Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 372/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

Αριθμός     372/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις διατάξεις των άρθρων 520, 527 και 528 Κ.Πολ.Δ, όπως το τελευτα­ίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 ν. 3994/13-7-2011 (Φ.Ε.Κ. 165 Α’/25-7-2011), προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από το διάδικο που δικάσθηκε ερήμην επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου, καθώς και από εκείνα τα ζητήματα, η έρευνα των οποίων προηγείται ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (Α.Π. 579/2018, Α.Π. 6/2017, Α.Π. 343/2013, Α.Π. 394/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προ­βάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (Α.Π. 538/2019, Εφ. Πατρ. 161/2019, Εφ.Αθ. 302/2018, Εφ.Πειρ. 10/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η «τυπική» αυτή παραδοχή της έφεσης από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (Α.Π. 579/2018, Α.Π. 546/2014, Α.Π. 251/2009, Α.Π. 866/2008, Α.Π. 1015/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο, που μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 579/2018, Α.Π. 495/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 2042, σ. 513).            Στην προκειμένη περίπτωση, η από 22-12-2017 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……/11-1-2019 έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθ. 4648/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 4-7-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/6-7-2017 αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη [χωρίς έρευνα του παραδεκτού και του νομίμου της, εξαιτίας της συναγωγής σε βάρος του, λόγω της ερημοδικίας του, του τεκμηρίου σιωπηρής παραίτησής του ως προς την άνω αγωγή του (άρθρο 272 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.)] έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11-1-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 16-10-2018, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή τυπικά και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, συμπεριλαμβανομένης και αυτής περί δικαστικών εξόδων (Εφ.Θεσ. 923/2018, Εφ.Πατρ. 142/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), χωρίς έρευνα των λόγων της, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν απαιτείται να περιέχεται συγκεκριμένος λόγος έφεσης στο εφετήριο, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό και στηρίχθηκε στο τεκμήριο σιωπηρής παραίτησής του από την αγωγή του, ενώ αυτός με την έφεσή του πλήττει στο σύνολό της την εκκαλούμενη απόφαση, προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς όλες τις βάσεις της αγωγής του. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ως προς παραδεκτό της άσκησής της και τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, ο δε ενάγων δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της άνω έφεσης έχει καταβληθεί το παράβολο που τάσσεται με την παρ. 3 εδάφ. Αγ’ του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από 23-1-2017 με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 (Φ.Ε.Κ. Α. 240/22-12-2016).             Με την από 4-7-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/6-7-2017 αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ενεργούσε ατομικά αλλά και ως νόμιμος εκπρόσωπος των πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης των εναγομένων εταιριών, κατήρτισαν την από 20-9-2011 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας κατέβαλε σ’ αυτόν, υπό τις άνω ιδιότητες που ο τελευταίος ενεργούσε, το ποσό των 1.210.000,00 ευρώ, με σκοπό την εξυπηρέτηση των προσωπικών του αναγκών αλλά και των αναγκών του ομίλου των άνω ναυτιλιακών εταιριών που ανήκουν στα αποκλειστικά επιχειρηματικά συμφέροντα του ιδίου, του δευτέρου εναγομένου (πατρός του) και του αμέσου οικογενειακού περιβάλλοντος του τελευταίου. Ότι, μετά από συνεχείς ετήσιες ανανεώσεις της – τις οποίες ζήτησε ο πρώτος εναγόμενος προκειμένου να αποπερατωθούν οι επισκευές / μετασκευές πλοίων των επιχειρήσεών του – η άνω σύμβαση δανείου παρατάθηκε τελευταία με το από 30-12-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό έως και την 30-12-2015, οπότε και έληξε η διάρκειά της και άπαντες οι εναγόμενοι κατέστησαν υπερήμεροι οφειλέτες του ως προς την αποπληρωμή του άνω δανείου, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο. Ότι οι εναγόμενες ημεδαπές (οι πέμπτη, έκτη και όγδοη) και αλλοδαπή (η έβδομη) εταιρίες εδρεύουν πραγματικά, η πέμπτη και η έκτη στο Μοσχάτο και η έβδομη και όγδοη στον Πειραιά, ενώ η έδρα της έκτης εξ αυτών, η οποία είναι διαχειρίστρια των λοιπών, ταυτίζεται με την έδρα τους. Ότι αληθείς κύριοι, οικονομικοί δικαιούχοι και εκπρόσωποι των εναγομένων εταιριών είναι οι δυο πρώτοι εναγόμενοι, οι οποίοι δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά μέσω αυτών, άλλως κρύβονται και οχυρώνονται πίσω τους. Ότι συνακόλουθα οι εναγόμενες εταιρίες, ως κατ’ επίφαση γενόμενες για τις ανάγκες εξυπηρέτησης της εκμετάλλευσης του εκάστοτε πλοίου του ομίλου της οικογένειας του δευτέρου εναγομένου, είναι στην πραγματικότητα εικονικές. Ότι ως εκ τούτου συντρέχει εν προκειμένω, ως προς αυτόν, λόγος άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου τους, ενόψει και του ότι αυτές ήδη ελέγχονται για έλλειψη φερεγγυότητας, δοθέντος ότι τα πλοία του ομίλου εταιριών της άνω οικογένειας «ET», «IQ», «ER» έχουν απολεστεί με διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω χρεών προς τρίτους, το πλοίο «ER» έχει διαλυθεί σαν scrap και το εναπομείναν πλοίο «V» είναι σε στάδιο αναγκαστικού πλειστηριασμού. Ακόμη ισχυρίζεται ο ενάγων ότι, από προσωπικές δοσοληψίες του με τον πρώτο εναγόμενο, διατηρεί εναντίον του και άλλες αξιώσεις και δη Α) αξίωση αποζημίωσης ποσού 32.000,00 ευρώ για ζημία που υπέστη λόγω νομικού ελαττώματος ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου μάρκας MERCEDES που του πώλησε στις 21-3-2005 ο τελευταίος, για το οποίο ο ίδιος του κατέβαλε τοις μετρητοίς ως τίμημα το άνω ποσό, πλην όμως στις 6-12-2006 οι αρμόδιες τελωνιακές αρχές το κατέσχεσαν αιφνιδίως ως προϊόν λαθρεμπορίας και έτσι ο ίδιος απώλεσε το άνω αυτοκίνητο και ζημιώθηκε κατά το άνω τίμημα που κατέβαλε και Β) αξίωση (εναντίον του πρώτου εναγομένου, ευθυνόμενου εις ολόκληρο με την πέμπτη εναγόμενη) προς πληρωμή τεσσάρων επιταγών της Εθνικής Τράπεζας (της πρώτης την 27-8-2011, ποσού 30.000,00 ευρώ, της δεύτερης την 27-8-2011, ποσού 25.000,00 ευρώ, της τρίτης την 24-7-2011, ποσού 25.000,00 ευρώ και της τέταρτης την 28-7-2011, ποσού 25.000,00 ευρώ), έκδοσης της πέμπτης εναγομένης, σε διαταγή του πρώτου εναγομένου, τις οποίες ο τελευταίος του παρέδωσε με οπισθογράφηση για την κάλυψη του συνολικού ποσού των 105.000,00 ευρώ που του κατέβαλε προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών του αναγκών και ως αντάλλαγμα για την εξασφάλισή του και τις οποίες (επιταγές) στη συνέχεια ο ίδιος κυκλοφόρησε σε προμηθευτές του αλλά δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πληρώσει τα ποσά των επιταγών αυτών στους κομιστές τους, Γ) αξίωση αποζημίωσης ποσού 70.000,00 ευρώ για ζημία που υπέστη από τόκους και έξοδα που υποχρεώθηκε να καταβάλει για ανοιχτό δάνειο 300.000,00 ευρώ που έλαβε στις 18-10-2007 από την τράπεζα «EUROBANK», ολόκληρο το κεφάλαιο του οποίου διέθεσε στον πρώτο εναγόμενο για τη μετασκευή του πλοίου «ET» μέχρι τον Ιούνιο 2010, λαμβάνοντας απ’ αυτόν την υπόσχεση ότι θα τον εξοφλήσει από τα έσοδα της εκμετάλλευσης του άνω πλοίου στη γραμμή Πάτρας – Ιταλίας, πλην όμως ο τελευταίος στη συνέχεια και μέχρι την άσκηση της αγωγής ουδέν ποσόν του κατέβαλε από τα έσοδα της εκμετάλλευσης του άνω πλοίου στην άνω γραμμή, ζημιώνοντάς τον έτσι με τους τόκους και έξοδα του άνω δανείου, που ανέρχονται τουλάχιστον στο άνω ποσό των 70.000,00 ευρώ, Δ) αξίωση απόδοσης ποσού 45.000,00 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στον πρώτο εναγόμενο στις 12-6-2012 (αφού έλαβε την ίδια ημέρα από τηρούμενο σε δολάρια Η.Π.Α. λογαριασμό του στην τράπεζα EUROBANK το ποσό των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και του κατέβαλε αυθημερόν το άνω ισόποσό τους σε ευρώ), με σκοπό την εξυπηρέτηση προσωπικών αναγκών του, αλλά ο τελευταίος ουδέποτε το επέστρεψε και Ε) αξίωση απόδοσης ετέρου ποσού 17.000,00 ευρώ, το οποίο έδωσε στον πρώτο εναγόμενο από έτους 2013 – 2014 προς εξυπηρέτηση αμιγώς προσωπικών και οικογενειακών αναγκών του και ο τελευταίος υποσχέθηκε να του επιστρέψει αμέσως, αλλά ουδέποτε το επέστρεψε. Ότι η μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης «…………….», η οποία του ανήκει και της οποίας είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος, απηύθυνε κατά των πρώτου, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εναγομένων την από 25-1-2017 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή της, με την οποία κάλεσε τους αμέσως ανωτέρω εναγομένους να της παράσχουν εμπράγματη ασφάλεια για την απαίτηση εκ του άνω δανείου, άλλως επιφυλάχθηκε να προσφύγει σε κάθε αρμόδιο Δικαστήριο προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματά της, πλην όμως οι ανωτέρω εναγόμενοι δεν της απήντησαν. Ότι ομοίως, για τις λοιπές άνω απαιτήσεις του (υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ και Ε) η ίδια άνω εταιρία απηύθυνε κατά των πρώτου και πέμπτης των εναγομένων την από 24-2-2017 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή της, με την οποία κάλεσε τους ανωτέρω εναγόμενους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά αυτοί και πάλι δεν της απήντησαν, καίτοι ο πρώτος εξ αυτών αναγνώριζε συνεχώς μέχρι την 29-6-2016 όλες τις άνω οφειλές. Επικαλούμενος περαιτέρω ο ενάγων ότι συντρέχει εν προκειμένω νόμιμος λόγος άρσης, προς όφελός του, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των εναγομένων εταιριών, λόγω εικονικότητάς τους ως κατ’ επίφαση γενομένων για τις ανάγκες εξυπηρέτησης της εκμετάλλευσης του εκάστοτε πλοίου του ομίλου της άνω οικογένειας (και κατά περαιτέρω εκτίμηση του ισχυρισμού του αυτού, λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των άνω εταιριών από τους τέσσερις πρώτους εναγόμενους – φυσικά πρόσωπα), ζήτησε να αναγνωριστεί Ι) ότι η πέμπτη έως και όγδοη των εναγομένων εταιριών είναι εικονικές και ΙΙ) [όπως περιόρισε παραδεκτά το παρακάτω αίτημά του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 223, 295 παρ. 1 εδ. α΄, 2, 297 εδάφ. γ’ Κ.Πολ.Δ.)] ότι οι τέσσερις πρώτοι εναγόμενοι (φυσικά πρόσωπα) υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, για το κονδύλι του από 20-9-2011 δανείου και τα υπό στοιχεία Β και Γ άνω κονδύλια, το συνολικό ποσό των (1.210.000,00 + 105.000,00 + 70.000,00) 1.385.000,00 ευρώ, επιπλέον δε, ατομικά ο πρώτος εναγόμενος, για τα υπό στοιχεία Α, Δ και Ε άνω κονδύλια (32.000,00 + 45.000,00 + 17.000,00), το συνολικό ποσό των 94.000,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο, για μεν το κονδύλι 1.210.000,00 ευρώ από το χρόνο που η σχετική απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, για δε τα λοιπά κονδύλια από την επίδοση της αγωγής.             I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (Α.Π. 154/2019, Α.Π. 75/2018, Α.Π. 401/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (Α.Π. 92/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 455/2017, Α.Π. 208/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1617/2011, Νο.Β. 2012, 890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή, ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της, καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (Ολ.Α.Π. 18/2005, ΕλλΔνη 2005, 706). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (Α.Π. 82/2016, Εφ.Πειρ. 624/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, παρ. 38, σ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (Α.Π. 380/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποιήσεως καθιστά δυνατή την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋποθέσεως συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (Α.Π. 1736/2017, Εφ.Θεσ. 1221/2017, Εφ.Πειρ. 224/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ. 112/2006, Επισκ.Ε.Δ. 2006, 520, Εφ.Πειρ. 455/2005, Πειρ.Ν. 2005, 361, ΕφΑθ. 5685/1999, ΕλλΔνη 2000, 528), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος που ισχυρίζεται ότι έχει δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (Α.Π. 1595/2014, Ε.Εμπ.Δ. 2015, 101, Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ. σε Δ. 1994, 278 επομ.), ενώ, αν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποιήσεως επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία (Α.Π. 199/2017, Α.Π. 455/2017, Α.Π. 1157/2015, Α.Π. 60/2010, Εφ.Πειρ. 19/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, παρ. 12, αριθ. 30, σ. 397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (Α.Π. 40/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σ. 66 επομ.). Προϋποτίθεται βέβαια ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (Α.Π. 1278/2017, Α.Π. 77/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 632/2014, Δ.Ε.Ε. 2014/1066, Α.Π. 117/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 879/2004, Δ. 2005, 465). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (Α.Π. 75/2018, Α.Π. 569/2017, Α.Π. 1311/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το βάρος αποδείξεως της οποίας φέρει ο ενάγων (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 1718/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όταν, βέβαια, το προβαλλόμενο ελάττωμα της νομιμοποίησης σχετίζεται με τη διάγνωση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση (όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο εναγόμενος, χωρίς να αρνείται τη γένεσή του, υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν είναι ο φορέας της εξ αυτού υποχρέωσης) ο σχετικός ισχυρισμός του συγκροτεί το περιεχόμενο ένστασης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης (Εφ.Πειρ. 19/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Κουταλιανός, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [8], αρ. 4, σελ. 259).             ΙΙ. Στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη, στα πλαίσια της οποίας ο επιχειρηματίας που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια συνιστά, σπουδαίως και όχι εικονικώς, μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρία η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας (Α.Π. 905/2010, Δ.Ε.Ε. 2010, 1056, Ε.Εμπ.Δ. 2011, 86, Εφ.Πειρ. 111/2017, Δ.Ε.Ε. 2017, 657). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (Εφ.Πειρ. 111/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 940/2003, Επισκ.Εμπ.Δ. 2004, 931), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια αλλά και η συνακόλουθη, αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της, ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα διά της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο το λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρίας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (Α.Π. 149/2013, Δ.Ε.Ε. 2013, 694, Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α.). Θέση της νομικής προσωπικότητας κατά μέρος δεν δικαιολογείται ούτε στην περίπτωση κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο συγκεντρώνει το σύνολο των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (Ολ.Α.Π. 5/1996, ΕλλΔνη 1996, 1046, Ολ.Α.Π. 17/1994, ΕλλΔνη 1994, 1263, Α.Π. 309/2009, Δ.Ε.Ε. 2009, 804, Εφ.Αθ. 4717/2004, Δ.Ε.Ε. 2004, 1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική ή περιορισμένης ευθύνης), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Ομοίως, η νομική προσωπικότητα δεν αίρεται ούτε όταν τα συμφέροντα της εταιρίας ταυτίζονται με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της (Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α, Εφ.Πειρ. 348/2005, Πειρ.Νομ. 2005, 310) ή αυτός παρέχει συστηματικά εγγυήσεις υπέρ της εταιρίας, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (Α.Π. 5/2009, Δ.Ε.Ε. 2009, 800), ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειας του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (Εφ.Αθ. 1702/2006, Δ.Ε.Ε. 2007, 322) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που, ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 3 και 25 παρ. 1γ, οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (Α.Π. 154/2018, Εφ.Αθ. 69/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κύρωση της καταχρήσεως αποτελεί η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας και η μετακύλιση απ’ αυτήν στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν, δηλαδή των συνεπειών της αφερεγγυότητάς της (άρθρα 335, 343, 345, 382, 383 Α.Κ.). Η κάμψη αυτή είναι προσωρινή και, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 Α.Κ. για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (άρθρο 926 Α.Κ.), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές (Α.Π. 9/2009, ΕλλΔνη 2009, 767, Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α, Εφ.Πειρ. 945/2013, Δ.Ε.Ε. 2014, 138, Εφ.Πειρ. 369/2010, Ε.Ν.Δ. 2011, 32). Επειδή, όμως, η απόκλιση από την αρχή του χωρισμού της νομικής προσωπικότητας διακινδυνεύει την ασφάλεια του δικαίου, αποτελεί εξαιρετική επιλογή και είναι δυνατή μόνο με τη συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων (Εφ.Πειρ. 473/2011, Δ.Ε.Ε. 2012, 661). Περίπτωση νομολογιακώς διαπλασθείσας κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας – μεταξύ άλλων που κοινό χαρακτηριστικό έχουν όλες ότι άγουν σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, επειδή σκοπίμως παραλλάσσονται οι πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, ώστε να εμφανιστούν ως πράξεις της εταιρίας – αποτελεί εκείνη κατά την οποία γίνεται επίκληση της χωριστής προσωπικότητας της αφερέγγυας εταιρίας για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων (Ολ.Α.Π. 2/2013, Εφ.Α.Δ. 2013, 228, με παρατηρήσεις Κλ. Ρούσσου, Πειρ.Νομ. 2013, 48, με παρατηρήσεις Σ. Μανουσάκη, Δ.Ε.Ε. 2013, 321, με σημείωμα Ν. Ελευθεριάδη, Επισκ.Ε.Δ. 2013, 573, με σημείωμα Κ. Παμπούκη), ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και τις προθέσεις του κυρίαρχου μετόχου (Α.Π. 11/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 1). Ενδεικτικά κριτήρια τέτοιας καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του βασικού μετόχου ή εταίρου, αφού, εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών, χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (Ολ.Α.Π. 2/2013, ό.α., Α.Π. 1910/2009, Εφ.Α.Δ. 2010, 913, με παρατηρήσεις Κ. Ρήγα, Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α, Εφ.Πειρ. 598/2014, Δ.Ε.Ε. 2015, 537, με παρατηρήσεις Μ. Βαρελά, Εφ.Πειρ. 238/2014, Πειρ.Νομ. 2015, 43, βλ. και Β. Αθανασοπούλου, «Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες», σε Πειρ.Νομ. 2005, 389 επ., I. Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου – Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης», σε Ε.Εμπ.Δ. 2003, 257 επ, του ιδίου, «Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιριών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης», σε Αρμ. 2003, 601 επ, Δ. Αυγητίδη, «Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες», σε Επισκ.Ε.Δ. 1999, 75 επ., Κ. Παμπούκη, «Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία», σε Επισκ.Ε.Δ. 2009, 19 επ, Α. Κιάντου – Παμπούκη, «Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας», σε «Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992», έκδοση Δ.Σ.Π, 1994, σ. 44 επ, Κ. Αλεπάκου, «Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της Α.Ε. στη νομολογία», 1994, Θ. Λιακόπουλου, «Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία», 1993, Κ. Ρήγα, «Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών», σε Νο.Β. 2014, 5 επ, του ιδίου, «Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου», 2008, I. Πιτσιρίκου, «Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου Α.Ε. και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του», σε Ε.Εμπ.Δ. 2007, 482 επ., Ν. Ελευθεριάδη, «Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων», 2012, Ε. Περάκη, «Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση», σε Δ.Ε.Ε. 1996, 374 επ, Ε. Καραμανάκου, «σημείωμα κάτω από την Εφ.Πειρ. 567/2008, σε Δ.Ε.Ε. 2010, 792). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης. Τα περιστατικά αυτά πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, αναγκαία είναι η μνεία στην αγωγή των περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, όπως αυτά ανωτέρω εξειδικεύθηκαν (Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α, Εφ.Πειρ. 473/2011, ό.α, Εφ.Αθ. 4801/2009, ΕλλΔνη 2010, 250, Εφ.Πειρ. 567/2008, Ε.Ν.Δ. 2008, 413, Εφ.Πειρ. 213/2007, Ε.Ν.Δ. 2007, 57, Εφ.Πειρ. 403/2002, Ε.Ν.Δ. 2002, 129, με παρατηρήσεις Α. Μαρκάκη, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, Νο.Β. 2014, 5 επ.).             ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 515 εδ. α’, 516, 518, 535, 543, 550 Α.Κ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 337, 362, 382 Α.Κ., συνάγεται ότι με τη σύμβαση πωλήσεως ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος χωρίς νομικά ελαττώματα και έχοντας τις συμφωνημένες ιδιότητες. Ειδικότερα, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι τα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα δημοσίου δικαίου, όπως τα τελωνειακά τέλη πραγμάτων που εκτελωνίστηκαν μεν ατελώς, ανέκυψε όμως εκ των υστέρων υποχρέωση καταβολής των τελωνειακών τελών (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, υπ’ άρθρο 514, αριθ. 15, σ. 46), δεν συνεπάγονται ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως, αλλά δημιουργούν αρχική υποκειμενική αδυναμία παροχής (Γαζή, σε Ερμ.Α.Κ, υπ’ άρθρο 514, αριθ. 1, Α. Τούση, Ενοχικό Δίκαιο, παρ. 29, σ. 85, υποσ. 7, βλ. και Α.Π. 787/1972, Νο.Β. 21, 172, Εφ.Λαρ. 131/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν το πράγμα έχει νομικό ελάττωμα κατά την προαναφερόμενη έννοια, ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, ο αγοραστής δικαιούται, εκτός των άλλων, κατ’ επιλογή, να ζητήσει αποζημίωση από τον πωλητή για ολική ή μερική μη εκπλήρωση της συμβάσεως και πριν ακόμη χωρήσει εκνίκηση. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ, κάθε ζημία (θετική ή αποθετική) που υπέστη ο αγοραστής εξαιτίας της αθετήσεως της προαναφερόμενης υποχρεώσεως του πωλητή, συνίσταται δε η θετική ζημία του αγοραστή στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασής του, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί αν ο πωλητής είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει σ’ αυτόν το πράγμα χωρίς το νομικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας, και εκείνης που υπάρχει εξ αιτίας της μη εκπλήρωσης, εν όλω ή εν μέρει, της υποχρεώσεως του πωλητή, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, και επομένως περιλαμβάνει την αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής. Ως εκ τούτου, προκειμένου να χωρήσει η αποκατάσταση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι επήλθε ζημία και ότι αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αθέτηση της συμβάσεως (Α.Π. 1100/2010, Α.Π. 349/2010, Α.Π. 249/2009, Α.Π. 847/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη του πωλητή για το νομικό ελάττωμα είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τη γνώση ή την -έστω ανυπαίτια – άγνοια αυτού περί της υπάρξεως του. Μόνο η θετική γνώση του αγοραστή για το νομικό ελάττωμα κατά το χρόνο της συνάψεως της πωλήσεως επιφέρει, κατά το άρθρο 515 εδ. α’ Α.Κ., απαλλαγή του πωλητή από την εν λόγω ευθύνη του, ενώ δεν αρκεί ούτε η – έστω και – υπαίτια άγνοια του αγοραστή (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 516, σ 58, αριθ. 41, Α.Π. 1100/2010, Α.Π. 1283/2003, Εφ.Λαρ. 131/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του άρθρου 2 παρ. 1 έως 3 και του άρθρου 6 παρ. 1 α του ν. 722/1977 «περί απλουστεύσεως της διαδικασίας χορηγήσεως των αδειών κυκλοφορίας και μεταβιβάσεως της κυριότητος των αυτοκινήτων οχημάτων και άλλων τινών διατάξεων», σε συνδυασμό με εκείνες της, σε εκτέλεση του άρθρου 5 παρ. 2 του ιδίου νόμου, εκδοθείσας με αριθ. ΣΤ/263322 της 1-4 Νοεμβρίου 1977 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνιών, δημοσιευθείσας στο Φ.Ε.Κ (τεύχος Β’,  1099), από της ενάρξεως της ισχύος αυτών (8-11-1977, βλ. άρθρο 14 ν. 722/1977), η μεταβίβαση της κυριότητας επιβατηγών αυτοκινήτων, με πράξη εν ζωή, ενεργείται, προκειμένου μεν για τα άνευ αριθμού (αδείας) κυκλοφορίας αυτοκίνητα, με απλή πράξη των μερών, που αναγράφεται μερίμνη και ευθύνη αυτών επί των πιστοποιητικών του τελωνείου ή του κατασκευαστού ή του Ο.Δ.Δ.Υ. (κατά τις διακρίσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ανωτέρω ν. 722/1977), εφόσον έχει βεβαιωθεί προηγουμένως, από τον Οικονομικό Έφορο, επί του πιστοποιητικού, ότι καταβλήθηκαν οι πάσης φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις, προκειμένου δε για τα επιβατηγά, επίσης ιδιωτικής χρήσεως, αυτοκίνητα, που είναι εφοδιασμένα με άδεια κυκλοφορίας του με την ως άνω κοινή απόφαση καθορισθέντος τύπου, η οποία (άδεια κυκλοφορίας) αποτελεί και τον τίτλον κυριότητας και χορηγείται όταν, πρόκειται να μεταβιβασθεί η κυριότητα, σύμφωνα με τα εν άρθρο 13 του ανωτέρω νόμου οριζόμενα, εις αντικατάσταση της παλαιού τύπου αδείας, επίσης με απλή πράξη των μερών, που αναγράφεται μερίμνη και ευθύνη αυτών στη σχετική θέση της αδείας, εφόσον προηγουμένως έχει βεβαιωθεί πάνω σ’ αυτήν, από τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο, ότι καταβλήθηκαν οι πάσης φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση ο πωλητής του μεταβιβασθέντος αυτοκινήτου αποστέλλει ταχυδρομικώς, επί αποδείξει, το σχετικό τμήμα της αδείας στην υπηρεσία συγκοινωνιών, η οποία εξέδωσε την άδεια κυκλοφορίας, αυτός δε, από του χρόνου της μεταβιβάσεως, δεν έχει καμία υποχρέωση αποζημιώσεως απέναντι στους τρίτους, ούτε καταβολής τελών κυκλοφορίας, η δε νέα στο όνομα του αγοραστή άδεια κυκλοφορίας εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από του χρόνου της μεταβιβάσεως και αποστέλλεται σ’ αυτόν επί αποδείξει. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ενοχική σύμβαση με την οποία σκοπείται η μεταβίβαση επιβατηγού αυτοκινήτου δεν υπόκειται σε κάποιο τύπο, εγκύρως δε συνάπτεται και προφορικά ακόμη. Όμως η εμπράγματη, περί της μεταβιβάσεως της κυριότητας επιβατηγών επίσης αυτοκινήτων που έχουν εφοδιασθεί με άδεια κυκλοφορίας, σύμβαση υποβάλλεται στον τύπο της καταχωρήσεως αυτής επί της αδείας κυκλοφορίας, μερίμνη των συμβαλλομένων, εφόσον προηγουμένως έχει βεβαιωθεί από τον Οικονομικό Έφορο ότι καταβλήθηκαν τα βαρύνοντα το αυτοκίνητο τέλη κυκλοφορίας και οι λοιπές επ’ αυτού οικονομικές επιβαρύνσεις. Η τήρηση αυτού του συστατικού τύπου απαιτείται μόνο για την εμπράγματη δικαιοπραξία της μεταβίβασης και όχι για την υποσχετική της πώλησης ή το προσύμφωνο, οι οποίες καταρτίζονται και ατύπως (Α.Π. 161/1985, Νο.Β. 33, 1705, Α.Π. 1311/1984, Νο.Β. 33, 996, Εφ.Θεσ. 1409/1993, Αρμ. 48, 972, Εφ.Λαρ. 434/2011, Δικογρ 2012, 119, Εφ.Δωδ. 139/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Ι.V. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 18, 28, 29, 40 και 44 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής», ο κομιστής τραπεζικής επιταγής μπορεί ν’ ασκήσει το δικαίωμα αναγωγής κατά των οπισθογράφων, του εκδότη και των άλλων υπόχρεων μόνον α) αν η επιταγή εμφανίστηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στον προσήκοντα τόπο, β) αν βεβαιώθηκε η εμφάνιση και η μη πληρωμή της επιταγής με έναν από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στο άρθρο 40 του ως άνω τρόπους, δηλαδή είτε με τη σύνταξη δημοσίου εγγράφου (διαμαρτυρικού), είτε με δήλωση του πληρωτή επί της επιταγής, η οποία χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν, είτε με δήλωση του γραφείου συμψηφισμού, η οποία φέρει χρονολογία και βεβαίωση ότι η επιταγή εγχειρίστηκε ή εμφανίστηκε προς πληρωμή εγκαίρως και δεν πληρώθηκε. Αν δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις αυτές ο κομιστής εκπίπτει από το δικαίωμα αναγωγής κατά του εκδότη της επιταγής και κατά των οπισθογράφων και των άλλων υποχρέων (Εφ.Αθ. 3851/2018, Δ.Ε.Ε. 2019, 1132, Εφ.Πειρ. 348/2012, Δ.Ε.Ε. 2014, 710, Εφ.Αθ. 6565/1994, Ε.Εμπ.Δ. ΜΣΤ’, 248, Ι. Μάρκου, δίκαιο επιταγής, β’ έκδ, σ. 238). Εξάλλου, ως κομιστής νοείται μόνον ο νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς όταν η επιταγή είναι οπισθογραφήσιμη, νόμιμος κομιστής αυτής, που έχει από το άρθρο 40 Ν. 5960/1933 δικαίωμα αναγωγής, είναι αυτός που με αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων κατέχει τον τίτλο κατά το χρόνο βεβαίωσης της μη πληρωμής του. Το κατά το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 προβλεπόμενο δικαίωμα αναγωγής του νόμιμου κομιστή της επιταγής είναι διαφορετικό από το προβλεπόμενο από το άρθρο 44 παρ. 2 του ίδιου νόμου δικαίωμα αναγωγής προς απόδοση του πληρώσαντος οφειλέτη οπισθογράφου της επιταγής εναντίον των προηγουμένων υπογραφέων. Τα δύο αυτά δικαιώματα διαφέρουν και ως προς τις προϋποθέσεις γένεσης τους και ως προς το περιεχόμενο και ως προς το χρόνο παραγραφής της αξίωσης που περιέχουν. Για να γεννηθεί το δικαίωμα αναγωγής προς απόδοση, εκτός από τις προϋποθέσεις του δικαιώματος αναγωγής του νόμιμου κομιστή (εμπρόθεσμη εμφάνιση επιταγής, μη πληρωμή της και βεβαίωση του πληρωτή για τα γεγονότα αυτά) απαιτείται να συντρέχουν και οι εξής προϋποθέσεις: α) Η πληρωμή της επιταγής απ’ αυτόν που ασκεί το δικαίωμα «αναγωγής προς απόδοση» και β) η ιδιότητα του πληρώσαντος ως υπογραφέως της επιταγής (Ν. Δελούκα, Αξιόγραφα, έκδ. 1980, σελ. 242). Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο πληρώσας οφειλέτης δεν ανακτά την παλαιά νομική του θέση, δηλαδή δεν γίνεται κομιστής από οπισθογράφηση με την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αποκτά νέο, πρωτότυπο και αυτόνομο δικαίωμα που στηρίζεται στην ιδιότητα του πληρώσαντος ως εξ επιταγής υπόχρεου και στο γεγονός της πληρωμής και γι’ αυτό, αν θελήσει να στραφεί δικαστικά κατά των προηγούμενων οπισθογράφων της επιταγής, πρέπει να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τις προϋποθέσεις γένεσης του νέου δικαιώματος του (Εφ.Πειρ. 348/2012, Δ.Ε.Ε. 2014, 710, Ι. Μάρκου, ό.α, σ. 250).             Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή – στην οποία σωρεύονται περισσότερες αγωγές κατά φυσικών και νομικών προσώπων για απόδοση δανείων, αποζημίωση λόγω νομικού ελαττώματος πωληθέντος πράγματος και πληρωμή τραπεζικών επιταγών (κατ’ αναγωγή του πληρώσαντος οφειλέτη αυτών εναντίον προηγούμενου υπογραφέα τους) – αρμόδια φέρεται στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 9 παρ. 1, 18, 19, 25 παρ. 2 και 37 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της. Ακολούθως όμως είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καταρχήν διότι γεννάται ασάφεια ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, ο οποίος, ενώ αιτείται ατομικά όλα τα επίδικα κονδύλια συνολικού ποσού 1.479.000,00 ευρώ, εμφανίζει ταυτόχρονα ως μόνη δικαιούχο αυτών την εταιρία συμφερόντων του «……………..», η οποία φέρεται ότι διαμαρτυρήθηκε για λογαριασμό της για τα κονδύλια αυτά με τις αναφερόμενες στην αγωγή από 25-1-2017 εξώδικη όχλησή της προς τους πρώτο, πέμπτη, έκτη και έβδομη των εναγομένων και από 24-2-2017 εξώδικη όχλησή της προς τους πρώτο και πέμπτη των εναγομένων. Επιπλέον, διότι γεννάται ασάφεια και ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων (φυσικών και νομικών προσώπων), στο βαθμό που επιχειρείται να στηριχθεί στην κάμψη της νομικής προσωπικότητας των τελευταίων, καθώς και ως προς το άρρηκτα συναρτώμενο με την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων φυσικών προσώπων αίτημα αναγνώρισης της εικονικότητας των εναγομένων εταιριών. Και τούτο διότι, υπό τα εκτιθέμενα, για την παθητική νομιμοποίησή τους γίνεται επίκληση μόνης της ιδιότητας των δυο πρώτων εναγομένων φυσικών προσώπων ως αληθών κυρίων, οικονομικών δικαιούχων και εκπροσώπων των εναγομένων εταιριών, εκμεταλλευομένων για λογαριασμό τους τα εκάστοτε πλοία του ομίλου της οικογένειας του δευτέρου εναγομένου, χωρίς παράθεση άλλων συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ικανών να οδηγήσουν κατά νόμο σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου εκάστης των εναγομένων εταιριών, αφού δεν αρκεί μόνος ο ισχυρισμός της συγκέντρωσης στο πρόσωπο των δυο πρώτων εναγομένων φυσικών προσώπων των ιδιοτήτων των αληθών κυρίων, εκπροσώπων και διοικητών τους, όπως επιχειρεί ο ενάγων. Ειδικότερα, με βάση τα προεκτεθέντα, η ένδικη αγωγή, για να είναι ορισμένη ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων φυσικών και νομικών προσώπων υπό τις άνω ιδιότητές τους και ως προς το άρρηκτα συναρτώμενο με αυτήν αίτημα αναγνώρισης της εικονικότητας των εναγομένων εταιριών, έπρεπε να μνημονεύει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση των εναγομένων εταιριών, των οποίων τα κεφάλαια ήταν σημαντικά υποδεέστερα των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβαν, με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια των  εναγομένων φυσικών προσώπων, είτε τη σύγχυση της ατομικής τους περιουσίας και της εταιρικής περιουσίας καθεμιάς των συνεναγομένων εταιριών, ιδίως με την παράθεση των περιουσιακών στοιχείων εκείνων και των εναγομένων φυσικών προσώπων, καθώς και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών, είτε την εικονικότητα των ως άνω νομικών προσώπων. Αντιθέτως, στο κρινόμενο δικόγραφο περιγράφονται – ουσιαστικά μάλιστα μόνο για τον πρώτο εναγόμενο – τυπικές δράσεις και συμπεριφορά διευθύνοντος μετόχου ανώνυμης εταιρίας ή εταίρου εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, που δεν δικαιολογούν την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, ώστε να συντρέξει νόμιμη περίπτωση εις ολόκληρον ευθύνης αυτού και των λοιπών εναγομένων φυσικών προσώπων για τα συμβατικά χρέη των συνεναγομένων εταιριών, λόγω κάμψης της νομικής προσωπικότητας των τελευταίων. Επιπλέον, η επικαλούμενη δράση του πρώτου εναγομένου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι εκφεύγει της τυπικής δράσης του βασικού μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας με διευθυντικές αρμοδιότητες, δεν εξηγείται πως συνδέεται αιτιωδώς με τη δυσχέρανση της δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του ενάγοντος και με την αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των λοιπών εναγομένων φυσικών προσώπων. Ακόμη δε και η εκτιθέμενη αναγνώριση εκ μέρους του πρώτου εναγομένου των επίδικων οφειλών και η δέσμευσή του για την εξόφλησή τους δεν αρκεί για τη συγκρότηση του πραγματικού της νομικής έννοιας της κατάχρησης της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου των εταιριών (Α.Π. 149/2015, ό.α, Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α.). Προσέτι, οι αναφορές στο δικόγραφο της αγωγής περί χρησιμοποίησης των εναγομένων εταιριών από τους δυο πρώτους εναγόμενους και το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον (το οποίο, σημειωτέον, δεν προσδιορίζεται), εκτός από αόριστες επειδή δεν συγκεκριμενοποιείται ο καταχρηστικός τρόπος που χρησιμοποιήθηκαν οι εναγόμενες εταιρίες από καθένα των εναγομένων φυσικών προσώπων, παρίστανται και αντιφατικές, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν αμφισβητεί την εταιρική οργάνωση και συναλλακτική δράση των νομικών αυτών προσώπων, για τις οποίες επικαλείται οργανωτική δομή, στελέχωση και ανάπτυξη συγκεκριμένης πραγματικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Να προστεθεί ότι στην αγωγή δεν εκτίθενται με πληρότητα άλλα περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν νόμιμη περίπτωση κατάχρησης από καθένα των εναγομένων φυσικών προσώπων, όπως λ.χ. ότι ενήργησαν με σκοπό καταστρατήγησης του νόμου (λ.χ. για να παρακάμψουν απαγόρευση που τους δέσμευε ως φυσικά πρόσωπα, Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α, Εφ.Πειρ. 473/2011, ό.ά.), ή για να προκαλέσουν δολίως ζημία στον ενάγοντα (Εφ.Πειρ. 111/2017, ό.α, Εφ.Πειρ. 225/2010, Δ.Ε.Ε. 2011, 85). Επιπρόσθετα, ως προς τα ανωτέρω υπό στοιχεία Α, Β και Γ επιμέρους κονδύλια, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και για τους εξής λόγους. 1) Ως προς το υπό στοιχείο Α κονδύλι αποζημίωσης ποσού 32.000,00 ευρώ λόγω νομικού ελαττώματος  του Ι.Χ. αυτοκινήτου μάρκας MERCEDES που φέρεται να πούλησε ο πρώτος εναγόμενος στον ενάγοντα, διότι δεν αναφέρονται αναγκαία στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητας του άνω αυτοκινήτου [όπως ο αριθμός κυκλοφορίας, ο αριθμός πλαισίου (εάν δεν υπήρχε άδεια κυκλοφορίας), το είδος (επιβατικό, φορτηγό, κ.λ.π.)], ούτε εάν αποτέλεσε αντικείμενο της πώλησης και η άδεια κυκλοφορίας του, ούτε εάν (και σε καταφατική περίπτωση, πότε και με ποιόν τρόπο) μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα και η κυριότητά του, ούτε ποια ήταν η παράβαση του τελωνειακού κώδικα για την οποία κατασχέθηκε αυτό από τις  τελωνειακές αρχές, ούτε γιατί ζημιώθηκε ο ενάγων κατά το τίμημα που κατέβαλε, λόγω της «απώλειας» του αυτοκινήτου του  (αφού αυτός δεν επικαλείται δήμευσή του, ούτε ότι του επιβλήθηκε γι’ αυτό κάποια πρόστιμο και δη αντίστοιχο του τιμήματος που κατέβαλε, ούτε ότι δεν υπήρξε ωφέλειά του από τη χρήση του αυτοκινήτου μέχρι την κατάσχεσή του). 2) Ως προς το υπό στοιχείο Β κονδύλι για πληρωμή τεσσάρων επιταγών της Εθνικής Τράπεζας, συνολικού ποσού 105.000,00 ευρώ [εξ αναγωγής του πληρώσαντος ενάγοντος εναντίον προηγούμενου υπογραφέα (πρώτου εναγόμενου) και της εκδότριας (πέμπτης εναγομένης)], διότι δεν αναφέρεται ότι ο ενάγων είναι υπογραφέας των επιταγών αυτών, ούτε ο χρόνος και ο τρόπος που μεταβίβασε κάθε επιταγή σε τρίτους προμηθευτές του, ούτε ποιά είναι τα στοιχεία των τελευταίων (ονοματεπώνυμο, επωνυμία, διεύθυνση), ούτε πότε  εμφανίστηκε κάθε επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, ούτε ποια είναι τα στοιχεία του αντίστοιχου τελευταίου κομιστή κάθε επιταγής κατά το χρόνο της βεβαίωσης της μη πληρωμής της, ούτε ο χρόνος κατά τον οποίον ο ενάγων πλήρωσε στους τελευταίους το ποσό κάθε επιταγής. Και 3) Ως προς το υπό στοιχείο Γ κονδύλι αποζημίωσης ποσού 70.000,00 ευρώ καθ’ όλων των εναγομένων φυσικών προσώπων [για τόκους και έξοδα που φέρεται να υποχρεώθηκε να καταβάλει ο ενάγων για προσωπικό ανοιχτό δάνειο 300.000,00 ευρώ που έλαβε στις 18-10-2007 από την τράπεζα «EUROBANK» και διέθεσε εξολοκλήρου μέχρι τον Ιούνιο 2010 στον πρώτο εναγόμενο για τη μετασκευή του πλοίου «ET», λαμβάνοντας απ’ αυτόν την υπόσχεση ότι θα τον εξοφλήσει από τα έσοδα της εκμετάλλευσης του άνω πλοίου στη γραμμή Πάτρας – Ιταλίας,  υπόσχεση την οποία ο τελευταίος ουδέποτε τήρησε], διότι δεν αναφέρεται α) το ποσοστό του τόκου που είχε συμφωνηθεί μεταξύ ενάγοντος και της άνω τράπεζας για το άνω δάνειο, β) η χρονική περίοδος για την οποία υπολογίζονται οι αιτούμενοι τόκοι, γ) το συνολικό ποσό των τόκων και εξόδων που κατέβαλε ο ενάγων στην άνω τράπεζα μέχρι την άσκηση της αγωγής του για τη χρήση του άνω δανείου (με προσδιορισμό της συγκεκριμένης ημερομηνίας κάθε σχετικής προς τούτο καταβολής του, καθώς και των επιμέρους ποσών των τόκων και εξόδων που κατέβαλε και του είδους εκάστου των τελευταίων). Κατόπιν τούτων, εφόσον η κρινόμενη αγωγή έχει τις ανωτέρω ελλείψεις, οι οποίες καθιστούν μη νομότυπη την άσκησή της, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης του εναγομένου, αλλά και κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο, αφού η έρευνα του ορισμένου της αγωγής ανάγεται στην αρχή της τήρησης της προδικασίας, που είναι δημόσιας τάξης (άρθρο 11 σε συνδυασμό με άρθρο 159 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 619/2017, Εφ.Λαμ. 24/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρο 183, σε συνδ. με άρθρα 176, 189 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος του εναγομένου (άρθρο 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, ενόψει του ότι η έφεση του ενάγοντος έγινε δεκτή και εξαφανίστηκε (ολικά) η εκκαλούμενη απόφαση, υπήρξε «νίκη» του καταθέσαντος το παράβολο εκκαλούντος με την έννοια του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. Γβ’ Κ.Πολ.Δ. (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α’ 87 και εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1-1-2016, ένδικα μέσα και αγωγές, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου), χωρίς να ενδιαφέρει η επί της ουσίας κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου επί της αγωγής (Α.Π. 532/2016, Εφ.Πατρ. 142/2018, Εφ.Πατρ. 108/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, να εφαρμοστεί το άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. Γβ’ Κ.Πολ.Δ. και να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 4648/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικό – τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την από 4-7-2017 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……./6-7-2017 αγωγή.

Απορρίπτει αυτή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα τριών χιλιάδων εξακοσίων (13.600,00) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του με κωδικό e – παραβόλου άσκησης έφεσης ……… . του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  2 Απριλίου 2020 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 15 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ