Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 373/2020

Αριθμός απόφασης:       373/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και  Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 124 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ «1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. 2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του, είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του». Επίσης κατ’ άρθρο 125 παρ.1 του ίδιου Κώδικα «1. Η επίδοση γίνεται:…γ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό», ενώ κατ’ άρθρο 128 παρ.1 και 4 «1. Αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συνοίκους του, που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοί του…4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παρ.1 δεν βρίσκεται στην κατοικία, α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς ον η επίδοση, μπροστά σε ένα μάρτυρα. Σε περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, β) το αργότερο, την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 140 παρ.1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Το αντίγραφο που παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε, γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, σύμφωνα με την περίπτωση β’, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση της παρ.1 του άρθρου 140, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με την άνω περίπτωση β’ του παρόντος, του το παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται ατελώς». Ομοίως το άρθρο 129 του ΚΠολΔ που προβλέπει για την επίδοση στον τόπο εργασίας προβλέπει ότι «1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παρ.2 ΚΠολΔ, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. 2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ.4». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι όταν γίνεται επίδοση δικογράφου με θυροκόλληση, επειδή δεν βρέθηκε ο προς ον η επίδοση, καθώς και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 128 παρ.1 και 129 παρ.1 ΚΠολΔ, αντίστοιχα στη διεύθυνση κατοικίας του πρώτου ή στον τόπο εργασίας του, ακολουθεί υποχρεωτικά η διαδικασία που προβλέπεται αναλυτικά στις διατάξεις της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου 128, ήτοι καταρχάς μετά τη θυροκόλληση πρέπει, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, να παραδοθεί αντίγραφο του επιδοθέντος εγγράφου στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας ή του τόπου εργασίας του προς ον η επίδοση και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος, με τη σύνταξη της σχετικής βεβαίωσης κατά τα ανωτέρω. Αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο άρθρο 128 παρ.4 στοιχ.β’ και γ’ ΚΠολΔ, δηλαδή αν δεν παραδοθεί στον αστυνόμο κ.λπ. αντίγραφο του εγγράφου και δεν ταχυδρομηθεί σχετική έγγραφη ειδοποίηση σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και άρα είναι ανυπόστατη (βλ. ΕφΑθ 1999/2002 αδημ., Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, άρθρο 128, σελ. 121). Είναι άκυρη η επίδοση με θυροκόλληση αν στο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναφέρεται η ιδιότητα του αστυνομικού που παρέλαβε το εγχειρισθέν από το δικαστικό επιμελητή έγγραφο (ΑΠ 22/1994, ΕλλΔνη 36, σελ. 347). Επίσης, σε περίπτωση που το αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου παραδοθεί σε αστυφύλακα του αστυνομικού τμήματος της περιφέρειας της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση χωρίς να βεβαιώνεται στην απόδειξη, ότι αυτός εκτελούσε χρέη προϊσταμένου ή λόγω απουσίας του προϊσταμένου εκτελούσε χρέη αξιωματικού υπηρεσίας κλπ, τότε η επίδοση είναι άκυρη, καθόσον η παραπάνω διάταξη δεν αρκείται στην επίδοση σε οποιονδήποτε αξιωματικό, αλλά απαιτεί όπως αυτός έχει μία από τις παραπάνω ιδιότητες, δηλαδή να είναι προϊστάμενος του αστυνομικού τμήματος ή, σε περίπτωση βεβαιωμένης στην απόδειξη απουσίας του, να είναι αξιωματικός ή υπαξιωματικός υπηρεσίας ή σκοπός του αστυνομικού καταστήματος (βλ. ΑΠ 372/2016, 660/2015, 272/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1626/2017, Αρμ 2019, σελ. 374).Ακόμη, αν η επίδοση αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου γίνει στον προϊστάμενο και εν απουσία του στον αξιωματικό υπηρεσίας άλλου αστυνομικού τμήματος από αυτό της περιφέρειας της κατοικίας ή του τόπου εργασίας του προς ον η επίδοση, τότε η επίδοση πάσχει από ακυρότητα, έστω κι αν πρόκειται για γειτονικό αστυνομικό τμήμα (πρβλ. ΑΠ 1344/2009 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 139 § 1 του ΚΠολΔ, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία, εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων, που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου, στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από το προαναφερόμενο άρθρο προκύπτει, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει τα προαναφερόμενα σ’αυτό στοιχεία, καθώς και όσα απαιτεί το άρθρο 117 του ίδιου Κώδικα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ύλη και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή, ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη χωρεί, μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό.Για τα περιστατικά, αντίθετα, που περιέχονται στην πιο πάνω έκθεση, αλλά δεν υποπίπτουν από την φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, η έκθεση επίδοσης αποτελεί κατά το άρθρο 440 του ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης, όμως, ανταπόδειξης, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, εκείνος, που αμφισβητεί την αλήθειά τους (ΑΠ 350/2013 ΕφΑΔ 2013.1107, ΑΠ 1916/2005 ΕλλΔνη 47.482, ΑΠ 415/2005 ΕλλΔνη 47.1650, ΑΠ 555/2004 ΕλλΔνη 47.797, ΑΠ 1679/1995 ΕλλΔνη 39.352, ΑΠ 455/1993 ΕλλΔνη 36.91,ΜονΕφΠειρ 72/2017 στην ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς κρίση η από 29.7.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση και οι από 22.10.2019 (κατατεθέντες στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) πρόσθετοι λόγοι έφεσης της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρίας με την επωνυμία “………..” κατά της εδρεύουσας στον Πειραιά μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» προς εξαφάνιση της 2027/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 29.12.2017 (με αριθμό κατάθεσης ………./2017) αγωγής της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας, κατά της εταιρίας με την επωνυμία “…………..” και του . .. . . και πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 520 παρ.2 ΚΠολΔ, από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο, κατά την τακτική διαδικασία. Κατά την εκφώνηση της ως άνω έφεσης και των πρόσθετων λόγων από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Από τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. ……..’/30.7.2019 και …….’/23.10.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της από 29.7.2019 εφέσεως και των από 22.10.2019 πρόσθετων λόγων αυτής, με πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στην έδρα της εφεσίβλητης στην οδό ….. αρ…. στον Πειραιά με θυροκόλληση, παρουσία μάρτυρος, επειδή δεν βρέθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ούτε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 129 ΚΠολΔ και ακολούθως βεβαιώνεται από τον ίδιο δικ. επιμελητή ότι στις 30.7.2019 και στις 24.10.2019 αντίστοιχα,ο ίδιος πήγε στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα και παρέδωσε στους αξιωματικούς υπηρεσίας αστυφύλακα ……… και υπαρχιφύλακα …………. αντίστοιχα, λόγω απουσίας του προϊσταμένου του τμήματος απλό αντίγραφο των θυροκολληθέντων δικογράφων, ενώ στο τέλος της αντίστοιχης σελίδας ο δικ. επιμελητής βεβαιώνει ότι στις 31.7.2019 και στις 24.10.2019 αντίστοιχα, απέστειλε μέσω ταχυδρομείου, ειδοποίηση με συστατική επιστολή σχετική με τις παραπάνω ενέργειές του προς την εταιρία «………» στην παραπάνω οδό ………. στον Πειραιά και σε κάθε περίπτωση συνυπογράφει ο παραλαβών τη συστημένη επιστολή υπάλληλος των ΕΛ.ΤΑ. Εντούτοις, από την ανάγνωση της από 30-07-2019 απόδειξης παραλαβής θυροκολληθέντος εγγράφου (αρθρ. 128 παρ.4β’ του Κ.Πολ.Δικ.) που επισυνάπτεται στην υπ’ αριθμ. …./30.7.2019 έκθεση επίδοσης της από 29.7.2019 εφέσεως προκύπτει ότι ο ως άνω δικ. επιμελητής παρέδωσε αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου για να λάβει γνώση η εφεσίβλητη, στον αξιωματικό υπηρεσίας αστυφύλακα ……. του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου, σύμφωνα με τη σχετική υπηρεσιακή στρογγυλή σφραγίδα που έχει θέσει ο τελευταίος πάνω στην υπογραφή του. Αντίθετα, από την ανάγνωσητης από 24-10-2019 απόδειξης παραλαβής θυροκολληθέντος εγγράφου (αρθρ. 128 παρ.4β’ του Κ.Πολ.Δικ.) που επισυνάπτεται στην υπ’ αριθμ. …./23.10.2019 έκθεση επίδοσης των από 22.10.2019 πρόσθετων λόγων έφεσης προκύπτει ότι ο ίδιος δικ. επιμελητής παρέδωσε αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου για να λάβει ομοίως γνώση η εφεσίβλητη, στην αξιωματικό υπηρεσίας υπαρχιφύλακα ……….. του Αστυνομικού Τμήματος Νέου Φαλήρου, σύμφωνα με τη σχετική υπηρεσιακή στρογγυλή σφραγίδα που έχει θέσει η τελευταία πάνω στην υπογραφή της. Εντούτοις, η οδός …………. στον Πειραιά, όπου η έδρα της εφεσίβλητης και όπου αναζητήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της υπάγεται στην περιφέρεια του Αστυνομικού Τμήματος Καμινίων-Νέου Φαλήρου, οπότε εκεί έπρεπε να γίνει παράδοση αντιγράφου του θυροκολληθέντος κάθε φορά εγγράφου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 128 παρ4β’ και 129 παρ.2 ΚΠολΔ. Μόνο όμως η παράδοση αντιγράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης έγινε στο εν λόγω Αστυνομικό Τμήμα, ενώ η παράδοση αντιγράφου της θυροκολληθείσας από 29.7.2019 έφεσης έγινε εσφαλμένα στο Αστυνομικό Τμήμα Δημοτικού Θεάτρου. Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, λόγω ακυρότητας της γενομένης προς την εφεσίβλητη επίδοσης. Περαιτέρω, επειδή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων εφέσεως θεωρείται συμπληρωματικό του αρχικού δικογράφου της έφεσης, έστω κι αν εμφανίζεται ως αυτοτελής διαδικαστική πράξη και εκτιμάται μαζί με το εφετήριο ως ενιαίο σύνολο, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους, σε περίπτωση που κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, κηρύσσεται απαράδεκτη και η συζήτηση των πρόσθετων λόγων αυτής (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, έκδοση 2017, άρθρο 520, σελ. 160, 161). Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση τόσο της από 29.7.2019 έφεσης, όσο και των από 22.10.2019 πρόσθετων λόγων έφεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, καθώς η απόφαση είναι μη οριστική και η εφεσίβλητη δικάσθηκε ερήμην.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 29.7.2019 έφεση και τους από 22.10.2019 πρόσθετους λόγους έφεσης ερήμην της εφεσίβλητης.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων έφεσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 2 Απριλίου 2020.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας-ασκούσας τους πρόσθετους λόγους, στις 15 Μαΐου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ