Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 392/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   392/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 20.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../3.1.2019 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/3.1.2019 έφεση του εκκαλούντος ……………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.4259/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 14.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./15.3.2017 αγωγή της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας εναντίον της εδρεύουσας στην …. Κύπρου εταιρείας με την επωνυμία «………….», μη διαδίκου στην παρούσα δίκη και του δευτέρου εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 και 615 – 620 ΚΠολΔ και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εσφαλμένως εισήχθη και δικάστηκε η υπόθεση πρωτοδίκως, αποφαινομένου του Δικαστηρίου γι’αυτό αυτεπαγγέλτως [591παρ.6 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015)], για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591παρ.1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. H ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία στην από 14.3.2017 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι ασκεί την διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του νπδδ με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, στην οποία περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας Αλίμου και ότι με σύμβαση που καταρτίστηκε στις 8.9.2001 μεταξύ του δευτέρου εναγομένου, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, αντιπροσώπου και πράκτορα στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, εδρεύουσας στην … Κύπρου, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, πλοιοκτήτριας του ιδιωτικού σκάφους αναψυχής «LD», σημαίας Κύπρου, η πρώτη ανέλαβε έναντι καταβολής μηνιαίων τελών να παράσχει υπηρεσίες ελλιμενισμού στην εν λόγω μαρίνα και λοιπές παρεχόμενες συναφείς υπηρεσίες στο ως άνω σκάφος αναψυχής της δεύτερης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις, που περιλαμβάνονταν στην σύμβαση και τις ανανεώσεις αυτής, εφαρμοζομένων των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων και ότι, αν και παρασχέθηκαν προσηκόντως και αδιαλείπτως όλες οι συναφείς υπηρεσίες και έχουν εκδοθεί τα παρατιθέμενα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια μηνιαίων τελών ελλιμενισμού, για το χρονικό διάστημα από 23.8.2011 έως και 8.2.2017, όπως τα τέλη αυτά προσδιορίστηκαν και εγκρίθηκαν με τις αναφερόμενες σχετικές υπουργικές αποφάσεις, συνολικού ποσού 56.523,97 ευρώ, όπως αναλυτικά αναγράφονται τα επιμέρους ποσά και το είδος χρέωσης ανά απόδειξη παροχής υπηρεσιών στην χρεωστική καρτέλα πελάτη, που επισυνάπτεται στην αγωγή, οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, παρά τις συνεχείς οχλήσεις τους, αρνούνται να της καταβάλουν το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό και συνεχίζουν να ελλιμενίζουν το σκάφος τους στην εν λόγω μαρίνα. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα, επικαλούμενη περαιτέρω την επικουρική εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ζητούσε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι τριών και ενενήντα επτά λεπτών (56.523,97) ευρώ, νομιμοτόκως από την πέμπτη ημέρα εκάστου ημερολογιακού μήνα, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τον σχετικό όρο της μεταξύ τους σύμβασης, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, καθώς επίσης ότι αγωγή αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, παρεκτός του αιτήματος τοκοφορίας κάθε επιμέρους ποσού από τότε που κατέστη απαιτητό, ακολούθως την έκανε δεκτή στο σύνολο της, ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ηττηθείς δεύτερος των εναγομένων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους είναι σύμβαση μισθώσεως ακινήτου διεπομένη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕΑ 10868/1988 ΑρχΝ 1989, 426) και από τον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στη με στοιχεία Τ/9803/5-9-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Αναπτύξεως και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 ν.3105/2003, που αφορά την  «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄29/10-2-2003), και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16-9-2003) και έχει, επομένως, ισχύ νόμου (ΕΠ 605/2010 ΔΕΕ 2011, 220), οι από αυτή δε απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδάφ. β΄, 16 αριθμ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648 επόμ.  ΚΠολΔ και υπό την ισχύ του ν.4335/2015, για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 και 615 – 620 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από  τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει την δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997 Ελλ Δνη 39, 112, ΕφΛ 95/2012 Δικογραφία 2012, 494, ΕφΠ 481/2001 ΕΔΠ 2003.352). Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση καταβολής της οποίας ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυστέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινόχρηστων δαπανών που βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με την μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996 ΕλΔνη 1997, 108, ΕΕΝ 1998, 142, ΕφΑθ 8882/2006 ΕλΔνη 2008, 283, ΕΔΠ 2007, 170,  ΕφΑθ 8813/2002 ΕλΔνη 45, 1502, ΕφΑθ 2988/2001 ΕλΔνη 42, 1402). Εξάλλου, για το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της συμβάσεως ελλιμενισμού του σκάφους στον εκάστοτε Τουριστικό Λιμένα, μεταξύ των οποίων η Μαρίνα Αλίμου, ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσεως των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα, στον εκμεταλλευόμενο αυτές Ε.Ο.Τ. καθώς και στους νόμιμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχειρίσεως του τουριστικού λιμένα), πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή, το τέλος ελλιμενισμού δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλόμενων διαπραγματεύσεως κατά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως, αλλά καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως του εν λόγω Τουριστικού Λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση όμως της εγκρίσεως της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, το αντάλλαγμα της χρήσεως των εγκαταστάσεων τουριστικού λιμένα καθοριζόταν, κατά το παρελθόν, από την διοίκηση είτε του Ε.Ο.Τ., στους καταστατικούς σκοπούς του οποίου κατά τον α.ν.1565/1959 «Περί συστάσεως Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού» (ΦΕΚ Α΄ 255/29-10-1950), ο οποίος τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και με το άρθρο πρώτο αυτού κυρώθηκε με τον ν. 1624/1951 (ΦΕΚ Α΄ 7/3-1-1951), ανήκει, μετά δε και την ισχύ του άρθρου 1 § 3 ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 118/19-7-1993), η εκμετάλλευση κάθε κατηγορίας τουριστικής εγκαταστάσεως και άλλης εγκαταστάσεως τουριστικής υποδομής είτε των αποκεντρωμένων ή μη μονάδων του (Ε.Ο.Τ.) είτε των αναδόχων (μισθωτών, επικαρπωτών ή εργολάβων), δια των οποίων αυτός ενεργούσε, κατά τα δια κανονισμού οριζόμενα (άρθρο 2  ν.δ.4109/1960 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 153/29-09-1960), είτε της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Ε.Ο.Τ.», η οποία συστήθηκε με το άρθρο 12 § 1 ν. 2636/1998 «Σύσταση εταιριών για την οργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και για τη διαχείριση της περιουσίας του Ε.Ο.Τ., σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού και τροποποιήσεις της νομοθεσίας για τον τουρισμό» (ΦΕΚ Α΄ 198/27-8-1998) με μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο αναλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ε.Ο.Τ. για να περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο, του οποίου η συμμετοχή δεν μπορούσε να κατέλθει του 51%, η οποία (ως άνω εταιρεία) μετονομάστηκε, στη συνέχεια, αρχικώς σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», με το άρθρο 9 § 4 ν. 2837/2000 «Ρύθμιση θεμάτων Ανταγωνισμού, Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, Τουρισμού και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 178/3-8-2000), ακολούθως, με το άρθρο 2 § 1 ν. 3270/2004 «Αρμοδιότητες του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης και θέματα τουρισμού» (ΦΕΚ Α΄ 11/27-1-2004), σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.» (Ε.Τ.Α. Α.Ε.) και τελικώς με την με στοιχεία Δ6Α 1162069ΕΞ/28-11-2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μαθήσεως και Θρησκευμάτων, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Πολιτισμού και Τουρισμού  (ΦΕΚ Β΄ 2779/2-12-2011), η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ» (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.) συγχωνεύθηκε με απορρόφηση της από την Ε.Τ.Α. Α.Ε., η οποία μετονομάστηκε σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ΕΤ.Α.Δ.  Α.Ε.). Το ίδιο καθεστώς εξακολούθησε ισχύον και μετά την εκμίσθωση των τουριστικών λιμένων της Χώρας σε ιδιωτικά νομικά πρόσωπα, χωρίς συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο, που πραγματοποιήθηκε, κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού, το έτος 2002. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 17 § 1  ν. 438/1976 «Περί τουριστικών πλοίων και πλοιαρίων και ναυταθλητικών σκαφών και ρυθμίσεως δασμολογικών και φορολογικών θεμάτων επί πλοίων ως και επί πλοιαρίων αναψυχής» (ΦΕΚ Α΄ 256/27-9-1976) ορίστηκε ότι: «Τα αφορώντα εις την διοίκησιν και διαχείρισιν των υφισταμένων εν τη   Χώρα ή μελλόντων να κατασκευασθώσιν υφ’ οιωνδήποτε λιμένων προοριζομένων δια την εξυπηρέτησιν τουριστικών πλοίων ή πλοιαρίων πάσης χρήσεως (μαρινών) ρυθμίζονται δια κανονισμών συντασσομένων υπό του Ε.Ο.Τ. και εγκρινομένων δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εμπορικής Ναυτιλίας και Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Κατ’εξουσιοδότηση της διατάξεως αυτής εκδόθηκε πράγματι η υπ΄αριθμ.515316/22-04-1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί κανονισμού λειτουργίας Μαρινών (λιμένων για θαλαμηγά πλοία και πλοιάρια αναψυχής)» (ΦΕΚ Β΄ 265/11.5.1981), στο άρθρο 12 της οποίας, ειδικώς για τα τέλη ελλιμενισμού των εν λόγω σκαφών στις ανά την Επικράτεια μαρίνες, ορίστηκε ότι: «Δια τας παρεχομένας υπηρεσίας προς τα σκάφη και της υπ’ αυτών χρήσεως των εγκαταστάσεων του λιμένος, η Μαρίνα εισπράττει υπό των υποχρέων τα ανάλογα δικαιώματα ή τέλη διακρινόμενα εις τέλη ελλιμενισμού και προσορμίσεως, ανελκύσεως σκαφών εις την ξηράν, χρήσεως πλυντηρίου ιστίων, παροχής ύδατος, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνικής συνδέσεως, χρήσεως αποθήκης τράνζιτ και λοιπών εξυπηρετήσεων (§ 1). Τα τιμολόγια και τα πάσης φύσεως δικαιώματα των Μαρινών καθορίζονται με παραρτήματα του παρόντος Κανονισμού, εκδιδόμενα κατά την διαδικασίαν του άρθρου 17 του Ν. 438/1976 (§ 2)». Επακολούθησε ο ανωτέρω ν. 2160/1993, με το τρίτο κεφάλαιο του οποίου (άρθρα 29 – 37) ρυθμιζόταν η δημιουργία και λειτουργία όλων των τουριστικών λιμένων της Χώρας είτε των ήδη κατά την εισαγωγή του υφισταμένων είτε των μελλόντων να κατασκευαστούν (άρθρο 29 § 6). Στο άρθρο 29 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι ως «τουριστικοί λιμένες σκαφών αναψυχής (Μαρίνες)» νοούνται οι χερσαίοι και θαλάσσιοι χώροι που προορίζονται, κατά κύριο λόγο, για την εξυπηρέτηση σκαφών αναψυχής «είτε για αγκυροβόλημα είτε για μακροχρόνια ή παροδική χερσαία εναπόθεση είτε για εξυπηρέτηση των διερχομένων σκαφών» (§ 1), ενώ ως «φορέας διαχείρισης τουριστικού λιμένα» νοείται «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα» (§ 3). Ορίστηκε δε περαιτέρω (άρθρο 30 § 1) ότι η διοίκηση, διαχείριση, εκμετάλλευση και έλεγχος των τουριστικών λιμένων ανήκει στο Δημόσιο.

Ειδικές διατάξεις για τα δικαιώματα και τέλη ελλιμενισμού της Μαρίνας Αλίμου περιελήφθησαν αρχικώς στην, υπό την ισχύ του άρθρου 17 Ν.438/1976, εκδοθείσα ΚΥΑ 509169/35/1986 των  Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β 200/1986) «Παράρτημα αριθ.14 Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Μαρίνων Κωδικοποίηση Κανονισμών λειτουργίας Μαρίνων του ΕΟΤ και νέα Τιμολόγια τελών και δικαιωμάτων των Μαρίνων του ΕΟΤ». Ως προς τα όρια ισχύος του Κανονισμού, στο άρθρο 1 του Δευτέρου Κεφαλαίου της άνω ΚΥΑ, ορίστηκε ότι η Μαρίνα Αλίμου ευρίσκεται επί της παραλιακής ζώνης της περιοχής Καλαμακίου του Δήμου Αλίμου Αττικής, αρχομένη δυτικά από την εκβολή του χειμάρρου “ΠΙΚΡΟ ΔΑΦΝΗ” και εκτεινομένη κατά μήκος της παραλίας προς Ανατολάς μέχρι του ακροτάτου σημείου της ρίζας του Νοτίου κυματοθραύστη  της Μαρίνας και περιλαμβάνει το θαλάσσιο περίφρακτο χερσαίο χώρο της παραλιακής λεωφόρου Ποσειδώνος, με τις πάσης φύσης κατασκευές και εγκαταστάσεις που ευρίσκονται εντός των χώρων αυτών χερσαίων και   θαλασσίων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 «Δικαίωμα ελλιμενισμού Αγκυροβόλια σκαφών», η Μαρίνα Αλίμου διαθέτει 677 αγκυροβόλια, για τουριστικά πλοία και πλοιάρια ολικού μήκους (LOA) από 8,50 μέχρι 65 μέτρα και κατανεμημένα σε ανάλογες θέσεις σκαφών. Το δικαίωμα ελλιμενισμού σκάφους στη εν λόγω Μαρίνα, όπως και στις λοιπές: Μαρίνα Βουλιαγμένης, Μαρίνα Ζέας, Μαρίνα Φλοίσβου, Μαρίνα Γουβιών Κερκύρας και Μαρίνα Θεσσαλονίκης, αποκτάται μόνον μετά από έγγραφη έγκριση της Διεύθυνσης της Μαρίνας και εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο έγγραφα της Μαρίνας από τους πλοιάρχους, ιδιοκτήτες ή νόμιμους εκπροσώπους των σκαφών. Με το άρθρο 3 του δευτέρου κεφαλαίου της ανωτέρω ΚΥΑ «Τιμολόγια τελών ελλιμενισμού», προβλέφθηκε ότι τα τέλη ελλιμενισμού στην Μαρίνα Αλίμου υπολογίζονται βάσει του μεγέθους των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους, της εποχής του έτους και της διάρκειας του ζητουμένου χρόνου για την παραμονή τους στη Μαρίνα και καθορίστηκαν τα μηνιαία τέλη πρυμνοδέτησης, κατά την  θερινή περίοδο 1/5 μέχρι και 30/9, ειδικά για την  κατηγορία σκαφών Α΄, ήτοι τα σκάφη αναψυχής και ναυταθλητισμού γενικά, όπως χαρακτηρίζονται και από το Ν.438/76, ιδιωτικής χρήσης, ολικού μήκους μέχρι και 7 μέτρα σε 1.440 δρχ. το μέτρο, από 8 μέχρι και 17 μέτρα σε 1.540 δρχ. το μέτρο και από 18 μ. και άνω  σε 1.600δρχ.  το μέτρο, κατά δε την χειμερινή περίοδο 1/10 μέχρι και 30/4 για την ίδια κατηγορία σκαφών τα τέλη για πρυμνοδέτηση καθορίστηκαν σε 1.200 δρχ. το μέτρο, 1.260 δρχ. το μέτρο και 1.280 το μέτρο αντίστοιχα. Τα τιμολόγια των τελών και των δικαιωμάτων όλων των Μαρίνων του Ε.Ο.Τ. αναπροσαρμόστηκαν, τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις επακολουθήσασες, νομίμως δημοσιευθείσες, υπ’ αριθμ.500242/9-1-1990, 528622/19-9-1990 και 524018/139/17-7-1992 Κ.Υ.Α. των, ως άνω, συναρμόδιων Υπουργών. Και στα περί της Ε.Τ.Α. Α.Ε. μεταγενέστερα νομοθετικά κείμενα, περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικές με τους κανονισμούς λειτουργίας και τα τιμολόγια των τουριστικών λιμένων, επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., η διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των οποίων περιήλθε στην εταιρεία αυτή. Ειδικότερα, στην § 8 του άρθρου 21 ν. 2636/1998, η οποία αναριθμήθηκε σε § 5 με το άρθρο 9 § 13 ν. 2837/2000 και ίσχυσε μέχρι τις 28-1-2004, οπότε και καταργήθηκε με το άρθρο 49 § 16 ν 3220/2004 (ΦΕΚ Α΄ 15/28-1-2004), ορίστηκαν τα εξής: «Με αποφάσεις του Δ.Σ. της εταιρίας, που εγκρίνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να εκδίδονται, τροποποιούνται, καταργούνται ή να συμπληρώνονται οι κανονισμοί λειτουργίας των τουριστικών λιμένων που αναλαμβάνει η εταιρία. Με αποφάσεις του Δ.Σ. της εταιρίας, που εγκρίνονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα τιμολόγια των τουριστικών λιμένων και των ιαματικών πηγών που έχει αναλάβει η εταιρία. Μέχρι την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην εταιρία οι σχετικοί κανονισμοί λειτουργίας και τα σχετικά τιμολόγια του Ε.Ο.Τ.». Τέλος, στην § 2 του άρθρου 10 ν.2837/2000 ορίστηκε ότι: «Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται ο καθορισμός τιμολογίων υπηρεσιών που παρέχονται από επιχειρηματικές μονάδες του Ε.Ο.Τ., τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των οποίων έχει η εταιρία, τα τιμολόγια αυτά καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης». Η εγκριτική των τιμολογίων ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής υπουργική απόφαση, όπως ρυθμιζόταν από το, ως άνω, νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 17 ν. 438/1976, ν. 2160/1993 και άρθρο 21 § 8 ν. 2636/1998), υποβληθείσα στην κρίση του ακυρωτικού Δικαστή, κρίθηκε άκυρη, ως καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως εκδοθείσα, αφού, όπως νομολογήθηκε (ΣτΕ 2477/2000 ΔΔίκη 2001, 942, ΣτΕ 2478/2000), οι εξουσιοδοτικές εκείνες διατάξεις δεν καθόριζαν «ειδικότερα τα συγκεκριμένα κριτήρια, επί τη βάσει των οποίων γίνεται η επιβολή των επιδίκων τελών». Τις συνέπειες των ακυρωτικών αυτών κρίσεων θέλησε να θεραπεύσει ο νομοθέτης, ο οποίος με το άρθρο 38 § 3 ν. 3105/2003 πρόσθεσε στον ν. 2160/1993 άρθρο με στοιχεία 31 α και με τίτλο «Κανονισμοί λειτουργίας τουριστικών λιμένων», με το οποίο παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για την θέσπιση ή για την έγκριση, κατά περίπτωση, με υπουργικές αποφάσεις, γενικού και ειδικών κανονισμών λειτουργίας τουριστικών λιμένων, καθώς και τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες. Ειδικότερα, με την § 6 του άρθρου 31 α  ν.2160/1993, όπως ίσχυε, πριν την αντικατάσταση της με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου ν. 4254/2014 για τα  «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 85/7-4-2014), οριζόταν ότι: «Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση». Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διαμορφωθείσα νομολογία, οι νεότερες, ως άνω, διατάξεις προέβλεψαν την κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονται στα σκάφη, όπως και των ειδικών κανονισμών των τουριστικών λιμένων, των ζωνών αγκυροβολίου, των καταφυγίων τουριστικών σκαφών και των λιμένων ξενοδοχειακών μονάδων, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκριση τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν, ως κριτήρια, το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις. Κρίνοντας το κύρος υπουργικών αποφάσεων με τις οποίες εγκρίθηκαν πράξεις του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε. ή άλλου φορέα διαχειρίσεως σχετικές με τον καθορισμό των τιμολογίων υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής στις ανά την επικράτεια μαρίνες, μεταξύ δε αυτών και στη Μαρίνα Αλίμου, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί, πρώτον, ότι η διαχείριση των κοινοχρήστων πραγμάτων, περί των οποίων ορίζει το άρθρο 967 ΑΚ μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι χώροι που εμπίπτουν σε ζώνη λιμένα, που ανήκουν στην δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, συνιστάμενου στην κοινοχρησία τους, συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας και αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου (ΟλΣτΕ 2403/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,  ΟλΣτΕ 414/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, ότι η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινόχρηστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ακόμη και αν επιδιώκεται δευτερευόντως και ταμειακός σκοπός (ΟλΣτΕ 1212/2010 ΕΔΔΔΔ 2010, 703, ΟλΣτΕ  891/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τρίτον, ότι η με τις διατάξεις του άρθρου 21 § 8 ν. 2636/1998, δυνάμει των οποίων επιτρέπεται η επιβολή τελών ελλιμενισμού στα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες (μαρίνες) σκάφη με αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε. ή του οικείου φορέα διαχειρίσεως, που εγκρίνονται με υπουργική απόφαση, παρεχόμενη εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον κατά την έννοια τους ο καθορισμός του ύψους των τελών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, που εξαρτώνται από ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη και του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις (ΣτΕ 1155/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τέταρτον, ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε., με την οποία καθορίζονται τα, ως άνω, τιμολόγια συνιστά πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως όμως αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και συγκεκριμένα στην ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η προβλεπόμενη από τον νόμο υπουργική απόφαση, με την οποία κατόπιν ελέγχου τους, νόμω και ουσία, εγκρίνονται τα ίδια τιμολόγια, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αφού πρόκειται κατ’ ουσίαν για τέλη υπέρ του Ε.Ο.Τ., χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους εκ μόνου του λόγου ότι εισπράττονται από φορέα διοικήσεως και διαχειρίσεως με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος όμως αποδίδει στη συνέχεια το συμφωνηθέν μίσθωμα στην Ε.Τ.Α. Α.Ε. (ΟλΣτΕ 2404/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και, πέμπτον, ότι τα καθοριζόμενα με την υπουργική απόφαση τέλη δεν αποτελούν οικονομικά βάρη ούτε έχουν φορολογικό ή ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν απλώς το τίμημα για τις παρεχόμενες από τον φορέα διαχειρίσεως του λιμένα υπηρεσίες ελλιμενισμού (ΣτΕ 1559/2015, ΣτΕ 1558/1015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με την με στοιχεία Τ/7537/21-11-2002 απόφαση του Υφυπουργού Αναπτύξεως, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 1468/21-11-2002) και έχει ισχύ κανονιστικής διατάξεως νόμου, εγκρίθηκε η με αριθμό 90/19-9-2002 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.», με την οποία καθορίστηκε το τιμολόγιο υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών στις μαρίνες της διαχειρίσεως της, μεταξύ των οποίων και της Μαρίνας Αλίμου, σε χρηματικό ποσό προσδιοριζόμενο με βάση τα μέτρα μήκους εκάστου ελλιμενιζόμενου σκάφους. Η ασκηθείσα κατά της υπουργικής αυτής αποφάσεως από 17-1-2003 αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε με τις προαναφερθείσες ΟλΣτΕ 2403/2014 και  ΣτΕ 1559/2015 αποφάσεις.  Από όλα όσα προαναφέρθηκαν επιβεβαιώνεται ότι το ύψος του επέχοντος θέση μισθώματος τέλους ελλιμενισμού σκάφους στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα καθορίζεται μονομερώς από την διοίκηση του φορέα διαχειρίσεως του και δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή, εφόσον ο καθορισμός αυτός έχει εγκριθεί με υπουργική απόφαση (ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017, 801, ΕφΠειρ 625/2017). Τούτο σημαίνει ότι αγωγή του φορέα διαχειρίσεως τουριστικού λιμένα περί επιδικάσεως τέλους ελλιμενισμού, που καθορίστηκε με απόφαση της διοικήσεως του αλλά υπερβαίνει το ύψος του διοικητικώς εγκεκριμένου, δεν είναι νόμιμη κατά το υπερβάλλον της διοικητικής εγκρίσεως χρηματικό ποσό, μη αποκλειομένης όμως της δυνατότητας του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, το αίτημα περί επιδικάσεως του νομίμου τέλους, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδάφ. β΄ ΚΠολΔ ( ΕφΠειρ 85/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με την υπ΄αριθμ.1634/30-1-2007 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Αναπτύξεως (ΦΕΚ Β΄ 196/15-2-2007) περί έγκρισης των τιμολογίων ιδιωτικών σκαφών του τουριστικού λιμένα (Μαρίνας) Αλίμου, τα οποία προσδιορίστηκαν με την υπ΄ αριθμ.227/29-3-2006 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.», ήδη «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία», τα μηνιαία δικαιώματα ελλιμενισμού έτους 2006 για τα ιδιωτικά σκάφη, με βάση τα μέτρα ολικού μήκους εκάστου σκάφους, όπως αυτά αναγράφονται στα ναυτιλιακά του έγγραφα, μαζί με κάθε πρόσθετο εξάρτημα ή άλλη προσθήκη, ορίστηκαν στα αναγραφόμενα αντίστοιχα ποσά, ειδικά για σκάφος μήκους 13μ. στο ποσό των 548,50 ευρώ και επισημάνθηκε ότι από το έτος 2007 και εφεξής, θα αναπροσαρμόζονται αυτόματα ετησίως από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, προσαυξημένα κατά το ποσοστό αύξησης του τιμαρίθμου κόστους ζωής του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως προσδιορίζεται από την τράπεζα Ελλάδος ή άλλη αρμόδια υπηρεσία, πλέον ποσοστού 1%. Όσον αφορά το τιμολόγιο λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών ισχύουν τα εξής τιμολόγια: παροχής νερού, ηλεκτρικής και τηλεφωνικής σύνδεσης και δικαιώματος ανέλκυσης/καθέλκυσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ’αυτήν. Η ανωτέρω υπουργική απόφαση τροποποιήθηκε με την υπ’αριθμ.1846/30-1-2012 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ 133/3.2.2012), που ενέκρινε την υπ’αριθμ.361/27.7.2011 σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της προαναφερόμενης εταιρείας, όσον αφορά το τιμολόγιο δικαιώματος ανέλκυσης/καθέλκυσης και ως προς την καταβολή εγγύησης, αφενός από τους πελάτες του τουριστικού λιμένα ίσης με το εκάστοτε ισχύον μηνιαίο τιμολόγιο του ελλιμενιζόμενου σκάφους με την υπογραφή της σύμβασης ελλιμενισμού και αφετέρου από τους πελάτες που κάνουν χρήση του χερσαίου χώρου εναπόθεσης σκαφών για την τήρηση της καθαριότητας, ενώ κατά τα λοιπά παρέμεινε σε ισχύ η τροποποιούμενη ως άνω υπουργική απόφαση.

Περαιτέρω, το άρθρο 31 α του Ν.2160/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 161 Ν.4070/2012 (ΦΕΚ Α 82/10.4.2012), στην παράγραφο 6 τούτου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε  με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν. 4254/2014  (ΦΕΚ Α΄85/7-4-2014), ορίζει ότι οι Ειδικοί Κανονισμοί των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του εν λόγω άρθρου, ενώ απαλείφθηκε η υποχρέωση αυτή και για τα τιμολόγια ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως προηγουμένως προβλεπόταν.  Η δε παράγραφος 5 του άρθρου 31 α του άνω νόμου, που αρχικά προέβλεπε ότι τα τιμολόγια ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών του τουριστικού λιμένα προς τα σκάφη εγκρίνονται με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι δε εγκριτικές αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου εκδίδονται εντός δέκα ημερών από την υποβολή των τιμολογίων στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού, αλλιώς, αν παρέλθει άπρακτο το πιο πάνω χρονικό διάστημα, τα τιμολόγια τεκμαίρονται εγκεκριμένα και, μετά την αντικατάσταση αυτής με την παρ. 3 του άρθρου 11 του Ν. 4179/2013 (ΦΕΚ Α` 175 8-8-2013), καθιερώθηκε ότι μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας ο φορέας διαχείρισης υποχρεούται σε προηγούμενη γνωστοποίηση των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών του τουριστικού λιμένα στο Υπουργείο Τουρισμού, εν τέλει καταργήθηκε με την περ. 6β της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν. 4254/2014  (ΦΕΚ Α΄85 7-4-2014) και επομένως, δεν απαιτείται πλέον ούτε έγκριση των εν λόγω τιμολογίων, ούτε γνωστοποίηση τους στο υπουργείο.

  1. IV. Ενόψει των προαναφερθέντων στην μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα, κατά τρόπο σαφή, ειδικό και συγκεκριμένο, όλα τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος της ενάγουσας, για το οποίο και ζητείται η έννομη προστασία και επιπροσθέτως, δικαιολογούν την άσκηση της σε βάρος των εναγομένων, με αποτέλεσμα, αφενός μεν να εξατομικεύεται απόλυτα η επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει εκ των επικαλουμένων στο δικόγραφο γεγονότων, αφετέρου δε να παρέχεται η δυνατότητα, στο μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής υπάγοντας τα προταθέντα στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου, στους δε εναγομένους να αμυνθούν κατά της αγωγικής αξίωσης, με ανταπόδειξη ή δια της υποβολής ενστάσεων. Ειδικότερα, ως προς το επίμαχο εν προκειμένω ζήτημα, με τα εκτιθέμενα στην αγωγή εξειδικεύεται το είδος του σκάφους και τα μέτρα ολικού μήκους τούτου, με βάση τα οποία καθορίζεται το τιμολόγιο των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του τουριστικού λιμένα (Μαρίνας) Αλίμου, όπως αυτό καταρτίστηκε, κατ’εξουσιοδότηση του οικείου νόμου, με βάση την σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας εταιρείας, που αφορά το έτος 2006 και εφεξής, καθώς και την τροποποιητική της, οι οποίες εγκρίθηκαν από τις ισχύουσες, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις, ούτως ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το επιληφθέν της υπόθεσης Δικαστήριο η νομιμότητα των μηνιαίων χρεώσεων της ενάγουσας για τον ελλιμενισμό του εν λόγω σκάφους, που διαλαμβάνονται στις εκδοθείσες αντίστοιχες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, τα ουσιώδη στοιχεία των οποίων έχουν καταχωρηθεί στις χρεωστικές μηχανογραφικές καρτέλες πελάτη, που ενσωματώνονται στο αγωγικό δικόγραφο και να δύνανται οι εναγόμενοι να αντιτάξουν τους αμυντικούς τους ισχυρισμούς. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένσταση περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθενται σ’αυτήν ποία τιμολόγια ίσχυαν, άλλως εγκρίθηκαν από τον αρμόδιο υπουργό, κατά τα αναφερόμενα επίδικα έτη, μήτε ο υπολογισμός τους ανά μήνα, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
  2. V. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.», ιδρυθείσα ως «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Ε.Ο.Τ.» και μετονομασθείσα αρχικά σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», εν συνεχεία σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.», ακολούθως, κατόπιν απορρόφησης της εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» και τέλος σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΤΑΔ) Α.Ε.», μετά τη συγχώνευση της με την εταιρία με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.» (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.), ασκεί, δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2636/1998, 2837/2000 και 3270/2004, τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας – μεταξύ άλλων – και των επιχειρηματικών μονάδων του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (Ε.Ο.Τ.), ως επιχειρηματικές δε μονάδες του Ε.Ο.Τ. νοούνται και οι μονάδες των τουριστικών λιμένων, οι οποίες ανήκουν κατά κυριότητα στον Ε.Ο.Τ., ή τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση αυτού, ή έχουν μισθωθεί απ’αυτόν, ή βρίσκονται στην εκμετάλλευση του με οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή. Μεταξύ των λιμένων αυτών περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας Αλίμου. Ειδικότερα, το υποκατάστημα με την επωνυμία «ΜΑΡΙΝΑ ….» έχει ως καταστατικό σκοπό την εκμετάλλευση, τόσο της θαλάσσιας ζώνης του ανωτέρω τουριστικού λιμένα, όσο και της χερσαίας ζώνης αυτού. Η πρώτη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Κύπρο, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, είναι πλοιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής με το όνομα «LD», σημαίας Κύπρου, με αριθμό νηολογίου Λεμεσού ………., ολικού μήκους 13,57 μέτρων, πλάτους 4,05 μέτρων, και βυθίσματος 1,15 μέτρων, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της ανωτέρω εταιρίας. Δυνάμει της από 14.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού σκάφους, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας και του δεύτερου εναγομένου, συμβληθέντος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης και «ΠΕΛΑΤΗ», όπως η έννοια του πελάτη ορίζεται στον υπ’αριθμ. 1.1. όρο, συμφωνήθηκε η ενάγουσα να παραχωρήσει το δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας Αλίμου, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 έως 31.12.2006, έναντι του συμφωνημένου μηνιαίου ανταλλάγματος, τιμολογίου, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 α Ν.2160/1993 (όρος 1.6), οι δε εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπεύθυνοι, να καταβάλουν για το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους, που προηγουμένως ελλιμενιζόταν στο χώρο αυτό από την 1η.6.2001 μέχρι 31.5.2004, δυνάμει των από 8.9.2001 και 19.7.2003 σχετικών συμβάσεων μεταξύ των διαδίκων, το καθορισθέν και συμφωνηθέν ποσό σε ευρώ, ανά μέτρο ολικού μήκους του σκάφους, όπως αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2160/1993 (άρθρο 2.3 σύμβασης). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ. 1.1 όρο της ανωτέρω σύμβασης «Ως ΠΕΛΑΤΗΣ ορίζεται: α) Ο ιδιοκτήτης/πλοιοκτήτης του σκάφους, ή/και β) ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, ή της πλοιοκτήτριας εταιρίας στην Ελλάδα, ή/και γ)…,ή/και δ) ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης του σκάφους, ή/και ε) ο εμφανιζόμενος και ενεργών ως νόμιμος εκπρόσωπος του σκάφους και του πλοιοκτήτη/τριας…, ή/και στ)….. Περαιτέρω, στο δεύτερο εδάφιο του υπ’αριθμ.2.3 όρου της ίδιας σύμβασης προβλέπεται ότι: «Ρητά και ανεπιφύλακτα συμφωνείται ότι υπεύθυνος για την καταβολή των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του σκάφους, καθώς και των λοιπών χρεώσεων των επιμέρους παρεχομένων υπηρεσιών, παροχών και διευκολύνσεων, έναντι της εταιρίας, είναι ο ΠΕΛΑΤΗΣ, (όπως η έννοια του όρου αυτού προσδιορίσθηκε ανωτέρω) και κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο από τα παραπάνω αναφερόμενα, τα οποία αναγνωρίζουν και αποδέχονται την σε ολόκληρο οφειλή και καθίστανται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπεύθυνα…». Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι ο δεύτερος των εναγομένων συμβλήθηκε στη σύμβαση αυτή, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εξ αυτών, τόσο για λογαριασμό της, όσο και ατομικά για τον εαυτό του, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τη συνεναγομένη του, το χρηματικό αντάλλαγμα (μίσθωμα) για τον ελλιμενισμό του σκάφους, πλοιοκτησίας της και τη χρήση των εγκαταστάσεων της μαρίνας. Επισημαίνεται ότι, η εις ολόκληρον ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη του σκάφους, που ελλιμενίζεται σε τουριστικό λιμένα, για την καταβολή προς το φορέα διαχείρισης αυτού, των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων για τις λοιπές παρεχόμενες προς το σκάφος και το χρήστη υπηρεσίες, διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις, καθιερώνεται και στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Επίσης, στην εν λόγω σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο υπογράφων το συμφωνητικό τεκμαίρεται, ως νόμιμος εκπρόσωπος του πελάτη και καθίσταται υπεύθυνος και υπόλογος έναντι της ενάγουσας για κάθε ζήτημα αναφορικά με την παραμονή του σκάφους στη μαρίνα, είτε αυτό είναι τεχνικό, είτε οικονομικό και καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο συνυπεύθυνος (όρος 2.4). Με τον 4.1 όρο ορίστηκε ότι η σύμβαση λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 συνεχόμενους μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της, ενώ με τον 5.4 όρο συμφωνήθηκε ότι κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρεία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, διά του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεση του και η εταιρεία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επόμενη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης. Ακόμη με τον 6.2 όρο ορίσθηκε ότι ο πελάτης δηλώνει ότι αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού, καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σ’ αυτά τιμές και υποχρεούται να καταβάλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον Ειδικό Κανονισμό λειτουργίας της μαρίνας. Τέλος, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.8.4 όρο της σύμβασης αυτής «ο πελάτης σε περίπτωση που το σκάφος αποχωρεί οριστικά από τις εγκαταστάσεις της μαρίνας, είτε προ ή με το τέλος του συμβατικού χρόνου λήξης, υποχρεούται να δηλώσει τούτο στη μαρίνα εγγράφως και εγκαίρως, αλλιώς η εταιρία χρεώνει σε βάρος του κανονικά μέχρι τη συμβατική λήξη, ή μέχρι την ημερομηνία της κατά τα, ως άνω, έγγραφης δήλωσης προς την εταιρία για την οριστική αποχώρηση του σκάφους». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι όροι της ανωτέρω από 14.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού ρητά συνομολογήθηκε ότι παραμένουν σε ισχύ και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των από 11.12.2006, 4.6.2008, 26.1.2009, 23.11.2009, 11.2.2011 και 27.1.2012 ανανεώσεων της για ετήσια κάθε φορά περίοδο, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων. Η τελευταία, στην οποία συμβλήθηκε πάλι ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης πλοιοκτήτριας, μετά τη παρέλευση της συμφωνημένης δωδεκάμηνης διάρκειας της από την υπογραφή της, παρέμεινε σε ισχύ, σιωπηρά έκτοτε ανανεωθείσα ετησίως για το επόμενο κάθε φορά έτος, ενώ καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα μέχρι και την παρούσα συζήτηση, το εν λόγω σκάφος εξακολουθεί να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της μαρίνας ……, καθόσον κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έχει προβεί σε καταγγελία της σύμβασης ελλιμενισμού και ουδέποτε οι εναγόμενοι δήλωσαν εγγράφως, μετά την πάροδο του εκάστοτε συμβατικού χρόνου, ότι δεν επιθυμούν την παράταση της παραμονής του σκάφους στο χώρο ελλιμενισμού, παρέχοντας έτσι, κατά τα ρητά συνομολογηθέντα, την εντολή προς την ενάγουσα για την ανανέωση αυτής μονομερώς, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.5.4 όρο της σύμβασης, για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, όπερ και εκείνη έπραξε.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο 2011 μέχρι και τον Φεβρουάριο 2017, σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών και σε εκπλήρωση των αναληφθεισών υποχρεώσεων της, παρείχε συνεχώς θέση ελλιμενισμού για το εν λόγω σκάφος, καθώς και τις λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο και τη σύμβαση διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις στο χώρο της μαρίνας του Αλίμου, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, οι δε εναγόμενοι, αν και προέβησαν σε μισθωτική χρήση των εγκαταστάσεων αυτής ελλιμενίζοντας το εν λόγω σκάφος και σε απόληψη των πρόσθετων παροχών της μαρίνας, αδιαλείπτως και ακωλύτως, παρά την υποχρέωση τους, δεν έχουν καταβάλει στην ενάγουσα τα αναλογούντα ποσά μηνιαίων τελών ελλιμενισμού, εκδοθέντων για έκαστο μήνα του επίδικου χρονικού διαστήματος, των από 23.8.2011 έως και 8.2.2017 προσκομιζόμενων, μετ’επικλήσεως, αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών για δικαιώματα ελλιμενισμού, τα οποία ανέρχονταν μηνιαίως στο ποσό των 677,46 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, βάσει του εγκριθέντος με την με αριθμό 1634/2007 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ 196 Β/15-2-2007),  τιμολογίου για το έτος 2006, που, κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 31 α του Ν. 2160/1993, είχε καταρτίσει και υποβάλει προς έγκριση η ενάγουσα εταιρεία, ως φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα Αλίμου, κατόπιν της από 29.3.2006 απόφασης του διοικητικού της συμβουλίου, με βάση τα μέτρα ολικού μήκους του σκάφους, που αναγράφονται στα ναυτιλιακά του έγγραφα, προσαυξημένου από το 2007 και εφεξής, ετησίως, κατά το ποσοστό αύξησης του τιμάριθμου κόστους ζωής του προηγούμενου έτους, πλέον ποσοστού 1%. Σημειωτέον, ότι η προβλεπόμενη προσαύξηση των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του επίδικου σκάφους εφαρμόστηκε από την ενάγουσα μέχρι το έτος 2011, αφού έκτοτε οι χρεώσεις της για τα τέλη ελλιμενισμού παρέμειναν σταθερές, ανερχόμενες στο ποσό των 677,46 ευρώ μηνιαίως, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, όπως προκύπτει εναργώς από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών σε συνδυασμό με τις ομοίως προσκομιζόμενες τηρούμενες από την ενάγουσα, κατά το σύστημα μηχανογράφησης της, μηχανογραφικές καρτέλες πελάτη, κατ’ετος, όπου καταχωρούνταν και οι γενόμενες πληρωμές, απομένοντος συνολικού χρεωστικού υπολοίπου 56.523,97 ευρώ, μετ’αφαίρεση των εμφαινομένων μερικών καταβολών κατά το έτος 2015.

Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμοί των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και  επαναφέρονται με την έφεση του δεύτερου τούτων περί αυθαίρετου εκ μέρους της ενάγουσας και αόριστου καθορισμού των τελών ελλιμενισμού και επιταγής μονομερούς ανανέωσης της σύμβασης ελλιμενισμού, χωρίς συμφωνία ως προς τον καθορισμό των τελών, καθώς και ανακρίβειας των κονδυλίων των επίδικων τιμολογίων και του καταλογισμού τους, ώστε να απαιτείται η διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης και να καθίσταται καταχρηστική η άσκηση των ένδικων αξιώσεων, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι ουδέποτε οι εναγόμενοι διαμαρτυρήθηκαν για τις επίδικες χρεώσεις, ούτε αμφισβήτησαν τον τρόπο καθορισμού τους έχοντας λάβει γνώση, κατά την σύναψη των συμβάσεων, αναγνωρίσει και αποδεχθεί την νομιμότητα των χρεώσεων, βάσει του οικείου τιμολογίου, που καθορίστηκε από την ενάγουσα με τα κριτήρια του νόμου και εγκρίθηκε αρμοδίως, μήτε εν προκειμένω τα κρινόμενα κονδύλια αμφισβητούνται ειδικά και για συγκεκριμένους λόγους. Επιπλέον, οι εναγόμενοι, αν και μπορούσαν, δεν έκαναν χρήση του δικαιώματος τους να αποδεσμευτούν από την σύμβαση ελλιμενισμού και τις διαδοχικές ανανεώσεις της, με καταγγελία ή με την προβλεπόμενη έγγραφη δήλωση τους για την μη περαιτέρω παράταση παραμονής του σκάφους στις εγκαταστάσεις της μαρίνας, αντίθετα εξακολουθούν επί σειρά ετών να απολαμβάνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες ελλιμενισμού και συναφείς εξυπηρετήσεις, χωρίς να καταβάλουν τα αναλογούντα δικαιώματα.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στις ίδιες παραδοχές, αν και με πιο συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ) και ακολούθως, δέχθηκε την κρινόμενη αγωγή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη, υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον, το ποσό των 56.523,97 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της ένδικης έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.4259/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 27 Μαίου 2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ