Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 376/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως   376/2020 

ΤΟ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές  Δήμητρα  Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη (εισηγήτρια) και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και τη Γραμματέα   Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

            Ι. Kατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ: “Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σε αυτή  που αναιρέθηκε αναιρείται , εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σε αυτήν”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το Ν. 4335/2015, το οποίο και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου καταθέσεως του υπό κρίση ενδίκου μέσου (27.10.2014), στο δικαστήριο της παραπομπής “η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση”.  Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της αποφάσεως και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαιτήσεως ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται (ΑΠ 443/2006, ΑΠ 570/2005) και επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1899/2005), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της αποφάσεως διατηρείται το δεδικασμένο της. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004, ΑΠ 1833/2001). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 129/2005, ΑΠ 43/2005, ΑΠ 137/2004, ΑΠ 1717/2002, ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46). Οι  διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 738/2012 – “Nόμος”, ΑΠ 852/1987).

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17.04.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019) κλήση, μετά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής,  επαναφέρεται προς συζήτηση η με αριθμό καταθέσεως …../27.10. 2014 έφεση κατά της 3802/2014  οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την από 29.12.2011 (αριθ.κατ. ……./2011) αγωγή της ενάγουσας και ήδη καλούσας, με την οποία αυτή ζητούσε (μετά παραίτηση από το επιμέρους κονδύλι των 54.000 ευρώ για αμοιβή φύλακα του πλοίου της εναγομένης, ο απόπλους του οποίου απαγορεύθηκε με την αναφερόμενη Προσωρινή Διαταγή) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει τα σε αυτή αναφερόμενα ποσά που αποτελούσαν οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος από πώληση ξυλείας, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα πληρωμής εκάστου εκ των εξήντα οκτώ (68) ενσωματωμένων (σε φωτοτυπία) στην αγωγή τιμολογίων, άλλως από την επίδοση της αγωγής, δεχόμενη ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την από το άρθρο 289 ΚΙΝΔ ένσταση ενιαύσιας παραγραφής που πρότεινε η εναγομένη και απορρίπτοντας την αντένσταση περί διακοπής αυτής, με την αιτιολογία ότι η άσκηση της ανωτέρω αγωγής, στις 30.12.2011, δεν διέκοψε την παραγραφή, διότι αυτή άρχισε στις 31.12.2011, δηλαδή μετά την άσκηση της αγωγής, επομένως δεν μπορούσε να διακοπεί παραγραφή που δεν είχε ακόμη αρχίσει. Με την ίδια απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  εφόσον δέχθηκε ότι η αγωγή είχε μεν ασκηθεί αλλά η άσκησή της δεν διέκοψε την παραγραφή, προφανώς ανακάλεσε σιωπηρώς την προηγηθείσα 3245/2013 μη οριστική – ερήμην της εναγομένης- εκδοθείσα απόφασή του, δυνάμει της  οποίας είχε κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνυόταν νόμιμη επίδοση της αγωγής και της σχετικής κλήσης στην εναγομένη. Το παρόν Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση), με την 539/2015 απόφασή του, απέρριψε με την ίδια αιτιολογία (λόγω παραγραφής που δεν διακόπηκε γιατί αυτή δεν είχε ακόμα αρχίσει όταν ασκήθηκε η αγωγή), την ασκηθείσα κατά των ανωτέρω αποφάσεων έφεση, της οποία η συζήτηση τώρα επαναφέρεται. Κατά της 539/2015 αποφάσεως, η ενάγουσα εταιρεία άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή με την 1567/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου και η αναιρεσιβληθείσα απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της, η δε υπόθεση παραπέμφθηκε για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρεθείσα. ΄Εκρινε, ειδικότερα,  ο Άρειος Πάγος ότι το Εφετείο παραβίασε με την εφαρμογή του τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 289 αρ. 3 και 291 ΚΙΝΔ και με τη μη εφαρμογή της τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013), της οποίας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, “δεδομένου ότι ρητά η παρ. 3 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι η παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε, έχει εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση και την οποία όφειλε το Εφετείο να εφαρμόσει λόγω προβολής σχετικού λόγου εφέσεως περί διακοπής της παραγραφής. Ειδικότερα,  το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι η άσκηση της αγωγής συντελέστηκε με την επίδοση αντιγράφου της στην εναγομένη στις 30.12.2011, δεν δέχεται ότι η αγωγή αυτή είχε σκοπό να διακόψει την παραγραφή της αξιώσεως, η οποία και δεν άρχισε καν την 1.1.2012, ούτε και μεταγενέστερα, εφόσον δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση. Εντεύθεν, απορρίπτοντας τον υποβληθέντα σχετικό λόγο εφέσεως, υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά τον βάσιμο περί τούτου δεύτερο λόγο αναιρέσεως”. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση, που έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα, να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, κατ΄αποδοχή του λόγου αυτής, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη δέχθηκε την ανωτέρω ένσταση παραγραφής και απέρριψε την αγωγή ενώ έπρεπε να απορρίψει την ένσταση παραγραφής κατ’ αποδοχή της αντενστάσεως διακοπής αυτής και να δεχθεί καθ’ ολοκληρία την αγωγή. Ακολούθως, πρέπει να  διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου (495 παρ. 4 ΚΠολΔ), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κι αφού κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί περαιτέρω. Η ως άνω υπό κρίση αγωγή, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά από διεθνή έννομη σχέση ως εκ του ότι η εναγομένη είναι εταιρεία της Νήσου του Μαν (Isle of Man), ερείδεται, κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, που είναι το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής της πωλήτριας (αρθ.  4.1α΄Κανονισμού 593/2008- “Ρώμη Ι”), στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 361, 513επ ΑΚ και ως προς το επικουρικό αίτημα ενάρξεως της τοκοφορίας από την επίδοση της αγωγής, στο άρθρο 346 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημοη09.

ΙΙΙ. Το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, οι ένορκες βεβαιώσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το 270 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 ν. 3994/2011 και ισχύει στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου ασκήσεως (2014) της υπό κρίσης εφέσεως, κατά την τακτική διαδικασία, δεν αποτελούν έγγραφα, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 επ. του Κ.Πολ.Δ., αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο που διακρίνεται από τα έγγραφα και, γι` αυτό ακριβώς, αν η απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου αναφέρει μόνο ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, δεν αποδεικνύεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τις ένορκες βεβαιώσεις που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο ανωτέρω από το άρθρο 559 αρ. 11γ` λόγος αναιρέσεως. Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται. Τέλος, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β` Κ.Πολ.Δ,, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 ίδιου κώδικα, εφαρμόζεται και στη δίκη ενώπιον του Εφετείου, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 529 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται, ότι στην κατ` έφεση δίκη, είναι, κατά κανόνα, παραδεκτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, επομένως, και ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, που έχουν δοθεί νομίμως μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν η προσαγωγή αυτών αποκρουστεί ρητώς από το Εφετείο, διότι, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 1397/2018, ΑΠ 620/2019- “Νόμος”). Περαιτέρω στα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν περιλαμβάνονται, κατ`αρθρο 339 ΚΠολΔ, και τα προς έμμεση απόδειξη χρησιμεύοντα δικαστικά τεκμήρια δηλαδή, τα, κατά τη διάταξη του άρθρου 336 αρ.3 ΚΠολΔ, συμπεράσματα τα οποία συνάγει το δικαστήριο από αποδεδειγμένα γεγονότα για την ύπαρξη ή ανυπαρξία άλλων γεγονότων (ΑΠ 221/2005, ΑΠ 15/2006, ΑΠ 1148/2002, ΑΠ 1342/2010), τα οποία μπορεί να συναχθούν [από τα δικαστήρια της ουσίας] και από ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί, ακόμη και χωρίς κλήτευση, όχι στο πλαίσιο της δίκης που διεξάγεται αλλά άλλης δίκης μεταξύ των ιδίων ή άλλων διαδίκων (ΑΠ 566/2001, ΑΠ 833/2007, ΑΠ 1342/2010, ΑΠ 913/2008), εκτός εάν, κατά την κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, αυτές έχουν ληφθεί επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν και στη δίκη για την οποία κρίνεται η διαφορά (ΑΠ 1148/2002, ΑΠ 100/2007, ΑΠ 627/2018 – “Νόμος”).  Η προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, για να παραστεί κατά την εξέταση του μάρτυρα, αποτελεί στοιχείο του υποστατού των ενόρκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται με αφορμή τη δίκη, κατά τη διεξαγωγή της οποίας προσκομίζονται, και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά μέσα, αν δεν υπάρχει το στοιχείο αυτό, η έλλειψη του οποίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 580/2016 – “Νόμος”). Δεν αρκεί, όμως, η βεβαίωση από το συμβολαιογράφο, ενώπιον του οποίου δίδεται η ένορκη βεβαίωση, περί νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα την ένορκη βεβαίωση με την προσκομιδή της σχετικής εκθέσεως επιδόσεως που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ’ εαυτή (ΑΠ 708/2015-  “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη εταιρεία επικαλείται με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 6.11.2019 προτάσεις της : Α) Τις υπ’ αριθ. …../2012 και …./2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, χωρίς να αναφέρει α) τα ονόματα των μαρτύρων που εξετάσθηκαν β) το ότι προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας, γ) τις εκθέσεις επιδόσεως από τις οποίες προκύπτει η ανωτέρω κλήτευση (ούτε εξάλλου προσκομίζει τέτοιες), δ) το εάν οι εν λόγω βεβαιώσεις δόθηκαν στο πλαίσιο της προκειμένης ή άλλης δίκης, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Β) Τις υπ’ αριθ. 40.300 και 40.301 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της προαναφερόμενης Συμβολαιογράφου, των ……….. και …………, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει το χρόνο που αυτές δόθηκαν ούτε εάν αυτές δόθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στην προκειμένη ή σε άλλη δίκη, παρόλο δε που επικαλείται ότι προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας, δεν επικαλείται ούτε, άλλωστε, προσκομίζει τις εκθέσεις επιδόσεως που αποδεικνύουν την κλήτευση αυτή ώστε να ελέγξει το Δικαστήριο το υποστατό τους. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις δεν δύναται να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.

ΙV. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και των ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς υπ’ αριθ. ……….. ενόρκων βεβαιώσεων των ……………., που με επίκληση προσκομίζει ο ενάγων  και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθ. ………/28.3.2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ελληνική εταιρεία με έδρα στον Πειραιά που έχει ως κύρια δραστηριότητα το εμπόριο ξυλείας , η δε εναγομένη είναι εταιρεία της Νήσου Μαν, ανήκουσα στον εφοπλιστικό όμιλο Πατέρα και πλοιοκτήτρια της θαλαμηγού Α, με αριθμό νηολογίου Southampton ……., μήκους 36,60 μέτρων και κοχ 277,96. Οι διάδικοι είχαν μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές από το έτος 2004, οι οποίες έβαιναν ομαλά μέχρι την έναρξη της προκειμένης αντιδικίας. Όλα τα προαναφερόμενα συνομολογεί η εναγομένη με τις από 6.11.2019 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της (βλ. σελ 1 αυτών). Κατόπιν συμφωνίας που η ενάγουσα συνήψε με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ……….., τον Μάρτιο του 2010, στον Πειραιά, πώλησε και παρέδωσε στην εναγομένη, ποσότητες ξυλείας διαφόρων ειδών, προκειμένου να επισκευασθεί και ανακαινισθεί η ανωτέρω θαλαμηγός, αντί συνολικού τιμήματος 171.427,48 ευρώ. Οι πωληθείσες ποσότητες ξυλείας παραδόθηκαν τμηματικά στα ναυπηγεία ………. στο Πέραμα, όπου γίνονταν οι εργασίες επισκευής και ανακαίνισης, που διήρκησαν περίπου ενάμισυ έτος. Από το προαναφερόμενο συνολικό τίμημα, η εναγομένη κατέβαλε τμηματικά στην ενάγουσα ποσό 120.949,26 ευρώ και απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο συνολικού ποσού 50.478,22 ευρώ. Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας α)  ότι το τίμημα συμφωνήθηκε πληρωτέο εντός εξήντα ημερών από την έκδοση του κάθε επιμέρους τιμολογίου και β) ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής, η αγοράστρια εναγομένη θα έχανε τη συμφωνηθείσα έκπτωση ποσοστού 15% επί του αρχικού τιμήματος δεν αποδεικνύονται βάσιμοι, προεχόντως διότι σε κάθε τιμολόγιο αναγράφεται ότι αυτό έχει εκδοθεί “επί πιστώσει” και όχι ότι είναι πληρωτέο εντός 60 ημερών, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ύψους 28.627,65 ευρώ κονδυλίου της αγωγής που αξιώνει η ενάγουσα ως διαφορά μεταξύ της αρχικής τιμής και της έκπτωσης, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της απωλέσθη λόγω της μη εμπρόθεσμης καταβολής του τιμήματος. Η εναγομένη συνομολογεί την αγορά και παραλαβή από την ενάγουσα όλων των αναφερομένων στην αγωγή ποσοτήτων ξυλείας μέχρι την αποστολή σε αυτή και των τριών τελευταίων εκ των αναφερομένων και ενσωματωμένων στην αγωγή τιμολογίων με αριθμούς ………….. /14.9.2011,  καθώς και ότι το ύψος της οφειλής της προς την ενάγουσα ανερχόταν κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία στο ποσό των 170.772,21 ευρώ (βλ. σελ 2 των ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεών της). Προφανώς, η εναγομένη αναφέρεται στο ύψος του συνολικού τιμήματος της αγορασθείσας ξυλείας, που κατά την αγωγή ανέρχεται σε 171.427,48 ευρώ (δηλαδή σε 655,27 ευρώ παραπάνω) και δεν αναφέρεται στο υπόλοιπο που, κατά την ανωτέρω ημερομηνία (14.9.2011) , όφειλε στην ενάγουσα από την ένδικη πώληση αφού, κατά την αγωγή, το υπόλοιπο αυτό ανερχόταν σε 50.478,22 ευρώ.   Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι από το ένδικο τίμημα έχει καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 159.092,42 ευρώ και οφείλει μόνο 11.679,76 ευρώ, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, προεχόντως διότι δεν προσκομίζονται σχετικές αποδείξεις καταβολής. Αντιθέτως, από τα πιστωτικά τιμολόγια και τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο  από το ένδικο τίμημα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 50.478,22 ευρώ, το οποίο η εναγομένη αρνείται να καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας. Η εναγομένη αρνούμενη την αγωγή προτείνει  την από το άρθρο 289 ΚΙΝΔ ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής,  ισχυριζόμενη ότι η υπό κρίση αγωγή ουδέποτε της επιδόθηκε νόμιμα ώστε να θεωρηθεί αυτή ασκηθείσα κατά την έννοια του άρθρου 215 ΚΠολΔ κι έτσι να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής της ένδικης αξιώσεως κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, για το λόγο ότι ο ………, προς τον οποίο επιδόθηκε η αγωγή, δεν είναι νόμιμος εκπρόσωπός της. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, αποδεικνύεται ότι ο ………… είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός της, είναι το πρόσωπο που την εκπροσωπεί και τη δεσμεύει στις συναλλαγές της και προς  αυτόν έχουν γίνει όλες οι σχετικές με την ένδικη διαφορά επιδόσεις, μετά τις οποίες η εναγομένη άσκησε κάθε φορά τα νόμιμα δικαιώματά της παριστάμενη στις σχετικές δίκες σε όλες τις δικαστικές βαθμίδες (από τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο έως τον Άρειο Πάγο) ενώ εξάλλου επιμελώς (η εναγομένη) αποφεύγει να κατονομάσει ποιος τελικά είναι, κατά τους ισχυρισμούς της, ο νόμιμος εκπρόσωπός της. Επομένως, η έγερση (άσκηση) της υπό κρίση αγωγής συντελέστηκε με την επίδοση αντιγράφου της στον προαναφερόμενο εκπρόσωπο της εναγομένης στις 30.12.2011 (βλ. υπ’ αριθ. ……../30.12.2011 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………..), με σκοπό τη διακοπή της από το άρθρο 289 ΚΙΝΔ παραγραφής. Όπως δε έκρινε η προαναφερόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, ο χρόνος της ανωτέρω παραγραφής δεν άρχισε καν την 1.1.2012 ούτε και μεταγενέστερα, εφόσον επί της αγωγής δεν έχει εκδοθεί ακόμα τελεσίδικη απόφαση. Συνεπώς, η ανωτέρω ένσταση της εναγομένης είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 50.478,22 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, καταδικαζομένης σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (176, 178, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

-Διατάζει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3802/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 29.12.2011 (αριθ.κατ. ………./2011) αγωγή.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό πενήντα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (50.478,22), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 3.000 ευρώ.

– Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Απριλίου 2020   και δημοσιεύθηκε στις    15 Μαΐου  2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ