμοτόκως  από την επίδοση της αγωγής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς το ως άνω επιμέρους αιτήματα της αγωγής, οι δε περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι εφέσεως  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εσφαλε, όμως, ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά τα προαναφερόμενα, δεχόμενη ως νόμω βάσιμη (και στη συνέχεια  και κατ ουσίαν βάσιμη) την αγωγή και ως προς το κεφάλαιό της περί αναγνώρισης  της υποχρέωσης της ενάγουσας περί καταβολής του ποσού των 83.627 ευρώ, ως πλήρη αποζημίωση για την κατά τ` ανωτέρω παράνομη αφαίρεση των πραγμάτων  από την θυρίδα της, ενώ, έπρεπε, να απορρίψει αυτό ως μη νόμιμο και ως εκ τούτου πρέπει,  αφού γίνει δεκτή η ένδικη  έφεση ως βάσιμη και κατ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, μάλιστα και ως προς τις μη ανατρεπόμενες ως άνω διατάξεις της και τούτο χάριν της ενότητος της εκτέλεσης η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την παρούσα απόφαση  (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26.642), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης, που  θα καθορισθεί από την αρχή. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για κατ’ ουσίαν έρευνα,  πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και δη να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 112.877,78 ευρώ (110.877,78 +  2.000), με το νόμιμο τόκο, για το μεν το ποσό των  110.877,78 ευρώ από τις 29.05.2015,  για το δε υπόλοιπο ποσό από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε γονέα και το τέκνο αυτού (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται  ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ  θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της προκείμενης εφέσεως που έγινε δεκτή στην εναγόμενη-εκκαλούσα  (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 15.3.2019  και με αριθμό κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/21.3.2019  έφεση κατά της με αριθμό 1362/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή  τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 10.6.2015 και με αριθμό καταθέσεως ……………/14.7.2015 αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (112.877,78 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των εκατόν δέκα χιλιάδων οκτακόσιων εβδομήντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (110.877,78 ευρώ)  από τις 29.05.2015, για το δε υπόλοιπο ποσό από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών  δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100)  ευρώ, που κατέβαλε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσής της με το με αριθμό ……….. e-παράβολο στην τελευταία.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις        30-4-2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ