Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 424/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 424/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 15.3.2018 έφεση των ηττηθέντων εναγουσών κατά της οριστικής απόφασης 4243/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 6.2.2015 αγωγή των τελευταίων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ. Με από 6.2.2015 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγουσες ιστορούσαν ότι, για την αγορά κατοικίας, η πρώτη από αυτές κατάρτισε, στις 13.12.2005, με την εναγόμενη – Τράπεζα, τη σύμβαση …….….. τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, ποσού 85.000 ευρώ, διάρκειας 30 ετών, η δεύτερη δε, συμβλήθηκε ως εγγυήτρια του ίδιου ως άνω δανείου. Ότι το 2006, επειδή η πρώτη δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, εξαιτίας της αύξησης του επιτοκίου του δανείου, σύναψε πρόσθετη πράξη, με την οποία συμφωνήθηκε σταθερό επιτόκιο για τους επόμενους 36 μήνες και στη συνέχεια κυμαινόμενο. Ότι στα τέλη του 2007, επειδή δυσκολευόταν (η πρώτη ενάγουσα) εκ νέου να αποπληρώσει τις αυξημένες δόσεις του δανείου, απευθύνθηκε σε υπάλληλο της εναγομένης, η οποία, αν και γνώριζε ότι δεν είχε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο, της πρότεινε ως λύση, το δάνειο σε ελβετικό φράγκο, διότι το επιτόκιο θα ήταν πολύ χαμηλό, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν διέτρεχε κίνδυνο αύξησης της οφειλής της, λόγω της σταθερότητας της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, καθώς και ότι οι λοιποί όροι της σύμβασης θα παρέμεναν ως είχαν. Ότι στις 3.12.2007, προσήλθαν στη Νίκαια, στο υποκατάστημα της εναγομένης, όπου παρέλαβαν, για πρώτη φορά, μια προδιατυπωμένη πρόσθετη πράξη τροποποίησης της σύμβασης δανείου, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων. Ότι τους ανακοινώθηκε μόνο πως οι δόσεις του δανείου θα βαρύνονταν με το χαμηλότερο επιτόκιο Libor, χωρίς να τους ενημερώσουν για το ενδεχόμενο μεταβολής του δανείου, ενόψει τυχόν αλλαγής στη συναλλαγματική ισοτιμία. Ότι με την πρόσθετη αυτή πράξη το οφειλόμενο από αυτές ποσό θα μετατρεπόταν σε ελβετικά φράγκα, το επιτόκιο θα παρέμενε σταθερό στο 2,50% για τα επόμενα δύο έτη, στη συνέχεια δε, θα ήταν κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Libor μηνός, όπως θα καθοριζόταν δύο εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη του προηγούμενου μήνα, προσαυξημένο κατά 1,35%. Ότι το υπόλοιπο του στεγαστικού τους δανείου ανερχόταν, στις 3.12.2007, σε 82.336,78 ευρώ, το οποίο με βάση την τότε ισοτιμία, μετατράπηκε λογιστικά σε 138.045,85 ελβετικά φράγκα. Ότι, σύμφωνα με τον όρο 7 περ. α` παρ. 2 της δανειακής σύμβασης, “ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής”. Ότι τόσο η εκταμίευση του δανείσματος έγινε κατευθείαν σε ευρώ, σε λογαριασμό εξυπηρέτησης τηρούμενο σε ευρώ, όσο και, μετά τη λογιστική μετατροπή του υπολοίπου του δανείου σε ελβετικά φράγκα, οι εκάστοτε μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, από την 1.1.2008 μέχρι 4.2.2015 καταβάλλονταν πάντοτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα κάθε καταβολής, τρόπο καταβολής που αποδέχθηκε η εναγομένη. Ότι η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, κατά το χρόνο μετατροπής του δανείου ανερχόταν σε 1 προς 1,6766, πλην όμως σταδιακά, έφτασε (η ισοτιμία) την 04.02.2015 στο 1 προς 1,0175, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί και το αρχικό κεφάλαιο του δανείου, το οποίο από 82.336,78 ευρώ, κατά την ημέρα μετατροπής, ανήλθε, στις 4.2.2015, στο ποσό των 113.876,37 ευρώ. Ότι, εξαιτίας της μεταβολής αυτής, εξανεμίστηκαν πλήρως οι μηνιαίες καταβολές της πρώτης από αυτές, καθώς το άληκτο κεφάλαιο, την 4.2.2015, ήταν ίσο προς 115.869,21 ελβετικά φράγκα και με βάση την ισχύουσα κατά την ως άνω ημερομηνία ισοτιμία, με 113.876,37 ευρώ, παρά τις εν τω μεταξύ καταβολές, που είχε πραγματοποιήσει για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, συνολικού ποσού 29.537,81 ευρώ. Ότι, εάν είχε ενημερωθεί από τους υπαλλήλους της εναγόμενης, ως προς τη μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου και τις συνέπειες αυτού, δεν θα είχε προβεί στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, αφού επιδίωκε τη σύναψη σύμβασης στεγαστικού δανείου, προκειμένου να προβεί στην αγορά ακινήτου για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών της. Ότι ο προαναφερόμενος όρος 7 περ. α` §2 της δανειακής σύμβασης, ο οποίος προβλέπει την εξόφληση των υποχρεώσεών της έναντι της τράπεζας είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ, αλλά με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής κάθε τοκοχρεολυτικής δόσης, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου αυτοδικαίως άκυρος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2151/1994, αφενός διότι δεν είναι σαφής και κατανοητός ο οικονομικός λόγος, για τον οποίο τέθηκε η ως άνω ρήτρα, ούτε και οι οικονομικές συνέπειες, που απορρέουν από αυτήν, ως προς το συνολικό εν τέλει ύψος του προς απόδοση ποσού, με αποτέλεσμα η ρήτρα αυτή να παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας και αφετέρου διότι εμφανίζει αοριστία ως προς τα κριτήρια διακύμανσης των δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου, επιτρέποντας στην τράπεζα να τα προσδιορίζει οποτεδήποτε, μονομερώς, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στους ίδιους τα ειδικά και εύλογα κριτήρια, από τα οποία προκύπτει η εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία. Ότι το κενό που δημιουργείται μετά την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω όρου της σύμβασης θα πρέπει να συμπληρωθεί ερμηνευτικά, με βάση την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, με την εφαρμογή ως ρήτρας μετατροπής των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που ίσχυε κατά το χρόνο μετατροπής του δανείου. Ότι, κατ’ εφαρμογή της τελευταίας αυτής ισοτιμίας και με δεδομένο ότι ήδη έχει καταβάλει στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 29.537,81 ευρώ, από τα οποία ποσό 17.472,95 ευρώ καταλογίστηκε προς αποπληρωμή του κεφαλαίου, το ποσό του δανείου, που αποπληρώθηκε, ανέρχεται, με βάση την ισοτιμία, κατά το χρόνο της μετατροπής, σε 29.295,15 ευρώ (17.472,95 Χ 1,6766), με αποτέλεσμα το υπόλοιπο του δανείου της να ανέρχεται, στις 4.2.2015, σε 108.750,70 ελβετικά φράγκα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωριστεί : α) ότι είναι άκυρος, ως καταχρηστικός, ο ανωτέρω όρος της δανειακής σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 3.12.2007 πρόσθετη πράξη, β) ως μόνη ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλόμενου σε ελβετικά φράγκα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, όπως ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου, δηλαδή η ισοτιμία 1 προς 1,6766 και γ) ότι η οφειλή τους προς την εναγόμενη, βάσει της επίδικης δανειακής σύμβασης, ανέρχεται στις 04.02.2015, σε 108.750,70 ελβετικά φράγκα, άλλως να μετατρέψει η τελευταία το ποσό των 29.537,81 ευρώ, που κατέβαλε σε εξόφληση της ως άνω δανειακής σύμβασης με τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, κατά την ημέρα μετατροπής τους και να επαναπροσδιορίσει το άληκτο κεφάλαιό της, εφαρμόζοντας στο εξής, για κάθε πληρωμή δόσης ή και του τυχόν ληξιπρόθεσμου δανείου, τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, κατά το χρόνο μετατροπής της σύμβασης δανείου από ευρώ σε δάνειο σε ελβετικά φράγκα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι ενάγουσες με την έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

ΙΙΙ. Το άρθρο 1 §2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές, προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη – μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου”, που αναφέρεται στο άρθρο 1 §2 καλύπτει επίσης, τους κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες – ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη – μέλη ή η Κοινότητα ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου”, που αναφέρονται στο άρθρο 1 §2, καλύπτει τους κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/13, συμβατικοί όροι, οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας – μέλους, εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις, όχι μόνο αναγκαστικού, αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 §2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 §2 του ν. 2251/1994, βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 : “Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ., πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “τη σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 §2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις και μάλιστα, όχι μόνο αναγκαστικού, αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 του Α.Κ. ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως, παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα, σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 του Α.Κ. και κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. Α.Κ., παρά τη χρήση της λέξης υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο, αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα και απλώς, παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1.1.2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. του Α.Κ., περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως, το περιεχόμενο του άρθρου 291 του Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 4/2019 Αρμ. 2019, σελ. 62).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης οι εκκαλούσες – ενάγουσες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε πως ο προσβαλλόμενος όρος της σύμβασης δανείου επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 291 Α.Κ., αφού η τελευταία καθιερώνει απλή ενοχή με διαζευκτική ευχέρεια, ενώ ο πρώτος διαζευκτική ενοχή με διαζευκτική ευχέρεια. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ο όρος 7 περ. α παρ. 2 της σύμβασης δανείου, που συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων και ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης, κατά την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, με την έννοια των άρθρων 305 επ. του Α.Κ., παρά τη χρήση της λέξης υποχρεούται. Και τούτο, διότι δεν οφείλονται δύο, αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα και απλώς, παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1.1.2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. του Α.Κ. περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως, το περιεχόμενο του άρθρου 291 του Α.Κ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε πως ο ίδιος ως άνω όρος της σύμβασης δανείου επαναλαμβάνει εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή, που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πλαίσιο, που προϋπέθεσε ο εθνικός νομοθέτης, όταν θέσπισε τη διάταξη του άρθρου 291 του Α.Κ., με αποτέλεσμα να ελέγχεται δικαστικά ο Γ.Ο.Σ. και το περιεχόμενό του. Ότι προϋπόθεση για την εξαίρεση από τον έλεγχο του κύρους των Γ.Ο.Σ., σύμφωνα με το άρθρο 1 §2 της οδηγίας 93/13/Ε.Ο.Κ., είναι η συμβατική ρήτρα να απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη και αφετέρου αυτή να είναι διάταξη αναγκαστικού και όχι ενδοτικού δικαίου, ενώ ο συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ. δεν είναι δηλωτικός, αφού δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο ρυθμισμένο από το νόμο συμβατικό πρότυπο, αλλά επαναλαμβάνει εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή, που υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη, όταν αυτή συνίσταται σε χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα και αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο που προϋπέθεσε ο εθνικός νομοθέτης, όταν θέσπιζε τη ρύθμιση του άρθρου 291 Α.Κ., αφού τότε δεν επιτρεπόταν η ρήτρα σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα στις εσωτερικές συναλλαγές. Ωστόσο, κατά την ως άνω Οδηγία 93/13, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας – μέλους, εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι κι αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί” (naturalia negotii), μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις, όχι μόνο αναγκαστικού, αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 §2 της Οδηγίας 93/13 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Σημειωτέον ότι μετά το ν. 2842/2000, ο οποίος αντικατέστησε το έως τότε νόμισμα της χώρας, τη δραχμή, με το ευρώ, που εισήχθη ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα στα κράτη της Ε.Ε., που αποτέλεσαν την Ο.Ν.Ε. και η ομαλοποίηση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, οδήγησε στην κατάργηση της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας για την προστασία του νομίσματος, καθώς και των διατάξεων που απαγόρευαν τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα, σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.

V. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τους ισχυρισμούς τους, πως ο ίδιος ως άνω προσβαλλόμενος όρος της σύμβασης δανείου είναι άκυρος, ως καταχρηστικός, επειδή αντιτίθεται στην αρχή της διαφάνειας, διότι διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος τους και επειδή είναι αόριστος, αφού δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της παροχής τους με ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση κριτήρια (τρίτος λόγος της έφεσης) και με την επικουρική αιτιολογία ότι (ο όρος αυτός) ήταν κατανοητός και σαφής για το μέσο καταναλωτή, ως αναφερόμενος στη συνήθη πρακτική προσδιορισμού χρηματικής αξίας ξένου νομίσματος, με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική του αξία. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, αφού, αν και δεν έγινε μεταφορά, από την οδηγία 93/13, της εξαίρεσης των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 §2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με την §6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 : “Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ., πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “τη σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 §2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, μεταξύ των διαδίκων, υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 του Α.Κ. ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως, παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 του Α.Κ. και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Σημειωτέον ότι ο επιπλέον ισχυρισμός των εκκαλουσών περί καταχρηστικότητας του ως άνω όρου της σύμβασης δανείου, λόγω αοριστίας, επειδή η εφεσίβλητη καθορίζει μονομερώς το ποσό των δόσεων και κατά την απόλυτη κρίση της, με βάση την τιμή ευρώ και ελβετικού φράγκου, την οποία καθορίζει η ίδια ελεύθερα, είναι αβάσιμος, αφού η διαμόρφωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν εναπόκειται στη βούληση του κάθε πιστωτικού ιδρύματος, όπως η εφεσίβλητη, αλλά καθορίζεται από την Ε.Κ.Τ., με διεθνή χρηματοοικονομικά δεδομένα, το δε ύψος της κάθε δόσης εξαρτάται όχι από την εφεσίβλητη, αλλά από την ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που είναι αποτέλεσμα της διατραπεζικής αγοράς, το οποίο είναι γνωστό σε όλους. Το πρωτοβάθμιο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή και διάφορη εν μέρει αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετοι λόγοι της έφεσης. Κατόπιν τούτων και εφόσον δεν κρίθηκε άκυρος ο όρος 7 περ. α παρ. 2 της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δανείου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η επικουρική αιτιολογία της εκκαλουμένης, σύμφωνα με την οποία “ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι ο επίμαχος όρος ήταν καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, τότε το αντίστοιχο κενό, που θα ανέκυπτε, θα έπρεπε να πληρωθεί και πάλι με την εφαρμογή του άρθρου 291 του Α.Κ., ως της πρότυπης ρύθμισης του ημεδαπού δικαίου, που αρμόζει στην επίδικη συμβατική σχέση, δια της οποίας ο εθνικός νομοθέτης εγγυάται την ισόρροπη κατανομή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών”. Τέλος, εφόσον δεν είναι άκυρος ο ίδιος ως άνω όρος της σύμβασης δανείου, μη νόμιμο είναι και το αίτημα των εκκαλούντων, με το οποίο ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι η οφειλή τους προς την εφεσίβλητη, βάσει της επίδικης δανειακής σύμβασης, ανέρχεται στις 04.02.2015, σε 108.750,70 ελβετικά φράγκα, άλλως να μετατρέψει η τελευταία το ποσό των 29.537,81 ευρώ, που κατέβαλε, σε εξόφληση της ως άνω δανειακής σύμβασης, η πρώτη εκκαλούσα, με τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα μετατροπής τους και να επαναπροσδιορίσει το άληκτο κεφάλαιό της, εφαρμόζοντας στο εξής, για κάθε πληρωμή δόσης ή και του τυχόν ληξιπρόθεσμου δανείου, τη συναλλακτική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, κατά το χρόνο μετατροπής της σύμβασης δανείου από ευρώ σε δάνειο σε ελβετικά φράγκα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα αυτό, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, ως προς την εφαρμογή του νόμου και είναι αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης. Σημειωτέον ότι, ενόψει και της πρόσφατης κρίσης των ανωτέρω νομικών θεμάτων, από την απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας, σε Ολομέλεια, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι δεν απαιτείται η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.K., όπως ζητούν οι εκκαλούσες. Εξάλλου, σύμφωνα με την πιο πάνω μείζονα σκέψη, η έκφραση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου”, στο άρθρο 1 §2, καλύπτει επίσης, τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως, όπως και στον υπό κρίση όρο της σύμβασης δανείου. Κατά την εν λόγω διάταξη, οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας 93/13. Και ναι μεν η εν λόγω διάταξη, που εξαιρεί τις ρήτρες αυτές από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. αποφάσεις 3-3/2020 ΔΕΚ C-125/2018 σκέψεις 29, 30 και 20-9/ 2017 ΔΕΚ C-186/2016 σκέψεις 27 και 31, αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο (Δ.Ε.Κ.) έχει κρίνει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν η οικεία συμβατική ρήτρα απηχεί διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται υποχρεωτικά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ανεξαρτήτως της επιλογής τους, ή, όπως εν προκειμένω, διατάξεις ενδοτικού δικαίου, οι οποίες ως εκ τούτου, εφαρμόζονται κατ’ αρχήν, δηλαδή ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων (αποφάσεις 3-3/2020 ΔΕΚ C-125/2018 σκέψη 32 και 20-9/2017 ΔΕΚ C-186/16, σκέψεις 29, 30 ό.π.).

VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει, λόγω της ήττας των εκκαλουσών, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε από αυτές με το ηλεκτρονικό παράβολο ……….. του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 §3 Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ.) και να συμψηφιστεί, στο σύνολό της, η δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και επιλύθηκε τελικά, από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 15.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 4243/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Και Συμψηφίζει στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Μαΐου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11 Ιουνίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ