Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 398/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Παραγραφή αξιώσεως χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία που συνιστά και κολάσιμη πράξη- έκταση της διακοπής της παραγραφής επί δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής-

 

Αριθμός απόφασης  398/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση η από 23-1-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/23-1-2019) έφεση του εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 2021/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 10-4-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2017) αγωγή της ενάγουσας κατ’αυτού, περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρο 495, όπως η παρ. 3 αυτού  ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού),  και το ποσό της αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 35 § 2 Α. β) του ν.4446/2016 (σχετ. και το υπ’αριθμ. …………. e-παράβολο και αποδεικτικό πληρωμής του), 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 518 § 1 του ΚΠολΔ (σχετ. η υπ’αριθμ. …………./27-12-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………..)]. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ακολούθως ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522 και 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 591 § 7 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015).

Η ενάγουσα, επικαλούμενη υπαίτιες και παράνομες πράξεις εκ μέρους του εναγομένου σε βάρος της, που τελέστηκαν κατά τις ειδικότερες στο δικόγραφο της αγωγής συνθήκες και στον αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ, να αναγνωριστεί δε ότι της οφείλει επιπλέον το ποσό των 79.950 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, έχοντας παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, για το επιπλέον ποσό των 50 ευρώ, νομιμοτόκως, αμφότερα τα ποσά, από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, να

διαταχθεί η προσωπική του κράτηση ως μέσον εκτελέσεώς της και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με την οποία, γενομένης εν μέρει δεκτής της προταθείσας από τον εναγόμενο ένστασης παραγραφής αλλά και της προταθείσας από την ενάγουσα αντένστασης διακοπής αυτής, έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 55.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση,  διατάχθηκε η προσωπική του κράτηση, διάρκειας έξι μηνών ως μέσον εκτελέσεώς της και επιβλήθηκε σε βάρος του μέρος των δικαστικών εξόδων της, το οποίο προσδιορίστηκε στο ποσό των 900 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών, για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στην έφεσή του λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, προκειμένου, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Στη  διάταξη  του άρθρου 937 του ΑΚ  ορίζεται  ότι η  απαίτηση από   αδικοπραξία  παραγράφεται μετά πενταετία,  αφότου  ο  παθών  έμαθε τη ζημία και  τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε, όμως, περίπτωση η απαίτηση  παραγράφεται  μετά  πάροδο  είκοσι  ετών από  την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα   κολάσιμη  πράξη  που κατά   τον   ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται, και η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της κατά το άρθρο 937 § 1  εδ.  α΄ του ΑΚ πενταετούς παραγραφής είναι η παρέλευση   χρονικού  διαστήματος πέντε (5) ετών  από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και τον προς αποζημίωση υπόχρεο (ΑΠ 932/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 374/2001 ΕλλΔνη 2002.157). Δεν απαιτείται, όμως, για την έναρξη  της πενταετούς παραγραφής  ο δικαιούχος να είναι σε θέση  να προσδιορίσει κατά ποσό το ύψος και  την   έκταση  της ζημίας(ΑΠ 374/2001 ό.π, ΕφΔωδ 31/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει  τον υπόχρεο, όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά  ώστε   βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας  άγνοια. Πότε  συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο  από  τη  συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 374/2001 ό.π, ΕφΑΘ (Μον) 225/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου  στην περίπτωση  που  μία αδικοπραξία αποτελεί  συνάμα  και κολάσιμη πράξη,  η τυχόν μακρότερη παραγραφή του ποινικού νόμου ισχύει και για την αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 374/2001, ΕφΔωδ 31/2019, ό.π, ΕφΑθ (Μον) 76/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 21/2003, ΕλλΔνη 2003.946). Συνεπώς, αν  η αδικοπραξία   τιμωρούμενη  και ποινικώς (π.χ. ανθρωποκτονία  από πρόθεση, ΠΚ 299)   υπόκειται  σε 20 ετή  ή  15ετή παραγραφή κατά  το άρθρο 111 του ΠΚ, τότε θα υπόκειται στη μακρότερη τελευταία  παραγραφή και η αξίωση αποζημιώσεως και όχι στην  πενταετή του άρθρου 937 του ΑΚ. Αν η αδικοπραξία  φέρει  χαρακτήρα πλημμελήματος  που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, κατά  το άρθρο 111 § 3 του ΠΚ, που αρχίζει κατά το άρθρο 17 του ΠΚ,  από τότε που ο υπαίτιος  ενήργησε, τότε   δεν εφαρμόζεται   η τελευταία   αυτή παραγραφή, γιατί  δεν  θεωρείται μακρότερη. Μακρότερη  δεν   θεωρείται η ποινική  επί  πλημμελήματος παραγραφή  σε σύγκριση με την ΑΚ 937 εκ  του λόγου ότι  η ποινική παραγραφή, συντρεχουσών  των   όρων  του νόμου, με  την αναστολή επί πλημμελήματος των (3) ετών του άρθρου 113 § 3 του ΠΚ καθίσταται οκταετής.  Τούτο  γιατί  το  αν η   ποινική παραγραφή  είναι μακρότερη  προκύπτει από  τη γενική  ρύθμιση   του άρθρου 111 του ΠΚ,  στην οποία και μόνο παραπέμπει η ΑΚ 937  κατά  το   αληθές  πνεύμα της (ΑΠ 374/2001,ΕφΔωδ 31/2019, ό.π, ΕφΛαρ 183/2003, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003.268, ΕφΑθ (Μον) 76/2017ό.π). Ακόμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261 εδ. α΄του ΑΚ και 221 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής-τέτοια δε αποτελεί και η κατά την ποινική διαδικασία νόμιμη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ (Ποιν) 670/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ (Ποιν) 617/2010, Αρμ 2010.887)- για μέρος μόνον της αξιώσεως αποζημιώσεως, η επίδοση της αγωγής επιφέρει διακοπή της παραγραφής μόνον ως προς το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται εκκρεμοδικία κατά την έννοια των άρθρων 221 και 222 του ΚΠολΔ (ΑΠ 374/2001,ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΛαρ 183/2003, ό.π, ΕφΛαρ (Μον) 231/2019 αδημ. ΤΝΠ. «ΝΟΜΟΣ»).

Ο εκκαλών, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα με τις προτάσεις του, καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό, περί παραγραφής, διατεινόμενος, ειδικότερα, ότι η ενάγουσα γνώριζε ότι ο ίδιος ήταν υπαίτιος για το περιστατικό της 14-11-2009, οπότε άγνωστοι κατ’αρχήν δράστες έθραυσαν τμήμα του υαλοπίνακα της πρόσοψης του φαρμακείου της με λοστό και στη συνέχεια με τη χρήση γυμνής φλόγας σε κομμάτι υφάσματος ή στουπί, το οποίο πέταξαν, έβαλαν φωτιά, για το οποίο προβάλλει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και σε κάθε περίπτωση είχε τη δυνατότητα να το πληροφορηθεί από το τέλος Ιανουαρίου 2010 ή εντός ευλόγου χρόνου και πάντως το αργότερο έως τις 30-6-2010, έκτοτε δε και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής της στις 7-8-2017 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας. Ισχυρίζεται δε, ειδικότερα, όπως και πρωτοδίκως, ότι μετά την έκδοση  του υπ’αριθμ. ……/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο διατάχθηκε η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, ώστε να διαπιστωθεί ο αποστολέας των μηνυμάτων που είχε λάβει η ενάγουσα στο κινητό της τηλέφωνο, και σε εκτέλεσή του απεστάλησαν από διάφορες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας σχετικά έγγραφα, με ημερομηνίες 16-12-2009, 23-12-2009 και 15-1-2009, ενώ η αναγραφόμενη στο υπ’αριθμ. πρωτ. ……. έγγραφο του Τμήματος Κρατικής Ασφάλειας, με το οποίο πιστοποιείται ότι μία από τις επίμαχες τηλεφωνικές συνδέσεις, από την οποία απεστάλη τέτοιο μήνυμα στην ενάγουσα ανήκε στον εναγόμενο, είναι η 29-1-2010, συνεπώς από όλα τα παραπάνω έγγραφα η τελευταία έλαβε γνώση του υπαιτίου, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς της, τα μηνύματα αυτά ήταν προειδοποιητικά του επίμαχου συμβάντος της 14-11-2009, γεγονός που η ίδια αντιπαρήλθε, τόσο με τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό, όσο και με τις κατατεθείσες προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να τοποθετήσει τη γνώση της σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, ισχυρισμός που θα αποτελούσε αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής (ΑΠ 932/2014, ΕφΑΘ (Μον) 76/2017ό.π). Από τα προσκομιζόμενα δε έγγραφα αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δήλωσε το πρώτον παράσταση πολιτικής αγωγής, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, για το ποσό των 50 ευρώ, με επιφύλαξη, κατά την εκδίκαση της σε βάρος του εναγομένου κατηγορίας για τις πράξεις της απόπειρας κλοπής και του εμπρησμού με πρόθεση, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, η οποία τελικώς μετατράπηκε σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας με φωτιά, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στις 7-4-2014, δήλωση την οποία επανέλαβε και ενώπιον του Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατ’έφεση, στις 17-3-2017. Η άσκηση της υπό κρίση αγωγής, όμως, με την οποία αυτή αξίωνε ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, μεταξύ άλλων, και από το συγκεκριμένο περιστατικό, το ποσό των 150.000 ευρώ, εκ του οποίου αφαιρούσε το ποσό για το οποίο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, ολοκληρώθηκε στις 7-8-2017  (υπ’αριθμ. ………….΄/7-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……………). Επομένως, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, η τελεσθείσα σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, που αποτελεί συνάμα και ποινικά κολάσιμη πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα (άρθρο 382 § 2 περ.γ΄ του προϊσχύσαντος ΠΚ) υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, με έναρξη τις 30-1-2010, μη ανασταλείσα, όπως το ποινικό αδίκημα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, η οποία είχε συμπληρωθεί όταν ασκήθηκε η αγωγή, χωρίς να έχει μεσολαβήσει διακοπή ή αναστολή αυτής. Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του Πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου (7-4-2014), επέφερε μεν διακοπή της παραγραφής, κατά το άρθρο 261 του ΑΚ, η διακοπή αυτή, όμως, αφορά μόνο το μέρος της ασκηθείσης αξιώσεως, ήτοι το ποσό των 50 ευρώ, και δεν επεκτείνεται στο υπόλοιπο που ζητείται με την επίδικη αγωγή (ΑΠ 374/2001, ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΛαρ (Μον) 231/2019 ό.π).Το Πρωτόδικο, επομένως, Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η παραγραφή της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας διεκόπη με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και, ακολούθως, δεχόμενο την προβληθείσα από αυτήν αντένσταση διακοπής της παραγραφής, απέρριψε την προταθείσα από τον εναγόμενο ένσταση παραγραφής και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως ορθώς υποστηρίζει ο τελευταίος με τον παραπάνω βάσιμο λόγο της έφεσής του. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης (ΕφΑθ 224/2016, ΔΕΕ 2016.355, ΕφΔωδ  70/2015, ΕφΠειρ 225/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή έσφαλε και πρέπει, κατά παραδοχή του άνω, πρώτου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί αυτή, στο σύνολό της, ακολούθως δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της, λόγω της νίκης του (άρθρο 495 § 3  εδ. ε΄ του ΚΠολΔ) και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχέρειας του ανακύψαντος νομικού ζητήματος(άρθρα 106, 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-1-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/23-1-2019) έφεση του εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 2021/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 10-4-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2017) αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1-.6.-2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ