Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 377/2020

Αριθμός   377/2020

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες με αριθμούς …../24.7.2018 και …../10.9.2018 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1417/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία από το τμήμα ναυτικών διαφορών επί των από ………/24.8.2009 και …………/6.11.2015 αγωγών ερήμην της πρώτης εναγομένης της πρώτης αγωγής και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, αφού όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……/12.7.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …. . (σχετ. Στ1)) η εκκαλουμένη απόφαση κοινοποιήθηκε στις 12.7.2018 στον εκκαλούντα της με αριθμό ……../2018 εφέσεως γι’αυτόν ατομικά και για την απολιπομένη στον πρώτο βαθμό πρώτη εναγομένη εταιρία φερόμενης ιδιοκτησίας, η δε έφεση του ασκήθηκε εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας, δεδομένου ότι το διάστημα 1 με 31.8 δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες των ενδίκων μέσων, ενώ η με αριθμό ……/2018 έφεση ασκήθηκε εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.  και 2 όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί αντίστοιχα τα ηλεκτρονικά παράβολα εφέσεως με αριθμούς …/2018 και ……./2018 ποσού 150 ευρώ το καθένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και πριν το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016).

Με τη με αριθμό …………/2009 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή της η εδώ εκκαλούσα με τη αριθμό ……/10.9.2018 έφεση εξέθετε ότι είναι  νόμιμη κομίστρια των ακόλουθων επιταγών: α) της με αριθμό ….. επιταγής, με ημερομηνία έκδοσης 15-08-2009, ποσού 35.589,30 δολλαρίων ΗΠΑ, β) της με αριθμό …. επιταγής, με ημερομηνία έκδοσης 15-08-2009, ποσού 218.169,07 δολλαρίων ΗΠΑ, γ) της με αριθμό …. επιταγής, με ημερομηνία έκδοσης 20-08-2009, ποσού 33.660 δολλαρίων ΗΠΑ, και δ) της με αριθμό ….. μεταχρονολογημένης επιταγής, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30-09-2009, ποσού 50.217,47 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι τις παραπάνω επιταγές, εξέδωσε στην Αθήνα σε διαταγή της ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με τη με αριθμό ……./24.7.2018 έφεση, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εδώ μη διαδίκου κεφαλαιουχικής εταιρίας με έδρα την … αλλά πραγματική έδρα τη ….. Αττικής. Ότι οι επιταγές ήταν πληρωτέες στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής λογαριασμό που η κεφαλαιουχική εταιρία  ιδιοκτησίας του εδώ εφεσίβλητου εκκαλούντος τηρούσε στην τράπεζα «………….». Ότι οι επιταγές αυτές είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της συνεργασίας τους, δηλαδή στο πλαίσιο  συμβάσεων με αντικείμενο τον εφοδιασμό των αναφερόμενων στο δικόγραφο πλοίων, που διαχειριζόταν η κεφαλαιουχική εταιρία με ναυτιλιακά καύσιμα και λιπαντικά. Ότι οι επιταγές εμφανίστηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για πληρωμή την 21-08-2009, αλλά δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων στο λογαριασμό της εκδότριας στην πληρώτρια τράπεζά και ότι ο ήδη εφεσίβλητος εκκαλών γνώριζε ότι στον λογαριασμό που τηρούσε η εταιρία ιδιοκτησίας του δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, αυτή υπέστη περιουσιακή ζημία ίση με το συνολικό πoσό των επιταγών, καθώς και ηθική βλάβη από την προσβολή του επαγγελματικού της κύρους εξαιτίας της στέρησης κεφαλαίου για την κάλυψη των υποχρεώσεών της έναντι τρίτων και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας της και της παράνομης συμπεριφοράς του ήδη εφεσιβλήτου εκκαλούντος. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι με την αγωγή εναγόμενοι με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και προσωπική κράτηση του εδώ εφεσίβλητου ήδη εκκαλούντος να της καταβάλουν εις ολόκληρον το σε ευρώ ισόποσο δολλαρίων ΗΠΑ 337.635,84, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ- ευρώ κατά το χρόνο μη πληρωμής των επιταγών άλλως με την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα δε τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της μη πληρωμής των επιταγών, ήτοι από την 22-08-2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας με τη με αριθμό 3735/2014 απόφαση του έκρινε ότι η διαφορά έχει ναυτικό χαρακτήρα, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στο οποίο εισήχθη η υπόθεση με το με αριθμό ./……/6.11.2015 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ακολούθως έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης εφαρμόζοντας το με αριθμό 44/2001 κανονισμό του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής και λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική έδρα της εταιρίας ιδιοκτησίας του εδώ εφεσίβλητου ήδη εκκαλούντος και εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ ως τόπο τέλεσης του αδικήματος. Έκρινε ακολούθως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με την ισοτιμία ευρώ δολλαρίου κατά το χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής των επιταγών και αφού τη δέχθηκε ως προς το αγωγικό της αίτημα περί αποζημίωσης ως προς την πρώτη λόγω του τεκμηρίου ομολογίας εκ της ερημοδικίας της στη συνέχεια τη δέχθηκε κατ’ουσίαν ως προς αμφότερους τους εκεί εναγόμενους επιδικάζοντας και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης του νομικού προσώπου ύψους 10.000 ευρώ και συνολικά ως προς το ποσό των 247.053,87 ευρώ και καταδίκασε τον εδώ εφεσίβλητο εκκαλούντα σε προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών (δεύτερος εναγόμενος) που ήταν απλός ομόδικος της πρώτης εναγομένης (άρθρο 74 του ΚΠολΔ) (βλ. Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ δ’ έκδοση 1993, 99), με τη με αριθμό ……/24.7.2018 έφεση του για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου με τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους και ζητεί την εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να απορριφθεί η με αριθμό …………/2009 αγωγή.

Εξάλλου με τη με αριθμό ………./9.11.2015 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με τη με αριθμό …………/10.9.2018 έφεση εξέθετε ότι διατηρεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου ήδη πρώτου εφεσιβλήτου τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της προαναφερόμενης αγωγής απαιτήσεις από αδικοπραξία που τέλεσε αυτός σε βάρος της με την έκδοση των αναφερόμενων επιταγών. Ότι ενώ διατηρούσε την παραπάνω γεγενημένη, βεβαία και απαιτητή απαίτηση σε βάρος του ο πρώτος εφεσίβλητος με το με αριθμό …./19.9.2014 συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο Τήνου μεταβίβασε στις 19.9.2014 στη δεύτερη εφεσίβλητη τότε σύζυγο του την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ευρισκόμενου στην Τήνο και περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της αφού αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, του οποίου η εμπορική αξία κατά μεν το χρόνο της απαλλοτρίωσης ανερχόταν στο ποσό των 350.000 ευρώ, κατά δε το χρόνο έγερσης της αγωγής ανερχόταν στο ποσό των 300.000 ευρώ. Ότι αν και η μεταβίβαση έγινε κατόπιν συμβιβασμού επί αγωγής περί αποκτημάτων που είχε ασκήσει η δεύτερη εφεσίβλητη εναντίον του πρώτου ουσιαστικά επρόκειτο περί χαριστικής δικαιοπραξίας με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται η γνώση της δεύτερης εφεσίβλητης και επικουρικά ότι σε κάθε περίπτωση η δεύτερη εφεσίβλητη γνώριζε ότι ο πρώτος ενήργησε προς βλάβη της εδώ εκκαλούσας και για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαιτήσεως της. Ακολούθως η ήδη εκκαλούσα αιτήθηκε να απαγγελθεί η διάρρηξη της αναφερόμενης στο σκεπτικό απαλλοτριωτικής χαριστικής δικαιοπραξίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης λόγω της συνάφειας με την επί της πρώτης αγωγής, απορρίπτοντας ισχυρισμό περί τοπικής αναρμοδιότητας. Ακολούθως έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ενάγουσα  με τη με αριθμό ………../10.9.2018 έφεση της και τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής που αφορούν εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την κατά ένα μέρος εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η με αριθμό …………../6.11.2015 αγωγή.

Με τη διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ ορίζεται ‘Ό ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης”, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 295 ΚΠολΔ ορίζεται ‘Ή παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Ο περιορισμός του αιτήματος θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο. Αν η αγωγή ασκηθεί πάλι ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει στην αγωγή εωσότου καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, εκτός αν για την πρώτη δίκη είχε παραχωρηθεί στον ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας” και τέλος με τη διάταξη του άρθρου 297 ΚΠολΔ ορίζεται ‘Ή παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι στα πλαίσια της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) αναγνωρίζεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παραιτηθεί από το αγωγικό δικόγραφο, χωρίς να θίγεται το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, εξαφανίζοντας το ίδιο το υπόβαθρο του δικαστικού αγώνα. Η παραίτηση αυτή αποτελεί μονομερή απευθυντέα προς τον αντίδικο του παραιτούμενου διαδικαστική πράξη, με την οποία δηλώνεται παραίτηση από τον ενάγοντα από τη δικονομική αξίωση που έχει προβάλει για παροχή έννομης προστασίας και η οποία καταλύει αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής. Οι συνέπειες παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής συνίστανται στο ότι κατά ρητή του νόμου διατύπωση θεωρείται πως αυτή δεν ασκήθηκε. Έτσι, χωρίς να ανατρέπεται η υπόσταση της αγωγής αίρονται οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, που προκάλεσε η άσκησή της, αλλά μόνον αυτές που είναι δεκτικές παραιτήσεως και το δικαστήριο αποξενώνεται κάθε εξουσίας επ’ αυτής (ΑΠ 1611/1999, ΑΠ 209/1997, ΑΠ 189/1997, ΑΠ 23/1994 δημ. Νόμος). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι τυπική, γιατί υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο και απευθυντέα, γιατί απαιτείται η περιέλευσή της στον εναγόμενο. Ειδικότερα, προκειμένου να υπάρχει αντικειμενικά δεδομένο και ασφαλές σημείο καταργήσεως της εκκρεμοδικίας, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 297 του ΚΠολΔ καθιερώνει πανηγυρικό τύπο παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία γίνεται μόνο με δήλωση του ενάγοντος που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου (ΟλΑΠ 20/1999, ΑΠ 939/2008, ΑΠ 1636/2002 δημ Νόμος). Οι διαζευκτικά ως άνω οριζόμενοι και αυτοτελείς μεταξύ τους τρόποι παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, έχει επικρατήσει ότι είναι αποκλειστικοί (ΑΠ 295/2007, ΑΠ 78/2004, ΑΠ 902/2003 δημ. Νόμος), ενόψει του σκοπού που συνίσταται στην ασφαλή γνώση της βουλήσεως του ενάγοντος και επιπροσθέτως στην εξασφάλιση της γνώσεως από τον εναγόμενο για τη δήλωση παραιτήσεως. Ως δικόγραφο με το οποίο μπορεί να γίνει η παραίτηση νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό του πληρεξούσιο για την πιστοποίηση ή βεβαίωση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν, το οποίο είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο (ΑΠ 1468/2004, ΑΠ 191/2001 δημ. Νόμος). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ως μονομερής διαδικαστική πράξη δεν χρειάζεται κατ’ αρχάς να γίνει αποδεκτή από τον εναγόμενο, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία γίνεται μετά την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υποθέσεως, ούτε εξαρτάται από την αναδοχή ή καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου που δημιουργήθηκαν έως το χρονικό σημείο της παραιτήσεως, ούτε και από την προσφορά αυτών (ΑΠ 65/2007 δημ. Νόμος). Συνεπώς, εφόσον η παραίτηση έγινε με έναν από τους ανωτέρω διαλαμβανόμενους στο νόμο τρόπο και δεν συντρέχει περίπτωση συναινέσεως προς τούτο του αντιδίκου του παραιτουμένου (ήτοι έγινε πριν την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υποθέσεως), η συνέπεια της καταργήσεως της δίκης επέρχεται αμέσως από το νόμο, χωρίς να απαιτείται έκδοση αποφάσεως βεβαιωτικής της καταργήσεως, εκτός εάν ο αντίδικος του παραιτουμένου επιμένει για έκδοση αποφάσεως, οπότε εκδίδεται απόφαση που απλώς αναγνωρίζει τη, συνεπεία της παραιτήσεως, κατάργηση της δίκης αναδρομικώς (ΑΠ 276/2008, ΑΠ 1517/2007, ΑΠ 642/2002, ΑΠ 36/1995 δημ. νόμος). Εάν όμως αμφισβητείται το κύρος της παραιτήσεως ή αυτή έγινε σε χρονικό σημείο της δίκης, δηλαδή μετά την επί της ουσίας έναρξη της προφορικής συζητήσεως και ο αντίδικος αντιλέγει και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης, τότε, κατά νομική αναγκαιότητα, συντρέχει περίπτωση δικαστικής κρίσεως για το παραδεκτό και έγκυρο ή μη της παραιτήσεως, που συνιστά προϋπόθεση για τη με αυτή κατάργηση της δίκης, η οποία συνακόλουθα, πρέπει να απαγγελθεί με απόφαση (ΑΠ 800/2010, ΑΠ 1497/2002 δημ. Νόμος). Με τους τρεις πρώτους συναφείς λόγους της με αριθμό ……../24.7.2018 εφέσεως του ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή τη συζήτηση της με αριθμό …………/2009 αγωγής δυνάμει του με αριθμό …………/9.11.2015 δικογράφου κλήσης με το οποίο η εφεσίβλητη ανέφερε ότι παραιτείται του με αριθμό ……………/8.1.2015 δικογράφου κλήσης προς συζήτηση της παραπάνω αγωγής που είχε προσδιοριστεί αρχικά για τις 25.5.2015 και στη συνέχεια όπως δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη αναβλήθηκε για τις 10.11.2015, καθόσον με την κατά τα αναφερόμενα παραίτηση η εφεσίβλητη καταστρατήγησε τη διάταξη του άρθρο 237 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 καθώς έτσι πληροφορήθηκε τους κατατεθέντες με τις προτάσεις του κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο ισχυρισμούς του και έτσι μπόρεσε να τους αντικρούσει τελικά  και ότι έτσι έκανε κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος. Ότι επειδή είχαν κατατεθεί προτάσεις από αμφότερα τα διάδικα μέρη είχαν εισέλθει στην προφορική συζήτηση επί της ουσίας της αγωγής με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή πλέον η παραίτηση. Οι λόγοι αυτοί εφέσεως ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον ο εκκαλών δεν αναφέρει ότι κατά τη δικάσιμο της 9.11.2015 αντέλεξε ως προς την παραίτηση από το δικόγραφο της κλήσης και ότι εκδόθηκε δικαστική απόφαση διότι είχε αρχίσει η προφορική συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης, καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε μόνο αν αμφισβητείται το κύρος της παραιτήσεως ή αυτή έγινε σε χρονικό σημείο της δίκης, δηλαδή μετά την επί της ουσίας έναρξη της προφορικής συζητήσεως και ο αντίδικος αντιλέγει και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης, τότε, κατά νομική αναγκαιότητα, συντρέχει περίπτωση δικαστικής κρίσεως για το παραδεκτό και έγκυρο ή μη της παραιτήσεως, που συνιστά προϋπόθεση για τη με αυτή κατάργηση της δίκης, η οποία συνακόλουθα, πρέπει να απαγγελθεί με απόφαση. Επομένως εφόσον ο εκκαλών δεν αντέλεξε κατά τη δικάσιμο της 9.11.2015 έχει παρέλθει το στάδιο κατά το οποίο μπορούσε να αμφισβητήσει το κύρος της παραιτήσεως είτε αυτός επικαλείται δικονομική βλάβη είτε όχι και επομένως τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στους τρεις πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή, από την μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της, παρά το Νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του Ν. 5960/1933, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ως ποινικό αδίκημα. Επομένως υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνο το Δημόσιο αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40 Ν. 5960/1933) και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτή που προκρίνει, η ικανοποίηση όμως της μιας απ’ αυτές επιφέρει απόσβεση και της άλλης. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισής της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (Ολ. ΑΠ 23, 24, 25/2007, ΑΠ 45/2009 NΟΜΟΣ). Για την πληρότητα δε του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται η κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής απαιτείται κατ’ αρθ. 216 ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται σ’ αυτό 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο, εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (ΑΠ 571/2010 NΟΜΟΣ). Τούτο διότι, από τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που ορίζει ότι τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ’ αυτήν, όποιος εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα σε πληρωτή στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση αυτού του εγκλήματος και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 ΑΚ, δεν ενδιαφέρει η αιτία εκδόσεως της επιταγής, και ιδίως, δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της ασκήσεως της απαιτήσεως από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (ΑΠ 1804/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ). Με τον τέταρτο λόγο της ………/24.7.2018 έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε που απέρριψε την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, διότι η ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα ανέφερε ότι η αιτία έκδοσης των επιταγών αφορούσε το κεφάλαιο, τόκους ύψους 2% και έξοδα τιμήματος πώλησης και παράδοσης ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών στα πλοία διαχείρισης της εταιρίας ιδιοκτησίας του και συνεπώς θα έπρεπε η εφεσίβλητη να προσδιορίσει το ποσό του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων ύψους 2% για κάθε μία από τις επιταγές. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι στην αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο περιγράφονται όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν δεν ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση η αιτία εκδόσεως της επιταγής, και ιδίως, δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της ασκήσεως της απαιτήσεως από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής. Συναφές είναι το παράπονο που διατυπώνεται με τους συναφείς πέμπτο και έκτο λόγο εφέσεως, επειδή απορρίφθηκε ως αόριστος ο ισχυρισμός του εδώ εκκαλούντος περί τοκογλυφικών τόκων καθώς ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη έπρεπε να είχε προσδιορίσει το ύψος των τόκων ώστε να προσδιοριστεί το ύψος των αθέμιτων τόκων και ότι η αγωγή της εφεσίβλητης θα έπρεπε κατά το ποσό αυτό να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Αμφότεροι οι λόγοι εφέσεως ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι πρωτίστως ο εκκαλών θα έπρεπε να διευκρινίζει το ύψος των μηνιαίων τόκων που είχε συμφωνηθεί και να αναφέρει το συγκεκριμένο ποσό σε κάθε επιταγή ώστε να κριθεί αν αυτό υπερέβαινε το νόμιμο επιτόκιο (άρθρο 361 ΑΚ) δεδομένου ότι για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει σύμφωνα με τα άρθρα 293 έως 295 του ΑΚ παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου, και αφού ληφθεί υπόψη ότι η συναλλαγή ήταν σε αλλοδαπό νόμισμα νόμιμα σύμφωνα με τα άρθρα 291 του ΑΚ και 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932 που εξακο­λουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώ­δικα (άρθρο 20 του ΕισΝΑΚ). Κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιού­ται να τη ζητήσει από 1η-01-2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Όλα αυτά έπρεπε να προσδιορίζονται ποσοτικά με τον ισχυρισμό του εδώ εκκαλούντος ώστε να μπορούσε να προσδιοριστεί το ποσό των κατά τον ισχυρισμό του αθέμιτων τόκων. Τέλος με τον έβδομο λόγο της εφέσεως του ο εκκαλών παραπονείται για μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας αφού του επιβλήθηκε προσωπική κράτηση ύψους τεσσάρων μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικής απαίτησης, πλην όμως ο λόγος αυτός αποτελεί αντίρρηση κατά της προσωποκράτησης που πρέπει να προταθεί στα πλαίσια του άρθρου 1050 του ΚΠολΔ ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου και αλυσιτελώς προβάλλεται ως λόγος εφέσεως κατά κεφαλαίου της εκκαλουμένης που αφορά μόνο παρεπόμενο αίτημα.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η με αριθμό ……./24.7.2018 έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του με αριθμό ………/2018 παραβόλου ποσού 150 ευρώ που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της εφέσεως του στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942 ΑΚ προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξί­ας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με πρόθεση βλά­βης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Η γνώση του τρίτου δεν απαιτείται κατά το άρθρο 942 ΑΚ, αν η απαλλοτρίωση έγι­νε από χαριστική αιτία. Πρόθεση βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δα­νειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση (βλ. ΑΠ 1778/2006 Χρ.ΙΔ. 2007, 126, ΑΠ 1189/2003 Δ/νη 45, 460, Χρ.ΙΔ 2003, 879, ΑΠ 858/2002 Δ/νη 44, 1326). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 ΑΚ προκύπτει ότι η με αυτές θεσπιζόμενη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων, που έγιναν από τους οφειλέτες προς βλάβη των δανειστών τους, επέρχεται κατά τόσο μόνο καθό­σον ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτρίωσης, δηλαδή κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτηση τους, η οποία δι­αφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Ενόψει δε του ότι η εξεύρεση αυ­τού του μέρους εξαρτάται από τη σχέ­ση του ποσού της απαίτησης που πρέ­πει να ικανοποιηθεί προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της από τα άρθρα 939 επ. ΑΚ αγωγής διάρ­ρηξης, πρέπει για το κατά το άρθρο 216 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. ορισμένο της, τα ποσά αυτά να αναφέρονται σ’ αυτήν (βλ.Α.Π. 1677/2008 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1112/2004 Δ/νη 46,74, Χρ.ΙΔ 2005.114, ΑΠ 637/2001 Δ/νη 43, 1410, Εφ.Δωδ. 159/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων μερών, το περιεχόμενο των οποίων περιλαμβάνεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που περιέχονται στα με αριθμό 3735/2014 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 28ης-11-2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από όλα τα έγγραφα που τα διάδικα μέρη προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ),  πλήρως, αποδεικνύονται κατά του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση της οποίας αυτά τα κεφάλαια δεν εκκαλούνται με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα της με αριθμό ………./10.9.2018 εφέσεως είναι αλλοδαπή εταιρία που εδρεύει στον ……. με εγκατάσταση στην Ελλάδα και έχει αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων σε πλοία. Στα πλαίσια αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας είχε συνεργασία με τον πρώτο εφεσίβλητο εκκαλούντα της με αριθμό ………./24.7.2018 εφέσεως που ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της αλλοδαπής εταιρίας «…………», που εδρεύει στην ……. και είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, η οποία ήταν διαχειρίστρια του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου «PT», καθώς και του υπό σημαία Σιγκαπούρης φορτηγού πλοίου «TT». Με την παραπάνω ιδιότητά του αυτός εξέδωσε στην Αθήνα: α) την με αριθμό ………. επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 15-08-2009, ποσού 35.589,30 δολλαρίων ΗΠΑ, β) τη με αριθμό ……….. επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 15-08-2009, ποσού 218.169,07 δολλαρίων ΗΠΑ, γ) τη με αριθμό ……….. επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης 20-08-2009, ποσού 33.660 δολλαρίων ΗΠΑ, και δ) τη με αριθμό …………. μεταχρονολογημένη επιταγή, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30-09-2009, ποσού 50.217,47 δολλαρίων ΗΠΑ. Οι επιταγές ήταν πληρωτέες στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής λογαριασμό που η κεφαλαιουχική εταιρία  ιδιοκτησίας του εδώ εφεσίβλητου εκκαλούντος τηρούσε στην τράπεζα «………..» αλλά όταν οι επιταγές εμφανίστηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα για πληρωμή την 21-08-2009, αλλά δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων στο λογαριασμό της εκδότριας στην πληρώτρια τράπεζά και ο ήδη εφεσίβλητος εκκαλών νόμιμος εκπρόσωπος γνώριζε ότι στον λογαριασμό που τηρούσε η εταιρία ιδιοκτησίας του δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών και με τη συμπεριφορά του αυτή προκάλεσε στο νομικό πρόσωπο της εκκαλούσας περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για το αδίκημα της έκδοσης των παραπάνω ακάλυπτων επιταγών, κατόπιν έγκλησης της εκκαλούσας ο πρώτος εφεσίβλητος καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε ποινή φυλάκισης είκοσι οκτώ μηνών, δυνάμει της με αριθμό 29551/2016 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 04-10-2016 υπηρεσιακό απόσπασμα, που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα. Η δεύτερη εφεσίβλητη ……… ήγειρε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 10-09-2013 και με γενικό αριθμό κατάθεσης ………/2013 αγωγή στρεφόμενη σε βάρος του …………., με την οποία ζητούσε: α) ν’ αναγνωριστεί ότι η συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της, με βάση τον πραγματικό υπολογισμό ανερχόταν στο ποσό των 600.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσοστό 50%, β) να καταδικαστεί ο εναγόμενος σύζυγός της σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης προς εκείνην κατά πλήρη κυριότητα του περιγραφόμενου στο αγωγικό δικόγραφο ακινήτου στην Τήνο, και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ του ύψους της αξίωσής της και της αξίας του παραπάνω ακινήτου. Επικουρικά, η ίδια ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της, με βάση τον τεκμαρτό υπολογισμό, ανερχόταν στο ποσό των 400.000 ευρώ και να καταδικαστεί ο εναγόμενος σύζυγός της σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης προς εκείνην κατά πλήρη κυριότητα του περιγραφόμενου στο αγωγικό δικόγραφο ακινήτου στην Τήνο, το οποίο επιδόθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο την 19-09-2013. Η αρχική δικάσιμος είχε οριστεί για τις 2.6.2014 οπότε και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε και η συζήτηση της επαναπροσδιορίστηκε για τις 13.10.2014. Νωρίτερα όμως την 10-07-2014 οι παραπάνω διάδικοι συμβιβάστηκαν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, και για τον συμβιβασμό τους αυτό συντάχθηκε το …………/10-07-2014 πρακτικό εξώδικου συμβιβασμού, δυνάμει του οποίου ο πρώτος εφεσίβλητος, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της αξίωσης της δευτερης εφεσίβλητης αντιδίκου του, συμφώνησε να μεταβιβάσει προς αυτήν κατά πλήρη κυριότητα, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επικύρωση του πρακτικού, το ακίνητο ιδιοκτησίας του στην Τήνο, ήτοι την υπό στοιχείο «Γη.θ.ι.σ.τ.θ.Γ» αυτοτελή κάθετη ιδιοκτησία με κατοικία και με την εξ αδιαιρέτου αναλογία της επί ενός οικοπέδου έκτασης 1.000 τ.μ, που βρίσκεται στον οικισμό …………… του Δήμου Τήνου, και περιγράφεται στο με αριθμό ………./09-05-2005 συμβόλαιο αγοραπωλησίας κάθετης ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Τήνου ………., ενώ το πρακτικό αυτό επικυρώθηκε από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως με το με αριθμό ………/19-09-2014 συμβόλαιο μεταβίβασης της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. που μεταγράφηκε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο Τήνου ο πρώτος εφεσίβλητος μεταβίβασε στις 19.9.2014 στη δεύτερη εφεσίβλητη τότε σύζυγο του την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του προπεριγραφόμενου ακινήτου. Η αξία της παραπάνω ιδιοκτησίας, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, όπως εκτιμήθηκε από την αρμόδια Δ.Ω.Υ κατά το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού και προκύπτει από το παραπάνω συμβόλαιο, ανερχόταν στο ποσό των 113.298,13 ευρώ και παρέμενε η ίδια κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής. Η παραπάνω μεταβίβαση συνιστά απαλλoτρίωση, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, καθώς αυτή (μεταβίβαση) έγινε εκούσια από τον πρώτο εναγόμενο, κρίση που δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτή έλαβε χώρα σε συμμόρφωση με το πρακτικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, το οποίο επικυρώθηκε από το δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά το χρόνο της παραπάνω μεταβίβασης η ενάγουσα και εδώ εκκαλούσα, είχε την ιδιότητα της δανείστριας του πρώτου εναγόμενου, σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν, καθώς διατηρούσε απαιτήσεις σε βάρος του από την έκδοση των παραπάνω αναφερόμενων επιταγών, οι οποίες δεν πληρώθηκαν, όταν εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο εφέσεως ότι η παραπάνω απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία, ώστε στην προκειμένη περίπτωση να μην απαιτείται γνώση της δεύτερης εφεσίβλητης εναγόμενης ότι ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος απαλλοτρίωσε το ακίνητο προς βλάβη των δανειστών του, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 942 ΑΚ. Όμως η επίδικη μεταβίβαση δε φέρει το χαρακτήρα απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία, κατά την έννοια του άρθρου 942 ΑΚ, καθώς αυτή έγινε μεν χωρίς αντάλλαγμα, πλην όμως έλαβε χώρα για την ικανοποίηση της αξίωσης που διατηρούσε η δεύτερη εφεσίβλητη σε βάρος του πρώτου από τη συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του πρώτου. Η διάταξη του άρθρου 1400 του ΑΚ εισάγει μαχητό τεκμήριο περί συμβολής του συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου σε ποσοστό 1/3 και εδώ με βάση το αίτημα της αγωγής περί αποκτημάτων στο 1/3 της συμβολής της δεύτερης εφεσίβλητης ανερχόταν η αξία του ακινήτου που αφορά η υπό διάρρηξη δικαιοπραξία και που στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε αποτελούσε το επικουρικό αίτημα της αγωγής. Επομένως δεν χρειαζόταν να αποδειχθεί κατά το προαναφερόμενο ποσοστό του 1/3 καμία συμβολή της δεύτερης εφεσίβλητης όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα δε περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω τεκμαίρεται ότι η δεύτερη εφεσίβλητη γνώριζε ότι ο πρώτος εφεσίβλητος και τότε σύζυγος της απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Και τούτο διότι ναι μεν η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μετά το αποσβεστικό έτος που τεκμαίρεται η γνώση της δεύτερης εφεσίβλητης ως προς το σκοπό βλάβης των δανειστών αυτού που μεταβίβασε δηλαδή στις 9.11.2015 και επιδόθηκε αυθημερόν σύμφωνα με τις με αριθμό …./9.11.2015 και ……./9.11.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά . …… (σχετ. 36α και 37). Νωρίτερα όμως η εκκαλούσα είχε ασκήσει αγωγή ακριβώς με το ίδιο περιεχόμενο και ειδικότερα την από 9.9.2015 με αριθμό κατάθεσης ………../10.9.2015 αγωγή κατά των εδώ εφεσιβλήτων η οποία είχε προσδιοριστεί για συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 10.11.2015 προκειμένου να συνεκδικαστεί με την αγωγή περί ακάλυπτων επιταγών. Η αγωγή αυτή κατατέθηκε στις 10.9.2015 και επιδόθηκε στους εναγόμενους εφεσίβλητους αυθημερόν, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμού ….. και …./10.9.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά ………. (σχετ. 34α και 34β) και συνεπώς ασκήθηκε πριν την πάροδο έτους από την υπό διάρρηξη δικαιοπραξία που όπως προαναφέρθηκε καταρτίστηκε στις 19.9.2014 (ενώ η μεταγραφή της έλαβε χώρα στις 2.10.2014). Η εκκαλούσα παραιτήθηκε από αυτή με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, διότι όπως ισχυρίζεται δεν την είχε καταχωρίσει στα βιβλία διεκδικήσεων και ήθελε να συμπληρώσει έτσι την κατά αυτή τυπική παράλειψη. Επειδή όμως η διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ που αναφέρει ότι κάθε παραγραφή που διακόπηκε θεωρείται μη διακοπείσα αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή, αλλά αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες η παραγραφή θεωρείται ότι διακόπηκε με την προηγούμενη αγωγή, εφαρμόζεται και επί των αποσβεστικών προθεσμιών (άρθρο 279 του ΑΚ) (ΑΠ 359/2015 δημ. νόμος) στη συγκεκριμένη περίπτωση τεκμαίρεται μαχητά η γνώση της δεύτερης εφεσίβλητης ως προς το σκοπό βλάβης που είχε ο πρώτος εφεσίβλητος έναντι της εκκαλούσας κατά την κατάρτιση της υπό διάρρηξη δικαιοπραξίας, τον ισχυρισμό δε περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας μέσω της έγερσης της πρώτης αγωγής προβάλει εδώ η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο εφέσεως. Να σημειωθεί ότι η δεύτερη εφεσίβλητη δεν μπόρεσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο. Ειδικότερα όπως συνάγεται από το περιεχόμενου του δικογράφου της με αριθμό ………………./2013 αγωγής αποκτημάτων καθώς ενώ εκθέτει ότι η περιουσία του ήδη εφεσίβλητου πρώτου εναγομένου αποτελείται α) από το περιγραφόμενο σε αυτή ακίνητο (κάθετη ιδιοκτησία) που βρίσκεται στη Ροδόπολη Αττικής αξίας 550.000 ευρώ, β) από την περιγραφόμενη στη Μεταμόρφωση Αττικής οριζόντια ιδιοκτησία 3ου ορόφου με τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων) συνολικής αξίας 245.000 ευρώ (στην οποία μάλιστα αυτή τώρα διαμένει) και γ) το περιγραφόμενο στην αγωγή και ευρισκόμενο στην Τήνο ακίνητο αξίας 400.000 ευρώ και προσδιορίζει τη συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του πρώτου εφεσίβλητου εναγομένου στο ποσό των 600.000 ευρώ δηλαδή στο ½ του ποσοστού επαύξησης της περιουσίας του, έχει ως αίτημα της αγωγής της να καταδικαστεί αυτός να της μεταβιβάσει το υπό στοιχεία γ ακίνητο της Τήνου και να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 200.000 ευρώ και επικουρικά ότι της αρκεί η μεταβίβαση του ευρισκόμενου στην Τήνο ακινήτου αξίας 400.000 ευρώ, το οποίο ακίνητο και τελικά της μεταβιβάστηκε με τη δικαιοπραξία της οποίας η εκκαλούσα αιτείται τη διάρρηξη ως καταδολιευτική. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, το ποσό των 400.000 ευρώ αποτελεί το τεκμαιρόμενο από το νόμο ποσοστό συμβολής του συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου (1/3), τα δε διάδικα μέρη συμβιβάστηκαν και η αγωγή δεν συζητήθηκε στις 2.6.2014 αφού η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω των ευρωεκλογών της 25ης Μαΐου 2014 και με τη με αριθμό ………../2014 κλήση επαναπροσδιορίστηκε για συζήτηση για τις 13.10.2014, πλην όμως τα διάδικα μέρη στις 10.7.2014 υπέγραψαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. το με αριθμό …………/10.7.2014 πρακτικό εξώδικου συμβιβασμού το οποίο προσκομίστηκε και επικυρώθηκε κατ’άρθρο 214α παρ. 3 του ΚΠολΔ από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η αγωγή περί αποκτημάτων και στη συνέχεια σε εκτέλεση του πρακτικού περί συμβιβασμού ακολούθησε η υπό διάρρηξη δικαιοπραξία. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, από το ίδιο το γεγονός ότι με το δικόγραφο της αγωγής της η δεύτερη εφεσίβλητη ζητούσε εξαρχής τη μεταβίβαση του συγκεκριμένου ακινήτου, του οποίου η αντικειμενική αξία ανέρχεται στο ποσό των 113.298,13 ευρώ, σύμφωνα με την από 19.10.2015 βεβαίωση της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… (σχετ. 26), δηλαδή σε ποσό σημαντικά μικρότερο από αυτό της τεκμαιρόμενης από το νόμο συμβολή της και το οποίο μάλιστα βρισκόταν εκτός του νομού στον οποίο διέμενε και στον οποίον αντίθετα βρίσκονταν τα έτερα δύο ακίνητα που αποτελούσαν την περιουσία του πρώτου εφεσίβλητου, αποδεικνύεται ότι αυτή εξ αρχής γνώριζε ότι τα υπόλοιπα δύο ακίνητα υπήρχαν βάρη τα οποία απέκλειαν την ικανοποίηση της εκκαλούσας. Δηλαδή αυτή γνώριζε ότι στο ακίνητο στη Ροδόπολη Αττικής που αποτελούσε τότε και τη συζυγική οικία σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στα δικόγραφα ήταν βεβαρυμμένο από το έτος 2008 με προσημείωση σε Ελβετικό Φράγκο ύψους 1.208.994,20 ελβετικών φράγκων υπέρ της ………. και από το έτος 2010 με μια ακόμη προσημείωση υπέρ της προαναφερόμενης τραπεζιτικής εταιρίας για το ποσό των 40.680 ευρώ σύμφωνα με το με αριθμό ………../19.10.2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Μαραθώνα (σχετ. 27) και επίσης γνώριζε ότι στο ακίνητο στη Μεταμόρφωση υφίστατο από το έτος 2005 προσημείωση υπέρ της ……… Τράπεζας για ποσό 525.000 ευρώ και από το έτος 2008 προσημείωση υπέρ της ……….. για ποσό 590.498,25 ελβετικών φράγκων, σύμφωνα με το με αριθμό 515-516-………../19.10.2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Νέας Φιλαδέλφειας (σχετ. 28). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε αφενός ότι δεν υφίσταται μαχητό τεκμήριο γνώσης λόγω της παρόδου της αποσβεστικής ετήσιας προθεσμίας και αφετέρου ακολούθως ότι η δεύτερη εναγομένη δεν γνώριζε ότι ο τότε σύζυγος της με την κατάρτιση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας ενεργούσε προς βλάβη της εκκαλούσας επειδή από το έτος 2009 είχε αποχωρήσει από την εταιρία του στην οποία εργαζόταν από το έτος 2000 και παρακολουθείτο λόγω ψυχικών διαταραχών από ψυχίατρο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Και τούτο διότι η δεύτερη εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου αφού πρωτίστως κανένα πιστοποιητικό περί ψυχικών διαταραχών δεν προσκόμισε, το γεγονός δε ότι το ζευγάρι βρισκόταν σε διάσταση από τον Ιανουάριο του 2010 οπότε και ο πρώτος εναγόμενος αποχώρησε από τη συζυγική οικία (σύμφωνα με το με αριθμό κατάθεσης ………../29.7.2013 δικόγραφο αγωγής διαζυγίου περί διετούς διάστασης) δεν αποκλείει τη γνώση αυτή από την εργαζόμενη ως λογίστρια στην εταιρία ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομενου, η οποία μάλιστα στη συνέχεια ήταν ικανή στο να δώσει εντολή σε δικηγόρο για να ασκήσει την αγωγή περί αποκτημάτων και την αγωγή διαζυγίου λόγω διετούς διαστάσεως. Να σημειωθεί επίσης ότι η δεύτερη εναγομένη ουδέν φορολογικό της στοιχείο προσκόμσε ώστε να φανούν τα εισοδήματα της και το πότε ακριβώς διακόπηκαν οι οικονομικές δοσοληψίες εκ της συζυγικής σχέσης με τον πρώτο εναγόμενο ήδη πρώτο εφεσίβλητο, το ύψος διατροφής που ενδεχομένως λάμβανε για το ανήλικο τέκνο της κλπ. Ακολούθως των ανωτέρω κατά παραδοχή του δεύτερου σχετικού λόγου της με αριθμό …………../2018 εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί μόνο κατά το κεφάλαιο που αφορά την απόρριψη της από 6.11.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2015 αγωγής περί διαρρήξεως και της σχετικής ως προς αυτή διάταξης της περί δικαστικών εξόδων η εκκαλουμένη με αριθμό 1417/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατόπιν των ανωτέρω το παρόν Δικαστήριο θα κρατήσει να αναδικάσει κατ’ουσίαν την αγωγή (άρθρο 535 του ΚΠολΔ)  η οποία είχε εγγραφεί στα βιβλία του αρμόδιο υποθηκοφυλακείου σύμφωνα με το με αριθμό ………/12.11.2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Τήνου και είχε νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 ΑΚ και πρέπει να διαρρηχθεί στο σύνολο της η δικαιοπραξία δεδομένου ότι η αξία των οφειλόμενων επιταγών είναι υπερδιπλάσια της αντικειμενικής αξία του ακινήτου. Ακολούθως όλων των ανωτέρω πρέπει με βάση όλες τις προαναφερόμενες σκέψεις να γίνει δεκτή στην ουσία της η με αριθμό ……………/6.11.2015 αγωγή διαρρήξεως και διαταχθεί η διάρρηξη της από 19.9.2014 δικαιοπραξίας απαλλοτριώσεως δυνάμει του με αριθμό ……../19.9.2014 συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. που μεταγράφηκε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο Τήνου την 2-10-2014 στον Τόµο …., και αύξοντα αριθμό …, σύµφωνα µε το οποίο συµβόλαιο ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος µεταβίβασε στις 19-9-14 στην δεύτερη εφεσίβλητη εναγόµενη και τότε σύζυγό του την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του επί ενός ακινήτου που βρίσκεται επί ενός οικοπέδου εντός του οικισµού «……..» της Τοπικής Κοινότητας ……, της Δηµοτικής Ενότητας Τήνου του Δήµου Τήνου της Περιφερειακής Ενότητας Τήνου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Επειδή το ένδικο μέσο της εφέσεως γίνεται δεκτό κατ’ουσίαν θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………./2018 ποσού 150 ευρώ στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων εναγομένων (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμό …./24.7.2018 και …../10.9.2018 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1417/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία από το τμήμα ναυτικών διαφορών επί των από ………/24.8.2009 και ………./6.11.2015 αγωγών ερήμην της πρώτης εναγομένης της πρώτης αγωγής και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις

Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη με αριθμό ………./24.7.2018 έφεση και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………./2018 ύψους 150 ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ

Δέχεται κατ’ουσίαν τη με αριθμό ………/10.9.2018 έφεση

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………./2018 ποσού 150 ευρώ

Εξαφανίζει κατά ένα μέρος δηλαδή μόνο κατά το κεφάλαιο που αφορά τη με αριθμό …………./6.11.2015 αγωγή τη με αριθμό 1417/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί στην υπόθεση και Αναδικάζει επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./6.11.2015 αγωγής

Δέχεται την αγωγή

Διατάσσει τη διάρρηξη της από 19.9.2014 δικαιοπραξίας απαλλοτριώσεως δυνάμει του με αριθμό ………./19.9.2014 συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο Τήνου την 2-10-2014 στον Τόµο ….., και αύξοντα αριθμό …., σύµφωνα µε το οποίο συµβόλαιο ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος µεταβίβασε στις 19-9-14 στην δεύτερη εφεσίβλητη εναγόµενη την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του επί ενός ακινήτου που βρίσκεται επί ενός οικοπέδου εντός του οικισµού «……..» της Τοπικής Κοινότητας ………., της Δηµοτικής Ενότητας Τήνου του Δήµου Τήνου της Περιφερειακής Ενότητας Τήνου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου

Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Απριλίου 2020   και δημοσιεύθηκε στις  18 Μαΐου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ