Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 397/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:           397/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι φερόμενες προς κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 7.5.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. ……/2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση του Παναγιώτη Ανδριόπουλου κατά της εταιρίας με την επωνυμία «…………» και από 18.6.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση της εταιρίας «…………» κατά του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, αμφότερες προς εξαφάνιση της 422/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών- εργατικών διαφορών) πρέπει να συνεκδικασθούν κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, ήτοι αφορούν στην ίδια υπόθεση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τη συνεκδίκαση επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε εν μέρει την από 18.12.2017 (με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. ……/2017) αγωγή του εκκαλούντος-εφεσίβλητου ναυτικού κατά της εκκαλούσας-εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας εταιρίας, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 4.2.2019, τόσο δε η από 7.5.2019 έφεση του εκκαλούντος όσο και η από 18.6.2019 έφεση της εκκαλούσας έχουν ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα με κατάθεση αυτών στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.5.2019 και στις 19.6.2019 αντίστοιχα, χωρίς να αποδεικνύεται από κάποιο έγγραφο προηγούμενη επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και χωρίς να έχει παρέλθει από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των ανωτέρω εφέσεων, διετία. Επομένως, οι εν λόγω εφέσεις, οι οποίες αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 του ν. 2172/1993 εισάγονται λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθούν με την ίδια διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ) όπως και στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση παραβόλου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για εργατικές διαφορές.

Με την από 18.12.2017 αγωγή του ο ενάγων υποστήριξε ότι τυγχάνει επαγγελματίας ναυτικός του Εμπορικού Ναυτικού και ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατάρτισε με την εναγόμενη στις 16.6.2014 στον Πειραιά, προσλήφθηκε από αυτήν για αόριστο χρόνο και ναυτολογήθηκε αυθημερόν από τον πλοίαρχο ως ναύτης στο υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά 10764, επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο “Β2”, κ.ο.χ. 16.172,24, πλοιοκτησίας της, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 5.10.2017, όταν και απολύθηκε λόγω ασθενείας του και με τη συμφωνία να αμείβεται για την ειδικότητά του σύμφωνα με τις ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2014, 2016 και 2017. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα υπηρεσίας του στο πλοίο α) από 1.1.2016 έως 20.1.2016, β) από 22.2.2016 έως 20.8.2016, γ) από 13.9.2016 έως 25.11.2016, δ) από 19.12.2016 έως 22.3.2017 και ε) από 23.4.2017 έως 5.10.2017 εργαζόταν καθημερινά επί δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Ότι η εναγόμενη του οφείλει διαφορά αποδοχών για τις υπερωρίες που πραγματοποίησε ποσού 20.465,61 ευρώ, διαφορά επί των δώρων εορτών ετών 2016 και 2017 και ειδικότερα ποσό 1.055,94 ευρώ για διαφορά δώρου Πάσχα έτους 2016, ποσό 3.221,94 ευρώ για διαφορά δώρου Χριστουγέννων έτους 2016, ποσό 1.255,95 ευρώ για διαφορά δώρου Πάσχα έτους 2017 και ποσό 1.876,16 ευρώ για διαφορά δώρου Χριστουγέννων έτους 2017, διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, λόγω πραγματοποιήσεως από το πλοίο άνω των πέντε κυκλικών δρομολογίων εβδομαδιαίως κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.7.2016 έως 21.8.2016 και από 25.6.2017 έως 4.9.2017 και λόγω πρόωρης αναχώρησης του πλοίου προ της συμπλήρωσης έξι ωρών υποχρεωτικής παραμονής στον λιμένα αφετηρίας του Πειραιά κατά τις ημερομηνίες 13.1.2016, 15.1.2016, 27/28.2.2016, 5/6.3.2016, 12/13.3.2016, 14.3.2016, 19/20.3.2016, 26/27.3.2016, 2/3.4.2016, 18.6.2016, 19.6.2016, 25.6.2016, 26.6.2016, 30.6.2016, 3.7.2016, 7.7.2016, 9.7.2016, 10.7.2016, 25.9.2016, 26.12.2016, 18/19.2.2017, 27.2.2017, 4/5.3.2017, 9.3.2017, 16.3.2017, 17.6.2017, 18.6.2017, 24.6.2017 και 25.6.2017 συνολικού ποσού 3.987,10 ευρώ και διαφορά αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις ποσού 1.105,44 ευρώ. Ζητούσε, λοιπόν, μετά από μετατροπή των αιτημάτων της αγωγής του από καταψηφιστικά σε εν μέρει αναγνωριστικά, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 20.465,61 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει τα υπόλοιπα ποσά συνολικού ύψους 12.502,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απόλυσής του (5.10.2017), άλλως από την επίδοση της αγωγής και με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε καθημερινά δεκάωρη εργασία στο πλοίο, εκτός από τους θερινούς μήνες που εργαζόταν επί δώδεκα ώρες την ημέρα, ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 802,13 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 6.10.2017 μέχρις εξοφλήσεως, επιπλέον δε αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.321,31 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 6.10.2017 μέχρις εξοφλήσεως. Ήδη με την από 7.5.2019 έφεσή του ο ενάγων και με την από 18.6.2019 έφεσή της η εναγόμενη παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ο πρώτος με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η από 18.12.2017 αγωγή του και η δεύτερη προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η παραπάνω αγωγή.

Πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα-εφεσίβλητη-εναγόμενη με τις κατ’ έφεση κατατεθείσες προτάσεις της επαναφέρει κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ τον ισχυρισμό της περί αοριστίας της ένδικης αγωγής αναφορικά με τις αξιώσεις για την επικαλούμενη υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι ο ενάγων ισχυρίζεται δεκατετράωρη ημερησίως εργασία, χωρίς καμία διαφοροποίηση μεταξύ των ημερών που το πλοίο ταξίδευε και αυτών που ήταν ελλιμενισμένο, ανεξάρτητα από το δρομολόγιο που πραγματοποιούσε κάθε φορά, δηλαδή από το εάν εκτελούσε κυκλικό δρομολόγιο ή αν ταξίδευε ως ημερόπλοιο, ενώ ουδεμία διάκριση γίνεται σχετικά με τη χρονική περίοδο απασχόλησης, αφού η επιβατική κίνηση τους θερινούς μήνες είναι ιδιαίτερα αυξημένη σε σχέση με τους χειμερινούς. Ότι ακόμη δεν συγκεκριμενοποιούνται στο αγωγικό δικόγραφο οι ανάγκες του πλοίου που δήθεν επέβαλαν την υπερωριακή εργασία, ούτε εξειδικεύονται τα ειδικότερα καθήκοντα που υποτίθεται ότι εκτελούσε ο ενάγων κάθε φορά, ώστε να εκτιμηθεί αν πράγματι υφίστατο ο επικαλούμενος φόρτος εργασίας. Ότι ανεξάρτητα από το εάν απασχολείτο στις φυλακές γέφυρας ή ως ημερεργάτης, αυτός ισχυρίζεται ότι εκτελούσε τις αυτές εργασίες «κατάπλου, απόπλου, φορτοεκφορτώσεως και συντήρησης του πλοίου κλπ», χωρίς όμως κανένα άλλο προσδιοριστικό στοιχείο για το χρόνο που υποτίθεται ότι διαρκούσε εκάστη, τον αριθμό των ναυτών που απασχολούνταν στις εν λόγω εργασίες ή τη συχνότητα επανάληψής τους, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί ο όγκος εργασίας που τυχόν θα δικαιολογούσε την επικαλούμενη υπερωριακή απασχόληση. Οι παραπάνω αιτιάσεις ότι απαιτείτο να περιέχονται τα παραπάνω στοιχεία στο αγωγικό δικόγραφο για την με ορισμένο τρόπο θεμελίωση των απαιτήσεων του ενάγοντος από παροχή υπερωριακής εργασίας τυγχάνουν νόμω αβάσιμες. Καταρχάς, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικούστοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι σύμφωνα με το άρθρο 53 Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (ΑΠ 365/2005, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1663, ΑΠ 225/2002, ΕλλΔνη 2003, σελ. 160, ΕφΠειρ147/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΔ 2007, σελ. 385, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99), Περαιτέρω, για την κατ` άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το ένδικο διάστημα, επομένως αρκεί και η αναφορά στην κατά μέσο όρο σε ώρες ημερήσια απασχόληση του ναυτικού στο πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (βλ. ΜονΕφΠειρ 62/2019 και 612/2018 στο site efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 18/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου στοιχείο, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε. (ΕφΠειρ 317/2018, αδημ., ΕφΠειρ 496/2015, αδημ.). Ομοίως, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επίδικου χρονικού διαστήματος, αφού τα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας ορίζονται από το νόμο, ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (ΕφΠειρ 369/2016, ΕφΠειρ 176/2016 στην ΤΝΠ Νόμος), ούτε των συνθηκών εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, ούτε των ημερών που το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο ή ταξίδευε (βλ. προσκομιζόμενη από εκκαλούσα ΜονΕφΠειρ 422/2019, αδημ.), ούτε των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997, ΕΝΔ 1998, σελ. 11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΕφΠειρ 17/2013, ΠειρΝομ 2013, σελ. 167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγήτο σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ901/2002, ΠειρΝομ 2003, σελ. 70). Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, στην οποία ο ενάγων εκθέτειότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά στο ένδικο επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγόμενης ως ναύτης, αντί των καθοριζόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών, ότι παρείχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα στα ειδικώς προσδιοριζόμενα συνεχή κυκλικά ταξίδια και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες είναι ορισμένη και σαφής, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικά δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες απασχόλησής του στην εργασία της ειδικότητάς του στο ως άνω ακτοπλοϊκό επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του (βλ. ΜονΕφΠειρ 433/2019, ό.π.). Άλλωστε, εκ περισσού, ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του αναλυτικά τις εργασίες που παρείχε στο πλοίο, είτε ως φύλακας γέφυρας, είτε ως ημερεργάτης (dayman) καθημερινά, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τις αξιώσεις του για αμοιβή υπερωριακής εργασίας (βλ. σελίδα 12 του αγωγικού δικογράφου). Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγόμενης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγόμενης …………, ναύκληρου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εκκαλούντα-ενάγοντα με αριθμό …../16.2.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……….., ναύτη στο ένδικο πλοίο, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε μετά από νόμιμη προ δύο εργάσιμων ημερών κλήτευση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …./12.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………. και την από 9.2.2018 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκληση), την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εκκαλούσα-εναγόμενη υπ’ αριθμ. ……/2.5.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………., υποναύκληρο στο ίδιο πλοίο, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………. που λήφθηκε πρωτοδίκως εντός της προθεσμίας της κατάθεσης προσθήκης-αντίκρουσης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος δια δηλώσεως που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τέλος δε απ’ όλα τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ………. ναυτικού φυλλαδίου. Δυνάμει διαδοχικών άτυπων και έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας και ειδικότερα των από 16.6.2014, 26.3.2015, 13.9.2016 και 23.4.2017 συμβάσεων καταρτισθεισών στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου “B2”, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …….., κόρων ολικής χωρητικότητας 10764, αυτός ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο ως ναύτης κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.6.2014 έως 14.11.2014 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 15.12.2014 έως 21.5.2015 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 21.6.2015 έως 20.1.2016 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 22.2.2016 έως 20.8.2016 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 13.9.2016 έως 22.3.2017 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας και από 23.4.2017 έως 5.10.2017, όταν απολύθηκε λόγω ασθενείας. Με ρητό όρο των τελευταίων τριών έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας συμφωνήθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος θα είναι «κλειστός», ανερχόμενος στο ποσό των 3.117,21 ευρώ μεικτά και ότι ο βασικός μισθός θα οριζόταν από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Ομοίως στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος αναγράφηκε ότι ο μισθός του καθορίζεται από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του, του καταβάλλονταν μηνιαίως κατά την οικεία ΣΣΕσύμφωνα με τα σε αυτή προβλεπόμενα, ο μισθός ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας. Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ένδικο πλοίο εκτελούσε δρομολόγια προς τα Δωδεκάνησα με κάποιους ενδιάμεσους σταθμούς και σε λιμάνια των Κυκλάδων και συγκεκριμένα κατά τους χειμερινούς μήνες εκτελούσε δρομολόγια με αφετηρία τον Πειραιά προς Σύρο-Πάτμο-Λέρο-Κω-Ρόδο μετ’ επιστροφής, προσεγγίζοντας ορισμένες φορές και το λιμάνι της Καρπάθου, ενώ τους θερινούς μήνες εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Θήρα-Κως-Ρόδος, με πρόσθετο δρομολόγιο ανά δύο ημέρες προς Σύρο-Μύκονο με επιστροφή. Το πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2016 έως 7.8.2016, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη χωρίς να αμφισβητείται με λόγο έφεσης η ακρίβεια των λιμένων προσέγγισης και οι ώρες των αφιξοαναχωρήσεων, πραγματοποίησε τα παρακάτω δρομολόγια: Δευτέρα: Θήρα (02.55 αφ.- 03.20 αναχ.)- Κως (07.50 αφ.- 08.30 αν.)- Ρόδος (11.10 αφ.-13.00 αναχ.)- Κάρπαθος (16.30 αφ.-16.50 αναχ.)- Ρόδος (20.20 αφ.- 22.00 αν.). Τρίτη: Κως (αφ. 00.40- αν. 01.10)- Θήρα (αφ.05.40 – 06.10 αν.)- Πειραιάς (αφ. 05.25-07.30 αν.)-Σύρος (11.00 αφ.-11.20 αναχ.)-Μύκονος (12.10 αφ.-13.45 αναχ.)- Σύρος (14.35 αφ.-15.00 αναχ.)-Πειραιάς (18.30 αφ.-21.30 αναχ.).Τετάρτη: Θήρα (αφ. 02.55- 03.20 αναχ.)- Κως (07.50 αφ.-08.30 αναχ.)- Ρόδος (αφ. 11.10-16.00 αναχ.)- Κως (αφ. 18.50- 19.20 αναχ.)- Θήρα (αφ. 23.50). Πέμπτη: Θήρα (00.05 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 05.25- 07.30 αναχ.)- Σύρος (αφ. 11.00-11.20 αναχ.)- Μύκονος (αφ. 12.10-13.45 αναχ.)- Σύρος (αφ. 14.35- 15.00 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 18.30-21.30 αναχ.). Παρασκευή: Θήρα (αφ. 02.55- 03.20 αναχ.)- Κως (αφ. 07.50- 08.30 αναχ.)- Ρόδος (αφ. 11.10- 16.00 αναχ.)-Κως (αφ. 18.50-19.20 αναχ.)- Θήρα (αφ. 23.50). Σάββατο: Θήρα (00.05 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 05.25- 09.30 αναχ.)- Πάρος (αφ. 13.40- 14.10 αναχ.)- Θήρα (αφ. 16.30- 17.00 αναχ.)- Κως (αφ. 21.30- 22.30 αναχ.). Κυριακή: Πειραιάς (αφ. 07.00- αναχ. 07.30)- Σύρος (αφ. 11.00- 11.20 αναχ.)- Μύκονος (αφ. 12.10- 13.45 αναχ.)- Σύρος (αφ. 14.35- 15.00 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 18.30- 21.30 αναχ.). Κατά το χρονικό διάστημα από 8.8.2017 έως 21.8.2017 τα δρομολόγια παρέμειναν ίδια, πλην της ημέρας του Σαββάτου που το πλοίο εκτέλεσε τα παρακάτω δρομολόγια: α) Σάββατο 13.8.2016: Θήρα (00.05 αν.)- Πειραιάς (αφ. 05.25- 09.00 αναχ.)- Πάρος (αφ. 13.10- 13.30 αναχ.)- Νάξος (αφ. 14.20- 14.40 αναχ.)- Θήρα (αφ. 16.40- αναχ. 17.00)- Πειραιάς (αφ. 22.00) και β) Σάββατο 20.8.2016: Πειραιάς (αναχ. 14.00)- Θήρα (αφ. 19.40- 20.30 αναχ.)- Νάξος (αφ. 22.30- 22.50 αναχ.)- Πάρος (αφ. 23.35- 23.50 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 05.30). Κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2017 έως 4.9.2017 το πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: Δευτέρα: Καρλόβασι (04.15 αφ.- 04.35 αναχ.)- Κως (αφ.07.50 -08.30 αναχ.)- Ρόδος (αφ. 11.10- 13.00 αναχ.)- Κάρπαθος (αφ.16.30 – 16.50 αναχ.)- Ρόδος (αφ. 20.20- 22.00 αναχ.). Τρίτη: Κως (αφ. 00.40- 01.10 αναχ.)- Καρλόβασι (αφ. 04.15- 04.35 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 11.20- 21.30 αναχ.). Τετάρτη:Καρλόβασι (αφ. 04.15- 04.35 αναχ.)- Κως (αφ. 07.50- 08.30 αναχ.)- Ρόδος (αφ. 11.10- 16.00 αναχ.)- Κως (αφ. 18.50- 19.20 αναχ.)- Καρλόβασι (αφ. 22.20-22.40 αναχ.). Πέμπτη: Πειραιάς (αφ. 05.25- 21.30 αναχ.). Παρασκευή: Βαθύ (αφ. 04.50)- Κως (αφ. 07.50- 08.30 αναχ.)- Ρόδος (αφ. 11.10- 16.00 αναχ.)- Κως (αφ. 18.50- 19.20 αναχ.)- Καρλόβασι (22.40 αναχ.). Σάββατο (15.7.2017, 22.7.2017, 29.7.2017, 5.8.2017, 12.8.2017): Πειραιάς (αφ. 05.25- 09.00 αναχ.)- Πάρος (αφ. 13.10- 13.30 αναχ.)- Νάξος (αφ. 14.25- 14.55 αναχ.)- Κως (αφ. 19.15- 20.15 αναχ.). Σάββατο (19.8.2017): Πειραιάς (αφ. 05.25- 08.00 αναχ.)- Θήρα (αφ. 13.30- 14.00 αναχ.)- Νάξος (αφ. 16.00- 16.15 αναχ.)- Πάρος (αφ. 17.00- 17.30 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 22.00). Κυριακή: Πειραιάς (αναχ. 07.30)- Σύρος (αφ. 11.00- αναχ. 11.20)- Μύκονος (αφ. 12.10- 13.45 αναχ.)- Σύρος (αφ. 14.35- 15.00 αναχ.)- Πειραιάς (αφ. 18.30- 21.30 αναχ.). Κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία κατά το χρονικό διάστημα από 26.11.2016 έως 18.12.2016, ενώ δεν πραγματοποίησε δρομολόγια κατά τις παρακάτω αναφερόμενες ημερομηνίες είτε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, είτε λόγω αργιών, είτε λόγω απεργίας της Π.Ν.Ο. και συγκεκριμένα την 1.1.2016 (Παρασκευή λόγω εορτής), την 13.3.2016 (Κυριακήπριν την Καθαρή Δευτέρα το πλοίο μετά την άφιξή του στη Ρόδο δεν εκτέλεσε άλλο δρομολόγιο), την 4.4.2016 (παρέμεινε στον Πειραιά)και στις 8 και 9.5.2016 (λόγω απεργίας της Π.Ν.Ο.). Το ότι το “B2” μετά την άφιξή του στη Ρόδο δεν εκτέλεσε από εκεί δρομολόγιο στις 13.3.2016 διαλαμβάνεται στο ίδιο το αγωγικό δικόγραφο στις παρατηρήσεις της σελίδας 3. Επίσης, το ότι το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι του Πειραιά την 4.4.2016 διαλαμβάνεται ως γεγονός στις παρατηρήσεις στον πίνακα δρομολογίων της …………. που ο ίδιος ο εκκαλών-ενάγων προσκομίζει στην πίσω σελίδα του υπ’ αριθμ. ……./04-16 έντυπου σήματος. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση ότι δεν εκτελέστηκαν τα παραπάνω δρομολόγια. Αντίθετα, εσφαλμένα έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφασηότι το ένδικο πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια στις 20.1.2016 (ημέρα Τετάρτη λόγω απεργίας Π.Ν.Ο.), στις 29.2.2016 (ημέρα Δευτέρα λόγω απαγορευτικού) και στις 10.5.2016 (λόγω απεργίας της Π.Ν.Ο.), καθώς τα παραπάνω γενόμενα δεκτά δεν προέκυψαν από κάποιο αποδεικτικό μέσο, όπως βάσιμα υποστηρίζει με τον υπό στοιχείο «Ι» λόγο έφεσής του ο εκκαλών-ενάγων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται καιο συνολικός αριθμός ωρών παροχής υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του τελευταίου, για τις οποίες δικαιούτο υπερωριακή αμοιβή και όπως αυτές θα συνυπολογισθούν παρακάτω. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ.1 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα εβδομαδιαίως, δηλαδή σε οκτώ ώρες την ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, η προβλεπόμενη στη σχετική διάταξη ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι τις οκτώ ώρες εργασία την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας και η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή αλλά μόνον η πέραν του οκταώρου. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι κατά τα διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, αυτός απασχολείτο ως προσωπικό  σκάφους μαζί με άλλους έντεκα ναύτες, ένα ναύκληρο, έναν υποναύκληρο και δύο ναυτόπαιδες. Τα μέλη του πληρώματος που υπηρετούσαν με την ειδικότητα του ναύτη παρείχαν τις υπηρεσίες τους, ανά διαστήματα, είτε εκτελώντας βάρδιες- φυλακές γέφυρας, είτε εργαζόμενοι ως ημερεργάτες και τα καθήκοντα αυτά εναλλάσσονταν περιοδικά. Έτσι, ο ενάγων εργαζόταν εκ περιτροπής, κάποια χρονικά διαστήματα σε δύο τετράωρες βάρδιες το εικοσιτετράωρο εκτελώντας υπηρεσία φυλακής και κάποια άλλα ως ημερεργάτης (dayman-ντεϊμάνης), απασχολούμενος στις εργασίες τις σχετικές με την παραπάνω ειδικότητά του. Προς κάλυψη των διάφορων λειτουργικών αναγκών του πλοίου που προέκυπταν κατά τη διάρκεια των πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων, όταν εκτελούσε φυλακή (δύο τετράωρες βάρδιες), απασχολείτο επιπλέον και σε χρόνο είτε πριν την έναρξη της βάρδιας, είτε μετά τη λήξη της, εφόσον το πλοίο τύχαινε στη βάρδιά του να προσεγγίσει κάποιο λιμάνι, σε εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου, φορτοεκφόρτωσης και ασφαλούς έχμασης των οχημάτων στα γκαράζ και λιγότερο σε εργασίες καθαρισμού και ευπρεπισμού του πλοίου, αφού γι’ αυτό υπήρχαν οι ντεϊμάνηδες. Όταν ο ενάγων εργαζόταν ως ημερεργάτης, συμμετείχε, κατά την προσέγγιση του πλοίου σε λιμάνι, σε εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου, ενώ εν πλω απασχολείτο σε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας των καταστρωμάτων, χωρίς να αποδεικνύεται ότι εργαζόταν συνέχεια, κατά το υποστηρίζομενο στην αγωγή του, από ώρα 6.00 π.μ. μέχρι και 18.00 καθημερινά, πέραν των ωρών που το πλοίο προσέγγιζε κάθε λιμάνι, όπως για το θέμα αυτό κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ο μάρτυρας της εναγόμενης, ………., ναύκληρος στο ίδιο πλοίο, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο πρωτοδίκως, ο οποίος έδινε εντολές στον ενάγοντα και στους άλλους ναύτες, καθώς και ο ………, υποναύκληρος στο ίδιο πλήρωμα στην υπ’ αριθμ. ……./2.5.2018 ένορκη βεβαίωσή του, χωρίς να κρίνεται περισσότερο πειστική στο σημείο αυτό η υπ’ αριθμ. …/16.2.2018 ένορκη βεβαίωση του συνυπηρετήσαντος με τον ενάγοντα, ναύτη ….. ., που βρίσκεται και ο ίδιος σε αντιδικία με την εναγόμενη κι επομένως δεν κρίνεται αντικειμενικός. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, καθώς ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57παρ.1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (ΕφΠειρ 200/2016, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 45/2010, Ε.Ν.Δ.2010, σελ. 405, ΕφΠειρ 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013, σελ. 220, ΕφΠειρ 548/2001, Επ.Εργ.Δ. 61, σελ. 340, Ι. Ληξουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 3η έκδοση, σελ. 160). Κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, το ωράριο εργασίας του ενάγοντος επεκτεινόταν κατά τρεις ώρες τους μήνες Σεπτέμβριο έως Μάιο και κατά τέσσερις ώρες κατά τους θερινούς μήνες (Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η απασχόλησή του διαρκούσε δέκα ώρες ημερησίως στο διάστημα Σεπτεμβρίου-Μαϊου έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου εν μέρει δεκτού του υπό στοιχείο «Ι» λόγου έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, χωρίς να αποδεικνύεται, όμως, η καθημερινή απασχόληση αυτού δεκατέσσερεις ώρες την ημέρα, η οποία,και κατά τα ανωτέρω προεκτεθέντα, κρίνεται υπερβολική. Η διαφορά στην ημερήσια απασχόληση κατά μία ώρα λιγότερο κατά τους μήνες από Σεπτέμβριο μέχρι και Μάιο σε σχέση με τους μήνες Ιούνιο έως και Αύγουστο οφείλεται στη μειωμένη επιβατική κίνηση που παρατηρείται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την περίοδο αυτή σε σύγκριση με τους θερινούς μήνες, γεγονός που συνεπάγεται μειωμένη ανάγκη για παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των ναυτολογημένων στο πλοίο, καθώς το πλοίο παραμένει λιγότερο στα λιμάνια που προσεγγίζει λόγω του μικρού αριθμού μετακινούμενων επιβατών και οχημάτων και της έλλειψης ή του μικρού αριθμού αλλοδαπών τουριστών, λαμβανομένου υπόψη και του αριθμού των ναυτικών της ειδικότητας του ενάγοντος που υπηρετούσαν στο πλοίο. Μάλιστα υπήρχαν και ημέρες, ιδίως εκτός της θερινής τουριστικής περιόδου που το πλοίο εξυπηρετούσε μόνο δύο λιμάνια, σύμφωνα με τους πίνακες που ενσωματώνει ο ενάγων στην ένδικη αγωγή του, όπως συνέβαινε σύμφωνα με τον Πίνακα Α’ για την περίοδο από 1.1 έως 10.1.2016, 18.1 έως 20.1.2016, από 22.2 έως 4.4.2016 και από 13.2 έως 19.2.2017, όταν το ένδικο πλοίο κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, ξεκινούσε ώρα 19.00 από Πειραιά, έφθανε Σύρο, απ’ όπου αναχωρούσε αργά τη νύχτα στις 23.10 ή σύμφωνα με τον Πίνακα Γ’ για την περίοδο από 5.4 έως 12.6.2016 και από 13.9 έως 28.10.2016, όταν το πλοίο κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο εξυπηρετούσε μόνο δύο λιμάνια, αυτά της Θήρας και του Πειραιά και την Κυριακή αναχωρούσε από Πειραιά στις 18.00 η ώρα. Ωστόσο και ως προς τους εκτός του καλοκαιριού μήνες, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη και την υπηρεσία ρολογιώνπου παρείχαν οι ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, και όπως η υπηρεσία αυτή συνίστατο κατά τον μάρτυρα της εναγόμενης, στο πέρασμα μέσα στο κομοδέσιο που πραγματοποιούσε ο κάθε ναύτης στη βάρδιά του και έλεγχε μήπως είχε ξεσπάσει πυρκαγιά, χτυπώντας τα είκοσι τρία ρολόγια πυρασφάλειας του πλοίου και ότι τούτο διαρκούσε επί μισή ώρα, κρίνει ότι οι ώρες καθημερινής εργασίας και τους μήνες αυτούς ξεπερνούσαν τις δέκα ώρες και έφθαναν τις έντεκα ώρες ημερησίως. Εξάλλου, το γεγονός ότι κατά τα επίδικα διαστήματα απασχολούνταν στο πλοίο ως «προσωπικό σκάφους», δώδεκα ναύτες, ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι και δύο ναυτόπαιδες, ήτοι το πλοίο λειτουργούσε με πλήρη οργανική σύνθεση, δεν σημαίνει ότι ο αριθμός του πληρώματος ήταν υπεραρκετός, ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες του πλοίου χωρίς να απαιτείται να απασχολείται ο ενάγων και οι άλλοι ναύτες, καθημερινά, τις παραπάνω ώρες. Η ανάγκη παροχής υπερωριακής εργασίας δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπάρχει πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν συνεπάγεται αυτονοήτως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (βλ. προσκομιζόμενες ΜονΕφΠειρ 592/2019 και 433/2019 αδημ.). Επιπλέον το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος, όπου αναλυτικά καταγράφονται ώρες υπερωριακής απασχόλησης και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που του χορηγούσε ο εργοδότης, όπου επίσης αναφέρεται ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές δεν συνιστά σε βάρος του απόδειξη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-εναγόμενη με τον δεύτερο υπό στοιχεία 2.2. λόγο έφεσής της, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζεται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1569/2017, 1554/2011 στην ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς κατά τη χρονική περίοδο από 1η Ιανουαρίου έως 31ηΜαϊου και από 1η Σεπτεμβρίου έως 31η Δεκεμβρίου, ο ενάγων εργαζόταν έντεκα ώρες ημερησίως, παρέχοντας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές τρεις ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα ώρες τέτοιας εργασίας, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιουνίου έως 31η Αυγούστου παρείχε, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα ώρες τέτοιας εργασίας. Τις ημέρες που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και παρέμενε στο λιμάνι, ο ενάγων δεν παρείχε υπερωριακή εργασία, καθώς δεν υπήρχε ανάγκη προς τούτο, λόγω της μη διενέργειας του πλου και της ελλείψεως επιβατών στο πλοίο, τις δε αργίες ή τις ημέρες που είχε απαγορευτικό ή στις απεργίες της Π.Ν.Ο., αυτός δεν απασχολείτο στο πλοίο. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε την 1.1.2016, την 13.3.2016, την 4.4.2016, την 8.5.2016 και την 9.5.2016 στις ώρες για την εξεύρεση της υπερωριακής αμοιβής που δικαιούτο ο ενάγων από τις ναυτολογήσεις του, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων με τον υπό στοιχείο «Ι» λόγο της έφεσής του τυγχάνουν ουσία αβάσιμα. Συνακόλουθα, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ν.Ε. (άρθρα 11, 13 και 18) για την ως άνω υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, εξαιρουμένων των ημερών, που, όπως προαναφέρθηκε, το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, ο εν λόγω ναυτικός δικαιούτο να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας: Α) Για τις καθημερινές και Κυριακές: α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 20.1.2016, για την υπερωριακή εργασία τριών ωρών ημερησίως επί (12 καθημερινές + 3 Κυριακές=) 15 ημέρες, το ποσό των (15μέρες x 3 ώρεςx 8,38 ευρώ=) 377,1ευρώ, β) κατά το χρονικό διάστημα από 22.2.2016 έως 31.5.2016, για την υπερωριακή εργασία τριών ωρών ημερησίως επί (68 καθημερινές- 2 καθημερινές ημέρες ακινησίας του πλοίου + 13 Κυριακές- 2 Κυριακές ακινησίας του πλοίου=) 77 ημέρες, το ποσό των (77 ημέρες x 3 ώρεςx 8,38 ευρώ=)1.935,78 ευρώ, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 έως 20.8.2016, για την υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών ημερησίως επί (56 καθημερινές + 11 Κυριακές=) 67 ημέρες, το ποσό των (67 ημέρες x 4 ώρες x8,38 ευρώ=)2.245,84 ευρώ, δ) κατά το χρονικό διάστημα από 13.9.2016 έως 25.11.2016, για την υπερωριακή εργασία τριών ωρών ημερησίως επί (52 καθημερινές + 10 Κυριακές=) 62 ημέρες, το ποσό των (62 μέρεςx 3 ώρες x 8,38 ευρώ=)1.558,68 ευρώ, ε) κατά το χρονικό διάστημα από 19.12.2016 έως 22.3.2017, για την υπερωριακή εργασία τριών ωρών ημερησίως επί (65 καθημερινές + 11 Κυριακές=) 76 ημέρες, το ποσό των (76 ημέρες x 3 ώρεςx 8,38 ευρώ=)1.910,64 ευρώ, στ) κατά το χρονικό διάστημα από 23.4.2017 έως 31.5.2017, για την υπερωριακή εργασία τριών ωρών ημερησίως επί (26 καθημερινές + 5 Κυριακές=) 31 ημέρες, το ποσό των (31 ημέρες x 3 ώρες x 8,38 ευρώ=)779,34 ευρώ, ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2017 έως 31.8.2017, για την υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών ημερησίως επί (65 καθημερινές + 13 Κυριακές=) 78 ημέρες, το ποσό των (78 ημέρες x 4 ώρες x 8,38 ευρώ=)2.614,56 ευρώ, η) κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2017 έως 5.10.2017, για την υπερωριακή εργασία τριών ωρών ημερησίως επί (24 καθημερινές + 5 Κυριακές=) 29 ημέρες, το ποσό των (29 ημέρες x 3 ώρες x 8,38 ευρώ=)729,06 ευρώ και Β) Για τα Σάββατα και τις αργίες: α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 20.1.2016, για την υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών ημερησίως επί (3 Σάββατα και 1 αργία- εξαιρουμένης της 1/1) 4 ημέρες, το ποσό των (4 ημέρες x11 ώρεςx 10,05 ευρώ=) 442,2 ευρώ, β) κατά το χρονικό διάστημα από 22.2.2016 έως 31.5.2016, για την υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών ημερησίως επί (14 Σάββατα + 5 αργίες=) 19 ημέρες, το ποσό των (19 ημέρες x 11ώρες x 10,05 ευρώ=)2.100,45 ευρώ, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 έως 20.8.2016, για την υπερωριακή εργασία δώδεκα ωρών ημερησίως επί (12 Σάββατα + 2 αργίες=) 14 ημέρες, το ποσό των (14 ημέρες x 12 ώρες x 10,05 ευρώ=)1.688,40 ευρώ, δ)κατά το χρονικό διάστημα από 13.9.2016 έως 25.11.2016, για την υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών ημερησίως επί (10 Σάββατα + 2 αργίες=) 12 ημέρες, το ποσό των (12 ημέρες x 11 ώρες x 10,05 ευρώ=)1.326,60 ευρώ, ε) κατά το χρονικό διάστημα από 19.12.2016 έως 22.3.2017, για την υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών ημερησίως επί (13 Σάββατα + 5 αργίες=) 18 ημέρες, το ποσό των (18 ημέρες x 11 ώρες ημερησίως x 10,05 ευρώ=)1.989,9 ευρώ, στ) κατά το χρονικό διάστημα από 23.4.2017 έως 31.5.2017, για υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών ημερησίως επί (5 Σάββατα + 3 αργίες=) 8 ημέρες, το ποσό των (8 ημέρες x 11 ώρες x10,05 ευρώ=)884,40 ευρώ, ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2017 έως 31.8.2017 για την υπερωριακή εργασία δώδεκα ωρών ημερησίως επί (13 Σάββατα + 1 αργία=) 14 ημέρες, το ποσό των (14 ημέρες x 12 ώρεςx 10,05 ευρώ=)1.688,40 ευρώ, η) κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2017 έως 5.10.2017, για την υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών ημερησίως επί (5 Σάββατα + 1 αργία=) 6 ημέρες, το ποσό των (6 ημέρες x 11 ώρες x 10,05 ευρώ=)663,3 ευρώ. Συνεπώς, ο ενάγων έπρεπε να είχε λάβει από την εναγόμενη ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το χρηματικό ποσό των 12.151 ευρώ (=377,1 ευρώ + 1.935,78 ευρώ + 2.245,84 ευρώ + 1.558,68 ευρώ + 1.910,64 ευρώ + 779,34 ευρώ + 2.614,56 ευρώ + 729,06 ευρώ)και ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και των αργιών χρηματικό ποσό 10.783,65 ευρώ (=442,2 ευρώ + 2.100,45 ευρώ + 1.688,40 ευρώ + 1.326,60 ευρώ + 1.989,90 ευρώ + 884,40 ευρώ + 1.688,40 ευρώ + 663,30 ευρώ). Έναντι των ανωτέρω οφειλομένων, ο ενάγων έχει λάβει από την εναγόμενη για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, σύμφωνα με τις προσκομισθείσες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη και όπως δεν αμφισβητεί ο εκκαλών-ενάγων στην έφεσή του, το συνολικό ποσό των 9.271,18 ευρώ, οπότε προκύπτει διαφορά ποσού 2.879,82 ευρώ (=12.151 ευρώ- 9.271,18 ευρώ), ενώ για την εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου και τις αργίες έχει λάβει, όπως επίσης δεν αμφισβητεί ο εκκαλών-ενάγων, το συνολικό ποσό των 8.389,49 ευρώ, οπότε προκύπτει διαφορά ποσού 2.394,16 ευρώ (= 10.783,65 ευρώ- 8.389,49 ευρώ). Επομένως, συνολικά προκύπτει διαφορά αμοιβής για υπερωριακή εργασία του ενάγοντος καθ’ όλες τις ημέρες ναυτολόγησης κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, το συνολικό ποσό των 5.273,98 ευρώ (=2.879,82 ευρώ + 2.394,16 ευρώ). Περαιτέρω, η εναγόμενη είχε προβάλλει, πρωτοδίκως, κατ’ ένσταση ότι κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα είχε καταβάλει στον ενάγοντα πρόσθετες χρηματικές παροχές πέραν των νόμιμων αποδοχών και συγκεκριμένα ότι του είχε καταβάλει ως «έκτακτες αμοιβές» το χρηματικό ποσό των 1.318,02 ευρώ και για «ρολόγια ναυτών» το ποσό των 2.045,84 ευρώ και ζήτησε τα εν λόγω ποσά να συμψηφισθούν με τις απαιτήσεις του για υπερωριακή αμοιβή, με βάση ειδική μεταξύ τους συμφωνία περιεχόμενη στις μεταξύ τους συμβάσεις ναυτικής εργασίας ότι κάθε ποσό που θα καταβαλλόταν από την εταιρία στο ναυτικό πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών που προβλέπονταν από την εκάστοτε εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. θα μπορούσε να συμψηφισθεί με αξιώσεις από τυχόν υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε ο ναυτικός ή με άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας από τη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παραπάνω ένσταση ως νόμω και ουσία βάσιμη αναφορικά με τα καταβαλλόμενα στο ναυτικό ποσά που στις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις έφεραν την ονομασία «έκτακτες αμοιβές» ποσού 1.318,02 ευρώ, αλλά απέρριψε την ένσταση ως προς την επικληθείσα χρηματική παροχή για «ρολόγια ναυτών» ύψους 2.045,84 ευρώ, δεχόμενο ότι αυτή καταβλήθηκε για συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή για την αντίστοιχη εργασία πυρασφάλειας του εν λόγω πλοίου, που πραγματοποίησε ο ενάγων και ουδόλως συνδέεται με την παροχή υπερωριακής εργασίας αλλά έχει τον χαρακτήρα αμοιβής για πρόσθετη εργασία, που η καταβολή της είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως ειδικότερη ρύθμιση της συμφωνίας για αποδοχές του ενάγοντος κατ’ άρθρο 659 του ΑΚ και ότι επομένως δεν πρέπει να αφαιρεθεί συμψηφιστικώς από τις απαιτήσεις του ενάγοντος. Αμφότεροι οι διάδικοι παραπονούνται με σχετικούς λόγους έφεσης, για την εν μέρει παραδοχή και εν μέρει απόρριψη της ένστασης συμψηφισμού.Ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται με τον υπό στοιχείο «ΙΙ» λόγο έφεσης επειδή έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού της εφεσίβλητης-εναγόμενης κατά το μέρος που αφορούσε τις καταβληθείσες σε αυτόν «έκτακτες αμοιβές», ισχυριζόμενος ότι η σχετική αμοιβή τού καταβαλλόταν για εργασία ξένη προς τα καθήκοντα του ναύτη και δη για την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών (π.χ. για την παράδοση και παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων) και όχι ως επιμίσθιο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συμψηφισθεί με τυχόν αξιώσεις του για διαφορά υπερωριακής αμοιβής. Ότι επικουρικά κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι καταβληθείσες «έκτακτες αμοιβές» αποτελούν επιμίσθιο, δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί συμβατικός συμψηφισμός τους προς τις άλλες απαιτήσεις του, καθόσον από την αντικειμενική αξιολόγηση του περιεχομένου των από 28.7.2013 και 12.3.2015 έγγραφων ατομικών του συμβάσεων προκύπτει ότι σε αυτές δεν περιλαμβάνεται τέτοια ειδική και επαρκώς ορισμένη συμφωνία, καθώς δεν προσδιορίστηκαν ειδικά και ορισμένα οι αποδοχές που θα καταβάλλονταν από την εργοδότριά του, πλέον των ελάχιστων νομίμων ή το ποσό κατά το οποίο θα ήταν δυνατό να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της απέναντί του, ούτε ποιες θα ήταν αυτές οι μελλοντικές υποχρεώσεις και ότι σε καμία περίπτωση δεν συμφωνήθηκε ρητά ότι οι «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες αποδοχές, θα μπορούσαν να συμψηφισθούν με άλλες αξιώσεις του. Αντίστοιχα, η εκκαλούσα-εναγόμενη με τον πρώτο λόγο έφεσής της παραπονείται ότι ενώ η εκκαλούμενη ορθά δέχθηκε τον συμψηφισμό των καταβληθεισών «έκτακτων αμοιβών» με την αξίωση του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή, απέρριψε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 659 ΑΚ την αντίστοιχη ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) της καταβληθείσας από εκείνη αμοιβής για τα «ρολόγια ναυτών» ποσού 2.045,84 ευρώ, καίτοι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι κάθε ποσό που καταβάλλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μπορεί να τις συμψηφίζει με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες. Επί των παραπάνω ζητημάτων από την εκτίμηση των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι πράγματι στις μεταξύ των διαδίκων υπογραφείσες από 26.3.2015, 13.9.2016 και 23.4.2017 συμβάσεις ναυτικής εργασίας περιέχεται ο υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικός όρος σύμφωνα με τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμφωνηθείς αυτός όρος περί συμβατικού συμψηφισμού, ακριβέστερα καταλογισμού των υπέρτερων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. καταβαλλόμενων στο ναυτικό ποσών με τις απαιτήσεις του για αμοιβή υπερωριών είναι έγκυρος. Κατά την έννοια των άρθρων 680 παρ.3 ΑΚ και 7 του ν. 1876/1990, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ενώ οι αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό από τους περιεχόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009, σελ. 993). Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 απρ.4 του ν.δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελάχιστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 592/2019 και 433/2019 προσκομιζόμενες, αδ., ΜονΕφΔωδ 122/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2013, ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44, σελ. 160, ΜονΕφΠειρ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 208). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009, σελ. 267). Επομένως, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ναυτικού (βλ. ΑΠ 1013/2003, ό.π., 225/2002, ό.π. ΜονΕφΠειρ 592/2019, 433/2019, ό.π., ΜονΕφΠειρ 213/2016, 50/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 659 ΑΚ, αν παρουσιασθεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ο εργαζόμενος δικαιούται για την πρόσθετη αυτή εργασία σε συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με το συμφωνημένο μισθό και με τις ειδικές περιστάσεις. Από το συνδυασμό τωνπαραπάνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 648, 649, 652 και 653  Α.Κ. προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (Α.Π. 270/2017, ΑΠ 1769/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Η πρόσθετη όμως αυτή αμοιβή δεν οφείλεται, εάν έχει συμφωνηθεί (άρθρο 361 ΑΚ) μεταξύ μισθωτού και εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, είτε κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας, είτε μεταγενέστερα, να παρέχει ο μισθωτός την πρόσθετη εργασία χωρίς αμοιβή, ή η τελευταία να καλύπτεται από το μισθό της κύριας απασχόλησης του (Ολ. ΑΠ 861/1984, ΑΠ 1892/1987, ΑΠ 937/1980, ΑΠ 1766/2001,ΑΠ 18/2011, ΕλλΔνη 2011, σελ. 1595).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικά, κάθε μήνα, ως μέρος των αποδοχών μισθοδοσίας αφενός ορισμένο ποσό υπό την ονομασία «έκτακτες αποδοχές», αφετέρου ποσό υπό την ονομασία «ρολόγια ναυτών». Δεν αποδείχθηκε ότι οι «έκτακτες αποδοχές» καταβάλλονταν στους ναύτες ως αμοιβή για εργασία που δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντά τους όπως για παράδοση και παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών-ενάγων, αλλά είχε τον χαρακτήρα «επιμίσθιου» κατά τα ανωτέρω δηλαδή δινόταν ως ανταμοιβή για τον ζήλο και τη δραστηριότητα του ναυτικού, η δε αμοιβή που δινόταν για «ρολόγια ναυτών» πληρωνόταν για εργασία συναφή με τα καθήκοντα του ναύτη, για την οποία δεν προβλεπόταν ειδικό επίδομα στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. για το πλήρωμα καταστρώματος των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Τα καθήκοντα του ναύτη στα επιβατικά πλοία προβλέπονται στα άρθρα 62 και 63 του Β.Δ. 683/1960 και αναφέρονται ενδεικτικώς. Συγκεκριμένα στο άρθρο 62 προβλέπεται για τα εν γένει καθήκοντα των ναυτών ότι «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των», ενώ στο επόμενο άρθρο 63 ορίζονται ενδεικτικά τα ειδικά καθήκοντα αυτών ως εξής: «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των.» Επίσης στο άρθρο 136 του ίδιου β.δ/τος  υπό τον τίτλο «Γενικαί εργασίαι καταστρώματος», προβλέπεται μεταξύ άλλων για το πλήρωμα καταστρώματος ότι «1. Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδονεις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς…ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις    πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικοτητός των, διατασσομένην υπό του    Υπάρχου… 3. Οι εν παραγράφω 1 οφείλουσι να είναι έτοιμοι επί του καταστρώματος, ίνα αρχίσωσι την εργασίαν των την 07.00` ώραν…Πλήν των ανωτέρω ωρών εργασίας, ούτοι δεν υποχρεούνται να εκτελέσωσιν άλλην εργασίαν, εκτός εάν πρόκειται περί απάρσεως αγκυροβολίας ή γυμνασίων διαρροής, πυρκαϊάς…». Επομένως, η λήψη μέτρων πυρασφάλειας και δη εν προκειμένω το πέρασμα μέσα στο κομοδέσιο που πραγματοποιούσε ο κάθε ναύτης στη βάρδιά του και έλεγχε μήπως είχε ξεσπάσει πυρκαγιά, χτυπώντας τα είκοσι τρία ρολόγια πυρασφάλειας του πλοίου αποτελούσε εργασία συναφή με την κύρια απασχόληση του ναύτη στα επιβατηγά πλοία και όχι ξένη προς τα καθήκοντα του, ώστε να δικαιούται κατ’ άρθρο 659 παρ.2 ΑΚ συμπληρωματική αμοιβή, η οποία να μην μπορεί να συμψηφισθεί με την αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, όπως είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι για τις καταβαλλόμενες αποδοχές πέραν των υποχρεωτικώς καταβαλλόμενων αμοιβών και επιδομάτων κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. Σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι δεν θα μπορούσε να συμψηφισθεί το ποσό για τα ρολόγια ναυτών με την αμοιβή για υπερωριακή εργασία του ενάγοντος ναύτη, ουσιαστικά αυτός θα αμειβόταν δύο φορές για την ίδια εργασία, καθώς ο χρόνος που διέθεσε για τα ρολόγια πυρασφάλειας θα αμειβόταν και ως πρόσθετη εργασία με τα ποσά που ήδη έλαβε βάσει της μισθοδοσίας του και ως υπερωριακή μη πληρωθείσα από τον εργοδότη εργασία (βλ. ομοίως την προσκομιζόμενη ΜονΕφΠειρ 592/2019). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση εν μέρει εξοφλήσεως λόγω συμφωνημένου συμψηφισμού της απαίτησης για υπερωριακή αμοιβή με τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2016 έως τον Οκτώβριο του 2017 ως «έκτακτες αμοιβές» συνολικού ποσού 1.318,02 ευρώ, όπως το ύψος του συγκεκριμένου ποσού δεν αμφισβητείται ειδικά με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα-ενάγοντα, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον υπό στοιχείο «ΙΙ» λόγο έφεσης του ενάγοντος τυγχάνουν αβάσιμα κατά τα ανωτέρω. Αντίθετα, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας την ίδια ένσταση κατά το σκέλος της που αφορούσε τον συμβατικό συμψηφισμό της αμοιβής για ρολόγια ναυτών, που καταβαλλόταν στο ναυτικό για τη δραστηριότητά του στο πλοίο πλέον των προβλεπομένων και υποχρεωτικά καταβαλλόμενων κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. επιδομάτων, με την αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τη ρητή συμφωνία των διαδίκων ότι κάθε ποσό ανώτερο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών μπορούσε να συμψηφισθεί με «τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες». Ειδικότερα, στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2016 έως τον Οκτώβριο του 2017, ο ενάγων έλαβε ως «ρολόγια ναυτών» το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.045,84 ευρώ, ήτοι 1.054,26 ευρώ το έτος 2016 και 991,58 ευρώ το έτος 2017 (αναλυτικά 83,67 ευρώ τον Ιανουάριο του 2016 + 33,47 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2016 + 125,51 ευρώ τον Μάρτιο του 2016 + 125,51 ευρώ τον Απρίλιο του 2016 + 117,14 ευρώ τον Μάιο του 2016 + 125,51 ευρώ τον Ιούνιο του 2016 + 125,51 ευρώ τον Ιούλιο του 2016 + 83,67 ευρώ τον Αύγουστο του 2016 + 66,94 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2016 + 125,50 ευρώ τον Οκτώβριο του 2016 + 100,40 ευρώ το Νοέμβριο του 2016 + 58,57 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2016 + 125,51 ευρώ τον Ιανουάριο του 2017 + 125,51 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2017 + 92,04 ευρώ τον Μάρτιο του 2017 + 33,47 ευρώ τον Απρίλιο του 2017 +112,95 ευρώ τον Μάιο του 2017 + 125,50 ευρώ τον Ιούνιο του 2017 +125,51 ευρώ τον Ιούλιο του 2017 + 125,17 ευρώ τον Αύγουστο του 2017 +125,92 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017 + 16,73 ευρώ τον Οκτώβριο του 2017), το οποίο πρέπει να συμψηφισθεί με την υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος, γενομένου δεκτού στην ουσία του, του πρώτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας-εναγόμενης. Επομένως, αφαιρουμένων των παραπάνω ποσών των 1.318,02 ευρώ και των 2.045,84 ευρώ από το προαναφερόμενο υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής των 5.273,98 ευρώ, απομένει υπόλοιπο μη καταβληθείσας υπερωριακής αμοιβής ποσού 1.910,12 ευρώ, το οποίο οφείλεται από την εναγόμενη στον ενάγοντα με το νόμιμο τόκο από την 6.10.2017 μέχρις εξοφλήσεως. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα-εναγόμενη αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά το μέροςπου απορρίφθηκε η πρωτοδίκως προβληθείσα από αυτή ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος αναφορικά με την αιτηθείσα αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, με βάση ρητές εντολές της ίδιας (της εκκαλούσας-εναγόμενης), η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας τελούσε υπό ορισμένη διαδικασία, η οποία τηρείτο απαρεγκλίτως και ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο. Ότι επιπρόσθετα αυτός με τη συμπεριφορά του και με θετικές του ενέργειες δημιούργησε την εύλογη βεβαιότητα στην εργοδότρια ότι δεν θα ασκήσει τέτοιες αξιώσεις, καθώς αυτός: α) ουδέποτε όχλησε την εταιρία ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων, β) αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, γ) παρέλαβε και υπέγραψε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις του, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών, οι οποίες του καταθέτονταν σε τραπεζικό λογαριασμό, δ) υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, ε) με την υπογραφή των μηνιαίων καταστάσεων υπερωριών, κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εργοδότρια ότι δεν υπάρχουν ώρες εργασίας του μη περιλαμβανόμενες στα εν λόγω έγγραφα, στ) ουδέποτε κατά τη μεταξύ των διαδίκων πολυετή εργασιακή σχέση προέβαλε οιαδήποτε αξίωση και παρά μόνο αφού αποχώρησε από τη σχέση αυτή, άσκησε τις ένδικες αξιώσεις του. Ότι το ύψος των ένδικων απαιτήσεων είναι υψηλό και δημιουργεί στην εκκαλούσα-εναγόμενη τεράστιο βάρος, ιδίως στη σημερινή πασίδηλη δυσχερή οικονομική συγκυρία και ότι ως εκ τούτου το υπέρογκο των αξιώσεων υπό τις ανωτέρω περιστάσεις συνηγορεί υπέρ της καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής. Ότι επομένως συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που κατά τη νομολογία συνθέτουν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος των ένδικων απαιτήσεων, ήτοι α) μακρά πάροδος χρόνου χωρίς καμία έγερση αξίωσης, β) πεποίθηση ότι δε θα προβάλλει ο μισθωτός τις αξιώσεις του και γ) πρόκληση σημαντικής ζημίας αφού ουδέποτε ο ενάγων είχε θέσει θέμα οικονομικό, πολύ δε περισσότερο για το επίδικο ποσό, τυχόν καταβολή του οποίου θα έχει δυσβάσταχτες συνέπειες για την εταιρία και τους εργαζόμενους σε αυτή. Ότι κατ’ ακολουθίαν, η όψιμη προβολή απαιτήσεων, ως προς τις οποίες υπήρχε η ανά μισθολογική περίοδο άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος ότι δεν υφίστανται, συνιστά προφανή παλινωδία και παράβαση της αρχής της καλής πίστης, υπό την ειδικότερη έκφραση της “venire contra factum proprium” και ότι οι ένδικες αξιώσεις πρέπει να εξαφανισθούν γιατί ασκήθηκαν καταχρηστικά. Σχετικά με τον λόγο αυτό εφέσεως, λεκτέα τα εξής: Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. (Ολ ΑΠ 2/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση τα παραπάνω εκτιθέμενα από την εκκαλούσα-εναγόμενη και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, καθώς η τυχόν υπογραφή άνευ επιφυλάξεως, από τον μισθωτό, των μηνιαίων καταστάσεων υπερωριακής απασχόλησης που του χορήγησε η ίδια η εργοδότρια προς υπογραφή και η μη προβολή εργατικών αξιώσεων όσο διαρκεί η εργασιακή σχέση συνιστούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, μέσα προφύλαξης του ναυτικού, ώστε να μην υπάρχουν διαφωνίες και αμφισβητήσεις με την εργοδοτική πλευρά όσο διαρκεί η εργασιακή σχέση, τη διατήρηση της οποίας επιθυμεί ο ναυτικός για να κερδίζει τα προς το ζην και δεν θέλει να διακινδυνεύσει τη λύση της, οπότε η παραπάνω στάση του συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά, ώστε να δημιουργεί στην εργοδότρια την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται εκείνος να ασκήσει αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε μια τέτοια υπογραφή σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Εξάλλου, μόνο το κόστος σε χρήμα που θα έχει η τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής του ενάγοντος ναυτικού σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρίας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, εφόσον η εργοδότρια δέχθηκε την υπερωριακή απασχόληση του μισθωτού και επωφελήθηκε από την αξία των υπηρεσιών του. Μάλιστα, εφόσον γινόταν δεκτός ένας τέτοιος ισχυρισμός ότι δηλαδή η υπογραφή από τον μισθωτό των μηνιαίων καταστάσεων υπερωριών που του χορηγεί ο εργοδότης τον εμποδίζει στη συνέχεια να ασκήσει τυχόν απαιτήσεις του από μεγαλύτερης διάρκειας υπερωριακή απασχόληση από την αναγραφόμενη στις σχετικές καταστάσεις με βάση σχετική ένσταση του εργοδότη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, θα οδηγούσε εμμέσως σε καταστρατήγηση της κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου συναγόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, απαγόρευσης παραίτησης του εργαζόμενου από το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση (πρβλ. ΑΠ 1569/2017, 1554/2011, ό.π.). Συνακόλουθα, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη ως μη νόμιμο, παρά τα όσα αντίθετα αυτή υποστηρίζει με τον τέταρτο λόγο έφεσής της.

Παρακάτω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 14 των πιο πάνω αναφερόμενων Σ.Σ.Ν.Ε.και σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-81/7-1-82 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β’ 1/7-1-1982), στα πληρώματα των αναφερόμενων στις συμβάσεις αυτές πλοίων καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός δεκαπέντε ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται ακέραια εφόσον η σύμβαση εργασίας διήρκεσε από 1ηΜαϊου έως 31 Δεκεμβρίου για το δώρο εορτής Χριστουγέννων και από 1η Ιανουαρίου έως και 30 Απριλίου για το δώρο εορτής Πάσχα, ενώ εάν η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο, ο ναυτικός δικαιούται αναλογία των δώρων αυτών και δη ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα απασχόλησης και ως αναλογία δώρου Πάσχα το 1/15 του ημίσεος του μηνιαίου μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα απασχόλησης. Για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου πριν τα Χριστούγεννα και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα αντίστοιχα, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Κατά την παράγραφο 7 του άρθρου μόνου της ως άνω Υπουργικής Απόφασης, τακτικές αποδοχές  για  την  εφαρμογή  των  διατάξεων  της παρούσης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον  εργοδότη σαν  συμβατικό  ή  νόμιμο  αντάλλαγμα  της  παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη  περιοδικά,  κατά  ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Σαν τακτικές αποδοχές προσδιορίζονται  ενδεικτικά  εκείνες  που έχουν κριθεί από την Νομολογία όπως:α)  Η  προσαύξηση  της  νομίμου  και  τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές εφόσον δίνεται στον μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα.β)  Η  αμοιβή  που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία.   Εφόσον  η  υπερωριακή  αμοιβή  για  παροχή υπερωριακής  εργασίας  δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον  όρο  αν  κατά  τα  κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς.γ) Το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Ορθά, επομένως, συνυπολόγισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό των δώρων εορτών το επίδομα αδείας με αναλογία τροφοδοσίας, απορριπτομένων όσων αντίθετων υποστηρίζει η εκκαλούσα-εναγόμενη με τον υπό στοιχείο 3.2. λόγο έφεσης (βλ. ΜονΕφΠειρ 592/2019, ό.π.). Ομοίως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές το επίδομα ιματισμού, δεδομένου ότι αυτό δεν δίνεται ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του ναυτικού, αλλά για κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, ήτοι για την αγορά και συντήρηση στολής του ενάγοντος, η οποία χρησιμοποιείται για να αναγνωρίζεται ως μέλος του πληρώματος. Επίσης, ορθά η εκκαλούμενη απόφαση δεν συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τα δώρα εορτών, τις καταβαλλόμενες στη μισθοδοσία του «έκτακτες αμοιβές», δεδομένου ότι αυτές δόθηκαν κατά τα ανωτέρω ως επιμίσθιο με σκοπό να μπορούν να συμψηφισθούν με την αμοιβή για τυχόν υπερωριακή εργασία του ενάγοντος όπως και έγινε κατά τα ανωτέρω, οπότε δεν μπορούν να συνυπολογισθούν επιπλέον και χωριστά από τις υπερωρίες, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εκκαλούντος-ενάγοντος που περιέχεται στο δεύτερο λόγο έφεσής του.Σε ό,τι αφορά τον συνυπολογισμό των αμοιβών για ρολόγια για την εξεύρεση των δώρων εορτών, η εκκαλούσα-εναγόμενη δεν έχει διαλάβει ειδικό παράπονο στον τρίτο λόγο έφεσής της για τον συνυπολογισμό αυτό, οπότε το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει αν ορθά υπολογίσθηκε η αμοιβή αυτή στις τακτικές αποδοχές, πλέον του μέσου όρου αμοιβής υπερωριών, με την οποία κατά πιο πάνω συμψηφίστηκε, κατόπιν σχετικής ένστασης της εκκαλούσας-εναγόμενης. Επομένως, ο ενάγων έπρεπε να λάβει: α) για δώρο Πάσχα του έτους 2016, δεδομένου ότι εργάσθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2016 έως 20.1.2016 και από 22.2.2016 έως 30.4.2016, το ποσό των: {μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 22% 254,76 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αντίτιμο τροφής 576,30ευρώ (19,21 ευρώ x 30 ημέρες) + επίδομα αδείας με αναλογία τροφοδοσίας 417,13 ευρώ (1.157,99 ευρώ + 254,76 ευρώ= 1.412,75 ευρώ : 22 x 5 ημέρες ίσον 321,08 ευρώ + 96,05 ευρώ αντίτιμο τροφής πέντε ημερών= 417,13 ευρώ) + 1.108,85 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (συνολική αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως της περιόδου από 1.1.2016 έως 31.12.2016 ποσό 11.343,51 ευρώ : 10,23 μήνες εργασίας εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος= 1.108,85 ευρώ) + 539,52 ευρώ αμοιβή για έχμαση οχημάτων + 115,60 ευρώ αμοιβή για κούρδισμα ρολογιών= 4.205,37 ευρώ : 2= 2.102,69 ευρώ x 1/15 x 11 οκταήμερα (88 ημέρες εργασίας)=} 1.541,97 ευρώ έναντι του οποίου έχει καταβληθεί ποσό 880,05 ευρώ, όπως τούτο δεν αμφισβητείται με τις υπό κρίση εφέσεις, οπότε οφείλεται διαφορά 661,92 ευρώ (=1.541,97 ευρώ- 880,05 ευρώ) και όχι 657,93 ευρώ που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, β) για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2016, δεδομένου ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2016 έως 20.8.2016 και από 13.9.2016 έως 31.12.2016, το ποσό των: {μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 22% 254,76 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αντίτιμο τροφής 576,30 ευρώ (19,21 ευρώ x 30 ημέρες) + επίδομα αδείας με αναλογία τροφοδοσίας 417,13 ευρώ (1.157,99 ευρώ + 254,76 ευρώ= 1.412,75 ευρώ : 22 x 5 ημέρες ίσον 321,08 ευρώ + 96,05 ευρώ αντίτιμο τροφής πέντε ημερών= 417,13 ευρώ) + 1.108,85 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (συνολική αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως της περιόδου από 1.1.2016 έως 31.12.2016 ποσό 11.343,51 ευρώ : 10,23 μήνες εργασίας εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος= 1.108,85 ευρώ) + 464,90 ευρώ μέσος όρος αμοιβής έχμασης οχημάτων και όχι 463,62 ευρώ κατά την εκκαλούμενη, ούτε 539,52 ευρώ κατά τον εκκαλούντα (ήτοι 528,41 + 622,89 + 681,19 + 460,73 + 274,08 + 354,62 + 209,36 + 229,98 ευρώ = 3.361,26 ευρώ : 7,23 μήνες υπηρεσίας του ενάγοντος εντός του χρονικού διαστήματος 1/5 έως 31/12= 464,90 ευρώ) + 115,60 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για ρολόγια ναυτών= 4.130,75 ευρώ x 2/25 x 11,68 δεκαεννεαήμερα (222 ημέρες εργασίας)= 3.859,77 ευρώ έναντι του οποίου του έχει καταβληθεί ποσό 2.153,67 ευρώ, όπως τούτο δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης, οπότε του οφείλεται η διαφορά των 1.706,10 ευρώ (3.859,77-2.153,67) και όχι των 1.694,74 ευρώ που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γ) για δώρο Πάσχα του έτους 2017, δεδομένου ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 22.3.2017 και από 23.4.2017 έως 30.4.2017, το ποσό των: {μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 22% 254,76 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αντίτιμο τροφής 576,30 ευρώ (19,21 ευρώ x 30 ημέρες) + επίδομα αδείας με αναλογία τροφοδοσίας 417,13 ευρώ (1.157,99 ευρώ + 254,76 ευρώ= 1.412,75 ευρώ : 22 x 5 ημέρες ίσον321,08 ευρώ + 96,05 ευρώ αντίτιμο τροφής πέντε ημερών= 417,13 ευρώ) +1.297,93 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας για το έτος 2017(μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής απασχόλησης από 1.1.2017 έως 5.10.2017 ποσό 10.591,14 ευρώ : 8,16 μήνες εργασίας εντός της παραπάνω χρονικής περιόδου) + 526,04 ευρώ αμοιβή για έχμαση οχημάτων (505,71 + 519,55 + 403,94 + 138,41= 1.567,61 ευρώ : 2,98μήνες υπηρεσίας του ενάγοντος εντός του χρονικού διαστήματος από 1.1 έως 30.5.2017= 526,04 ευρώ) και όχι 539,52 ευρώ που ισχυρίζεται ο εκκαλών-ενάγων + 115,60 ευρώ για κούρδισμα ρολογιών= 4.380,97 ευρώ : 2= 2.190,49 ευρώ x 1/15 x 11,125 οκταήμερα (89 ημέρες εργασίας)=} 1.624,61 ευρώ έναντι του οποίου αυτός έχει λάβει, όπως δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης 900,05 ευρώ και του οφείλεται η διαφορά των 724,56 ευρώ και όχι των 676,03 ευρώ, που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δ) για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2017, για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1.5.2017 έως 5.10.2017, το ποσό των: {μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 22% 254,76 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αντίτιμο τροφής 576,30 ευρώ (19,21 ευρώ x 30 ημέρες) + επίδομα αδείας με αναλογία τροφοδοσίας 417,13 ευρώ (1.157,99 ευρώ + 254,76 ευρώ= 1.412,75 ευρώ : 22 x 5 ημέρες ίσον 321,08 ευρώ + 96,05 ευρώ αντίτιμο τροφής πέντε ημερών= 417,13 ευρώ) + 1.297,93 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας για το έτος 2017 (μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής απασχόλησης από 1.1.2017 έως 5.10.2017 ποσό 10.591,14 ευρώ : 8,16 μήνες εργασίας εντός της παραπάνω χρονικής περιόδου) + 539,52 ευρώ μέσος όρος αμοιβής έχμασης οχημάτων + 115,60 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών= 4.394,45 ευρώ x 2/25 x8,315 19ήμερα (158 ημέρες εργασίας)=} 2.923,19 ευρώ έναντι του οποίου του έχει καταβληθεί το ποσό των 1.596,16 ευρώ, όπως τούτο δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης και άρα του οφείλεται η διαφορά των 1.327,03 ευρώ και όχι των 1.239,97 ευρώ που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, για επιδόματα εορτών των ετών 2016 και 2017 οφείλεται στον ενάγοντα υπόλοιπο συνολικού ποσού 4.419,61 ευρώ (661,92 + 1.706,10 + 724,56+ 1.327,03)αντί του μικρότερου ποσού των 4.268,67 ευρώ που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γενομένου εν μέρει δεκτού του δεύτερου λόγου έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος και απορριπτομένου αντίστοιχα του τρίτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας-εναγόμενης.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, ενώ εάν αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ.1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ.3 «δρομολόγια εξπρές»), γ)η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ.5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ.3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, οπότε οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδος στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επόμενης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι συμβάσεις των οποίων διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των πρόωρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30 ή 1/60 ή 1/120 του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ώρες αντίστοιχα (βλ. ΑΠ 259/2014, ΕΝΔ 2014, σελ. 27, ΜονΕφΠειρ 433/2019, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2016 έως 21.8.2016, πραγματοποίησε επτά κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα, ως ακολούθως: 1ο κυκλικό δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 της Τρίτης και άφιξη στις 05.25 της Πέμπτης, 2οκυκλικό δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 07.30 της Πέμπτης και άφιξη στις 18.30 της Πέμπτης, 3ο κυκλικό δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 της Πέμπτης και άφιξη στις 05.25 του Σαββάτου, 4ο κυκλικό δρομολόγιο:αναχώρηση από Πειραιά στις 09.30 του Σαββάτου και άφιξηστις 07.00 της Κυριακής, 5ο κυκλικό δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 07.30 της Κυριακής και άφιξη στις 18.30 της Κυριακής, 6ο κυκλικό δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 της Κυριακής και άφιξη στις 05.25 της Τρίτης, 7ο κυκλικό δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 07.30 της Τρίτης και άφιξη στο εν λόγω λιμάνι στις 18.30 της Τρίτης. Επομένως, για το παραπάνω χρονικό διάστημα οφείλεται στον ενάγοντα αμοιβή για δύο «εξπρές» δρομολόγια πέραν των πέντε τακτικών δρομολογίων ανά εβδομάδα, ήτοι για (2 εξπρές δρομολόγια x 6 εβδομάδες=)12 συνολικά πραγματοποιηθέντα κατά το ανωτέρω διάστημα «εξπρές» δρομολόγια, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι του οφείλεται αμοιβή μόνο για ένα «εξπρές» δρομολόγιο ανά εβδομάδα και για έξι συνολικά κατά το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησης έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο τρίτο «Ι» λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, καθώς δεν υπολογίσθηκε το διπλό δρομολόγιο που πραγματοποιούσε το πλοίο από τον Πειραιά κάθε Τρίτη. Παρακάτω αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2017 έως 4.9.2017 το πλοίο δεν πραγματοποίησε άνω των πέντε κυκλικών δρομολογίων εβδομαδιαίως. Ειδικότερα πραγματοποίησε 1ο κυκλικό δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 21.30 το βράδυ της Τρίτης και άφιξη στον Πειραιά την Πέμπτη στις 05.25, 2ο κυκλικό δρομολόγιομε αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 της Πέμπτης και άφιξη στον Πειραιά στις 05.25 του Σαββάτου, 3ο κυκλικό δρομολόγιο με αναχώρησηαπό Πειραιά στις 09.00 του Σαββάτου και άφιξη στον Πειραιά στις 05.00 της Κυριακής, 4ο κυκλικό δρομολόγιο με αναχώρηση από Πειραιά στις 07.30 της Κυριακής και άφιξη στο ίδιο λιμάνι στις 18.30 της ίδιας ημέρας, 5ο κυκλικό δρομολόγιο με αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 της Κυριακής και άφιξη στον Πειραιά στις 11.20 της Τρίτης. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε το προβαλλόμενο με τον τρίτο «ΙΙ» λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος ότι το πλοίο πραγματοποιούσε διπλό δρομολόγιο κάθε Τρίτη, κατά το παραπάνω διάστημα, δεδομένου ότι και στον ενσωματωμένο από αυτόν στο ένδικο από 18.12.2017 αγωγικό δικόγραφο υπό στοιχεία «ΙΓ» πίνακα δρομολογίων της εν λόγω περιόδου δεν φέρεται προγραμματισμένο τέτοιο διπλό δρομολόγιο. Επομένως, καίτοι η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι εκτελείτο ένα κυκλικό δρομολόγιο λιγότερο απ’ όσα εκτελούσε το πλοίο, ορθά δεν δέχθηκε την πραγματοποίηση και έκτου κυκλικού δρομολογίου κατά την παραπάνω περίοδο, για την οποία αβάσιμα αιτείται ο εκκαλών την επιδίκαση αμοιβής για 10,28 συνολικά «εξπρές» δρομολόγια. Επίσης το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι αφετηρίας που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών σε αυτό, πραγματοποιώντας πρόωρες αναχωρήσεις κατά τις παρακάτω ημερομηνίες: στις13.1.2016 (άφιξη στον Πειραιά 06.10 και αναχώρηση 07.30): 4,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης το πρωί, συν (άφιξη στον Πειραιά στις 19.00 και αναχώρηση στις 22.00): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης το βράδυ, κατά το βάσιμο σχετικό παράπονο του εκκαλούντος-ενάγοντος στον τρίτο «ΙΙΙ» λόγο της έφεσής του, στις 15.1.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 06.40 και αναχώρηση 09.00): 3,66 ώρες πρόωρης αναχώρησης το πρωί συν (άφιξη στον Πειραιά στις 19.30 και αναχώρηση στις 22.00): 3,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης το βράδυ κατά το βάσιμο σχετικό παράπονο του εκκαλούντος-ενάγοντος με τον ίδιο ως άνω λόγο έφεσης, στις 27/28.2.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 27.2.2016 και αναχώρηση από Πειραιά στις 02.00 της 28.2.2016): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 5/6.3.2016 (άφιξη στον Πειραιά 23.35 της 5.3.2016 και αναχώρηση από Πειραιά 02.00 της 6.3.2016): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 12/13.3.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 12.3.2016 και αναχώρηση από Πειραιά 02.00 της 13.3.2016): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 14.3.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 21.20 και αναχώρηση από Πειραιά στις 23.30): 3,83 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 19, 20.3.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 19.3.2016 και αναχώρηση από Πειραιά στις 02.00 της 20.3.2016): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 26, 27.3.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 26.3 και αναχώρηση από Πειραιά στις 02.00 της 27.3.2016): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 2, 3.4.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 2.4 και αναχώρηση από Πειραιά στις 02.00 της 3.4.2016): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 18.6.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 07.45 και αναχώρηση  από τον Πειραιά στις 09.00): 4,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 19.6.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 13.45 και αναχώρηση από Πειραιά στις 18.00): 1,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 25.6.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 07.45 και αναχώρηση από Πειραιά στις 09.00): 4,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 26.6.2016 το πρωί (άφιξη στον Πειραιά στις 05.30 και αναχώρηση από Πειραιά στις 07.30): 4 ώρες πρόωρης αναχώρησης και το βράδυ (άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 21.30): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, κατά το βάσιμο σχετικό τρίτο «ΙΙΙ» λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 30.6.2016 αφενός το πρωί (άφιξη στον Πειραιά στις 05.25 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 07.30): 3,92 ώρες πρόωρης αναχώρησης, αφετέρου το βράδυ (άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 21.30): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά τον ίδιο ως άνω βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 3.7.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά τον παραπάνω βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 7.7.2016 αφενός το πρωί (άφιξη στον Πειραιά στις 05.25 και αναχώρηση από Πειραιά στις 07.30): 3,92 ώρες πρόωρης αναχώρησης, αφετέρου το βράδυ (άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρηση από εκεί στις 21.30): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος κατά τα ανωτέρω, στις 9.7.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 05.25 και αναχώρηση από Πειραιά στις 09.00): 2,42 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 10.7.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 21.30): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 25.9.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 13.30 και αναχώρηση από Πειραιά στις 18.00): 1,5 ώρα πρόωρης αναχώρησης, στις 26.12.2016 (άφιξη στον Πειραιά στις 21.20 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 23.30): 3,83 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 18/19.2.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 18.2.2017 και αναχώρηση από Πειραιά στις 02.00 της 19.2.2017): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 27.2.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 21.20 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 23.59): 3,35 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 4/5.3.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 23.35 της 4.3 και αναχώρηση από Πειραιά στις 02.00 της 5.3): 3,58 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά τον πιο πάνω βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 9.3.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 21.15 και αναχώρηση από Πειραιά στις 23.00): 3,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά τον ως άνω βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 16.3.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 21.15 και αναχώρηση από Πειραιά στις 23.00): 3,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά τον ίδιο ως άνω λόγο έφεσης, στις 17.6.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 06.40 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 12.00):0,67 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 18.6.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 13.00 και αναχώρηση από τον Πειραιά στις 18.00): 1 ώρα πρόωρης αναχώρησης κατά τον σχετικό λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, στις 24.6.2017 (άφιξη στον Πειραιά στις 06.40 και αναχώρηση από το ίδιο λιμάνι στις 11.00): 1,67 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 25.6.2017, είχε αφενός το πρωί (άφιξη στον Πειραιά στις 05.00 και αναχώρηση από τον Πειραιά στις 07.30): 3,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, αφετέρου το βράδυ (άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρηση από τον Πειραιά στις 21.30): 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, κατά τον παραπάνω σχετικό βάσιμο λόγο έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος. Στις ανωτέρω πρόωρες αναχωρήσεις αντιστοιχούν συνολικά (4,66 +3+ 3,66 + 3,5 + 3,58 + 3,58 + 3,58 + 3,83 + 3,58 + 3,58 + 3,58 + 4,75 + 1,75 + 4,75 + 4 + 3 + 3,92 + 3 + 3 + 3,92 + 3 + 2,42 + 3 + 1,5 + 3,83 + 3,58 + 3,35 + 3,58 + 3,25 + 3,25 + 0,67 + 1 + 1,67 + 3,5 + 3=)112,82 ώρες : 8= 14,10 δρομολόγια «εξπρές». Επομένως, για την παραπάνω αιτία, ήτοι για την εκτέλεση δρομολογίων «εξπρές», τα οποία αθροίζονται, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν παραπάνω, στον συνολικό αριθμό των 26,10 (=12 + 14,10) δρομολογίων, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, η οποία, εφόσον η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, ισούται για κάθε δρομολόγιο «εξπρές» προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού (άρθρο 33 παρ.7α της ίδιας ΣΣΝΕ). Στο ύψος των αποδοχών του (με βάση τις οποίες υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (βλ. ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004, σελ. 214, ΕφΠειρ 740/2015 και ΕφΠειρ 739/2015 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝΔ 2012, σελ. 19, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΔ 2011, σελ. 262). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (βλ. ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝΔ 2013, σελ. 220, ΕφΠειρ 377/2011, ό.π.), ενώ το επίδομα ιματισμού δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, η οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αποζημίωση, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕργΔ 2005, σελ. 237, ΑΠ 226/2003, ΕΕργΔ 2004, σελ. 790, ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΔ 2013, σελ. 24, ΕφΠειρ 377/2011, ό.π.), χωρίς επίσης να συνυπολογίζεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ο μέσος όρος ανά μήνα των έκτακτων αμοιβών, καθώς οι αμοιβές αυτές δεν δημιουργούσαν σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 1 συμπληρωματικό όρο που περιλαμβάνεται στις ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, αξίωση προς τακτική καταβολή τους, αφού σύμφωνα με τη βούληση της συμβαλλόμενης εναγόμενης, η εν λόγω παροχή δεν αποτελούσε επαύξηση του μισθού που συμφωνήθηκε, υφισταμένης απλά δυνατότητας και όχι υποχρέωσης της εταιρείας προς καταβολή της, ενώ περαιτέρω δια της καταβολής της μπορούσαν να εξοφλούνται διάφορες υποχρεώσεις της εταιρίας, όπως η αξίωση προς καταβολή υπερωριών. Συνεπώς, ποσά που καταβάλλονταν προς απόσβεση απαίτησης δεν είναι ορθό να δημιουργούν υποχρέωση προς τακτική καταβολή τους, διότι ο σκοπός καταβολής τους τυγχάνει διάφορος της παροχής ανταλλάγματος της εργασίας του μισθωτού και για το λόγο αυτό η καταβολή τους σκοπό είχε να μειώσει το χρέος του εργοδότη και όχι να το αυξήσει, συνυπολογίζοντας αυτές ως μέρος των οφειλόμενων στον εργαζόμενο τακτικών αποδοχών. Ομοίως δεν συνυπολογίζονται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τα δώρα εορτών, έστω κι αν ο εργοδότης επιλέγει αντί να τα καταβάλει άπαξ ως σύνολο στον μισθωτό κατά τον χρόνο στον οποίο αντιστοιχούν, να τα καταβάλλει ως αναλογία στον μισθό του κάθε μήνα, καθώς ο χαρακτήρας των δώρων εορτών, όπως ορίζεται κατά τα ανωτέρω στις σχετικές διατάξεις, είναι να καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία» των εορτών, προκειμένου να ενισχυθεί ο μισθωτός τα Χριστούγεννα και το Πάσχα όταν οι δαπάνες του κατά τεκμήριο αυξάνονται και όχι σαν τακτική μηνιαία αποδοχή και δη ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρει κάθε μήνα. Ορθά, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για την εξεύρεση της οφειλόμενης σε αυτόν αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» το επίδομα ιματισμού, τις «έκτακτες αμοιβές» και τα δώρα εορτών, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών-ενάγων με τον τρίτο λόγο έφεσης τυγχάνουν νόμω αβάσιμα. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα-εναγόμενη δεν παραπονείται με λόγο έφεσης για τον συνυπολογισμό από την εκκαλουμένη στην αμοιβή για τα «εξπρές» δρομολόγια του ενάγοντος, της μη οφειλόμενης κατά την οικεία ΣΣΝΕ αμοιβής για το κούρδισμα ρολογιών, οπότε δεν ελέγχεται το ορθόν ή μη του συνυπολογισμού αυτού από το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω, εκ των εκτελεσθέντων «εξπρές» δρομολογίων, 3,36 δρομολόγια (=26,85 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8) πραγματοποιήθηκαν εντός του έτους 2017 και τα υπόλοιπα 22,74 (26,10 – 3,36 εξπρές δρομολόγια) πραγματοποιήθηκαν εντός του έτους 2016. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του εκκαλούντος-ενάγοντος ανήλθαν για το έτος 2016, στο μεν διάστημα από 1.1.2016 έως 30.4.2016 στο ποσό των 4.130,75 ευρώ, στο δε διάστημα από 1.5.2016 έως 31.12.2016 στο ποσό των 4.205,37 ευρώ, πλην όμως η εκκαλούμενη δέχθηκε ως βάση υπολογισμού των τακτικών μηνιαίων αποδοχών ενιαίως και για τα δύο έτη 2016-2017 το μεγαλύτερο ποσό των 4.263,57 ευρώ, χωρίς η εκκαλούσα-εναγόμενη να έχει διαλάβει στο εφετήριό της σχετικό λόγο έφεσης για τον υπολογισμό των «εξπρές» δρομολογίων, οπότε το Δικαστήριο αυτό δεσμεύεται από το μεγαλύτερο ποσό που έθεσε ως βάση υπολογισμού η εκκαλούμενη απόφαση, οπότε η αμοιβή του ενάγοντος για τα 22,74 «εξπρές» δρομολόγια του έτους 2016 ανέρχεται στο ποσό των 3.232,04 ευρώ (4.263,57 ευρώ : 30= 142,13 ευρώ x 22,74 δρομολόγια εξπρές). Αντίστοιχα για το έτος 2017, ως προς το οποίο έγινε δεκτό κατά τα ανωτέρω ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν για τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα στο ποσό των 4.380,97 ευρώ κατά τις 89 ημέρες που αυτός εργάσθηκε στο ένδικο πλοίο την περίοδο από 1.1 έως 30.4.2017 και για τον υπολογισμό του δώρου Χριστουγέννων στο ποσό των 4.394,45 ευρώ για τις 158 ημέρες που εκείνος εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο κατά την περίοδο 1.5 έως 31.12.2017, ο μέσος όρος μηνιαίων τακτικών αποδοχών για τον υπολογισμό των «εξπρές» δρομολογίων ανέρχεται στο ποσό των 4.389,59 ευρώ {[ (4.380,97 ευρώ x 89/30 ημέρες ήτοι 2,97 μήνες =13.011,48 ευρώ) + (4.394,45 ευρώ x 158/30 ήτοι 5,27 μήνες= 23.158,75 ευρώ)]ίσον 36.170, 23 : 8,24 μήνες}, οπότε για 3,36 δρομολόγια «εξπρές» εντός του έτους 2017, ο εκκαλών-ενάγων δικαιούτο το ποσό των 491,64 ευρώ (4.389,59 ευρώ : 30= 146,32 ευρώ x 3,36 δρομολόγια «εξπρές»). Επομένως, συνολικά έπρεπε να λάβει για την παραπάνω αιτία 3.723,68 ευρώ (=3.232,04 + 491,64), έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας του παραπάνω χρονικού διαστήματος το ποσό των 3.228,20 ευρώ (=110,01 ευρώ τον Ιανουάριο του 2016 + 35,30 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2016 + 191,82 ευρώ τον Μάρτιο του 2016 + 59,31 ευρώ τον Απρίλιο του 2016 + 31,70 ευρώ τον Μάιο του 2016 + 179,62 ευρώ τον Ιούνιο του 2016 + 405,03 ευρώ τον Ιούλιο του 2016 + 279,51 ευρώ τον Αύγουστο του 2016 + 15,80 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2016 + 41,54 ευρώ τον Οκτώβριο του 2016 + 32,50 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2016 + 16,50 ευρώ τον Ιανουάριο του 2017 + 65,20 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2017 + 113,51 ευρώ τον Μάρτιο του 2017 + 35,30 ευρώ τον Μάιο του 2017 + 108,99 ευρώ τον Ιούνιο του 2017 + 810,39 ευρώ τον Ιούλιο του 2017 + 661,30 ευρώ τον Αύγουστο του 2017 + 33,34 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017 + 1,53 ευρώ αναδρομικά), οπότε του οφείλεται υπόλοιπο 495,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 6.10.2017 μέχρις εξοφλήσεως. Ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται με τον τρίτο λόγο έφεσής του ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη εξέπεσε από την απαίτησή του το συνολικό ποσό των 3.228,20 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται και ποσά, τα οποία του είχαν καταβληθεί με τους λογαριασμούς μηνών, για τους οποίους δεν δέχθηκε ότι εκείνος δικαιούτο τέτοια αμοιβή και συγκεκριμένα: α) το ποσό των 31,70 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του μηνός Μαΐου 2016, β) το ποσό των 41,51 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του μηνός Οκτωβρίου 2016, γ) το ποσό των 16,50 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του μηνός Ιανουαρίου 2017, δ) το ποσό των 113,51 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του Μαρτίου 2017, ε) το ποσό των 35,30 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του Μαΐου 2017, στ) το ποσό των 810,39 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του Ιουλίου του 2017, ζ) το ποσό των 661,30 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του Αυγούστου του 2017 και η) το ποσό των 33,34 ευρώ που του καταβλήθηκε με το λογαριασμό του μηνός Σεπτεμβρίου του 2017. Ότι τα ποσά αυτά δεν έπρεπε να αφαιρεθούν γιατί του καταβλήθηκαν ως αμοιβή για την υπηρεσία «εξπρές» δρομολογίων άλλων μηνών. Ο λόγος αυτός τυγχάνει ουσία αβάσιμος, καθώς σύμφωνα με τον προπαρατεθέντα όρο συμβατικού συμψηφισμού που είχε διαληφθεί στις προαναφερόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος υπέρτερες των ελάχιστων νομίμων βάσει των οικείων ΣΣΝΕ αποδοχές που θα καταβάλλονταν στο ναυτικό μπορούσαν να συμψηφισθούν με άλλες υποχρεώσεις της εναγόμενης, σχετικές με τη σύμβαση ναυτικής εργασίας. Επομένως, εφόσον η εφεσίβλητη-εναγόμενη κατέβαλλε σταθερά, κάθε μήνα, κάποια ποσά για «εξπρές» δρομολόγια, ακόμα κι αν τέτοια δεν είχαν πραγματοποιηθεί τον αντίστοιχο μήνα, όπως κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, εδύνατο να προβάλει ένσταση μερικής εξόφλησης, όπως και έπραξε πρωτοδίκως, για ολόκληρο το ποσό των 3.228,20 ευρώ που είχε καταβάλει στον ενάγοντα ως αμοιβή για «εξπρές» δρομολόγια και να αφαιρεθεί ολόκληρο το σχετικό ποσό από τη συνολική απαίτηση του ενάγοντος για αμοιβή «εξπρές» δρομολογίων και όχι μόνο το ποσό των 3.148,44 ευρώ που αφαιρούσε ο ίδιος με την αγωγή του. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει εν μέρει μόνο δεκτός στην ουσία του ο τρίτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος και να του επιδικασθεί το παραπάνω ποσό.

Παρακάτω, κατά τη διάταξη του άρθρου 16των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μια φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφάλειας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό, για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση, αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.Με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων υποστήριξε ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2016 έως και τον Ιούνιο του 2017 έπρεπε να έχει λάβει συνολικά είκοσι τέσσερις διανυκτερεύσεις και ότι από αυτές έλαβε μόνο δύο και συγκεκριμένα μία το Νοέμβριο του 2016 και άλλη μία το Μάιο του 2017. Ζητούσε, λοιπόν, για τις υπόλοιπες είκοσι δύο ημέρες διανυκτέρευσης που κατά τον ίδιο δεν του είχαν χορηγηθεί, να του επιδικασθεί αποζημίωση συνολικού ποσού 1.157,99 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχαν χορηγηθεί στο ναυτικό συνολικά είκοσι τρεις άδειες διανυκτέρευσης και του επιδίκασε αποζημίωση για μία μη ληφθείσα άδεια διανυκτέρευσης το ποσό των 52,64 ευρώ. Ήδη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ομολογώντας ότι εντέλει του είχαν χορηγηθεί εννέα άδειες διανυκτέρευσης, ήτοι στις 19.4.2016, 15.5.2016, 21.6.2016, 9.10.2016, 24.12.2016, 27.1.2017, 20.2.2017, 29.6.2017 και 30.6.2017 και ζητώντας κατόπιν εξαφάνισης της εκκαλούμενης, να του επιδικασθεί αποζημίωση για δεκατέσσερις μη χορηγηθείσες άδειες και συγκεκριμένα για το έτος 2016 από δύο άδειες τους μήνες Μάρτιο και Νοέμβριο και από μία άδεια τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο και για το έτος 2017 από μία άδεια τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο και δύο άδειες για το μήνα Μάιο, συνολικού ποσού 736,96 ευρώ. Από τα προαναφερόμενααποδεικτικά μέσα, ιδίως δε από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα του ημερολογίου γέφυρας, όπως για την σχετική καταχώρηση προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου 16 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., καθώς και από τις σχετικές αιτήσεις διανυκτερεύσεως του ενάγοντος που εγκρίθηκαν από τον Πλοίαρχο, αλλά και από την παραπάνω ομολογία του εκκαλούντος-ενάγοντος για τις εννέα διανυκτερεύσεις που αυτός έχει λάβει, προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε μία (1) άδεια διανυκτέρευσης στις 19.4.2016, μία (1) στις 15.5.2016, μία (1) στις 21.6.2016, μία (1) στις 7.8.2016, δύο (2) στις 9, 10.10.2016, μία (1) στις 24.12.2016, τρεις (3) στις 27, 28 και 29.1.2017 (επιστροφή στο πλοίο στις 30.1.2017), δύο (2) στις 20 και 21.2.2017 (επιστροφή στο πλοίο στις 22.2.2017), τρεις (3) στις 29,  30.6.2017 και την 1.7.2017 (επιστροφή στο πλοίο στις 2.7.2017), δύο (2) στις 15 και 16.8.2017 (επιστροφή στο πλοίο στις 17.8.2017) και δύο στις 26 και 27.9.2017. Δεν αποδείχθηκαν άλλες διανυκτερεύσεις και δη μία στις 8.5.2017 και μία στις 24.5.2017, καθώς προσκομίζονται μόνο οι σχετικές αιτήσεις διανυκτέρευσης πληρώματος που προσυπογράφονται από τον πλοίαρχο, χωρίς να προσκομίζεται σχετική εγγραφή σε απόσπασμα του ημερολογίου του πλοίου κατ’ άρθρο 16 παρ.3 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι εφαρμοζόμενες Σ.Σ.Ν.Ε. δεν προβλέπουν δυνατότητα μεταφοράς επιπλέον διανυκτερεύσεων που χορηγήθηκαν σε ένα μήνα σε κάποιον άλλο μήνα, αποδεικνύεται ότι οφείλεται στον εκκαλούντα-ενάγοντα αποζημίωση για μη χορηγηθείσες δύο (2) άδειες διανυκτέρευσης τον Μάρτιο του 2016, μία (1) άδεια διανυκτέρευσης τον Απρίλιο του 2016, μία (1) άδεια διανυκτέρευσης τον Μάιο του 2016, μία (1) άδεια διανυκτέρευσης τον Ιούνιο του 2016, μία (1) άδεια διανυκτέρευσης τον Ιούλιο του 2016, δύο (2) το Νοέμβριο του 2016, μία (1) τον Δεκέμβριο του 2016 και δύο (2) άδειες τον Μάιο του 2017, ήτοι αποζημίωση για συνολικά έντεκα (11) μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης. Η εφεσίβλητη-εναγόμενη ισχυρίζεται ότι από το πρόγραμμα του πλοίου προκύπτειότι αυτή χορηγούσε στον εκκαλούντα-ενάγοντα την προβλεπόμενη άδεια διανυκτέρευσης, καθώς καθ’ εκάστη Κυριακή όταν το πλοίο βρισκόταν στον Πειραιά και πριν την επόμενη αναχώρησή του υπήρχε επαρκής χρόνος για να χορηγηθεί η εν λόγω άδεια τμηματικά στο σύνολο του προσωπικού. Από μόνο όμως το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι δεν μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα ότι το πλήρωμα λαμβάνει άδεια διανυκτέρευσης, αφού μπορεί το πλήρωμα να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Αν ο ενάγων είχε λάβει άδεια διανυκτέρευσης, ασφαλώς θα ήταν καταχωρημένες οι άδειες του αυτές στο παραπάνω ημερολόγιο του πλοίου (ΜονΕφΠειρ 100/2018, ΕΝΔ 2018, σελ. 110, ΕφΠειρ 497/2010, 514/2009, 263/2008, ΤΝΠ Ισοκράτης Δ.Σ.Α.). Επομένως, για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 579,04 ευρώ [=(1.157,99 ευρώ x 1/22=) 52,64 ευρώ x 11 μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης], το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε το μικρότερο ποσό των 52,64 ευρώ για μία διανυκτέρευση έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και μάλιστα συμψηφίζοντας περισσότερες μέρες διανυκτέρευσης που λάμβανε ο ναυτικός ένα μήνα με ημέρες διανυκτέρευσης που δεν έλαβε σε άλλον, γενομένου εν μέρει δεκτού του τέταρτου λόγου έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος.

Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των συνεκδικαζόμενων εφέσεων προς εξέταση, πρέπει, γενομένων δεκτών όσων λόγων από τις υπό κρίση εφέσεις κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω βάσιμοι, να γίνουν αμφότερες εν μέρει δεκτές και ακολούθως, για το ενιαίο της εκτελέσεως, να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση (ΜονΕφΠειρ 100/2018, ό.π., ΕφΑθ 44/2006, ΕλλΔνη 48, σελ. 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. ε’, σελ. 430-431, παρ. 1143) και αφού κρατηθεί και δικασθεί η από 18.12.2017 (με Γ.Α.Κ. 13812/2017 και Ε.Α.Κ. 6857/2017) αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και αφενός να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως διαφορά αμοιβής για υπερωριακή εργασία το συνολικό ποσό των 1.910,12 ευρώ, αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα ως διαφορά επί των δώρων εορτών των ετών 2016 και 2017, ως διαφορά επί της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές και ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το συνολικό ποσό των 5.494,13 ευρώ (4.419,61 + 495,48 +579,04), σε κάθε περίπτωση με το νόμιμο τόκο από τις 6.10.2017, ήτοι από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που αποτελεί δήλη μέρα καταβολής των ανωτέρω ποσώνμέχρις εξοφλήσεως. Κατόπιν των ανωτέρω, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του αιτήματος της εκκαλούσας-εναγόμενης για την κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλούμενης ως προς την προσωρινώς εκτελεστή καταψηφιστική της διάταξη, με την οποία αυτή συμμορφώθηκε καταβάλλοντας στον ενάγοντα το ποσό των 802,13 ευρώ, δεδομένου ότι το τελεσιδίκως καταψηφισθέν χρηματικό ποσό υπερβαίνει το καταβληθέν από την εναγόμενη ποσό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-εφεσίβλητου-ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης-εναγόμενης, ανάλογα με την έκταση της νίκης του πρώτου έναντι της δεύτερης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 178 παρ.1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 7.5.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση και την από 18.6.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν απορριπτέα.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.

Εξαφανίζει την 422/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την από 18.12.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. ……/2017) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εννιακοσίων δέκα ευρώ και δώδεκα λεπτών (1.910,12) με το νόμιμο τόκο από τις 6.10.2017 μέχρις εξοφλήσεως.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και δεκατριών λεπτών (5.494,13)με το νόμιμο τόκο από τις 6.10.2017 μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει στην εναγόμενη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 1.6.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ