Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 369/2020

Αριθμός  369/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ` αριθμό 1/2019  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του δευτέρου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου των καθών η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητων  κατά την εκουσία δικαιοδοσία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1 εδ. α` περ. β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1 και 532 ΚΠολΔ), εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης τόσο στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων όσο και  στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, που εκπροσωπούν το εκκαλούν,  χωρίς να απαιτείται προς τούτο η κατάθεση του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 § 2 ν. 4055/2012, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 1 του κ.δ. από 26.6/10.7.1944 και την αναλογικώς εφαρμοζόμενη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, διάταξη του άρθρου 30 ν.δ. 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των  λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία,  ερήμην των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου των εφεσίβλητων, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παρότι κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο (βλ. τις υπ’αριθμ. ……….. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείου Πειραιώς, ………….), η συζήτηση, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).ΙΙ. Με την από 29-5-2017 ανακοπή του το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο  ζήτησε, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, ο προσβαλλόμενος από 3-3-2017 πίνακας διανομής του πρώτου καθού, συνδίκου της πτώχευσης της εταιρίας με την επωνυμία «…………………..»,  ο οποίος κηρύχθηκε εκτελεστός με την από 3-3-2017  έκθεση της εισηγήτριας της πτώχευσης και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο  φύλλο του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, ώστε να αποβληθούν οι δεύτεροι έως και έκτος των καθών και να καταταγεί το ίδιο στη δεύτερη τάξη γενικών προνομίων του άρθρου 154 ΠτΚ για τις προνομιακές απαιτήσεις του εκ ΦΠΑ, να του αποδοθεί το σύνολο του προς διανομή ποσού των 27.454,37 ευρώ καθώς και το ποσό των 1200 ευρώ, που προαφαιρέθηκε για κάλυψη μελλοντικών εξόδων. Με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού κρίθηκε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα,  απορρίφθηκε ως μη νόμιμη στο σύνολό της.

ΙΙΙ. Με το άρθρο 154 ΠτΚ, που επιγράφεται «Γενικά προνόμια», όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του  με τη παρ. 18 υποπαρ. Γ.3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14-08-2015), ορίζεται ότι «Μετά από την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του συνδίκου και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά: α) ….., β) ….., γ) …, δ) Οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, που αμείβονται με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Απαιτήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι απαιτήσεις αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου προς διατροφή, καθώς και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ποσοστού εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, εφόσον προέκυψαν έως την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την παρ. 23 της αυτής υποπαρ. Γ.3 οι τροποποιήσεις, που αυτό επέφερε στο ν. 3588/2007   εφαρμόζονται,  επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (19 Αυγούστου 2015, ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης). Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ , όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν.4335/2015: «Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά. Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται:1)…, 2)…, 3) Οι απαιτήσεις, που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, που αμείβονται με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή κήρυξης της πτώχευσης. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας της γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, οι απαιτήσεις αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου προς διατροφή, καθώς και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ποσοστού εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης.». Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρου ένατου παρ.3 και 4 του ν. 4335/2015:  «3. οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος-ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ Κ.Πολ.Δικ.) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος.  4. Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016.»  Με τους εν λόγω κανόνες, ο νομοθέτης ακολούθησε τη βασική αρχή διαχρονικού δικαίου του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ επιλέγοντας την υπαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας στο σύνολό της στον νέο νόμο με κριτήριο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής ή επί πτωχευτικής διαδικασίας από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο  αντιμετωπίσθηκε η διαδικασία εκτέλεσης ως οργανική ενότητα, ώστε το σύνολο της διαδικασίας να υπάγεται στο ίδιο καθεστώς (παλιό ή νέο) με γνώμονα τον χρόνο επίδοσης της επιταγής, που αποτελεί την έναρξη της διαδικασίας (άρθρο 924 του ΚΠολΔ) ή αντίστοιχα επί πτώχευσης τον χρόνο κήρυξης αυτής [βλ. και Βασιλ. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά τους ν. 4335/2015, 4472/2017 και 4512/2018), ΕΠολΔ 2017, σελ. 587, 588]. Σε ό,τι αφορά, όμως, το διαχρονικό δίκαιο του πίνακα κατάταξης και των προνομίων, οι ως άνω κανόνες διαχρονικού δικαίου  δεν περιλαμβάνουν ειδικό κανόνα για τη ρύθμιση του δικαίου των προνομίων. Σε αντίστοιχη επιλογή, να μην περιλάβει τέτοιον ειδικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για τα προνόμια, είχε προβεί και ο νομοθέτης του ΚΠολΔ με το άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ κατά το οποίο: «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από τότε που επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση». Η παραπάνω επιλογή ήταν μάλλον αναμενόμενη, καθώς ήδη από την ΠολΔ/1835 είχε αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ο κανόνας ότι η ύπαρξη του προνομίου και η σειρά κατάταξης του προνομιούχου δανειστή διέπονται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης. Υπό το καθεστώς του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, με τον οποίο εισήχθη η αρχή της ενιαίας ρύθμισης του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας με κρίσιμο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, η αρχή αυτή επιβίωσε ως εξαιρετικός κανόνας. Με αυτόν τον τρόπο, διασπάται η εν λόγω αρχή και καθίσταται κρίσιμος για τη ρύθμιση των προνομίων όχι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ως ειδική εκδήλωση της αντίθετης αρχής, ότι κάθε διαδικαστική πράξη κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται (Χατζηϊωάννου, ό.π., σελ. 596, 597). Και τούτο, διότι η σύνταξη πίνακα κατατάξεως ή διανομής, ως άσκηση οιονεί δικαστικού έργου, πρέπει να υπόκειται σε κανόνες διαχρονικού δικαίου ανάλογους με εκείνους που ισχύουν στις δίκες περί την εκτέλεση (βλ. ΕφΑθ 830/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 224, 225). Έτσι, κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι κάθε διαδικαστική πράξη (όπως εν προκειμένω η σύνταξη του πίνακα κατάταξης ή διανομής) κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται, γίνεται δεκτό ότι τα προνόμια δεν κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της εκτελέσεως ή ακόμη αυτόν της κήρυξης της πτώχευσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών (ΟλΑΠ 21/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 574, ΑΠ 724/2017, ΑΠ 1625/2008, ΑΠ 1340/2004, ΕφΑθ 2280/2016 NΟΜΟΣ).  Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ, σελ. 2082). Η λύση ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης είναι και από τελολογική άποψη ορθή, καθώς ικανοποιεί πληρέστερα το σκοπό των ανωτέρω νόμων, που με τα νέα άρθρα 975 επ. ΚΠολΔ, επιδιώκει την ορθολογικότερη και δικαιότερη διανομή του πλειστηριάσματος ή εν προκειμένω του ενεργητικού της πτώχευσης. Διαφορετικά, θα ματαιωνόταν ο σκοπός αυτός, καθώς για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα θα εφαρμόζονταν οι προηγούμενες ρυθμίσεις. Εξάλλου, αν ο δικονομικός νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει το ζήτημα διαφορετικά, θα το έπραττε ρητά, αφενός ενόψει αντίστοιχης νομοθετικής «πρακτικής» όπως π.χ. με το άρθρο 41 παρ.5 του ν. 3863/2010, που όρισε ρητά σχετικά με τη κατάταξη των απαιτήσεων των Φορέων Κοινωνικής ασφάλισης ότι: «οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου». Επομένως, ελλείψει ειδικής διαχρονικού δικαίου πρόβλεψης, ισχύει ο κανόνας ότι, ενώ οι διαδικαστικές πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης οριοθετούνται και κρίνονται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της επιταγής, ο κανόνας αυτός ισχύει για τις διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται έως την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας με τη διενέργεια αναγκαστικού πλειστηριασμού. [βλ. ΕφΠειρ 512/2019, 434/2019 αδημ. Στο Νομικό Τύπο). Τέλος,  κατά τα οριζόμενα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ (ΝΔ 356/1974, όπως είχε  αντικατασταθεί με το άρθρο 41 παρ. 10 και 11 του Ν. 2648/22-10-1998), σε περίπτωση πτώχευσης  οφειλέτη του που κηρύχθηκε μετά την 22.10.1998, το Δημόσιο κατατάσσεται με γενικό προνόμιο και συγκεκριμένα στην προνομιακή σειρά του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, δηλαδή στην πέμπτη σειρά των γενικών προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους. Περαιτέρω, με το ίδιο άρθρο 61 παρ. 1  του ΚΕΔΕ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με δεύτερο εδάφιο με το άρθρο 33 παρ. 2 εδ. α’ του Ν. 4141/2013 οριζόταν ότι: «1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπροθέσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ’ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας. Κατ’ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ’ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. 2. Ως η μέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Αι μη ληξιπρόθεσμοι απαιτήσεις δι’ ας κατετάγη το Δημόσιον, θεωρούνται ληξιπρόθεσμοι ως προς την διανομήν του πλειστηριάσματος και μόνον. 4. Άμεσοι φόροι νοούνται οι υπό του προϋπολογισμού του Κράτους χαρακτηριζόμενοι ως τοιούτοι. 5. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται στη σειρά της παρ. 1 του παρόντος άρθρου για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους», ενώ με την παρ. δβ του άρθρου 4 του Ν. 3808/2009 ορίσθηκε ότι: «η παρ. 5 του άρθρου 61 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) εφαρμόζεται και για τις πτωχευτικές διανομές που γίνονται κατά τις διατάξεις του Ν. 3588/2007».

  1. IV. Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν-ανακόπτον με τον πρώτο λόγο της έφεσης του παραπονείται για εσφαλμένη  απόρριψη του λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο διατείνεται ότι για την κατάταξη στον από 03.2017  πίνακα διανομής της πτωχευτικής περιουσίας της εταιρίας με την επωνυμία «………………….», που συνέταξε ο πρώτος των καθ’ών και κηρύχθηκε εκτελεστός από την εισηγήτρια της πτώχευσης, των αναγγελθείσων απαιτήσεων του ποσού 156.174,34 ευρώ, που απορρέουν  από Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), έπρεπε να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου  61 παρ.1 ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε μετά τη τροποποίηση της  με το άρθρο 33 παρ.2 ν. 4141/2013, και αυτή του άρθρου 154 ΠτΚ πριν την τροποποίηση της με το ν. 4336/2015, ώστε  να καταταγούν αυτές στη  δεύτερη σειρά προνομίων, ενώ οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των εργαζομένων της πτωχής εταιρίας και του ΙΚΑ να καταταγούν στη τρίτη και έκτη σειρά προνομίων αντίστοιχα. Αντ’αυτού,  εσφαλμένως προεκρίθη η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 154 ΠτΚ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα διανομής, μετά τη  τροποποίηση της με τη παρ. 18 υποπαρ. Γ.3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14-08-2015), με αποτέλεσμα τόσο οι δικές του απαιτήσεις  εκ Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όσο και αυτές των εργαζομένων της πτωχής  και του ΙΚΑ (δηλαδή δεύτερου  έως  έβδομου των καθών)  να καταταγούν συμμέτρως στη τέταρτη τάξη προνομίων. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο των προνομίων τυγχάνει, ελλείψει σχετικής  αντίθετης διαχρονικού δικαίου πρόβλεψης,  αυτό που ισχύει  κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα διανομής. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 61 παρ.1 ΚΕΔΕ, περί προνομιακής κατάταξης των εκ ΦΠΑ απαιτήσεων του ανακόπτοντος, διότι κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα διανομής (3-3-2017) ίσχυε η   διάταξη του άρθρου 154 περ. δ του ΠτΚ, που όριζε την κατάταξη  των εν λόγω απαιτήσεων του ανακόπτοντος  και των λοιπών τελικώς καταταγέντων πιστωτών της πτωχής στη τέταρτη τάξη προνομίων. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ίδιο και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω λόγο  της ανακοπής ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο, ο δε ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
  2. V. Περαιτέρω το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο βάλλει κατά του ορισμένου του πίνακα διανομής, επειδή δεν ανέφερε τη σειρά κατάταξης των αναγγελθεισών απαιτήσεων των πιστωτών της πτωχής, ώστε να καθίσταται δυνατό να διακριθεί ποια απαίτηση προηγείται στη σειρά κατάταξης και να προσβληθεί με ανακοπή. Και ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι κατά τα προαναφερθέντα, υπό στοιχείο IV, οι απαιτήσεις κατετάγησαν συμμέτρως. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της. Tα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των παρασταθέντων εκ των εφεσιβλήτων πρώτου και έβδομου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 ΚΠολΔ, ενώ αναφορικά με τους λοιπούς εφεσιβλήτους δεν τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων,  λόγω της ερημοδικίας τους. Τέλος,  ως προς τους τελευταίους δεν ορίζεται παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, καθώς κατ’ άρθρο 161 παρ.1 του ΠτΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.15 του ν. 4446/2016 στις δίκες ανακοπής κατά του πίνακα διανομής δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου των εφεσιβλήτων  και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/ 2019 έφεση κατά της με αριθμό 1/2019  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των παρισταμένων εφεσιβλήτων  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ αυτών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 23η Απριλίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ