Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 396/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:         396/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 22.3.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση των εκκαλουσών-ανακοπτουσών κατά της 447/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλόμενης 1851/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο των ανακοπτουσών, ………. ., στις 25.2.2019 (βλ. το προσκομιζόμενο επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. ………..’/25.2.2019 έκθεσης επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….) και η έφεσή τους ασκήθηκε στις 26.3.2019. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται για να δικασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στο Ναυτικό Τμήμα του (άρθρο 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993) κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Α.β του ΚΠολΔ παράβολο, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο το αντίγραφο του με κωδικό …….. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού 100 ευρώ και την από 20.3.2019 εξοφλητική απόδειξης της Εθνικής Τράπεζας, Κατάστημα Ναυτιλιακό).

Με την από 18.11.2016 (με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ …../2016) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ανακοπή τους κατά του νυν πρώτου εφεσίβλητου ……….., οι νυν εκκαλούσες ζητούσαν να ακυρωθεί,για τους λόγους που επικαλούνταν, η σε βάρος τους εκδοθείσα υπ’ αριθμ. ……/2016 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η κάτωθι αυτής από 14.11.2016 επιταγή προς πληρωμή, βάσει των οποίων επιτάσσονταν λόγω σύμβασης δανείου η πρώτη και εγγυήσεως αυτού η δεύτερη και η τρίτη να καταβάλουν στον καθ’ου η ανακοπή ποσά 112.200 ευρώ για κεφάλαιο, 4.763,01 ευρώ για τόκους επί επιδικασθέντος κεφαλαίου 105.000 ευρώ από 30.3.2016 μέχρι την 14.11.2016, 138,34 ευρώ για τόκους επί επιδικασθέντος κεφαλαίου 7.200 ευρώ από 9.8.2016 μέχρι 14.11.2016, 3.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη, 1.166 ευρώ για σύνταξη της ως άνω από 14.11.2016 επιταγής προς πληρωμή, 3,50 ευρώ για έξοδα αντιγράφου, 99,60 ευρώ για τέλη απογράφου και 45 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, ήτοι συνολικό ποσό 121.915,45 ευρώ. Επίσης, με την από 18.11.2016 (με Γ.Α.Κ. ……/2016 και Ε.Α.Κ ……./2016) ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου ανακοπή τους κατά της νυν δεύτερης εφεσίβλητης ….. ………., οι νυν εκκαλούσες ζητούσαν να ακυρωθεί, για τους λόγους που επικαλούνταν, η σε βάρος τους εκδοθείσα υπ’ αριθμ. ……./2016 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η κάτωθι αυτής από 14.11.2016 επιταγή προς πληρωμή, βάσει των οποίων επιτάσσονταν ομοίως λόγω σύμβασης δανείου η πρώτη και εγγυήσεως αυτού η δεύτερη και η τρίτη να καταβάλουν στην καθ’ης η ανακοπή ποσά 113.960 ευρώ για κεφάλαιο, 5.974,87 ευρώ για τόκους επί επιδικασθέντος κεφαλαίου 110.000 ευρώ από 14.2.2016 μέχρι την 14.11.2016, 76,09 ευρώ για τόκους επί επιδικασθέντος κεφαλαίου 3.960 ευρώ από 9.8.2016 μέχρι 14.11.2016, 3.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη, 1.166 ευρώ για σύνταξη της ως άνω από 14.11.2016 επιταγής προς πληρωμή, 3,50 ευρώ για έξοδα αντιγράφου, 126 ευρώ για τέλη απογράφου και 45 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, ήτοι συνολικό ποσό 124.851,46 ευρώ. Με την συνεκκαλούμενη 1851/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, διατάχθηκε η συνεκδίκαση των δύο ανακοπών, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, καθώς η πρώτη και η τρίτη ανακόπτουσες, εταιρίες “INC” εδρεύουν στα νησιά Μάρσαλ και διέπονται από το εθνικό τους δίκαιο και η δεύτερη ανακόπτουσα, εταιρία “SA” εδρεύει στη Λιβερία και διέπεται από το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθούν από τον επιμελέστερο των διαδίκων: 1) σχετική γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που να αναφέρει ποιες είναι ειδικότερα οι ισχύουσες διατάξεις του δικαίου των Νήσων Μάρσαλ και της Λιβερίας, για τα εξής ζητήματα, που αφορούν συμβάσεις δανείου και εγγυήσεως και την εκπροσωπευτική εξουσία μέλους Δ.Σ. στην κατάρτιση αυτών δια μόνης της υπογραφής του και δη για: α) την ιστορούμενη εξουσία ή μη του Προέδρου- Διευθυντή και Διευθύνοντος συμβούλου να εκπροσωπεί και να δεσμεύει μια εταιρεία, υπό τον εταιρικό τύπο των ανακοπτουσών στη σύναψη συμβάσεως δανείου μετ’ εγγυήσεως και δη αν η εξουσία αυτή παρέχεται στο πλαίσιο των γενικών καθηκόντων, που αυτός εξουσιοδοτείται από τη νομοθεσία ή τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρείας να εκτελεί για λογαριασμό της εταιρείας αρκούμενης μόνο της υπογραφής του ιδίου ή αν είναι αναγκαία η συνυπογραφή και των λοιπών διευθυντών- μελών του Δ.Σ. τους ή η προηγούμενη απόφαση του Δ.Σ. ή η απόφαση ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων ή η έγγραφη προηγούμενη συναίνεση ή μεταγενέστερη συγκατάθεση των λοιπών μελών του Δ.Σ.- διευθυντών των ανακοπτουσών, β) τον έγκυρο ή μη χαρακτήρα της σύναψης συμβάσεων δανείων από μέλος του Δ.Σ. με συγγενικό του πρόσωπο με ή χωρίς την παροχή ειδικής εξουσιοδότησης των υπόλοιπων μελών του Δ.Σ. και τις έννομες συνέπειες των σχετικών δικαιοπραξιών, όσον αφορά την άνευ άλλου δέσμευση της εταιρείας για λογαριασμό της οποίας συνάπτονται οι εν λόγω συμβάσεις και γ) την ικανότητα δικαίου μίας εταιρείας υπό τον εταιρικό τύπο των ανακοπτουσών και δη υπό ποιες προϋποθέσεις δικαιούται να προσβάλει τις σχετικές δικαιοπραξίες (δανείου μετ’ εγγυήσεως), που συνήψε το μέλος του Δ.Σ. της με συγγενικό του πρόσωπο και με μόνη την υπογραφή του και 2) οι σχετικές διατάξεις του δικαίου των Νήσων Μάρσαλ και της Λιβερίας, που αφορούν τα ως άνω υπό στοιχεία α, β και γ ζητήματα σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Στη συνέχεια και κατόπιν κλήσεως των ανακοπτουσών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ως άνω ανακοπές, απέρριψε αυτές κατά το μέρος τους που στρέφονταν κατά των ως άνω διαταγών πληρωμής, τις οποίες και επικύρωσε, δεχόμενο ότι ο Πρόεδρος του Δ.Σ. των παραπάνω εταιριών και Διευθύνων Σύμβουλος αυτών, ……….. είχε την εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης να συνάψει τις παραπάνω συμβάσεις για λογαριασμό των ανακοπτουσών εταιριών με τους καθ’ων οι ανακοπές, ενώ δέχθηκε τις ανακοπές κατά το σκέλος τους που στρέφονταν κατά της εκτέλεσης και ακύρωσε τις από 14.11.2016 επιταγές προς πληρωμή που συντάχθηκαν κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αντίστοιχα των υπ’ αριθμ. …../2016 και ……../2016 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και επιδόθηκαν στις ανακόπτουσες στις 16.11.2016, καθώς οι εν λόγω επιταγές επιδόθηκαν στις ανακόπτουσες και άρχισε η σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση πριν παρέλθει η προθεσμία των τριάντα εργάσιμων ημερών από την επίδοση της κάθε μίας διαταγής πληρωμής που προβλέπει το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ για νομικά πρόσωπα με έδρα στο εξωτερικό, διάστημα κατά το οποίο κατ’ άρθρο 631 εδ.2 ΚΠολΔ αναστέλλεται η σε βάρος των προσώπων αυτών εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή τους, οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες παραπονούνται επειδή δεν έγιναν δεκτοί οι λόγοι των ανακοπών τους που αφορούσαν την ακύρωση των ως άνω υπ’ αριθμ. …../2016 και ……/2016 διαταγών πληρωμής και ζητούν λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και μη ορθής εκτίμησης των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η 447/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά το μέρος που απέρριψε τις ανακοπές τους, ακολούθως δε αυτές να γίνουν καθ’ ολοκληρίαν δεκτές και να ακυρωθούν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής.

Πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων, σημειώνεται ότι οι εφεσίβλητοι επαναφέρουν με τις κατ’ έφεση προτάσεις τους τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ισχυρισμό περί έλλειψης ικανότητας δικαστικής παράστασης της πρώτης και της τρίτης των εκκαλουσών, καθώς ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης και τρίτης ανακόπτουσας, Πρόεδρος του Δ.Σ. τους, ……… αντιτίθεται στην άσκηση των ένδικων ανακοπών και ότι επομένως δεν έχει ληφθεί νόμιμα απόφαση για την άσκηση των παραπάνω ενδίκων βοηθημάτων, ούτε έχει εξουσιοδοτηθεί νόμιμα ο πληρεξούσιος δικηγόρος να παρασταθεί στην ανοιγείσα δίκη, άλλως ότι στην περίπτωση που κριθεί από το Δικαστήριο ότι για την άσκηση των ως άνω ανακοπών θα έπρεπε να υπάρχει απόφαση του Δ.Σ. και των τριών ανακοπτουσών εταιριών, ουδέποτε συγκλήθηκε το Δ.Σ. για την άσκηση των κρινόμενων δικογράφων και ουδέποτε ελήφθη τέτοια απόφαση. Σχετικά με τον παραπάνω ισχυρισμό λεκτέα τα εξής: Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ.2 ΚΠολΔ, τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί, δηλαδή με τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους σύμφωνα με το νόμο, το καταστατικό, τη συστατική ή την ιδρυτική τους πράξη. Η παράσταση στο δικαστήριο του νομικού προσώπου με το νόμιμο εκπρόσωπό του αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση, η έλλειψη της οποίας ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας κατά πάσα στάση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ καθιστά απορριπτέα ως απαράδεκτη τη διαδικαστική πράξη. Αν κατά το νόμο ή το καταστατικό, η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανήκει σε πλείονα πρόσωπα υπό την έννοια, ότι η παράσταση αμφοτέρων είναι αναγκαία, τότε η παράσταση του νομικού προσώπου στη σχετική δίκη μόνο με ένα εκ των δύο νομίμων εκπροσώπων του δεν είναι η προσήκουσα και επάγεται τη συνέπεια της ελλείψεως νόμιμης εκπροσωπήσεως (ΑΠ 334/2002, ΕλλΔνη 2003, σελ. 185). Την ανώνυμη εταιρία εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως το διοικητικό της συμβούλιο, ενεργώντας συλλογικά σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2190/1920, το δε καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή και περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα μπορούν να εκπροσωπούν την εταιρεία γενικά ή κατά την επιχείρηση ορισμένου είδους πράξεων (βλ. ΑΠ 376/2013 στη Νόμος). Με τις αμέσως παραπάνω διατάξεις ρυθμίζεται μεταξύ άλλων και η ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο αποκλειστικά για τις ανώνυμες εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα. Αντίθετα, η ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο των ανώνυμων εταιριών ή νομικών προσώπων άλλης μορφής (εταιριών περιορισμένης ευθύνης, προσωπικών εταιριών κλπ), που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ρυθμίζεται από το νόμο που ισχύει σε αυτά, σύμφωνα με την ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, δηλαδή από το δίκαιο της έδρας του (βλ. ΕφΠειρ 482/2015, στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΘεσσαλ 2965/2017, Αρμ 2019, σελ. 742). Περαιτέρω, με την παράγραφο 15 του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών του 1990 των Νήσων Μάρσαλ (νμΝΕΕ), ο οποίος εφαρμόζεται επί εταιριών τύπου “INC” που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ, υπό τον τίτλο «Γενικές εξουσίες», μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι: «Κάθε εταιρία, με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή σε άλλο νόμο της Δημοκρατίας ή στο καταστατικό της, έχει εξουσία για την προώθηση των εταιρικών της σκοπών ανεξαρτήτως του εταιρικού οφέλους… (β) Να ενάγει και να ενάγεται ενώπιον όλων των αρμόδιων δικαστηρίων στη Δημοκρατία και να λαμβάνει μέρος σε αγωγές και διαδικασίες, είτε είναι δικαστικές, διοικητικές, διαιτητικές ή άλλου είδους, σε όμοιες υποθέσεις, όπως τα φυσικά πρόσωπα…», ενώ η παράγραφος 55 του ίδιου νομοθετήματος υπό τον τίτλο «Απαρτία: Δράση του Διοικητικού Συμβουλίου», ρυθμίζει τα θέματα σχετικά με τον τρόπο λήψης αποφάσεων από το Διοικητικό Συμβούλιο και προβλέπει ότι: « (1) Ορισμός της απαρτίας. Εκτός αν απαιτείται μεγαλύτερη αναλογία από το καταστατικό, η πλειοψηφία ολόκληρου του διοικητικού συμβουλίου (όλων των μελών του Δ.Σ.), που είναι παρόντες αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο σε συνεδρίαση που έχει συγκληθεί κανονικά (νόμιμα), συγκροτούν απαρτία για την επιχειρηματική συναλλαγή ή κάθε καθορισμένο είδος επιχειρηματικής δραστηριότητας, με την εξαίρεση ότι το καταστατικό ή ο εσωτερικός κανονισμός μπορεί να ορίζουν απαρτία με λιγότερη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του διοικητικού συμβουλίου, αλλά όχι λιγότερη του ενός τρίτου αυτών (των μελών του Δ.Σ.). (2) Ψηφοφορία σε συνεδρίαση ως δράση του διοικητικού συμβουλίου. Η ψήφος της πλειοψηφίας των μελών του Δ.Σ. που είναι παρόντες αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο σε συνεδρίαση στην οποία υπάρχει απαρτία, θα είναι η απόφαση του συμβουλίου, εκτός εάν το καταστατικό απαιτεί την ψήφο μεγαλύτερου αριθμού…(6) Απαίτηση για μεγαλύτερη απαρτία και ψήφο των μελών του Δ.Σ. Το καταστατικό μπορεί να περιέχει διατάξεις που ορίζουν είτε το ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα: (α) Ότι η αναλογία των μελών του Δ.Σ. που αποτελούν απαρτία για την επιχειρηματική συναλλαγή ή κάθε καθορισμένο είδος δουλειάς θα είναι μεγαλύτερη από την αναλογία που ορίζεται στην υποπαράγραφο (1), αν δεν υπάρχει παρόμοια διάταξη, (β) Ότι η αναλογία των ψήφων των μελών του Δ.Σ. που απαιτούνται για την επιχειρηματική συναλλαγή ή για κάθε καθορισμένο είδος δουλειάς θα είναι μεγαλύτερη από την αναλογία που ορίζεται στην υποπαράγραφο (2), αν δεν υπάρχει παρόμοια διάταξη (βλ. την προσκομιζόμενη από τις ανακόπτουσες υπ’ αριθ. πρωτ. 327/18-9-2017 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). Όπως προεκτέθηκε, οι καθ’ων οι ανακοπές με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό, όπως τον σχετικό ισχυρισμό επαναλαμβάνουν με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις τους ως εφεσίβλητοι, ισχυρίζονται ότι οι ένδικες ανακοπές ασκήθηκαν παρά τη θέληση του νομίμου εκπροσώπου των ανακοπτουσών, . ………., άλλως ότι δεν συγκλήθηκε Δ.Σ. για να ληφθεί σχετική απόφαση για άσκηση των ανακοπών, οπότε δεν υπάρχει νόμιμη απόφαση και νόμιμη εξουσιοδότηση σε πληρεξούσιο δικηγόρο για την άσκηση αυτών και ότι ως εκ τούτου δεν υπάρχει ικανότητα δικαστικής παράστασης για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης δίκης. Ο ανωτέρω ισχυρισμός των καθ’ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητων αναφέρεται σε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ και είναι νόμιμος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 64 παρ.2, 66 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών του 1990 των Νήσων Μάρσαλ (νμΝΕΕ) που προεκτέθηκαν και οι οποίες εφαρμόζονται εν προκειμένω με βάση το άρθρο 10 ΑΚ. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός θα ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του.

Απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται κατά το στάδιο έρευνας της ικανότητας δικαστικής παράστασης της πρώτης και της τρίτης ανακοπτουσών στις δύο ένδικες ανακοπές και αντίστοιχα πρώτης και τρίτης εκκαλούσας στην υπό κρίση έφεση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ανακόπτουσα εταιρία με την επωνυμία “………” και η τρίτη ανακόπτουσα εταιρία με την επωνυμία “…………” ιδρύθηκαν σύμφωνα με το Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρίες των Νήσων Μάρσαλ (Business Corporations Act of the Republic of the Marshall Islands) με τις από 23.10.2014 και 9.2.2007 αντίστοιχες Συστατικές Πράξεις και διατηρούν την καταστατική τους έδρα στο Majuro της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ. Διευθυντές και αξιωματούχοι τους διορίστηκαν από την ίδρυσή τους και τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο συζήτησης της ένδικης υπόθεσης στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό οι εξής: α) ο …… ως Πρόεδρος/Διευθυντής, β) ο ……… ως Αντιπρόεδρος/Διευθυντής και γ) ο …….. ως Γραμματέας/Ταμίας/Διευθυντής. Με την από 5.10.2018 πρόσκληση που επιδόθηκε νόμιμα στον . ………. στις 10.10.2018 και ώρα 9.00 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/10.10.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …), οι ως άνω …και ……. κάλεσαν τον . ………. σε έκτακτη κοινή συνεδρίαση των διοικητικών συμβουλίων των παραπάνω εταιριών, καθώς και της εταιρίας με την επωνυμία “………..” (δεύτερης ανακόπτουσας), στην οποία Διευθυντές και αξιωματούχοι κατά τον παραπάνω χρόνο ήταν: α) ο ………. ως Πρόεδρος/Διευθυντής, β) ο …….. ως Ταμίας/Διευθυντής και γ) ο ……… ως Γραμματέας/Διευθυντής, την 12.10.2018 και ώρα 15.00 στο γραφείο που διατηρεί επί της οδού ……… στον Πειραιά η ως άνω εταιρία “…….”, με θέμα «τη χορήγηση εντολής και πληρεξουσιότητας κατά τα άρθρα 96 και 97 ΚΠολΔ», στους αναφερόμενους στην πρόσκληση δικηγόρους-μεταξύ των οποίων και ο δικηγόρος που αναφέρεται στο προεισαγωγικό τμήμα της εκκαλούμενης και της παρούσας απόφασης ότι εκπροσώπησε τους παραπάνω διαδίκους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης- για να παρίστανται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων σε σχέση με τις ένδικες ανακοπές, καθώς και για να εξουσιοδοτήσουν οποιονδήποτε από τους διευθυντές- μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ως άνω εταιριών, όπως υπογράψουν για λογαριασμό των εταιριών-εντολέων τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα. Στη συνέχεια, κατά την έκτακτη κοινή συνεδρίαση των διοικητικών συμβουλίων των παραπάνω εταιριών, που πραγματοποιήθηκε στους παραπάνω αναφερόμενους τόπο και χρόνο, με παρόντες τον …….. και τον ………, αντιπροσωπευόμενο από την ………., δυνάμει της από 6.10.2018 εξουσιοδότησης, αποφασίσθηκε  να χορηγηθεί η ως άνω δικαστική πληρεξουσιότητα και εξουσιοδοτήθηκε ο ……. να υπογράψει το σχετικό ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο, συνταχθέντων των από 12.10.2018 πρακτικών έκτακτης κοινής συνεδρίασης, τα οποία προσάγουν με επίκληση οι ανακόπτουσες-ήδη εκκαλούσες. Ακολούθως, ο ………., με την ιδιότητα του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου των παραπάνω εταιριών, χορήγησε την από 12.10.2018 πληρεξουσιότητα με ιδιωτικό έγγραφο. Η ως άνω απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία των μελών των τριμελών διοικητικών συμβουλίων της πρώτης και της τρίτης ανακόπτουσας, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο ΙΙΙ παρ.6, 7, 8 και 9 των από 24.10.2014 και 15.2.2007 Εσωτερικών Κανονισμών (Bylaws), το οποίο ορίζει ότι: «…6.- Έκτακτες Συνεδριάσεις: Έκτακτες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου είναι δυνατόν, εκτός αν άλλως ορίζεται στο νόμο, να συγκαλούνται από καιρού εις καιρόν από τον Πρόεδρο ή οποιονδήποτε άλλον αξιωματούχο της εταιρίας, ο οποίος είναι επίσης Διευθυντής. Ο Πρόεδρος ή ο Γραμματέας θα συγκαλούν μία έκτακτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου κατόπιν έγγραφου αιτήματος, το οποίο απευθύνεται στον καθένα από αυτούς από οποιουσδήποτε δύο Διευθυντές, το οποίο ορίζει το χρόνο, τον τόπο και το σκοπό τέτοιας έκτακτης συνεδρίασης. Έκτακτες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα πραγματοποιούνται σε ημερομηνία, και σε τέτοιο χρόνο και σε τέτοιο τόπο, όπως προσδιορίζονται στην ειδοποίηση αυτής από τον αξιωματούχο ο οποίος συγκαλεί τη συνεδρίαση. 7.- Ειδοποίηση για την Έκτακτη Συνεδρίαση: Ειδοποίηση για την ημερομηνία, το χρόνο και τόπο κάθε έκτακτης συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου θα παραδίδεται σε κάθε Διευθυντή τουλάχιστον σαράντα οκτώ ώρες προ τέτοιας συνεδρίασης, εκτός αν η ειδοποίηση δίδεται προφορικώς ή παραδίδεται αυτοπροσώπως, περίπτωση κατά την οποία θα δίδεται τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες προ μιας τέτοιας συνεδρίασης. Για το σκοπό της εν λόγω παραγράφου η ειδοποίηση θα θεωρείται ότι έχει παραδοθεί δεόντως σε έναν Διευθυντή, εάν παραδοθεί σε αυτόν προσωπικά (συμπεριλαμβανομένου δια τηλεφώνου) είτε εάν τέτοια ειδοποίηση παραδίδεται σε τέτοιο Διευθυντή μέσω ταχυδρομείου, τηλεγράφου, τηλεγραφήματος, τηλετυπίας ή τηλετύπου στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση. Ειδοποίηση για μία συνεδρίαση δεν είναι αναγκαίο να παραδίδεται σε οποιοδήποτε Διευθυντή υποβάλλει υπογεγραμμένη παραίτηση από την ειδοποίηση είτε προ είτε μετά τη συνεδρίαση, ή που παρίσταται στη συνεδρίαση χωρίς να διαμαρτυρηθεί πριν από το συμπέρασμα αυτής για την έλλειψη της ειδοποίησης σε αυτόν. 8.-Απαρτία: Η πλειοψηφία των Διευθυντών που εκάστοτε διατηρούν τη θέση τους, παριστάμενοι αυτοπροσώπως είτε δι’ αντιπροσώπου είτε δια τηλεφωνικής διασκέψεως θα συγκροτεί απαρτία για τη διεκπεραίωση των εταιρικών υποθέσεων. 9.- Ψηφοφορία: Η ψήφος της πλειοψηφίας των Διευθυντών, που παρίστανται είτε αυτοπροσώπως είτε δια αντιπροσώπου είτε δια τηλεφωνικής διασκέψεως σε μία συνεδρίαση στην οποία υπάρχει απαρτία, θα αποτελεί την πράξη των Διευθυντών. Κάθε πράξη η οποία απαιτείται ή επιτρέπεται να λαμβάνεται σε μία συνεδρίαση δύναται να λαμβάνεται χωρίς συνεδρίαση, αν όλα τα μέλη του Συμβουλίου συγκατατίθεται σε αυτή εγγράφως». Εξάλλου, στο Άρθρο V των από 24.10.2014 και από 16.2.2007 Εσωτερικών Κανονισμών (Bylaws) της πρώτης και της τρίτης ανακόπτουσας, το οποίο (άρθρο) υιοθετήθηκε κατά την πρώτη συνεδρίαση της 24.10.2014 και της 16.2.2007, αντίστοιχα των διοικητικών τους συμβουλίων, προβλέπονται-μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα: «Παράγραφος 1.- Αριθμός: Τα θέματα, οι υποθέσεις και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή. Μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτόν τον εσωτερικό κανονισμό, ο αριθμός των Διευθυντών μπορεί να αποφασίζεται είτε από την ψήφο της πλειοψηφίας του συνόλου του Συμβουλίου είτε από την ψήφο των μετόχων…» επιπλέον δε με το Άρθρο V προβλέπονται τα εξής: «Αξιωματούχοι- Παράγραφος 1.- Αριθμός και Διορισμός: Το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα προβαίνει σε διορισμό αξιωματούχου ή αξιωματούχων ή ενός Διαχειριστικού Διευθυντή, ή σε όποιο διορισμό θεωρείται αναγκαίος για την εξυπηρέτηση των εταιρικών σκοπών. Συγκεκριμένα και χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα του προηγούμενου, το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα μπορεί να διορίζει έναν Πρόεδρο ή/και Αντιπρόεδρο ή/και Γραμματέα ή/και Ταμία ή έναν Διαχειριστικό Διευθυντή και Γραμματέα, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπροσθέτως το Διοικητικό Συμβούλιο θα μπορεί να διορίζει όποιον άλλο τέτοιο αξιωματούχο θεωρεί αναγκαίο. Οι αξιωματούχοι μπορεί να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας και δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ και μπορούν αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι Διευθυντές. Οι αξιωματούχοι των εταιρειών θα είναι φυσικά πρόσωπα με εξαίρεση τον Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να είναι εταιρική οντότητα. Το ίδιο φυσικό πρόσωπο μπορεί να κατέχει οποιαδήποτε δύο ή περισσότερα αξιώματα…Παράγραφος 2.- Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής: Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνδέονται με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο…». Με βάση τις ως άνω προβλέψεις των Εσωτερικών Κανονισμών (Bylaws) των ανακοπτουσών εταιριών σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες διατάξεις της παρ. 48 και παρ.62 παρ.1 και 8 νμΝΕΕ, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου προέκυψαν τα εξής: 1) Στον Πρόεδρο της πρώτης και τρίτης των ανακοπτουσών εταιριών προσδίδεται και η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, αυτός έχει την καταστατική εξουσία να ενεργεί τις πράξεις γενικής διαχείρισης και σ’ αυτόν απονέμονται οι εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα έχει όσες άλλες εξουσίες και θα εκτελεί όσα άλλα καθήκοντα εκχωρούνται σ’ αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο. 2) Παρότι οι παραπάνω διατάξεις διατυπώνονται ρητά μόνο σε σχέση με τη διαχειριστική εξουσία του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, ελλείψει άλλης σχετικής ρύθμισης, κρίνεται ότι η διάταξη αυτή ισχύει και σε σχέση με την εκπροσωπευτική εξουσία του παραπάνω προσώπου. 3) Η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης του Προέδρου δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται σε πράξεις που εντάσσονται στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εταιριών, διότι σ’ αυτόν απονέμονται η εξουσία διενέργειας πράξεων γενικής διαχείρισης, καθώς και οι εξουσίες και τα καθήκοντα που «συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου». Επομένως, για πράξεις πέραν της γενικής διαχείρισης που συνήθως δεν συνδέονται με το αξίωμα του Προέδρου παραμένει αρμόδιο κατά τα ανωτέρω το Διοικητικό Συμβούλιο των παραπάνω εταιριών, που λειτουργεί ως συλλογικό όργανο. Μη συνήθης πράξη γενικής διαχείρισης που δεν συνάδει με το αξίωμα του Προέδρου και ως προς την οποία δεν έχει εξουσία να ενεργήσει μόνος του, αλλά για αυτή ενεργεί ως συλλογικό όργανο το διοικητικό συμβούλιο είναι και η λήψη απόφασης για το αν θα ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου ανακοπή σε εκδοθείσα σε βάρος της εταιρίας διαταγή πληρωμής, η οποία στηρίχθηκε σε σύμβαση δανείου που κατάρτισε για λογαριασμό της εταιρίας ο Πρόεδρος αυτής, ως διευθύνων σύμβουλος, όταν με την ανακοπή αυτή πρόκειται να αμφισβητηθεί η εξουσία αυτή του Προέδρου βάσει του νόμου και του εσωτερικού κανονισμού να καταρτίσει τη σχετική σύμβαση και κατά συνέπεια να δεσμεύσει την εταιρία με τις απορρέουσες από αυτή υποχρεώσεις, δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση δε νοείται να αποφασίσει το ίδιο μονομελές όργανο για το εάν πρέπει δικαστικά να αμφισβητηθεί προηγηθείσα δική του πράξη. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά το νόμιμο τρόπο επιδόσεως εγγράφων σε κεφαλαιουχική εταιρία όπως είναι η ανώνυμη εταιρία κατά το ελληνικό δίκαιο και η οποία ομοιάζει κατά τα βασικά χαρακτηριστικά της με την εταιρία “……” των Νήσων Μάρσαλ, λεκτέα τα εξής: Με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ.1 και 2 του κωδ. Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιριών” ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα ορίζεται: “Η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου ενεργούντος συλλογικώς (παρ.1). Το καταστατικόν δύναται να ορίση ότι και εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπώσι την εταιρείαν εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις (παρ.2)”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 34§1β και 2β του ιδίου Νόμου, καθώς και των άρθρων 126 παρ.1 στοιχ.δ` και 2, 127 παρ.1 και 139 παρ.1 στοιχ.δ` του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, η επίδοση όλων των δικογράφων που αφορούν ανώνυμη εταιρεία, πρέπει να γίνεται με εγχείρηση αυτών, στον κατά το νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, το ονοματεπώνυμο του οποίου πρέπει να μνημονεύεται στην, από το δικαστικό επιμελητή, συντασσόμενη έκθεση, όταν το έγγραφο επιδόθηκε σ` αυτόν (Ολ.ΑΠ 5/2004). Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε ένα απ` αυτούς. Έτσι, αν το νομικό πρόσωπο έχει περισσότερους εκπροσώπους αρκεί η επίδοση σε ένα απ` αυτούς. Αυτό ισχύει όχι μόνον όταν οι περισσότεροι εκπρόσωποι, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, δρουν συλλογικά, αλλά και όταν ο καθένας απ` αυτούς έχει δικαίωμα για ανεξάρτητη και αυτοτελή εκπροσώπηση. Ειδικώς επί ανώνυμης εταιρείας, της οποίας, σύμφωνα με την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας διάταξη του άρθρου 18 παρ.1 κ.ν 2190/1920 νόμιμος εκπρόσωπος της είναι το ΔΣ που ενεργεί συλλογικά, εφόσον δεν ορίσθηκε ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία γενικώς ή για ορισμένου μόνον είδους πράξεις, (άρθ. 18 παρ.1 και 21 παρ.2 του ΒΔ 174/12/30.3.1963 “Περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν. 2190/1920”), η επίδοση μπορεί να γίνει, σε οποιοδήποτε μέλος του ΔΣ αυτής (ΑΠ 1569/1992) [ΑΠ 1244/2012, στην ΤΝΠ Νόμος, Εφ ΔυτΜακ 23/2014, Αρμ 2015, σελ. 963]. Στην προκειμένη περίπτωση, για ζήτημα το εξέφευγε της συνήθους διαχείρισης του Προέδρου του Δ.Σ. των ανακοπτουσών, . ………. και δη για εκδίκαση ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που εκδόθηκαν με βάση συμβάσεις δανείου και εγγυήσεως που υπέγραψε ο ανωτέρω Πρόεδρος του Δ.Σ., του οποίου αμφισβητείτο με τις ανακοπές η διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία, οπότε αρμόδιο για τη σχετική απόφαση ήταν το διοικητικό συμβούλιο εκάστης των ανακοπτουσών και δη προκειμένου να ληφθεί απόφαση για να χορηγηθεί εντολή και πληρεξουσιότητα μεταξύ άλλων στον δικηγόρο ………. . για να παρασταθεί και εκπροσωπήσει τις ανακόπτουσες εταιρίες κατά την εκδίκαση των ένδικων ανακοπών και να εξουσιοδοτηθεί οιοσδήποτε από τους Διευθυντές-μέλη των Δ.Σ. των ανακοπτουσών να υπογράψει τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα κλήθηκε ο ανωτέρω . ……….. με την από 5.10.2018 πρόσκληση των δύο άλλων μελών του Δ.Σ.- διευθυντών που του επιδόθηκε στις 10.10.2018 και ώρα 9.00 π.μ. για να παραστεί στις 12.10.2018 και ώρα 15.00 στο γραφείο της δεύτερης ανακόπτουσας, στην οδό ……….. στον Πειραιά. Η πρόσκληση αυτή νομίμως του επιδόθηκε κατά τα ανωτέρω και νομίμως κατά τον ορισθέντα χρόνο, στον ορισθέντα τόπο ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις κατά πλειοψηφία των άλλων δύο μελών του Δ.Σ.- διευθυντών. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο αντιπροσωπευτική εξουσία προς εκπροσώπηση της πρώτης και τρίτης των ανακοπτουσών και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση των καθ’ων η ανακοπή- ήδη εφεσίβλητων περί έλλειψης ικανότητας δικαστικής παράστασης των παραπάνω ανακοπτουσών, έστω και με πιο συνεπτυγμένη αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφαση κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Με τον πρώτο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες αιτιώνται την εκκαλούμενη απόφαση ότι αντιφατικά δέχθηκε αρχικά ότι τα διοικητικά τους συμβούλια είναι αυτά που έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία προς εκπροσώπηση των εταιρειών και ότι με αυτή την ιδιότητά τους τα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών νομίμως χορήγησαν δικαστική πληρεξουσιότητα στον παραστάντα κατά τη συζήτηση των ως άνω ανακοπών και υπογράφοντα την υπό κρίση έφεση πληρεξούσιο δικηγόρο, απορρίπτοντας έτσι τον ισχυρισμό των καθ’ων οι ανακοπές-εφεσίβλητων ότι οι εταιρείες εκπροσωπούνται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. . ………. και ότι αυτός αντιτίθετο στην άσκηση των ανακοπών, ενώ στη συνέχεια δέχθηκε ότι ο ……. εκπροσωπούσε νόμιμα τις ανακόπτουσες εταιρείες ως Πρόεδρος/Διευθυντής κατά την κατάρτιση των ένδικων και προχρονολογηθεισών συμβάσεων, στις οποίες στηρίχθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, ήτοι του από 13.2.2015 «ιδιωτικού συμφωνητικού σύναψης δανείου» που φέρεται ως συναφθέν αφενός από τον εν λόγω ….. ………. ενεργούντα δήθεν για λογαριασμό των εταιρειών και αφετέρου από τον εφεσίβλητο, υιό του, όπως το δάνειο αυτό φέρεται τροποποιηθέν με την από 10.2.2016 «Τροποποίηση Συμφωνητικού σύναψης δανείου» μεταξύ των ίδιων συμβληθέντων (πατέρα και υιού), ως και του από 13.2.2015 «ιδιωτικού συμφωνητικού σύναψης δανείου» που φέρεται ως συναφθέν μεταξύ αφενός του εν λόγω … ………., συζύγου της εφεσίβλητης, ενεργούντος τάχα για λογαριασμό των εκκαλουσών-ανακοπτουσών και αφετέρου της εφεσίβλητης- καθ’ης η δεύτερη ανακοπή. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς είναι διαφορετικό το θέμα της νόμιμης εκπροσώπησης των πρώτης και τρίτης των ανακοπτουσών από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτών κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων δανείου και εγγυήσεως, οπότε η εκπροσωπευτική του εξουσία κρίνεται με βάση το εάν οι συμβάσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των παραπάνω ανακοπτουσών, κάτι το οποίο συμβαίνει εν προκειμένω, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, από το θέμα της νόμιμης εκπροσώπησης της πρώτης και της τρίτης των ανακοπτουσών στη λήψη απόφασης για την άσκηση και τη συζήτηση των ένδικων ανακοπών με τις οποίες αμφισβητείται η εκπροσωπευτική εξουσία του Προέδρου των Δ.Σ. τους, . ………. να καταρτίσει τις παραπάνω συμβάσεις, οπότε δεν πρόκειται για πράξεις στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εταιριών αυτών, αλλά για αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εξαίρεση, προς αντίκρουση πράξεων εταιρικού οργάνου και απαιτούν τη λήψη απόφασης από το συλλογικό όργανο εκπροσώπησης των παραπάνω εταιριών που είναι αντίστοιχα για κάθε μια το διοικητικό της συμβούλιο.

Περαιτέρω και προκειμένου το Δικαστήριο αυτό να προχωρήσει στη δέουσα εκτίμηση των αποδείξεων με τη λήψη υπόψη όσων αποδεικτικών μέσων επιτρέπονται σε δίκη που αφορά σε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, πρέπει προηγουμένως να επισημανθεί ότι οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες με τον ένατο λόγο της υπό κρίση έφεσής τους αμφισβητούν τη δυνατότητα των εφεσίβλητων- καθ’ων η ανακοπή να προσκομίσουν σχετικά με τις φερόμενες απαιτήσεις τους για τις οποίες εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, νέα έγγραφα, πλέον εκείνων που προσκόμισαν στον εκδόσαντα τις διαταγές πληρωμής δικαστή για να αποδείξουν εγγράφως το βάσιμο των απαιτήσεών τους και επικαλούνται ότι το Δικαστήριο που δικάζει ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, εάν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από εκείνα που προσκομίστηκαν στον εκδόσαντα τη διαταγή πληρωμής δικαστή, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής. Ότι εν προκειμένω η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε και άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που προσκομίστηκαν για την έκδοση των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής και ότι προσθέτως προέβη σε παντελώς αβάσιμη διάγνωση της διατεινόμενης αξίωσης. Ενδεικτικά αναφέρουν ότι απαραδέκτως η εκκαλούμενη στηρίχθηκε στο από 20.10.2014 Μνημόνιο Συμφωνίας (MOA- Memorandum of Agreement) αγοράς του πλοίου “ΜΑ” πλοιοκτησίας της εταιρείας ………….., το οποίο δεν προσκομίστηκε στον εκδόσαντα τις διαταγής πληρωμής Δικαστή. Ότι μάλιστα η εκκαλούμενη δέχθηκε τον εξής ισχυρισμό, για τον οποίο δεν επιδόθηκε στον εκδόσαντα τις ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, οιοδήποτε έγγραφο: «Τον Οκτώβρη του έτους 2014 οι μέτοχοι της πρώτης ανακόπτουσας ……. είχαν συμφωνήσει την αγορά του πλοίου ΜΑ (ήδη μετονομασθέν σε CA) πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρείας          ……, αντί τιμήματος 9.400.000…». Ότι ωστόσο, τέτοια συμφωνία των μετόχων της πρώτης ανακόπτουσας δεν προσκομίσθηκε στον εκδόσαντα τις ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, αλλά ούτε και στο Δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλούμενη προσκομίστηκε σχετική τέτοια απόφαση. Ότι ωσαύτως η εκκαλούμενη δέχθηκε χωρίς καμία έγγραφη απόδειξη ότι οι μέτοχοι της πρώτης ανακόπτουσας κατέβαλαν για την αγορά του πλοίου προκαταβολή ποσού 940.000 δολαρίων Η.Π.Α. «σε χρόνο που δεν προέκυψε». Ότι ωσαύτως η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι χορηγήθηκε δάνειο από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε ποσοστό 55% του τιμήματος αγοράς του ως άνω πλοίου δεν στηρίχθηκε σε έγγραφα που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι στον εκδόσαντα τις ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, αλλά σε άλλα απαραδέκτως υποβληθέντα στοιχεία. Ότι προσθέτως, η εκκαλούμενη στηρίχθηκε στις υπ’ αριθ. …/16.1.2017 και …/16.1.2017 ένορκες βεβαιώσεις του …….., οι οποίες δεν προσκομίστηκαν στον εκδόσαντα τις ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής Δικαστή. Ότι μάλιστα εντελώς αόριστα και αναιτιολόγητα, η εκκαλούμενη δέχεται ότι η κατάθεση του ……. δεν αντικρούεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και επικλήθηκαν εκατέρωθεν, αποδεικνύεται αφενός ότι ο . ………..δεν είχε εξουσία να συνάψει με τον υιό και τη σύζυγό του τα προχρονολογημένα ιδιωτικά συμφωνητικά δήθεν δανείων και αφετέρου τα ποσά δεν αφορούσαν δάνειο, αλλά συγκέντρωση κεφαλαίων για την αγορά πλοίων. Ωστόσο, ο λόγος αυτός εφέσεως τυγχάνει νόμω αβάσιμος. Από τις διατάξεις ΚΠολΔ 632 και 624 προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι να αποδεικνύονται η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και το ποσό της με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τις ΚΠολΔ 632 και 633. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα της ύπαρξης της απαίτησης και απόδειξης αυτής με άλλα αποδεικτικά μέσα. Έτσι το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή εάν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ουσιαστική αξίωση, διότι αντικείμενο της επί της ανακοπή δίκης είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και το κύρος της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας. (ΟλΑΠ 10/97 ΑΠ, 1408/87, ΑΠ 1870/86, ΜονΕφΑθ 1227/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 2292/2006, ΧρΙΔ 2007, σελ. 156). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο ανακόπτων υποστηρίζει με σχετικό λόγο ανακοπής ότι μεταξύ αυτού και του καθ’ου η ανακοπή υφίσταται άλλου είδους σχέση από εκείνη που επικαλέστηκε ο καθ’ ου στην αίτησή του για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και προσκομίζει προς τούτο αποδεικτικά μέσα, δύναται ο καθ’ου η ανακοπή με τη σειρά του, με βάση την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 110 ΚΠολΔ, να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα, με τα οποία θα αντικρούει τον λόγο της ανακοπής, έστω και αν τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν επισυνάφθηκαν στην αίτησή του για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, γιατί δεν ήταν αναγκαία προς απόδειξη της διατεινόμενης με την αίτησή του για την έκδοση της διαταγής πληρωμής απαίτησης, ο δε σκοπός της προσκομιδής τους το πρώτον στο Δικαστήριο είναι η ανταπόδειξη της ανυπαρξίας της σχέσης που επικαλείται ο ανακόπτων. Εν προκειμένω με τον τρίτο λόγο της ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. …../2016 διαταγής πληρωμής και με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. ……/2016 διαταγής πληρωμής, οι ανακόπτουσες αμφισβήτησαν ότι τα επιδικασθέντα με τις ανωτέρω διαταγές πληρωμής ποσά δόθηκαν στην πρώτη εξ αυτών αιτία άτοκου δανείου, όπως ισχυρίστηκαν με τις σχετικές αιτήσεις τους οι καθ’ων, και υποστήριξαν ότι δόθηκαν ως «συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου» και ειδικότερα α) ότι αναφορικά με την φερόμενη απαίτηση του καθ’ου η ανακοπή………. τούτο προκύπτει από το από 12.2.2015 παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας Α.Ε., που επισυνάπτεται στο φερόμενο από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου και β) ότι αναφορικά με την φερόμενη απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή ……… αυτό προκύπτει από το από 12.2.2015 παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας Α.Ε., που επισυνάπτεται στο από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου. Οι καθ’ων οι ανακοπές υποστήριξαν ότι με την καταβολή των παραπάνω ποσών λόγω δανείου βοήθησαν στη συγκέντρωση κεφαλαίων για την αγορά από την πρώτη ανακόπτουσα του πλοίου “CA.” και για τον λόγο αυτό αναφέρθηκαν αναλυτικά στο ιστορικό που οδήγησε στη σύναψη των επικαλούμενων από αυτούς συμβάσεων δανείων, προκειμένου να καταδείξουν ότι η επικαλούμενη από τις ανακόπτουσες «συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου» δεν σημαίνει ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν από χαριστική αιτία. Προς αντίκρουση, λοιπόν, του παραπάνω ισχυρισμού των ανακοπτουσών παραδεκτά οι καθ’ων προσκόμισαν νόμιμα μετ’ επικλήσεως νέα αποδεικτικά μέσα, πέραν των επισυναφθέντων στις αιτήσεις τους για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής, τα οποία νομίμως επαναπροσκομίζουν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες τυγχάνουν νόμω αβάσιμα. Κατά το σκέλος του δε ο παραπάνω λόγος έφεσης ότι δεν προσκομίζεται έγγραφη σύμβαση για την αγορά του παραπάνω πλοίου έναντι τιμήματος 9.400.000 δολαρίων Η.Π.Α., με συμφωνία προκαταβολής του 10%, ήτοι ποσού 940.000 δολαρίων Η.Π.Α. τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς οι καθ’ων νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν τη σχετική από 29.1.2015 σύμβαση στην αγγλική (APPENDIX “A” ESCROW AGREEMENT). Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ο παραπάνω λόγος έφεσης.

Περαιτέρω, για την πληρότητα της δικαστικής κρίσεως εκτίθενται στην παρούσα τα έγγραφα βάσει των οποίων εκδόθηκε εκάστη των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής, όπως προκύπτει από τα σώματα των διαταγών αυτών σε συνδυασμό με τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν για την έκδοση των εν λόγω διαταγών πληρωμής. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθ. 335/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της από 8-8-2016 αίτησης, υποχρεώθηκαν οι ανακόπτουσες να καταβάλουν στον καθ’ου η πρώτη ανακοπή το συνολικό ποσό των 112.200 ευρώ και ειδικότερα: α) το ποσό των 105.000 ευρώ νομιμότοκα από την 30.3.2016 και β) το ποσό των 7.200 ευρώ νομιμότοκα από την 9.8.2016. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα ακόλουθα έγγραφα: 1) Το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ του καθ’ου η ανακοπή και των ανακοπτουσών, δια του Προέδρου/Διευθυντή τους . ………., 2) την από 10.2.2016 τροποποίηση συμφωνητικού σύναψης δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ του καθ’ου η ανακοπή και των ανακοπτουσών, δια του Προέδρου/Διευθυντή τους, . ………., με το οποίο ορίσθηκε δήλη μέρα πληρωμής του δανείου η 30.3.2016, 3) το από 23.10.2014 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) της πρώτης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 4) το από 7.7.2016 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (certificate of goodstanding) της πρώτης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 5) το από 23.10.2014 πιστοποιητικό κατάθεσης (certificate of endorsement) του καταστατικού (articles of incorporation) της πρώτης ανακόπτουσας, στο οποίο επισυναπτόταν αντίγραφο του καταστατικού της, σε νόμιμη μετάφραση, 6) το από 12.2.2014 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) της δεύτερης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 7) το από 7.7.2016 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (certificate of goodstanding) της δεύτερης ανακόπτουσας, με την επισημείωση της Χάγης, σε νόμιμη μετάφραση, 8) το καταστατικό (articles of incorporation) της δεύτερης ανακόπτουσας, το οποίο είχε κατατεθεί την 4.5.1994 στην αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας της Λιβερίας, σε νόμιμη μετάφραση, 9) την υπ’ αριθ. 1241.2758/23055/24.1.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 8/ ΤΑΠΣ/6.2.1995 και 155/ΤΑΠΣ/2.8.2005), με την οποία εγκρίθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 89/67, Α.Ν.378/68 και Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 2234/94, Ν. 3752/09, Ν. 4150/2013, η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου της δεύτερης ανακόπτουσας, 10) το από 9.2.2007 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 11) το από 7.7.2016 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (certificate of goodstanding) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 12) το από 9.2.2007 πιστοποιητικό κατάθεσης (certificate of endorsement) του καταστατικού (articles of incorporation) της τρίτης ανακόπτουσας, στο οποίο επισυναπτόταν αντίγραφο του καταστατικού της σε νόμιμη μετάφραση, 13) τον από 24.10.2014 εσωτερικό κανονισμό (bylaws) της πρώτης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 14) την από 10.2.2016 βεβαίωση εκπροσώπησης (certificate of incumbency) της πρώτης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 15) τον εσωτερικό κανονισμό (bylaws) της δεύτερης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 16) την από 10.2.2016 βεβαίωση εκπροσώπησης (certificate of incumbency) της δεύτερης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 17) τον από 15.2.2007 εσωτερικό κανονισμό (bylaws) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση και 18) την από 10.2.2016 βεβαίωση εκπροσώπησης (certificate of incumbency) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση. Επίσης, με την υπ’ αριθ. ./2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της από 8.8.2016 αιτήσεως, υποχρεώθηκαν οι ανακόπτουσες να καταβάλουν στην καθ’ης στη δεύτερη ανακοπή το συνολικό ποσό των 113.960 ευρώ και ειδικότερα: α) το ποσό των 110.000 ευρώ νομιμότοκα από την 14.2.2016 και β) το ποσό των 3.960 ευρώ νομιμότοκα από την 9.8.2016. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα ακόλουθα έγγραφα: 1) Το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή και των ανακοπτουσών, δια του Προέδρου/Διευθυντή τους . ………., 2) το από 23.10.2014 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) της πρώτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 3) το από 7.7.2016 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (certificate of goodstanding) της πρώτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 4) το από 23.10.2014 πιστοποιητικό κατάθεσης (certificate of endorsement) του καταστατικού (articles of incorporation) της πρώτης ανακόπτουσας, στο οποίο επισυναπτόταν αντίγραφο του καταστατικού της, σε νόμιμη μετάφραση, 5) το από 12.2.2014 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) της δεύτερης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 6) το από 7.7.2016 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (certificate of goodstanding) της δεύτερης ανακόπτουσας, με επισημείωση της Χάγης, σε νόμιμη μετάφραση, 7) το καταστατικό (articles of incorporation) της δεύτερης ανακόπτουσας, το οποίο είχε κατατεθεί την 4.5.1994 στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας της Λιβερία, σε νόμιμη μετάφραση, 8) την υπ’ αριθ. 1241.2758/23055/24.1.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 8/ ΤΑΠΣ/6.2.1995 και 155/ΤΑΠΣ/2.8.2005), με  την οποία εγκρίθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 89/67, Α.Ν.378/68 και Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 2234/94, Ν. 3752/09, Ν. 4150/2013, η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου της δεύτερης ανακόπτουσας, 9) το από 9.2.2007 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 10) το από 7.7.2016 πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (certificate of goodstanding) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 11) το από 9.2.2007 πιστοποιητικό κατάθεσης (certificate of endorsement) του καταστατικού (articles of incorporation) της τρίτης ανακόπτουσας, στο οποίο επισυναπτόταν αντίγραφο του καταστατικού της σε νόμιμη μετάφραση, 12) τον από 24.10.2014 εσωτερικό κανονισμό (by laws) της πρώτης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 13) την από 10.2.2016 βεβαίωση εκπροσώπησης (certificate of incumbency) της πρώτης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 14) τον εσωτερικό κανονισμό (by laws) της δεύτερης ανακόπτουσας σε νόμιμη μετάφραση, 15) την από 10.2.2016 βεβαίωση εκπροσώπησης (certificate of incumbency) της δεύτερης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση, 16) τον από 15.2.2007 εσωτερικό κανονισμό (by laws) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση και 17) την από 10.2.2016 βεβαίωση εκπροσώπησης (certificate of incumbency) της τρίτης ανακόπτουσας, σε νόμιμη μετάφραση

Με τους λόγους των από 18.11.2016 ανακοπών τους κατά των υπ’ αριθ. ……/2016 και …./2016 διαταγών πληρωμής και των κάτωθι αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου των εν λόγω διαταγών πληρωμής από 14.11.2016 επιταγών προς πληρωμή, οι ανακόπτουσες ζητούσαν την ακύρωσή τους αμφισβητώντας την εκπροσωπευτική εξουσία του φερόμενου ως νομίμου εκπροσώπου τους, . ………. στην κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων δανείου και εγγυήσεως, τη δυνατότητα του τελευταίου να συμβληθεί με τη σύζυγο και τον υιό του, συγγενή εξ αίματος πρώτου βαθμού, την ίδια την αιτία μεταφοράς των χρημάτων των καθ’ων η ανακοπή σε λογαριασμό της τρίτης ανακόπτουσας καθώς συνίστατο στη «συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου», το αληθές της κατάρτισης του από 13.2.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού σύναψης δανείου του . ………. με τον υιό του, καθ’ ου η πρώτη ανακοπή και του από 10.2.2016 εγγράφου περί τροποποίησης του συμφωνητικού σύμβασης δανείου των ιδίων, την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ης η δεύτερη ανακοπή λόγω μεταφοράς των χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό με εντολή της κόρης της και σε ό,τι αφορούσε τις επιταγές προς πληρωμή σε βάρος φερόμενης οφειλέτριας εταιρίας με έδρα το εξωτερικό τη μη τήρηση του άρθρου 631 εδ.β’ του ΚΠολΔ περί αναστολής της εκτελεστότητας της επιδοθείσας διαταγής πληρωμής για διάστημα τριάντα εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της. Με τις προτάσεις τους στον δεύτερο βαθμό, οι εφεσίβλητοι- καθ’ων οι ανακοπές επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους ότι στο σύνολό τους οι ένδικες ανακοπές τυγχάνουν απαράδεκτες ως αόριστες γιατί οι ανακόπτουσες αρκούνται σε απλή περιγραφή των ισχυρισμών τους (πραγματικών περιστατικών), χωρίς να εξειδικεύουν σε κανένα σημείο για ποιο λόγο οι ισχυρισμοί τους αυτοί θα οδηγούσαν σε ακύρωση των διαταγών πληρωμής. Ιδίως δε ως προς τον δεύτερο λόγο ανακοπής τους, ότι οι ανακόπτουσες επικαλούνται πως δήθεν το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρο διότι «κατά το νόμο απαγορεύεται η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων με μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών μας, των προσώπων που ασκούν έλεγχο επί των εταιρειών μας, και τις συζύγους και συγγενείς των προσώπων αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού». Ότι ωστόσο, δεδομένου ότι οι ανακόπτουσες είναι αλλοδαπές εταιρείες, όφειλαν να εκθέσουν στο δικόγραφό τους ποιο δίκαιο επιβάλλει την ακυρότητα των ανωτέρω συμφωνητικών (ελληνικό, δίκαιο Νήσων Μάρσαλ, λιβεριανό) και για ποιο λόγο ισχύει το συγκεκριμένο δίκαιο στις παραπάνω εταιρίες, με το δε μη προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, που κατ’ εκείνες, συνεπάγεται την ακυρότητα του αντίστοιχου ιδιωτικού συμφωνητικού, το κρινόμενο δικόγραφο κρίνεται αόριστο ως προς τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Ωστόσο και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι λόγοι των ένδικων ανακοπών κατά των προαναφερόμενων διαταγών πληρωμής τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, αναφερόμενοι σε συγκεκριμένες πλημμέλειες της αποδεικτικότητας των προσκομισθέντων για την έκδοση των διαταγών πληρωμής εγγράφων και στην ανυπαρξία των απαιτήσεων των καθ’ων, περιέχοντας ο καθένας πλήρη ιστορική βάση με την οποία οριοθετείται η δίκη και το αίτημα να ακυρωθεί η κάθε μία από τις παραπάνω διαταγές πληρωμής, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στους καθ’ων να αμυνθούν κατά αυτών και στο Δικαστήριο να κρίνει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της κάθε ανακοπής. Ιδίως δε σε ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο ανακοπής δεν χρειαζόταν, όπως άλλωστε ισχύει αντίστοιχα και στα αγωγικά δικόγραφα, να επικαλούνται οι ανακόπτουσες ποιο δίκαιο επιβάλλει την ακυρότητα των ιδιωτικών συμφωνητικών δανείου (ελληνικό, δίκαιο Νήσων Μάρσαλ, λιβεριανό) επί συμβάσεων που καταρτίζονται μεταξύ μελών δ.σ. αλλοδαπών εταιριών για λογαριασμό των εταιριών αυτών και συγγενών τους εξ αίματος μέχρι τον τρίτο βαθμό και για ποιο λόγο ισχύει το συγκεκριμένο δίκαιο στις παραπάνω εταιρίες, καθώς το Δικαστήριο είναι αυτό που κρίνει πάντοτε ποιο δίκαιο είναι εφαρμοστέο σε κάθε υπόθεση και για ποιο λόγο ισχύει τούτο σύμφωνα με το ιστορικό που τίθεται ενώπιον του, ανεξαρτήτως των διατάξεων που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος διάδικος, κατά τη βασική δικονομική αρχή του “iura novit curia”. Επομένως ο επαναλαμβανόμενος περί αοριστίας των λόγων ανακοπής ισχυρισμός των εφεσίβλητων- καθ’ων οι ανακοπές τυγχάνει αβάσιμος.

Περαιτέρω, ως προς την εκτίμηση των προσαγόμενων αποδείξεων, σημειώνεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως και πρωτοδίκως, η προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητο υπ’ αριθ. ./16-1-2017 ένορκη βεβαίωση του . ………. και η προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. ……/16-1-2017 ένορκη βεβαίωση του ίδιου, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των ανωτέρω καθ’ων οι ανακοπές ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. ./11.1.2017 και ../11.1.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….), καθώς πρόκειται για ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αφού κατά τον χρόνο λήψης τους ο ………. ήταν Διευθυντής και μέλος του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου των ανακοπτουσών, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο των παραπάνω ένορκων βεβαιώσεων. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι υπ’ αριθ. …/20-1-2017 και …/20-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις του …… και του …….. ………., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των ανακοπτουσών ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……… και προσάγονται μετ’ επικλήσεως από αυτές, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των παραπάνω ένορκων βεβαιώσεων, κατά τον χρόνο λήψης τους, οι παραπάνω ήταν Διευθυντές και μέλη του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου των ανακοπτουσών. Επίσης δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε ως δικαστικά τεκμήρια οι υπ’ αριθ. …./15.12.2016 και  …./15.12.2016 ένορκες βεβαιώσεις του ………. ………. και του ………. ………. αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των ανακοπτουσών ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιώς στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και οι οποίες απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα λόγω της ιδιότητας των ενόρκως βεβαιωσάντων ως μελών των δ.σ. των ανακοπτουσών και δεδομένου ότι ως προς τη μη λήψη υπόψη τους πρωτοδίκως δεν διατυπώνεται παράπονο με σχετικό λόγο έφεσης των εκκαλουσών ως αποδεικτική πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε, εφόσον γίνει κάτι τέτοιο δεκτό, να μπορούν να ληφθούν υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. Α. Διακονή, σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, έκδοση 2017, άρθρο 529, σελ. 311 παρ.3, Ε. Ρίκο, Νέαι αποδείξεις κατ’ έφεσιν, ΕλλΔνη 1987, σελ. 18). Τέλος, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το προσκομισθέν με την προσθήκη αντίκρουση των εκκαλουσών από 8.6.2016 ηλεκτρονικό μήνυμα-επιστολή του . ………. προς τους ………. ………. και . ………. (σχετικό Α19), αφού κατατείνει στην απόδειξη του δεύτερου λόγου έφεσής τους σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση τους από τα διοικητικά τους συμβούλια και θα μπορούσε να εισφερθεί ως νέο αποδεικτικό μέσο μόνο με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και όχι με την προσθήκη των προτάσεων με την οποία γίνεται η αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 524 §1 Κ.Πολ.Δικ., όπως οι διατάξεις του ισχύουν, μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα άρθρα 12, 24 παρ. 1 εδ. β και 69 ΕισΝΚΠολΔικ και το ταυτόσημο, προς τα άρθρα 12 και 24, άρθρο ένατο του ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου, που έλαβαν χώρα οι ένδικες διαδικαστικές πράξεις «1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ. 8 έως 11, 240 έως 312, 591 παράγραφος 1 εδάφιο α` έως γ` και 591 παράγραφος, 4. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση …». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στο Εφετείο, οι διάδικοι οφείλουν να προσάγουν μέχρι την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο όλα τα αποδεικτικά τους μέσα (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα) και, συνεπώς, είναι απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα, αν οι διάδικοι τα προσάγουν μετά το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο (Νίκας Εγχειρίδιο πολιτικής Δικονομίας 2016 σελ 827). Μετά το πέρας της συζητήσεως στο ακροατήριο και έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης ημέρας από τη συζήτηση οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων (βλ. σχετ. και ΑΠ 944/2010 ΝοΒ 2010, 2.493, ΑΠ 942/2010 ΝοΒ 2010. 2.493, ΑΠ 61/2010 ΝοΒ 2010, 1482, ΑΠ 1405/2009 Ελλ.Δνη 2010.45, ΑΠ 614/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1272/2002 Ελλ.Δνη 2004, σελ. 405, ΕφΘεσ 2467/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 216/2011  ΑχΝομ 2012/400). Περαιτέρω, από τις ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιώς ……. δοθείσες υπ’ αριθ. …/16-1-2017 και …/16-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις του ………. ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιώς ………, τις οποίες προσάγουν με επίκληση οι εφεσίβλητοι- καθ’ων οι ανακοπές και λήφθηκαν με επιμέλειά τους, κατόπιν νόμιμης  και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. .. Γ’/11.1.2017 και …/11.1.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρα των καθ’ων οι ανακοπές, όπως περιέχεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 17.1.2017 του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (οι ανακόπτουσες δεν εξέτασαν μάρτυρα), καθώς και από τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται χωρίς μετάφραση στην ελληνική, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (πρβλ. ΜονΕφΠ 256/2014, στην ΤΝΠ Νόμος), μη λαμβανομένων υπόψη όσων αποδεικτικών μέσων έγινε λόγος πιο πάνω στην παρούσα ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία με την επωνυμία “………..” (πρώτη ανακόπτουσα των προαναφερόμενων ανακοπών και ήδη πρώτη εκκαλούσα) και η εταιρία με την επωνυμία “………” (τρίτη ανακόπτουσα των ίδιων ανακοπών και ήδη τρίτη εκκαλούσα) ιδρύθηκαν με τις από 23.10.2014 και 9.2.2007 αντίστοιχες Συστατικές Πράξεις σύμφωνα με το Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρίες των Νήσων Μάρσαλ 1990 (Business Corporations Act of the Republic of the Marshall Islands 1990) και διατηρούν την καταστατική τους έδρα στο Majuro της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ. Διευθυντές και αξιωματούχοι των εν λόγω εταιριών διορίστηκαν από την ίδρυσή τους και παρέμειναν μέχρι και τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση εφέσεως οι ακόλουθοι: α) ο ….. ως Πρόεδρος/Διευθυντής, β) ο ……………….. ως Αντιπρόεδρος/Διευθυντής και γ) ο ………. ………. ως Γραμματέας/Ταμίας/Διευθυντής (βλ. αντίγραφα των από 24.10.2014 και 16.2.2007 πρακτικών πρώτης συνεδρίασης Διοικητικού Συμβουλίου, σε συνδυασμό με τις από 10.2.2016 βεβαιώσεις εκπροσώπησης και όπως η παραπάνω σύνθεση συνομολογείται από τις εκκαλούσες). Ακόμη, η εταιρία με την επωνυμία “………” (δεύτερη ανακόπτουσα των παραπάνω ανακοπών και νυν δεύτερη εκκαλούσα) ιδρύθηκε σύμφωνα με το Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρίες της Λιβερίας (Business Corporation Act 1977) με την από 4.5.1994 συστατική πράξη και διατηρεί την καταστατική της έδρα στη Μονρόβια Λιβερίας. Η εταιρία αυτή έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα με την υπ’ αριθ. 1241.2758/23055/24-1-1995 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 3122.1/2758/16/23055/14-7-2005 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 8/ΤΑΠΣ/6-2-1995 και 155/ΤΑΠΣ/2-8-2005), σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και 4150/2013. Η εν λόγω εταιρία διατηρεί την εμπορική και τεχνική διαχείριση του δεξαμενόπλοιου “CA..” (πρώην “MA”), πλοιοκτησίας της πρώτης εκκαλούσας εταιρίας “………”, δυνάμει της από 9-2-2015 σύμβασης διαχείρισης (management agreement). Διευθυντές και αξιωματούχοι της ως άνω διαχειρίστριας εταιρίας διορίστηκαν από τις 27.5.2002 και έως τις 3.3.2016, οι εξής: α) ο . ……….. ως Πρόεδρος/Διευθυντής, β) ο ………. . ως Ταμίας/Διευθυντής και γ) ο . ………. (καθ’ου η πρώτη ανακοπή και νυν πρώτος εφεσίβλητος) ως Γραμματέας/Διευθυντής, ενώ από τις 3.3.2016 αντικαταστάθηκε ο …………… και στη θέση του διορίστηκε ο ………., ο οποίος από τις 9.3.2016 κατέχει το αξίωμα του Γραμματέα. Τον Οκτώβριο του 2014, οι μέτοχοι της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας “…….” είχαν συμφωνήσει την αγορά του πλοίου “ΜΑ” (που ήδη μετονομάσθηκε σε “CA”), πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρίας “…….”, με τίμημα 9.400.000 δολάρια Η.Π.Α., καταρτισθέντος του από 20.10.2014 Μνημονίου Συμφωνίας (Μ.Ο.Α.- Memorandum of Agreement) και στη συνέχεια, σε χρόνο που δεν προέκυψε, κατέβαλαν για το σκοπό αυτό ως προκαταβολή το ποσό των 940.000 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 10% επί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Για να καλυφθεί το τίμημα, δεδομένου ότι τα κεφάλαια της αγοράστριας εταιρίας δεν επαρκούσαν για την πληρωμή του, υποβλήθηκε προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, αίτηση για χορήγηση δανείου με σκοπό τη χρηματοδότηση σε ποσοστό 55% του τιμήματος της αγοραπωλησίας, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 5.170.000 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία (αίτηση) εγκρίθηκε από την παραπάνω τράπεζα στις 16.12.2014. Ακολούθως, επειδή το μέρος του τιμήματος που η αγοράστρια εταιρία έπρεπε να καλύψει με ίδια κεφάλαια και το οποίο ανερχόταν σε (9.400.000- 940.000- 5.170.000=) 3.290.000 δολάρια Η.Π.Α., δεν είχε συγκεντρωθεί από τους μετόχους έως την 11.2.2015 και υπήρχε κίνδυνος να ματαιωθεί η εκταμίευση του ποσού του δανείου από την τράπεζα και συνακόλουθα η ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας του πλοίου, στις 12.2.2015, ο καθ’ου στην πρώτη ανακοπή και νυν πρώτος εφεσίβλητος, υιός του μετόχου και Προέδρου του Δ.Σ. της αγοράστριας εταιρίας,………. μεταβίβασε κατά κυριότητα λόγω δανείου το ποσό των 200.000 ευρώ, με μεταφορά από τον υπ’ αριθμ. …… τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα προς τον υπ’ αριθμ. ……… τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ίδια τράπεζα η τρίτη ανακόπτουσα- τρίτη εκκαλούσα, “………..”, ιδίων μετοχικών συμφερόντων με την πρώτη ανακόπτουσα-πρώτη εκκαλούσα. Επίσης, την 11.2.2015, η καθ’ ης η δεύτερη ανακοπή και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, … ., σύζυγος του μετόχου και Προέδρου του Δ.Σ. της αγοράστριας εταιρίας, μεταβίβασε κατά κυριότητα λόγω δανείου το ποσό των 110.000 ευρώ, με μεταφορά από τον υπ’ αριθ. ….. κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε με τη θυγατέρα της, …….., στην Εθνική Τράπεζα προς τον υπ’ αριθ. …….. τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ίδια τράπεζα η τρίτη ανακόπτουσα και ήδη τρίτη εκκαλούσα “…………”. Με τις παραπάνω καταβολές, οι οποίες έγιναν στον τραπεζικό λογαριασμό της τρίτης ανακόπτουσας-νυν τρίτης εκκαλούσας και επείχαν θέση καταβολής των δανεισμάτων, καταρτίσθηκαν οι σχετικές, κατά το άρθρο 806 ΑΚ, παραδοτικές συμβάσεις δανείου μεταξύ των καθ’ων η ανακοπή και της πρώτης ανακόπτουσας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι μεταξύ των παραπάνω διαδίκων καταρτίσθηκαν οι εν λόγω συμβάσεις δανείου ενισχύεται απ’ όσα σχετικά και με σαφήνεια κατέθεσε με τις υπ’ αριθμ. …../16.1.2017 και ………/16.1.2017 ένορκες βεβαιώσεις ο …. που παλαιότερα διατηρούσε λογιστική συνεργασία με την δεύτερη ανακόπτουσα-νυν δεύτερη εκκαλούσα, αλλά και από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του αυτήκοου μάρτυρα ως προς τα όσα διαμείφθηκαν για τη χορήγηση των δανείων, ……….., οικογενειακού φίλου των καθ’ων-εφεσίβλητων, όπως η κατάθεση περιέχεται στα υπ’ αριθμ. 1851/2017 πρακτικά και δεν αντικρούεται πειστικά από οιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Ιδίως, αναφορικά με τον καθ’ου στην πρώτη ανακοπή- πρώτο εφεσίβλητο, η παραπάνω κρίση δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι στο παραστατικό μεταφοράς του ποσού των 200.000 ευρώ, το οποίο επισυνάφθηκε στο από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό και με βάση το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2016 διαταγή πληρωμής, υπό την ένδειξη «λεπτομέρειες πληρωμής» αναγράφεται ως αιτιολογία «συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίων», ούτε από το γεγονός ότι στην από 11.2.2015 επιστολή του καθ’ου η ανακοπή προς την παραπάνω τράπεζα, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ανακόπτουσες και με την οποία ο παραπάνω χορήγησε την εντολή προς την τράπεζα για την πιο πάνω μεταφορά, αναφέρεται η ίδια αιτιολογία, ήτοι ότι το υπό μεταφορά ποσό «αφορά συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου», καθώς η συμμετοχή σε συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου υποδηλώνει τον σκοπό για τον οποίο δίνονται τα χρήματα και όχι το είδος της σύμβασης που κατάρτισαν η πρώτη ανακόπτουσα με τους καθ’ων η ανακοπή προκειμένου να δοθούν σε αυτή τα παραπάνω χρηματικά ποσά, κάτι το οποίο σχετίζεται με τη βούληση των καθ’ων να μεταβιβάσουν την κυριότητα των παραπάνω χρημάτων στην πρώτη ανακόπτουσα για χαριστική αιτία ή για άλλη αιτία. Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι καθ’ων προέβησαν σε δωρεά των ανωτέρω χρηματικών ποσών στην πρώτη ανακόπτουσα, ούτε ότι έγινε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της στην οποία εκείνοι συμμετείχαν με τα παραπάνω ποσά. Με τον έβδομο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες παραπονούνται για την παραδοχή της εκκαλούμενης απόφασης σχετικά με την παραπάνω αιτιολογία μεταφοράς χρημάτων από τον λογαριασμό του καθ’ου ανακοπή- πρώτου εφεσίβλητου στον λογαριασμό της τρίτης ανακόπτουσας στο από 12.2.2015 παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας Α.Ε., ότι «…με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), η αιτιολογία και οι λεπτομέρειες συναλλαγής στα τραπεζικά παραστατικά αποτελούν τυπικά στοιχεία των τραπεζικών συναλλαγών για τη διευκόλυνση και ταυτοποίησή τους». Ότι η παραδοχή αυτή αντίκειται στα άρθρα 12 και 13 του  ν. 3691/2008 για την «Πρόληψη νομιμοποίησης παράνομων εσόδων» και ότι η Εθνική Τράπεζα, εν προκειμένω, ως όφειλε κατά το νόμο και όχι ως δίδαγμα της κοινής πείρας, πιστοποίησε και επαλήθευσε ότι η σκοπούμενη συναλλαγή στην ένδικη υπόθεση ήταν «Συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου» και όχι δάνεια. Εντούτοις, και στις διατάξεις που επικαλούνται οι ανακόπτουσες αναφέρονται τα εξής: στο μεν άρθρο 12 για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ότι «Τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις: α) όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις, β) όταν διενεργούν περιστασιακές συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ…γ) όταν υπάρχει υπόνοια για απόπειρα ή διάπραξη αδικημάτων του άρθρου 2…», στο δε άρθρο 13 ότι «1. Τα μέτρα της συνήθους δέουσας επιμέλειας που εφαρμόζουν τα υπόχρεα πρόσωπα ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν:…γ) Τη συλλογή πληροφοριών για το σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή σημαντικών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου και την επαλήθευση των εισοδημάτων των ανωτέρω από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς με βάση προσκομιζόμενο πρόσφατο εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογίας εισοδήματος, πλην των περιπτώσεων που ο πελάτης δεν υποχρεούται να υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος. δ) Την εξέταση με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγής ή δραστηριότητας, η οποία από τη φύση της ή από τα στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσομένου μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στις συναλλαγές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως οι πολύπλοκες ή ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές και όλα τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή σαφή νόμιμο λόγο…στ) Την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών και δραστηριοτήτων των ως άνω προσώπων καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου τα υπόχρεα πρόσωπα να διαπιστώνουν ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους…». Δηλαδή οι σχετικές διατάξεις αφορούν σε έλεγχο που πραγματοποιεί η τράπεζα ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αυτή δεν προχωρεί σε ενδελεχή έλεγχο της αστικής φύσης της υποκείμενης σύμβασης, βάσει της οποίας μεταφέρονται χρήματα, κάτι που θα απαιτούσε να ζητάει έγγραφες συμβάσεις και διάφορα άλλα πιστοποιητικά στοιχεία, που δεν αποτελούν το αντικείμενο των δικών της δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι η τράπεζα όφειλε να ελέγξει το σύνολο των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των διαδίκων, το ότι δεν ζήτησε περισσότερα στοιχεία δεν μπορεί να αποτελέσει ένδειξη σε βάρος των καθ’ ων η ανακοπή ότι δεν δάνεισαν τα παραπάνω χρηματικά ποσά στην πρώτη ανακόπτουσα, πολλώ δε μάλλον που η αιτιολογία στο προαναφερόμενο από 12.2.2015 παραστατικό μεταφοράς «Συμμετοχή στη συγκέντρωση κεφαλαίων για αγορά πλοίου» δεν αρκεί για να αποκαλυφθεί το είδος της συμβατικής σχέσης, βάσει της οποίας μεταβιβάσθηκαν τα χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό του καθ’ου η πρώτη ανακοπή σε τραπεζικό λογαριασμό της τρίτης ανακόπτουσας για λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας. Αναφορικά δε με την καθ’ης στη δεύτερη ανακοπή, από την επισκόπηση του σχετικού παραστατικού μεταφοράς, το οποίο επισυνάπτεται στο από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό και με βάση το οποίο εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2016 προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει ότι αναγράφηκε οποιαδήποτε αιτιολογία κατάθεσης, απορριπτομένου του ισχυρισμού των ανακοπτουσών ότι διαγράφηκε η αιτιολογία της κατάθεσης. Εξάλλου, η κρίση ότι η παραδοτική σύμβαση δανείου καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και της καθ’ης η δεύτερη ανακοπή δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι η μεταφορά του χρηματικού ποσού των 110.000 ευρώ έγινε κατόπιν της από 11.2.2015 επιστολής της κόρης της καθ’ης η ανακοπή, . ………. προς την παραπάνω τράπεζα και η οποία ήταν συνδικαιούχος του λογαριασμού, προς εξυπηρέτηση της μητέρας της. Για το ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν στην πρώτη ανακόπτουσα, κατόπιν εντολής της καθ’ης στη δεύτερη ανακοπή κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως και υποβαλλόμενος στη βάσανο των ερωτήσεων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο . ……, οικογενειακός φίλος και συνεργάτης της οικογένειας ………., ο οποίος ήταν παρών στις συζητήσεις που έγιναν όταν η πρώτη ανακόπτουσα δεν μπορούσε να συγκεντρώσει επιπλέον ποσό 300.000 ευρώ ώστε να εξασφαλίσει τη δια δανείου χρηματοδότηση ύψους 5.170.000 δολαρίων Η.Π.Α. από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. για την αγορά του πλοίου “ΜΑ” και τη λύση έδωσαν οι καθ’ων η ανακοπή, …….. και …… υιός και σύζυγος του Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της πρώτης ανακόπτουσας, δανείζοντας άτοκα χρήματα από την προσωπική τους περιουσία.  Σημειωτέον ότι η πιο πάνω από 11.2.2015 επιστολή της … ………. δεν επισυνάφθηκε στην αίτηση της καθ’ης η δεύτερη ανακοπή- δεύτερης εφεσίβλητης μεταξύ των εγγράφων, βάσει των οποίων ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …/2016 διαταγή πληρωμής, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες στον παραπάνω Δικαστή σχετικά με το ποιος ήταν ο δανειστής του ποσού των 110.000 ευρώ, δηλαδή η ………..ή ………., αλλά προσκομίσθηκε το πρώτον από τις ανακόπτουσες, κατά τη συνεκδίκαση των ένδικων ανακοπών, προκειμένου να αμφισβητήσουν ότι κυρία του παραπάνω χρηματικού ποσού ήταν η καθ’ης η δεύτερη η ανακοπή, πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός κατά τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ορθά, λοιπόν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε στην ουσία τους τον τρίτο λόγο και το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της πρώτης ανακοπής και τον τέταρτο λόγο της δεύτερης ανακοπής, με τους οποίους οι ανακόπτουσες αμφισβήτησαν την κατάρτιση σύμβασης δανείου μεταξύ της πρώτης από αυτές και των καθ’ων η ανακοπή, τα όσα δε αντίθετα προβάλλονται με τον έβδομο λόγο έφεσης των εκκαλουσών-ανακοπτουσών πρέπει να απορριφθούν εν μέρει ως νόμω αβάσιμα (ως προς την παράβαση στην ερμηνεία και εφαρμογή του ν. 3691/2008) και κατά τα λοιπά ως ουσία αβάσιμα. Ομοίως ως ουσία αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί ο δέκατος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται για την απόρριψη του τρίτου λόγου ανακοπής τους κατά της καθ’ης και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης περί έλλειψης ενεργητικής της νομιμοποίησης να ζητήσει την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2016 διαταγής πληρωμής κατά των ανακοπτουσών, επειδή στο από 12.2.2015 παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας Α.Ε. που επισυνάπτεται στο από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου και ελήφθη υπόψη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ρητά αναφέρεται ότι καταθέτης είναι η κόρη της, ………. …. του …. και όχι η εφεσίβλητη, κάτι που προκύπτει και από την από 11.2.2015 επιστολή της κόρης της εφεσίβλητης προς την Εθνική Τράπεζα. Οι ίδιες οι ανακόπτουσες προσκομίζουν το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου, στο οποίο πράγματι επισυνάπτεται το από 11.2.2015 παραστατικό μεταφοράς πίστωσης μεταξύ λογαριασμών τρίτων εντός της Ε.Τ.Ε. ποσού 110.000 ευρώ, με λογαριασμό χρέωσης IBAN: ………., με εντολέα την ……… και λογαριασμό σε πίστωση, αυτόν της δικαιούχου ………. (τρίτης ανακόπτουσας), πλην όμως ακολουθεί συνημμένη σελίδα με την από 20.7.2016 βεβαίωση της Τράπεζας ότι δικαιούχοι του λογαριασμού χρέωσης είναι δύο και συγκεκριμένα πρώτη δικαιούχος είναι η εφεσίβλητη, ………. και δεύτερη δικαιούχος, η ………. . ., ενώ βεβαιώνεται με την από 16.12.2016 σφραγίδα του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, ………. ….. ότι βάσει και του εγγράφου αυτού εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2016 διαταγή πληρωμής. Επομένως και από το τελευταίο αυτό έγγραφο, που έλαβε υπόψη του ο εκδόσας τη διαταγή πληρωμής δικαστής αποδεικνύεται ότι τα χρήματα μεταφέρθηκαν στον λογαριασμό της τρίτης εκκαλούσας-τρίτης ανακόπτουσας (εγγυήτριας στο δάνειο) από κοινό λογαριασμό όπου πρώτη δικαιούχος ήταν η εφεσίβλητη, στοιχείο που σε συνδυασμό με το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείων των εκκαλουσών με την εφεσίβλητη αρκούσε για τη στοιχειοθέτηση της ενεργητικής νομιμοποίησης της τελευταίας να ζητήσει σε βάρος των πρώτων την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, χωρίς να δημιουργεί αμφιβολίες το γεγονός ότι την εντολή για τη μεταφορά χρημάτων την έδωσε η συνδικαιούχος στον κοινό λογαριασμό, κόρη της εφεσίβλητης. Κατά τα λοιπά, η επίκληση του ν. 3691/2008 και ότι βάσει αυτού οι Τράπεζες επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια υποχρεούνται σε πιστοποίηση της συναλλαγής και του πραγματικού δικαιούχου αλυσιτελώς προβάλλεται με τον παραπάνω λόγο έφεσης προς αντίκρουση της ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να αιτηθεί την έκδοση της υπ’ αριθ. 336/2016 διαταγής πληρωμής.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μεταξύ των ανακοπτουσών, δια του Προέδρου και Διευθυντή τους, .. ………. και του καθ’ου η πρώτη ανακοπή, … ………., καταρτίσθηκε στον Πειραιά, το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ../2016 διαταγή πληρωμής. Με το ως άνω συμφωνητικό οι παραπάνω συμβαλλόμενοι συνομολογούσαν ότι το ποσό των 200.000 ευρώ είχε καταβληθεί από τον … ………. λόγω δανείου προς την πρώτη ανακόπτουσα, συμφωνήθηκε ότι το δάνειο ήταν άτοκο και ορίσθηκε χρόνος για την απόδοσή του η 13.2.2016. Με το ίδιο έγγραφο η δεύτερη και η τρίτη των ανακοπτουσών εγγυήθηκαν υπέρ της οφειλέτριας πρώτης ανακόπτουσας, παραιτούμενες από την ένσταση δίζησης. Ακολούθως μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων καταρτίσθηκε στον Πειραιά το από 10.2.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο τροποποιήθηκε το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό ως προς τον χρόνο απόδοσης του δανείου, ο οποίος ορίσθηκε την 30.3.2016. Με τον έκτο λόγο εφέσεώς τους οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες  παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα εξέλαβε ότι με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους κατά του εφεσίβλητου, προέβαλαν ότι είναι άκυρο το από 13.2.2015 «ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου», φερόμενο ως υπογραφέν μεταξύ του … ……….-πατέρα του εφεσίβλητου δήθεν για λογαριασμό τους και του εφεσίβλητου, για το λόγο ότι τούτο φέρει ψευδή ημερομηνία του γνησίου της υπογραφής του. Ότι η πραγματικότητα είναι ότι με τον παραπάνω λόγο ανακοπής τους κατά του εφεσίβλητου, προβάλλουν ότι το ως άνω από 13.2.2015 φερόμενο σαν «ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου» υπογράφηκε όχι στις 13.2.2015, αλλά μετά τον Μάιο του 2016 και σε κάθε περίπτωση μετά τις 10.9.2015, πράγμα που προσαποδεικνύει ότι το εν λόγω συμφωνητικό επινοήθηκε από τον εφεσίβλητο και τον πατέρα του εκ των υστέρων και όχι την 13.2.2015. Ότι τούτο ρητά αναφέρεται στον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους ως ακολούθως: «Ο καθού και ο πατέρας του προκειμένου να προσδώσουν αληθοφάνεια στο ως άνω από 13-2-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου και ότι αυτό υπογράφηκε τάχα στις 13-2-2015 και όχι μετά το Μάιο του 2016 επεδίωξαν τη βεβαίωση του γνησίου των υπογραφών τους επί του προαναφερθέντος συμφωνητικού. Προς τούτο, καίτοι ο καθού και ο πατέρας του διαμένουν στον Πειραιά, όπου, όπως αναφέρεται στο ως άνω συμφωνητικό, υπέγραψαν αυτό, εντούτοις προσκόμισαν το εν λόγω συμφωνητικό στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, το οποίο βεβαιώνει στις 13 Φεβρουαρίου 2015 τη γνησιότητα των υπογραφών του καθού και του πατέρα του και ταυτόχρονα βεβαιώνει ότι η ημερομηνία έκδοσης του υπ’ αριθμ. ……… Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας του καθού, που προσκόμισε ο καθού στο ως άνω Αστυνομικό Τμήμα, είναι η 10 Σεπτεμβρίου 2015. Δηλαδή είναι αυταπόδεικτη η ψευδής ως άνω βεβαίωση, που πέτυχαν ο καθού και ο πατέρας του και της οποίας ο καθού έκανε χρήση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά». Ότι συνεπώς ο τέταρτος λόγος της ανακοπής τους κατά του εφεσίβλητου αποσκοπεί να καταδείξει την εκ μέρους των εφεσίβλητων και του .. ………. προσπάθεια να προσδώσουν αληθοφάνεια, δηλ. να προσδώσουν αλήθεια σε έγγραφο, ήτοι στο από 13-2-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου, ότι τούτο είναι αληθές ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Επί του λόγου αυτού, λεκτέα τα εξής: Κατά το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 παρ.3 του ίδιου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσότερων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση ή η παροχή χρεογράφων (ΕφΔωδ 118/2015, 102/2002, ΕφΑθ 2558/2011, ΕφΘεσσαλ 861/2000 στην ΤΝΠ Νόμος). Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, μετ’ αποδοχή σχετικού λόγου ανακοπής, περί μη αποδείξεως της απαιτήσεως εκ των επισυναφθέντων εγγράφων και συνεπώς περί μη συνδρομής της νόμιμης αυτής προϋποθέσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής, με επανεκτίμηση από το δικαστήριο που δικάζει επί της ανακοπής μόνο των ως άνω, κατά την υποβολή της αίτησης, επισυναφθέντων εγγράφων, αφού δεν επιτρέπεται η απόδειξη της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με νέα, το πρώτον επικαλούμενα και προσκομιζόμενα στη δίκη της ανακοπής αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 782/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 838, ΑΠ 40/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 337, ΕφΑθ 7531/2007, στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 378/1998, ΕΔΠ 98, σελ. 380). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΕλλΔνη 46, σελ. 1649, ΟλΑΠ 10/1997, ΕλλΔνη 38, σελ. 768, ΑΠ 1053/2008, ΧρΙΔ 2009, σελ. 414, ΕφΑθ 2558/2011, ΕφΑΔ 2012, σελ. 883, ΜΕφΘεσσαλ 2519/2018, Δ.Ε.Ε. 2019, σελ. 1355). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, που ορίζει ότι με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει στο δανειστή άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, προκύπτει ότι με τη σύμβαση άτοκου δανείου, ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Η σύμβαση άτοκου δανείου είναι ενοχική, διαρκής, ετεροβαρής, άτυπη και παραδοτική σύμβαση, με την έννοια ότι για την κατάρτισή της (τελείωση του δανείου) απαιτείται η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος από τον δανειστή στον οφειλέτη (ΕφΘεσσαλ 1663/2018, στην ΤΝΠ Νόμος). Για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής προς απόδοση του ποσού που έλαβε ο δανειολήπτης από σύμβαση άτοκου δανείου, πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως η σχετική απαίτηση, καθώς και το ποσό αυτής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 432 του ΚΠολΔ «Τα έγγραφα έχουν αποδεικτική δύναμη, όταν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, έχουν τα στοιχεία τα απαραίτητα για το κύρος τους, δεν είναι τεμαχισμένα, τρυπημένα ή διαγραμμένα, δεν έχουν ξυσίματα ή εξαλείψεις ή δεν είναι με άλλον τρόπο αλλαγμένα σε ουσιώδη μέρη τους, και μπορούν να διαβαστούν». Με την ανωτέρω διάταξη ορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα έγγραφα, ανεξάρτητα από το είδος τους (δημόσια ή ιδιωτικά), έχουν κύρος και αποδεικτική δύναμη. Ειδικότερα, με την παραπάνω διάταξη προβλέπεται ότι προϋποθέσεις του κύρους και της αποδεικτικής δύναμης των εγγράφων είναι: Α) Η σύνταξή τους κατά τους νόμιμους τύπους. Κρίσιμο για τον τύπο στοιχείο είναι το προβλεπόμενο από το νόμο για το είδος του εγγράφου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για δημόσιο ή ιδιωτικό. Β) Τα έγγραφα να έχουν τα απαιτούμενα για το κύρος τους στοιχεία, όπως υπογραφή, σφραγίδα δημόσιου υπαλλήλου κλπ. Γ) Τα έγγραφα να μην είναι τεμαχισμένα, διατμημένα, διαγραμμένα. Δηλαδή τα έγγραφα πρέπει να είναι άρτια, να μην είναι τεμαχισμένα, διατμημένα, διαγραμμένα και να μην έχουν ξέσματα ή εξαλείψεις ή να έχουν υποστεί μεταβολή σε ουσιώδη μέρη. Ο τεμαχισμός, η διάτμηση ή διαγραφή εγγράφου τεκμαίρεται ότι διενεργήθηκε με σκοπό την κατάλυση της αποδεικτικής του δύναμης (άρθρο 433 ΚΠολΔ). Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό, ενώ αν οι μεταβολές στο έγγραφο δεν αφορούν ουσιώδη μέρη του, δεν επηρεάζεται η ισχύς του. Αρκεί να αποδειχθεί ότι οι μεταβολές οφείλονται σε ενέργεια του εκδότη του εγγράφου ή σε πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η από το έγγραφο απόδειξη ή ότι αυτές έγιναν με συναίνεση των παραπάνω προσώπων. Δ) Τα έγγραφα πρέπει να είναι αναγνώσιμα, δηλαδή πρέπει να υφίσταται η δυνατότητα ανάγνωσής τους, χωρίς η απλή δυσχέρεια στην ανάγνωση να αποκλείει το κύρος και την αποδεικτική τους δύναμη [βλ. Απαλαγάκη Χ. (-Μπαλογιάννη Ε.- Ρεντούλη Π.), Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο 432, αριθ. περιθ. 13-17). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 443 ΚΠολΔ «Για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που επιβεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει». Ωστόσο, για την υπόσταση και το κύρος ιδιωτικού εγγράφου, από καμία διάταξη νόμου δεν απαιτείται αυτό να περιλαμβάνει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των προσώπων που αναλαμβάνουν με την υπογραφή τους στο έγγραφο τις υποχρεώσεις που περιγράφονται σε αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της στρεφόμενης κατά του καθ’ου ανακοπής, οι ανακόπτουσες ισχυρίσθηκαν ότι το γνήσιο των υπογραφών των συμβληθέντων στο από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου, με βάση το οποίο εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2016 διαταγή πληρωμής, δεν έγινε στον χρόνο που βεβαιώθηκε σε αυτό, δηλαδή στις 13.2.2015, αλλά μετά τον Μάιο του 2016, αφού το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που προσκόμισε ο καθ’ου για την ταυτοπροσωπία του φέρεται εκδοθέν στις 10.9.2015, τούτο δε έγινε για να προσδώσουν ο εφεσίβλητος και ο πατέρας του αληθοφάνεια στην παραπάνω σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτουσες βάλλουν κατά του τυπικού κύρους της παραπάνω διαταγής πληρωμής είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, με βάση τις διατάξεις των άρθρων που παρατέθηκαν αμέσως παραπάνω και στην παρούσα απόφαση, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, καθώς η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους και της αποδεικτικής δύναμης του εν λόγω εγγράφου, κατά τα ανωτέρω. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε συμπληρουμένης της αιτιολογίας του από το παρόν Δικαστήριο κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η κατάρτιση της ένδικης (παραδοτικής) δανειακής σύμβασης έγινε με τη μεταφορά χρημάτων από λογαριασμό του καθ’ου η πρώτη ανακοπή σε λογαριασμό της τρίτης ανακόπτουσας για λογαριασμό της πρώτης, στις 12.2.2015, το φέρον ημερομηνία 13.2.2015 «ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου» σε κάθε περίπτωση καταρτίσθηκε εκ των υστέρων ως αποδεικτικός τύπος για τη σύναψη του δανείου. Είτε λοιπόν ο μεταγενέστερος χρόνος κατά τον οποίο αυτό υπεγράφη και θεωρήθηκε το γνήσιο της υπογραφής των συμβαλλομένων είναι η 13.2.2015, είτε ο χρόνος που θεωρήθηκε το γνήσιο της υπογραφής τους στο Α.Τ. Εξαρχείων ήταν μετά την 10.9.2015, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του καθ’ου- εφεσίβλητου και οπωσδήποτε πριν προσκομισθεί το εν λόγω συμφωνητικό μαζί με την από 8.8.2016 αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής στον εκδόσαντα την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ../2016 διαταγή πληρωμής δικαστή, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω έγγραφο συντάχθηκε και υπογράφηκε από τον . ………. ως Πρόεδρο και Διευθυντή της πρώτης ανακόπτουσας, ιδιότητα την οποία εξακολουθούσε να έχει ακόμη και κατά τον χρόνο συζήτησης της ένδικης ανακοπής στον πρώτο βαθμό και υπό την οποία (ιδιότητα) φέρεται να εκπροσωπούσε την παραπάνω εταιρία ως οφειλέτη (δανειολήπτρια) και από τον καθ’ου η πρώτη ανακοπή-εφεσίβλητο ως δανειστή, η γνησιότητα των υπογραφών των οποίων δεν αμφισβητείται από τις ανακόπτουσες, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η αποδεικτικότητα του ως άνω «ιδιωτικού συμφωνητικού σύναψης δανείου», ούτε να μπορεί να συναχθεί από τον εσφαλμένο χρόνο θεώρησης των υπογραφών των συμβαλλομένων από τον βεβαιώσαντα αστυνομικό του Α.Τ. Εξαρχείων ότι οι περιεχόμενες στο συμφωνητικό δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων δεν είναι αληθείς αλλά μόνον αληθοφανείς. Επομένως, ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ως άνω λόγος ανακοπής από την εκκαλούμενη απόφαση, ο δε τα αντίθετα υποστηρίζων παραπάνω λόγος έφεσης των εκκαλουσών-ανακοπτουσών τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι μεταξύ των ανακοπτουσών, δια του Προέδρου και Διευθυντή τους, . ………. και της καθ’ης η δεύτερη ανακοπή, . ………., καταρτίσθηκε στον Πειραιά το από 13.2.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ./2016 διαταγή πληρωμής. Με το εν λόγω συμφωνητικό οι παραπάνω συμβαλλόμενοι συνομολογούσαν ότι το ποσό των 110.000 ευρώ είχε καταβληθεί από την … ………. λόγω δανείου προς την πρώτη ανακόπτουσα, συμφωνήθηκε ότι το δάνειο ήταν άτοκο και ορίσθηκε χρόνος για την απόδοσή του η 13.2.2016. Με το ίδιο έγγραφο η δεύτερη και τρίτη των ανακοπτουσών εγγυήθηκαν υπέρ της οφειλέτριας-πρώτης ανακόπτουσας, παραιτούμενες από την ένσταση δίζησης. Εξάλλου, από την με ημερομηνία 23.10.2014 συστατική πράξη της πρώτης ανακόπτουσας προκύπτει ότι σκοπός της εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο Β, είναι: «Να εμπλέκεται σε οποιαδήποτε νόμιμη πράξη ή δραστηριότητα για τις οποίες οι εταιρείες δύνανται σήμερα ή στο μέλλον να οργανώνονται υπό τον Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρείες των Νήσων Μάρσαλ, και χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να περιορίζεται η γενικότητα των παρακάτω, η Εταιρεία θα διαθέτει όλες τις ειδικές δυνατότητες που ορίζονται στο άρθρο 15 του Νόμου για τις Εμπορικές Εταιρείες, και συγκεκριμένα: 1) Να αγοράζει ή με άλλον τρόπο αποκτά, έχει στην ιδιοκτησία της, χρησιμοποιεί, λειτουργεί, ενεχυριάζει, υποθηκεύει, δανείζεται ενυποθήκως, μισθώνει, ναυλώνει, υποναυλώνει, πωλεί, κατασκευάζει και επισκευάζει ατμόπλοια, μηχανοκίνητα πλοία, δεξαμενόπλοια, φαλαινοθηρικά, ιστιοφόρα, ρυμουλκά, φορτηγίδες, μαούνες και κάθε άλλου είδους πλοίο ή σκάφος οποιουδήποτε μέσου μεταφοράς και μετακίνησης δια ξηράς, ύδατος ή αέρος μαζί με μηχανές, λέβητες, μηχανολογικό εξοπλισμό, εξοπλισμό και παρελκόμενα παντός είδους, συμπεριλαμβανομένων καταρτιών, ιστίων, λέμβων, αγκυρών, καλωδίων, παλάγκων, επίπλων και κάθε άλλων αναγκαίων εις αυτά υπαγόμενων ή ανηκόντων, μαζί με οποιαδήποτε υλικά, αντικείμενα, εργαλεία, εξοπλισμό, χρήση και λειτουργία αυτών. Και να εξοπλίζει, παρέχει, εφοδιάζει τέτοια σκάφη και πλοία…10) Να δανείζεται ή συγκεντρώνει χρήματα για οποιουσδήποτε από τους σκοπούς της εταιρείας και κατά καιρούς, δίχως όριο αναφορικά με τα ποσά να αναλαμβάνει, δημιουργεί, αποδέχεται, εγκρίνει, εκτελεί και εκδίδει γραμμάτια, αξιόγραφα, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα προς διαπραγμάτευση ή όχι αντικείμενα και αποδεικτικά χρέους, και να διασφαλίζει τις πληρωμές αυτών και των συμπαρομαρτούντων τόκων, υποθηκεύοντας ή ενεχυριάζοντας, μεταβιβάζοντας, τοποθετώντας σε καταπίστευμα, το σύνολο ή τμήμα της περιουσίας της εταιρείας, κινητής, ακίνητης ή μικτής, συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών της δικαιωμάτων, ασχέτως αν είναι υπαρκτά ή θα αποκτηθούν στο μέλλον, και να πωλεί, ενεχυριάζει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο διαθέτει τέτοια αξιόγραφα της εταιρείας για τους εταιρικούς της σκοπούς». Περαιτέρω, από την με ημερομηνία 9.2.2007 συστατική πράξη της τρίτης ανακόπτουσας προκύπτει ότι σκοπός της εταιρίας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο Β, είναι μεταξύ άλλων: «9. Να εγγυάται και ασφαλίζει χρέη κάθε είδους και μορφής, με όποια περιγραφή και όποιους όρους το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια θεωρεί επαρκή οποιουδήποτε προσώπου, φίρμας, ένωσης προσώπων, εταιρείας, δήμου, επαρχίας, πολιτείας, πολιτικού σώματος, κυβέρνησης ή αποικίας ή οποιουδήποτε δεσμού εξάρτησης με αυτές. Συγκεκριμένα, να εγγυάται και να ασφαλίζει μέσω υποθήκευσης οποιουδήποτε περιουσιακού της στοιχείου ή εναλλακτικά το χρέος οποιασδήποτε εταιρείας συνδεομένης, θυγατρικής ή με άλλο τρόπο εμπορικά ή/και οικονομικά σχετιζόμενης με αυτή την εταιρεία, ασχέτως αν τέτοια ασφάλεια ή υποθήκη τείνει ευθέως προς όφελος ή όχι αυτής της εταιρείας…». Περαιτέρω, με το Άρθρο ΙΙΙ των από 24-10-2014 και 15-2-2007 Εσωτερικών Κανονισμών (Bylaws) της πρώτης και τρίτης ανακόπτουσας, το οποίο (άρθρο) υιοθετήθηκε κατά την πρώτη συνεδρίαση της 24ης.10.2014 και της 16ης-2-2007, αντίστοιχα, των Διοικητικών τους Συμβουλίων προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Παράγραφος 1.- Αριθμός: Τα θέματα, οι υποθέσεις και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή. Μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτόν τον εσωτερικό κανονισμό, ο αριθμός των Διευθυντών μπορεί να αποφασίζεται είτε από την ψήφο της πλειοψηφίας του συνόλου του Συμβουλίου είτε από την ψήφο των μετόχων. Οι Διευθυντές δεν είναι αναγκαίο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ ή μέτοχοι της εταιρείας. Εταιρείες είναι δυνατόν στο βαθμό που επιτρέπεται από το νόμο να εκλέγονται Διευθυντές…», ενώ με το άρθρο V προβλέπονται τα εξής: «Αξιωματούχοι- Παράγραφος 1.- Αριθμός και Διορισμός: Το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα προβαίνει σε διορισμό αξιωματούχου ή αξιωματούχων ή ενός Διαχειριστικού Διευθυντή, ή σε όποιο διορισμό θεωρείται αναγκαίος για την εξυπηρέτηση των εταιρικών σκοπών. Συγκεκριμένα και χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα του προηγούμενου, το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα μπορεί να διορίζει έναν Πρόεδρο ή/και Αντιπρόεδρο ή/και Γραμματέα ή/και Ταμία ή έναν Διαχειριστικό Διευθυντή και Γραμματέα, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπροσθέτως το Διοικητικό Συμβούλιο θα μπορεί να διορίζει όποιον άλλο τέτοιο αξιωματούχο θεωρεί αναγκαίο. Οι αξιωματούχοι μπορεί να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας και δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ και μπορούν αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι Διευθυντές. Οι αξιωματούχοι των εταιρειών θα είναι φυσικά πρόσωπα με εξαίρεση τον Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να είναι εταιρική οντότητα. Το ίδιο φυσικό πρόσωπο μπορεί να κατέχει οποιαδήποτε δύο ή περισσότερα αξιώματα…Παράγραφος 2.- Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής: Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνδέονται με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο…». Επίσης, με το Άρθρο ΙΙΙ παρ.1 του Εσωτερικού Κανονισμού της δεύτερης ανακόπτουσας ορίζεται ότι: «Τα θέματα, οι υποθέσεις και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από όχι λιγότερους από τρεις Διευθυντές, εφόσον οι μετοχές της εταιρίας κατέχονται προς όφελος και σύμφωνα με το βιβλίο μετόχων από λιγότερους από τρεις μετόχους και ο αριθμός των Διευθυντών δύναται να ισούται με τον αριθμό των μετόχων. Μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτόν τον εσωτερικό κανονισμό, ο αριθμός των Διευθυντών μπορεί να αποφασίζεται είτε από την ψήφο της πλειοψηφίας του συνόλου του Συμβουλίου είτε από την ψήφο των μετόχων. Οι Διευθυντές δεν είναι αναγκαίο να είναι κάτοικοι της Λιβερίας ή μέτοχοι της εταιρείας. Εταιρείες είναι δυνατόν στο βαθμό που επιτρέπεται από το νόμο να εκλέγονται Διευθυντές», ενώ με το Άρθρο V υπό τον τίτλο «Αξιωματούχοι» ορίζονται τα εξής: « Παράγραφος 1.- Αριθμός και Διορισμός: Το Διοικητικό Συμβούλιο θα εκλέγει έναν Πρόεδρο και ένα Γραμματέα/ταμία και όποιου είδους άλλο τέτοιο αξιωματούχο θεωρείται αναγκαίο. Οι αξιωματούχοι μπορεί να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας και δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτοικοι Λιβερίας…Παράγραφος 2.- Πρόεδρος: Ο Πρόεδρος θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνδέονται συνήθως με το  αξίωμα του Προέδρου, εκτός αν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο…». Όπως εκτέθηκε και πιο πάνω στην παρούσα, με βάση τις παραπάνω προβλέψεις των Εσωτερικών Κανονισμών (Bylaws) των ανακοπτουσών εταιριών, σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες διατάξεις της παρ.48 και παρ.62 παρ.1 και 8 νμΝΕΕ, παρ.6.1 και παρ.6.15 παρ.1 και 7 λβΝΕΕ, σχετικά με την εκπροσώπηση των παραπάνω εταιριών, αποδεικνύονται τα εξής: Α) Στον Πρόεδρο των ανακοπτουσών εταιριών προσδίδεται και η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, αυτός έχει την καταστατική εξουσία να ενεργεί τις πράξεις γενικής διαχείρισης, και σ’  αυτόν απονέμονται οι εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνδέονται με το αξίωμα του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, και θα έχει όσες άλλες εξουσίες και θα εκτελεί όσα άλλα καθήκοντα εκχωρούνται σ’ αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Β) Παρότι οι παραπάνω διατάξεις διατυπώνονται ρητά μόνο σε σχέση με τη διαχειριστική εξουσία του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, ελλείψει άλλης σχετικής ρύθμισης, κρίνεται ότι η διάταξη αυτή ισχύει και σε σχέση με την εκπροσωπευτική εξουσία του παραπάνω προσώπου. Γ) Η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης του Προέδρου δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται σε πράξεις που εντάσσονται στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εταιριών, διότι σ’ αυτόν απονέμονται η εξουσία διενέργειας πράξεων γενικής διαχείρισης, καθώς και οι εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου. Όπως προεκτέθηκε, κατά την κατάρτιση των παραπάνω συμβάσεων, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, οι ανακόπτουσες εκπροσωπήθηκαν από τον Πρόεδρο και Διευθυντή τους, … ………., ενώ κατά τον χρόνο κατάρτισης των εν λόγω συμβάσεων δεν είχε τεθεί οποιοσδήποτε ειδικός περιορισμός στις εξουσίες και τα καθήκοντα του Προέδρου, τέτοιος δε περιορισμός τέθηκε μεταγενέστερα από τους μετόχους μόνο της δεύτερης ανακόπτουσας “……….”, οι οποίοι κατά τη Γενική Συνέλευση της 3.3.2016 αποφάσισαν ότι: «Για μικρά και μεγάλα θέματα, κυρίως όμως για ασφάλιση πλοίων, αγοραπωλησίες πλοίων, ανανέωση ή νέα ναύλωση, claims, τροποποίηση υπαρχουσών συμφωνιών, δανειακές συμβάσεις κλπ, απαιτούνται οι υπογραφές δύο εκ των τριών μετόχων, όπως έχει ήδη γίνει για τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τους λογαριασμούς των δανείων. Επίσης δύο υπογραφές απαιτούνται για τις πληρωμές και γενικά τη διαχείριση του ταμείου των μετρητών». Κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, στην υπό κρίση περίπτωση, οι προαναφερόμενες συμβάσεις, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, δεσμεύουν τις ανακόπτουσες και γεννούν υποχρεώσεις σε βάρος τους, καθώς κατά την κατάρτισή τους ο ως άνω Πρόεδρος/Διευθυντής εκπροσωπούσε νόμιμα τις παραπάνω εταιρίες. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των παραπάνω συμβάσεων δανείου, το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά συμφωνήθηκαν άτοκα, άρα, επρόκειτο για χαριστικές συμβάσεις, καθώς η απόδοσή τους στην οποία υποχρεούτο η πρώτη ανακόπτουσα δεν αποτελούσε αντάλλαγμα για την παραχώρηση της χρήσης του δανείσματος (βλ. Γεωργιάδη Α., Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος 1, παρ.41, σελ. 573-575), σε συνδυασμό, κυρίως, με τις ανάγκες που εξυπηρετήθηκαν από τις συμβάσεις αυτές, καθώς χάρη στις δανειοδοτήσεις αυτές αποτράπηκε ο κίνδυνος ματαίωσης αγοράς του πλοίου “CA”, λόγω μη συγκέντρωσης των αναγκαίων ιδίων κεφαλαίων από την πρώτη ανακόπτουσα κατά τα προαναφερθέντα, κρίνεται ότι οι συμβάσεις δανείου είναι εντός εταιρικού σκοπού, ως εμπίπτουσες στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου Β περ.1 και 10 της από 23-10-2014 συστατικής πράξης της πρώτης ανακόπτουσας που παρατέθηκε παραπάνω, και παράλληλα εμπίπτουν εντός των ορίων της συνήθους γενικής διαχείρισης του Προέδρου της εταιρίας, ως προς την οποία δεν είχε τεθεί οποιοσδήποτε ειδικός περιορισμός με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ με τις συμβάσεις αυτές εξυπηρετήθηκαν οι λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας προς εκπλήρωση του εταιρικού της σκοπού. Επομένως, δεν απαιτείτο, εν προκειμένω, κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων από το τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, ούτε απαιτείτο να έχει προηγηθεί, έστω κατά πλειοψηφία, σχετική απόφαση από το Διοικητικό Συμβούλιο, απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από τις ανακόπτουσες.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο ………… ……….. είχε εξουσία εκπροσώπησής τους για τη σύναψη των διατεινόμενων συμβάσεων δανείων με εγγύηση των δεύτερης και τρίτης των εκκαλουσών, καθώς δεν έλαβε υπόψη του προσκομισθέντα από αυτές έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι η εκπροσώπησή τους ασκείται από κοινού από τα τρία μέλη του Δ.Σ. και τους μετόχους αυτών, αποφασίζοντας κατά πλειοψηφία. Ότι συγκεκριμένα δεν ελήφθησαν υπόψη οι προτάσεις που κατέθεσε ο . ………. μαζί με τον εφεσίβλητο υιό του και την κόρη του, ………. ………. στις 17.9.2018 προς αντίκρουση της από 8.5.2018 με Γ.Α.Κ. …./2018 αγωγής που άσκησαν οι δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και οι εταιρίες “……… ” και “………” εναντίον εκείνων, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η οποία (αγωγή) εκδικάστηκε στις 13.11.2018 κατά τη νέα τακτική διαδικασία. Ότι στις προτάσεις αυτές ο εφεσίβλητος, ο πατέρας του και η αδελφή του δηλώνουν ότι η νυν δεύτερη εκκαλούσα-ανακόπτουσα “………..”, αλλά και οι λοιπές εταιρίες του ίδιου ομίλου ήταν απολύτως προσωποπαγείς «αποτελούμενες από μόλις τρία μέλη, τρεις μετόχους, οι οποίοι ασκούσαν από κοινού τη διοίκηση τους» και ότι «τη διαχείριση των εταιρειών ασκούσαν από κοινού όλοι οι μέτοχοι και μέλη του Δ.Σ. αυτών, ήτοι οι κ.κ. ……….., ……….. και ο 3ος από εμάς» (ενν. τον ……….. ……….). Επίσης ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι η πρώτη εκκαλούσα-ανακόπτουσα διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος υπερβαίνει τα ποσά των ένδικων οφειλών και ότι ο . ……….. θα μπορούσε, αν ήταν πράγματι νόμιμος εκπρόσωπος αυτών να εξοφλήσει τις δήθεν οφειλές προς τους εφεσίβλητους με χρήματα του παραπάνω τραπεζικού λογαριασμού, κάτι που δεν έγινε γιατί ο . ……….. δεν ήταν εκπρόσωπος των εταιριών. Ότι ακόμη, η εκκαλούμενη δεν έλαβε υπόψη, άλλως δεν εκτίμησε: α) τα από 30.1.2015 Πρακτικά κοινής συνέλευσης του διοικητικού συμβουλίου και των μετόχων της πρώτης ανακόπτουσας, δυνάμει των οποίων αποφασίσθηκε, ανάμεσα στα άλλα, η αγορά του πλοίου “CΑ”, πρώην “MΑ”, β) τα από 22.9.2017 Πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης ανακόπτουσας, από τα οποία αποδεικνύεται ότι προκειμένου να απαντήσει σε μία επιστολή της Εθνικής Τράπεζας με ημερομηνία 17.8.2017, το διοικητικό συμβούλιο αυτής ήταν εκείνο που έλαβε την απόφαση και όχι ο ……… ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ο οποίος απλώς προήδρευσε στην παραπάνω συνεδρίαση, γ) την από 2.8.2016 ηλεκτρονική επιστολή αμφότερων των εφεσίβλητων προς τους ………. ………., ………. ………., .. ………. και . ………. και την εταιρία …….., απ’ όπου προκύπτει ότι τα από 13.2.2015 ιδιωτικά συμφωνητικά σύναψης δανείου επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν από τους εφεσίβλητους εκ των υστέρων και δη μετά την 2.8.2016, ημερομηνία που αυτοί απέστειλαν την παραπάνω ηλεκτρονική επιστολή τους, καθώς δεν απηύθυναν την επιστολή στην “…….” ως δανειολήπτρια και στην εταιρία “……..” ως εγγυήτρια του δήθεν δανείου και δεν ανέφεραν σε αυτή (την από 2.8.2016 ηλεκτρονική επιστολή) ότι δάνεισαν στην πρώτη ανακόπτουσα τα ποσά των 200.000 ευρώ και των 110.000 ευρώ και ότι οι λοιπές ανακόπτουσες εγγυήθηκαν την αποπληρωμή των εν λόγω ποσών. Ο παραπάνω λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι στην εκκαλουμένη, στο τέλος της δεύτερης σελίδας του 19ου φύλλου της διαλαμβάνεται ότι ελήφθησαν υπόψη «όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι», χωρίς να απαιτείται κατά την Πολιτική Δικονομία να γίνεται ειδική μνεία συγκεκριμένων εγγράφων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ουσίας. Πέραν δε τούτου, στις ως άνω επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 17.9.2018 προτάσεις του εφεσίβλητου, του πατέρα του και της αδελφής του προς αντίκρουση της από 8.5.2018 με Γ.Α.Κ. …………./2018 αγωγής, στη σελίδα 10 αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι: «Η δε νομική εξουσία δέσμευσης των εναγουσών εταιρειών, έχει απονεμηθεί με τους πανομοιότυπους εσωτερικούς κανονισμούς τους (by-laws), στον Πρόεδρο εκάστης εταιρείας, στον οποίο αποδίδεται με το καταστατικό η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, ο οποίος ορίζεται ότι «έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας, μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνδέονται συνήθως με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή…». Επομένως, από τις προτάσεις αυτές δεν συνάγεται εξώδικη ομολογία του νυν εφεσίβλητου ότι ο Πρόεδρος των ανακοπτουσών, . ……….. δεν μπορούσε να τις εκπροσωπεί μόνος του στα θέματα που συνδέονταν με το αξίωμά του και ότι έπρεπε για όλα τα θέματα να αποφασίζει κατά πλειοψηφία το διοικητικό συμβούλιο. Σχετικά δε με το προβαλλόμενο ότι η μη πληρωμή των ένδικων οφειλών από τραπεζικό λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της πρώτης ανακόπτουσας με εντολή του . ………. οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν είχε τη σχετική εξουσία να το πράξει, σημειώνεται ότι τούτο δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των καθ’ων και ήδη εφεσίβλητων, καθώς αυτό σχετίζεται με τις εσωτερικές ισορροπίες των μετόχων της οφειλέτριας εταιρίας και τα μεταξύ τους συμφέροντα που οδήγησαν στη μη εξόφληση των παραπάνω οφειλών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της δανειολήπτριας εταιρίας. Περαιτέρω, τα επικαλούμενα από 22.9.2017 Πρακτικά Έκτακτης Συνεδρίασης του Δ.Σ. της πρώτης ανακόπτουσας αφορούν σε απάντηση της εταιρίας στην από 17.8.2017 επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. «προς την Εταιρεία, τους Διευθυντές- Προσωπικούς εγγυητές και την .…….. ως εταιρική εγγυήτρια, με την οποία η Τράπεζα, υπό την ιδιότητά της ως δανείστριας στην από 6-2-2015 σύμβαση δανείου που έχει συνάψει η Εταιρεία μαζί της για την χορήγηση δανείου αρχικού ποσού Δολ. ΗΠΑ 5.170.000, χαρακτήρισε την εκ μέρους των ……….. απόκτηση μετοχών της Εταιρείας ως Γεγονός Υπερημερίας, σύμφωνα με την ρηθείσα σύμβαση δανείου και ζήτησε από την Εταιρεία να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την άρση του εν λόγω Γεγονότος Υπερημερίας». Δηλαδή αφενός η απάντηση αφορούσε όχι μόνο την πρώτη ανακόπτουσα αλλά και ατομικά τους Διευθυντές- μέλη του Δ.Σ. (και) προς τους οποίους είχε απευθυνθεί η επιστολή της τράπεζας, αφετέρου αφορούσε σε σοβαρό εταιρικό ζήτημα, ήτοι στην αποτροπή της υπερημερίας της εταιρίας στις υποχρεώσεις της έναντι της Εθνικής Τράπεζας, από το μεγάλο δάνειο ύψους 5.170.000 δολαρίων Η.Π.Α. που η εταιρία είχε λάβει για να καλύψει το 55% του τιμήματος από την αγορά του πλοίου “CA”, ήτοι αναφερόταν σε ζήτημα που υπερέβαινε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη συνήθη αρμοδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ.- Διαχειριστικού Διευθυντή της, εν προκειμένω του   ………. και για το οποίο έπρεπε να ληφθεί απόφαση από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Ομοίως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εξέφευγε της συνήθους διαχειριστικής εξουσίας για τη λήψη αποφάσεων του Προέδρου του Δ.Σ.- Διαχειριστικού Διευθυντή της πρώτης ανακόπτουσας, η απόφαση για την αγορά του πλοίου “A” αξίας 9.400.000 δολαρίων Η.Π.Α., η απόκτηση και εκμετάλλευση του οποίου αποτελούσε και τον κύριο σκοπό της εταιρίας, με αποτέλεσμα να πρέπει να ληφθεί απόφαση απ’ όλα τα μέλη του Δ.Σ., έστω κατά πλειοψηφία. Τέλος, το γεγονός ότι η από 2.8.2016 ηλεκτρονική επιστολή των εφεσιβλήτων απευθύνεται στον ………. ………. ως μέτοχο και πρόεδρο- διευθυντή της ………, στον ………. ………. ως μέτοχο και γραμματέα- διευθυντή της …….., στην………. ως νόμιμο εκπρόσωπο της ……., στην………. ως νόμιμο εκπρόσωπο της ……….. και στην εταιρία …….. και τους ενημερώνει «Κύριοι, δεν έχετε ανταποκριθεί στην εκπλήρωση απέναντί μας των παρακάτω υποχρεώσεων της εταιρείας………. και της εταιρείας ……. …Οφειλή προς……….: Δανεισμός για την απόκτηση του CA ποσού 200.000 Ε Είσπραξη από την πώληση του …….. αυτοκινήτου της εταιρείας 95.000 Ε Ποσό προς επιστροφή 105.000 Ε  Οφειλή προς………. 1. Δανεισμός για την απόκτηση του CA ποσό 100.000 Ε…» το μόνο που δηλώνει είναι η επιλογή των εφεσίβλητων να απευθυνθούν σε έναν εκ των οφειλετών τους εξ εγγυήσεως από τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις και συγκεκριμένα στην εκ των εγγυητριών του δανείου, δεύτερη ανακόπτουσα εταιρία “…………..” και να της ζητήσουν να εκπληρώσει τις βαρύνουσες αυτήν οικονομικές υποχρεώσεις, όπως είχαν άλλωστε το δικαίωμα, να απευθυνθούν με επιστολή σε οιονδήποτε οφειλέτη της επιλογής τους, χωρίς από την επιστολή αυτή να μπορεί να συναχθεί ότι δεν θεωρούν οφειλέτες τους τις άλλες δύο ανακόπτουσες εταιρίες, ούτε άλλωστε χρειαζόταν με την επιστολή αυτή να αναπτύξουν πλήρες ιστορικό των ένδικων συμβάσεων.

Παρακάτω, με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου έφεσής τους οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε την εκ μέρους της πληρεξούσιας δικηγόρου των εφεσίβλητων μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά, των διατάξεων των Εσωτερικών Κανονισμών τους που αφορούσαν την εκπροσώπησή τους από τα αρμόδια όργανα. Ότι ειδικότερα, σύμφωνα με το αγγλικό και αυθεντικό κείμενο των Εσωτερικών Κανονισμών τους και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ, παρ.1 εδ.α’: “The affairs, business and property of the Company shall be managed by a Board of Directors to consist of at least one Director” που ορθά σε ελληνική μετάφραση αποδίδεται ως εξής: «Τα θέματα, η επιχειρηματική (εμπορική) δραστηριότητα και η περιουσία της Εταιρείας θα διαχειρίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή». Ότι ο καθ’ου και ήδη εφεσίβλητος, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, μετέφρασε ως ακολούθως την αμέσως παραπάνω διάταξη: «Τα θέματα, οι υποθέσεις και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή». Ότι έτσι, ο καθ’ου μεταφράζει ορθώς τη λέξη “affairs” ως «θέματα», εσφαλμένως τη λέξη “business” ως «υποθέσεις» αντί του ορθού «επιχειρηματική δραστηριότητα» και ορθώς τη λέξη “property” ως «περιουσία». Ότι περαιτέρω, ο καθ’ου, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του μεταφράζει το άρθρο V παράγραφος 2 εδ.α’ των Εσωτερικών Κανονισμών των ανακοπτουσών ως ακολούθως: «Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής: Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και θα έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρείας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνδέονται [το ορθόν κατά τις εκκαλούσες: «συνάδουν»] συνήθως με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός αν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο». Ότι έτσι, ο καθ’ου μεταφράζει εσφαλμένα τη φράση του αγγλικού κειμένου του άρθρου V παρ.2 εδ.α’ “a general management” ως «γενική διοίκηση», ενώ το ορθό είναι «γενική διαχείριση». Ότι το κυριότερο, όμως, είναι ότι το άρθρο III παρ.1 εδ.α’ των Εσωτερικών Κανονισμών των ανακοπτουσών, το οποίο ορίζει τις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιριών αυτών είναι ευρύτερο του άρθρου V παρ.2 εδ.α’ των Εσωτερικών Κανονισμών που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Προέδρου. Ότι συγκεκριμένα η πρώτη διάταξη ορίζει ότι τα θέματα-affairs, η επιχειρηματική δραστηριότητα- business, η περιουσία- property διαχειρίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ η δεύτερη διάταξη αναφέρεται μόνο σε «θέματα» τουτέστιν για διαχείριση υλικών πράξεων και σε κάθε περίπτωση όχι σε «επιχειρηματική δραστηριότητα»- business και την «περιουσία»- property των ανακοπτουσών. Ότι είναι ολοφάνερο ότι το εκ μέρους του καθ’ου- ήδη εφεσίβλητου διατεινόμενο δάνειο και αληθές υποτιθέμενο θα ήταν επιχειρηματικό δάνειο και θα αφορούσε την επιχειρηματική δραστηριότητα, ήτοι τις business, για την οποία αποκλειστική εξουσία και αρμοδιότητα έχει το Διοικητικό Συμβούλιο των εταιριών. Παρακάτω, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, οι εκκαλούσες υποστηρίζουν ότι και στην υποθετική περίπτωση που το διατεινόμενο ως άνω δάνειο δεν αφορούσε την επιχειρηματική δραστηριότητά τους και πάλι ο πατέρας του καθ’ου και ήδη εφεσίβλητου δεν είχε δικαίωμα να υπογράψει για λογαριασμό τους τα παραπάνω συμφωνητικά, διότι το εν λόγω δάνειο εξέρχεται της συνήθους γενικής διαχείρισης, με αποτέλεσμα σύμφωνα με το άρθρο V παρ. 1 εδ.α’ των Εσωτερικών Κανονισμών τους, αυτές να μη δεσμεύονται. Προς απόδειξη τούτου προσκομίζουν και επικαλούνται την 376/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί ανακοπής της πρώτης ανακόπτουσας κατά του …….., ο οποίος επικαλείτο παρόμοια δήθεν εκπροσώπηση της εταιρίας από τον ……….. ………., την οποία (εκπροσώπηση) το εν λόγω Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή.

Ο παραπάνω λόγος έφεσης κατά τα ανωτέρω δύο σκέλη του τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Η λέξη “business” είτε μεταφραστεί ως «υποθέσεις», είτε ως «επιχειρηματική δραστηριότητα» δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι με το άρθρο V παρ.2 των Εσωτερικών Κανονισμών των εκκαλουσών-ανακοπτουσών προσδίδεται διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία στον Πρόεδρο και Διαχειριστικό Διευθυντή, έστω κι αν ο όρος “general management” μεταφραστεί αντί για «γενική διοίκηση», ως «γενική διαχείριση», καθώς και με τη μετάφραση της παραπάνω διάταξης που δίνουν οι εκκαλούσες ορίζεται ότι: «Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και θα έχει τη γενική διαχείριση όλων των θεμάτων της εταιρείας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνάδουν συνήθως με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός αν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλους είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο». Το υποστηριζόμενο από τις εκκαλούσες ότι η διάταξη του άρθρου ΙΙΙ παρ.1 εδ.α’ των Εσωτερικών Κανονισμών τους, σύμφωνα με την ορθή κατά τις ίδιες μετάφραση ότι «Τα θέματα, η επιχειρηματική (εμπορική) δραστηριότητα και η περιουσία της Εταιρείας θα διαχειρίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή» έχει την έννοια ότι η άσκηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας επιφυλάσσεται μόνο στο διοικητικό συμβούλιο αυτών, ενώ η λέξη «θέματα» που χρησιμοποιείται για τις αρμοδιότητες του Προέδρου- Διαχειριστικού Διευθυντή έχει την έννοια ότι αυτός έχει τη διαχείριση μόνο υλικών πράξεων τυγχάνει αυθαίρετο. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η λέξη «θέματα» δεν συμπεριλαμβάνει και συμβάσεις που καταρτίζει ο Πρόεδρος-Διαχειριστικός Διευθυντής κατά τη συνήθη άσκηση των καθηκόντων του. Άλλωστε και η 376/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που επικαλούνται οι εκκαλούσες, ήδη εξαφανισθείσα από την 376/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και η οποία αφορούσε σε άλλου είδους σύμβαση και δη σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους και όχι σε άτοκο δάνειο όπως εδώ, δεν κάνει διάκριση μεταξύ υλικών πράξεων και δικαιοπραξιών, αλλά δέχεται ότι με την διάταξη του άρθρου V παρ.2 του Εσωτερικού Κανονισμού απονέμεται στον Πρόεδρο η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας της εταιρίας, εκτός αν έχει τεθεί ειδικός περιορισμός στις εξουσίες αυτές με απόφαση του δ.σ. και ότι η σχετική διάταξη αναφέρεται στις εξουσίες γενικής διαχείρισης και όχι σε αυτές που εξέρχονται των ορίων της, όπως τέτοια περίπτωση δέχθηκε ότι ήταν η σύμβαση της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους. Περαιτέρω, το άτοκο δάνειο ύψους 200.000 ευρώ από τον εφεσίβλητο προς την πρώτη εκκαλούσα προς κάλυψη ενός μικρού μέρους του συνολικού τιμήματος ποσού 9.400.000 δολαρίων Η.Π.Α. για την αγορά του πλοίου “CA” από την τελευταία, επειδή δεν είχαν συγκεντρωθεί τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια από την αγοράστρια και προκειμένου η Εθνική Τράπεζα να δεχθεί να αναλάβει να καλύψει με δανεισμό το 55% της αξίας του είναι μία σύμβαση που δεν ξεπερνά τα όρια των τρεχουσών συναλλαγών, που πραγματοποιεί μια ναυτιλιακή εταιρία με σκοπό την αγορά ενός πλοίου και ως σύμβαση ενόψει του μεγέθους της συναλλαγής σε σύγκριση με το μέγεθος της αγοράς του πλοίου, του άμεσου συμφέροντος για την εταιρία, αφού δεν προβλέφθηκε σε βάρος της η καταβολή τόκων, του επείγοντος και της ανάγκης να ληφθεί γρήγορα απόφαση, ώστε να μη ματαιωθεί η αγορά του πλοίου, ανήκει στην κατηγορία των συμβάσεων της συνήθους γενικής διαχείρισης που ασκεί ο Πρόεδρος-Διαχειριστικός Διευθυντής μιας τέτοιας εταιρίας. Τα όσα, λοιπόν, αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με το πρώτο και δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής τους απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσία αβάσιμα. Παρακάτω με το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, οι εκκαλούσες υποστηρίζουν ότι έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση γιατί οι Εσωτερικοί Κανονισμοί αυτών πουθενά δεν προβλέπουν ότι ο …………… διορίζεται ή τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπός τους, αλλά αντιθέτως ότι από τις εκ μέρους του καθ’ου- ήδη εφεσίβλητου προσκομισθείσες για την έκδοση της διαταγής πληρωμής από 10.2.2015 τρεις φερόμενες ως βεβαιώσεις εκπροσώπησης, το μόνο που μπορεί να υποστηριχθεί είναι ότι η εκπροσώπηση των ανακοπτουσών αποφασίζεται από τους τρεις Διευθυντές του Δ.Σ. από κοινού και σε περίπτωση διαφωνίας από την πλειοψηφία. Το παραπάνω σκέλος του πέμπτου λόγου έφεσης τυγχάνει κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα ουσία αβάσιμο, καθώς η διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία του Προέδρου- Διαχειριστικού Διευθυντή για θέματα που συνάδουν με το αξίωμά του στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εν λόγω εταιριών προβλέπεται στο άρθρο V παρ.2 των Εσωτερικών Κανονισμών τους, οι δε βεβαιώσεις εκπροσώπησης της 10.2.2016 για τη σύνθεση του Δ.Σ. των παραπάνω εταιριών σχετικά με το ποιοι ήταν οι διορισθέντες Διευθυντές και Αξιωματούχοι τους για κάθε συγκεκριμένη θέση κατά τον παραπάνω χρόνο, δεν χρειαζόταν να επαναλαμβάνουν την ειδικά προβλεπόμενη από τους Εσωτερικούς Κανονισμούς τους εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης του εκάστοτε Προέδρου- Διαχειριστικού Διευθυντή. Περαιτέρω, με το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου έφεσης, οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες υποστηρίζουν ότι σύμφωνα με το άρθρο V παραγρ. 5 του Εσωτερικού Κανονισμού της πρώτης και το άρθρο V παραγρ. 4 του Εσωτερικού Κανονισμού της δεύτερης εξ αυτών, ο πατέρας του καθ’ου- εφεσίβλητου δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει “certificates of incumbency”, που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση των επίδικων διαταγών πληρωμής, δεδομένου ότι η εν λόγω αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στον Γραμματέα των εταιρειών τους. Και το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Τούτο, καθώς από την ανάγνωση των σχετικών διατάξεων των Εσωτερικών Κανονισμών των παραπάνω εταιριών δεν προκύπτει αποκλειστική αρμοδιότητα του Γραμματέα να εκδίδει “certificates of incumbency”, αλλά η εξουσία του να φυλάσσει όλα τα εταιρικά έγγραφα και να εναποθέτει σε αυτά την εταιρική σφραγίδα. Συγκεκριμένα στο άρθρο V παρ.5 του Εσωτερικού Κανονισμού της πρώτης ανακόπτουσας προβλέπεται ότι: «Ο Γραμματέας θα δρα ως γραμματέας σε όλες τις γενικές συνελεύσεις των μετόχων και τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου στις οποίες παρίσταται, θα έχει την επίβλεψη επί της παράδοσης και παραλαβής των ειδοποιήσεων της εταιρίας, θα φυλάττει όλα τα εταιρικά έγγραφα και την εταιρική σφραγίδα της εταιρείας, θα έχει την εξουσία να εναποθέτει την εταιρική σφραγίδα σε αυτά τα έγγραφα, των οποίων η εκτέλεση για λογαριασμό της εταιρείας υπό την εταιρική σφραγίδα είναι νομίμως επιτρεπτή και όταν γίνεται έτσι βεβαιώνει τα παραπάνω και θα έχει τις εξουσίες και θα εκτελεί τα όποια καθήκοντα μπορεί να του έχουν ανατεθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο, τους Διαχειριστικούς Διευθυντές, ή από τον Πρόεδρο. Αν ο Γραμματέας είναι εταιρεία κάθε αρμοδίως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος τέτοιας εταιρείας μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα του Γραμματέα». Αντίστοιχα, στο άρθρο V παρ.4 του Εσωτερικού Κανονισμού της δεύτερης ανακόπτουσας προβλέπεται ότι: «Ο Γραμματέας θα δρα ως γραμματέας σε όλες τις γενικές συνελεύσεις των μετόχων και τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου στις οποίες παρίσταται, θα έχει την επίβλεψη επί της παράδοσης και παραλαβής των ειδοποιήσεων της εταιρίας, θα φυλάττει όλα τα εταιρικά έγγραφα και την εταιρική σφραγίδα της εταιρείας, θα έχει την εξουσία να εναποθέτει την εταιρική σφραγίδα σε αυτά τα έγγραφα, των οποίων η εκτέλεση για λογαριασμό της εταιρείας υπό την εταιρική σφραγίδα είναι νομίμως επιτρεπτή και όταν γίνεται έτσι βεβαιώνει τα παραπάνω και θα έχει τις εξουσίες και θα εκτελεί τα όποια καθήκοντα μπορεί να του έχουν ανατεθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο, ή από τον Πρόεδρο». Επομένως, η έκδοση βεβαιώσεων για τη σύνθεση των μελών του Δ.Σ.-Διευθυντών της πρώτης και δεύτερης των ανακοπτουσών δεν αποδεικνύεται ότι ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα του εκάστοτε Γραμματέα των παραπάνω εταιριών, οπότε και ο Πρόεδρος-Διαχειριστικός Διευθυντής αυτών που είχε κατά τα ανωτέρω και εξουσία εκπροσώπησής τους για θέματα συνήθους διαχείρισης μπορούσε να εκδώσει τέτοιες βεβαιώσεις, μόνο δε ως προς την εναποτεθείσα στις σχετικές βεβαιώσεις εταιρική σφραγίδα, θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα, την οποία νομίμως κατέχει κατά τους Εσωτερικούς Κανονισμούς ο Γραμματέας, πλην όμως οι ανακόπτουσες δεν υποστηρίζουν με τον σχετικό λόγο έφεσης ότι την παραπάνω σφραγίδα δολίως αφαίρεσε από τον Γραμματέα, ο Πρόεδρος-Διαχειριστικός Διευθυντής τους και ότι στη συνέχεια την έθεσε παρά τη θέληση του πρώτου στα “certificates of incumbency” που νομίμως εξέδωσε.

Στη συνέχεια, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση αγνοώντας τα μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα δέχθηκε ότι ο ………….. είχε τη γενική διαχείριση των εν λόγω εταιριών, χωρίς οιονδήποτε ειδικό περιορισμό, ενώ βάσει των εγγράφων αυτών έπρεπε να δεχθεί ότι δεν είχε την παραπάνω γενική διαχείριση, αλλά ότι αντίθετα είχε προβλεφθεί ειδικός περιορισμός στις διατεινόμενες δήθεν εξουσίες και στα καθήκοντα του Προέδρου και ότι θα έπρεπε πριν την υπογραφή των ένδικων προχρονονολογηθέντων ιδιωτικών συμφωνητικών δανείων να ενημερωθεί ο εκάστοτε Γραμματέας των παραπάνω εταιριών. Ότι συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος-καθ’ου προσκόμισε πρωτοδίκως προς απόδειξη της σύνθεσης των μελών- διευθυντών του δ.σ. και των αξιωματούχων της πρώτης και της τρίτης ανακόπτουσας, το από 24.10.2014 πρακτικό του δ.σ. της πρώτης και το από 16.2.2007 πρακτικό του δ.σ. της τρίτης ανακόπτουσας, με τα οποία αυτά συγκροτήθηκαν σε σώμα και ορίσθηκαν ο ……. Πρόεδρος, ο …….. Αντιπρόεδρος και ο ………. Γραμματέας-Ταμίας, όπως οι ιδιότητές τους αυτές εξακολουθούν να ισχύουν, πλην όμως ότι αμφότερα τα πρακτικά προβλέπουν στην προτελευταία παράγραφό τους ότι: «Ο Γραμματέας εντάλθηκε να προμηθευτεί τα Ορθά Εταιρικά Βιβλία και να ολοκληρώσει τις λεπτομέρειες της οργάνωσης της Εταιρείας και να φροντίσει για όποιο άλλο ζήτημα μπορεί να είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική διαχείριση της Εταιρείας». Ότι ακόμη, σχετικά με τη σύνθεση των μελών του Δ.Σ. και τους Αξιωματούχους της δεύτερης ανακόπτουσας, ο καθ’ου και ήδη εφεσίβλητος, προσκόμισε πρωτοδίκως το από 27.5.2002 πρακτικό του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας και την από 3.3.2016 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων αυτής, από το συνδυασμό των οποίων αποδεικνύεται ότι στο διάστημα από 27.5.2002 μέχρι 3.3.2016, αξιωματούχοι της δεύτερης ανακόπτουσας ήταν ο ….. ως Πρόεδρος, ο εφεσίβλητος ……. ως Γραμματέας και ο …….. ως Ταμίας. Ότι ωστόσο, κατά την πρώτη συνεδρίαση του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, όταν τούτο συγκροτήθηκε σε σώμα, στις 16.5.1994 και συντάχθηκε το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης ανακόπτουσας με σύνθεση τους . ………. ως Πρόεδρο/Διευθυντή, τον εφεσίβλητο ως Γραμματέα/Διευθυντή και τον ………. . ως Ταμία/Διευθυντή υπήρχε στο πρακτικό αυτό, στην προτελευταία παράγραφο, αντίστοιχη πρόβλεψη με τα προαναφερθέντα από 24.10.2014 και 16.2.2007 πρακτικά των δ.σ. των άλλων δύο ανακοπτουσών ότι: «Ο Γραμματέας εντάλθηκε να προμηθευθεί τα Ορθά Εταιρικά Βιβλία και να ολοκληρώσει τις λεπτομέρειες της οργάνωσης της Εταιρείας και να φροντίζει για όποιο άλλο ζήτημα μπορεί να είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική διαχείριση της Εταιρείας». Ότι ομοίως τα ίδια πρακτικά προσκόμισε πρωτοδίκως και η εφεσίβλητη. Ότι επιπλέον κατά την ταυτόσημη παράγραφο 5 του άρθρου V των Εσωτερικών Κανονισμών της πρώτης και τρίτης των ανακοπτουσών και την ταυτόσημη παράγραφο 4 του άρθρου V του Εσωτερικού Κανονισμού της δεύτερης ανακόπτουσας, ο Γραμματέας των εταιριών φυλάττει όλα τα εταιρικά αρχεία και την εταιρική σφραγίδα και έχει την εξουσία να εναποθέτει αυτή σε όλα τα έγγραφα. Ότι συνεπώς μόνο ο Γραμματέας είχε την εξουσία να θέσει τη σφραγίδα των εν λόγω εταιριών επί όλων των ως άνω ένδικων ιδιωτικών συμφωνητικών σύναψης δανείου, φερομένων ως υπογραφέντων και σφραγισθέντων από το………. για λογαριασμό τους και των φερόμενων βεβαιώσεων εκπροσώπησης και όχι ο ………… Ο ισχυρισμός ότι στην εξουσία εκπροσώπησης του Προέδρου- Διαχειριστικού Διευθυντή …………… είχε τεθεί περιορισμός με απόφαση του Δ.Σ. των ανακοπτουσών ότι δεν μπορούσε να καταρτίσει οιαδήποτε σύμβαση χωρίς να προενημερωθεί ο Γραμματέας του Δ.Σ. δεν περιέχεται σε κανένα λόγο από τις κριθείσες πρωτοδίκως και νυν ένδικες ανακοπές κατά των υπ’ αριθμ. …/2016 και …../2016 διαταγών πληρωμής. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός εισαγόμενος απευθείας ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τυγχάνει απαράδεκτος κατ’ άρθρο 12 παρ.2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη σχετική ένσταση που με τις προτάσεις τους πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι. Ειδικότερα, η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ιδίου κώδικα,  ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν  από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ και μάλιστα με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής, μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της ανακοπής ή όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση. Μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των τυχόν, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 999/2013 ΑΠ 1632/2013 ΑΠ 1827/2012, ΑΠ 1480/2012, ΑΠ 440/2012 ΑΠ 1287/2012 ΑΠ 1999/2010 ΑΠ 1949/2008, ΑΠ 1859/2009 ΑΠ 1949/2005 ΑΠ 192/2006 ΑΠ 339/2006, ΑΠ 192/2005, ΜονΕφΠειρ 507/2014, 540/2014 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο λόγος αυτός έφεσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια του λόγου ανακοπής ότι τις ανακόπτουσες εταιρίες δεν εκπροσωπούσε σε καμία περίπτωση ο Πρόεδρος και Διαχειριστικός Διευθυντής τους ατομικά, αλλά μόνο το διοικητικό τους συμβούλιο ως συλλογικό όργανο, ο σχετικός λόγος έφεσης θα απορριπτόταν στην ουσία του καθώς από το γράμμα και το πνεύμα του σχετικού χωρίου των παραπάνω πρακτικών των Δ.Σ. που επικαλούνται οι ανακόπτουσες ότι «Ο Γραμματέας εντάλθηκε να προμηθευτεί τα Ορθά Εταιρικά Βιβλία και να ολοκληρώσει τις λεπτομέρειες της οργάνωσης της Εταιρείας και να φροντίσει για όποιο άλλο ζήτημα μπορεί να είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική διαχείριση της Εταιρείας» δεν τίθεται κανένας περιορισμός στην εκπροσώπηση της κάθε εταιρίας από τον Πρόεδρο και Διαχειριστικό Διευθυντή αυτής στα καθήκοντα που συνάδουν με το αξίωμά του κατά την άσκηση πράξεων γενικής διαχείρισης κατά τις σχετικές διατάξεις των άρθρων V των Εσωτερικών Κανονισμών τους, αλλά πρόκειται για γενική εντολή προς το Γραμματέα να προμηθευτεί τα ορθά εταιρικά βιβλία και να προχωρήσει στην άσκηση διεκπεραιωτικών πράξεων οργανωτικής φύσεως που έχουν να κάνουν με τη γραμματειακή υποστήριξη της κάθε εταιρίας. Τέλος, όπως ήδη προεκτέθηκε κατά την εξέταση του προηγούμενου λόγου έφεσης, το γεγονός ότι ο Γραμματέας είχε αναλάβει, βάσει των Εσωτερικών Κανονισμών των ανακοπτουσών, την υποχρέωση να φυλάσσει όλα τα εταιρικά αρχεία καθώς και την εταιρική σφραγίδα και είχε την εξουσία να εναποθέτει τη σφραγίδα στα εταιρικά έγγραφα, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να καταρτισθούν συμβάσεις από τον Πρόεδρο και Διαχειριστικό Διευθυντή των εταιριών παρά μόνο με την παρουσία του Γραμματέα για να εναποθέσει την εταιρική σφραγίδα επί των σχετικών συμβάσεων, δεδομένου ότι αυτός θα μπορούσε να παραδώσει τη σφραγίδα αυτή στον Πρόεδρο ή σε άλλον εκπρόσωπο της κάθε ανακόπτουσας εταιρίας,  ανάλογα με τις ανάγκες της για να κάνει απλή χρήση αυτής, όπως και έγινε καθώς δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η σφραγίδα κατά τον χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων δανείου είχε παρανόμως αφαιρεθεί από την κατοχή του Γραμματέα.

Πιο κάτω, με τον όγδοο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες αιτιώνται την εκκαλουμένη ότι περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες και παραδοχές, καθώς ενώ δέχθηκε ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο οι υπ’ αριθ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των ………. . και . ………. που εκείνες προσκόμισαν, διότι κατά τον χρόνο λήψης τους οι ανωτέρω ήταν Διευθυντές και μέλη του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης και της τρίτης των ανακοπτουσών, δηλαδή ασκούσαν διοίκηση, ακολούθως η ίδια απόφαση δέχεται ότι ο …… είχε τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των εταιριών τους. Ότι οι ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης είναι αντιφατικές διότι: α) Εάν οι ………. . και ……. ως μέλη της διοίκησης των παραπάνω εταιριών ασκούν διοίκηση, τότε ο ………… δεν δύναται από μόνος του να εκπροσωπεί και διαχειρίζεται τις εταιρίες και β) Εάν οι εταιρίες αυτές εκπροσωπούνται μόνο από τον . ………., τότε η εκκαλούμενη παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τις ως άνω υπ’ αρ. …… ένορκες βεβαιώσεις των . ………. και ………. . αντίστοιχα. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς η εκκαλούμενη δεν δέχθηκε ότι το διοικητικό συμβούλιο εκάστης των ανωτέρω ανακοπτουσών δεν είχε καμία διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία και ότι όλες οι εξουσίες του είχαν εκχωρηθεί στον Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διαχειριστικό Διευθυντή, ……….. ……….. Αυτό που δέχθηκε και δη ορθά κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, είναι ότι «…Στον Πρόεδρο των ανακοπτουσών εταιριών προσδίδεται και η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, αυτός έχει την καταστατική εξουσία να ενεργεί τις πράξεις γενικής διαχείρισης, και σ’ αυτόν απονέμονται οι εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, και θα έχει όσες άλλες εξουσίες και θα εκτελεί όσα άλλα καθήκοντα εκχωρούνται σ’ αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο…Η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης του Προέδρου δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται σε πράξεις που εντάσσονται στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εταιριών, διότι σ’ αυτόν απονέμονται η εξουσία διενέργειας πράξεων γενικής διαχείρισης, καθώς και οι εξουσίες και τα καθήκοντα που «συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου»…». Επομένως για αποφάσεις που δεν εμπίπτουν στα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εταιριών, αρμόδιο προς λήψη αποφάσεων και εκπροσώπησης των παραπάνω εταιριών παρέμενε το διοικητικό τους συμβούλιο ως συλλογικό όργανο. Όπως προεκτέθηκε, τέτοιες αποφάσεις ήταν η απόφαση για αγορά πλοίου από την πρώτη ανακόπτουσα, η κατάρτιση δανειακής σύμβασης με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ύψους 5.170.000 δολαρίων Η.Π.Α. για την κάλυψη του 55% του τιμήματος του αγορασθέντος πλοίου “.CA .”, η διεξαγωγή δικαστικών αγώνων με αντικείμενο την αμφισβήτηση της εγκυρότητας δικαιοπραξιών που κατάρτισε μόνος του ο Πρόεδρος και Διαχειριστικός Διευθυντής, κρίνοντας αυτός ότι εμπίπτουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του βάσει των Εσωτερικών Κανονισμών των εταιριών, κάτι που αμφισβητούν τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. Συνεπώς ορθά δεν έλαβε υπόψη της η εκκαλούμενη τις ένορκες βεβαιώσεις των μελών του δ.σ. της πρώτης και της τρίτης ανακόπτουσας και δη όσες εξ αυτών είχαν ληφθεί για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, κρίνοντας ότι πρόκειται για ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, καθώς τα μέλη της οργανικής διοίκησης του νομικού προσώπου ταυτίζονται με αυτό και δεν μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες ή να δώσουν ένορκη βεβαίωση, αλλά μόνο να εξετασθούν ως διάδικοι κατ’ άρθρο 415 παρ.3 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 908/2017 στην ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στο ίδιο πλαίσιο λειτουργίας της πρώτης ανακόπτουσας εταιρίας, υφίστατο νόμιμη εκπροσώπηση και της δεύτερης και της τρίτης των ανακοπτουσών από τον Πρόεδρό τους κατά την κατάρτιση των συμβάσεων εγγύησης, με τις οποίες εγγυήθηκαν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τις συμβάσεις δανείου που καταρτίσθηκαν με την πρώτη ανακόπτουσα. Ειδικότερα, η δεύτερη και η τρίτη ανακόπτουσες αποτελούν εταιρίες κοινών οικονομικών συμφερόντων με την πρώτη, οπότε είχαν πρόδηλο συμφέρον να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία του πλοίου από αυτή, οι δε συμβάσεις εγγύησης ήταν εντός εταιρικού σκοπού, ως εμπίπτουσες στην προαναφερόμενη διάταξη του Άρθρου Β περ. 9 της από 9.2.2007 συστατικής πράξης ως προς την τρίτη ανακόπτουσα, καθώς και στο άρθρο Β περ.1 της από 4.5.1994 συστατικής πράξης της δεύτερης ανακόπτουσας και παράλληλα εμπίπτουν εντός των ορίων της συνήθους γενικής διαχείρισης του Προέδρου των εταιριών, ως προς την οποία δεν είχε τεθεί οποιοσδήποτε ειδικός περιορισμός με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ο Πρόεδρος των ανακοπτουσών, ………….., είχε την εξουσία εκπροσώπησης για την κατάρτιση των συμβάσεων, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής.

Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούσες-ανακόπτουσες παραπονούνται καταρχάς γιατί η εκκαλούμενη απόφαση δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό τους ότι οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής δεν επιδόθηκαν νόμιμα εντός διμήνου από τον χρόνο έκδοσής τους κατ’ άρθρο 630 Α του ΚΠολΔ, καθώς η επίδοση αυτών δεν έγινε, όπως έπρεπε, στην εις το εξωτερικό έδρα των ανακοπτουσών εταιριών, αλλά στην Ελλάδα και ότι δεδομένου ότι παρήλθαν δύο μήνες χωρίς να γίνει η επίδοση στις έδρες των εταιριών στο εξωτερικό, οι διαταγές πληρωμής έχασαν την ισχύ τους και γι’ αυτό πρέπει να ακυρωθούν. Ότι η εκκαλούμενη, ειδικότερα, καίτοι διέλαβε την ορθή παραδοχή ότι με μη έγκυρη επίδοση της διαταγής πληρωμής εξομοιώνεται και η άκυρη επίδοσή της, εντέλει, δέχθηκε εσφαλμένως τα εξής: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 124, 126 και 129 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρία) γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε ένα από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δε βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά ο τόπος εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου, που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δε δεσμεύει το δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή, και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί (στην αναγραφόμενη), αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (Βλ. ΑΠ 129/2001, ΕΠ 151/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τις προτάσεις τους κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης οι ανακόπτουσες, με επίκληση της διάταξης του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ, ισχυρίζονται ότι οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής έπαυσαν αυτοδικαίως να ισχύουν, λόγω μη επίδοσής τους στην έδρα τους στην αλλοδαπή εντός της προβλεπόμενης με την παραπάνω διάταξη προθεσμίας. Επί του ισχυρισμού αυτού των ανακοπτουσών, ο οποίος λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την πρώτη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, και ως εκ τούτου παραδεκτά προβλήθηκε από τις ανακόπτουσες με τις προτάσεις τους κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από τους καθ’ων η ανακοπή, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Οι ανακοπτόμενες υπ’ αριθ. …/2016 και …./2016 διαταγές πληρωμής εκδόθηκαν την 07-10-2016 και επιδόθηκαν την 16-11-2016 νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε παραπάνω, στο νόμιμο εκπρόσωπο των ανακοπτουσών στον Πειραιά (οδός ………) (Βλ. τις υπ’ αριθ. ………….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……., τις οποίες προσάγουν με επίκληση οι καθ’ων οι ανακοπή). Επομένως, εφόσον διενεργήθηκε νόμιμη επίδοση των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμών εντός της προβλεπόμενης με το άρθρο 630 Α ΚΠολΔ δίμηνης προθεσμίας από την έκδοσή τους, ο ως άνω ισχυρισμός των ανακοπτουσών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος». Με τον κρινόμενο λόγο έφεσής τους οι εκκαλούσες, συν τοις άλλοις, υποστηρίζουν ότι εφόσον η εκκαλούμενη έκρινε ότι είναι μη νόμιμη η επίδοση των από 14.11.2016 επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφων εξ απογράφων των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής κατ’ άρθρο 631 εδ. β’ του ΚΠολΔ καθώς αναστέλλεται η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής κατά προσώπων με έδρα το εξωτερικό μέχρι να παρέλθει η προθεσμία των τριάντα εργάσιμων ημερών για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, οπότε, αφού δεν είχε παρέλθει η προθεσμία αυτή από την επίδοση των παραπάνω διαταγών πληρωμής, ακύρωσε τις ως άνω επιταγές προς πληρωμή, τότε και οι φερόμενες επιδόσεις των διαταγών πληρωμής εξομοιώνονται προς άκυρες επιδόσεις. Τούτο, α) καθώς εφόσον ακυρώθηκαν από την εκκαλούμενη οι παραπάνω επιταγές προς πληρωμή, δεν υπάρχει πλέον παραγγελία-εντολή προς επίδοση οιασδήποτε διαταγής πληρωμής, β)καθώς κατά το περιεχόμενο εκάστης επιταγής προς πληρωμή, αμφότεροι οι εφεσίβλητοι έδωσαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους παραγγελία-εντολή για την επίδοση «αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου εκτελεστού» και όχι παραγγελία για επίδοση των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής, όπως προβλέπει το άρθρο 630 Α ΚΠολΔ. Ότι οι εφεσίβλητοι έπρεπε πρώτα να επιδώσουν αντίγραφα των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής και όχι αντίγραφα εκ πρώτων απογράφων εκτελεστών, τα οποία ως τμήμα κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ των ακυρωθεισών επιταγών προς πληρωμή καταλαμβάνονται και αυτά από την ακύρωση των επιταγών προς πληρωμή. Ότι δεν είναι νοητό για τους σκοπούς της επίδοσης των επιταγών προς πληρωμή η εκκαλούμενη να κρίνει αυτές άκυρες, επειδή οι ανακόπτουσες εδρεύουν στην αλλοδαπή και ταυτόχρονα να θεωρεί ότι έγινε επίδοση των διαταγών πληρωμής στην Ελλάδα, καθώς ο δικαιολογητικός λόγος του άρθρου 631 εδ.β’ του ΚΠολΔ, ήτοι της μη εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής πριν παρέλθει η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, είναι για να έχει χρόνο ο εδρεύων στην αλλοδαπή να προετοιμαστεί για την άσκηση ανακοπής και αίτησης αναστολής. Ότι είναι ολοφάνερο ότι αφενός οι δηλώσεις των εφεσίβλητων στις από 8.8.2016 αιτήσεις τους επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής και η αντίστοιχη παραδοχή των εν λόγω διαταγών πληρωμής ότι οι ανακόπτουσες εδρεύουν στην αλλοδαπή και αφετέρου η σε αυτές υπενθύμιση ότι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά των διαταγών πληρωμής μέσα σε τριάντα μέρες από την επίδοσή της, δημιούργησε μια νομική και πραγματική κατάσταση. Ότι διαφορετικά εάν δεν ίσχυαν οι ως άνω δηλώσεις των εφεσιβλήτων περί της αλλοδαπής έδρας των ανακοπτουσών και η ως άνω υπενθύμιση ως προς την προθεσμία που είχαν για να ασκήσουν ανακοπή, αυτό θα ισοδυναμούσε με παρά το νόμο παραπλάνησή τους ως προς την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους κατά των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής. Ότι συν τοις άλλοις, είναι αναιτιολόγητη η παραδοχή της εκκαλούμενης και ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού περί μη έγκυρης επίδοσης των διαταγών πληρωμής εντός διμήνου από την έκδοσή τους και διότι δεν προσδιορίζεται στην απόφαση σε ποιο πρόσωπο επιδόθηκαν οι επιταγές προς πληρωμή μαζί με αντίγραφα απογράφων των διαταγών πληρωμής, ώστε να κριθεί εάν το εν λόγω πρόσωπο τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος των ανακοπτουσών και άρα αν έγιναν εγκύρως οι επιδόσεις. Σχετικά δε με τις τρεις εκθέσεις επίδοσης που προσκόμισε ο εφεσίβλητος υποστηρίζουν ότι: Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………’/16-11-2016 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή …….. η από 14.11.2016 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. …../2016 διαταγής πληρωμής επιδόθηκε ακύρως στον φερόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης ανακόπτουσας, . ………., ενώ ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε με τις προτάσεις του και η εκκαλούμενη δέχθηκε ότι από την ίδρυση της εταιρίας μέχρι σήμερα, νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εκκαλούσας-πρώτης ανακόπτουσας τυγχάνει ο ………….. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. … Γ’/16-11-2016 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικ. επιμελητή, η από 14.11.2016 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. …/2016 διαταγής πληρωμής επιδόθηκε ακύρως στο εγκατεστημένο γραφείο της δεύτερης ανακόπτουσας στην Ελλάδα, στον φερόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο του εν λόγω γραφείου, …. ………., ενώ όπως αποδείχθηκε από την προσκομισθείσα πρωτοδίκως από εκείνη από 22.8.2018 Βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας, οι εκπρόσωποι του εν λόγω εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της στις 16.11.2016 ήταν οι . ………. και . ………., ενεργούσες από κοινού ή χωριστά. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. … Γ’/16-11-2016 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικ. επιμελητή, η από 14.11.2016 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. ./2016 διαταγής πληρωμής επιδόθηκε ακύρως στον . ………. ως νόμιμο εκπρόσωπο της τρίτης ανακόπτουσας, ο οποίος όμως ουδέποτε διορίστηκε ως τέτοιος. Ότι όσα αναφέρονται παραπάνω για τις ως άνω τρεις εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή …….. ισχύουν και για τις υπ’ αριθ. ……….. εκθέσεις επίδοσης του ίδιου δικ. επιμελητή, που προσκόμισε η εφεσίβλητη- δεύτερη καθ’ης με τις πρωτόδικες προτάσεις της, σχετικά με τη διατεινόμενη επίδοση της υπ’ αριθ. ……./2016 ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Ο παραπάνω λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος εν μέρει ως μη νόμιμος κι εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμος. Καταρχάς σημειώνεται ότι ορθά η εκκαλούμενη απόφαση διέλαβε ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων124, 126 και 129 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρία), αυτή γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, πλην όμως ότι για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας (βλ. ΕφΠειρ 151/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, ο τόπος απ’ όπου ασκείτο η διοίκησή των ανακοπτουσών ήταν ο Πειραιάς, στην οδό ……….. Ως εκ τούτου, εγκύρως αναζήτησε στη διεύθυνση αυτή ο δικ. επιμελητής ……  . τους νόμιμους εκπροσώπους τους για να προβεί στην επίδοση των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής. Εξάλλου, το γεγονός ότι ακυρώθηκαν οι από 16.11.2016 επιταγές προς πληρωμή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 631 εδ.β’ του ΚΠολΔ, επειδή για νομικά πρόσωπα με έδρα το εξωτερικό αναστέλλεται η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής μέχρι να παρέλθει η προθεσμία των τριάντα εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της και κατά την οποία μπορεί να ασκηθεί ανακοπή κατά αυτής, δεν σημαίνει ότι υπήρχε υποχρέωση να επιδοθούν οι ένδικες διαταγές πληρωμής στο εξωτερικό. Η προθεσμία αυτή αναστολής της εκτελεστότητας για τριάντα εργάσιμες ημέρες προβλέπεται από το νομοθέτη, καθώς λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ενδέχεται κρίσιμα εταιρικά ή άλλα έγγραφα να βρίσκονται στην καταστατική έδρα της εταιρίας στο εξωτερικό, οπότε απαιτείται μεγαλύτερος χρόνος προετοιμασίας για να αμυνθεί αυτή κατά της διαταγής πληρωμής. Από τούτο, όμως, δεν συνάγεται ότι η επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, εφόσον ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας έχει την κατοικία του ή το γραφείο του στην Ελλάδα. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις εκκαλούσες στον παραπάνω λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα. Περαιτέρω, η επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 335/2016 διαταγής πληρωμής έγκυρα έγινε για λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας, στις 16.11.2016, στο μέλος του Δ.Σ. και Γραμματέα/Ταμία/Διευθυντή ………. ………. και όχι στον Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διαχειριστικό Διευθυντή, καθώς επρόκειτο για επίδοση εκτελεστού τίτλου για χρηματική απαίτηση που η εταιρία δεν εξόφλησε και ο χειρισμός της υπόθεσης με τη λήψη απόφασης για τυχόν άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής δεν ενέπιπτε πλέον στη γενική διαχειριστική εξουσία που συνάδει με τα καθήκοντα του Προέδρου του Δ.Σ. της εταιρίας, αλλά απαιτείτο απόφαση από το συλλογικό όργανο διοίκησης της εταιρίας, ήτοι από το διοικητικό της συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή η επίδοση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου αλλοδαπού νομικού προσώπου, τύπου “INC”,  όπως ισχύει άλλωστε με την αντίστοιχη επίδοση σε οιοδήποτε μέλος του δ.σ. ανώνυμης εταιρίας που ομοιάζει κατά τα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της με την αλλοδαπή εταιρία τύπου “INC” (πρβλ. ΕφΔυτΜακ 23/2014, Αρμ 2015, σελ. 963). Για τον ίδιο λόγο τυγχάνει έγκυρη η επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της ίδιας διαταγής πληρωμής για λογαριασμό της τρίτης ανακόπτουσας, στον Προέδρο του διοικητικού συμβουλίου της, . ……….. Τέλος και η επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου της ίδιας διαταγής πληρωμής για λογαριασμό της δεύτερης ανακόπτουσας, επίσης κεφαλαιουχικού τύπου αλλοδαπής εταιρίας “S.A.”,στις 16.11.2016, στον . ………., αντί στις δηλωθείσες εκπροσώπους του γραφείου στην Ελλάδα, . ………. του ………. και . ………. του ., εγκύρως έγινε, καθώς ο ανωτέρω, κατά τον παραπάνω χρόνο διατηρούσε την ιδιότητα του μέλους του τριμελούς διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης ανακόπτουσας, όπως προκύπτει από την από 21.12.2016 Δήλωση-Απόφαση του ιδίου και του ………. ………. με την οποία τα δύο παραπάνω μέλη του Δ.Σ. ενέκριναν για λογαριασμό και της δεύτερης ανακόπτουσας την άσκηση των ένδικων ανακοπών και αιτήσεων αναστολής κατά των υπ’ αριθμ. …./2016 και …./2016 διαταγών πληρωμής. Για τους ίδιους λόγους ήταν έγκυρες οι επιδόσεις αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. …./2016 διαταγής πληρωμής στα ίδια ως άνω μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ανακοπτουσών, για λογαριασμό αυτών.

Περαιτέρω, η ακύρωση των από 14.11.2016 επιταγών προς πληρωμή κάτω από τα αντίγραφα πρώτων εκτελεστών απογράφων των με αριθμούς …./2016 και …../2016 διαταγών πληρωμής δεν συνεπάγεται την ακύρωση και των ίδιων των διαταγών πληρωμής, ούτε των επιδόσεων αυτών, ούτε των παραγγελιών- εντολών προς επίδοση οιασδήποτε διαταγής πληρωμής. Από τον συνδυασμό των άρθρων 904, 918, 924, 926 και 927 ΚΠολΔ προκύπτουν τα εξής : Ο δανειστής που με βάση εκτελεστό τίτλο επιθυμεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη του πρέπει να έχει ζητήσει και λάβει απόγραφο από τον τίτλο αυτό, δηλαδή αντίγραφο του πρωτότυπου εκτελεστού τίτλου επί του οποίου έχει γίνει περιαφή του εκτελεστήριου τύπου. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει με την επίδοση στον φερόμενο βάσει του εκτελεστού τίτλου υπόχρεο αντιγράφου του απογράφου κάτω από το οποίο περιέχεται επιταγή προς εκτέλεση. Η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία ο δανειστής λαμβάνει τη θέση του επισπεύδοντος και ο οφειλέτης τη θέση του καθ`ου η εκτέλεση και, επιπλέον, αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Προπαρασκευαστικές εργασίες της εκτέλεσης είναι όσες προηγούνται της επιταγής, δηλαδή η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου και η λήψη απογράφου. Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί έγγραφη πρόσκληση του δανειστή, απευθυνόμενη προς τον οφειλέτη του, για την εκπλήρωση της περιεχόμενης στον εκτελεστό τίτλο της υποχρέωσής του, συγχρόνως δε και προειδοποίηση για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσής του προς το περιεχόμενο της επιταγής. Συνέπεια του γεγονότος ότι η επίδοση της επιταγής επιφέρει το δικονομικό αποτέλεσμα της δημιουργίας εκκρεμούς εκτελεστικής διαδικασίας, ευρισκόμενης στο στάδιο της προδικασίας της, είναι ότι η προσβολή της επιταγής προς εκτέλεση γίνεται με την κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή και με τους κανόνες των λεγόμενων δικών περί την εκτέλεση. Η επίδοση της επιταγής θέτει σε κίνηση την τριήμερη προθεσμία μέσα στην οποία ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκουσίως και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας, ο επισπεύδων να επιχειρήσει εναντίον του καθ’ου τις προβλεπόμενες από τον νόμο πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι πράξεις αυτές πραγματοποιούνται μόνο μετά από εντολή του επισπεύδοντος, που δίνεται επί του απογράφου προς τον δικαστικό επιμελητή (Γ.Νικολόπουλου Αναγκ.Εκτελ. 2002 σελ.91 επ., Τριανταφυλλίδης/ Βαφειάδου σε ΕρμΚΠολΔ Χ.Απαλαγάκη 3η εκδ. άρθρο 924 αριθμ. 1, Μπαλογιάννη σε Εφαρμογ Πολιτ. Δικόν, τομ. 2β σελ.504,505, Μπρίνιας Αναγκαστ. Εκτελεσ. I άρθρο 924, 299, στους οποίους παραπέμπει η ΜονΠρΛαρ 431/2015 στη Νόμος). Η έκδοση απογράφου δεν σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά αποτελεί μόνο προπαρασκευαστική πράξη της (Π. Γέσιου- Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως γενικό μέρος σ.333) και όχι αυτοτελή πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία προσβάλλονται μόνο πράξεις εκτέλεσης από την έναρξη της ως το πέρας της, ως πρώτη δε πράξη της εκτέλεσης ορίζεται ρητώς από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ η (μεταγενέστερη της έκδοσης απογράφου) επίδοση επιταγής προς εκτέλεση (πρβλ. ΜονΠρΘεσσαλ 4995/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Εννοείται ότι όταν επιδίδεται αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού τίτλου στον καθ’ου οφειλέτη, όπως εκτελεστοί τίτλοι είναι και οι ένδικες διαταγές πληρωμής, θεωρείται ότι επιδίδεται και ο ίδιος ο εκτελεστός τίτλος, αφού από μόνος του ο εκτελεστήριος τύπος που συνίσταται στην έκδοσή του στο όνομα του Ελληνικού λαού και στη διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να προχωρήσουν με βάση αυτόν σε πράξεις εκτελέσεως αναφέρεται σε συγκεκριμένο εκτελεστό τίτλο, επί του οποίου και τίθεται, χωρίς δε αυτόν θα ήταν κενός περιεχομένου. Επομένως τα όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες ότι επειδή ακυρώθηκαν οι από 14.11.2016 επιταγές προς πληρωμή, ακυρώθηκαν και οι διαταγές πληρωμής, στις οποίες αφορούσαν τυγχάνουν νόμω αβάσιμα, καθώς οι επιταγές προς πληρωμή με την επίδοσή τους συνιστούν πράξεις εκτέλεσης, ενώ οι διαταγές πληρωμής αποτελούν εκτελεστούς τίτλους και σαφώς διακρίνονται από τις πρώτες. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εκκαλουσών ότι στις επιταγές προς πληρωμή που ακυρώθηκαν περιλαμβάνεται και η εντολή για επίδοση των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής στις ανακόπτουσες, παραθέτοντας το εξής χωρίο, το οποίο επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα σε όλες τις επιδόσεις: «Ό,τι ακριβές αντιπεφωνημένο φωτοαντίγραφο εκ του εις χείρας μου πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. ……./2016 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο νομίμως επικυρώνω, αρμόδιος δε Δικαστικός Επιμελητής παραγγέλλεται να το επιδώσει νόμιμα προς την εταιρεία με την επωνυμία ……….., της οποίας η πραγματική έδρα βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής, οδός  …………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες…» ως μέρος εκάστης ακυρωθείσας επιταγής δεν στηρίζεται στο νόμο, αλλά μόνο η συνέχεια της εντολής και δη «επιτασσομένης συγχρόνως να καταβάλει νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αιτούντα, . ……….…τα εξής ποσά…» συνιστά το περιεχόμενο της κάθε μίας ακυρωθείσας επιταγής.

Παρακάτω, ο ενδέκατος λόγος της υπό κρίση έφεσης αφορά στην τρίτη εκκαλούσα-τρίτη ανακόπτουσα που αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση ότι έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία του ……….. ………. να τη δεσμεύσει με σύμβαση εγγυήσεως υπέρ της πρώτης ανακόπτουσας. Ειδικότερα, ότι η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο Β παράγραφος 9 της από 9-2-2007 συστατικής πράξης (καταστατικού) της τρίτης ανακόπτουσας, η τελευταία μπορεί να εγγυάται κάθε είδους και μορφής χρέους, με όποια περιγραφή και όποιους όρους το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια θεωρεί επαρκή. Ότι παρά την παραπάνω ρητή πρόβλεψη, η εκκαλούμενη έσφαλε και δέχθηκε ότι δεν απαιτείται απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της τρίτης ανακόπτουσας για τη χορήγηση των φερόμενων ως εγγυήσεων αυτής στα προχρονολογηθέντα ένδικα ιδιωτικά συμφωνητικά δανείων μεταξύ αφενός του . ………., ενεργούντος τάχα για λογαριασμό των ανακοπτουσών και αφετέρου των εφεσίβλητων. Ο λόγος αυτός έφεσης κατά τη βάσιμη σχετική ένσταση των εφεσίβλητων που προβάλλεται με τις προτάσεις τους, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 12 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθώς θα έπρεπε εξαρχής να προβληθεί με ειδικό λόγο ανακοπής, με την επίκληση της παραπάνω διάταξης της συστατικής πράξης της τρίτης ανακόπτουσας ότι βάσει αυτής για τις εκ μέρους της εταιρίας εγγυήσεις θα έπρεπε πριν την κατάρτισή τους να αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια σχετικά με την περιγραφή και τους όρους της σύμβασης και ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ωστόσο, τέτοιος λόγος ανακοπής δεν περιέχεται στις ένδικες ανακοπές κατά των υπ’ αριθ. …/2016 και ……./2016 διαταγών πληρωμής και η προβολή του το πρώτο με το εφετήριο δεν συγχωρείται ούτε με επίκληση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, καθώς κάτι τέτοιο θα γινόταν καθ’ υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

Μη απομένοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της για τους λόγους που παραπάνω αναπτύχθηκαν. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, λόγω της νίκης τους κατά την έκβαση της δίκης, σε βάρος των εκκαλουσών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δεδομένου ότι η έφεση απορρίφθηκε, πρέπει κατ’ άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες για την έφεση με κωδικό ……….. e- παραβόλου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 22.3.2019 έφεση κατά της 447/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλόμενης 1851/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων σε βάρος των εκκαλουσών και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες για την έφεση με κωδικό ……….. e- παραβόλου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 1.6.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ